Ἀφορμή γιά τή σύνταξη τοῦ παρόντος ἄρθρου λάβαμε ἀπό παρεμβάσεις συναδέλφων γιά τήν «τροποϋπαρξιακή» ἑρμηνεία τῆς μεταβολῆς στή θεία Κοινωνία, ἀπό τίς ὁποῖες καταδεικνύεται ὅτι ἡ ἑρμηνεία αὐτή ἀντιβαίνει στήν ὀρθόδοξη διδασκαλία γιά τό μυστήριο τῆς θείας Κοινωνίας.
Ἐκεῖνο πού θέλουμε νά ἐπισημάνουμε ἐδῶ εἶναι ἡ βαθύτερη αἰτία γιά τό καινοφανές αὐτό δόγμα (ἀλλά καί ὅλα τά ἄλλα πού θίξαμε σέ προηγούμενο ἄρθρο), ἡ ὁποία ἔγκειται στήν παράχρηση τῆς φιλοσοφίας.
Ἡ φιλοσοφία, ὡς γνωστό, μπορεῖ νά προσφέρει πολύτιμες ὑπηρεσίες στή θεολογία, μπορεῖ ὅμως καί νά ὁδηγήσει στήν αἵρεση, ἄν υἱοθετηθεῖ μία ἀσύμβατη μέ τήν ὀρθόδοξη πίστη διδαχή της ἤ ἄν, ἀντί νά χρησιμοποιηθεῖ ὡς θεραπαινίδα τῆς θεολογίας, συμβεῖ συνειδητά ἤ ἀσυναίσθητα τό ἀντίθετο.
Στήν προκειμένη περίπτωση (αὐτή τῶν ὑποστηρικτῶν τῆς «τροποϋπαρξιακῆς» ἑρμηνείας) ἰσχύουν ἀμφότερες οἱ ἀρνητικές προϋποθέσεις.
Μέ τήν πεποίθηση ὅτι «τό ἀσώματο πνεῦμα αἰώνων Ἰδεαλισμοῦ δέν προκαλεῖ τό ἐνδιαφέρον πολλῶν σήμερα», ὁ χριστιανισμός παρουσιάζεται ὡς «ἱερός ὑλισμός», ὁ ὁποῖος «δέν ἔχει τίποτα τό μεταφυσικό», καί ἐπιχειρεῖται ὁ συμβιβασμός του μέ ὑλιστικές ἀντιλήψεις.
Ἔτσι, ἀντί νά εἶναι ἡ ἴδια ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας τό κριτήριο γιά τό ποιά φιλοσοφία προσεγγίζει περισσότερο τήν ἀλήθεια, γίνεται ἡ θεωρούμενη ὡς δημοφιλέστερη σήμερα φιλοσοφία τό κριτήριο γιά τή διδασκαλία τοῦ χριστιανισμοῦ.
Σέ αὐτή τή βασική ἀντιστροφή τῶν πραγμάτων ὀφείλονται καί ὅλες οἱ ἄλλες ἀντιστροφές, ὅπως αὐτή πού γίνεται μέ τήν «τροποϋπαρξιακή» ἑρμηνεία τῆς μεταβολῆς στή θεία Κοινωνία.
Οἱ ὑποστηρικτές τοῦ «ἱεροῦ ὑλισμοῦ» ἀπορρίπτουν τή μεταβολή τῆς οὐσίας τῶν Τιμίων Δώρων, γιατί αὐτό σημαίνει, κατά τίς ἀντιλήψεις τους, μετάνοια τοῦ Θεοῦ γιά τό εἶδος τῶν ὄντων πού ἔπλασε, εἶναι δηλαδή ἕνα δεῖγμα ἀπαξίωσης τῆς ὕλης. Ἔτσι προέκυψε ὡς ἐναλλακτική πρόταση ἡ «εὐχαριστιακή ἐνσάρκωση», ἡ «τροποϋπαρξιακή» ἑρμηνεία τῆς μεταβολῆς.
Χάριν τῆς συγκεκριμένης ἑρμηνείας βέβαια παραθεωροῦνται κάποιες ἀλήθειες, ὅπως τό ὅτι ὁ ἄρτος καί ὁ οἶνος στή θεία Εὐχαριστία δέν ἀποτελοῦν ἄμεση δημιουργία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά τοῦ ἀνθρώπου, ἤ τό ὅτι στήν Κανᾶ ὁ Κύριος μετέβαλε θαυματουργικά τό ὕδωρ σέ οἶνο, χωρίς αὐτό νά σημαίνει μετάνοια τοῦ Θεοῦ γιά τό προϋπάρχον ὑλικό, ὅπως πολύ σωστά ἐπισημαίνουν οἱ ἐπικριτές της.
Ἀπό τήν προτίμηση στόν ὑλισμό ἔναντι τοῦ ἰδεαλισμοῦ («Ὁ χριστιανισμός εἶναι βαθύς ἐχθρός κάθε εἴδους ἰδεαλισμοῦ, ἐπειδή ὁ ἴδιος δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἱερός ὑλισμός») ἐξηγοῦνται καί ἄλλα πράγματα, ὅπως ἡ προβολή τῆς μισῆς ἀλήθειας γιά τό τί σημαίνει ψυχή στήν Ἁγία Γραφή, ἡ ἀμφισβήτηση τῆς μέσης κατάστασης τῶν ψυχῶν (σκανδαλίζει τούς ὑλιστικά σκεπτόμενους ἡ ἰδέα τοῦ νά εἶναι οἱ ψυχές τῶν δικαίων μακάριες στή μέση κατάσταση χωρίς τό σῶμα) καί ἡ ἀποστροφή γιά τή φιλοσοφία τοῦ Πλάτωνα.
Δέν εἶναι ὡστόσο τυχαῖο ὅτι ἡ ὀρθόδοξη θεολογική σκέψη υἱοθέτησε στοιχεῖα κυρίως ἀπό τόν Πλάτωνα καί ὄχι τόσο ἀπό ἄλλους φιλοσόφους, γιατί «τό πλατωνικῶς σκέπτεσθαι προσιδιάζει περισσότερον αὐτῇ καί μάλιστα τοῖς Ἕλλησιν ἐν γένει» [Ἰω. Καρμίρη, «Ἐξωτερικαί ἐπιδράσεις ἐπί τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας», Ἐκκλησία 16 (1938) 122].
Πρβλ. Γ. Κονιδάρη, Ἡ διαμόρφωσις τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας μέχρι τῶν ἀρχῶν τοῦ Ε΄ αἰῶνος καί οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι (Ἀνάτυπον ἐκ τῆς «Θεολογίας», τόμος ΚΣΤ΄), Ἐν Ἀθήναις 1955, σ. 57: «Ἡ φιλοσοφία ἦτο τό μέσον, ὅπερ ὁ γόνιμος νοῦς τῶν πλατωνιζόντων ἤδη ἀπό τοῦ Ἰουστίνου τοῦ φιλοσόφου καί μάρτυρος θεολόγων ἐχρησιμοποίει ἐκλεκτικῶς καί προσήρμοζε πρός τάς ἀληθείας τῆς Γραφῆς.
Τό ἀντίθετον ἀπολύτως συνέβη εἰς τήν αἵρεσιν. Νομίζω ὅτι ἀκριβολογοῦμεν ἰσχυριζόμενοι, ὅτι ἡ Καθολική Ἐκκλησία θεολογεῖ γραφικῶς καί φιλοσοφοῦσα πλατωνίζει ἀναγκαίως ἐκλεκτικῶς».
Προτιμώντας λοιπόν μία ἄλλη φιλοσοφία καί μάλιστα τήν πιό ἀντιπνευματική καί ἀντιθρησκευτική, ὅπως εἶναι αὐτή τοῦ ὑλισμοῦ, καί ἐπιχειρώντας νά προσαρμόσουμε τή διδασκαλία τοῦ χριστιανισμοῦ σέ ἐκείνη, τό μόνο πού καταφέρνουμε, ὅσο κι ἄν προσπαθοῦμε νά τήν ἱεροποιήσουμε, εἶναι νά παράγουμε καινοφανῆ δόγματα.
Ἄν θέλουμε ἑπομένως νά χτυπήσουμε τό κακό στή ρίζα του, πρέπει νά δώσουμε ἰδιαίτερη προσοχή στό ζήτημα τῆς παράχρησης τῆς φιλοσοφίας, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ γενεσιουργό παράγοντα καινοφανῶν δογμάτων.
Μιχαήλ Βασ. Γαλενιανός
Δρ Θεολογίας, Δρ Φιλοσοφίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου