Δευτέρα 19 Απριλίου 2021

Το Έρεβος στην Αφρική

  


Ένα από τα μεγάλα προβλήματα, που απασχολεί και βασανίζει όλον τον αφρικανικό κόσμο -και όχι μόνο- είναι η μαύρη μαγεία. Πρόκειται για θλιβερή κατάσταση που χρόνια απασχολούσε τον μακαριστό Ιεραπόστολο του Κονγκό πατέρα Κοσμά Γρηγοριάτη. Ανατρέχοντας στο προσωπικό του ημερολόγιο διαβάζεις περιστατικά που σε συγκλονίζουν και αδυνατείς να τα πιστέψεις. Σε ένα απ’ αυτά διηγείται:

«Βρισκόμουν σε περιοδεία και προτού να μπω στην πόλη του Λικάσι, σε απόσταση περίπου 15 χιλιομέτρων, σταματήσαμε με άλλα δύο αυτοκίνητα στη μέση ενός χωριού, διότι ο δρόμος ήταν κλειστός από πολύ κόσμο. Περισσότερα από πεντακόσια άτομα έτρεχαν πάνω - κάτω τρομαγμένα. Σε λίγο φάνηκαν μπροστά μας τέσσερεις γηγενείς, λουσμένοι στον ιδρώτα, να κρατούν στους ώμους τους το φέρετρο ενός παιδιού και πίσω ακολουθούσε το πλήθος με αλαλαγμούς και τρόμο. Κατευθύνονταν προς το μέρος μας με γρήγορο και σταθερό βήμα. Ξαφνικά, μια αόρατη δύναμη τους έσπρωξε όλους μαζί πλαγίως προς τα δεξιά, βγάζοντας τους από τον δρόμο που οδηγούσε στο νεκροταφείο. Αυτοί επέμεναν να συνεχίσουν τη διαδρομή τους, με αποτέλεσμα να διαγράφουν κυκλική πορεία στο ίδιο σημείο χωρίς να το θέλουν. Το σπουδαίο ήταν ότι η κάσα φαινόταν σαν καρφωμένη στους ώμους τους.

Μετά από λίγο τους κατηύθυνε προς τα σπίτια του χωριού και πάλι επέστρεψαν στη χαράδρα. Αυτό γινόταν για αρκετή ώρα. Ρώτησα τρεις ανθρώπους που στέκονταν εκεί και μου είπαν κατατρομαγμένοι: «Πάτερ, είναι μάγια». Ζήτησα περισσότερες εξηγήσεις και μου έδωσαν να καταλάβω τι συμβαίνει.

«Ο πατέρας του παιδιού πήγε στον μάγο να του αποκαλύψει ποιος έκανε μάγια και πέθανε το παιδί του. Τώρα ο διάβολος δεν αφήνει τους ανθρώπους να μεταφέρουν τον νεκρό στο νεκροταφείο, μέχρις ότου να τους οδηγήσει μπροστά στον άνθρωπο που έγινε αιτία να πεθάνει. Όταν τιμωρηθεί ο αίτιος, δηλαδή όταν πεθάνει, τότε θα είναι ελεύθεροι και οι άνθρωποι να μεταφέρουν τον νεκρό στον τάφο».

-Καλά, τους λέω, και αυτοί που βασανίζονται κρατώντας την κάσα, η οποία τους σέρνει δεξιά κι αριστερά, γιατί δεν την αφήνουν κάτω;
-Δεν μπορούν, μου λένε, είναι σαν κολλημένη στους ώμους τους, αλλά εκτός αυτού θέλουν και οι ίδιοι να βοηθήσουν τον πατέρα για να βρει τον αίτιο του θανάτου του παιδιού του. Ένας φαύλος κύκλος δαιμονοκρατίας. Ο κόσμος, όσο περνούσε η ώρα, άρχισε ν’ αγριεύει περισσότερο από τον φόβο του, οπότε μόλις άνοιξε ο δρόμος φύγαμε.

Μετά από μερικές μέρες ξαναπέρασα από το χωριό αυτό. Ήθελα να μάθω τι απέγινε με το νεκρό παιδί, διότι είδα με τα μάτια μου τη δύναμη του σατανά, το πώς κλωθογύριζε ολόκληρο το χωριό, αλλά μέσα μου έτρεφα την υποψία ότι μπορεί να είναι και μασκαρέματα των επιτήδειων.

Το αποτέλεσμα ήταν το εξής: Μέσα από πολλές διαδρομές έφυγε το φέρετρο στον αέρα, δηλαδή προς τα εμπρός, όπως μου το διηγήθηκαν, και χτύπησε στο κεφάλι μια γυναίκα, η οποία έπεσε νεκρή. Αυτή θεωρήθηκε απ' όλους ως αιτία του θανάτου του παιδιού. Αυτό το επιβεβαίωσε και ο μάγος. Έτσι τα μάγια τελείωσαν με δύο θύματα. Τα σώματα παρέμειναν τρεις μέρες πεσμένα το ένα πάνω στο άλλο και, κατόπιν επέμβασης του στρατού, τα μετέφεραν στο νεκροταφείο.

Είναι λυπηρό ότι κρατικοί υπάλληλοι, κυρίως δικαστικοί, όταν φτάνει η υπόθεση στα χέρια τους, καταδικάζουν φανερά τον μάγο και μετά από λίγο τον ελευθερώνουν από φόβο μην τυχόν κάνει και στους ίδιους μάγια. Με τον τρόπο αυτό συνεχίζεται η βασιλεία των μάγων στην Αφρική. Πραγματικά, ένας φοβερός πόλεμος δαιμονοκρατίας καταστρέφει τη Μαύρη Ήπειρο!»






ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ


ΔΕΥΤΕΡΑ ΠΡΟ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ


 
«Τόν λίθον ἐκκυλίσας τῆς πωρώσεως, Κύριε, ἀπό τῆς ἐμῆς καρδίας, νεκρωθεῖσαν τοῖς πάθεσιν ἐξέγειρον ψυχήν μου ἀγαθέ, καί φέρειν σοι βαΐα ἀρετῶν, ὡς νικητῇ τοῦ Ἅδου, ἐν κατανύξει, Δέσποτα, ἀξίωσον˙ ὅπως τῆς αἰωνίου ζωῆς τύχω, ὑμνολογῶν σου τό κράτος καί τήν εὐσπλαγχνίαν σου, μόνε φιλάνθρωπε» (κάθισμα όρθρου Τριωδίου, ήχος α΄).

(Αφού κυλίσεις τον λίθο της πώρωσης, Κύριε, από την καρδιά μου, ανάστησε την ψυχή μου, αγαθέ, που νεκρώθηκε από τα πάθη, και αξίωσέ με να προσφέρω με κατάνυξη Σε Σένα που είσαι ο νικητής του Άδου τα βάγια των αρετών μου. Κι αυτό για να αποκτήσω την αιώνια ζωή, υμνολογώντας τη δύναμη και την ευσπλαχνία σου, μόνε φιλάνθρωπε).

Έχοντας εισέλθει στην τελευταία εβδομάδα της Μεγάλης Σαρακοστής και ενόψει του τέλους της, του Σαββάτου του Λαζάρου κατά το οποίο θυμόμαστε  την ανάσταση από τον Κύριο του αγαπημένου Του φίλου Λαζάρου μετά την αποκύλιση του λίθου που σκέπαζε τον τάφο του, ο άγιος υμνογράφος μάς προσανατολίζει και στην απαρχή της Μεγάλης Εβδομάδας, όπου ο Κύριος εισέρχεται θριαμβευτικά στα Ιεροσόλυμα καθήμενος επί πώλον όνου, ενώ το μαζεμένο πλήθος Τον δοξολογεί κρατώντας κλαδιά από φοίνικες. Τα δύο αυτά όμως γεγονότα: ανάσταση Λαζάρου και είσοδος του Κυρίου στα Ιεροσόλυμα, ο υμνογράφος τα «αποσπά» από την ιστορική τους συνάφεια και δυναμική και τα ανάγει στον εαυτό του – τα γεγονότα φωτίζουν την εσωτερική καρδιακή του πραγματικότητα, λειτουργούν δηλαδή κατά συμβολικό τρόπο, όπως τούτο συμβαίνει συχνά στην εκκλησιαστική υμνογραφία αλλά και στην πατερική ερμηνευτική. Κι αυτό βεβαίως γιατί πάντοτε υπάρχει η έγνοια του υμνογράφου και του Πατέρα της Εκκλησίας όχι μόνο να εξηγεί τη σωτηριώδη διάσταση για τον άνθρωπο των γεγονότων της ζωής του Χριστού όπως και όλης της Γραφής, αλλά και να βλέπει τα γεγονότα αυτά σε σχέση με την προσωπική πορεία του καθενός. Ο Μέγας Κανών του αγίου Ανδρέου Κρήτης συνιστά την απόλυτη θα λέγαμε έκφραση της αλήθειας αυτής.

Ο άγιος ποιητής λοιπόν αποσκοπώντας στο τέλος κάθε ενέργειας του πιστού, την απόκτηση της αιώνιας ζωής που κατανοείται ως ζωντανή σχέση με τον εν Τριάδι Θεό ήδη από τη ζωή αυτή: η αιώνια ζωή δεν είναι η ζωή που απλώς ακολουθεί τη παρερχόμενη πορεία μας στον κόσμο τούτο, αλλά αυτό που άνθρωπος ζει την κάθε στιγμή του όταν βρίσκεται επί τα ίχνη του Κυρίου ακολουθώντας τις άγιες εντολές Του, κάτι που τον οδηγεί και σε μία διαρκή δοξολογία του Θεού, ο ποιητής λοιπόν επισημαίνει και τις προϋποθέσεις της αιώνιας αυτής ζωής: τη χάρη του Θεού που απαιτείται για να μπορέσει ο πιστός να ξεπεράσει την αμαρτία του και αναστημένος να υποδεχτεί τον Χριστό στην καρδιά του. Ο Χριστός δηλαδή πρέπει να επέμβει, όπως επενέβη τότε με τον Λάζαρο, γιατί και ο ίδιος λόγω της αμαρτίας που τον θανάτωσε κείται νεκρός. Κι εκείνο που καθιστά αδύνατη την όποια δική του ενέργεια ζωής είναι η λιθώδης καρδία του – η αμαρτία δυστυχώς όπως φανερώνει και η εμπειρία του κάθε ανθρώπου σκληραίνει την καρδιά και την πωρώνει. Λοιπόν, ο πιστός το μόνο που μπορεί να κάνει – κι είναι πράγματι η δική του συμβολή για τη σωτηρία του – είναι να κραυγάζει προς τον Κύριο, «τόν μόνον δυνάμενον σώζειν». Και η χάρη του Κυρίου πράγματι ενεργεί σ’ έναν τέτοιον άνθρωπο, μαλακώνει ο Κύριος την καρδιά μας, μας ανασταίνει και μας καθιστά ικανούς να Τον δοξολογούμε αενάως με την ψυχή και το σώμα μας. Τι αποδεικνύει την αλήθεια της επέμβασής Του στον κάθε πιστό; Η αλλαγή της ζωής ως ζωής με αρετές. Οι αρετές μας, καρπός της χάρης Του που βρήκε πρόσφορο έδαφος στην ψυχή μας, είναι τα βάγια μας που κραδαίνουμε με ευγνωμοσύνη για την παρουσία Του και τη θριαμβευτική είσοδό Του στην ύπαρξή μας.

Οπότε η ενάρετη ζωή μας είναι η αιώνια ζωή που ζούμε, δηλαδή η ζωή του Κυρίου που έχει γίνει ένοικος της ψυχής μας.   


ΠΗΓΗ

Ο ΔΡΟΜΟΣ ΠΡΟΣ ΤΗ ΒΗΘΑΝΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΑ




H έκτη και τελευταία εβδομάδα της Mεγ. Σαρακοστής ονομάζεται «Εβδομάδα των Βαϊων». Για έξι μέρες πριν το Σάββατο του Λαζάρου και την Κυριακή των Βαΐων η λατρεία της Εκκλησίας μας ωθεί ν’ ακολουθήσουμε το Χριστό καθώς πρώτος αναγγείλει το θάνατο του φίλου Του και κατόπιν αρχίζει το ταξίδι Του στη Βηθανία και στην Ιερουσαλήμ. Το θέμα και ο τόνος αυτής της εβδομάδας δίνονται την Κυριακή το απόγευμα στον Εσπερινό:

Την έκτην των σεπτών Νηστειών Εβδομάδα, προθύμως απαρχόμενοι, Κυρίω προεόρτιον ύμνον των Βαίων άσωμεν πιστοί, ερχομένω εν δόξη δυνάμει Θεότητος, επί την Iερουσαλήμ, νεκρώσαι τον θάνατον...

Στο κέντρο της προσοχής είναι ο Λάζαρος - η αρρώστεια του, ο θάνατός του, ο θρήνος των συγγενών του και η αντίδραση του Χριστού σ' όλα αυτά.

Έτσι τη Δευτέρα ακούμε:

Σήμερον Χριστῷ δηλοῦται, πέραν Ἰορδάνου διατρίβοντι, ἡ νόσος τοῦ Λαζάρου, καὶ ὡς προγνώστης λέγει· Ἡ ἀσθένεια αὕτη, οὐκ ἔστι πρὸς θάνατον.

Την Τρίτη:

Χθὲς καὶ σήμερον, ἡ νόσος ἡ τοῦ Λαζάρου· ταύτην γὰρ Χριστῷ δηλοῦσιν αἱ σύγγονοι, ἐν χαρᾷ ἡ Βηθανία προευτρεπίζου, τὸν Δεσπότην ξεναγωγῆσαι καὶ Βασιλέα, σὺν ἡμῖν βοῆσαι, Κύριε δόξα σοι.

Την Τετάρτη:

Σήμερον Λάζαρος, θανὼν ἐνθάπτεται, καὶ θρῆνον ᾄδουσιν, αἱ τούτου σύγγονοι, ὡς δὲ προγνώστης καὶ Θεός, τὸ πάθος προηγόρευσας, Λάζαρος κεκοίμηται, τοῖς Μαθηταῖς προφθεγγόμενος· ἀλλὰ νῦν ἀπέρχομαι, ἀναστῆσαι ὃν ἔπλασα. Διό σοι πάντες βοῶμεν· Δόξα τῷ κράτει τῆς ἰσχύος σου.

Την Πέμπτη:

Δισημερεύει Λάζαρος ἐν τῷ τάφῳ, τοὺς ἀπ' αἰῶνος βλέπει θανέντας· ἐκεῖ τεθέαται δείματα ξένα, πληθὺν ἀναρίθμητον, ᾍδου κρατουμένην τοῖς δεσμοῖς· διὸ αἱ σύγγονοι θρηνοῦσι πικρῶς προσβλέπουσαι τὸν τάφον αὐτοῦ, Χριστὸς δὲ ἥκει ζωῶσαι τὸν φίλον τὸν ἑαυτοῦ, τοῦ μίαν παρὰ πάντων ἐπιτελεῖσθαι συμφωνίαν. Εὐλογημένος εἶ Σωτήρ, ἐλέησον ἡμᾶς

Τέλος την Παρασκευή:

Ἔρχεται ὁ Κύριος, ἄνοιξόν σου τὰς πύλας, Βηθανία πρόσδεξαι, ἐν πίστει τὸν Δεσπότην· καὶ γὰρ ἥκει ἐξαναστῆσαι ἐκ τάφου, Λάζαρον ὡς μόνος παντοδύναμος.

H τελευταία εβδομάδα δηλαδή περνάει με πνευματική περισυλλογή πάνω στην ερχόμενη συνάντηση του Χριστού με το θάνατο - πρώτα στο πρόσωπο του φίλου Του Λαζάρου, έπειτα στο θάνατο του ίδιου του Χριστού. Πλησιάζει η «ώρα του Χριστού» για την οποία τόσο συχνά μιλούσε και προς αυτήν προσανατολιζόταν όλη η επίγεια διακονία Του. Θα πρέπει να ρωτήσουμε: ποιά είναι η θέση και ποιο το νόημα αυτών των πνευματικών σκέψεων πάνω στη Μεγάλη Σαρακοστή; Πώς συνδέονται με την όλη μας προσπάθεια της περιόδου αυτής; Αυτές οι ερωτήσεις προϋποθέτουν μια άλλη ερώτηση με την οποία θα πρέπει τώρα ν’ ασχοληθούμε με κάποια συντομία. Σε κάθε ανάμνηση γεγονότων από τη ζωή του Χριστού η Εκκλησία πολύ συχνά - αν όχι πάντοτε - μεταφέρει το παρελθόν στο παρόν. Έτσι τη μέρα των Χριστουγέννων ψέλνουμε: «Σήμερον γεννάται εκ Παρθένου...», την Κυριακή των Βαϊων λέμε: «Σήμερον εισέρχεται εις τα Ιεροσόλυμα...», τη Μεγάλη Παρασκευή: «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου...». H ερώτηση λοιπόν είναι: ποιο είναι το νόημα αυτής της χρονικής μεταφοράς; ποια είναι η σημασία αυτού του λειτουργικού «σήμερον»;

Οι περισσότεροι από τους εκκλησιαζόμενους πιθανόν το θεωρούν αυτό σαν μια ρητορική μεταφορά, σαν ποιητικό «σχήμα λόγου». H δική μας, η σύγχρονη προσέγγιση της λατρείας γίνεται με δυο τρόπους: ή με τη λογική ή με το συναίσθημα. Η λογική προσέγγιση περιορίζει τη λειτουργική τελετουργία σε ιδέες. Βρίσκεται δε στις ρίζες της «Δυτικίζουσας» θεολογίας η οποία αναπτύχτηκε στην Ορθόδοξη Ανατολή αφού απομακρύνθηκε από την πατερική εποχή και για την οποία η θεία Λειτουργία είναι, στην καλύτερη περίπτωση ένα ακατέργαστο υλικό για καθαρούς διανοητικούς ορισμούς και θεωρήματα. Ότι δε στη λατρεία δεν μπορεί να περιοριστεί σε μια διανοητική αλήθεια επιγράφεται «ποίηση» - δηλαδή κάτι που δεν μπορεί κανείς να το πάρει στα σοβαρά. Και εφ' όσον είναι ολοφάνερο ότι τα γεγονότα που μνημονεύονται από την Εκκλησία ανήκουν στο παρελθόν, το λειτουργικό «σήμερον» δεν μπορεί να έχει κάποιο σοβαρό νόημα. Όσο δε αφορά τη «συναισθηματική» προσέγγιση, αυτή είναι το αποτέλεσμα μιας ατομικιστικής και εγωκεντρικής ευσέβειας που είναι, κατά πολλούς τρόπους, το συμπλήρωμα της διανοητικής θεολογίας. Γι' αυτού του είδους την ευσέβεια, η λατρεία, πάνω από καθετί άλλο, είναι ένα χρήσιμο πλαίσιο για προσωπική προσευχή, είναι φόντο για έμπνευση που σκοπός του είναι να «θερμάνει» την καρδιά μας και να τη στρέψει προς το Θεό. Το περιεχόμενο και το νόημα στις ακολουθίες, στα λειτουργικά κείμενα, στις ιεροτελεστίες έχουν, στην περίπτωση αυτή, δευτερεύουσα σημασία· όλα τούτα είναι χρήσιμα και ικανοποιητικά μόνον εφ' όσον με βοηθούν να προσεύχομαι! Και έτσι το λειτουργικό «σήμερον» σβήνει, όπως εξάλλου και όλα τα άλλα λειτουργικά κείμενα, μέσα σ’ ένα είδος ξεχωριστής κατανυκτικής και εμπνευσμένης «προσευχής».

Εξαιτίας της πόλωσης στην εκκλησιαστική νοοτροπία όσον αφορά τους δυο τρόπους προσέγγισης της λατρείας, είναι πολύ δύσκολο σήμερα να δείξουμε ότι η αληθινή λειτουργία της Εκκλησίας δεν μπορεί να περιοριστεί ούτε στις «ιδέες» ούτε στην «προσευχή». Δεν εορτάζει κανείς τις ιδέες! Όσο για την ατομική προσευχή δεν λέει το Ευαγγέλιο ότι όταν θέλουμε να προσευχηθούμε να μπαίνουμε στο «ταμείον» μας και να έχουμε προσωπική επικοινωνία με το Θεό; (Ματθ. 6,6). Η σωστή αντίληψη της γιορτής προϋποθέτει και τα δυο, και το γεγονός και την κοινωνική ή ομαδική συμμετοχή σ’ αυτό. Μια γιορτή, ένα πανηγύρι, μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο όταν οι άνθρωποι συναντιώνται όλοι μαζί, ξεπερνώντας το φυσικό χωρισμό και την απομόνωση, δρουν όλοι μαζί σαν ένα σώμα, πραγματικά σαν ένα πρόσωπο μπροστά σ’ ένα γεγονός (γάμος, κηδεία, νίκη κλπ.). Και το πιο φυσικό θαύμα σε όλες τις γιορτές είναι ακριβώς το ότι ξεπερνιέται, έστω και προσωρινά, το επίπεδο των ιδεών και αυτής ακόμα της ατομικότητας. Χάνει πραγματικά κανείς τον εαυτό του μέσα σε μια γιορτή, και συναντάει τους άλλους κατά ένα μοναδικό τρόπο. Aλλά τότε ποιο ακριβώς είναι το νόημα αυτού του λειτουργικού ««σήμερον» με το οποίο η Εκκλησία εγκαινιάζει όλες τις γιορτές της; Με ποια έννοια γεγονότα από το παρελθόν γιορτάζονται «σήμερον»;

Θα μπορούσε κανείς να πει χωρίς να υπερβάλει, ότι όλη η ζωή της Εκκλησίας είναι μια συνεχής ανάμνηση και αναφορά. Στο τέλος κάθε ακολουθίας αναφερόμαστε στους αγίους:«... ων την μνήμην επιτελούμεν...»· αλλά πέρα απ' όλες τις άλλες μνήμες η Εκκλησία είναι μια ατέλειωτη ανάμνηση του Χριστού.

Από καθαρά φυσιολογική πλευρά η μνήμη είναι μια διφορούμενη λειτουργία. Έτσι το να θυμόμαστε κάποιον που αγαπάμε και πού τον χάσαμε σημαίνει δυο πράγματα. Από τη μια πλευρά η μνήμη είναι κάτι πολύ περισσότερο από απλή γνώση του παρελθόντος. Όταν θυμάμαι τον μακαριστό πατέρα μου, τον βλέπω· είναι παρών στη μνήμη μου όχι σαν ένα συνολικό άθροισμα όλων όσων γνωρίζω γι' αυτόν αλλά με όλη τη ζωντανή του πραγματικότητα. Aλλά από την άλλη πλευρά, αυτή η παρουσία με κάνει να συνειδητοποιώ ότι δεν είναι πια εδώ, ότι ποτέ δεν θα ξαναείναι σ’ αυτόν τον κόσμο και σ’ αυτή τη ζωή, ούτε θα αγγίξω το χέρι που τόσο ζωντανά βλέπω με τη φαντασία μου. Η μνήμη λοιπόν είναι η πιο θαυμάσια και ταυτόχρονα η πιο τραγική απ’ όλες τις ανθρώπινες λειτουργίες, γιατί τίποτε άλλο δεν αποκαλύπτει καλύτερα την σπασμένη φύση της ζωής μας. την ανικανότητα του ανθρώπου να διατηρήσει κάτι πραγματικά, να το κατέχει αληθινά σ’ αυτόν τον κόσμο. H μνήμη μας φανερώνει ότι ο «χρόνος και ο θάνατος βασιλεύουν στη γη». Aλλά ακριβώς γι’ αυτό η μοναδικά ανθρώπινη αυτή λειτουργία της μνήμης γίνεται το κέντρο του Χριστιανισμού, γιατί μ’ αυτή τελεί την ανάμνηση ενός Aνθρώπου, ενός Γεγονότος. μιας Νύχτας, μέσα στο βαθύ σκοτάδι της οποίας ακούμε τα λόγια: «τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν...» Και να, το θαύμα γίνεται! Τον θυμόμαστε και Εκείνος είναι εδώ - όχι σαν μια νοσταλγική εικόνα από το παρελθόν, όχι σαν ένα θλιβερό «ποτέ πια...» αλλά με μια τέτοια έντονη παρουσία που η Εκκλησία μπορεί αιώνια να επαναλαμβάνει τα λόγια που είπαν οι μαθητές μετά τη συνάντηση στην Εμμαούς «...ουχί η καρδία ημών καιομένη ην εν ημίν...;»(Λουκ. 24,32).

H φυσιολογική μνήμη είναι πρώτα απ’ όλα μια «παρουσία του απόντος» έτσι ώστε όσο περισσότερο παρών είναι αυτός πού θυμόμαστε τόσο πιο οξύς είναι ο πόνος από την απουσία του. Aλλά «εν Χριστώ» η μνήμη ξανάγινε η δύναμη που γεμίζει το διασπασμένο χρόνο, διασπασμένο από την αμαρτία και το θάνατο, από το μίσος και τη λησμοσύνη. Αυτή λοιπόν η νέα μνήμη, η μνήμη σαν δύναμη πάνω από το χρόνο και την καταστροφή του, αποτελεί την καρδιά της λειτουργικής γιορτής και του λειτουργικού «σήμερον». Σίγουρα η Παρθένος δεν γεννάει σήμερα, ούτε κάποιος «ουσιαστικά» στέκεται μπροστά στο Σταυρό· και σαν γεγονότα τούτες oι πράξεις ανήκουν στο παρελθόν. Aλλά «σήμερον» μπορούμε να θυμόμαστε αυτές τις πράξεις και η Εκκλησία είναι βασικά το δώρο και η δύναμη αυτής της ανάμνησης που μεταβάλλει πράξεις από το παρελθόν σε αιώνια σημαντικά γεγονότα.

H λειτουργική γιορτή λοιπόν είναι μια νέα είσοδος της Εκκλησίας στο γεγονός και αυτό σημαίνει είσοδο όχι μόνο στις «ιδέες» του γεγονότος αλλά στη χαρά του, στη λύπη, στη ζωή του και στη συγκεκριμένη πραγματικότητά του. Ένα πράγμα πρέπει να ξέρουμε, ότι με την κραυγή «...Θεέ μου, Θεέ μου ίνα τι με εγκατέλιπες» ο Σταυρωμένος Χριστός φανέρωσε την «κένωση» Του και την ταπείνωση Του. Είναι όμως πολύ διαφορετικό πράγμα να γιορτάζουμε κάθε χρόνο αυτό που έγινε εκείνη τη μοναδική Παρασκευή· οπότε χωρίς καμιά λογικοποίηση ξέρουμε με πλήρη βεβαιότητα ότι αυτά τα λόγια, που ακούστηκαν μια μόνο φορά παραμένουν αιώνια αληθινά και τίποτε, ούτε η νίκη, ούτε η δόξα μπορούν ποτέ να τα εξαλείψουν. Αυτό που πρέπει να εξηγήσουμε είναι ότι η ανάσταση του Λαζάρου έγινε για να βεβαιωθούμε για «την κοινήν ανάστασιν» (τροπάριο της ημέρας). Είναι κάτι το συναρπαστικό να γιορτάζουμε κάθε μέρα για μια ολόκληρη εβδομάδα αυτή τη συνάντηση ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο, που αργά αργά πλησιάζει, να γινόμαστε μέρος της, να βλέπουμε με τα μάτια μας και να νιώθουμε με όλο το είναι μας αυτό πού υπονοεί ο Ιωάννης με τα λόγια του: «Ιησούς ουν ως είδεν αυτήν κλαίουσαν και τους συνελθόντας...ενεβριμήσατο τω πνεύματι και ετάραξεν εαυτόν... και εδάκρυσεν» (Iωάν. 11,33-35). Για μας και σε μας όλα αυτά συμβαίνουν «σήμερον». Δεν ήμασταν τότε εκεί, στη Βηθανία κοντά στον τάφο με τις αδερφές που θρηνούσαν. Μόνο από το Ευαγγέλιο ξέρουμε όλα όσα έγιναν εκεί. Aλλά μέσα στην Εκκλησία με τη γιορτή της σήμερα, ένα ιστορικό γεγονός γίνεται ένα γεγονός και για μας, για μένα, γίνεται μια δύναμη στη ζωή μου, μια ανάμνηση, μια χαρά. Η θεολογία δεν μπορεί να πάει πέρα από την «ιδέα». Καί όσον αφορά την Ιδεολογική πλευρά, άραγε έχουμε ανάγκη αυτές, τις πέντε συνεχείς μέρες εφ' όσον είναι κάτι τόσο απλό να λέμε: «την κοινήν ανάστασιν... πιστούμενοι»; Aλλά το όλο θέμα είναι ότι η πρόταση αυτή καθ' αυτή δεν βεβαιώνει τίποτε. H αληθινή επιβεβαίωση πηγάζει από τη γιορτή και συγκεκριμένα απ' αυτές τις πέντε μέρες οπότε διακηρύττουμε την αρχή της φοβερής μάχης ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο, και αρχίζουμε όχι τόσο πολύ να καταλαβαίνουμε όσο να μαρτυρούμε ότι ο Χριστός πρόκειται να θανατώσει το θάνατο.

H ανάσταση του Λαζάρου, η υπέροχη γιορτή αυτού του μοναδικού Σαββάτου, είναι πέρα από τη Μεγάλη Σαρακοστή. Την Παρασκευή, παραμονή του Σαββάτου, σ’ ένα ιδιόμελο λέμε: «την ψυχωφελή πληρώσαντες Τεσσαρακόστην, την αγίαν εβδομάδα του Πάθους Σου, αιτούμεν κατιδείν». Μέσα στη λειτουργική ορολογία, το Σάββατο του Λαζάρου και η Κυριακή των Βαϊων είναι η «έναρξη του Σταυρού». Aλλά η τελευταία εβδομάδα της Σαρακοστής, η προεόρτια αυτών των ημερών, είναι η τελική αποκάλυψη του νοήματος της Μεγάλης Σαρακοστής.

Από την αρχή είπαμε ότι η Σαρακοστή είναι προετοιμασία για το Πάσχα· στην πραγματικότητα όμως η καθημερινή εμπειρία, που έχει μέχρι τώρα γίνει παράδοση, βεβαιώνει ότι αυτή η προετοιμασία παραμένει αφηρημένη και κατ' όνομα μόνο. H Σαρακοστή και το Πάσχα είναι βαλμένα πλάι πλάι αλλά χωρίς καμιά ουσιαστική κατανόηση της σχέσης τους και της αλληλοεξάρτησης. Ακόμα και όταν δεν παίρνουμε τη Σαρακοστή μόνο σαν μια περίοδο για να πραγματοποιήσουμε την ετήσια εξομολόγηση και τη θεία Κοινωνία, συνήθως τη σκεπτόμαστε σαν μια περίοδο για ατομική προσπάθεια και έτσι παραμένει εγωκεντρική. Με άλλα λόγια, εκείνο που ουσιαστικά λείπει από το βίωμα της Σαρακοστής είναι: η σωματική και πνευματική προσπάθειά μας να σκοπεύουν στη συμμετοχή μας στο «σήμερον» της Ανάστασης του Χριστού, όχι σαν μια αφηρημένη ηθικότητα, ούτε σαν μια ηθική πρόοδο μας η σαν έναν αυστηρότερο έλεγχο στα πάθη, ούτε ακόμα σαν μια προσωπική τελείωση, αλλά σαν πλήρη συμμετοχή (συμμετοχή που περικλείει τα πάντα) στο τελικό «σήμερον». H χριστιανική πνευματικότητα που δεν έχει αυτόν το σκοπό κινδυνεύει να γίνει ψευτο-χριστιανική γιατί σε τελευταία ανάλυση μια τέτοια πνευματικότητα παρακινείται από το «εγώ» και όχι από το Χριστό. O κίνδυνος εδώ είναι ότι, όταν η καρδιά εξαγνιστεί, καθαριστεί και ελευθερωθεί από το δαίμονα που την κατοικούσε, παραμένει άδεια και ο δαίμονας ξαναγυρίζει σ’ αυτή «και παραλαμβάνει επτά έτερα πνεύματα πονηρότερα εαυτού, και εισελθόντα κατοικεί εκεί και γίνεται τα έσχατα του ανθρώπου εκείνου χείρονα των πρώτων» (Λουκ. 11.26).

Στον κόσμο τούτο το καθετί - ακόμα και η «πνευματικότητα» - μπορεί να γίνει δαιμονική. Έτσι είναι πάρα πολύ σημαντικό να ξαναβρούμε το νόημα και το ρυθμό της Μεγάλης Σαρακοστής σαν γνήσιας προετοιμασίας για το μεγάλο «σήμερον» του Πάσχα.

Τελικά, στη διάρκεια αυτής της προπαρασκευαστικής εβδομάδας, αρχίζει η ανάμνηση του μυστηρίου. H όλη προσπάθεια της Σαρακοστής μας έκανε ικανούς να παραβλέψουμε όλα εκείνα που, συνήθως καθημερινά, επισκιάζουν το κεντρικό αντικείμενο της πίστης, της ελπίδας και της χαράς μας. O χρόνος, όπως τον ξέραμε, τέλειωσε πια. Τώρα μετριέται όχι όπως συνήθως με τις απασχολήσεις και τις φροντίδες μας, αλλά με ό,τι συμβαίνει στο δρόμο για τη Βηθανία, και πέρα απ’ αυτή, για τα Ιεροσόλυμα. Και, ακόμα μια φορά λέμε, πως όλα αυτά δεν είναι ρητορικά σχήματα. Για όποιον έχει γευτεί την αληθινή λειτουργική ζωή - έστω και μια μόνο φορά, ακόμα και με ατέλειες, - είναι σχεδόν ολοφάνερο ότι από τη στιγμή που ακούμε: «Χαίροις πόλις Βηθανία, πατρίς η του Λαζάρου..., αύριον Χριστός παραγίνεται...», ο εξωτερικός κόσμος γίνεται κάπως εξωπραγματικός και σχεδόν νιώθει κανείς πόνο όταν από ανάγκη έρχεται καθημερινά σε επαφή μ’ αυτόν. H πραγματικότητα βρίσκεται σ’ αυτά που συμβαίνουν στην Εκκλησία, σ’ αυτή την ανάμνηση που μέρα με τη μέρα μας κάνει ν’ αναγνωρίσουμε τι σημαίνει να περιμένεις, και γιατί ο Χριστιανισμός είναι πάνω από κάθε άλλη προσδοκία και προετοιμασία. Έτσι όταν φτάνει ο Εσπερινός της Παρασκευής και ψέλνουμε: «την ψυχωφελή, πληρώσαντες Τεσσαρακοστήν...» δεν έχουμε μόνο εκπληρώσει μια ετήσια χριστιανική «υποχρέωση», αλλά είμαστε έτοιμοι να κάνουμε δικά μας τα λόγια του ύμνου που ψέλνουμε την επόμενη μέρα:

Διὰ Λαζάρου σε Χριστός, ἤδη σκυλεύει θάνατε, καὶ ποῦ σου ᾍδου τὸ νῖκος; τῆς Βηθανίας ὁ κλαυθμός, νῦν ἐπὶ σὲ μεθίσταται, πάντες κλάδους τῆς νίκης, αὐτῷ ἐπισείωμεν.


Απόσπασμα
από το βιβλίο του
π. Αλέξανδρου Σμέμαν,
Μεγάλη Σαρακοστή.
Πορεία προς το Πάσχα,
Ακρίτας


Read more: http://iereasanatolikisekklisias.blogspot.com/2021/04/blog-post_19.html#ixzz6sTUehLdm

ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΜΑΓΝΗΣΙΑΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΝΑΣΛΙΜΗΣ (1910-1973) ΑΚΑΤΑΒΛΗΤΟΣ ΑΓΩΝΙΣΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ ΚΑΙ ΥΠΟΜΟΝΗΣ ΤΟΜΟΣ Β' (1)

  



ΙΣΤ. 23. Ευλογίες και δοκιμασίες του Ποιμένος και Πνευματικού πατρός


Τέλος, πριν να κλείσουμε το εκτενέστατο αυτό Κεφάλαιο, θα αναφέρουμε κάποια ακόμη σημαντικά στοιχεία για τον Βιογραφούμενό μας ως Ποιμένα και Πνευματικό πατέρα, σχετικά με τον θετικό αντίκτυπο της χαρισματικής διακονίας του, αλλά και τους πειρασμούς που αντιμετώπιζε.


Ο π. Χρυσόστομος Νασλίμης εξωτερικά ήταν άνθρωπος με ωραία μορφή, μέτριος το ανάστημα, μάλλον κοντός, αλλά δυναμικός, δραστήριος, με ζήλο και ενέργεια, επίμονος και απαιτητικός, στολισμένος με χαρίσματα και αρετές. Για όσους τον γνώρισαν και τον έζησαν ήταν Ποιμένας υποδειγματικός, με μεγάλη αγάπη για το Ποίμνιό του.


Όσοι όμως τον γνώριζαν εξ αποστάσεως και τον παρατηρούσαν μακρόθεν, τον θεωρούσαν ως απρόσιτο και εμπνέοντα ακόμη και φόβο. Όπως βεβαιώνει άνθρωπος που διετέλεσε πνευματικό του τέκνο: <<Ήταν ένας Μοναχός εν τω κόσμω, παρέμεινε ακέραιος στην κλήση και αποστολή του, βοηθώντας και προσφέροντας θυσιαστικά.


Ζούσε για τον Θεό και για τον πλησίον>> 152. Άλλος διατελέσας πνευματικό του τέκνο γράφει: <<Ήμουν δίπλα του τουλάχιστον δέκα χρόνια και ήταν για μένα Πνευματικός Πατέρας, δάσκαλος και καθοδηγητής.  Οι πιο όμορφες αναμνήσεις ήταν το κυριακάτικο κήρυγμά του, όπου διδάχθηκα και έμαθα πολλά θεολογικά και εκκλησιαστικά ζητήματα.


Αλλά προπάντων διδάχθηκα αξίες και αρχές ζωής, τις οποίες ετίμησε με τον διάφανο τρόπο ζωής του και αυτό ήταν μια τρανή απόδειξη, σε όλους μας, ότι ο άνθρωπος μπορεί στα δύσκολα. Πολλοί πιστοί, όχι [μόνο] ΓΟΧ, γέμιζαν τις Κυριακές τον Ναό ακριβώς για να απολαύσουν το Κήρυγμά Του>> 153.


Και συνεχίζει ο πρώτος: <<Ήταν ιδιαίτερα φιλακόλουθος, τελούσε ανελλιπώς τις ι. Ακολουθίες στον Ναό, Εσπερινούς, Θ. Λειτουργίες, όπως και Σαρανταλείτουργα. Πάντα αναστάσιμο Εσπερινό τα Σάββατα, Εσπερινό Συγχωρήσεως της Κυριακή της Τυρινής, Κατανυκτικούς Εσπερινούς τις Κυριακές της Μ. Τεσσαρακοστής,


όπου συμμετείχε στην Ψαλμωδία του Μ. Προκειμένου όπως και των περιφήμων Ιδιομέλων των αποστίχων, στην αργή μουσική απόδοση του Ιακώβου Πρωτοψάλτου, όπως είχε διδαχθεί από τον αείμνηστο Γέροντα Δοσίθεο τον αόμματο χαρισματικό Ιεροψάλτη και Διδάσκαλο της Εκκλησιαστικής Μουσικής.


Γενικά άρεσε στον π. Χρυσόστομο να ψάλλει στις Ακολουθίες, επέμενε στην ακριβή τήρηση του Τυπικού και στην επικράτηση ησυχίας και τάξεως στον Ναό. Για τον λόγο αυτό έκανε κάποτε έντονες παρατηρήσεις, για να συνετίσει όσους (και κυρίως όσες) παρεκτρέποντο, αλλά ενίοτε παρεξηγείτο ως υπερβολικός και υπήρχαν σε κάποιους δυσαρέσκειες.


Ο π. Χρυσόστομος ήταν γλυκής και μετριόφρων άνθρωπος, ταπεινός και μετριοπαθής. Ήταν παράλληλα δυναμικός και δραστήριος, όπως και απαιτητικός. Στην Θεία Λατρεία ήθελε να δίνεται στον Θεό το καλύτερο, χωρίς να είναι αλαζών ή υπεροπτικός. Ως Ιεροκήρυκας καθήλωνε πράγματι τους ακροατές του, παρόλον ότι κάποτε πλατείαζε.


Του άρεσαν ιδιαιτέρως οι Αγρυπνίες, και μάλιστα σε Εξωκκλήσια. Συγκέντρωνε ομάδα πιστών και μετέβαιναν στην φύση, σε Παρεκκλήσια, όπου ο ίδιος ανέπτυσσε πνευματικά θέματα και με την χάρη των λόγων του και το βάθος των νοημάτων του μεταρσίωνε όσους ήταν παρόντες. Οι Αγρυπνίες εκείνες άρχιζαν στις 10 μ.μ. και τελείωναν στις 4 τα ξημερώματα. 


Επρόκειτο για θαυμάσιες ευκαιρίες προσευχής και πνευματικής ενατενίσεως. Συνήθως, μετά το πέρας της Θ. Λειτουργίας, ξεφορούσε τα άμφιά του επί των πιστών, οι οποίοι συγκεντρώνονταν προ της Ωραίας Πύλης για τον λόγο αυτό 152. Κατά συμπληρωματική μαρτυρία, <<λειτουργούσε σχεδόν καθημερινά, μία Λειτουργία χωρίς συντομεύσεις, όπως ορίζει το Τυπικό της Εκκλησίας μας.


Είχε μικρές Εικόνες χάρτινες για κάθε εορτάζοντα Άγιο στις καθημερινές ιερουργίες του, τις οποίες τοποθετούσε στο Προσκυνητάρι. Σε κάποια Λειτουργία έχω ήδη σηκώσει το μανουάλιο [με την λαμπάδα] για την Θεία Κοινωνία, βγαίνει στην Ωραία Πύλη και καλεί τους πιστούς: Μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε, για να προσέλθουμε. Μα κανείς δεν προσήλθε.


Φανερά ενοχλημένος με ερωτά εάν έχω φάει κάτι το πρωί και φυσικά δεν είχα φάει. Δημόσια είπε, εντός του Ναού, ότι με έχει εξομολογήσει πρόσφατα και ότι αναλαμβάνει την ευθύνη να με κοινωνήσει. Αισθάνθηκα πολύ όμορφα και τυχερός. Μετά την Απόλυση μας εξήγησε, ότι αυτό που έκανε το Εκκλησίασμα σήμερα ήταν σαν να γυρίσαμε την πλάτη μας στον Χριστό και βέβαια δεν ξανάγινεν>> 153.


Είναι πράγματι επιτυχία του π. Χρυσοστόμου να προνοεί για ύπαρξη κοινωνούντων πιστών σε κάθε Θ. Λειτουργία του, κατόπιν βεβαίως της απαιτουμένης προετοιμασίας, έστω κι αν για να εμπεδωθεί τούτο και καθιερωθεί, προς αποφυγήν της περιφρονήσεως στον Θυόμενο και Προσφερόμενο Κύριό μας, έπρεπε κάποτε να χρησιμοποιήσει με πόνο ψυχής, και βεβαίως ποιμαντική διάκριση, μεθόδους όπως την ως άνω περιγραφείσα.


Σαν υπεύθυνος Ποιμένας, Χριστοκεντρικός, προσπαθούσε να εμπνεύσει την αγάπη των πιστών για το υπερφυές Μυστήριο της Θ. Ευχαριστίας. Κάποιος αδελφός βεβαίωσε ότι ευτύχησε να ακούσει ωραιότατο κήρυγμα του Βιογραφούμενού μας στην Αγία Παρασκευή στο Μοναστηράκι Αθηνών, σε Ακολουθία Χαιρετισμών της Παναγίας της Μ. Τεσσαρακοστής.


Η Ομιλία εκείνη είχε αφορμή τον στίχο: <<Χαίρε τρυφής του Μάννα διάδοχε>>, και ανέπτυξε γλαφυρά το θέμα περί συνεχούς Θείας Μεταλήψεως 154. Και συνεχίζει πνευματικό του τέκνο την μαρτυρία του: 


<<Στο Ιερό [Βήμα] δεν ήθελε να βρίσκεται κανείς κατά την διάρκεια της Θείας Λειτουργίας, σχεδόν πάντα ήταν μόνος. Μία Κυριακή, νομίζω του Θωμά, και ενώ ήταν μπροστά στην Αγία Πρόθεση για την ετοιμασία των Θείων Δώρων, απροειδοποίητα εισέρχεται στον Ναό ένας γηραιός Ιερέας, γνωστός Εφημέριος σε Ναό της Νέας Ιωνίας, ο οποίος αφού προσκύνησε εισήλθε στο Ιερό του Ναού [Κοιμήσεως της Θεοτόκου].


Ο παπα-Χρυσόστομος με την άκρη του ματιού του είδε τον Ιερέα και όπως μας είπε μετά, δεν διέκοψε παρά μόνον αφού τελείωσε την Αγία Πρόθεση [τότε] και υποδέχθηκε τον Ιερέα. Στο κήρυγμά του μετά, πληροφορηθήκαμε ότι ο Ιερέας αυτός μόλις είχε επιστρέψει από τους Αγίους Τόπους, όπου βρέθηκε για την Μ. Εβδομάδα και την Ανάσταση, και διεπίστωσε ότι η αληθινή Ορθοδοξία είναι των ΓΟΧ και με την παρουσία του ήθελε να το επιβεβαιώσει...


Έγινε περίφημος για τα Κηρύγματά του 155, για τα Πνευματικά του χαρίσματα, τη γλυκύτατη μορφή Του και φωνή Του, όλα αυτά παρουσίαζαν ένα σύνολο Πνευματικό και αισθητικό που έλκει τον πιστό. Θυμάμαι πολύ καλά τον παπά-Χρυσόστομο να ψέλνει τα Εγκώμια μαζί μας γύρω από έναν πανέμορφο Επιτάφιο και να κλαίει όλο το εκκλησίασμα, που ένα μεγάλο ποσοστό ήταν εκτός ΓΟΧ.


Θυμάμαι το βράδυ της Αναστάσεως, που η Λειτουργία διαρκούσε μέχρι τις 4 το πρωί και από παρακείμενο Ναό προσέρχονταν πιστοί στην Εκκλησία μας, αφού εκεί διαρκούσε μέχρι τις 1:30 π.μ. και έσπευδαν να προλάβουν το αναστάσιμο Κήρυγμα του π. Χρυσοστόμου. Οι ΓΟΧ στην Βολιώτικη κοινωνία είχαν πολύ καλή αποδοχή και εκείνα τα χρόνια γέμιζαν τον Ναό μας λόγω της παρουσίας του π. Χρυσοστόμου και μετέπειτα Επισκόπου Μαγνησίας>> 153.


Ο Βιογραφούμενός μας ήταν άνθρωπος που ήλκυε πιστούς ευρύτερα, όπως διαπιστώνουμε από τις προηγηθείσες μαρτυρίες αυτοπτών, και ήταν στολισμένος με ευγένεια και διακριτικότητα, όπως και μετριοπάθεια, χωρίς ακρότητες και φανατισμούς. Καίτοι πρόθυμος να συζητήσει, να βοηθήσει και να διαφωτίσει κάθε προσερχόμενο, δεν έσπευδε να εξυπηρετήσει μυστηριακά τους Νεοημερολογίτες πιστούς, παρά τους έστελνε για τον λόγο αυτό στους δικούς του κληρικούς.


Αν ήθελαν εξομολόγηση στον ίδιο, αλλά δεν ξεκαθάριζαν την θέση τους και επιθυμούσαν να κοινωνούν και στο Παλαιό και στο Νέο, ή μόνον στο Νέο, τότε εξηγούσε ότι αδυνατούσε να <<καλύψει>> τέτοιου είδους ανάμεικτες καταστάσεις. Ακόμη και ι. Ευχέλαιο, ως Μυστήριο επισφραγιστικό της Μετανοίας, συνεδύαζε απαραίτητα με την ι. Εξομολόγηση καλλιεργώντας στους πιστούς μυσταγωγική επίγνωση και μη υποθάλποντας μηχανιστικές δεισιδαιμονικές ιδέες και καταστάσεις εξ αιτίας ηθελημένης ή αθέλητης αγνοίας και διαστρεβλώσεως.


Στο ποιμαντικό του έργο ιδιαίτερη επιτυχία είχε με τους νέους, τους οποίους ενέπνεε, κέρδιζε την εμπιστοσύνη, εξομολογούσε σαν Πατέρας πλήρης κατανοήσεως, αν και όπως είπαμε κάπως αυστηρός και σίγουρα απαιτητικός, τους βοηθούσε δε και προσέτρεχε ποικιλότροπα πνευματικώς και υλικώς 152.


Επίσης, είχε γύρω του κύκλο αφιερωμένων προσώπων στην διακονία της Εκκλησίας, ανδρών και γυναικών, τα οποία του συμπαραστέκονταν σε κάθε εκκλησιαστικό έργο, κάποια δε από αυτά έγιναν Μοναχοί και Μοναχές. Με την βοήθειά τους κατασκευαζόταν στους χώρους του Ναού της Κοιμήσεως Θεοτόκου το κερί της Εκκλησίας από αγνά υλικά (μελισσοκέρι) 152.


Η τροφοδοσία του η πνευματική ελαμβάνετο από το Άγιον Όρος, όπου μετέβαινε τουλάχιστον μία φορά τον χρόνο 152. Τις ευρείες εγκυκλοπαιδικές γνώσεις του φρόντιζε πάντοτε να εμπλουτίζει εντρυφώντας όποτε εύρισκε χρόνο και ευκαιρία στην πλουσιώτατη Βιβλιοθήκη του. Αρθρογραφούσε τακτικά στον τοπικό Τύπο, όπως και στον εκκλησιαστικό.


Τα χαρίσματα και τις γνώσεις του ήθελε να μεταδίδει και χρησιμοποιεί με τον καλύτερο τρόπο, για την βοήθεια των ανθρώπων, και την όσο το δυνατόν καλύτερη διεξαγωγή, προβολή και μαρτυρία του ιερού Αγώνος μας, τον οποίον πίστευε βαθύτατα και υπηρέτησε έως εσχάτης αναπνοής ολόψυχα 152.






152. Προφορική μαρτυρία προς τον γράφοντα του κ. Σπυρίδωνος Χεικάρα, συντ. φιλολόγου εκ Βόλου, κατοίκου Κάντζας Αττικής (Κυριακή Δ' Νηστειών 2016). Ο γηραιός ιερέας της κρατούσης εκκλησίας π. Ελευθέριος Παλαμάς εκ Βόλου καταγόμενος, βεβαίωσε στον γράφοντα στην Πτολεμαϊδα τον Ιούνιο του 2019, ότι γνώρισε τον Βιογραφούμενό μας καλώς και κάποτε είχε παρατηρήσει ότι φορούσε φθαρμένα ή τρύπια υποδήματα΄ σε ερώτησή του γιατι συνέβαινε τούτο, λάμβανε την απάντηση ότι δεν είχε χρόνο ή χρήματα. Ο δε Ηγούμενος π. Δωρόθεος Θεμελής από την Άνδρο, διηγήθηκε στον γράφοντα τον Οκτώβριο του 2019 ότι γνώρισε τον Βιογραφούμενό μας στον Πειραιά ως Αρχιμανδρίτη και αργότερα ως Επίσκοπο και του έκανε εντύπωση η μεγάλη μετριοφροσύνη και ταπείνωσή του.

153. Γραπτή μαρτυρία προς τον γράφοντα του κ. Χρήστου Μπαρμπάτσιαλου, οδοντιάτρου εκ Βόλου (25.1/7.2.2016), σελ. 1-2.

154. Μαρτυρία κ. Διον. Μαρίνου εξ Αμαρουσίου, την οποίαν μετέφερε στον γράφοντα ο κ. Ν. Μ. (14.3.2017).

155. Σύμφωνα με αυτόπτες και αυτηκόους μάρτυρες, τα Κηρύγματα του Βιογραφουμένου μας ήταν έξοχα για τον παλμό και την ρητορικότητά τους, κυρίως δε διότι περιεστρέφοντο επί της ουσίας του θέματός τους, με παραδείγματα από την ζωή, χωρίς ποτέ να εκτρέπονται σε θέματα άσχετα ή και πολιτικά και χωρίς να χάνουν τον στόχο τους, που ήταν η οικοδομή και ωφέλεια των ακουόντων. Να σημειώσουμε ότι το αληθινό Κήρυγμα ως θείο χάρισμα και όχι απλώς, ως ανθρώπινος λογισμός και ανθρώπινη γνώση, φανερώνει όχι μόνον παροχή θείας <<γνώσεως>>, αλλά και θείας <<σοφίας>>, κατά την θεία Γραφή και τους Πατέρες της Εκκλησίας (βλ. Αγίου Διαδόχου Φωτικής, Κεφάλαια Γνωστικά, θ'). Διότι ενώ η <<γνώση>> ενώνει τον άνθρωπο με τον Θεό, δεν κινεί κατ' ανάγκην την ψυχή σε θεολογία. Όταν όμως υπάρχει και χάρισμα <<σοφίας>> τότε ο άνθρωπος εκφράζει απλανώς τις μυστικές ενέργειες της <<γνώσεως>> προς οικοδομήν της Εκκλησίας. Το χάρισμα της <<σοφίας>> είναι όμως σπάνιο, διότι πρέπει να τηρηθεί ακενοδόξως.



Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση κειμένου
 ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ
Αποσπασματικές αναρτήσεις από τον Β' Τόμο του βιβλίου 
<<ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΜΑΓΝΗΣΙΑΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΝΑΣΛΙΜΗΣ (1910 - 1973)
 ΑΚΑΤΑΒΛΗΤΟΣ ΑΓΩΝΙΣΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ ΚΑΙ ΥΠΟΜΟΝΗΣ Πίστεως>>
που συνέγραψε ο Θεοφιλέστατος Επίσκοπος Γαρδικίου κ. Κλήμης 
της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών. 
 Έκδοση ''Γενικού Ταμείου Εκκλησίας Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών Ελλάδος>>,
σελ. 167-171, Αθήνα 2020