Παρασκευή 16 Αυγούστου 2019

ΠΑΡΑΚΛΗΣΕΙΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΓΙΑΝ ΘΕΟΤΟΚΟΝ (3)




«Ἐξ ἀμετρήτων ἀναγκῶν καί θλίψεων καί ἐξ ἐχθρῶν δυσμενῶν καί συμφορῶν βίου λυτρωθείς, Πανάχραντε, τῇ κραταιᾷ δυνάμει σου, ἀνυμνῶ μεγαλύνω, τήν ἄμετρόν σου συμπάθειαν, καί τήν εἰς ἐμέ σου παράκλησιν» (ὠδή α΄).
(Ἐπειδή λυτρώθηκα, Πανάχραντε, ἀπό ἀμέτρητες ἀνάγκες καί θλίψεις καί ἀπό κακούς ἐχθρούς καί συμφορές τοῦ βίου, μέ τήν ἰσχυρή δύναμή σου, ἀνυμνῶ καί δοξολογῶ τή χωρίς μέτρο συμπάθειά σου, ὅπως καί τήν παρηγοριά πού μοῦ δίνεις).

Ὁ ἐκκλησιαστικός ὑμνογράφος συνεχίζει τό ἴδιο μοτίβο στή σκέψη  του καί τήν ἀναφορά του στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ὅπως καί στά ὑπόλοιπα τροπάρια τοῦ κανόνα: ἀντιμετωπίζει πλῆθος ἀναγκῶν, θλίψεων καί συμφορῶν στήν καθημερινότητά του∙ καταφεύγει στήν ἰσχυρή βοήθεια τῆς Παναγίας∙ νιώθει τήν ἀνάγκη νά τήν δοξολογήσει γιά τίς σωτήριες ἐπεμβάσεις Της. Καί βεβαίως εἶναι αὐτονόητο πώς αὐτό πού συμβαίνει σ’ ἐκεῖνον, μέσα στά πολλαπλᾶ βεβαίως καθήκοντά του ὡς βασιλιᾶ, συμβαίνει καί σέ κάθε πιστό πού ὁ Θεός ἐπέτρεψε νά βρεθεῖ στόν κόσμο τοῦτο. Γιατί καί οἱ θλίψεις καί πολλές φορές οἱ συμφορές μᾶς συνοδεύουν συχνά στή ζωή μας∙ καί ἡ Παναγία γιά τόν πιστό εἶναι ἡ ἕτοιμη ἀνά πᾶσα στιγμή βοήθεια λόγω τῆς ἰσχυρῆς δύναμής Της ἀπό τήν ξεχωριστή σχέση Της πρός τόν Υἱό καί Θεό Της∙ καί ἡ χωρίς μέτρο ἀγάπη καί συμπάθειά Της ὡς ποιητικό αἴτιο τῆς βοήθειάς της αὐτῆς εἶναι δεδομένη πρός ὅλους τούς χριστιανούς.

Κι ἐκεῖνο πού χρήζει ἰδιαίτερου νομίζουμε σχολιασμοῦ εἶναι ἀκριβῶς αὐτό τό «δίπολο» τῆς Παναγίας - συνέχεια καί ἔκφραση τοῦ «δίπολου» τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μας καί τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς πίστης μας Ἰησοῦ Χριστοῦ: ἀφενός ἡ ἰσχυρή ἐξουσία καί δύναμη πού ἔχει, ἀφετέρου ἡ ἄμετρη ἀγάπη Της πρός ἐμᾶς τά παιδιά Της, πού φέρνει ὡς ἀποτέλεσμα τήν παρηγοριά στίς θλιμμένες καί φρυγμένες ἀπό τόν καύσωνα τῆς ἁμαρτίας καί τῶν συμφορῶν τοῦ βίου καρδιές. Κι ἐξηγήσαμε καί παραπάνω: ἡ Παναγία μας είναι παντοδύναμη, ἔχει γίνει καλύτερα παντοδύναμη, λόγω τῆς μοναδικῆς σχέσης της μέ τόν Υἱό καί Θεό της, ὅπως ἄλλωστε ὁ Ἴδιος τό εἶχε ὑποσχεθεῖ: «πάντα δυνατά τῷ πιστεύοντι»∙ καί «ἐάν μείνητε ἐν ἐμοί καί τά ρήματά μου ἐν ὑμῖν μείνῃ, ὅ,τι ἄν θέλητε αἰτήσασθε καί γενήσεται ὑμῖν». Ἄν ὁ κάθε χριστιανός μπορεῖ νά γίνει παντοδύναμος, ὅταν θέσει τόν ἑαυτό του κάτω ἀπό τήν ὑπακοή τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ - τό τονίζει καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντί με Χριστῷ» -  πόσο περισσότερο Ἐκείνη πού ὑπῆρξε ἡ μητέρα τοῦ Θεοῦ ὡς ἀνθρώπου, κυρίως δέ πού ἀδιάκοπα βρισκόταν ἐν θερμῇ ἀγάπῃ ὑπακοῆς πρός τόν Κύριο καί Θεό Της; Λοιπόν, πράγματι ἡ ἐξουσία Της, δοσμένη ἀπό τόν Θεό ἀπό τή χάρη Του, εἶναι ἀσύλληπτη, κάτι πού μπορεῖ νά ἐπιβεβαιώσει ὁ κάθε χριστιανός, ὅταν μέ πίστη ἀναφερθεῖ σ’ Ἐκείνην, στήν πραγματικότητα στόν Χριστό μέσω Ἐκείνης.

Κι ἔπειτα ἡ ἀγάπη Της καί ἡ πρός τόν καθένα μας συμπάθειά Της. Ἡ Παναγία μας ἔχει τόσο μεγάλη ἐξουσία, ὅσο μεγάλη εἶναι καί ἡ ἀγάπη Της. Μᾶλλον ἡ ἐξουσία Της εἶναι καρπός τῆς ἄμετρης ἀγάπης Της πρός τά πλάσματα τοῦ Θεοῦ, κυρίως δέ πρός τόν πιστό ἄνθρωπο, πού θά πεῖ ὅτι ἡ ἀληθινή δύναμη ὑπάρχει ἐκεῖ πού ψηλαφᾶ κανείς τήν ἀληθινή ἀγάπη, ὅπως κατεξοχήν τό φανέρωσε τοῦτο ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας, ὁ Ὁποῖος ἔδειξε τήν παντοδυναμία Του σέ ὅλη βεβαίως τήν ἐν ἀγάπῃ πορεία Του ἐπί τῆς γῆς, κυρίως δέ στή Σταυρική Του θυσία. Πάνω στόν Σταυρό ὁ Κύριος, ἑπομένως στή φαινομενική ἀδυναμία καί ἧττα Του, ἐξαφανίζει τήν ἁμαρτία καί καταπατᾶ τόν θάνατο καί καταργεῖ τόν Πονηρό διάβολο. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὁ ἀπόστολος Παῦλος αὐτό ἔχει ὡς θεμέλιο τῆς θεολογικῆς του σκέψης, ὅπως τό βλέπουμε μέ ἀνάγλυφο τρόπο στήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή: Οἱ χριστιανοί εἴμαστε οἱ δυνατοί στόν κόσμο τοῦτο, ὄχι γιατί χαρακτηριζόμαστε ἀπό τίς ὑπερφυσικές δυνάμεις μας, ψυχολογικές ἤ σωματικές, ὄχι γιατί ἔχουμε τήν ἐξουσία τῶν χρημάτων ἤ τῶν μεγάλων θέσεων - ὅ,τι ἀποτελεῖ γνώρισμα τοῦ πεσμένου στήν ἁμαρτία κόσμου - ἀλλά γιατί πορευόμαστε κατά τόν τύπο τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή χωρίς νά θέτουμε ὡς γνώμονα τό ἀρεστό σέ μᾶς, ἀλλά τό ἀρεστό στόν συνάνθρωπό μας, ὅ,τι φανερώνει τήν ἀληθινή θυσιαστική ἀγάπη. «Ὀφείλομεν ἡμεῖς οἱ δυνατοί τά ἀσθενήματα τῶν ἀδυνάτων βαστάζειν καί μή ἑαυτοῖς ἀρέσκειν. Ἕκαστος ἡμῶν τῷ πλησίον ἀρεσκέτω εἰς τό ἀγαθόν πρός οἰκοδομήν. Καί γάρ ὁ Χριστός οὐχ ἑαυτῷ ἤρεσεν».



Ἀξίζει νά προβληματιστεῖ κανείς πάνω στή θεολογική σκέψη τοῦ βασιλιᾶ ποιητῆ στόν παρακλητικό κανόνα του πρός τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Γιατί ἐνῶ ἦταν βασιλιάς, συνεπῶς μέ ἐξουσία κοσμική, ὅμως δέν ἔπεσε στήν παγίδα καί στόν πειρασμό πού φέρνει ἡ ἐξουσία στά χέρια τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἐξουσία κατανοεῖται ὀρθά μέσα στά πλαίσια τῆς ἀγάπης∙ τότε γίνεται κυριολεκτικά διακονία πού παρηγορεῖ τίς καρδιές καί ὁδηγεῖ στή σωτηρία. Ἡ Παναγία μας ἔχει στό ἀνώτερο δυνατό αὐτήν τήν ταπεινή ἐξουσία τῆς ἀγάπης καί μᾶς καλεῖ νά τήν ἐνεργοποιοῦμε καθημερινά γιά χάρη μας. Γιατί τότε μετέχει κι Αὐτή στή χαρά τή δική μας ἀπό τήν ὅποια λύτρωσή μας. Καί μαζί Της βεβαίως χαίρει ἀπείρως καί ὁ Δημιουργός καί Θεός μας.

ΑΡΧΙΜ. ΠΑΪΣΙΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ - ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΚΟΣ ΟΡΟΣ ΤΩΝ ΔΙΑΛΛΑΓΩΝ ΠΡΟΣ ΕΝΟΤΗΤΑ (ΙΓ΄ ΜΕΡΟΣ)




ΑΡΧΙΜ. ΠΑΪΣΙΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ ΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ ΦΙΛΩΤΑ


VIIΓιατί δείxνουν ολιγωρία όσοι δεν θέλουν τον Οικουμενισμό

Επισημάνθηκε άπειρες φορές ότι στην “Αγία και Μεγάλη” Σύνοδο του 2016, η οποία συγκροτήθηκε στο Κολυμβάρι, αναγνωρίστηκαν οι αιρέσεις ως Εκκλησίες και, επομένως, εισήχθη εκκλησιολογική αίρεσις που αντιβαίνει στο όρο του Συμβόλου της Πίστεως που ρητώς ορίζει να πιστεύουμε στην ύπαρξη μίας και μόνο Εκκλησίας. Ενώ, λοιπόν, υπάρχει πλέον αίρεσις που αποδέχεται θεσμικά η συστημική Εκκλησία ως διοίκηση και όχι το Σώμα του Χριστού, διότι όπως επισημαίνεται[1]υπό του Βασίλειου Αθ. Τσίγκου: Στήν ὀρθόδοξη παράδοση ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ ἴδιος ὁ λαός καί αὐτός, ὡς θεματοφύλακας τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, δέν ἐγκρίνει καμμία καινοτομία, ὅπως ἀπαντοῦν οἱ ὀρθόδοξοι πατριάρχες στήν παπική ἐγκύκλιο τοῦ Πίου Θ΄, τό 1848· «Ἔπειτα παρ’ ἡμῖν οὔτε Πατριάρχαι οὔτε Σύνοδοι ἐδυνήθησάν ποτε εἰσαγαγεῖν νέα, διότι ὁ ὑπερασπιστής τῆς θρησκείας ἐστίν αὐτό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι αὐτός ὁ λαός, ὅστις ἐθέλει τό θρήσκευμα αὐτοῦ αἰωνίως ἀμετάβλητον καί ὁμοειδές τῷ τῶν Πατέρων αὐτοῦ». Αὐτό σημαίνει ὅτι ὑπάρχει μία γρηγορούσα, ἐσωτερική καί καθολική συνείδηση στήν Ἐκκλησία. Ἑπομένως, τό ἀλάθητο ἤ καί ἡ αὐθεντία [2] στήν ὀρθόδοξη παράδοση καί ζωή δέν ἐντοπίζονται σ’ ἕνα μόνο ἤ περισσότερα πρόσωπα, ἤ ἀκόμη καί στό πλαίσιο ἑνός ἐξουσιαστικοῦ φορέα, ἀλλά στό σύνολο τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος, ὡς ζωντανοῦ χαρισματικοῦ σώματος”, εντούτοις, δεν υπάρχει αντίδρασις από το σώμα των επισκόπων της Ιεραρχίας αλλά ούτε και από τους κληρικούς, τους μοναχούς και λαϊκούς, μάλιστα εκείνους, που υποτίθεται ότι ενημερώνονταν και υπέγραψαν κιόλας ονομαστικώς Ομολογία Πίστεως. Γι’ αυτό και θεωρείται ότι τουλάχιστον αυτοί γνωρίζουν επαρκώς τα εκκλησιαστικά πράγματα. Είναι απορίας άξιο και διερωτώμεθα, τί άραγε συμβαίνει; Έχουν αναπτυχθεί τα σχετικά με τους επισκόπους που δεν αντιδρούν βγαίνοντας στον αγώνα με ορθόδοξη αποτείχιση από την αίρεση, γι’ αυτό και δεν θα γίνει εκτενής αναφορά στην Ιεραρχία αλλά ακροθιγώς και μόνο θα επισημανθούν κάποια πράγματα. Σε τούτη την συνάφεια η αναφορά μας θα απηχεί τα σχετικά κυρίως με τους ιερείς, μοναχούς και τους λαϊκούς που συνιστούν το εκκλησιαστικό πλήρωμα, το οποίο θα έπρεπε ως όφειλε να υπερασπισθεί την ορθόδοξη Πίστη!
Δυστυχώς, έχουν περάσει στον λαό μας κάτι εκκλησιολογικά πολύ παράδοξο που δεν είναι της εκκλησιαστικής Παραδόσεως, την ιδέα, δηλαδή, ότι η Εκκλησία είναι οι επίσκοποι και οι παπάδες. Αυτό, διότι δεν κατηχήθηκε ο λαός περί την Πίστη αλλά μέχρι τώρα μάθαινε κατ’ εξοχήν ηθικιστικά πράγματα. Γι’ αυτό και οι λαϊκοί που καταφεύγουν στο Μυστήριο της Εξομολογήσεως, όταν ζητούν εξηγήσεις γι’ αυτά που αποφασίσθηκαν στην ψευτοσύνοδο του Κολυμβαρίου, καθώς, και όλα εκείνα που αφορούν τον Οικουμενισμό, η απάντησις που τους δίδεται είναι: «Εσείς να κοιτάξετε τα πνευματικά καθήκοντά σας και αυτά να τα αφήσετε να τα τακτοποιήσει η Εκκλησία (εννοώντας αποκλειστικά τους επισκόπους)»! Έτσι, αλόγως οδηγείται το λογικό ποίμνιο στην Παναίρεση του Οικουμενισμού. Επομένως, διαπιστώνεται ότι ποίμνιο δεν έχει λόγο για τα εκκλησιαστικά θέματα, αυτά που αφορούν στην ορθόδοξη Πίστη του και χρειάζονται οι περισσότεροι των επισκόπων τον λαό, κυρίως, εις τας πανηγύρεις και πάλι εκεί για τις φιέστες τους, όπως και για να ρίπτει τον οβολόν του, ενίοτε εις τραπεζογραμμάτια, όπως χαρακτηριστικώς ονομάζουν τα χαρτονομίσματα. Δεν θα ομιλήσω για θέματα που “κόσμος τα ‘χει τύμπανο και αυτοί κρυφό καμάρι”! Όμως τολμούν και ισχυρίζονται ορισμένοι (-ες) ότι εμείς γράφοντας και ομιλώντας κατά του Οικουμενισμού και των αποφάσεων της Συνόδου που έγινε στην Κρήτη, κάνουμε -λέει- προπαγάνδα. Γνωρίζουν όμως τί είναι προπαγάνδα, για να καταλογίσουν κάτι σε κληρικούς που αγωνίζονται και για τον λόγο αυτό έκαναν διακοπή μνημόνευσης και κοινωνίας από τους οικουμενίζοντες επισκόπους;
Ετυμολογικά, προπαγάνδα σημαίνει «διάδοση μίας φιλοσοφίας ή άποψης». Είναι όμως τα δόγματα της Πίστεώς μας απόψεις και φιλοσοφίες;
Ιστορικά, ο όρος χρησιμοποιείται ως επί το πλείστον εντός πολιτικού συγκειμένου και ιδιαίτερα αναφορικά με συγκεκριμένες κινήσεις που προωθούνται από κυβερνήσεις ή πολιτικές ομάδες”.[2]
Εννοιολογικά η προπαγάνδα ορίζεταισυνήθως, ως μια συστηματική προσπάθεια επιρροής επί των αντιλήψεων, των απόψεων και των συμπεριφορών μιας λίγο ως πολύ σημαντικής μερίδας του πληθυσμού, έτσι ώστε αυτές να στραφούν  προς μια δεδομένη κατεύθυνση. Προϋποθέτει τη θέληση διαμόρφωσης ή αλλαγής των αντιληπτικών πλαισίων ενός μαζικού στόχου και άρα τη χρήση συγκεκριμένων τεχνικών τόσο ως προς την «κατασκευή» του προπαγανδιστικού λόγου (περιεχόμενο και δομή) όσο και ως προς τους τρόπους «προσβολής» των τελικών ατομικών αποδεκτών”. Προς πια άλλη κατεύθυνση θέλουμε εμείς να προσανατολίσουμε το χριστεπώνυμο πλήρωμα, όταν τα θέματα τα εξετάζουμε με βάση την διδασκαλία των Αγίων Πατέρων, τις αποφάσεις των Αγίων Συνόδων που αυτοί συγκρότησαν και την διαχρονικά Ιερά Παράδοση; Ποιό είναι εκείνο που θέλουμε να αλλάξουμε; Οπωσδήποτε, όχι την Παράδοση αλλά αν θέλετε την νοοτροπία των Οικουμενιστών και, ειδικά, του Βαρθολομαίου που νομίζει ότι στην Εκκλησία μπορεί να διαγράφει τους Αγίους και να κάνει ότι θέλει. Λοιπόν, αν δεν γνωρίζουν ορθόδοξη θεολογία ορισμένοι ιερείς έχω υπ' όψιν μου κάποιες θλιβερές καταστάσεις στην Κοζάνη και ας σκέπτονται αυτά που διαδίδουν στις ενορίες τους για να μην χρειαστεί να γράψουμε πιο ανοιχτά και τους καλέσω σε δημόσιο διάλογο στα κανάλια της τηλεοράσεως.
Προσηλυτισμός πάλι τί είναι; «Προσηλυτισμός ιδία[4]είναι η δια πάσης φύσεως παροχών ή δι’ υποσχέσεως τοιούτων ή άλλης ηθικής ή υλικής περιθάλψεως δια μέσων απατηλών δια καταχρήσεως της απειρίας ή εμπιστοσύνης ή δι’ εκμεταλλεύσεως της ανάγκης, της πνευματικής αδυναμίας ή κουφότητος άμεσος ή έμμεσος προσπάθεια προς διείσδυσιν εις την θρησκευτικήν συνείδησιν ετεροδόξων επί σκοπώ μεταβολής του περιεχομένου αυτής». Εμείς όμως δεν διεισδύουμε ούτε σε ετεροδόξους, ούτε παρέχουμε βοηθήματα και δώρα απεναντίας όσοι ακολουθούν τον Κύριο “σταυρό” υπομένουν καθημερινώς με την περιθωριοποίηση και την εκκλησιαστική απομόνωση, στερούμενοι οι ίδιοι και αυτών των αποδοχών μας. Ποιό το κέρδος από μία αποτείχιση; Εξέλιξη, ανάπαυση, αποδοχή; Τίποτε από όλα αυτά! Αντιστρέφουμε τα επιχειρήματα. Μήπως, όσοι μας κατηγορούν έχουν την εύνοια των επισκόπων τους, του εκκλησιαστικού περιβάλλοντός τους, αποδοχές, δυνατότητες εξέλιξης; Άραγε, με αυτούς που δεν βγαίνουν στον αγώνα κάτι δεν πάει καλά, αφού ο Κύριος σαφώς μας εδήλωσε: στενὴ ἡ πύλη καὶ τεθλιμμένη ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν ζωήν, καὶ ὀλίγοι εἰσὶν οἱ εὑρίσκοντες αὐτήν” (Μθ.7,14)! Επομένως, ποιό είναι εκείνο που συμβαίνει αλλοτρίωση της εξ αποκαλύψεως Πίστεως για την οποία πασχίζουμε να ενημερώσουμε τον λαό! Αν όντως «η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας, που γνωρίζει κεφαλή της τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό... (έχει την υποχρέωση και το καθήκον και εκ του Συντάγματος της Ελλάδος να) τηρεί απαρασάλευτα... τους ιερούς αποστολικούς και συνοδικούς κανόνες και τις ιερές παραδόσεις», τότε προσηλυτισμό κάνετε όλοι εσείς που διαστρέφετε την Πίστιν γιατί δεν είστε ούτε νομοταγείς και συνάμα είστε αθεόφοβοι. Τί σχέση έχουν όλα αυτά που κάνετε με το Ευαγγέλιο και την ζωή των Αγίων; Όχι σε τί διαφέρεται αλλά ερωτώ αν σε κάτι συγγενεύετε με τους Αγίους; Και τέλος πάντων στην προσωπική σας ζωή δεν είμαι αυτός που θα σας κρίνει, όμως εδώ αλλάζετε το Ευαγγέλιο ισοπεδώσατε την Αγία Παράδοση τί θα πρέπει εμείς να κάνουμε, να σας χειροκροτούμε; Όχι! Αυτά να τα ξεχάσετε! Τώρα αγώνας με ενημέρωση πρώτα.
Η ενημέρωση όμως τί είναι; Είναι η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του  ενημερώνω. Επομένως:  
1.    η πληροφόρηση
2.    η καταγραφή όλων των μεταβολών μιας αξίας που έγιναν από μια ορισμένη ημερομηνία και μετά [5].

Η πληροφόρηση είναι η απόκτηση πληροφοριών σχετικά με ένα θέμα, η κατοχή στοιχείων ενδιαφέροντος, η μετάδοσή τους από μια πηγή.

Η κατήχηση στην πίστη, πάλι, τί είναι; «Η λέξη "Κατήχηση" σημαίνει διδασκαλία, προφορική. Και χρησιμοποιήθηκε η λέξη αυτή από παλαιά, από τα χρόνια των αγίων Αποστόλων, για να δηλώσει την στοιχειώδη διδασκαλία της χριστιανικής πίστης, που είναι αναγκαία για κάθε χριστιανό. Είναι δε πλασμένη η λέξη από εκείνο που συνέβη την Πεντηκοστή. Κατά την Πεντηκοστή ήρθε από πάνω, από τον ουρανό, προς τα κάτω ήχος, σαν ισχυρή βοή ανέμου και γέμισε όλο το σπίτι, όπου ήταν συγκετρωμένοι οι μαθητές. Από αυτές τις λέξεις "κάτω-ήχος", έγινε η λέξη "Κατήχηση"»[6].
Υπάρχει όμως και γραπτή κατήχησις, όπως οι κατηχήσεις του Αγίου Κυρίλλου Ιεροσαλύμων και άλλων Αγίων. Σε αυτή την κατήχηση της Πίστεως αναφέρεται ο Απόστολος Παύλος γράφοντας: “ἄρα ἡ πίστις ἐξ ἀκοῆς, ἡ δὲ ἀκοὴ διὰ ῥήματος Θεοῦ” (Ρωμ. 10, 17). Αυτή όμως η Πίστις έχει συγκεκριμένο περιεχόμενο αφούπνεῦμα  Θεόςκαὶ τοὺς προσκυνοῦντας   αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν”(Ιω. 4,24). Γι’ αυτό και οριοθετήθηκε η Πίστις από τους Αγίους Πατέρες, διαφορετικά θα ήταν η Εκκλησία ξέφραγο αμπέλι να κάνει κανείς ότι θέλει, και κυρίως στην Πίστη! Γράφει Ο Μέγας Βασίλειος: «Είναι ίση η ζημία με το να αποθάνη κανείς χωρίς να βαπτισθή, και με το να δεχθή κάτι που απουσιάζει από την παράδοσιν». Και την ομολογίαν την οποίαν καταθέσαμεν κατά την πρώτην είσοδόν μας εις την Εκκλησίαν, όταν αφού εγλυτώσαμεν από τα είδωλα ήλθαμεν εις τον ζώντα Θεόν, αν δεν την κρατά κανείς εις κάθε καιρόν και δεν την προσέχη εις όλην του την ζωήν ως ασφαλές φυλακτόν, αποξενώνει τον εαυτόν του από τας επαγγελίας του Θεού, και αντιτίθεται προς τη ιδίαν την υπογραφήν του, την οποίαν έθεσε όταν κατά το βάπτισμα ομολογούσε την πίστιν. Διότι αν το βάπτισμα είναι η αρχή της ζωής μου, και πρώτη μεταξύ των ημερών είναι η ημέρα εκείνη της αναγεννήσεως, είναι φανερόν ότι και η πλέον τιμημένη έκφρασις απ’ όλας είναι εκείνη που εξεφωνήθη, όταν εδεχόμουν την Χάριν της υιοθεσίας. Αυτήν (την σωτήρια ομολογία) λοιπόν που με ωδήγησεν εις το φώς, την Παράδοσιν που μου εχάρισε την γνώσιν του Θεού, με την οποίαν έγινα παιδί του Θεού εγώ ο εξ αιτίας της αμαρτίας εχθρός, αυτήν λοιπόν θα την προδώσω και θα παρασυρθώ από τας αστηρίκτους υποθέσεις των; Αλλά και δια τον εαυτόν μου εύχομαι με αυτήν την ομολογίαν να υπάγω προς τον Κύριον και αυτούς τους προτρέπω να διατηρήσουν την πίστιν αλώβητον μέχρι της ημέρας της επιφανείας του Χριστού, και να φυλάξουν το Πνεύμα αχώριστον από του Πατρός και του Υιού. Θα διατηρήσουν έτσι την κατά το βάπτισμα διδασκαλίαν και όταν ομολογούν την πίστιν τους και όταν αναπέμπουν δοξολογίαν» (Μ. Βασιλείου περί Αγίου Πνεύματος).
Σύμφωνα με τον Άγιο Γρηγόριο τον Σιναΐτη: «Η αληθινή πίστη περί του Θεού και η απλανής γνώση των όντων αποτελούν την τέλεια Ορθοδοξία των δογμάτων. Ορθή αντίληψη περί των όντων είναι η αληθινή γνώση των ορατών και των αοράτων. Ορατά είναι τα αισθητά· αόρατα είναι τα νοητά και λογικά και νοερά και Θεία». Ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης πάλι από το πρώτο ακόμη κεφάλαιο της Κλίμακος ορίζει ότι: «Ως ξένους και εχθρούς του Θεού θα εννοήσωμε αυτούς που είναι αβάπτιστοι ή δεν έχουν ορθή Πίστη». Τι γίνεται όμως με αυτούς όταν είναι κληρικοί και μάλιστα επίσκοποι; Αλίμονο! Θα μπορούσε να λεχθεί και γι’ αυτούς ότι αναφέρεται στον Ε´ Κανόνα  της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου που επισημαίνει: «Ἁμαρτία πρὸς θάνατόν ἐστιν, ὅταν τινὲς ἁμαρτάνοντες, ἀδιόρθωτοι μένωσι. Τὸ δὲ τούτου χεῖρον, ἐὰν καὶ τραχηλιῶντες κατεξανίστανται τῆς εὐσεβείας, καὶ τῆς ἀληθείας, προτιμώμενοι τὸν Μαμωνᾶν τῆς τοῦ Θεοῦ ὑπακοῆς, καὶ τῶν κανονικῶν αὐτοῦ διατάξεων μὴ ἀντεχόμενοι. Ἐν τούτοις οὐκ ἔστι Κύριος ὁ Θεός …». Δεν μου λέτε; Είναι ή δεν είναι αυτός ο κατ’ εξοχήν λόγος που κληρικοί δεν αντιμετωπίζουν την πλάνη της αιρέσεως ως κίνδυνο για την δυνατότητα της σωτηρίας μας άλλα σαν μια διαφορετική ιδεολογία που δικαιούται τάχα να έχει ή και να διδάσκει κανείς με την στάση και τους λόγους του μέσα στην Εκκλησία εκπροσωπώντας μας κιόλας. Άραγε αγνοούν ότι η πίστις αποτελεί το καίριο ζήτημα της εν Χριστώ Ζώης μας, αφού η ύπαρξίς μας αδιαμφισβήτητα εκδηλώνει πηγαία την ανάγκη της αναφοράς της δι’ αυτής προς στον Θεό; Μήπως δεν γνωρίζουν ότι η προσωπική μας πίστις είναι ριζωμένη στο δόγμα της Εκκλησίας; Ερωτώ, η Ορθόδοξος Εκκλησία, ως η μία, αγία, καθολική και αποστολική Εκκλησία δεν έχει την αποκλειστικότητα της ορθής δογματικής συνείδησης, αφού ως ταμιούχος της θείας Χάριτος οδηγείται από τον Παράκλητο “εις πάσαν την αλήθειαν”; Επομένως, αν δεν γνωρίζετε ότι ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός είπε, Οἵτινες τὴν ὑγιῆ ὀρθόδοξον πίστιν προσποιούμενοι ὁμολογεῖν, κοινωνοῦσι δὲ τοῖς ἑτερόφροσι τοὺς τοιούτους, εἰ μετὰ παραγγελίαν, μὴ ἀποστῶσιν, μὴ μόνον ἀκοινωνήτους ἔχειν, ἀλλὰ μηδ᾿ ἀδελφοὺς καλεῖν”; (ἁγ. Μάρκου Ἐφέσου, Ὁμολογία ἐν Φλωρεντία, Τὰ εὑρισκόμενα ἅπαντα τ. Α´, σελ. 422), έπρεπε τότε τουλάχιστον να γνωρίζετε ότι: Ἄνωθεν γὰρ ἡ τοῦ Θεοῦ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τὴν ἐπὶ τῶν ἀδύτων  ἀναφορὰν τοῦ ὀνόματος τοῦἀρχιερέως συγκοινωνίαν  τελείαν ἐδέξατο  τοῦτο. Γέγραπται γὰρ ἐν τῇ ἐξηγήσει τῆς θείας λειτουργίαςτι ἀναφέρει  ἱερουργῶν τὸ  το ἀρχιερέως ὄνομα,δεικνύων καὶ τὴν πρὸς τὸ ὑπερέχον ὑποταγὴνκαὶ ὅτι  κοινωνός ἐστιν αὐτο,τῆς πίστεως καὶ τῶν θείων μυστηρίων διάδοχος» ;(βλ. V.Laurent-J.Darrouzes,Dossier Grec de I’ Union de Lyon, Paris 1977, σελ. 399). Μήπως δεν συμφωνείτε  ούτε και με τον Μέγα Αθανάσιο  που είπε: “ἐὰν ὁ ἐπίσκοπος ἢ ὁ πρεσβύτερος͵  οἱ ὄντες ὀφθαλμο τῆς Ἐκκλησίας͵ κακῶς ἀναστρέφωνται καὶσκανδαλίζωσι τὸν λαόν͵χρὴ αὐτοὺς ἐκβάλλεσθαιΣυμφέρον γὰρ ἄνευ αὐτῶν συναθροίζεσθαι εἰς εὐκτήριον οἶκον  μετ΄ αὐτῶν ἐμβληθῆναι͵ὡς μετά Ἄννα καὶΚαϊάφα͵ εἰς τὴν γέενναν τοῦ πυρός;” (ΜἈθανασίου, P.G. 26, 1257). Μήπως όμως δεν υπάρχει ούτε κανόνας που να προβλέπει την διακοπή κοινωνίας; Ο 15ος κανών της πρωτοδευτέρας επί Μεγάλου Φωτίου Συνόδου τί γράφει; Για τον οποίο στοιχειώδης μόρφωση και λογική απαιτεί να κατανοήσει κανείς ότι διακρίνει δύο περιπτώσεις:



α. των κληρικών εκείνων, οι οποίοι «προφάσει τινῶν ἐγκλημάτων (αμαρτημάτων) τῶν οἰκείων ἀφισταμένων προέδρων καὶ σχίσμα ποιούντων καὶ τὴν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας διασπώντων»
β. των κληρικών εκείνων, οι οποίοι «δι᾿ αἱρεσίν τινα τῆς πρὸς τὸν πρόεδρον κοινωνίας ἑαυτοὺς διαστέλλοντες».

1. Αυτός ο κανόνας ορίζει:
(παραθέτουμε το κείμενο μαζί με μετάφραση για καλύτερη κατανόηση):
«Τὰ ὁρισθέντα ἐπὶ πρεσβυτέρων καὶ ἐπισκόπων καὶ μητροπολιτῶν, πολλῷ μᾶλλον καὶ ἐπὶ πατριαρχῶν ἁρμόζει.
Εκείνα όπου οι ανωτέρω Κανόνες όρισαν περί Επισκόπων και Μητροπολιτών, πολύ περισσότερο ισχύουν (είναι αρμόδια) και για τους Πατριάρχες.
Ὥστε, εἴ τις πρεσβύτερος ἤ ἐπίσκοπος ἢ μητροπολίτης τολμήσειεν ἀποστῆναι τῆς πρὸς τὸν οἰκεῖον πατριάρχην κοινωνίας καὶ μὴ ἀναφέρει τὸ ὄνομα αὐτοῦ, κατὰ τὸ ὡρισμένον καὶ τεταγμένον, ἐν τῇ θείᾳ μυσταγωγίᾳ, ἀλλὰ πρὸ ἐμφανείας συνοδικῆς καὶ τελείας αὐτοῦ κατακρίσεως σχίσμα ποιήσει, τοῦτον ὥρισεν ἡ ἁγία σύνοδος, πάσης ἱερατείας παντελῶς ἀλλότριον εἶναι, εἰ μόνον ἐλεγχθείη τοῦτο παρανομήσας.
Ώστε, όποιος πρεσβύτερος ή επίσκοπος ή μητροπολίτης τολμήσει να σταματήσει την (εκκλησιαστική) κοινωνία με τον πατριάρχη στον οποίο υπόκειται και δεν τον μνημονεύει ονομαστικώς, όπως είναι ορισμένο και διατεταγμένο, στην τέλεση της Θείας Λειτουργίας αλλά κάνει σχίσμα πριν από συνοδική σύγκληση και οριστική καταδίκη, αυτόν όρισε η αγία Σύνοδος (εννοεί την πρωτο-δευτέρα επί Φωτίου) να μην ιερουργεί καθόλου, εφ’ όσον ελεγχθεί αν όντως παρανόμησε.

Εδώ προσέξτε τώρα! Αυτό λέει, το παραπάνω, ισχύει για ορισμένη περίπτωση! Ποιά περίπτωση; Και διευκρινίζει:
Καὶ ταῦτα μὲν ὥρισται καὶ ἐσφράγισται περὶ τῶν προφάσει τινῶν ἐγκλημάτων τῶν οἰκείων ἀφισταμένων προέδρων καὶ σχίσμα ποιούντων καὶ τὴν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας διασπώντων.
Και, βέβαια, αυτά έχουν μεν ορισθεί και θεσμοθετηθεί -παλι φαίνεται ότι δεν είναι δυνητικός ο κανών διότι ρητώς επισημαίνει «ὥρισται καὶ ἐσφράγισται»- για εκείνους που βρίσκουν πρόφαση να διακόψουν κοινωνία για πράγματα (αμαρτήματα) που εγκαλούνται οι δικοί τους ποιμένες και κάνουν σχίσμα και έτσι διασπούν την ενότητα της Εκκλησίας.

Εδώ κανονικά έχουμε άλλη παράγραφο, διότι ξεχωρίζει την περίπτωση:
§. Οἱ γὰρ δι᾿ αἱρεσίν τινα, παρὰ τῶν ἁγίων Συνόδων ἢ Πατέρων κατεγνωσμένην, (εδώ, θα ισχυρισθούν ορισμένοι δεν είναι κατεγνωσμένη αίρεσις ο Οικουμενισμός, όμως τα κομμάτια του Οικουμενισμού ο Πααισμός, ο Μονοφυσιτισμός κ.λπ. είναι κατεγνωσμένα από Συνόδους Αγίων Πατέρων και αφού τα μερικά είναι καταδικασμένα είναι και το όλον, το σύνολον, της Παναιρέσεως που συγκροτείται από τα κομμάτια τους) τῆς πρὸς τὸν πρόεδρον κοινωνίας ἑαυτοὺς διαστέλλοντες, ἐκείνου τὴν αἵρεσιν δηλονότιδημοσίᾳ (Μήπως δεν υπάρχει αυτό; Το βλέπεουμε συνέχεια στον αιρετικό Πατριάρχη και το βλέπουμε και σε άλλους, όπως τον Αρχιεπίσκοπο Αμερικής, μόλις πήγε στην Αριζόνα μετά από λίγες μέρες, ίσως την επόμενη(;) συναντήθηκε και έκενε δηλώσεις μαζί με τους αιρετικούς αντιχαλκηδονίους) κηρύττοντος καὶ γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ᾿ ἐκκλησίας διδάσκοντος, οἱ τοιοῦτοι οὐ μόνον τῇ κανονικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑποκείσονται, πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτοὺς τῆς πρὸς τὸν καλούμενον ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες, ἀλλὰ καὶ τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται. Εδώ φαίνεται καθαρά ότι και πριν από την συνοδική καταδίκη αυτών που κηρρύτουν αίρεση, και βέβαια όσων κοινωνούν μαζί τους, όταν δηλαδή συντρέχει λόγος αίρεσης – αυτό κατωχυρώνεται από την Παράδοση και το χωρίο του Αγίου Μάρκου:“Οἵτινες τὴν ὑγιῆ ὀρθόδοξον πίστιν προσποιούμενοι ὁμολογεῖν, κοινωνοῦσι δὲ τοῖς ἑτερόφροσι τοὺς τοιούτους, εἰ μετὰ παραγγελίαν, μὴ ἀποστῶσιν, μὴ μόνον ἀκοινωνήτους ἔχειν, ἀλλὰ μηδ᾿ ἀδελφοὺς καλεῖν”; (ἁγ. Μάρκου Ἐφέσου, Ὁμολογία ἐν Φλωρεντία, Τὰ εὑρισκόμενα ἅπαντα τ. Α´, σελ. 422),- διακόπτουν κοινωνία!
Εκείνοι όμως που εξ αιτίας κάποιας αιρέσεως, η οποία καταδικάσθηκε από Άγιες Συνόδους και Πατέρες, ξεχώρισαν τον εαυτό τους από την (εκκλησιαστική) κοινωνία με τον ποιμένα τους, επειδή ακριβώς κήρυττε την αίρεση δημόσια και απροκάλυπτα, δηλαδή ξεδιάντροπα, αυτοί, όχι μόνο δεν υπόκεινται σε κανονικό επιτίμιο με το να αποτειχίζονται από την κοινωνία και προ συνοδικής σχετικής εξέτασης από τον κατ’ όνομα μόνο επίσκοπο αλλά πρέπει και να τους αποδοθεί τιμή που τους αξίζει!
Οὐ γὰρ ἐπισκόπων, ἀλλὰ ψευδεπισκόπων καὶ ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν, καὶ οὐ σχίσματι τὴν ἕνωσιν τῆς ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλὰ σχισμάτων καὶ μερισμῶν τὴν ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ῥύσασθαι».
Διότι, όχι επισκόπους αλλά σε ψευδεπισκόπους και σε ψευδοδιδασκάλους εναντιώθηκαν για αίρεση και δεν κατατεμάχισαν με σχίσμα την ενότητα της Εκκλησίας αλλά έδειξαν εγρήγορση να γλιτώσει η Εκκλησία από σχίσματα και αντιμαχόμενες μερίδες (εξαιτίας του σκανδαλισμού)!
Ταλαίπωροι επίσκοποι, μόνο όσα τους βολεύουν κατανοούν από τους κανόνες! Το «δεύτερο σκέλος» του κανόνος που διαφοροποιεί τα πράγματα και εξηγεί και ορίζει ότι είναι άξιοι τιμής όσοι αντιστέκονται στην αίρεση κάνουν πως δεν το βλέπουν, εκτός αν έχουν ορισμένοι τέτοια αγραμματοσύνη που δεν ξέρουν και να μεταφράσουν!

2. Πώς φαίνεται ότι ο κανόνας ορίζει και ότι δεν είναι δυνητικός
Οι φράσεις και οι λέξεις σ’ αυτές τις φράσεις: «Τὰ ὁρισθέντα», «κατὰ τὸ ὡρισμένον καὶ τεταγμένον», « ὥρισεν ἡ ἁγία σύνοδος», «ταῦτα μὲν ὥρισται καὶ ἐσφράγισται»
δεν αφήνουν περιθώρια να δεχθούμε ως προαιρετικό και δυνητικό τον κανόνα αλλά με υποχρεωτικό χαρακτήρα και νόημα! Επομένως τα όσα λέγονται περί δυνητικού σαφώς δεν ισχύουν, πολύ απλά, διότι δεν ερίδονται ούτε στο κανονικό δίκαιο ούτε στον συγκεκριμένο κανόνα.

3. Τί ορίζει ο Κανών στο πρώτο μέρος και τί στο δεύτερο
Α. Ο κανόνας με σαφήνεια ορίζει για τους κληρικούς εκείνους, οι οποίοι «προφάσει τινῶν ἐγκλημάτων (αμαρτημάτων) τῶν οἰκείων ἀφισταμένων προέδρων καὶ σχίσμα ποιούντων καὶ τὴν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας διασπώντων» να τιμωρούνται και το επιτίμιο που θα τους επιβάλλεται είναι να μην ιερουργούν καθόλου, εφ’ όσον ελεγχθεί ότι όντως παρανόμησαν.
Β. Είναι σαφές όμως, ότι ο κανόνας έχει και δεύτερο «μέρος» ή πιο σωστά διακρίνει μία άλλη περίπτωση, για τους κληρικούς εκείνους, οι οποίοι «δι᾿ αἱρεσίν τινα τῆς πρὸς τὸν πρόεδρον κοινωνίας ἑαυτοὺς διαστέλλοντες», που αποτελεί την εξαίρεση σε όσα ορίσθηκαν παραπάνω, στην οποία όμως, επίσης ορίζεται και, μάλιστα, με ρηματικό τύπο μέλλοντα παθητικής φωνής το «ἀξιωθήσονται», ο οποίος δεν επιτρέπει να θεωρήσουμε, ότι το κείμενο σε αυτό το σκέλος που διακρίνει την περίπτωση μπορεί να έχει πλέον δυνητικό χαρακτήρα. Άλλωστε το «γάρ» στην φράση,«οἱ γὰρ δι᾿ αἱρεσίν τινα», καθώς εισάγει κύρια πρόταση συνδέει -έστω και σε εναντιωματική πρόταση- το πρώτο σκέλος με το δεύτερο και γι αυτό δεν αλλάζει ο χαρακτήρας του κειμένου που ορίζει ότι πρέπει να αξιωθούν της αρμόζουσας τιμής για λόγους δικαιοσύνης εκ μέρους των ορθοδόξων. Για όσους πραγματικά κατανοούν το κείμενο του κανόνα γίνενεται σαφής διάκριση για ποιά από τις δύο περιπτώσεις δεν μνημονεύει κανείς τον επισκοπό του και εδώ σαφώς υπάρχει αντιδιαστολή και βέβαια υπάρχουν λέξεις και φράσεις αντιθετικές-εναντιωματικές τονίζοντας αντίθετα προς το περιεχόμενο νοήματα. Και πράγματι θα ήταν το πλέον άδικο να μην προβλεπόταν εκ του κανονικού Δικαίου να διασφαλισθεί ένας κληρικός μαζί με το ποίμνιό του στην Ορθοδοξία, όταν ο επίσκοπός του ή ο Πατριάρχης ακολουθεί την αίρεση, και αυτός να είναι αναγκασμένος από τους κανόνες να τον ακολουθεί στην κακοδοξία του, εν τοιαύτη περιπτώσει, δεν θα ήταν Δίκαιο! Επισημαίνουμε εδώ τις φράσεις και τις λέξεις που δίνουν το στίγμα ότι πρέπει να διακρίνουμε τις περιπτώσεις στην αποτείχιση:«Καὶ ταῦτα μὲν ὥρισται καὶ ἐσφράγισται περὶ τῶν προφάσει τινῶν ἐγκλημάτων τῶν οἰκείων ἀφισταμένων προέδρων καὶ σχίσμα ποιούντων καὶ τὴν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας διασπώντων. Οἱ γὰρ δι᾿ αἱρεσίν τινα, παρὰ τῶν ἁγίων Συνόδων ἢ Πατέρων κατεγνωσμένην, τῆς πρὸς τὸν πρόεδρον κοινωνίας ἑαυτοὺς διαστέλλοντες, ἐκείνου τὴν αἵρεσιν δηλονότι δημοσίᾳ κηρύττοντος καὶ γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ᾿ ἐκκλησίας διδάσκοντος, οἱ τοιοῦτοι οὐ μόνον τῇ κανονικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑποκείσονται, πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτοὺς τῆς πρὸς τὸν καλούμενον ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες, ἀλλὰ καὶ τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται».

Σε αυτή την βάση είναι διατυπωμένος και ο ΛΑ’ 31ος Αποστολικός Κανών, ο οποίος ορίζει: «Εἴ τις πρεσβύτερος, καταφρονήσας τοῦ ἰδίου ἐπισκόπου, χωρὶς συναγάγῃ, καὶ θυσιαστήριον ἕτερον πήξῃ, μηδὲν κατεγνωκώς τοῦ ἐπισκόπου ἐν εὐσεβείᾳ καὶ δικαιοσύνῃ, καθαιρείσθω, ὡς φίλαρχος· τύραννος γάρ ἐστιν. Ὡσαύτως δὲ καὶ οἱ λοιποὶ κληρικοί, καὶ ὅσοι ἂν αὐτῷ προσθῶνται· οἱ δὲ λαϊκοὶ ἀφοριζέσθωσαν. Ταῦτα δὲ μετὰ μίαν, καὶ δευτέραν καὶ τρίτην παράκλησιν τοῦ ἐπισκόπου γινέσθω». Ο 31ος Αποστολικός Κανόνας ενώ όμως δεν επιτρέπει την παύση της «κοινωνίας» για ατομικές αμαρτίες κάθε προσώπου, ακόμα και του επισκόπου, που είναι προσωπική του υπόθεση λέει κάτι ακόμη – που αν το αγνοήσουμε θα αδικήσουμε την αλήθεια, το οποίο όσοι δεν είναι στον αγώνα υπέρ της αληθείας του κανόνα της πίστεως, δηλαδή της Ορθοδοξίας, δεν το αναφέρουν κάν, πολύ απλά διότι δεν τους αρέσει να λέγεται- «μηδὲν κατεγνωκώς τοῦ ἐπισκόπου ἐν εὐσεβείᾳ καὶ δικαιοσύνῃ». Έτσι όμως σαφώς υπονοεί ότι μή όντως του επισκόπου εν ευσεβεία και δικαιοσύνη, σ’ αυτή την περίπτωση προβλέπει την διακοπή κοινωνίας. Φαίνεται όμως ότι η δεν μελετάτε τους κανόνες ή ότι τους ερμηνεύετε με σκοπιμότητα και όπως σας συμφέρει! “Πουθενά βέβαια, ο Κανόνας δεν εξηγεί ποιοί είναι αυτοί οι λόγοι «ευσεβείας και δικαιοσύνης». Και πολύ σωστά επισημάνθηκε ότι οι μεγάλοι Κανονολόγοι του 12ου αιώνα δεν είναι καθόλου διαφωτιστικοί στο ζήτημα αυτό. Ο Ζωναράς εξηγεί ότι λόγοι «ευσεβείας» και «δικαιοσύνης» υπάρχουν, όταν ο επίσκοπος «σφάλλει περί την ευσέβειαν και ποιεί παρά το καθήκον». Ο Βαλσαμών ερμηνεύει ότι υπάρχουν οι λόγοι αυτοί, όταν ο επίσκοπος είναι «ασεβής και άδικος». Οι ερμηνείες αυτές είναι προσκολλημένες στο γράμμα του κανόνα. Δεν βοηθούν, όμως καθόλου στην ερμηνεία του Κανόνα. Οι ιεροί Κανόνες είναι έργο αγίων ανδρών. Έχουν τη δική τους δυναμική. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται σ’ αυτούς, είναι φορτισμένες με θεολογικό νόημα. Το νόημα αυτό, μόνο οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας, που συνέταξαν του Κανόνες, μπορούν να το αποκαλύψουν. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, διδάσκει, ότι ευσέβεια είναι «η καθαρή πίστη και η σωστή ζωή». Ευσέβεια, λοιπόν, είναι τα ορθά δόγματα και η τήρηση των εντολών του Θεού. Η ορθή πίστη και η ορθή ζωή είναι η ευσέβεια. Αυτό όμως είναι και η Ορθοδοξία. Ορθοδοξία και ευσέβεια , ως έννοιες, ταυτίζονται. Γι’ αυτό, και ο άγιος Γρηγόριος ο θαυματουργός λέγει ότι, η ευσέβεια θεωρείται μητέρα των αρετών, γιατί είναι η αρχή και το τέλος τους. Πολύ ορθά επίσης ο Νικόδημος ο Αγιορείτης θεωρεί ως αιρετικό, αυτόν που δεν έχει «ευσέβεια»! Και σ’ αυτό, έχει απόλυτα δίκηο ο άγιος Νικόδημος, γιατί όποιος δεν ξέρει, ή δεν μπορεί να θεραπεύσει τη ψυχή του, για να φτάσει στην ευσέβεια, αυτός ακολουθεί λαθεμένο τρόπο θεραπείας. Ο λαθεμένος τρόπος θεραπείας είναι η αίρεση. Αντίθετα, ο σωστός τρόπος θεραπείας είναι η Ορθοδοξία. Ο Μέγας Αθανάσιος λέει ότι ο αιρετικός δεν μπορεί να ονομάζεται καν χριστιανός, γιατί εξέπεσε από την Ορθόδοξη αλήθεια! Ο Μέγας Βασίλειος συμπληρώνει, ότι εκπίπτει κάποιος από την αλήθεια, όταν αθετεί κάτι από όσα γράφει η αγία Γραφή και οι Πατέρες, ή διδάσκει κάτι «καινούργιο», ξένο απ’ την Παράδοση. ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, λέει ότι θα υπάρχουν ψευδοδιδάσκαλοι και ψευδοπροφήτες, που θα εισαγάγουν αιρέσεις απώλειας και θα «εξαγοράζουν τους πιστούς με υπερβολικά πλαστούς λόγους»! Από τέτοιους ανθρώπους, ακόμα κι’ αν είναι επίσκοποι, θέλει ο Κανόνας αυτός να προστατεύσει τους Ορθοδόξους. Προβλέπει τη διακοπή της «κοινωνίας» με αυτούς, ή αλλιώς, την «αποτείχιση».Οι Πατέρες δεν θεωρούν αιρετικούς μόνο αυτούς που διδάσκουν ξένα πράγματα απ’ την Ορθόδοξη Παράδοση, αλλά και όσους «κοινωνούν» με αυτούς. Γι’ αυτό η «κοινωνία» έχει τόση μεγάλη σημασία. Οι Πατέρες εξηγούν, ότι το ίδιο πράγμα σημαίνει και η λέξη «δικαιοσύνη». Γιατί απαιτεί ο κανόνας δικαιοσύνη, άν οι αποτειχισμένοι βγάζουν τον εαυτό τους εκτός Εκκλησίας; Τέτοια διαστροφή;
Ο Χρυσόστομος, πάντως, λέει ότι η Γραφή, με τη λέξη «δικαιοσύνη», εννοεί την αρετή γενικά, την ευσέβεια στη ζωή. Αυτό άλλωστε, είναι και το νόημα των λόγων του Κυρίου στην επί του όρους ομιλία Του, όταν έλεγε «μακάριοι οι πεινώντες και διψώντες την δικαιοσύνην, ότι αυτοί χορτασθήσονται». Η «ευσέβεια» και «δικαιοσύνη», μολονότι ως έννοιες, είναι ταυτόσημες. Όμως, η μεν ευσέβεια χρησιμοποιείται περισσότερο για να τονίσει την πίστη, η δε δικαιοσύνη για να τονίσει την απόκτηση της κάθε αρετής, επομένως και την ομολογία της ορθής και αληθινής πίστεως. Και γι’ αυτό το λόγο, στον Αποστολικό αυτό Κανόνα, χρησιμοποιούνται και οι δύο λέξεις. Αν υπάρχει κάτι που διέπει το κανονικό Δίκαιο αλλά και κάθε Δίκαιο είναι να εξετάζει και να ερμηνεύει τα πράγματα και τις ενέργειες στην βάση της δικαιοσύνης διαφορετικά δεν είναι “Δίκαιο” αλλά άσκηση “κυβερνητικής” και προπαγάνδα για να κατευθύνουμε τον άλλο σύμφωνα με τις ορέξεις μας και τα ιδιοτελή συμφέροντά μας. Διαπιστώνετε φίλοι αναγνώστες πλέον ποιοί κάνουν προπαγάνδα, όταν μάλιστα το άρθρο 3 του Συντάγματος αναφέρει ότι «η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας, που γνωρίζει κεφαλή της τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, υπάρχει αναπόσπαστα ενωμένη δογματικά με τη Μεγάλη Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης και με κάθε άλλη ομόδοξη Εκκλησία του Χριστού τηρεί απαρασάλευτα, όπως εκείνες, τους ιερούς αποστολικούς και συνοδικούς κανόνες και τις ιερές παραδόσεις». Πράγματι, στο Σύμβολο Νικαίας Κωνσταντινουπόλεως οι χριστιανοί ομολογούν τήν πίστη τους «εἰς μίαν, ἁγίαν, καθολικήν καί ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν». Οι θεοδίδακτοι Πατέρες  της Β΄ Οἰκουμενικής Συνόδου δεν έκαναν λάθος για τους διορθώσει τώρα ο Βαρθολομαίος «ὅ,τι ἔχει ἡ κεφαλή (ὁ Χριστός) τό μεταδίδει καί στό σῶμα (τήν Ἐκκλησία)», εν προκειμένω ομιλούμε για την ενότητα Κεφαλής με το Σώμα, άρα και για την μοναδικότητα του Σώματος του Χριστού. «Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει τήν αὐτοσυνειδησία ὅτι εἶναι ἡ «μία, ἁγία, καθολική καί ἀποστολική Ἐκκλησία» τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, σέ μία ἀδιάσπαστη ἑνότητα πίστεως καί ζωῆς, ὅπως αὐτά θεμελιώνονται ἀπό τόν ἴδιο τόν Χριστό καί συνεχίζονται διά τῶν Ἀποστόλων καί ὅλων τῶν διαδόχων τους»[7].





ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ