Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν τῆς Ἑλλάδος ἀπευθύνει ἔκκλησιν πρὸς τὸ Χριστεπώνυμον πλήρωμα Αὐτῆς, ὅπως ἐντείνῃ τὰς προσευχὰς αὐτοῦ κατὰ τὰς δυσχερεῖς περιστάσεις τῆς χρονικῆς περιόδου τὴν ὁποίαν διανύομεν.
Εἰδικῶς οἱ ἐν Ἑλλάδι, ὀφείλομεν πλέον τῶν ἄλλων ἀδελφῶν μας, νὰ ἤμεθα εἰς πνευματικὴν ἐγρήγορσιν καὶ νὰ ἀποφεύγωμεν τὴν ἐθνικὴν μάστιγα τῆς διχονοίας, ἔχοντες μάλιστα ἤδη ἐντονωτέραν τὴν ἀπειλὴν πολεμικῶν ἐνεργειῶν ἐκ μέρους τῶν ἐξ ἀνατολῶν προαιωνίων βαρβάρων ἐχθρῶν τοῦ ἡμετέρου γένους. Προτρέπομεν τὸν Χριστώνυμον λαὸν τῆς Γνησίας Ἐκκλησίας νὰ μὴ μετέχῃ εἰς διχοστασίας καὶ νὰ διατηρῆ νηφαλίαν στᾶσιν διὰ ὅλα τὰ ζητήματα.
Ὅσον ἀφορᾶ δὲ εἰς τὸ θέμα τῆς νόσου τοῦ λεγομένου κορωνοϊοῦ καὶ τῶν συνεπειῶν ἐξ αὐτῆς εἰς τὴν εὐρυτέραν κοινωνικὴν ζωήν, ἡ Ἱερὰ Σύνοδος προτρέπει πατρικῶς νὰ μὴ υἱοθετοῦνται ἀκραῖαι τοποθετήσεις. Ἀφ᾽ ἑνὸς μὲν δὲν εἶναι ὀρθὸν νὰ λέγηται ὅτι ὁ ἐν λόγῳ ἰὸς εἶναι ἀνύπαρκτος καὶ ἄρα δὲν χρειάζονται κἄν μέτρα προστασίας, ἀφ᾽ ἑτέρου δέ, δὲν πρέπει νὰ καταλαμβανώμεθα ὑπὸ πανικοῦ. Ὁ δὲ πανικὸς πάλιν ἔχει δύο ἀντιθέτους πλευράς: Τόσον ὁ πανικὸς ἐκ τοῦ φόβου τῆς ἀσθενείας ὁδηγεῖ εἰς ἀκραίας συμπεριφοράς, ὅσον καὶ ὁ ἀνάλογος ἐκ τῆς ὑπονοίας ὅτι ὄπισθεν τῶν προστατευτικῶν μέτρων κρύπτονται ἀλλότριαι βλέψεις. Ὅ,τι καὶ νὰ συμβαίνῃ, ἡμεῖς ὀφείλομεν νὰ παραμείνωμεν σταθεροί εἰς τὴν πίστιν, ἀπτόητοι εἰς τὸ πνεῦμα, καὶ ἀτάραχοι εἰς τὴν ψυχήν, «τῇ ἐλπίδι χαίροντες, τῇ θλίψει ὑπομένοντες, τῇ προσευχῇ προσκαρτεροῦντες» (Πρὸς Ῥωμαίους ιβ´, 12).
Σημειωτέον ὅτι, ὁμολογουμένως ὡρισμένα ἐκ τῶν μέτρων τὰ ὁποῖα λαμβάνουν αἱ κοσμικαὶ ἐξουσίαι, πιθανὸν νὰ ἔχουν χαρακτῆρα ὑπερβολικόν, ἐνδεχομένως δὲ νὰ εἶναι καὶ ἐσφαλμένα, ἢ ἀκόμη καὶ πρακτικῶς ἀνεφάρμοστα, ἐφ᾽ ὅσον ἄλλωστε οὐδεὶς ἐκ τῶν ἀνθρώπων εἶναι ἀλάθητος, οἱ δὲ Ἰατροὶ δὲν ὁμοφωνοῦν ὡς πρὸς τὸ εἶδος καὶ τὸ εὖρος τῶν κανόνων προστασίας. Ἐπίσης δὲ ἀκόμη καὶ οἱ αὐτοὶ ἐπιστήμονες κατὰ τὸ παρελθὸν ἔχουν υἱοθετήσει ἐνίοτε διαφορετικὰς ἀπόψεις ὡς πρὸς τὸ πρόβλημα καὶ τὴν ἀντιμετώπισίν του.
Ὡς ἐκ τούτου, εἴτε κληρικοὶ εἴμεθα, εἴτε λαϊκοί, αἱ τοποθετήσεις ἡμῶν ἐπὶ παντὸς μὴ δογματικοῦ ζητήματος (ὅπως ἐν προκειμένῳ) ὀφείλουν νὰ εἶναι ὄχι μόνον νηφάλιαι ἀλλὰ καὶ ἐπιφυλακτικαί. Ὁσάκις βεβαίως αἱ ἀποφάσεις τῶν κατὰ τόπους κοσμικῶν ἐξουσιῶν ἐπεχείρησαν τὴν ἀνάμιξίν των εἰς τὰ ἐσωτερικὰ τῆς Ἐκκλησίας διὰ ἐπιβολῆς ἀποφάσεών των εἰς ζητήματα ἀμιγῶς δογματικά, ὡς λ.χ. αἱ εἰκονομαχικαὶ ἀντιλήψεις περὶ μὴ προσκυνήσεως ἱερῶν Εἰκόνων, ἢ ἀμφισβητήσεως τοῦ Μυστηρίου τῆς Θ. Εὐχαριστίας, τότε ἀσφαλῶς ἴσχυε καὶ ἰσχύει τὸ Ἀποστολικόν: «πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις» (Πράξ. ε´, 29). Συνεπῶς, οὔτε ἡ παντελὴς ἀδιαφορία, ἀλλ’ οὔτε καὶ ἡ τήρησις ὑποδείξεων ἀντιθέτων εἰς τὴν Ὀρθόδοξον Πίστιν καὶ Παράδοσιν ἐπιτρέπονται. Ἡ Ἱερὰ ἡμῶν Σύνοδος παρακολουθεῖ τὰ ζητήματα καὶ δίδει γενικὰς κατευθύνσεις εἰς τοὺς Ἀρχιερεῖς, οἱ ὁποῖοι δέον ὅπως ἐξειδικεύουν αὐτὰς κατὰ τὰ τοπικῶς ἰσχύοντα καὶ καθοδηγοῦν τοὺς Ἱερεῖς περὶ τοῦ ἑκάστοτε πρακτέου, ἀποφεύγοντες ἐπιβλαβεῖς δημοσίας ἀναφοράς.
Ἐν κατακλεῖδι, ἡ Ἱερὰ ἡμῶν Σύνοδος ὑπενθυμίζει εἰς τὰ πνευματικὰ Αὐτῆς τέκνα, ὅτι πᾶσαι αἱ δοκιμασίαι, τὰς ὁποίας ἐπιτρέπει ἡ Ἀγαθὴ Πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ὀφείλονται εἰς τὰς ἁμαρτίας μας καὶ ἑπομένως ὀφείλουμε νὰ ἀντιμετωπίζωμεν αὐτὰς διὰ τῆς εὐλογημένης μετανοίας.
Εἰς τοὺς ἀσθενοῦντας ἐκ τῆς νόσου καὶ εἰς τοὺς οἰκείους αὐτῶν, ἀλλὰ καὶ εἰς τοὺς πάσχοντας ἀπὸ τὰ προαναφερθέντα μέτρα, ἐκφράζομεν τὴν προσευχητικὴν ἡμῶν συμπαράστασιν, εὐχόμενοι διὰ τὴν ἴασιν ψυχῶν καὶ σωμάτων, ὡς ἐπίσης ἡ Χάρις τοῦ Παναγάθου Θεοῦ ἡμῶν νὰ δώσῃ αἴσιον πέρας εἰς τὴν δοκιμασίαν ταύτην τῆς ἀνθρωπότητος διὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν. Ἡ ἐν μετανοίᾳ ἐπιστροφὴ ἡμῶν εἰς τὰς θεαρέστους ὁδοὺς θὰ ἑλκύσῃ ἀναψυχὴν καὶ εἰρήνην εἰς ἡμᾶς ἅπαντας, εἴθε δὲ τοῦτο νὰ συμβῇ ὅσον τάχιστα!
Ἐκ τῆς Ἀρχιγραμματείας τῆς Ἱερᾶς Συνόδου Ἀθῆναι, 5/18-9-2020
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου