Στέφανος Σπανομήτσιος*
Το εν τω κόσμω είναι του ανθρώπου διαλέγεται πάντα με το έτερο. Σ’ αυτόν τον διάλογο στοιχειώνεται, συγκροτείται και εκπτύσσεται ή εκφυλλίζεται και τελικά διαλύεται η σχέση του υποκειμένου προς την πραγματικότητα. Η αποδοχή ή η απόρριψη του ετέρου, του συ, από το εγώ, μερική ή γενικευμένη, και η διάρρηξη της σχέσης δεν είναι πάντοτε μονομερής επιλογή. Στη σύγκρουση που προηγείται, είναι το εγώ που καραδοκεί να αρπάξει τα εαυτού και να ιδιοποιηθεί τα αλλότρια. Όταν το εγώ αναγνωρίζει την ανάγκη του συ να διεκδικεί τον αυτοδίκαιο ζωτικό του χώρο, η σχέση καλλιεργείται και προοδεύει. Όταν όμως αμφισβητεί την δυνατότητα αυτή, τότε η σύγκρουση είναι πιθανή. Ένα κτητικό εγώ είναι πρόδηλο ότι δυνητικά θα προκαλέσει ρήξεις. Στις περισσότερες περιπτώσεις οι ρήξεις διευθετούνται στα όρια προσωπικών εξηγήσεων. Σε άλλες περιπτώσεις οι συγκρούσεις είναι σφοδρές και καταλήγουν σε ολοκληρωτική καταστροφή των σχέσεων. Σε κάποιες, ίσως λίγες, περιπτώσεις, η διαχείριση των γεγονότων είναι τόσο ηθελημένα εγκληματική και η περιπλοκή και οι απώλειες τόσο επώδυνες, που το αναδυόμενο άγος στιγματίζει έντονα αυτούς που διαπράττουν την αδικία. Εγείρεται τότε ύβρις κατά του θείου, που εποπτεύει την τάξη και την αρμονία του κόσμου, που αυτοδίκαια επισύρει την νέμεσι. Πολλές φορές είναι η αδόκητη φορά των πραγμάτων που δημιουργεί το άγος, χωρίς την ηθελημένη υπέρβαση των φυσικών ή ανθρώπινων νόμων, ωστόσο και τότε μια ελλειπτική συμπεριφορά μπορεί να επιτρέψει τραγικές εξελίξεις , που επισύρουν την μήνι κατά των υβριστών.
Η τραγωδία είναι η κατεξοχήν ελληνική λέξη, που περιγράφει την έκπτωση στην καταστροφή. Το είδος της τέχνης, που καλλιεργήθηκε με το όνομα αυτό, άνθισε στην Ελλάδα. Ο Νίτσε στην αυτοκριτική του στο βιβλίο «Η γέννηση της Τραγωδίας – ή Ελληνισμός και Πεσιμισμός» διερωτάται: «Οι Έλληνες και η μουσική της τραγωδίας; Οι Έλληνες και η καλλιτεχνική μορφή του πεσιμισμού; Η τελειότερη, η ωραιότερη, η πιο ζηλευτή ως τα σήμερα ανθρώπινη φυλή, αυτή που μας δίνει την πιο συναρπαστική εικόνα της ζωής, οι Έλληνες – πώς αυτό; Απ’ όλους τους λαούς, αυτοί είχαν ανάγκη την τραγωδία; Και μάλιστα – την τέχνη;». Κατά τον Νίτσε είναι η μυστηριακή σύζευξη του απολλώνιου και του διονυσιακού πνεύματος, του ονείρου και της έκστασης, που γεννάει την Αττική τραγωδία σαν τέχνη. Αυτή η μεταμορφωτική τέχνη πήρε τα θέματά της από τους τραγικούς μύθους και την ιστορία του ελληνισμού. Η καθαρότητα των συμβόλων στις τραγωδίες, ωστόσο, δεν είναι αρκετή για να αποκαλυφθεί η αλήθεια, γιατί ενώ φαίνεται να γίνεται αυτό, ταυτόχρονα κρύβεται η μυστηριώδης αρχετυπική εικόνα. Όπως στο δράμα, η καταδυνάστευση του ήρωα προσομοιάζει στην ιστορική καταδυνάστευση του λαού. Η «πραγματικότητα» των φαινομένων αποκαλύπτει, ότι το κεντρικό πρόσωπο είναι ο ίδιος ο λαός που ζεί στην ελληνική γή. Δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, αφού και ο Νίτσε κάποια στιγμή αναρωτιέται: «πόσο θα πρέπει να έχει υποφέρει αυτός ο λαός για να μπορέσει να γίνει τόσο όμορφος!». Σήμερα ακόμη μια φορά ο ελληνισμός βιώνει τις συγκλονιστικές στιγμές μιας πραγματικής τραγωδίας. Μόνο που τώρα, όπως βέβαια και άλλοτε επί του πραγματικού, η αυλαία δεν θα πέσει με τον από μηχανής θεό να περαίνει «δι’ ελέου και φόβου» την κάθαρση των παθημάτων του.
Στις Ικέτιδες (τριλογία) του Αισχύλου αναδεικνύεται, ως αναφαίρετο δικαίωμα του ανθρώπου, η ελευθερία επιλογής του. Η τριλογία αυτή με σημαντικές πολιτικές προεκτάσεις, όπου η έννοια του ασύλου, η ελπίδα και το όνειρο των ανθρώπων, που διώκονται, η αντιμετώπιση του διαφορετικού σε ξένο και ανοίκειο περιβάλλον, η θέση της γυναίκας στην κοινωνία εξεικονίζουν την σημερινή πραγματικότητα. (Η πρόσφατη διδασκαλία της τραγωδίας αυτής σχολιάστηκε, όσον αφορά τις πολιτικές της προεκτάσεις, με καίριες επισημάνσεις από τον Ρούντα Ν. Γεώργιο, στο άρθρο με τίτλο «Μαθήματα θεοσέβειας και δημοκρατίας προς τις αποτυχημένες κυβερνήσεις της χώρας μας από τον Αισχύλο», Ενωμένη Ρωμιοσύνη).
Θα πρέπει να σημειωθεί εδώ, ότι στη μυθολογία οι Ικέτιδες-Δαναΐδες μετά τον θάνατό τους, που μάλλον υπήρξε βίαιος, μπήκαν στον μακρινό κόσμο των σκιών, στο βασίλειο του Άδη, σαν παράδειγμα των αιώνια ανικανοποίητων – εκείνων που δεν φθάνουν ποτέ σε ένα σκοπό, σε ένα τέλος. Μεταφέρουν στον κάτω κόσμο ακατάπαυστα νερό σε σπασμένους πίθους, ή το αδειάζουν σ’ ένα απύθμενο δοχείο. (Κ. Κερένυϊ, Η Μυθολογία των Ελλήνων, Εκδόσεις Εστία, 1974, σελ. 296). Μήπως θυμίζουν την τραγωδία ενός έθνους, που η ανεπάρκεια και ο αμοραλισμός του πολιτικού κόσμου, τόσα χρόνια μετά την επανάσταση, δεν του επέτρεψαν να ορθοποδήσει;
Η τραγωδία, ως τέχνη, διαπραγματεύεται πάντοτε μία πιθανή ύβρι. Η ύβρις συντελείται από άτομα ή ομάδες και είναι μια βίαιη, υπερφίαλη και αλαζονική συμπεριφορά, όπου ο άνθρωπος υπερβαίνοντας τα μέτρα παραβιάζει την ηθική τάξη, δηλαδή ανθρώπινους, αλλά και θείους νόμους. Το άγος είναι το μίασμα, η θανάσιμη αμαρτία, το ανοσιούργημα, η βεβήλωση, η ιεροσυλία, που διαπράττουν όχι μόνο άτομα, αλλά ακόμη ομάδες ή κράτη εξ αιτίας της υβριστικής συμπεριφοράς τους. Στην αρχαία Ελλάδα η Ύβρις προσωποποιείται και ακολουθείται κατά κανόνα από την Άτι, την Νέμεσι και την Τίσι. Ο Θέογνις θεωρεί, ότι η Ύβρις είναι θυγατέρα του Κόρου (του Κορεσμού), ενώ ο Πίνδαρος αντίθετα μητέρα του. Η έλλειψη αιδούς οδηγεί στην ύβρι. Ενέχει γι’ αυτό αυθάδεια, αναίδεια, θρασύτητα, σκληρότητα και αναλγησία. Ωστόσο, η βίαιη, αυθάδης και αλαζονική συμπεριφορά, οδηγεί τελικά στην πτώση και την καταστροφή των «Υβριστών», δηλαδή αυτών που αδικούν. Οι Υβριστές μετέρχονται πράξεις ανόσιες και προσβλητικές. Αυτό προκαλεί την επέμβαση των θεών (κυρίως του Δία), που στέλνουν στον Υβριστή την Άτι, δηλαδή τη θόλωση καιτύφλωση του νου. Η Άτις προκαλεί νέες πράξεις βίας, που επισύρουν την επέμβαση της θείας Δίκης – Νεμέσης (οργή και εκδίκηση των θεών), η οποία οδηγεί τον Υβριστή στην τιμωρία και την καταστροφή (Τίσις).1
Ο Ευριπίδης στις Τρωάδες αναδεικνύει την ὕβριν των Ελλήνων, οι οποίοι μετά τη πτώση της Τροίας επιδίδονται σε ένα όργιο ωμοτήτων (δολοφονίες, βιασμούς στο θυσιαστήριο, κατακρήμνιση παιδιών από τα τείχη, κλπ).1
Και ο Αριστοτέλης θεωρεί (Ηθικα Νικομάχεια, Β, ΙΙ, 1105b, 20-35 και 1106a, 4-13) πως «αυτά που συμβαίνουν στη ψυχή είναι τρία: τα πάθη, οι δυνάμεις και οι έξεις. Από αυτά κάποιο πρέπει να είναι η αρετή . Ονομάζω δε πάθη την επιθυμία, την οργή, τον φόβο, το θάρρος, τον φθόνο, την χαρά, τη φιλία, το μίσος, τον πόθο, τον ζήλο, τον έλεο, και γενικά όλα που ακολουθούνται από ευχαρίστηση ή λύπη… Έξεις δε όλα εκείνα που αφορούν τα πάθη προς την κατεύθυνση του κακού ή του καλού, όπως στην περίπτωση της οργής, εάν οργιζόμαστε σφοδρά ή εκρηκτικά, τότε αυτό είναι κακό, εάν δε μέτρια, καλό…. Τα πάθη βέβαια δεν είναι ούτε οι αρετές ούτε οι κακίες, γιατί δεν ονομαζόμαστε σύμφωνα με τα πάθη σπουδαίοι ή φαύλοι, αλλά μόνο σύμφωνα με τις αρετές και τις κακίες… Επί πλέον λέμε ότι κινούμαστε προς τα πάθη, αλλά προς τις αρετές και τις κακίες δεν κινούμαστε, αλλά κατά κάποιο τρόπο διακείμεθα. Για τον λόγο αυτό δεν είναι δυνάμεις. Ούτε βέβαια λεγόμαστε αγαθοί επειδή απλά μπορεί να πάσχουμε, ούτε βέβαια κακοί, ούτε επαινούμαστε, ούτε κατακρινόμαστε γι’ αυτό. Ακόμη είμαστε ισχυροί από τη φύση μας, ενώ αγαθοί ή κακοί δεν γινόμαστε εξ αρχής… Εάν λοιπόν οι αρετές δεν είναι ούτε πάθη, ούτε δυνάμεις, υπολείπεται αυτές να είναι οι έξεις. Αυτό λοιπόν που είναι κατά το γένος η αρετή, έχει ειπωθεί»5.
Ώστε ενώ τα πάθη υπάρχουν στον άνθρωπο φύσει, η έξη, που αφορά στο πάθος θα χαρακτηρισθεί ως κακία ή αρετή ανάλογα με την δυνατότητα της διαχείρισής του. Είναι φανερό λοιπόν ότι η καθ’ έξιν απερισκεψία στη λήψη αποφάσεων, και το πλειστάκις εξαμαρτείν επί το αυτό, δεν μπορεί να είναι ίδιο του «καλού κ΄ αγαθού» πολιτικού άνδρα, και είναι αυτό τα αχαλιναγώγητο και αλαζονικό πάθος-εμμονή περί το εξουσιαστικό αλάθητο, που, επιχειρώντας την περιστολή ή ακόμη την κατάργηση της ελευθερίας του προσώπου, διαστρέφει και ακυρώνει τελικά το κυβερνητικό έργο. (Ηθικα Νικομάχεια, Β, ΙΙ, 1106a, 15-17, 21-35) . «Πρέπει να λεχθεί λοιπόν, ότι κάθε αρετή, όποιου πράγματος και να είναι, αποτελεί γι’ αυτό καλό, και το έργο που επιτελεί προσφέρει σε αυτό καλό… Άν λοιπόν αυτό ισχύει για όλα, και η έξις μπορεί να είναι η αρετή του ανθρώπου, εξ αιτίας της γίνεται ο άνθρωπος αγαθός και εξ αιτίας της το έργο που επιτελεί μπορεί να προσφέρει καλό»6. Και πολύ περισσότερο δεν δικαιολογείται η εμπαθής στα όρια του μίσους προσπάθεια εξόντωσης πολιτών (επιβολή προστίμων και αναστολές εργασίας), οι οποίοι έτσι κι΄ αλλιώς καταδυναστεύονται από παράλογες και ανεδαφικές πολιτικές. Εκτός και αν το μίσος αυτό κατά την διδασκαλία του Κλίμακος είναι εκείνο το αναμάρτητο πάθος, το απαλλαγμένο από την διαστροφή της ροπής προς αμαρτία, παιδευτικό και αναμορφωτικό, όπερ και απαθές μίσος καλείται, και το οποίο θα πρέπει να ορισθεί εκ νέου για την περίπτωση ως τέτοιο. Μήπως όμως και η ασύγγνωστη εκστρατεία διαβολής και κατασυκοφάντησης ενός μέρους των πολιτών με ανοίκειες μεθοδεύσεις, που έχουν ως αποτέλεσμα την βαθιά διαίρεση και διάρρηξη του κοινωνικού ιστού, και υπήρξαν ανέκαθεν ο κακός δαίμονας και η δυστυχία του έθνους, δεν αποκαλύπτει διαταραγμένες προσωπικότητες, που ελαύνονται από ολέθρια πάθη;
Η κατανόηση της ελευθερίας τού άλλου προϋποθέτει την ελευθερία του προσωπικού ήθους. Η τελευταία όμως απαιτεί την ακέραιη λειτουργία των αισθητηρίων της δικαιοσύνης. «Όταν υπερβείς τα όρια της δικαιοσύνης, τότε θα προσκολληθείς στην ελευθερία για κάθε πράγμα»7,8, (Ισαάκ Σύρος, Τα ευρεθέντα Ασκητικά, Λόγος ΚΓ’, σελ.91). Τον τρόπο, που η εν ημίν δικαιοσύνη λειτουργεί, είναι η αγάπη, που τον προσδιορίζει. Εδώ η αγάπη δεν είναι μόνο ένα πάθος. Είναι ό, τι συγκροτεί τον προσωπικό άνθρωπο. Είναι αυτό που όταν λείπει ο άνθρωπος «γέγονε χαλκός ηχών ή κύμβαλον αλαλάζον» (προς Κορ. Α ΄επιστολή, 13.1). Εάν λοιπόν η αγάπη περιχωρεί και συνέχει τον εσωτερικό του κόσμο, δεν έχει θέση, η αναλγησία, η μνησικακία, η συκοφάντηση, η καταλαλιά, η διαβολή, η θανάσιμη διαίρεση, που σήμερα αυτή η κυβέρνηση, η ιεραρχία και τα μέσα μαζικής επικοινωνίας και δικτύωσης – τραγική συμπαιγνία, «εν ου παικτοίς» όμως – , παρά την οδυνηρή διάψευση των δογματικών εμμονών τους, επιβάλλει, για την υποστήριξη των ιδεολογημάτων τους. Η στάση αυτή αποτελεί ύβριν.
Τέλος είναι σκόπιμο να αναφερθεί, τι σημαίνει για την επιστήμη ή την γνώση9 και την τέχνη το ήθος, αφού η ελευθερία του ήθους διαγράφει και τα όριά τους. Γνωρίζοντας ότι «πάσα τε επιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης και της άλλης αρετής πανουργία, ου σοφία φαίνεται» (Πλάτων, Μενέξενος, 247a) , το ερώτημα που τίθεται είναι, αν οι κόκκινες γραμμές της βιοηθικής είναι πάντα ορατές και μόνιμες ή μετακινούνται κατά το δοκούν και αναπόδραστα από συμφέροντα, αφού η ακύρωση της ευχαριστιακής θεώρησης του κόσμου μπορεί να εγείρει θανάσιμους κινδύνους για το μέλλον του ανθρώπου. Ιδιαίτερα όταν η απαιτούμενη έρευνα δεν φαίνεται να ολοκληρώνεται με ταπείνωση και φόβο Θεού10 ή όταν οι επιβαλλόμενες ιατρικές πράξεις δεν κατέχουν τελεσίδικα την αξιοπιστία του κλινικού ελέγχου για τον χρόνο, που απαιτείται. Η αλόγιστη και παρανοϊκή υπέρβαση αυτών των ορίων, που αντιμετωπίζεται με εξοργιστική ελαφρότητα από κάποιους δήθεν πρωτοπόρους, που συνηθίζουν να παίζουν «εν ού παικτοίς», καθιστώντας τον ενιαίο ψυχοσωματικό άνθρωπο άθυρμα σε χέρια απαίδευτων μικρών σαλτιμπάγκων, που μεταφράζουν το θαύμα της ζωής με τον δικό τους μικρονοϊκό και αλαζονικό τρόπο, μπορεί να προκαλέσει άγος και η ύστερη ύβρις θα είναι τότε χείρων της πρώτης.
Σήμερα, ακόμη μία φορά, διαπράττεται κατ’ εξακολούθηση μία ύβρις. Και είναι η οντολογική διαστροφή των κυβερνώντων, που την στοιχειοθετούν. Ο συλλογικός παραλογισμός, η αλαζονική ανεπάρκειά, η εκδικητική εμμονή, φαίνεται στους σπασμωδικούς καταναγκασμούς, που στανικά επιβάλλονται. Είναι:
1.H αναίρεση της ελευθερίας των μη εμβολιασμένων πολιτών με αναγκαστικό χωρίς λογική εγκλεισμό.
2.Η ποινικοποίηση της ελεύθερης έκφρασης των πολιτών
3.Η στέρηση των προσωπικών τους ελευθεριών
4.Η εξάσκηση καταναγκασμού και η εξαπόλυση απειλών σε πολίτες από την πολιτεία μέσω επιλεγμένων ΜΜΕ για θέματα, που άπτονται υποχρεωτικών εμβολιασμών
5.Η άρνηση της πολιτείας να καλύψει υποχρεωτικά εμβολιαζόμενους από τυχόν παρενέργειες.
6.Η διάλυση του συστήματος υγείας με την αναγκαστική και αυθαίρετη απομάκρυνση από την θέση εργασίας 7000 υγειονομικών.
7.Η αναγκαστική αυθαίρετη απομάκρυνση από τις θέσεις εργασίας 7000 υγειονομικών και η εγκληματική στέρηση κάθε νομικά κατοχυρωμένου δικαιώματος αποζημίωσης και ασφαλιστικής κάλυψης.
8.Η αυθαίρετη και νομικά ατεκμηρίωτη επιβολή προστίμου για ζητήματα που άπτονται αναπαλλοτρίωτων συνταγματικών ατομικών ελευθεριών (υποχρεωτικών εμβολιασμών)
9.Η αλλοπρόσαλλη διαχείριση της υγειονομικής κρίσης, που καταλήγει στη διασπάθιση του δημοσίου χρήματος και στην απώλεια ανθρώπινων ζωών
10.Η αδικαιολόγητη, καθοδηγούμενη και μεροληπτική ελεύθερη πρόσβαση, χωρίς έλεγχο, εμβολιασμένων πολιτών σε κλειστούς χώρους και η δημιουργία κινδύνου μετάδοσης, νόσησης και θανάτου σε εμβολιασμένους και μη εμβολιασμένους πολίτες.
11.Η εξ αυτής της ενέργειας επιβάρυνση του συστήματος υγείας και ο κίνδυνος ολοκληρωτικής κατάρρευσής του, με αποτέλεσμα τον θάνατον ασθενών και από άλλες αιτίες
12.Η κακότροπη, αήθης, μικρονοϊκή και εγκληματική, προδοσία καθοσιώσεως κατά του έθνους, δημιουργία κλίματος διαίρεσης, και διχοστασίας.
13.Η εξαιτίας της διαίρεσης αήθης συμπεριφορά κάποιων ελάχιστων υγειονομικών, που αρνούνται την παροχή υπηρεσιών σε μη εμβολιασμένους σε νοσοκομεία με ό, τι, αυτό συνεπάγεται.
Οι στερημένες ήθους νομοθετικές πράξεις, οι εξωφρενικές νομοθετικές ρυθμίσεις, οι πρακτικές και οι μεθοδεύσεις, συνιστούν το άγος. Τα αποτελέσματα από την εφαρμογή τους απλά είναι εγκλήματα. Πότε άραγε θα επιληφθεί η λανθάνουσα δικαιοσύνη για όλα αυτά (Δίκη – Νέμεσις); Θα υπάρξει ίσως τιμωρία (Τίσις);
Σημειώσεις
1.Ιστοσελίδα: Eirinika.gr. Από την Ειρήνη Νικολοπούλου. Greek Mythos: Ύβρις, η θυγατέρα του κορεσμού, προκαλεί συμφορές – Έτσι έρχονται, η Άτη, η Δίκη και η Νέμεσις. 20 Μαϊου 2020.
2.Ιωάννης Κλίμακος, Κλίμαξ ΚΣΤ, μα΄. «Κακία μεν, ή πάθος φυσικώς εν τη φύσει ου πέφυκεν. Ου γαρ έστι κτίστης παθών ο Θεός, αρεταί δε φυσικαί εν ημίν πολλαί παρ’ αυτού γεγόνασιν»2
3.Ιωάννης Κλίμακος, Κλίμαξ ΚΣΤ, λζ΄. «Ώσπερ ύδωρ εκ πηγών απαντλούντες, έστιν ότε λεληθότως και τον λεγόμενον βάτραχον συναντλησαμεν, ούτω και τας αρετάς κατεργαζόμενοι πολλάκις συμπεπλεγμένας αυταίς αφανώς τας κακίας μετερχόμεθα, οίον τι λέγω, τη ξενοδοχεία, η γαστριμαργία συμπλέκεται, τη αγάπη , η πορνεία, τη διακρίσει, η δεινότης, τη φρονήσει, η πονηρία, τη πραότητι η υπουλότης, και νωθρότης, και οκνηρία, και αντιλογία, και ιδιορρυθμία.…»3.
4.Ούπω καιρός, ουκέτι καιρός ή νυν ο καιρός προς μετάνοια;
5.Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, Β, ΙΙ, 1105b, 20-35 και 1106a, 4-13, «τα εν τη ψυχή γινόμενα τρία εστί, πάθη δυνάμεις έξεις, τούτων αν τι είη η αρετή. λέγω δε πάθη μεν επιθυμίαν οργήν φόβον θάρσος φθόνον χαράν φιλίαν μίσος πόθον ζήλον έλεον, όλως οίς έπεται ηδονή ή λύπη… Έξεις δε καθ’ ας προς τα πάθη έχομεν εύ ή κακώς, οίον προς το οργισθήναι, ει μεν σφοδρώς ή ανειμένως, κακώς έχομεν, ει δε μέσως, εύ…. Πάθη μεν ούν ουκ εισίν ούθ’ αι αρεταί ούθ’ αι κακίαι , ότι ου λεγόμεθα κατά τα πάθη σπουδαίοι ή φαύλοι, κατά δε τας αρετάς και τας κακίας λεγόμεθα … Προς δε τούτοις κατά μεν τα πάθη κινείσθαι λεγόμεθα, κατά δε τας αρετάς και τας κακίας ου κινείσθαι αλλά διακείσθαί πώς. Δια ταύτα δε ουδέ δυνάμεις εισίν. Ούτε γαρ αγαθοί λεγόμεθα τω δύνασθαι πάσχειν απλώς ούτε κακοί, ούτ΄επαινούμεθα ούτε ψεγόμεθα. Έτι δυνατοί μεν εσμέν φύσει, αγαθοί δε ή κακοί ου γινόμεθα φύσει…. ει ούν μήτε πάθη εισίν αι αρεταί μήτε δυνάμεις, λείπεται έξεις αυτάς είναι. Ό τι μεν ούν εστί τω γένει η αρετή, είρηται».
6.Αριστοτέλης, Ηθικα Νικομάχεια, Β, ΙΙ, 1106a, 15-17, 21-35. «Ρητέον ουν ότι πάσα αρετή, ού αν ή αρετή, αυτό τε εύ έχον αποτελεί και το έργον αυτού εύ αποδίδωσιν…. Ει δή τούτ’ επί πάντων ούτως έχει, και η του ανθρώπου αρετή είη αν η έξις αφ’ ής αγαθός άνθρωπος γίνεται και αφ’ ής εύ το εαυτού έργον αποδώσει».
7.Ισαάκ Σύρος, Τα ευρεθέντα Ασκητικά, Λόγος ΚΓ’, σελ.91.«Όταν υπεραναβής την οδόν της δικαιοσύνης προσκολληθήση τη ελευθερία εν παντί πράγματι».
8.Χ. Γιανναράς, Η ελευθερία του ήθους, Εκδόσεις Γρηγόρη, Αθήνα 1979, σελ.348-349. «Η οδός της δικαιοσύνης είναι τα έργα της δικαιοσύνης («Ταύτα τα έργα της δικαιοσύνης νηστεία, ελεημοσύνη, αγρυπνία, αγιασμός, και τα λοιπά τα δια του σώματος ενεργούμενα» Ισαάκ Σύρου, Τα ευρεθέντα ασκητικά, Λόγος ΞΒ’, σελ. 254.), η έμπρακτη άρνηση του ανθρώπου να αδικήσει την φύση του την προικισμένη με τη δυνατότητα της προσωπικής ετερότητας και ελευθερίας , αλλά και να αδικηθεί από τις «παρά φύσιν» απρόσωπες απαιτήσεις της επαναστατημένης φύσης του».
9.Ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος, διακρίνει τρεις τάξεις στην ανθρώπινη γνώση. Στη πρώτη ακολουθείται η σαρκική επιθυμία και η γνώση που αποκτάται είναι γήϊνη, στη δεύτερη ο άνθρωπος στρέφεται στους συλλογισμούς και τις ενθυμήσεις της εαυτού ψυχής και με τα νοήματα αυτά και με τη βοήθεια των σωματικών αισθήσεων βάζει σε ενέργεια τα καλά έργα (νηστεία, αγρυπνία, προσευχή, ελεημοσύνη κλπ), Εδώ συνάγονται εν αγίω Πνεύματι τα εφόδια για τον μέλλοντα αληθινόν αιώνα. Η γνώση αυτή είναι σωματική και σύνθετη, μας καθοδηγεί στην πίστη, ονομάζεται δε γνώση των πραγμάτων Υπάρχει και η τρίτη τάξη γνώσεως, υψηλότερη της δεύτερης, όπου ο άνθρωπος γίνεται κατά την πολιτείαν όμοιος με τας αοράτους δυνάμεις.(Ισαάκ Σύρος,, Τα ευρεθέντα ασκητικά, Λόγος ΞΓ’, ΞΔ’ ΞΕ’)
Για τη πρώτη τάξη της γνώσεως, όπου εντάσσεται και η επιστήμη, λέγει ο άγιος: «Εις ταύτην την γνώσιν υπάρχει πεφυτευμένον το ξύλον της γνώσεως των καλών και των κακών, το οποίον εκριζοί την αγάπην… Αύτη η γνώσις κάμνει τον άνθρωπον να δογματίζη και να εναντιήται εις τους λόγους των άλλων, και να δολιεύηται δια μηχανημάτων (μεθοδεύσεων) και πανουργιών και δι’ άλλων τρόπων, άτινα ατιμάζουσιν την ανθρωπότητα. Αύτη η γνώσις παρευρίσκεται πανταχού, και εις αυτήν υπάρχει εν αληθεία υψηλοφροσύνη και υπερηφάνεια, καθότι αύτη πάντα τα καλά αποδίδει εις εαυτήν και όχι εις τον Θεόν…. Η γνώσις της αληθείας δια της ταπεινώσεως τελειοποιεί την ψυχήν εκείνων οίτινες απέκτησαν αυτήν,….αλλ’ η ανθρωπίνη γνώσις πρεπόντως υπερηφανεύεται, επειδή περιπατεί εις το σκότος και δεν γνωρίζει ότι υπάρχει τι ανώτερον αυτής. Πάντες οι τοιούτοι γνωστικοί κυριεύονται από έπαρσιν και υπερηφάνειαν, επειδή είναι προσηλωμένοι εις την γήν, και πολιτεύονται κατά τα θελήματα της σαρκός, και επιστηρίζονται εις τα ίδια αυτών έργα, χωρίς ποσώς να συλλογίζωνται τα θεία και ακατάληπτα..» ( Ισαάκ Σύρου, Τα σωζόμενα ασκητικά, Λόγος ΞΓ’, Εκδόσεις Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη, 1989. Σελ. 320-321).
10.Χ. Γιανναράς, Η ελευθερία του ήθους, Εκδόσεις Γρηγόρη, Αθήνα 1979, σελ.307- «Το ήθος που εκφράζει η σύγχρονη τεχνοκρατία δεν παύει να είναι παράγωγο της ανθρώπινης φύσης, της υπαρκτικής περιπέτειας της ελευθερίας του ανθρώπου. Γι’ αυτό και η ασκητική ανθρωπογνωσία, η εμπειρική διερεύνηση των αδύτων της υπαρκτικής ανταρσίας του ανθρώπου από τους αγίους και σοφούς της ερήμου, έχει περιγράψει με εκπληκτική σαφήνεια και το ήθος της τεχνοκρατίας, σε εποχή που το πρόβλημα αυτού του ήθους μόνο σε ελάχιστη κλίμακα μπορούσε να τεθεί. Γράφει χαρακτηριστικά ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος: Τα ευρεθέντα ασκητικά, Λόγος ΞΓ’, εκδ. Σπανού, σελ. 256- 257. (Για ευκολότερη κατανόηση παρατίθεται η μετάφραση του Καλλίνικου Παντοκρατορινού από την έκδοση Β. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 1989. Σελ.319-320). «Όταν η ανθρωπίνη γνώσις ακολουθή την σαρκικήν επιθυμίαν, τότε εξ ανάγκης επασχολείται εις τα εξής, εις τον πλούτον, εις την κενοδοξίαν , εις τον στολισμόν, εις την ανάπαυσιν του σώματος, εις την σπουδήν της έξω σοφίας, ήτις κυβερνά τα του κόσμου, και εφευρίσκει ανανεώσεις των τεχνών και επιστημών, και εν γένει εις πάντα όσα στολίζουσιν το σώμα εις τούτον τον ορατόν κόσμον. Όταν η γνώσις επασχολείται εις ταύτα τα είδη, γίνεται εναντία εις την τελείαν πίστιν, και ονομάζεται ψιλή γνώσις, καθότι υπάρχει γυμνή από πάσαν θείαν φροντίδα, και φέρει εις την διάνοιαν άλογον τινά αδυναμίαν, επειδή εξουσιάζεται υπό του σώματος, και πάσα αυτής η φροντίς αφορά εις τα του κόσμου τούτου. Κατά τούτο αυτής το μέτρον η γνώσις δεν λογίζεται παντελώς, ότι υπάρχει νοητή δύναμις, και κρυπτός κυβερνήτης του ανθρώπου, ή θεία τις δύναμις, ήτις επισκέπτεται τον άνθρωπον, ούτε φρονεί ποσώς, ότι θεία πρόνοια διοικεί τα των ανθρώπων, αλλά νομίζει ότι έκαστον καλόν του ανθρώπου, και η σωτηρία αυτού εκ των βλαπτόντων αυτόν, και η προς τα δύσκολα και πολλά ενάντια, τα οποία συμβαίνουσιν εις την φύσιν ημών κρυπτώς και φανερώς, είναι φυσικά εις τον άνθρωπον, προερχόμενα εκ της προσοχής και σπουδής και των διαφόρων αυτού τρόπων. . Κατά τούτο το μέτρον η γνώσις ήτις νομίζει, ότι τα πάντα γίνονται δια της ιδίας αυτής προνοίας συμφωνεί με τους αθέους εκείνους, οίτινες λέγουσιν, ότι δεν υπάρχει κυβέρνησις εις τα φαινόμενα πράγματα τούτου του κόσμου. και όμως μεθ’ όλην αυτής την εις τα τοιαύτα σπουδής δεν δύναται να μένη χωρίς διηνεκή φροντίδα και φόβον περί του σώματος, και δια τούτο τους τοιούτους γνωστικούς κυριεύει η ολιγοψυχία, η λύπη, η απόγνωσις… η φροντίς περί ασθενείας, η μέριμνα της πτωχεύσεως, ο φόβος του θανάτου….. Ακολουθούσι δε ταύτα . διότι το μέτρον της γνώσεως δεν ηξεύρει να ρίψη την μέριμναν αυτού εις τον Θεόν μετά πεποιθήσεως της προς αυτόν πίστεως, αλλά μηχανάται (μεθοδεύει) και πανουργεύεται εις πάντα τα εαυτού έργα. Όταν δε οι τρόποι των μηχανημάτων (μεθοδεύσεων) αυτής μείνωσιν αργοί και ανενέργητοι έκ τινος αιτίας, χωρίς να βλέπει την πρόνοιαν του Θεού μάχεται μετά των ανθρώπων εκείνων, οι οποίοι εμποδίζουσιν αυτήν, ή εναντιούνται εις αυτήν».
*Ο Στέφανος Σπανομήτσιος σπούδασε Χημική Μηχανική στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο της Αθήνας, στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου και στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, όπου και αναγορεύτηκε Διδάκτωρ του τμήματος Χημικών Μηχανικών. Σπούδασε Θεολογία στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο της Αθήνας και κατέχει μεταπτυχιακό τίτλο θεολογικών σπουδών στον κλάδο της Οικουμενικής Θεολογίας από την Θεολογική Σχολή του ΑΠΘ. Έχει πτυχίο παιδαγωγικών σπουδών από την Παιδαγωγική Τεχνική Σχολή Θεσσαλονίκης. Εργάσθηκε ως Μηχανικός Διεργασιών και Μελετητής Μηχανικός σε μεγάλες βιομηχανικές μονάδες και είναι επίτιμος Σχολικός Σύμβουλος Χημικών Μηχανικών και Μηχανολόγων Μηχανικών..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου