Ἕνας ἀπὸ τοὺς γνωστοὺς αἱρετικοὺς τῶν πρώτων αἰώνων ἦταν ὁ Παῦλος ὁ Σαμοσατεύς, ὁ ὁποῖος «ταπεινὰ καὶ χαμερπῆ περὶ Χριστοῦ ἐδογμάτιζεν». Ἡ διδασκαλία του φυσικὰ «δημιούργησε ὀξύτατα προβλήματα στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀντιοχείας» καὶ πρὸς τοῦτο «σύνοδοι συγκλήθηκαν στὴν Ἀντιόχεια [264-268] (Φειδᾶ Βλ., Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, σελ. 246). «Τοῦτο μαθόντες οἱ τηνικάδε τῶν ἐκκλησιῶν ποιμένες, οὐχ ὑπεριδεῖν τοσαύτην ἕρπουσαν νόσον ἐδοκίμασαν δεῖν· καὶ ταῦτα συνεργὸν τοῦ μίσους καὶ τοσαύτην μεγίστην πόλιν χειρωσάμενην». Στὴ Σύνοδο συμμετεῖχαν «περηφανοῖς ἀστέρες» Γρηγόριος ὁ μέγας «ὁ ἐν θαύμασι περιβόητος», καὶ Φιρμιλιανός, Ἕλενος, Ὑμέναιος Ἱεροσολύμων, Μάξιμος «τῶν κατὰ Βόστραν» κ.ἄ. (Νικηφόρου Καλλίστου, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, P.G. 145, 1181ΒD).
Κατὰ τὸν Φειδᾶ: Οἱ ἐπίσκοποι ἐκείνη τὴν ἐποχή, «προφανῶς δὲν ἦταν δυνατὸν ἀφ’ ἑνὸς μὲν νὰ θεμελιώσουν τὴν ἀιδίως διακρινόμενη θεία ὑπόσταση τοῦ Λόγου ὡς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἐπὶ γραπτῶν πηγῶν τῆς παραδόσεως, ἀφ’ ἑτέρου δὲ νὰ ἀποδείξουν τὰ συγκεκριμένα σημεῖα τῆς αἱρετικῆς ἐκτροπῆς τοῦ ἐπισκόπου τῆς Ἀντιοχείας. Οἱ δύο πρῶτες σύνοδοι, οἱ ὁποῖες πραγματοποιήθηκαν ὑπὸ τὴν προεδρία τοῦ ἐπισκόπου τῆς Καισαρείας τῆς Καπποδικείας Φιρμιλιανοῦ καὶ μὲ τὴν συμμετοχὴ πολλῶν ἐξεχόντων ἐπισκόπων, ὑπέδειξαν στὸν Παῦλο τὴν αἱρετικὴν πλάνη καὶ ἔλαβαν ἀπὸ αὐτὸν τὴν ὑπόσχεση ὅτι θὰ τὴν ἐγκαταλείψη» (Φειδᾶ Βλ., ὅπ. παρ., σελ. 246).
Καὶ ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ Νικηφόρος Κάλλιστος, οἱ «περὶ τὸν Παῦλον συσκιάζειν ἐπειρῶντο, καὶ τὴν αἵρεσιν ὥς γ’ ἐνῆν ἐπικρύπτειν». Οἱ Ὀρθόδοξοι ὅμως, «διὰ σπουδῆς ἐγίνετο μάλιστα τὴν αἵρεσιν ἀναφαίνειν, καὶ τὴν εἰς Χριστὸν βλασφημίαν πᾶσι ἔκδηλον καθιστᾷν. Εἰσηγήσεσι μὲν γὰρ τὰ πρῶτα καὶ συμβουλαῖς μεταθεῖναι διεπειρῶντο Παῦλον, καὶ τοῦ ἐναντίου φρονήματος ἀφιστᾷν· ὡς δ’ εἰς μέγα διομνύμενος προφανῶς ἀπέλεγε μηδὲν τοιοῦτον φρονεῖν, τοῖς δ’ ἀποστολικοῖς ὅροις καὶ δόγμασιν ἐμμένειν, καὶ τούτοις στοιχεῖν, τότε μὲν τὸν κοινὸν σωτῆρα Θεὸν ἐπὶ τῇ τῶν ἐκκλησιῶν συμφωνίᾳ ὑμνήσαντες, διελύοντο, καὶ ἐπὶ τὰ σφέτερα ἕκαστος ἐπορεύοντο ποίμνια» (P.G. 145, 1184AB).
Ἐκτὸς τῶν καίρων δογματικῶν θεμάτων ὁ Σαμοσατεὺς νεωτέριζε καὶ ἐπὶ πολλῶν ἄλλων θεμάτων καὶ γι' αὐτὰ «κατεκρίθη ὑπὸ τῆς συνόδου τῶν Ἐπισκόπων, (260μ.Χ.)», ὅπως τὸ ὅτι «συνέστησε χορὸν ἐκ γυναικῶν, ἵνα ψάλλῃ ἐν τῷ ναῷ κατὰ τὴν ἑορτὴν τοῦ Πάσχα. Καὶ εἶνε ἀξιοσημείωτοι αἱ φράσεις, διὰ τῶν ὁποίων ἡ Σύνοδος ἐχαρακτήρισε τὸ τόλμημα τοῦτο τοῦ Σαμοσατέως. Αἱ φράσεις αὗται ἐμπεριεχόμεναι εἰς τὴν ἐπιστολήν, τὴν ὁποίαν ἡ σύνοδος ἀπηύθυνε πρὸς τὸν Διονύσιον Ρώμης καὶ Μάξιμον τὸν Ἀλεξανδρείας, ἔχουσιν ὡς ἐξῆς: «Ψαλμοὺς δὲ τοὺς μὲν εἰς τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστὸν παύσας ὡς δὴ νεωτέρους καὶ νεωτέρων ἀνδρῶν συγγράμματα, εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐν μέσῃ τῇ Ἐκκλησίᾳ τῇ μεγάλῃ τοῦ Πάσχα ἡμέρᾳ ψαλμωδεῖν γυναῖκας παρασκευάζων, ὧν καὶ ἀκούσας ἂν τις φρίξειεν» (Τρεμπέλα Π., «Ἡ γυνὴ ἐν τῇ ψαλμῳδίᾳ»).
Γράφει ὁ Φειδᾶς: «Ἡ συμπεριφορὰ ὅμως τοῦ Παύλου ὑπῆρξε ἀντίθετη καὶ κατέστησε ἀναγκαία τὴ σύγκληση μιᾶς τρίτης συνόδου στὴν Ἀντιόχεια (268)… (ἡ ὁποία) καθαίρεσε τὸν Παῦλο καὶ χειροτόνησε ὡς ἐπίσκοπο Ἀντοχείας τὸν Δόμνο» (Φειδᾶ Βλ., ὅπ. παρ., σελ. 245).
Καὶ ὁ Κάλλιστος: «Χρόνον δὲ διελθόντος, ἡ φήμη αὖθις πανταχόσε διαρρέει τὴν ἐκτροπὴν τοῦ Παύλου μηνύουσα. Οἱ δὲ πανεύφημοι ἐκεῖνοι …γράμμασι πρότερον τὸ τραῦμα θεραπεύειν ἐπειρῶντο, τὴν θανατηφόρον διδασκαλίαν φθείρειν οἱόμενοι» (P.G. 145, 1184ΒC).
Ὅταν δὲ ἔλαβε τὴν ἀρχὴν ὁ Αὐρηλιανός, οἱ ἐπίσκοποι «ὑστάτη καὶ τελευταῖα σύνοδον συγκεκρότητον (P.G. 145, 1184D) καὶ ἀφοῦ παρουσίασαν τὶς κακοδοξίες τοῦ Παύλου Σαμοσατέως καὶ τὸ «κρυψίνου καὶ ἀπάτης γέμον» φρόνημά του, «καὶ τοίνυν ἑτερόδοξος φωραθείς, ὡς ἀρχηγὸς τῆς αἱρέσεως, τῆς ὑπὸ τὸν οὐρανὸν καθολικῆς Ἐκκλησίας ἐκκήρυκτος γίνεται καὶ τοῦ κλήρου ἐξάγεται τῶν πιστῶν· οὐ μὴν δὲ ἀλλὰ καὶ τῆς Ἐκκλησίας ἐκρίπτεται. Καὶ Δόμνος ἀντ’ αὐτοῦ τῆς Ἀντιόχου τοὺς οἴακας ἐγκεχείριστο» (P.G. 145, 1185Α).
«Ἡ ἀπόφαση τῆς συνόδου αὐτῆς, καίτοι ἔγινε δεκτὴ ἀπὸ ὅλες τὶς τοπικὲς ἐκκλησίες τῆς οἰκουμένης, δὲν ἐκτελέστηκε, ἀφοῦ ἡ βασίλισσα Ζηνοβία… δὲν ἐπέτρεψε τὴν ἐφαρμογή τῆς συνοδικῆς ἀποφάσεως. Ὁ Παῦλος ἀρνήθηκε νὰ ἐγκαταλείψη τὸ ἐπισκοπεῖο καὶ παρέμεινε ἀκλόνητος στὴν Ἀντιόχεια» (Φειδᾶ Βλ., Ἐκκλησ. Ἱστορία, σελ. 245-246).
Μόλις τὸ 272 ὁ Σαμοσατέας ἐγκατέλειψε τὸ ἐπισκοπεῖο τῆς Ἀντιοχείας μὲ τὴν παρέμβαση τοῦ αὐτοκράτορα καὶ ἀνέλαβε ὁ Δόμνος «τὸν ὁποῖον ἀναγνώριζαν οἱ ἐπίσκοποι Ρώμης καὶ » (Φειδᾶ Βλ., ὅπ. παρ., σελ. 246).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου