Πέμπτη 9 Ιανουαρίου 2020

Πατριάρχης Βαρθολομαίος: Τί θετικό θα προκύψει από μία Σύναξη Προκαθημένων που θα είναι όλοι απροετοίμαστοι;


Μη κατανοητή και πρωτοφανής η πρωτοβουλία του Πατριάρχη Ιεροσολύμων- Η απάντηση του Οικ. Πατριάρχη στο «φλέγον» εκκλησιαστικό θέμα των ημερών
Μη κατανοητή και πρωτοφανής η πρωτοβουλία του Πατριάρχη Ιεροσολύμων- Η απάντηση του Οικ. Πατριάρχη στο «φλέγον» εκκλησιαστικό θέμα των ημερών

Ως μη κατανοητή και πρωτοφανή στην Εκκλησιαστική ιστορία χαρακτηρίζει την πρωτοβουλία του Πατριάρχη Ιεροσολύμων για σύγκληση Πανορθοδόξης Συνόδου ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος ενώ εκ παραλλήλου επισημαίνει ότι οι Πανορθόδοξες Συνάξεις συγκαλούνται μόνο από τον εκάστοτε Οικουμενικό Πατριάρχη, άλλωστε είναι ένα από τα προνόμιά του.
Στη συνέχεια ο κ.κ. Βαρολομαίος απευθύνει το κρίσιμο ερώτημα τί θετικό θα προκύψει από μία Σύναξη Προκαθημένων που θα είναι όλοι απροετοίμαστοι;
Αναλυτικότερα ο Οικουμενικός Πατριάρχης αναφέρει,  «Μακαριώτατε καί Ἁγιώτατε Πατριάρχα Ἱεροσολύμων καί πάσης Παλαιστίνης, ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ λίαν ἀγαπητέ καί περιπόθητε ἀδελφέ καί συλλειτουργέ τῆς ἡμῶν Μετριότητος κύριε Θεόφιλε, τήν Ὑμετέραν γερασμίαν Μακαριότητα ἀδελφικῶς ἐν Κυρίῳ κατασπαζόμενοι, ὑπερήδιστα προσαγορεύομεν.

Ἐλάβομεν καί μετ’ ἐκπλήξεως οὐ μικρᾶς ἀνέγνωμεν τό ἀπό 11ης Δεκεμβρίου 2019 Γράμμα τῆς Ὑμετέρας Μακαριότητος, δι’ οὗ καλεῖτε τήν ἡμετέραν Μετριότητα εἰς συνάντησιν τῶν Ὀρθοδόξων Προκαθημένων ἐν τόπῳ τῆς Ὑμετέρας δικαιοδοσίας πρός διαβούλευσιν «διά τήν διατήρησιν τῆς μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν Εὐχαριστιακῆς ἑνότητος». Τήν ἔκπληξιν, ἵνα μή εἴπωμεν τήν κατάπληξιν ἡμῶν, ἐκ τοῦ ὡς ἄνω Γράμματος τῆς Ὑμετέρας Μακαριότητος προκαλοῦν αἱ ἀκόλουθοι παρατηρήσεις:
Ἐν πρώτοις ἐκπλησσόμεθα οὐχί εὐχαρίστως ἐκ τοῦ γεγονότος ὅτι διά πρώτην φοράν εἰς τήν μακραίωνα ἱστορίαν τῶν δύο ἡμετέρων Πατριαρχείων τό ὀρθῶς ἐπιγραφόμενον «Ἑλληνορθόδοξον Πατριαρχεῖον Ἱεροσολύμων» ἀλληλογραφεῖ μετά τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου εἰς γλῶσσαν ξένην πρός τήν μητρικήν ἡμῶν τοιαύτην, ὡς ἐάν ἔπαυσεν αἴφνης νά αἰσθάνηται τοῦτο ὅμαιμον καί ἀνῆκον μεθ΄ ἡμῶν εἰς τό αὐτό ἱστορικόν καί μαρτυρικόν Γένος, εἰς τό ὁποῖον μάλιστα ἡ Θεία Πρόνοια ἀπό αἰώνων ἐνεπιστεύθη τήν φύλαξιν τῶν ἱερῶν Προσκυνημάτων τῆς Ἁγίας Γῆς διά τῆς Ἁγιοταφιτικῆς Ὑμῶν Ἀδελφότητος. Ξενίζει μεγάλως ἡ τοιαύτη στάσις καί ἐνέργεια Ὑμῶν πάντας ὅσοι γνωρίζουν τούς ἀγῶνας τῶν ἀοιδίμων Προκατόχων τῆς Ὑμετέρας Μακαριότητος, οἵτινες ἀντέστησαν σθεναρῶς κατά τῶν γνωστῶν ἐκ τῆς Ἱστορίας προσπαθειῶν διεισδύσεως εἰς τούς Ἁγίους Τόπους ξένων πρός τό ἡμέτερον Γένος δυνάμεων. Τί, ἆραγε, ὡδήγησε τήν Ὑμετέραν Μακαριότητα εἰς τήν οὕτω οὐχί τιμητικήν δι’ ἡμᾶς ἀποστολήν ἐγκυκλίου Γράμματος εἰς τήν Ἀγγλικήν ἀντί τοῦ ἀπό αἰώνων καθιερωμένου τρόπου ἀλληλογραφίας μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν ἡμῶν;
Δεύτερον, μετά δυσκολίας κατανοοῦμεν τήν πρωτοφανῆ εἰς τήν ἱστορίαν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἀνάληψιν ὑφ’ Ὑμῶν πρωτοβουλίας πρός σύγκλησιν Πανορθοδόξου Συνάξεως. Περιττόν νά ὑπομνήσωμεν Ὑμῖν τήν θέσιν, τήν ὁποίαν κατέχει τό Ὑμέτερον Πατριαρχεῖον εἰς τήν τάξιν τῶν Διπτύχων τῆς Ἁγιωτάτης Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὡς καί τό γεγονός ὅτι, κατά τήν κανονικήν τάξιν, ἥτις ἀνέκαθεν καί μέχρι προσφάτως ἐγένετο ὑφ’ ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν σεβαστή, αἱ Πανορθόδοξοι Συνάξεις τῶν Προκαθημένων συγκαλοῦνται πάντοτε ὑπό τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, ὅστις καί προεδρεύει αὐτῶν. Ποίου εἴδους ἑνότητα θέλει ὑπηρετήσει ἡ Ὑμετέρα πρωτοβουλία, ἐάν ἀπουσιάζῃ ἐκ τῆς προτεινομένης ὑφ’ Ὑμῶν Συνάξεως ὁ Πρῶτος τῇ τάξει τῶν Ὀρθοδόξων Προκαθημένων; Καί ποῖον νόημα θά εἶχε μία Σύναξις Προκαθημένων, κατά τήν ὁποίαν δέν θά ἦτο δυνατή ἡ τέλεσις ἀπό κοινοῦ τῆς Θείας Λειτουργίας, διότι εἷς ἐξ αὐτῶν διέκοψε τήν Εὐχαριστιακήν κοινωνίαν μετά τινων ἐξ αὐτῶν; Ἡ τυχόν πραγματοποίησις τῆς πρωτοβουλίας Ὑμῶν ταύτης θέλει καταδείξει τοῖς πᾶσι, φίλοις τε καί ἐχθροῖς, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος ἡμῶν Ἐκκλησία δέν ἀποτελεῖ ὀργανικήν ἑνότητα, καί ἔχει περιπέσει εἰς τήν κατάστασιν ὁμοσπονδίας, ἤ καί, ἔτι χεῖρον, συνομοσπονδίας Ἐκκλησιῶν προτεσταντικοῦ τύπου. Ἡ εὐθύνη τήν ὁποίαν ἐπωμίζεται ἡ Ὑμετέρα Μακαριότης διά τῆς πρωτοφανοῦς ταύτης πρωτοβουλίας Αὐτῆς, εἶναι πελωρία ἔναντι τῆς Ἱστορίας, καί εἰλικρινῶς ἀποροῦμεν πῶς ἀπεφάσισεν Αὕτη νά ἀναλάβῃ αὐτήν, καί δή κατά τούς κρισίμους τούτους καιρούς.
Τρίτον, ἀπορίαν προκαλεῖ εἰς ἡμᾶς ἡ ἐπίκλησις, ὡς σκοποῦ τῆς προτεινομένης ὑφ’ Ὑμῶν Συνάξεως, τῆς «διαφυλάξεως τῆς Εὐχαριστιακῆς κοινωνίας ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ». Ἀλλ’ ἡ Εὐχαριστιακή κοινωνία ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ οὐδέποτε διεκόπη εἰ μή ὑπό μιᾶς καί μόνον Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, καί τοῦτο μονομερῶς, πασῶν τῶν λοιπῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν διατηρουσῶν τήν πρός αὐτήν καί μετ’ ἀλλήλων Εὐχαριστιακήν κοινωνίαν. Πρός τήν Ἐκκλησίαν ταύτην, συνεπῶς, δέον νά κατευθυνθῇ οἱαδήποτε προσπάθεια ἐπανόδου εἰς τήν Εὐχαριστιακήν κοινωνίαν, καί οὐχί πρός τάς λοιπάς Ἐκκλησίας.
Πρός τούτοις, διερωτᾶταί τις ποῖον θετικόν ἀποτέλεσμα θά ἠδύνατο νά ἔχῃ μία συνάντησις Προκαθημένων, ἔστω καί ἄτυπος, ἄνευ προετοιμασίας τινός. Οὐδέποτε, μηδέ παρά τοῖς κοσμικοῖς, ἐπεχειρήθη συνάντησίς τις ἡγετῶν ἄνευ προετοιμασίας, ἵνα μή ἀχθῇ αὕτη εἰς ἀποτυχίαν βλαπτικήν διά τόν ἐπιδιωκόμενον σκοπόν. Μία τοιαύτη ἀπροετοίμαστος συνάντησις οὐχί μόνον δέν θά ὡφέλει, ἀλλά καί θά ἔβλαπτε μεγάλως τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ἡμῶν. Ὑπό τάς συνθήκας ταύτας ἡ τοιαύτη συνάντησις θά ὑπέκρυπτεν ἄλλα κίνητρα καί θά ἐξυπηρέτει ἄλλους σκοπούς πλήν ἐκείνου τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, τήν ὁποίαν ἑνότητα καί θά ἔπληττεν, ἵσως, ἀνεπανορθώτως.
Κατόπιν τούτων, τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον, ἀναλογιζόμενον τήν εὐθύνην αὐτοῦ, ὡς Πρωτοθρόνου ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ, διά τήν διαφύλαξιν τῆς κανονικῆς τάξεως, ὡς καί τάς σοβαράς συνεπείας διά τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, τάς ὁποίας θά εἶχεν ἡ τυχόν, παρά τήν κανονικήν ταύτην τάξιν καί παράδοσιν, πραγματοποίησις τῆς προτεινομένης ὑπό τῆς Ὑμετέρας Μακαριότητος συναντήσεως τῶν Προκαθημένων, καλεῖ Αὐτήν ἀδελφικῶς ὅπως μή ἐμμείνῃ εἰς τήν πρωτοβουλίαν Αὐτῆς ταύτην, ὑπηρετοῦσα, ἀνεπιγνώστως ἴσως, ἀλλοτρίους σκοπούς ἀπό αἰώνων ὑπονομεύοντας τόν πανίερον Οἰκουμενικόν Θρόνον, καί ἀναλαμβάνουσα οὕτως ἱστορικοῦ μεγέθους εὐθύνας διά τάς συνεπείας, τάς ὁποίας θά εἶχεν ἡ ἐνέργεια αὕτη διά τήν Ἐκκλησίαν καί τό Γένος.
Ἐπί δέ τούτοις, περιπτυσσόμενοι καί αὖθις τήν Ὑμετέραν Μακαριότητα φιλήματι ἁγίῳ, διατελοῦμεν μετά τῆς ἐν Κυρίῳ ἀγάπης καί ἐξιδιασμένης τιμῆς.
‚βιθ’ Δεκεμβρίου κς´
Τῆς Ὑμετέρας γερασμίας Μακαριότητος
ἀγαπητός ἐν Χριστῷ ἀδελφός

ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΕΥΣΤΡΑΤΙΑΔΗ: Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΛΗΘΕΙΑ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ (ΜΔ' ΜΕΡΟΣ)



Ο Γρηγόριος Ευστρατιάδης (1864-1950) υπήρξε νομικός, εκδότης και βουλευτής. Επί σειρά ετών υπήρξε εκδότης και διευθυντής της εφημερίδας ''ΣΚΡΙΠ'' της Αθήνας. Το ''ΣΚΡΙΠ'' αμέσως μετά την ημερολογιακή καινοτομία του 1924 τάχθηκε κατά του συνόλου των νεωτερισμών, που εισήγαγαν στο σώμα της Εκκλησίας ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Παπαδόπουλος και ο Οικουμενικός Πατριάρχης Μελέτιος Μεταξάκης. Φιλοξενούσε στις σελίδες του το σύνολο σχεδόν των ανακοινώσεων της ''Ελληνικής Εκκλησιαστικής Κοινότητας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών'', δημοσίευε -με εμπεριστατωμένα ρεπορτάζ- όλες τις ειδήσεις για τις διώξεις των χιλιάδων αποτειχισμένων ''Παλαιοημερολογιτών'' και παρουσίαζε άρθρα αντινεωτεριστικά και κατά της κίνησης για την ''Ένωση των Εκκλησιών'', όπως ονομαζόταν τότε η οικουμενική κίνηση. Το βιβλίο του ''Η Πραγματική Αλήθεια περί του Εκκλησιαστικού Ημερολογίου'' δημοσιεύθηκε υπό την μορφή συνεχιζόμενων άρθρων τον Μάρτιο του 1928 και αποτέλεσε μια εμπεριστατωμένη δημοσιογραφική και θεολογική εργασία για το ημερολογιακό σχίσμα. Το περισσότερο -ίσως- ενδιαφέρον στο βιβλίο αυτό παρουσιάζει το γεγονός, ότι επιχειρήθηκε η προσέγγιση των δρώμενων της ημερολογιακής καινοτομίας και μέσα από το πληροφοριακό φάσμα της δημοσιογραφίας και εύλογα η επικαιρότητα ζωντανεύει ιδεατά στα ''πέτρινα'' αυτά χρόνια του Μεσοπολέμου, προσφέροντας στον αναγνώστη διαδραστικά τον επίκαιρο και ζωντανό παλμό των γεγονότων!



Γιώργος  Δ. Δημακόπουλος
Δημοσιογράφος



ΜΔ' Μέρος

Εκτός των Οικουμενικών Συνόδων και αι κατά καιρούς έκπαλαι συνελθούσαι Τοπικαί Σύνοδοι, ηννόησαν να κατοχυρώσουν διά κανόνων και επιτιμίων όλας τας παραδόσεις της Εκκλησίας.

1) Ούτω προκειμένου περί των καταφρονούντων τους τόπους εκείνους, εις ους απέκειντο λείψανα μαρτύρων και εκείνων οίτινες ενόμιζον βδεληκτάς τας συνάξεις τας επί των μαρτύρων, η εν Γάγγρα Σύνοδος διά του Κ' κανόνος αυτής, λέγει τα εξής: ''Ει τις αιτιώτο υπερηφάνω διαθέσει κεχρημμένος και βδελυσσόμενος τας Συνάξεις των Μαρτύρων ή τας εν αυταίς γενομένας Λειτουργίας και τας Μνήμας αυτών, ανάθεμα έστω.''

Η αυτή Σύνοδος εν τω ΚΑ' κανόνι αυτής ομιλεί περί τίνων έργων, τα οποία ενομίζοντο ενάρετα, ως π.χ. να νηστεύη τις και εις ημέρας απηγορευμένας, το να διαλύη τον γάμον λόγω ασκητείας κλπ. και λέγει περί αυτών: ''Ταύτα δε γράφομεν, ουκ εκκόπτοντες τους εν τη εκκλησία του Θεού κατά τας Γραφάς ασκείσθαι βουλομένους, αλλά τους λαμβάνοντας την υπόθεσιν της ασκήσεως εις υπερηφανίαν, κατά των αφελέστερον βιούντων επαιρομένους τε, και παρά τας Γραφάς και τους εκκλησιαστικούς κανόνας καινισμούς εισάγοντας... και πάντα συνελόντας ειπείν, τα παραδοθέντα υπό των θείων Γραφών και των Αποστολικών παραδόσεων εν τη Εκκλησία γίνεσθαι ευχόμεθα.''

Ο δε Ζωναράς και Βαλσαμών ερμηνεύσαντες τον κανόναν τούτον συμπεραίνουν λέγοντες: ''Και τα άγραφα γαρ έθη, τα χρόνω δοκιμασθέντα και κυρωθέντα, και οι της πολιτείας νόμοι κρατείν τε και ενεργείν θεσπίζουσι, και οι θείοι κανόνες. Και ο μέγας τα πάντα Βασίλειος, περί της τούτων φυλακής μακρόν αποτείνει λόγον εις διαφόρους λόγους αυτού.

Παράδοσιν λοιπόν εξ' ίσσου σπουδαίαν και σοβαράν, όπως και η παράδοσις του κατά το παλαιό ημερολογίον εορτολογίου, μεθ' ου συνέχονται Πασχάλιον, Κυριακοδρόμια, νηστείαι κλπ, η ανωτέρω Σύνοδος εννοεί να κρατύνη και καταστήση σεβαστήν, ενώ η Αρχιεπισκοπή Αθηνών την εποδοπάτησεν, ως εάν επρόκειτο περί κοινής εμποροπανηγύρεως και την κατήργεισε μετά της μεγαλειτέρας ευκολίας.

Και άλλο Κανόνα της αυτής Συνόδου, τον ΙΘ', ο τας εκκλησιαστικάς νηστείας εκτρέπων, ανάθεμα. Το κείμενον του Κανόνος τούτου έχει ως εξής: ''Ει εις των ασκουμένων, χωρίς σωματικής ανάγκης, υπερηφανεύοιτο, και τας παραδεδομένας νηστείας εις το κοινόν και φυλαττομένας υπό της Εκκλησίας παραλύοι, υποικουρούντος εν αυτώ τελείου λογισμού, ανάθεμα έστω.''

Κατά τον ερμηνευτήν Ζωναράν, επειδή οι περί τον Ευστάθιον έλυον τας παραδεδομένας νηστείας λέγοντες ότι τάχα έφθασαν ούτοι εις την τελειότητα και δεν έχουσιν ανάγκη νηστείας, η Σύνοδος εξεφώνησε τον ανωτέρω κανόνα καταψηφίζουσα ανάθεμα εις τους καταργούντας τας παραδεδομένας νηστείας, τας υπό της Εκκλησίας φυλαττομένας, εκτός άν πρόκηται περί σωματικής ασθενείας.

Παρ' όλον όμως τον αντωτέρω Κανόνα, τον απαγορεύοντα την κατάργησιν των εκ παραδόσεως νηστειών, η Αρχιεπισκοπή Αθηνών διά της πρωτοβουλίας αυτής προς μεταβολήν του Εκκλησιαστικού Ημερολογίου, κατήργησεν, ως είδομεν, πάντοτε μεν κατά 13 ημέρας, κατά τίνα δε έτη και τελείως την νηστείαν των Αγίων Αποστόλων της εκ παραδόσεως της Εκκλησίας ισχύουσαν.

2) Ετέρα τοπική Σύνοδος, η εν Καρθαγένη, ήτις απετελέσθη εν 212 Πατέρων και εις την οποίαν έλαβον μέρος και τοποτηρηταί εκ του Πάπα της Ρώμης αποσταλέντες, οι Φαυστίνος επίσκοπος Πικένου της Ποτεντινής Εκκλησίας των Ιταλών και οι πρεσβύτεροι Φίλιππος και Άσελος, της οποίας δε προεξήρχε Αυρίλιος επίσκοπος της εν Καρχηδόνι Εκκλησίας, ον και Πάπαν ωνόμαζον, απεφάσισε να επαναφέρη εις το μέσον και επικυρώση και διαφυλάξη τα τε παρά των εν Νικαία Πατέρων δογματισθέντα και ορισθέντα, όσα είχον παραλάβει από των προηγουμένων Πατέρων και όσα οι προηγησάμενοι Πατέρες εβεβαίωσαν, και όσα εκείνοι ετύπωσαν περί πάντων των εν τω κλήρω ''κατειλεγμένων.

''Τούτο ορίζεται δι' όλων των κανόνων αυτής, ο δε Γ' Κανών αυτής λέγει ''...ίνα και το διά των Αποστόλων  παραδοθέν, και εξ' αρχής της αρχαιότητος κρατηθέν, και ημείς ομοίως φυλάξωμεν.''

Σημαντιώταται είναι και οι διατάξεις του λεγομένου ''Τόμου της Ενώσεως'', του εκδοθέντος κατά το έτος 920 εν Κωνσταντινουπόλει επί Κωνσταντίνου του Πορφυρογεννήτου, όστις συγκαλέσας τον τε Πατριάρχην Νικόλαον και σύμπαντας τους αρχιερείς έπεισε τούτους όπως συνερχόμενοι επαναφέρωσι την ένωσιν και την ομόνοιαν της Εκκλησίας, ήτις είχε διαταραχθή εκ του παρανόμου γάμου του Λέοντος του Σοφού, ελθόντος εις τέταρτον γάμον και ένεκα τούτου αφορισθέντος υπό του Πατριάρχου και των Μητροπολιτών.

Εκ τούτου εγεννήθησαν σχίσματα και στάσεις εις την Εκκλησίαν αναγκάσαντα τον Λέοντα να εξορίση τον Πατριάρχην Νικόλαον και να εγκαθιδρύση ως Πατριάρχην τον πνευματικόν αυτού πατέρα Ευθύμιον. Αποθανόντος όμως του Λέοντος, ο αδελφός αυτού Αλέξανδρος γενόμενος βασιλεύς εξεδίωξε τον Ευθύμιον και επανέφερε τον Πατριάρχην Νικόλαον, πράγμα το οποίον επέτεινε την εν τη Εκκλησία διαίρεσιν και στάσιν. Διά τούτο, ο μετά τον θάνατον και του Αλεξάνδρου βασιλεύς Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος, θέλων ν' αποκαταστήση την ενότητα και ομόνοιαν της Εκκλησίας συνεκάλεσε σύμπαντας τους αρχιερείς, οίτινες εξέδωκαν τον ''Τόμον της Ενώσεως''.

Εκ της ιδιαιτέρας αυτής σημασίας του τόμου τούτου, τα αποφασισθέντα δι' αυτού έχουν ιδιαιτέρα βαρύτητα. Του Τόμου τούτου, ο Δ' Κανών λέγει: ''Άπαντα παρά την εκκλησιαστικήν παράδοσιν, και την διδασκαλίαν και υποτύπωσιν των αοιδήμων πατέρων καινοτομηθέντα και πραχθέντα, η μετά τούτο πραχθησόμενα ανάθεμα.''


Ο δε Ζ' κανών του Τόμου της Ενώσεως προσθέτει: ''Τοις εν καταφρονήσει τιθεμένοις τους ιερούς και θείους κανόνας των μακαρίων Πατέρων ημών, οι και την αγίαν Εκκλησίαν υπερείδουσι, και όλην την χριστιανικήν πολιτείαν κοσμούντες προς θείαν οδηγούσιν ευλάβειαν, ανάθεμα.'' Επομένως κατά τας διατάξεις του Τόμου της Ενώσεως, όχι μόνον τα έως τότε καινοτομηθέντα και πραχθέντα παρά την εκκλησιαστικήν παράδοσιν καταδικάζονται και αναθεματίζονται, αλλά και τα εις το μέλλον πραχθησόμενα παρά την εκκλησιαστικήν παράδοσιν.

Σαφώς άρα και ανενδοιάστως καταδικαστέα και αποδοκιμαστέα είναι κατά τους κανόνας του ανωτέρω ''Τόμου Ενώσεως'', τα περί μεταβολής του εκκλησιαστικού ημερολογίου αποφασισθέντα, τα συνεπαγόμενα μεταβολήν και ανατροπήν εορτών και νηστειών και άλλων τυπικών διατάξεων της Εκκλησίας.

Αλλά προκειμένου περί των παραδόσεων της Εκκλησίας δεν δυνάμεθα να παρίδωμεν τα εμπνευσμένα αξιώματα και τα υψηλά διδάγματα του Μεγάλου Φωτίου (λογίου και Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως), ιδίως εις τας περιφήμους 263 επιστολάς αυτού, περί ων θέλομεν διαλάβει εις το επόμενον άρθρον. 

Συνεχίζεται 



Εκ του βιβλίου του Γρηγορίου Ευστρατιάδη 
''Η Πραγματική Αλήθεια περί του Εκκλησιαστικού Ημερολογίου'',
που δημοσιεύθηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα των Αθηνών ''ΣΚΡΙΠ'', 
το Σάββατο 28 Απριλίου 1928
έτος 32ον, αρ. φύλλου 8.972, σελ. 1-2 
Μεταφορά στο διαδίκτυο στο μονοτονικό σύστημα, επιμέλεια, παρουσίαση κειμένου 
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ
Διατηρήθηκε η Γραμματική τάξη της εποχής με την επέμβαση μόνο σε κάποια αναγκαία σημεία στίξης.







Η Ιερά Μητρόπολη Πειραιώς απαντά σε επικρίσεις


ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ

Η ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΠΑΝΤΑ ΣΕ ΕΠΙΚΡΙΣΕΙΣ

Ἐν Πειραιεῖ τῇ 9ῃ Ἰανουαρίου 2020

Ἡ ἐνασχόληση μέ ζητήματα κονονικῆς ὑφῆς καί τάξεως προϋποθέτουν οὐσιώδη γνώση τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου καί δέν ἐπαρκεῖ ὁ ζῆλος γιά τήν διασφάλιση καί διακράτηση τῆς ἀμωμήτου ἡμῶν πίστεως διότι εἶναι θέματα βαθείας γνώσεως καί ἀσφαλῶς πρέπει νά ὑφίσταται ὁ φωτισμός τοῦ Παναγίου Πνεύματος, ἡ ψυχοσωματική καθαρότης καί ἀκεραιότης ἀλλά καί ἡ ἐπιστημοσύνη περί τό ἀντικείμενο καί εἰδικώτερα ἡ σαφής καί πλήρης γνῶσι καί τῆς Θεολογίας καί τῆς θύραθεν Νομικῆς, τῆς ὁποίας οἱ προβλέψεις εἶναι ἀπαραίτητες γιά τήν κατανόηση καί συμπλήρωση τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου, τό ὁποῖον δέν εἶναι εἰδικό ποινικό δίκαιο καί ἑπομένως σέ πολλές περιπτώσεις χρειάζεται νά γίνεται διασταλτική ἤ συσταλτική ἑρμηνεία ἐπί τῇ βάσει τῶν ἀρχῶν τῆς θύραθεν νομικῆς ἐπιστήμης, πού ἰσχύει σέ ὅλα τά δικαιϊκά συστήματα τῶν κρατῶν δικαίου.


Οἱ διευκρινίσεις αὐτές κρίνονται ἀπαραίτητες διότι ἀρκετοί ἀνησυχοῦντες ἀγαπητότατοι ἀδελφοί γιά τήν πορεία τῶν ἐκκλησιαστικῶν μας πραγμάτων καί ἀγωνιζόμενοι γιά τήν διασφάλιση τῆς ἀποστολικοπαραδότου πίστεώς μας τήν Ἱεραρχία τῆς 12/10/2019.
Χωρίς τόν ἀνάλογο νομοκανονικό ἐξοπλισμό ἀλλά μόνο μέ ἐφαλτήριο τόν ἱερό ζῆλο καί τήν ἄγνοια τῶν λεπτοτάτων αὐτῶν θεμάτων ἡ καλή μας πρόθεσι δέν ἐπαρκεῖ γιά τήν νομοκανονική κατανόηση τοῦ πολυπλόκου οὐκρανικοῦ ζητήματος διότι ἄλλως ἁπλουστευτικά προσεγγίζομε τό θέμα καί ἀπό τίς δύο πλευρές τῶν καταγγελόντων καί τῶν ὑποστηριζόντων.
Ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Πειραιῶς ὡς ἔχων εἰδική ἐμπειρία καί γνῶσι νομοκανονικῶν ζητημάτων ὑπηρετήσας ἐπί 25ετία ὡς Γραμματεύς τῶν Συνοδικῶν Ἐκκλησιαστικῶν Δικαστηρίων διά Μοναχούς, Διακόνους, Πρεσβυτέρους καί Μητροπολίτας καί ὡς ἀνακριτής τῆς Ἱ. Συνόδου καί ὡς Ἀρχιγραμματεύς Αὐτῆς, Α. Ἔχει δημοσίᾳ καταγγείλει τήν λεγομένη Σύνοδο τῆς Κρήτης διότι παρεβίασε τήν σαφεστάτη ὑποχρέωση Της ἐκ τῶν Θείων καί Ἱερῶν Κανόνων νά καταγνώσει παγκοσμίως τίς ὑφιστάμενες ἐν χώρῳ καί χρόνῳ αἱρέσεις καί κακοδοξίες καί νά ὁριοθετήσει τήν σώζουσα πίστη ἔναντι αὐτῶν, ἐπικαιροποιοῦσα τήν ὑπό τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων κατάγνωσι (Ηης) τῆς παναιρέσεως τοῦ Παπισμοῦ, (Γης καί Ζης) τοῦ Προτεσταντισμοῦ καί (Δης, Εης καί Στης) τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ καί γιά τόν λόγον αὐτόν διεφώνησε καί μέ τά κείμενα πού ἐξεδόθησαν καί μέ τήν διαδικασία πού ἠκολουθήθη παραιτηθείς διαμαρτυρόμενος ἀπό τήν συμμετοχή του εἰς Αὐτήν. Β. Καταδικάζει δριμύτατα τῆν παναίρεση τοῦ συγκρητιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ διαχριστιανικοῦ καί διαθρησκειακοῦ, μέ πολλές του παρεμβάσεις στούς προεστῶτες τῶν αἱρέσεων, πού ὁμογενοποιεῖ τήν ἀλήθεια μέ τό ψεῦδος καί ἐπιπολάζει τά τελευταῖα 100 χρόνια καί ἐκζητεῖ τήν δημιουργία τόξου τῶν Ὀρθοδόξων Λαῶν γιά τόν ὀρθόδοξο ἐπανευαγγελισμό τῆς Οἰκουμένης προτείνων τόν συνασπισμό Ἑλλάδος, Κύπρου, Σερβίας, Βουλγαρίας, Ρουμανίας καί Ρωσίας μέ παγκόσμιες ἐνημερωτικές πλατφόρμες ἀπέναντι στό γνωστικό Ἰσλάμ, τίς ἀνατολικές θρησκεῖες καί παραθρησκεῖες, τήν ἀθεΐα, τόν μηδενισμό, τόν ἀποκρυφισμό καί τόν νεοπαγανισμό. Γ. Ἀπό τοῦ ἔτους 2018 ἔχει καταδείξει τήν ἀληθῆ νομοκανονική διάστασι τοῦ οὐκρανικοῦ ζητήματος καί ἔχει ὀρθῶς ἑρμηνεύσει τούς Ἱ. Κανόνες Θ καί ΙΖ τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τούς ΛΣΤ΄ καί ΡΛΔ΄ Κανόνας τῆς ἐν Καρθαγένῃ Ἱερᾶς Συνόδου τούς ὀνομαστικῶς ἐπικυρωθέντας ὑπό τοῦ Β΄ Ἱεροῦ Κανόνος τῆς Ἁγίας Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου πού ἐπιλύουν πλήρως τό ζήτημα καί μετά ἀπολύτου σεβασμοῦ καί ἀγάπης πρός τό Σεπτό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἔχει δημοσίως ἀναντιρρήτως καταθέσει ὅτι ἡ Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδος τοῦ Σεπτοῦ Οἰκουμεικοῦ Πατριαρχείου παρερμήνευσε τούς ἀνωτέρω Κανόνας τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί δέν ἔλαβε ὑπ’ ὄψιν τούς Κανόνες τῆς Συνόδου τῆς Καρθαγένης, παραβιάσασα τήν ἀρχή τῆς ταυτότητος τῶν ποινῶν πού ἀποτελεῖ ἑνοποιητικό στοιχεῖο τῶν Ὁρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν. Εἰρήσθω ἐν προκειμένῳ ὅτι ἡ ἀνάκλησις τῆς Πράξεως τοῦ 1686 τοῦ Πατριάρχου Διονυσίου τοῦ Δ΄ διά τούς λόγους πού ἐπεκαλέσθη ἡ Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδος ἀντιβαίνει στόν ΙΖ΄ Κανόνα τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὁ ὁποῖος καθιερώνει τήν ἀρχή τῆς παραγραφῆς, διά διοικητικῆς ὑφῆς θέματα καί ἑπομένως εἶναι ἐξωπραγματικό 350 χρόνια μετά ταῦτα νά μήν ἔχει παραγραφεῖ, φερόμενο σχετικό δικαίωμα τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου, διότι ἡ ἔννοια τῆς παραγραφῆς διασταλτικῶς ἐφαρμοζομένη καταλαμβάνει καί τό εἰρημένο ζήτημα.
Τίς θέσεις αὐτές κατέθεσε καί γραπτῶς ἐν ὑπομνήματι καί στήν Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί δημοσιοποίησε εὑρέως καί ἐν τἀυτῷ μετά τῶν Σεβ. Μητροπολιτῶν Δρυϊνουπόλεως, Κυθήρων καί Αἰτωλοακαρνανίας ὑπέβαλον ἐν εἴδει ἐφέσεως κατά τῆς Ἀποφάσεως τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος περί ἀναγνωρίσεως τῶν ἀκύρων καί ἀντικανονικῶν ἐνεργειῶν τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Σεπτοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου πρός τόν Παναγιώτατον καί τούς Μακαριωτάτους Προκαθημένους αἴτηση ἀμέσου συγκλήσεως Πανορθοδόξου (Οἰκουμενικῆς) Συνόδου μέ τήν συμμετοχή ὅλων τῶν διαποιμαινόντων Ἐκκλησιαστικάς Ἐπαρχίας Μητροπολιτῶν καί Ἐπισκόπων.
Δ. Ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Πειραιῶς ὡς μόνο Κανονικό Μητροπολίτη Κιέβου ἀναγνωρίζει τόν Σεβ. Μητροπολίτη Κιέβου κ. Ὀνούφριο καί τή περί Αὐτόν Ἱ. Σύνοδο καί θεωρεῖ τάς πράξεις ἀποδοχῆς τῶν ἐκκλήτων προσφυγῶν τοῦ καθηρημένου καί ἀναθεματισμένου Μοναχοῦ Φιλαρέτου Ντενισένκο καί τοῦ καθηρημένου Πρεσβυτέρου Νικολάου-Μακαρίου Μάλετιτς, ὡς κανονικῶς ἄκυρες, διότι χωρίς κανονική δικαιοδοσία καί δωσιδικία ἡ Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδος ἐπελήφθη καί ἐξεδίκασε αὐτάς καί ἑπομένως  προδήλως ἄκυρες εἶναι οἱ ἀκόλουθες πράξεις ἀναγνωρίσεως τῶν χειροτονιῶν πού οἱ εἰρημένοι ἐν καθαιρέσει ἐτέλεσαν καί ἀσφαλῶς ἄκυρος ἡ σύγκλησις τῆς λεγομένης «Ἑνωτικῆς Συνόδου» ἁπαρτιζομένης ἀπό λαϊκά πρόσωπα ἐν σχίσματι καί παρασυναγωγῇ διότι ὁ μέν Ντενισένκο συνέπηξε σχίσμα ὡς καθηρημένος Ἐπίσκοπος, ὁ δέ Μάλετιτς παρασυναγωγή ὡς καθηρημένος Πρεσβύτερος καί βέβαια ἄκυρος ἡ χορήγησις Αὐτοκεφαλίας στούς συγκεκριμένους λαϊκούς.
Κατά τό Κανονικό μας Δίκαιο οἱ ἀνωτέρω πράξεις εἶναι μέν ἄκυρες διότι ἐλήφθησαν ἄνευ ἁρμοδιότητος, ἀλλά δέν εἶναι ἀνυπόστατες διότι ἡ Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδος τοῦ Σεπτοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου εἶναι ἀσφαλῶς ταμειοῦχος τῆς Θ. Χάριτος, ἔχει τό ὑπό τοῦ Κυρίου χορηγηθέν κανονικόν δικαίωμα τοῦ «δεσμεῖν καί λύειν» ὑπό τάς προϋποθέσεις τῶν Θ. καί Ἱ. Κανόνων καί οἱ τυχόν ἀντικανονικές ἀποφάσεις Της, ὡς ἐν προκειμένῳ δέν αἵρονται ἀπό τήν ἀγαθή βούλησι τοῦ κάθε ἐνισταμένου καί ἀνησυχοῦντος πιστοῦ ἀλλά ἀπό τό καθοριζόμενο κανονικό ὄργανο ὑπό τῶν Θ. καί Ἱ. Κανόνων δηλ. ἀπό τήν συγκληθησομένη Πανορθόδοξο (Οἰκουμενική) Σύνοδο. Αὐτό ἐξέφρασε ἐπιτυχῶς, ἀλλά χωρίς νομική πληρότητα, ὁμιλῶν περί «ἐλλειματικῆς ἀποκαταστάσεως» τῶν ἀνωτέρω καί ἀναγνωρίσεως τῶν χειροτονιῶν τους ὁ Μακαρ. Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλβανίας κ.κ. Ἀναστάσιος.
Ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Πειραιῶς ἔχει δημοσίως καταδείξει ὅτι τό ζήτημα αὐτό παρ’ ὅλη τήν πρόδηλη γεωπολιτική καί γεωστρατηγική του ἐμπλοκή διά τήν ὁποία ἀσφαλῶς εὐθύνονται καί οἱ Ρῶσοι ἀδελφοί μας «παραχωροῦντες» τήν ὑποχρεώση στηρίξεως τοῦ Σεπτοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, τῆς Πρωτοθρόνου κατά τούς Ἱερούς Κανόνας Ἐκκλησίας τῶν Ὀρθοδόξων ἐντός τῆς φασιστικῆς ἰσλαμικῆς Τουρκίας στούς Εὐρωατλαντιστάς, τυγχάνει διοικητικῆς ὑφῆς ζήτημα διότι δέν ἀναφέρεται στό δόγμα τῆς Πίστεως ἀλλά στήν διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας καί μπορεῖ μέν νά ὑφέρπει ὅπως καί στήν αἴτηση συγκλήσεως Πανορθοδόξου Συνόδου ἀνεφέρθη, ἡ ἐσφαλμένη ἐκκλησιολογία περί δῆθεν ὑπάρξεως παγκοσμίου πρώτου ἐκτός τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀλλά τό ζήτημα αὐτό δέν κρίνεται ἐπί τῇ βάσει τῆς ἀντίληψης ἀλλά ἐπί τῇ βάσει τῆς διοικητικῆς φύσεως τοῦ θέματος. Οἱ δέ ἄθεσμες συλλειτουργίες μέ Παπικούς καί Οὐνίτες τῶν λαϊκῶν τῆς νέας δομῆς στήν Οὐκρανία, εἶναι ἐπίμεπτες ἐνέργειες πού καταδεικνύουν τό σφάλμα τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου νά ἐμπιστευθεῖ εἰς τοσοῦτον ἀδοκίμους, ἀκαταρτίστους  καί ἀνοήτους ἀνθρώπους τόν μέγαν θησαυρόν τῆς Αὐτοκεφαλίας.
Ἑπομένως δέν τίθεται ζήτημα ἀμέσου ἐφαρμογῆς τοῦ ΙΕ΄ Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Ἁγίας Συνόδου καί δέν μολύνεται οὐδείς ἐκ τῆς συνιερουργίας μετ’ ἐκείνων πού ἀναγνωρίζουν προδήλως ἐσφαλμένως, τάς ἀκύρους κατά τούς ἱερούς κανόνας ἐνεργείας τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου, πού ὅμως δέν τυγχάνουν ἀνυπόστατες καί ἀπαιτεῖται ἡ κατάγνωσις καί ἀκύρωσίς των ἀπό τό ἁρμόδιο Κανονικό Ὄργανο πού εἶναι ἡ Πανορθόδοξος Οἰκουμενική Σύνοδος ὡς ἀνεφέρθη. Ὁ μολυσμός ἐκ τῆς συνιερουργίας ἐπέρχεται μόνον μέ τήν αὐτοπρόσωπη συμμετοχή τῶν ἀκύρως ἀποκατασταθέντων λαϊκῶν προσώπων διότι ὁ Ι΄ Κανών τῶν ἁγίων Ἀποστόλων πού ἔχει Οἰκουμενικό κῦρος ἀναγνωριζόμενος ἀπό τήν Πενθέκτη Οἰκουμενική Σύνοδο, ἀπαιτεῖ νομοκανονικῶς τήν κατάγνωσι τοῦ ἀκοινωνήτου, τήν ὁπο;iα δέν μπορεῖ νά τήν καταγνώσει παρά μόνο τό ἁρμόδιο Ἐκκλησιαστικό Ὄργανο. Ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι συνοθύλευμα αὐτοπροσδιοριζομένων καί αὐτοχριομένων «σωτήρων» ἀλλά σῶμα μέ κεφαλή τόν Σωτῆρα Χριστό καί μέλη τούς εἰς τό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος Ὀρθοδόξως βεβαπτισμένους καί κατά ταῦτα ἡ Ἐκκλησία σώζει καί δέν σώζεται κατά τά κελεύσματα τοῦ Παναγίου καί Τελεταρχικοῦ Πνεύματος διά τῶν ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί μέ τήν προβλεπομένην κανονικήν τάξιν.
Ἑπομένως δέν δύναται κάθε πιστός ἀκόμα καί Ἐπίσκοπος κινούμενος ἀπό ὑπερβάλλουσα εὐσέβεια ἤ ἱερό ζῆλο νά αὐτοχρίεται Οἰκουμενική Σύνοδος καί νά ἐπιλαμβάνεται μέ συνοπτικές διαδικασίες διοικητικῶν καί κανονικῶν θεμάτων τῆς Ἐκκλησίας καί νά προβαίνει σέ «καθαιρέσεις καί ἀναθεματισμούς» μελῶν τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας, διότι αὐτό ἀποτελεῖ τήν ἀποθέωση τοῦ ὀθνείoy καί κακοδόξου Προτεσταντικοῦ πνεύματος!!! Ἡ ἄμεσος ἄρσις ὑποχρέωσις διακοπῆς κοινωνίας πρό συνοδικῆς καταδίκης ὑφίσταται μόνον στήν διακοινωνία μέ τήν αἵρεση.
Συμπερασματικῶς ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Πειραιῶς οὐδεμία ἁρμοδιότητα εἶχε νά ἐπιβάλλει στόν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν τίς θέσεις του, οὔτε ἀσφαλῶς νά διακόψει τήν κοινωνία μαζί Του.

ΕΚ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ