Τὸ μὲν οὖν περὶ τοὺς Καθαροὺς ζήτημα καὶ εἴρηται πρότερον καὶ καλῶς ἀπεμνημόνευσας, ὅτι δεῖ τῷ ἔθει τῷ καθ᾿ ἑκάστην χώραν ἕπεσθαι, διὰ τὸ διαφόρως ἐνδιενεχθῆναι περὶ τοῦ βαπτίσματος αὐτῶν τοὺς τότε περὶ τούτων διαλαβόντας. Τὸ δὲ τῶν Πεπουζηνῶν οὐδένα μοι λόγον ἔχειν δοκεῖ καὶ ἐθαύμασα, πῶς κανονικὸν ὄντα τὸν μέγαν Διονύσιον παρῆλθεν. Ἐκεῖνο γὰρ ἔκριναν οἱ παλαιοὶ δέχεσθαι βάπτισμα, τὸ μη δὲν τῆς πίστεως παρεκβαῖνον. Ὅθεν, τὰς μὲν αἱρέσεις ὠνόμασαν, τὰ δὲ σχίσματα, τὰς δὲ παρασυναγωγάς. Αἱρέσεις μέν, τοὺς παντελῶς ἀπεῤῥηγμένους καὶ κατ᾿ αὐτὴν τὴν πίστιν ἀπηλλοτριωμένους, σχίσματα δέ, τοὺς δι᾿ αἰτίας τινὰς ἐκκλησιαστικὰς καὶ ζητήματα ἰάσιμα πρὸς ἀλλήλους διενεχθέντας, παρασυναγωγὰς δέ, τὰς συνάξεις τὰς παρὰ τῶν ἀνυποτάκτων πρεσβυτέρων ἢ ἐπισκόπων καὶ παρὰ τῶν ἀπαιδεύτων λαῶν γινομένας. Οἷον, εἴ τις ἐν πταίσματι ἐξετασθείς ἐπεσχέθη τῆς λειτουργίας καὶ μὴ ὑπέκυψε τοῖς κανόσιν, ἀλλ᾿ ἑαυτῷ ἐξεδίκησε τὴν προεδρίαν καὶ τὴν λειτουργίαν καὶ συναπῆλθον τούτῳ τινές, καταλιπόντες τὴν καθολικὴν ἐκκλησίαν, παρασυναγωγὴ τὸ τοιοῦτον· σχίσμα δέ, τὸ περὶ τῆς μετανοίας διαφόρως ἔχειν πρὸς τοὺς ἀπὸ τῆς Ἐκκλησίας· αἱρέσεις δέ, οἷον ἡ τῶν Μανιχαίων καὶ Οὐαλεντίνων καὶ Μαρκιωνιστῶν καὶ αὐτῶν τούτων τῶν Πεπουζηνῶν, εὐθὺς γὰρ περὶ τῆς αὐτῆς τῆς εἰς Θεὸν πίστεως ἐστιν ἡ διαφορά. Ἔδοξε τοίνυν τοῖς ἐξ ἀρχῆς, τὸ μὲν τῶν αἱρετικῶν παντελῶς ἀθετῆσαι, τὸ δὲ τῶν ἀποσχισάντων, ὡς ἔτι ἐκ τῆς Ἐκκλησίας ὄντων, παραδέξασθαι, τοὺς δὲ ἐν ταῖς παρασυναγωγαῖς, μετανοίᾳ ἀξιολόγῳ καὶ ἐπιστροφῇ βελτιωθέντας, συνάπτεσθαι πάλιν τῇ Ἐκκλησίᾳ, ὥστε πολλάκις καὶ τοὺς ἐν βαθμῷ συναπελθόντας τοῖς ἀνυποτάκτοις, ἐπειδὰν μεταμεληθῶσιν, εἰς τὴν αὐτὴν παραδέχεσθαι τάξιν. Οἱ τοίνυν Πεπουζηνοὶ προδήλως εἰσὶν αἱρετικοί, εἰς γὰρ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἐβλασφήμησαν, Μοντανῷ καὶ Πρισκίλλῃ τὴν τοῦ Παρακλήτου προσηγορίαν ἀθεμίτως καὶ ἀναισχύντως ἐπιφημίσαντες. Εἴτε οὖν ὡς ἀνθρώπους θεοποιοῦντες, κατάκριτοι, εἴτε ὡς τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον τῇ πρὸς ἀνθρώπους συγκρίσει καθυβρίζοντες, καὶ οὕτω τῇ αἰωνίῳ καταδίκῃ ὑπεύθυνοι, διὰ τὸ ἀσυγχώρητον εἶναι τὴν εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον βλασφημίαν. Τίνα οὖν λόγον ἔχει τὸ τούτων βάπτισμα ἐγκριθῆναι, τῶν βαπτιζόντων εἰς Πατέρα καὶ Υἱὸν καὶ Μοντανὸν καὶ Πρίσκιλλαν; Οὐ γὰρ ἐβαπτίσθησαν οἱ μὴ εἰς τὰ παραδεδομένα ἡμῖν βαπτισθέντες. Ὥστε, εἰ καὶ τὸν μέγαν Διονύσιον τοῦτο παρέλαθεν, ἀλλ᾿ ἡμῖν οὐ φυλακτέον τὴν μίμησιν τοῦ σφάλματος, τὸ γὰρ ἄτοπον, αὐτόθεν πρόδηλον καὶ πᾶσιν ἐναργές, οἷς καὶ μικρὸν τοῦ λογίζεσθαι μέτεστιν. Οἱ δὲ Καθαροὶ καὶ αὐτοὶ τῶν ἀπεσχισμένων εἰσί, πλὴν ἀλλ᾿ ἔδοξε τοῖς ἀρχαίοις, τοῖς περὶ Κυπριανὸν λέγω καὶ Φιρμιλιανὸν τὸν ἡμέτερον, τούτους πάντας μιᾷ ψήφῳ ὑποβαλεῖν·Καθαροὺς καὶ Ἐγκρατίτας καὶ Ὑδροπαραστάτας καὶἈποτακτίτας. Διότι ἡ μὲν ἀρχὴ τοῦ χωρισμοῦ διὰ σχίσματος γέγονεν, οἱ δὲ τῆς Ἐκκλησίας ἀποστάντες οὐκ ἔτι ἔσχον τὴν χάριν τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐφ᾿ ἑαυτούς, ἐπέλιπε γὰρ ἡ μετάδοσις τῷ διακοπῆναι τὴν ἀκολουθίαν. Οἱ μὲν γὰρ πρῶτοι ἀναχωρήσαντες, παρὰ τῶν Πατέρων ἔσχον τὰς χειροτονίας καὶ διὰ τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν αὐτῶν εἶχον τὸ χάρισμα τὸ πνευματικόν. Οἱ δέ, ἀποῤῥαγέντες, λαϊκοὶ γενόμενοι, οὔτε τοῦ βαπτίζειν, οὔτε τοῦ χειροτονεῖν εἶχον ἐξουσίαν, οὔτε ἠδύνατο χάριν Πνεύματος ἁγίου ἑτέροις παρέχειν, ἧς αὐτοὶ ἐκπεπτώκασι· διὸ ὡς παρὰ λαϊκῶν βαπτιζομένους τοὺς παρ᾿ αὐτῶν ἐκέλευσαν, ἐρχομένους ἐπὶ τὴν Ἐκκλησίαν, τῶ ἀληθινῷ βαπτίσματι τῷ τῆς Ἐκκλησίας ἀνακαθαίρεσθαι. Ἐπειδὴ δὲ ὅλως ἔδοξέ τισι τῶν κατὰ τὴν Ἀσίαν, οἰκονομίας ἕνεκα τῶν πολλῶν, δεχθῆναι αὐτῶν τὸ βάπτισμα, ἔστω δεκτόν. Τὸ δὲ τῶν Ἐγκρατιτῶν κακούργημα νοῆσαι ἡμᾶς δεῖ ὅτι, ἵνα αὐτοὺς ἀπρυσδέκτους ποιήσωσι τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἐπεχείρησαν λοιπὸν ἰδίῳ προκαταλαμβάνειν βαπτίσματι, ὅθεν καὶ τὴν συνήθειαν τὴν ἑαυτῶν παρεχάραξαν. Νομίζω τοίνυν ὅτι, ἐπειδὴ οὐδέν ἐστι περὶ αὐτῶν φανερῶς διηγορευμένον, ἡμᾶς προσῆκε. ἀθετεῖν αὐτῶν τὸ βάπτισμα, κἄν τις ᾖ παρ᾿ αὐτῶν εἰληφώς, προσιόντα τῇ Ἐκκλησίᾳ βαπτίζειν. Ἐὰν μέντοι μέλλῃ τῇ καθόλου οἰκονομίᾳ ἐμπόδιον ἔσεσθαι τοῦτο, πάλιν τῷ ἔθει χρηστέον καὶ τοῖς οἴκονομήσασι τὰ καθ᾽ ἡμᾶς Πατράσιν ἀκολουθητέον. Ὑφόρομαι γὰρ μήποτε, ὡς βουλόμεθα ὀκνηροὺς αὐτοὺς περὶ τὸ βαπτίζειν ποιῆσαι, ἐμποδίσωμεν τοῖς σῳζομένοις διὰ τὸ τῆς προτάσεως αὐστηρόν. Εἰ δὲ ἐκεῖνοι φυλάσσουσι τὸ ἡμέτερον βάπτισμα, τοῦτο ἡμᾶς μὴ δυσωπείτω· οὐ γὰρ ἀντιδοδόναι αὐτοῖς ὑπεύθυνοι χάριν ἐσμέν, ἀλλὰ δουλεύειν ἀκριβείᾳ κανόνων. Παντὶ δὲ λόγῳ τυπωθήτω, τοὺς ἀπὸ τοῦ βαπτισμοῦ ἐκείνων προσερχομένους, χρίεσθαι ὑπὸ τῶν πιστῶν δηλονότι καὶ οὕτω προσιέναι τοῖς μυστηρίοις. Οἶδα δέ, ὅτι τοὺς ἀδελφοὺς τοὺς περὶ Ζώινον καὶ Σατορνῖνον, ἀπ᾿ ἐκείνης ὄντας τῆς τάξεως, προσεδεξάμεθα εἰς τὴν καθέδραν τῶν ἐπισκόπων, ὥστε τοὺς τῷ τάγματι ἐκείνων συνημμένους, οὐκέτι δυνάμεθα διακρίνειν ἀπὸ τῆς Ἐκκλησίας, οἷον κανόνα τινὰ τῆς πρὸς αὐτοὺς κοινωνίας ἐκθέμενοι, διὰ τῆς τῶν επισκόπων παραδοχῆς.
ΣΧΟΛΙΑ ΣΤΟΝ Α΄ ΚΑΙ ΤΟΝ ΜΖ΄ ΚΑΝΟΝΑ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Ο Μέγας Βασίλειος κατονομάζει τους κυριότερους σχισματικούς της εποχής του, οι οποίοι είναι οι Καθαροί και οι Εγκρατίτες (γνωστοί και ως Υδροπαραστάτες και Αποτακτίτες). Ας τους δούμε λίγο πιο αναλυτικά:
α. Οι Καθαροί, είναι γνωστοί και ως Νοβατιανοί. Ο πρωτεργάτης του σχίσματος Νοβατιανός διαφώνησε με την συγκατάβαση της Τοπικής Εκκλησίας της Ρώμης (στην οποία ανήκε) απέναντι στους λεγόμενους "πεπτωκότες" (εκείνους που κατά την διάρκεια των διωγμών είχαν αρνηθεί τον Χριστό από φόβο) και αποσχίστηκε από αυτήν δημιουργώντας ξεχωριστή εκκλησιαστική Κοινότητα που αποτελούνταν από ομάδα αυστηρών κληρικών και λαϊκών της, οι οποίοι δεν αποδεχόντουσαν την μετάνοια των "πεπτωκότων" και δεν ήθελαν να κοινωνήσουν μαζί τους για να μην μιανθούν (για τον λόγο αυτόν ονομάστηκαν Καθαροί).Καταδικάστηκαν από πολλές Τοπικές Συνόδους (Ρώμης επί Πάπα Κορνηλίου, Καρχηδόνας επί Αγίου Κυπριανού, Αντιοχείας κ.α.), ήδη από τα μέσα του Γ΄ αιώνος, και οι πρώτες Οικουμενικές Σύνοδοι καθόρισαν τον τρόπο εισδοχής τους στην Εκκλησία (Η΄ Κανόνας της Α΄ και Ζ΄ Κανόνας της Β΄).
β. Υπό την γενική ονομασία Εγκρατίτες ονομάστηκαν όσοι απέρριπταν μετά βδελυγμίας κυρίως την κρεοφαγία και τον γάμο. Ονομάστηκαν επίσης και Υδροπαραστάτες (επειδή βδελύσσονταν το κρασί και τελούσαν την Θεία Ευχαριστεία με νερό), καθώς και Αποτακτίτες (επειδή αποτάσσονταν γενικώς τα κοσμικά). Τέτοιες ιδέες είχαν όχι μόνο αιρετικές ομάδες γνωστικών, αλλά και μέλη της Εκκλησίας. Στην εποχή και την περιοχή του Μεγάλου Βασιλείου οι ιδέες αυτές άκμαζαν μεταξύ των οπαδών του επισκόπου Σεβαστείας Ευσταθίου οι οποίοι είχαν αποσχιστεί από την Εκκλησία εξαιτίας των απόψεών τους αυτών, για αυτό και καταδικάστηκαν από την εν Γάγγρα Τοπική Σύνοδο το 340.
Στους παραπάνω Σχισματικούς αναφέρεται ξανά ο Μέγας Βασίλειος με τον ΜΖ΄ Κανόνα του (ο οποίος έχει άρρηκτη σχέση με τον Α΄ Κανόνα του) με τον οποίο προτάσσει αντί της Οικονομίας (να γίνονται δεκτοί με την χρήση Μύρου) την Ακρίβεια (να γίνονται δεκτοί διά Βαπτίσματος) θέτοντας την γνώμη του υπό την κρίση Συνόδου Επισκόπων!
Ο ΜΖ΄ Κανόνας έχει ως εξής:
Ἐγκρατῖται καὶ Σακκοφόροι καὶ Ἀποτακτῖται τῷ αὐτῷ ὑπόκεινται λόγῳ, ᾧ καὶ Ναβατιανοί, ὅτι περὶ μὲν ἐκείνων κανὼν εξεφωνήθη, εἰ καὶ διάφορος, τὰ δὲ κατὰ τούτους ἀποσεσιώπηται. Ἡμεῖς μέντοι ἑνὶ λόγῳ ἀναβαπτίζομεν τοὺς τοιούτους. Εἰ δὲ παρ᾿ ὑμῖν ἀπηγόρευται τὸ τοῦ ἀναβαπτισμοῦ, ὥσπερ οὖν καὶ παρὰ ῥωμαίοις, οἰκονομίας τινὸς ἕνεκα, ἀλλ᾿ ὁ ἡμέτερος λόγος ἰσχὺν ἐχέτω· ὅτι, ἐπειδὴ ὥσπερ Μαρκιωνιστῶν ἐστιν αὐτοβλάστημα ἡ κατ᾿ αὐτοὺς αἵρεσις, βδελυσσομένων τὸν γάμον καὶ ἀποστρεφομένων τὸν οἶνον καὶ τὴν κτίσιν τοῦ Θεοῦ μεμιασμένην εἶναι λεγόντων, οὐ δεχόμεθα αὐτοὺς εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, ἐὰν μὴ βαπτισθῶσιν εἰς τὸ ἡμέτερον βάπτισμα. Μὴ γὰρ λεγέτωσαν, ὅτι εἰς Πατέρα καὶ Υἱὸν καὶ ἅγιον Πνεῦμα ἐβαπτίσθη μεν, οἵ γε κακῶν ποιητὴν ὑποτιθέμενοι τὸν Θεόν, ἐφαμίλλως τῷ Μαρκίωνι καὶ ταῖς λοιπαῖς αἱρέσεσιν. Ὥστε, ἐὰν ἀρέσκῃ τοῦτο, δεῖ πλείονας ἐπισκόπους ἐν ταυτῷ γενέσθαι καὶ οὕτως ἐκθέσθαι τὸν κανόνα, ἵνα καὶ τῷ ποιήσαντι τὸ ἀκίνδυνον ᾖ, καὶ ὁ ἀποκρινόμενος τὸ ἀξιόπιστον ἔχῃ ἐν τῇ περὶ τῶν τοιούτων ἀποκρίσει.
Τον τρόπο εισδοχής των σχιματοαιρετικών αυτών καθόρισε επίσης εκτός από την Β΄ Οικουμενική Σύνοδο (με τον Ζ΄ Κανόνα της, όπως προείπαμε) και η ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδος (με τον ϟΕ' Κανόνα της).
Ο Μέγας Βασίλειος λοιπόν προτείνει μεν τον τρόπο εισδοχής των παραπάνωεμφανώς αποκομμένων από την Εκκλησία και καταδικασμένων Σχισματικών, όχι όμως ενεργώντας αυτόνομα, αλλά λαμβάνοντας υπόψιν του την πράξη όλης της Εκκλησίας στην Οποία και μόνο αναγνωρίζει το δικαίωμα να λάβει έγκυρη απόφαση. Γι' αυτό και ο Άγιος Νικόδημος στην Ερμηνεία του ΜΖ΄ Κανόνος του Αγίου γράφει πως για την γνώμη του Μεγάλου Βασιλείου ο ίδιος λέει πως "ἀνίσως καὶ ᾖναι ἀρεστὴ ἡ γνώμη αὕτη, πρέπει νὰ γένῃ Σύνοδος Ἐπισκόπων, διὰ νὰ ποιήσουν αὐτήν, γνώμην μερικὴν οὖσαν, Κανόνα Καθολικὸν καὶ ἀπαράβατον".
ΕΥΛΟΓΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Κατόπιν όσων γράφτηκαν παραπάνω εγείρονται τα εξής ερωτήματα:
α. Τί σχέση μπορεί να έχει η στάση του ταπεινού, και για αυτό Μεγάλου, Αγίου Βασιλείου με την του Βρεσθένης Ματθαίου, ο οποίος επειδή δεν έγινε δεκτή η άποψή του έκανε Σχίσμα στην Εκκλησία;
β. Ποια Σύνοδος είχε καταδικάσει, από το 1924 που εμφανίστηκαν μέχρι το 1937, τους Νεοημερολογίτες ως Σχισματικούς;
γ. Ποια Σύνοδος καθόρισε τον τρόπο εισδοχής των Νεοημερολογιτών στην Εκκλησία;
Όπως εύκολα κατανοεί κάθε εχέφρων η στάση του Ματθαίου Καρπαθάκη είναι απορριπτέα από τους Ορθοδόξους, όχι μόνο διότι δημιούργησε Σχίσμα, αλλά επειδή άρπαξε τα δικαιώματα της Συνόδου και έδρασε ως "Υπερσύνοδος":
α. Καταδικάζοντας τους Νεοημερολογίτες ως σχισματικούς,
β. Καθορίζοντας τον τρόπο εισδοχής τους στην Εκκλησία και
γ. Αποκηρύσσοντας τους Ορθοδόξους που δεν συμφωνούσαν με αυτήν την εωσφορική υπέρβαση των δικαιωμάτων του.
Είθε οι Ματθαιϊκοί της εποχής μας να λάβουν τα παραπάνω σοβαρά υπόψιν τους και να επανέλθουν στην Ακαινοτόμητη αγωνιζομένη Εκκλησία των Γνησίων Ορθοδόξων, εξαλείφοντας ένα Σχίσμα ογδόντα (80) ετών, ώστε ενωμένοι, με τον τρόπο που θέλουν οι Άγιοι Πατέρες και με σεβασμό στο Συνοδικό Πολίτευμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας, να αντιμετωπίσουμε την Παναίρεση του Οικουμενισμού και την σύγχρονη Αποστασία.
Αμήν! Γένοιτο!
Νικόλαος Μάννης