Βαπτίζεται κανείς νήπιο, αλλά, καθώς μεγαλώνει ένα παιδί – ειδικά μάλιστα όπως μεγαλώνει σήμερα ένα παιδί – έως ότου να έρθει σε ηλικία που θα αρχίσει να σκέπτεται, θα αρχίσει να δουλεύει το λογικό του, η βούλησή του, γενικότερα ο νους και η ψυχή του, έως ότου να φθάσει σ’ αυτή την ηλικία, ήδη έχει γίνει το κακό.
Και αυτό συμβαίνει πιο πολύ, επειδή ακριβώς δεν βοηθάει η κοινωνία. Και η μητέρα μέσα στο σπίτι, μπορεί να είναι πολύ καλή, αλλά σαν αβάπτιστη ζει. Δεν έχει γίνει το θαύμα στην ψυχή της, ώστε να είναι όλες οι εκδηλώσεις της, όλες οι πράξεις της εκδηλώσεις και πράξεις βαπτισμένου ανθρώπου.
Και στη μητέρα και στον πατέρα και στους συγγενείς κυριαρχεί αυτό, το εγώ, και όλοι οι αμυντικοί μηχανισμοί υπάρχουν και δουλεύουν υπέρ του εγώ. Και δημιουργείται μια χρόνια άρρωστη κατάσταση· και γίνεται αναίσθητος κανείς. Προσεύχεται, αλλά δεν ωφελείται. Κάνει θρησκευτικά καθήκοντα, έχει θρησκευτικές εκδηλώσεις, αλλά δεν ωφελείται.
Γιατί; Διότι όλος ο δυναμισμός που έχει κανείς μέσα του, που είναι η ελεύθερη βούληση, η ελεύθερη σκέψη, η κίνηση του ανθρώπου προς τον Θεό, όλα αυτά είναι αιχμαλωτισμένα, παγιδευμένα από τους μηχανισμούς αμύνης υπέρ του εγώ. Το βλέπουμε στην πράξη. Αν δεν αποφασίσει κανείς να πάθει, θα μείνει όπως είναι. Μένει δηλαδή σε μια αναίσθητη κατάσταση και χρονίζουσα αρρώστια.
Και για να μπορέσουμε λίγο να συνεννοηθούμε, να έρθουμε λίγο στα δικά μας.
Για παράδειγμα, σε αδικούν. Σε αδικούν, και δεν μπορείς να κάνεις τίποτε· το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να το δεχθείς γενναία αυτό. Όμως, δεν κάνεις έτσι· σε τρώει. Σε τρώει, όχι μόνο με την έννοια ότι να, σε αδικούν και χάνεις κάτι, αλλά και με την έννοια ότι τελικά σε ταπεινώνουν και δεν το δέχεσαι αυτό. Θέλεις να είσαι εκείνος που κανένας δεν θα τον πειράξει. Αναφέρουμε κάτι απλό.
Ποιος έχει τέτοιο φρόνημα μέσα του, ώστε να μπορεί να πει: «Αχ, Θεέ μου, κι εγώ ας στερηθώ κάτι»· είτε με την έννοια ότι χάνω κάτι, δηλαδή με υποτιμούν, δεν με λογαριάζουν, είτε με την έννοια ότι ζημιώνομαι ακόμη και υλικά. Και να το θεωρήσει κανείς σαν μια καλή ευκαιρία να προσφέρει αυτή τη μικρούλα θυσία στον Χριστό για την αγάπη του.
Δεν το κάνει όμως· δεν τον αφήνει το εγώ να το κάνει. Αμέσως δραστηριοποιούνται οι μηχανισμοί αμύνης που προστατεύουν το εγώ, τίθενται σε λειτουργία και φέρνουν επιχειρήματα, δικαιολογίες, φέρνουν προσκόμματα. Και ορθώνει κανείς το ανάστημά του, θυμώνει, εκνευρίζεται και σαν να λέει: «Θα τους δείξω εγώ». Χριστιανός κατά τα άλλα.
Το θέμα δεν είναι ο χριστιανός να έχει μια ηττοπάθεια ή να παίρνει μια στάση σαν να κάνει το θύμα. Όχι, όχι· δεν έχει καμιά σχέση με αυτά ο χριστιανός. Άλλο είναι αυτό το πνεύμα. Ο χριστιανός έχει πνεύμα ανδρείο και προσφέρεται θυσία στον Χριστό.
Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου, “Θέλεις να αγιάσεις;”, Οκτώβριος, Πανόραμα Θεσσαλονίκης, 2018, σελ. 94 (αποσπάσματα).