Σήμερα, ἀγαπητοί μου, Κυριακὴ τῶν Βαΐων, ἡ ἡμέρα δὲν ἔχει πένθιμο χαρακτῆρα· σήμερα χαρὰ καὶ ἀγαλλίασις. Γιατί;
* * *
Πολλὰ θαύματα ἔκανε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ἀλλὰ τὸ πιὸ μεγάλο ἦταν ὅτι, λίγες μέρες πρὸ τῆς σταυρώσεώς του, πῆγε στὸ νεκροταφεῖο, στάθηκε μπρὸς στὸ μνῆμα τοῦ φίλου του Λαζάρου, εἶπε τὸν παντοδύναμο λόγο «Λάζαρε, δεῦρο ἔξω»! (Ἰω. 11, 43), καὶ τότε ὁ νεκρὸς –θαμμένος τέσσερις ἤδη μέρες μέσ᾽ στὸ χῶμα– βγῆκε ἀπ᾽ τὸ μνῆμα ζωντανός!
Τὸ εἶδαν πολλοὶ καὶ πίστεψαν στὸ Χριστό. Τὸ θαῦμα αὐτὸ εἶνε ὁ προάγγελος τῆς κοινῆς ἀναστάσεως ὅλων μας, τὸ χελιδόνι, ποὺ μηνύει, ὅτι ἔρχεται ἡ ἄνοιξι. Ποιά ἄνοιξι; Ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶνε μόνο σάρκα, κορμί· εἶνε κυρίως ψυχὴ ἀθάνατη. Νὰ εἴμαστε λοιπὸν βέβαιοι ὅτι ὁ Χριστὸς ὅπως στάθηκε μπροστὰ στὸ μνῆμα τοῦ Λαζάρου καὶ εἶπε «Λάζαρε, δεῦρο ἔξω», ἔτσι ἔρχεται ἡ ἡμέρα ποὺ θὰ σταθῇ ἐπάνω σὲ ὅλα τὰ μνήματα καὶ θὰ πῇ· Νεκροί, «δεῦτε ἔξω!», καὶ οἱ νεκροὶ θ᾽ ἀναστηθοῦν. Αὐτὴ τὴ σημασία ἔχει ἡ ἀνάστασις τοῦ Λαζάρου, ποὺ ἑωρτάσαμε χθές.
Ὅταν ὁ Χριστὸς ἀνέστησε τὸ Λάζαρο δὲν ὑπῆρχαν βέβαια ῥαδιόφωνα, ἐφημερίδες, τηλεοράσεις. Ἀλλ᾽ ὅπως τὸ μυρμήγκι συνεννοεῖται μὲ τὶς κεραῖες του, ἔτσι ὁ ἄνθρωπος συνεννοεῖται μὲ τὴ γλῶσσα του. Ἀπὸ στόμα σὲ στόμα λοιπὸν ἔγινε γνωστό· Τὸ μάθατε; μέγα θαῦμα· ὁ Χριστὸς ἀνέστησε τὸ Λάζαρο!… Καὶ πολλοὶ πήγαιναν νὰ δοῦν τὸ νεκραναστημένο, ποὺ γύρισε ἀπὸ τὸν κάτω κόσμο!…
Τὸ θαῦμα αὐτὸ ἔγινε στὴ Βηθανία, ἕνα χωριὸ κοντὰ στὰ Ἰεροσόλυμα. Τὰ χωριὰ ἀγαποῦσαν τὸ Χριστό, τὸν λάτρευαν. Τὸ Χριστὸ δὲν τὸν σταύρωσαν στὰ χωριά, τὸν σταύρωσαν στὴν πρωτεύουσα, ὅπου ἦταν οἱ ἄρχοντες, οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ φαρισαῖοι. Ἂν δὲν πήγαινε ὁ Χριστὸς στὰ Ἰεροσόλυμα, δὲν θὰ σταυρωνόταν· ἀλλὰ ἔπρεπε νὰ πάῃ, γιὰ νὰ σώσῃ μὲ τὴ θυσία του τὸ ἀνθρώπινο γένος. Γνώριζε λοιπὸν τί τὸν περιμένει ἐκεῖ. Ἐν τούτοις βάδισε μὲ βῆμα σταθερὸ πρὸς τὴ θυσία (βλ. Λουκ. 9,51).
Ὅταν ὁ λαὸς ἔμαθε ὅτι ἔρχεται ὁ Χριστός, «σείστηκε» ἡ πόλις (Ματθ. 21,10). Ἄδειασε ἡ ἀγορά, τὰ σπίτια, τὰ σχολεῖα. Ἕνα κῦμα, μιὰ ἀνθρωποθάλασσα χύθηκε ἔξω. Στάθηκαν κι ἀπὸ ψηλὰ ἀγνάντευαν τὸ δρόμο. Καὶ νάτος, φάνηκε! Μὰ πῶς εἶνε; Δὲν ἔχει στέμμα, δὲν κρατάει σπαθί, δὲν κάθεται σὲ ἁμάξι οὔτε σὲ ἄλογο. Δὲν εἶνε σὰν τοὺς βασιλιᾶδες ἢ στρατηλάτες ποὺ κάνουν θρίαμβο, μὲ σάλπιγγες, σημαῖες, τύμπανα. Τίποτε ἀπ᾽ αὐτά. Νάτος ὁ Χριστός! Κάθεται ταπεινὰ σὰν χωρικὸς πάνω σ᾽ ἕνα γαϊδουράκι, καὶ γύρω οἱ μαθηταί, δίχως ἐπισημότητες.
Κι ὅμως τὸ πλῆθος, μὲ ἔνστικτο ποὺ ἔχει ὁ λαὸς νὰ διακρίνῃ τὸν εὐεργέτη του, ἐνθουσιάστηκε. Ἄλλοι ἀνέβαιναν στὰ δέντρα κ᾽ ἔκοβαν κλαδιά, ἄλλοι σκορποῦσαν λουλούδια, ἄλλοι ἔβγαζαν τὰ ῥοῦχα τους καὶ τ᾽ ἅπλωναν κάτω σὰν τάπητα. Πιὸ πολὺ ἀπ᾽ ὅλους πανηγύριζαν τὰ παιδιά, ποὺ ἔνιωθαν, ὅτι ὁ Χριστὸς τ᾽ ἀγαπάει. Καὶ ὅλοι μὲ τὰ βάγια στὸ χέρι καὶ φωνὴ ποὺ ἔφτανε ὣς τοὺς οὐρανοὺς καὶ γινόταν ἕνα μὲ τοὺς ἀγγέλους, σὰν ἅρπα ἁρμονική, κραύγαζαν· «Ὡσαννὰ τῷ υἱῷ Δαυΐδ· εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου» (Ματθ. 21,9. Ψαλμ. 117,26. Μᾶρκ. 11,9, Ἰω. 12,13). Τί σημαίνει «ὡσαννά»; Εἶνε τὸ δικό μας «ζήτω». Ζήτω ὁ Χριστός!
Μὰ αὐτὸ τὸ «ζήτω» ἦταν σπαθὶ φαρμακερὸ στὴν καρδιὰ τῶν φθονερῶν ἀρχόντων. Μπᾶ, σοῦ λέει, ὁ φτωχὸς αὐτός, ἀνώτερος ἀπὸ μᾶς καὶ τόσο ἀγαπητός; Φθόνος –κακό, διάβολος μεγάλος– μπῆκε στὴν καρδιὰ τῶν γραμματέων καὶ φαρισαίων. Κι ἀποφάσισαν νὰ τὸν ἐξοντώσουν. Νὰ σκοτώσουν ὄχι μόνο τὸ Χριστό, ἀλλὰ καὶ τὸ Λάζαρο, γιατὶ ἐξ αἰτίας του τρέχουν ὅλοι στὸ Χριστό. Πλησίασαν τὸν Ἰησοῦ καὶ τοῦ λένε· Αὐτὰ τὰ παιδιὰ καὶ οἱ μαθηταί σου φωνάζουν ἐνοχλητικά, δὲν τοὺς λὲς νὰ σωπάσουν; Καὶ ὁ Κύριος τοὺς ἀπαντᾷ· Ποτέ σας δὲν διαβάσατε στὶς προφητεῖες ὅτι, Ἀπὸ τὸ στόμα νηπίων θὰ φτειάξω ὕμνο; (βλ. Ματθ. 21,16 = Ψαλμ. 8,3). Κι ἂν αὐτοὶ σιωπήσουν, τότε κ᾽ οἱ πέτρες ποὺ πατοῦμε κεκράξονται (Λουκ. 19,40). Τοὺς ἔφταιγαν τὰ παιδιά. Ἄχ, κοινωνία ἄτιμη! σὺ διαφθείρεις τὰ ἀθῷα, σὺ κάνεις τ᾽ ἀγγελούδια τεντυμπόηδες.
Ἐνῷ ὅμως ὁ Χριστὸς ἔμπαινε στὴν πόλι σὰν νικητὴς καὶ τὸν ὑποδέχονταν ὅλοι μὲ τέτοιες τιμές, ἐκεῖνος δάκρυσε· «ἰδὼν τὴν πόλιν ἔκλαυσεν ἐπ᾽ αὐτῇ» (Λουκ. 19,41). Ἂν ἦταν ἄλλος θὰ σκεπτόταν· Σήμερα εἶνε ἡ πιὸ μεγάλη μέρα τῆς ζωῆς μου!… Τώρα ὅμως, μέσα στὶς ζητωκραυγὲς καὶ στὸ παραλήρημα, βλέπουν δάκρυα στὰ μάτια τοῦ Ἰησοῦ. Γιατί νὰ κλαίῃ ὁ Κύριος; Βλέπει τὴν πόλι ποὺ λάμπει, μὲ τὸ ναὸ τοῦ Σολομῶντος, τ᾽ ἀρχοντικὰ τῶν Ἄννα καὶ Καϊάφα καὶ τὸ πραιτώριο τοῦ Πιλάτου, καὶ κλαίει, γιατὶ ξέρει, ὅτι σὲ λίγα χρόνια θὰ γίνουν ὅλα γῆ Μαδιάμ, δὲν θὰ μείνῃ τίποτα ὄρθιο ἀπ᾽ αὐτά.
Κλαίει ἀκόμα ὁ Χριστὸς καὶ γιὰ ἕναν ἄλλο λόγο. Δὲν τὸν ἐνθουσιάζουν οἱ ἐπευφημίες, γιατὶ ξέρει ὅτι αὐτὰ δὲν θὰ βαστάξουν πάνω ἀπὸ τέσσερις μέρες· Μεγάλη Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη καὶ Πέμπτη· τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ ὅλοι αὐτοὶ θὰ πετάξουν τὰ βάγια καὶ κάτω ἀπ᾽ τὸ πραιτώριο, τὰ ἴδια στόματα –ἄχ, κόσμε μάταιε!– θ᾽ ἀφήσουν τὸ «Ὡσαννά», καὶ ἐνῷ ὁ Πιλᾶτος θὰ τοὺς ρωτάῃ, –Μὰ τί κακὸ σᾶς ἔκανε; αὐτοὶ θὰ ὠρύωνται –«Σταύρωσον σταύρωσον αὐτόν» (Ἰω. 19,6. Λουκ. 23,21). Κι ὅταν ὁ Πιλᾶτος θὰ βάλῃ μπροστά τους τὸ Βαραββᾶ, ποὺ ἔχει βάψει τὰ χέρια του στὸ αἷμα, καὶ τὸν Ἰησοῦ, καὶ θὰ ρωτήσῃ, –Ποιόν ἀπὸ τοὺς δύο θέλετε νὰ ἐλευθερώσω, τὸν Ἰησοῦ ἢ τὸ Βαραβᾶ; αὐτοὶ μ᾽ ἕνα στόμα θὰ φωνάξουν, –Τὸ Βαραββᾶ. –Καὶ τί νὰ κάνω τὸν Ἰησοῦ; –«Σταύρωσον αὐτόν». Νά ποιός εἶνε ὁ ἄστατος κόσμος. Καὶ νά γιατί σήμερα κλαίει ὁ Σωτήρας μας Χριστός.
* * *
Εἴδαμε, ἀγαπητοί μου, πῶς ἡ πόλις τῶν Ἰεροσολύμων ὑποδέχτηκε τὸ Χριστό. Κ᾽ ἐμεῖς ὅμως τώρα ἑτοιμαζόμαστε νὰ τὸν ὑποδεχθοῦμε. Μὴ μοιάσουμε, παρακαλῶ, μὲ τοὺς Ἰουδαίους. Ὄχι ἄστατοι καὶ εὐμετάβολοι. Ἀλλὰ τί;
Ἔβγαλαν ἐκεῖνοι ῥοῦχα καὶ τ᾽ ἅπλωσαν νὰ πατήσῃ ὁ Χριστός; Ἐμεῖς νὰ βγάλουμε ἕνα ἄλλο ῥοῦχο, ποὺ λέρωσε τόσον καιρὸ σὰν πουκάμισο πάνω μας, νὰ τὸ ῥίξουμε στὸ πλυντήριο νὰ καθαριστῇ, καὶ τὴ Λαμπρὴ νὰ βάλουμε ῥοῦχο καθαρό. Λερωμένο πουκάμισο εἶνε κ᾽ ἡ ψυχή μας, πλυντήριο καὶ δεξαμενὴ μὲ νερὸ καθαρὸ εἶνε τὸ μυστήριο τῆς μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως. Ὅσο ἁμαρτωλὸς καὶ νά ᾽σαι, ἔλα στὴν ἐκκλησία, ῥίξε τὶς ἁμαρτίες σου μέσα στὴ δεξαμενὴ τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ, κ᾽ ἐκεῖνος θὰ σὲ καθαρίσῃ.
Πρέπει ν᾽ ἀλλάξουμε ῥοῦχο. Οἱ ἀγρότες ξέρουν, ὅτι τὰ φίδια, ποὺ τὸ χειμῶνα πέφτουν σὲ χειμερία νάρκη, τὴν ἄνοιξι ζωντανεύουν καὶ ἀλλάζουν ἐπιδερμίδα· γλιστροῦν μέσ᾽ ἀπὸ τρύπες καὶ στενὰ περάσματα σὲ τοίχους καί, καθὼς στριμώχνονται, ἀφήνουν ἐκεῖ τὸ «φιδοπουκάμισό» τους, ὅπως λέμε στὸ χωριό μου, γιὰ νὰ βγάλουν καινούργιο δέρμα. Τί μυστήρια ἔχει ἡ φύσι! ὣς καὶ τὰ φίδια ἀνανεώνονται τὴν ἄνοιξι. Ναί, ἀλλὰ τὸ φίδι πουκάμισο καὶ δέρμα ἀλλάζει, δόντι ὅμως δὲν ἀλλάζει· κ᾽ εἶνε φαρμακερό. Καὶ ὁ ἄνθρωπος μὴν ἀλλάξῃ μόνο «πουκάμισο», μὴν ἀλλάξῃ ἐπιφανειακά· ν᾽ ἀλλάξῃ κυρίως ἡ καρδιά μας, νὰ γίνουμε ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, ὅπως μᾶς θέλει ὁ Κύριος, γιὰ νὰ ἑορτάσουμε τὴν Ἀνάστασι.
Ὅσοι ἔχουμε ἁμαρτίες –καὶ ποιός δὲν ἔχει–, νὰ δείξουμε μετάνοια καὶ νὰ τρέξουμε στὴν ἐξομολόγησι. Χωρὶς ἐξομολόγησι, δὲν γιορτάζει κανεὶς Πάσχα· οὔτε μπορεῖ νὰ πλησιάσῃ κανεὶς τὸ ἅγιο ποτήριο, γιατὶ ἡ θεία κοινωνία εἶνε φωτιὰ καὶ καίει.
Καὶ κάτι ἀκόμα. Ὅπως τὰ παιδιὰ στὴν ὑποδοχὴ τοῦ Χριστοῦ φώναζαν «Ὡσαννά», ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς. Ἀλλ᾽ ὄχι μόνο σήμερα στὴν ἐκκλησία νὰ κρατοῦμε βάγια καὶ νὰ λέμε «Ὡσαννά», καὶ κατόπιν αὐτὰ νὰ τὰ λησμονοῦμε. Γιατὶ τότε μοιάζουμε μὲ τοὺς ἄστατους Ἰουδαίους. Καὶ δυστυχῶς πολλοὶ λεγόμενοι Χριστιανοὶ σήμερα μὲν στὴν ἐκκλησία λένε «Ὡσαννά» καὶ «Δόξα σοι, ὁ Θεός», ἀλλὰ μόλις βγοῦν ἔξω βλαστημᾶνε τὸ Θεό. Καὶ οἱ μὲν Ἑβραῖοι μιὰ φορὰ σταύρωσαν τὸ Χριστό, ἐμεῖς ὅμως τὸν σταυρώνουμε χιλιάδες φορές. Ἡ πιὸ μεγάλη ἁμαρτία εἶνε ἡ βλασφημία.
Ἔτσι λοιπόν, μὲ στόμα καθαρό, σῶμα ἁγνό, χέρια τίμια, αἰσθήσεις καὶ λογισμοὺς κεκαθαρμένους, «ὅσοι πιστοί» (θ. Λειτ.), ἂς ἑτοιμαστοῦμε νὰ ὑποδεχθοῦμε τὸν Κύριο καὶ νὰ ἑορτάσουμε τὸ Πάσχα «ἐν καθαρᾷ καρδίᾳ» (τελ. Ἀναστ.).
Ἀδελφοί μου, πιστέψτε με. Ἂν κήρυττα χωρὶς νὰ πιστεύω, θὰ θεωροῦσα πιὸ τίμιο νὰ κάνω μιὰ ἄλλη δουλειά, νὰ γίνω λοῦστρος νὰ γυαλίζω παπούτσια. Εἶνε μεγάλη, οὐράνια ἡ πίστι μας. Ὅλα μιὰ μέρα θὰ παρέλθουν, γενεὲς γενεῶν, αἰῶνες καὶ χιλιετίες· θὰ καταλυθοῦν βασίλεια, θὰ λειώσουν βουνά, θὰ ξεραθοῦν ποτάμια, θὰ σβήσουν τὰ ἄστρα. Ἕνας μόνο θὰ μείνῃ, ὁ Χριστός μας· ὅν, παῖδες, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Ἀναργύρων Περάσματος – Φλωρίνης τὴν 14-4-1968 πρωί. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 23-3-2021.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου