Πρωτ. Βασίλειος Σπηλιόπουλος
Έχουμε και σε προηγούμενα άρθρα αναφερθεί στα ατοπήματα που συμβαίνουν, κυρίως λόγω έλλειψης κατήχησης ή και προετοιμασίας, κατά την διάρκεια του μυστηρίου της εξομολογήσεως. Φανταζόμαστε, κρίνοντας εξ’ ιδίων τα αλλότρια, ότι ελάχιστοι είναι οι πνευματικοί που δεν έχουν ακούσει κατά την διάρκεια του μυστηρίου την ενδεικτική φράση “ε, λέω και κανένα ψεματάκι” , ενδεικτική πολλών κακών νοοτροπιών που κουβαλάμε ακόμα και την ώρα του μεγάλου αυτού μυστηρίου κατά την διάρκεια του οποίου “γυμνώνουμε” εντελώς, ή τουλάχιστον έτσι θα έπρεπε, την ψυχή μας ενώπιον του Θεού και του πνευματικού.
Τι φανερώνει όμως αυτή η μικρή αλλά “ θαυματουργική” φρασούλα;
Το πρώτο και κυριότερο που φανερώνει είναι παντελής έλλειψη μετανοίας τουλάχιστον για το συγκεκριμένο αμάρτημα. Η υποτίμηση του συγκεκριμένου αμαρτήματος, του ψεύδους δηλαδή, είναι τέτοια που το, μεταποιεί σε ένα “αθώο” και γλυκούλη υποκοριστικό “ψεματάκι”.
Μα ξεχνάμε ότι η απαγόρευση του ψεύδους είναι και αυτή μια από τις 10 βασικές εντολές που έδωσε ο Θεός στον άνθρωπο; Ξεχνάμε ότι καμία από τις εντολές δεν υποτίμησε ο ίδιος ο Θεός αλλά και ότι ούτε ιεραρχικά τις έδωσε στον Μωυσή ώστε να θεωρούμε την μία λιγότερο σημαντική από τις άλλες;
Ποιος τελικά αποφάσισε ότι η μοιχεία, επί παραδείγματι, είναι πιο βαριά και ασυγχώρητη από το “ψεματάκι” μας; Μήπως η μοιχεία δεν περιλαμβάνει άλλωστε και το ψεύδος;
Μήπως τελικώς το γεγονός ότι στο “κούφιο” κεφαλάκι μας έχουμε ιεραρχήσει αυθαίρετα τις εντολές οδηγεί τα πράγματα ώστε ο φόνος και η μοιχεία να είναι πνευματικά λιγότερα επιζήμια αφού για αυτά εύκολα μετανοούμε ενώ το “ ψεματάκι” ούτε καν το θεωρούμε σφάλμα;
Δεν είναι πολύ πιο επικίνδυνη εκείνη η αρρώστια στην οποία δεν δίνουμε σημασία διότι δεν την θεωρούμε απειλητική για τη ζωή μας την στιγμή που είναι εξίσου απειλητική; Λίγοι άνθρωποι έχουν καταλήξει από αποστήματα στα δόντια ή “ γριπούλες” οι οποίες όμως εξελίχθηκαν σε θανάσιμες μολύνσεις; Κατά την αυτή λογική η αμαρτία στην οποία δεν δίνουμε σημασία και αξία απειλεί πολύ περισσότερο την πνευματική μας υγεία και την σωτηρία μας.
Άλλωστε το ψεύδος είναι όχι απλώς μισητό απ’ τον Θεό, και αντίστροφα τόσο αγαπητό από τον εφευρέτη του διάβολο, αλλά είναι η ακριβώς αντίθετη κατάσταση απ’ την αλήθεια η οποία για εμάς είναι προσωποποιημένη και είναι ο ίδιος ο Χριστός, η Αλήθεια και η Ζωή! Στην θεόπνευστη Γραφή εκατοντάδες είναι οι αναφορές στο ψεύδος, στον πατέρα του τον διάβολο, και την αποστροφή του Θεού προς αυτό ο οποίος “…απολεί πάντας τους λαλούντας το ψεύδος” (Ψαλμ. Ε΄, 7)! Το αμάρτημα λοιπόν αυτό είναι και πολύ βαρύ και πολύ επικίνδυνο και πρέπει να το αποφεύγουμε αν θέλουμε να συντασσόμαστε με τον Θεό και όχι τον απατεώνα Σατανά.
Αν βέβαια όντως θέλουμε να αποφύγουμε το τόσο βδελυκτό αυτό αμάρτημα πρέπει πρωτίστως να φυλαγόμαστε από κάθε είδους ψέμα, “μικρό” ή “μεγάλο” ή ακόμα και το παιγνιώδες ψεύδος διότι η συνήθεια θα φανεί ολέθρια.
Δεύτερον θα πρέπει να βγάλουμε από την καθημερινότητά μας όλες αυτές τις φαινομενικά εύλογες αιτίες και αφορμές για ένα “ψεματάκι” του τύπου: δεν θέλω να πληγώσω τον άλλον, πρέπει να αποφύγω ένα μεγαλύτερο κακό, καλύτερα να μην ξέρει ο άλλος την αλήθεια και λοιπές δαιμονικές δικαιολογίες οι οποίες μας οδηγούν στην υιοθέτηση του ψέματος ως αρετής και στην συνήθεια του. Τρίτον θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι ψευδόμαστε όχι μόνο λέγοντας ψέματα αλλά και με πολλούς άλλους τρόπους που αγνοούμε ίσως αλλά που η άγνοια τους μας παρασύρει στην αμαρτία.
Οδηγός μας, όπως πάντα σχεδόν, ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης ο οποίος στο εξομολογητάριο του μας παραπέμπει στον αββά Δωρόθεο που μας προειδοποιεί, με τη σειρά του, ότι με τρεις τρόπους ο άνθρωπος μπορεί να ψεύδεται:
α) με τον λόγο, όταν δηλαδή λέμε ψέματα κι όχι “ ψεματάκια”
β) με τον βίο, όταν δηλαδή υποκρινόμαστε στη ζωή μας τους ευσεβείς και τους δικαίους και τους καλούς και τους πράους και τους νηστευτές και τους ηθικούς ή ό,τι άλλο και στην πραγματικότητα είμαστε το αντίθετα και
γ) όταν εμπιστευόμαστε τους λογισμούς μας ως αληθείς. Επιτρέψατε μου δε να πω ότι τα δύο τελευταία σπανιότατα ως ποτέ δεν τα διακρίνουμε στον εαυτό μας και δεν τα καταθέτουμε ως πτώσεις στον πνευματικό πατέρα κατά την διάρκεια του μυστηρίου της μετανοίας παρότι τυγχάνει να είναι πολύ σοβαρά, πολύ συνηθισμένα και πολύ επικίνδυνα.
Οφείλουμε λοιπόν να δώσουμε τεράστια βάση και στην υποκρισία μας και στους λογισμούς μας. Ακόμα και στο μυστήριο άνθρωποι “εξομολογούνται” με βεβαιότητα και ως καρδιογνώστες τις πράξεις και τις σκέψεις και του λογισμούς των “ άλλων” που συνήθως “ θέλουν το κακό τους”.
Αυτές και μόνο οι σκέψεις, αυτοί οι λογισμοί που δεχόμαστε ως γεγονότα και ως δεδομένα είναι ικανοί και να μας τρελάνουν αλλά κυρίως να μας στερήσουν την γαλήνη, την ειρήνη, την αγάπη για τον πλησίον, την ίδια την σωτηρία. Ακόμα κι αν ένας εκ των λογισμών αυτών αποδειχθεί αληθής όμως αυτό δε σημαίνει ότι δεν ψευδόμαστε όσο ο λογισμός αυτός ενεργεί και μας επηρεάζει. Το να αποδέχομαι τον λογισμό μου ως δεδομένο είναι από μόνο του ψεύδος που προέρχεται από την υπερηφάνεια και γενικώς την πλάνη του πονηρού.
Τέλος ο άγιος Νικόδημος μας ξεκαθαρίζει ότι στην Θ΄ εντολή, το “ου ψευδομαρτυρήσεις” σφάλλουν και όσοι κοροϊδεύουν τα φυσικά ελαττώματα των αδελφών διότι δεν είναι οι ίδιοι υπεύθυνοι για τούτα, όσοι δωροδοκούνται για να κρίνουν υποθέσεις, οι κατάλαλοι αλλά και όσοι με ηδονή τους ακούν και μάλιστα χωρίς να αντιδρούν, όσοι με αθέμιτους τρόπους εμπόδισαν κάποιον να λάβει ένα αξίωμα και γενικώς όσοι εμμέσως ή αμέσως χρησιμοποιούν το ψεύδος ή και την απόκρυψη της αλήθειας.
Είναι δε, κατά τον άγιο Αυγουστίνο, σύμφωνα με τον όσιο Νικόδημο, ασυγχώρητο κάθε μα κάθε ψεύδος για όποιον λόγο κι αν ειπωθεί.
Ας προσπαθούμε όλοι μας λοιπόν να μην καταπατούμε αυτήν την σημαντική εντολή και όταν, ως άνθρωποι αδύναμοι, πέσουμε και την καταπατήσουμε να έχουμε την πνευματική ανδρεία, την ετοιμότητα, την ωριμότητα να συνειδητοποιήσουμε την τεράστια ζημία που επιφέρει στην ψυχή μας και να την εξομολογούμαστε με πραγματική συντριβή και μετάνοια και όχι με καύχηση και “ γλυκύτητα” που την υποβιβάζει. Άλλωστε το μόνο βέβαιο είναι ότι πάντα η αλήθεια έχει δύναμη, ότι πάντα το ψεύδος αποκαλύπτεται και συνεπώς ούτε καμιά ανθρώπινη ανακούφιση μας παρέχει αλλά και το ότι ανδρείος και σωστός πιστός είναι αυτός που μπορεί να αναλάβει τις συνέπειες της πράξης του και δεν κρύβεται πίσω από ψεύδη.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου : Περί της Θ’. Εντολής. (Εξομολογητάριον)
Ου ψευδομαρτυρήσεις κατά του πλησίον σου μαρτυρίαν ψευδή
Εις ταύτην σφάλλουν εκείνοι, οπού μαρτυρήσουν ψευδή και άδικα, δια να ζημιώσουν, ή να κακοποιήσουν τον αδελφόν τους (1). Εκείνοι, οπού έχουν υπονοίας και υποψίας κατά του αδελφού τους (2). Εκείνοι, όπου περιγελούν τα φυσικά ελαττώματα του νοός, ή της φωνής, ή του προσώπου, ή των λοιπών μελών του σώματος του πλησίον επειδή αυτός δεν είναι αίτιος των ελαττωμάτων τούτων. Και εκείνοι οι κριταί, όπου ή δια προσωποληψίαν, ή δια δώρα, ή δια το να μην εξετάζουν καλώς το πράγμα, κάμνουν κρίσιν άδικον (3).Όρα τον οε’ Αποστολικόν Κανόνα. Και ο Σολομών δε λέγει· «Μάρτυς ψευδής ουκ ατιμώρητος έσται» (Παροιμ. ιθ’ . 5).
Τριχώς είναι το ψευδός κατά τον Αββάν Δωρόθεον (Λόγ. περί ψεύδους)· κατά διάνοιαν, όταν έχη τινάς ψευδείς υποψίας κατά του αδελφού του· κατά τον λόγον, όταν ψευδώς κατηγορή αυτόν· και κατά τον βίον και τα έργα, όταν τινάς άλλος ων κατά το πράγμα και τα έργα, άλλος υποκρίνεται και φαίνεται ψευδώς εις τους ανθρώπους, ος τις λέγεται και υποκριτής. Ότι δε παρομοιάζουν με τον διάβολον οι τοιούτοι, το λέγει ο Κύριος· «Ημείς εκ του πατρός του διαβόλου εστέ, και τας επιθυμίας αυτού θέλετε ποιείν εκείνος ανθρωποκτόνος ην απ’ αρχής, και εν τη αληθεία ούχ έστηκεν. Όταν λαλή το ψεύδος, εκ των ιδίων λαλεί, ότι ψεύστης εστί, και ο πατήρ αυτού, ήτοι του ψεύδους, κατά τον Θεοφύλακτον» (κατά Ιωάννην η’. 44)· όθεν και ο Ιερός Αυγουστίνος, (Βιβλίον περί σκοπού και τέλους) λέγει, ότι το ψεύδος δεν είναι ποτέ συγχωρημένον να λέγηται, όσω καλόν σκοπόν και αν έχη ο λέγων.
Εις ταύτην σφάλλει ακόμη, εάν τινάς εσυμβούλευσεν, ή επαρακίνησιν άλλον να ψευδομαρτυρήση. Αν με άδικαις κατηγορίαις εμπόδισεν άλλον να μη λάβη κανένα αξίωμα. Αν εδύνατο να εμποδίση τας κατηγορίας, και ψευδομαρτυρίας, και δεν ηθέλησεν. Εάν φέρη λόγια και μηνύματα προς ζημίαν του πλησίον. Αν εκατάκρινεν, ή εκαταλάλησεν, ή ήκουσε με ηδονήν να καταλαλούν άλλοι, ή επαίνεσε τον κατάλαλον· τότε όμως είναι συγκεχωρημένον να λέγη τινάς την κακίαν του άλλου, όταν συμβουλεύεται με άλλον δια την διόρθωσιν του αμαρτήσαντος· και όταν θέλη να προασφαλίση άλλον δια να μη πέση εις το αυτό αμάρτημα εξ αγνοίας, κατά τον μέγαν Βασίλειον· «Δύω καιρούς είναι ηγούμαι, καθ’ ους έξεστιν ειπείν τι περί τίνος φαύλον, ότε ανάγκην έχει τις βουλεύσασθαι μετά και ετέρων των εις τούτο δεδοκιμασμένων πως διορθωθή ο ημαρτηκώς, και πάλιν όταν χρεία γένηται ασφαλίσασθαί τινάς, τους εξ αγνοίας δυναμένους πολλάκις συναναμιγήναι τω κακώ ως καλώ.» (Όρα κατ’ επίτ. κε .) Αν εκολάκευσε, και ψευδώς επαίνεσέ τινα.