Πέμπτη 7 Απριλίου 2022

ΟΥΤΕ ΔΑΚΡΥΑ ΟΥΤΕ ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΕΧΩ!

 

«Οὐ δάκρυα, οὐδὲ μετάνοιαν ἔχω, οὐδὲ κατάνυξιν∙ αὐτὸς μοι ταῦτα Σωτήρ, ὡς Θεὸς δώρησαι» (ωδή β΄ Μεγάλου Κανόνος).

(Ούτε δάκρυα ούτε μετάνοια έχω, ούτε κατάνυξη. Ο Ίδιος, Σωτήρα Χριστέ ως Θεός δώρισέ μου τα).

Πιο δραματική διαπίστωση για τον άνθρωπο δεν υπάρχει: να βλέπει ότι είναι γεμάτος από αμαρτίες, γεμάτος δηλαδή από τις πληγές που προκαλούν οι αμαρτίες του – η κάθε αμαρτία αποτελεί τραύμα για την ψυχοσωματική ύπαρξη του ανθρώπου – κι αυτός να μην μπορεί να αντιδράσει και να κάνει κάτι για την ίασή του. Σαν τον μισοπεθαμένο άνθρωπο που έχει κάποια αίσθηση της τραγικότητάς του, αλλά αδυνατεί να κουνηθεί – περιμένει μόνο τον θάνατό του! Αυτή είναι η θλιβερή εικόνα που περιγράφει ο άγιος Ανδρέας Κρήτης, ο μεγάλος υμνογράφος της Εκκλησίας μας, έχοντας υπ’ όψιν του όχι κάποιον γνωστό του ή κάποιους συνανθρώπους του, αλλά τον ίδιο τον εαυτό του, την ίδια την ψυχή του. Περιγράφοντας όμως τη δεινή θέση στην οποία βρίσκεται, έχει την απόλυτη επίγνωση ότι την ίδια στιγμή περιγράφει και την κατάσταση κάθε άλλου ανθρώπου διαχρονικά και όπου γης. Διότι ο άνθρωπος δυστυχώς είναι ίδιος σε κάθε εποχή και σε κάθε τόπο: να σέρνεται στον βόρβορο των παθών του, αγόμενος και συρόμενος από την πολυποίκιλη αμαρτία του, υπόδουλος κυριολεκτικά στην κακία και τον όφι τον παμπόνηρο που κρύβεται πίσω από αυτήν και την υποδαυλίζει αδιάκοπα – ο προ και εκτός Χριστού άνθρωπος κατά τρόπο αναγκαστικό, ο μετά Χριστόν βαπτισμένος άνθρωπος από την αμέλειά του.

Η τραγικότητα όμως της καταστάσεως αυτής αυξάνει και αποκτά υπέρμετρες διαστάσεις, όταν κανείς λάβει υπ’ όψιν ότι ο άνθρωπος που κείται ημιθανής από τα θανατηφόρα τραύματα της αμαρτίας είναι το ον που ο Θεός δημιούργησε ως σύνοψη όλης της δημιουργίας, της πνευματικής και της υλικής. «Κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν του Θεού» πλασμένος, μία μοναδική «επανάληψη» του παντοδύναμου Δημιουργού, δυστυχώς δεν στάθηκε στο ύψος του. Ξέπεσε, επαναστατώντας κατά του θελήματος του Πατέρα του, και ομοιώθηκε με τα κτήνη και έγινε ίδιος με αυτά στον τρόπο της ζωής του. Και τα μεν κτήνη δεν έχουν ευθύνη ως μη έχοντα νου και συνείδηση – θεωρούνται αδικημένα μάλιστα, γιατί η αγριάδα τους οφείλεται στον άνθρωπο – ο άνθρωπος όμως είναι απολύτως υπεύθυνος, γιατί ενώ μπορούσε, δεν έπραξε το σωστό. Και το «μπορούσε» δεν αναφέρεται μόνο στην αρχέγονη κατάσταση όπου πράγματι ο άνθρωπος ήταν άπειρος αμαρτίας – λογικά δεν μπορεί να εξηγηθεί η πτώση στην αμαρτία –, αλλά και στη μετά Χριστόν πια εποχή, όπου ο ενσαρκωθείς Θεός μας ανέλαβε τον άνθρωπο και τον αποκατέστησε, ώστε ο πιστός σ’ Εκείνον να λειτουργεί ως συνέχεια του Χριστού, ως ένας άλλος Χριστός. 

Κι είναι ευνόητο ότι ο άγιος Ανδρέας, διεκτραγωδώντας την κατάσταση τη δική του και των λοιπών συνανθρώπων του: να μην αντιδρά για την κατάντια του, μετά Χριστόν!, αποδίδει με άλλον τρόπο την παραβολή του καλού Σαμαρείτη. Στο πρόσωπο του ανθρώπου που δέχτηκε την επίθεση των ληστών και βρέθηκε ημιθανής, είναι ο ίδιος, είναι ο κάθε άνθρωπος. Και οι ληστές δεν είναι κάποιοι ξένοι, αλλ’ οι δικοί του λογισμοί, ο επαναστατημένος εαυτός του, τα πάθη του που θέριεψαν από την επιμονή στην αμαρτία και τον κατέστησαν «πτώμα εξαίσιον!» «Εγώ είμαι αυτός που περιέπεσε στους ληστές» θα σημειώσει αλλού (ωδή α΄), «και οι ληστές είναι οι λογισμοί μου. Τραυματίστηκα ολοκληρωτικά από αυτούς κι είμαι γεμάτος τώρα από μώλωπες».

Λοιπόν, ομολογεί ο άγιος Ανδρέας εξ ονόματος όλων μας: ενώ χειρότερα δεν μπορώ να πάω, όμως δεν μετανοώ, δεν χύνω δάκρυα, δεν κατανύσσομαι! Η μετάνοια θα ήταν η μόνη ενδεδειγμένη στάση για την κατάντια μου - τα δάκρυα θα έπρεπε να πηγάζουν από την καρδιά σαν από ποτάμι, το πλήγωμα της καρδιάς μου θα έδειχνε ότι έχω συναίσθηση της πτώσεώς μου. Αλλά δεν τα έχω! Τι με σώζει, τι μας σώζει, στη χαρισματική εποχή τη μετά Χριστόν; Η πίστη ότι ο Θεός μας είναι φιλάνθρωπος, γεμάτος στοργή και αγάπη προς τα πλάσματά Του, κι ιδίως τον πρώτο από αυτά, τον άνθρωπο. Η αγάπη Του που κάνει τον Θεό μας να μας προσφέρει την ίαση και τη θεραπεία χωρίς να τα αξίζουμε – ως καρπό του ελέους Του, ως δωρεά της μεγαλωσύνης Του που ξεχύθηκε ιδίως πάνω στον Σταυρό! Για τον Θεό μας, θα πει και πάλι αλλού θρηνητικά ο άγιος, αρκεί έστω και ένας στεναγμός της ψυχής, ένα δάκρυ που βγαίνει ως μικρή σταλαματιά. «Άκουσε τους στεναγμούς της ψυχής μου και δέξου τους σταλαγμούς των οφθαλμών μου, Σωτήρα, και σώσε με». Η μετάνοια τελικώς, τα δάκρυα που ξεπλένουν την ψυχή, αποτελούν δωρεά του Θεού. «Η μετάνοια δώρο είναι ουράνιο» (ιερός Χρυσόστομος). Αρκεί μόνο να στρέψουμε, μέσα στην αδυναμία μας, το βλέμμα μας προς Εκείνον, τον Οποίο ντυθήκαμε, και να δείξουμε ότι Τον θέλουμε στη ζωή μας. Από κει και πέρα αναλαμβάνει Αυτός! Γιατί είναι ο Καλός Σαμαρείτης. Χαρά Του είναι η περιποίησή μας και η αποκατάστασή μας. Και πανηγύρι Του να μας βάλει μαζί Του στον θρόνο Του! Οπότε, η μετάνοια που ανοίγει τον Ουρανό είναι ένα μυστήριο που δίνεται ως δωρεά σε όποιον βρει τον «κωδικό» της. Την «ΕΛΠΙΔΑ» στον Θεό!



ΠΗΓΗ



ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Η ΣΥΝΑΞΙΣ ΤΟΥ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΥ ΓΑΒΡΙΗΛ (ΑΥΡΙΑΝΗ ΕΟΡΤΗ ΚΑΤΑ ΤΟ Π.Ε.)

ΕΡΓΟ ΜΑΝΟΥΗΛ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΥ


«Τήν 26η τοῦ μηνός Μαρτίου ἐπιτελοῦμε τή σύναξη τοῦ ἀρχαγγέλου Γαβριήλ, ἡ ὁποία μᾶς παραδόθηκε ἀπαρχῆς καί ἐκ Θεοῦ, διότι ὁ ἀρχάγγελος αὐτός διακόνησε στό θεῖο καί ὑπερφυές καί ἀπόρρητο μυστήριο τῆς οἰκονομίας τοῦ Χριστοῦ.

Κατά τή σημείωση μάλιστα τοῦ ὁσίου Νικοδήμου τοῦ ἁγιορείτου στόν Μέγα Συναξαριστή του, «Γαβριήλ θά πεῖ Θεός καί ἄνθρωπος, (ἄνθρωπος Θεοῦ δηλαδή), κατά τόν Κωνσταντινουπόλεως Πρόκλο. Γι᾽ αὐτό κι εἶναι ἐκεῖνος πού ὑπηρέτησε στό μυστήριο τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ Λόγου. Λέγει δέ καί ὁ Θεοφάνης ὁ Κεραμεύς, ὁ ἐπίσκοπος τῆς Ταυρομενίας, ὅτι τά ἑπτά στοιχεῖα πού περιέχει τό ὄνομα τοῦ Γαβριήλ σημαίνουν ὅτι ὁ Χριστός τοῦ ὁποίου τή Γέννηση εὐαγγελίστηκε ὁ Γαβριήλ θά ἔλθει γιά τή σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου, ὁ ὁποῖος μετρᾶται ἀπό τήν ἑβδομάδα καί τελειώνει σέ ἑπτά αἰῶνες».

῾Ο ἅγιος ὑμνογράφος ᾽Ιωσήφ κινεῖται ἐκστατικά, καθώς ἀναφέρεται στόν ῾παμμέγιστον Γαβριήλ᾽. Δέν ὑπάρχει σχεδόν τροπάριο εἴτε στόν ἑσπερινό εἴτε στόν κανόνα γιά τόν ἀρχάγγελο πού νά μή φανερώνει τόν θαυμασμό καί τή γεμάτη δέος στάση του ἀπέναντί του, ὄχι μόνο γιά τό γεγονός τῆς συμμετοχῆς τοῦ Γαβριήλ στή φανέρωση τοῦ μυστηρίου τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο ὡς ἀνθρώπου στήν ἁγνή παιδούλα Μαριάμ, ἀλλά καί γιά τή διπλή ἀδιάκοπη καί ἀέναη στάση του ἀπέναντι στόν Κύριο τοῦ Παντός, τόν Τριαδικό Θεό: τή δοξολογία τοῦ ἁγίου ὀνόματός Του καί τήν ἑτοιμότητα ὑπακοῆς στά κελεύσματα τῆς βουλήσεώς Του. Γιά παράδειγμα: «Γαβριήλ ὁ μέγιστος νοῦς...παρατηρώντας καί βλέποντας τό τρισήλιο φῶς τοῦ Θεοῦ... φτάνοντας στήν Παρθένο μετέφερε σ᾽ αὐτήν τή χαρμόσυνη εἴδηση τοῦ θείου καί φρικώδους μυστηρίου (ὅτι θά γεννήσει τόν Θεό ὡς ἄνθρωπο)» (στιχηρό ἑσπερινοῦ). «Γεμᾶτος ἀπό φῶς πάντοτε καί πράττοντας τό θέλημα καί ἐκτελώντας τά προστάγματα τοῦ Παντοκράτορος, ἀρχηγέ ᾽Αγγέλων, Γαβριήλ πανάριστε...» (στιχηρό ἑσπερινοῦ). «Καθώς φωτίζεσαι μετέχοντας στό φῶς τοῦ πρώτου Νοῦ, τοῦ Θεοῦ, φάνηκες δεύτερο φῶς κι ἐσύ, κραυγάζοντας μαζί μέ τίς ἄπειρες τάξεις τῶν ἀγγέλων: ῞Αγιος ὁ Θεός ὁ παντουργός, ὁ Υἱός ὁ συνάναρχος, καί τό Πνεῦμα τό σύνθρονο»  (ὠδή ε´).

Ἡ ἀρχιστρατηγία τοῦ Γαβριήλ καί ἡ πρωτιά του ἔναντι τῶν ἄλλων ἀγγέλων φάνηκε κατά τόν ὑμνογράφο κυρίως ἀπό τό γεγονός ὅτι αὐτόν ὁ παντοκράτωρ Κύριος ἐπέλεξε προκειμένου νά τοῦ ἐμπιστευτεῖ τή φανέρωση τοῦ ἀπ᾽ αἰῶνος μυστηρίου, τοῦ ἐρχομοῦ Του στόν κόσμο ὡς ἀνθρώπου, στήν ἁγνή θεόπαιδα Μαριάμ. Κι εἶναι ἡ ἀνάθεση αὐτή τῆς ἐξαιρετικῆς διακονίας ἀποκάλυψη ταυτοχρόνως καί τῆς δόξας τοῦ συγκεκριμένου ἀρχαγγέλου, κάτι πού σημαίνει ὅτι ὅσο σπουδαῖο εἶναι ἕνα διακόνημα, τόσο σπουδαία γίνεται καί ἡ προσωπικότητα αὐτοῦ πού τό ἀναλαμβάνει καί τό φέρει εἰς πέρας. «Τό μέγα μυστήριον πού ἦταν ἄγνωστο προηγουμένως στούς ἀγγέλους καί ἀπόκρυφο προαιωνίως, μόνο σ᾽ ἐσένα τό ἐμπιστεύτηκε ὁ Θεός, Γαβριήλ» (στιχηρό ἑσπερινοῦ). «᾽Αξιώθηκες μέγιστη δόξα, καθώς μᾶς φανέρωσες τό μέγα μυστήριο, μέγιστε ἀρχάγγελε» (ὠδή γ´).

Βεβαίως ὁ ἅγιος ὑμνογράφος δέν παραλείπει μαζί μέ τίς παραπάνω ἐκτιμήσεις του νά κάνει καί δύο παρατηρήσεις: πρῶτον, ὅτι ὁ ἅγιος ἀρχάγγελος Γαβριήλ διακόνησε τό μυστήριο τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου καί πρό τοῦ εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, δεδομένου ὅτι τόν βρίσκουμε καί στόν προφήτη Δανιήλ: νά τόν φωτίζει καί νά τοῦ ἀποκαλύπτει τά μέλλοντα ἐν πνεύματι Θεοῦ (ὠδή δ´), καί στόν ἱερέα Ζαχαρία, τόν πατέρα ᾽Ιωάννου τοῦ Προδρόμου: νά τοῦ ἀποκαλύπτει ὅτι ἡ γυναίκα του ᾽Ελισάβετ θά γεννήσει τόν ᾽Ιωάννη καί νά τόν ῾τιμωρεῖ᾽ μέ κωφαλαλία λόγω τῆς ἀπιστίας πού ἐπέδειξε (ὠδή ε´)· δεύτερον, ὅτι ἐνῶ ὅλη ἡ ἀκολουθία ἐπικεντρώνεται δικαίως στόν ἅγιο ἀρχάγγελο Γαβριήλ, ὁ ὑμνογράφος θυμᾶται αἴφνης καί τόν ἄλλο μέγιστο ἀρχάγγελο ἅγιο Μιχαήλ, ἀφιερώνοντάς του ἕνα τροπάριο στό τέλος τῆς ἀκολουθίας, προφανῶς γιά νά δείξει ὅτι καί οἱ δύο εἶναι ἰσοστάσιοι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. «Πανέμορφη καί πανένδοξη δυάδα,  Μιχαήλ καί Γαβριήλ, πού στέκεστε στόν θρόνο τῆς θείας δόξας...» (ὠδή θ´).

῾Ο ἐκκλησιαστικός ποιητής ὅμως, παρ᾽ ὅλο τό θάμβος πού νιώθει μπροστά στόν ἅγιο τοῦ Θεοῦ ἀρχάγγελο, δέν παύει νά τονίζει ὅτι καί αὐτός συνιστᾶ δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, συνεπῶς εἶναι περιορισμένος καί στή δύναμη καί στή γνώση. ᾽Επανειλημμένως, ὅπως ἤδη εἴδαμε, σημειώνει ὅτι τό μυστήριο τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο ἦταν ἀπόκρυφο καί γιά τούς ἀγγέλους, ὁ ἴδιος δέ ὁ Γαβριήλ, ὁ ὑπηρέτης τοῦ θαύματος, ἀδυνατοῦσε νά κατανοήσει ὅ,τι διαδραματιζόταν. Τό δοξαστικό μάλιστα τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς, ἔργο ὄχι τοῦ ᾽Ιωσήφ ἀλλά τοῦ ἐξίσου γνωστοῦ ὑμνογράφου ᾽Ιωάννου τοῦ μοναχοῦ, εἶναι ἀπό τά ὡραιότερα τροπάρια πού ὑπάρχουν στήν ὑμνολογία τῆς ᾽Εκκλησίας μας. «Στάλθηκε ἀπό τόν Θεό ὁ ἀρχάγγελος Γαβριήλ γιά νά εὐαγγελιστεῖ στήν Παρθένο τή σύλληψη. Κι ὅταν ἦλθε στή Ναζαρέτ, σκεπτόταν μέσα του τό θαῦμα μέ ἔκπληξη, ὅτι δηλαδή πῶς ὁ ἀκατάληπτος Θεός θά γεννηθεῖ ἀπό Παρθένο! Αὐτός πού ἔχει θρόνο Του τόν οὐρανό καί ὑποπόδιο τή γῆ, πῶς θά χωρέσει στή μήτρα μίας γυναίκας! Αὐτόν πού δέν μποροῦν νά Τόν ἀτενίσουν τά ἑξαπτέρυγα καί τά πολυόμματα, θέλησε μέ μόνο τόν λόγο Του νά σαρκωθεῖ ἀπό αὐτήν! Αὐτός πού παρευρίσκεται εἶναι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ. Τί λοιπόν στέκομαι καί δέν λέγω στήν Κόρη: Χαῖρε Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος εἶναι μαζί Σου;»

Παράλληλα δέ μέ τήν ἔκπληξη τοῦ ἀρχαγγέλου, τονίζεται καί ἡ ἔκπληξη τῆς πανάγνου Μαριάμ, ἡ ὁποία μέ τή φανέρωση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, ὅτι δι᾽ αὐτῆς θά γεννηθεῖ ὁ Θεός ὡς ἄνθρωπος, ἀποκαλύπτεται ἀφενός σοφότατη καί διακριτικότατη, κυριολεκτικά ὁ ἀντίποδας τῆς πρώτης Εὔας, καθώς δέν σπεύδει νά ἀποδεχτεῖ τό παράδοξο καί τό θαῦμα, ἀφετέρου πράγματι Παναγία, καθώς μετά τίς ἐξηγήσεις σπεύδει νά κάνει ὑπακοή σέ ὅ,τι συνιστᾶ θέλημα τοῦ Θεοῦ: «᾽Ιδού ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά τό ρῆμα Σου».  «Τί σημαίνει ἡ σάν φλόγα μορφή σου; Εἶπε ἡ Σεμνή μέ ἔκπληξη στόν Γαβριήλ. Ποιό εἶναι τό ἀξίωμά σου καί ποιό τό νόημα τῶν λόγων σου; Μοῦ ὑπόσχεσαι παιδοποιΐα, ἀλλά ἐγώ δέν ἔχω πεῖρα ἄνδρα. Φύγε μακριά, μή μέ πλανέψεις, ἄνθρωπε, ὅπως παλιά πλάνεψε ὁ δόλιος ὄφις  τήν προμήτορα Εὔα» (ἀπόστιχο ἑσπερινοῦ).

Δέν εἶναι δυνατόν βεβαίως ὁ ἅγιος ποιητής, μπροστά στήν ἁγιότητα τοῦ ἀρχαγγέλου,  νά μή καταλήγει σέ ὅ,τι ἀποτελεῖ ζητούμενο τοῦ κάθε πιστοῦ: τήν ἐπέμβαση καί τή μεσιτεία του γιά τή σωτηρία τοῦ ἴδιου καί τῆς ᾽Εκκλησίας. «Χάλασε τίς ἄσχημες σκέψεις ἐναντίον μας τῶν ἀπίστων ἀνθρώπων, στέριωσε τήν ὀρθόδοξη πίστη, πάψε τά σχίσματα τῆς ᾽Εκκλησίας, ἀρχάγγελε, μέ τίς παρακλήσεις σου πρός τόν Κτίστη ὅλων» (ὠδή στ´). ᾽Αλλά ἀκόμη περισσότερο, αἰτεῖται ὁ ποιητής τή χάρη νά γίνεται  ὁ ἅγιος ἀρχάγγελος καθοδηγητής τῆς ζωῆς τοῦ ἴδιου καί τῶν ἀνθρώπων. Γιατί ἀκριβῶς οἱ ἄγγελοι ὡς δεύτερα φῶτα μετά τό Πρῶτο, τόν ἴδιο τόν Τριαδικό Θεό, εἶναι οἱ ὁδηγοί τῶν ἀνθρώπων. «᾽Αρχιστράτηγε Θεοῦ, λειτουργέ τῆς θεϊκῆς δόξας, τῶν ἀνθρώπων ὁδηγέ καί ἀρχηγέ τῶν ἀσωμάτων...» (κοντάκιο). 



ΠΗΓΗ

Εἰς τὸν Εὐαγγελισμὸν τῆς Παρθένου

ΤΟΥΤΟ τὸ μέγα τῆς ἑνώσεως τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν
ἄνθρωπον μυστήριον πανηγυρίζομεν, ἀγαπητοί, σήμερον, τὴν ἐνανθρώπησιν τοῦ Θεοῦ Λόγου, ἀλλὰ καὶ τὴν θέωσιν τοῦ ἀνθρώπου· διότι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, τηρουμένης ἀτρέπτου τῆς θείας αὐτοῦ φύσεως, προσέλαβεν ἔμψυχον ἀνθρώπινον σῶμα ἐκ τῶν ἁγνῶν τῆς Ἀειπαρθένου αἱμάτων, Πατρὸς εὐδοκίᾳ καὶ ἁγίου Πνεύματος συνεργείᾳ, καὶ οὕτω τέλειος ἐγένετο ἄνθρωπος, ἵνα Θεὸν ἀπεργάσηται τὸν ἄνθρωπον· καθόσον οἱ εἰς αὐτὸν πιστεύοντες διὰ τῆς θεοποιοῦ αὐτοῦ χάριτος θεοῦνται καὶ διὰ τῆς μεταλήψεως τοῦ παναχράντου αὐτοῦ Αἵματος καὶ Σώματος μετ’ αὐτοῦ ἑνοῦνται.

Καὶ τίς ἄλλη χαρὰ χαριεστέρα εἰς τὸ ἀνθρώπινον γένος ταύτης τῆς ἀφράστου τοῦ Υἱοῦ καὶ Θεοῦ μέχρις ἡμῶν καταβάσεως καὶ τῆς ἀρρήτου ἡμῶν μέχρις οὐρανοῦ ἀναβάσεως; Τίς νὰ μὴ σκιρτήσῃ εἰς τοιαύτην κοσμοχαρμόσυνον ἑορτήν, καθ’ ἥν τὰ οὐράνια ἑνοῦνται πρὸς τὰ ἐπίγεια, καὶ οὐρανὸς καὶ γῆ συνευφραίνονται, καὶ ἡ Παρθένος ἀνεκλάλητον χαρὰν εὐαγγελίζεται καὶ ὁ κόσμος ὅλος ἀρρήκτων σκληρᾶς δουλείας δεσμῶν ἀπολύεται; Τὰ πάντα συντρέχουσι πρὸς κοινὴν χαρὰν καὶ ἀγαλλίασιν κατὰ τὴν φαιδρὰν ταύτην ἡμέραν. Καὶ αὐτὴ ἡ ἄψυχος φύσις οἱονεὶ αἰσθανομένη τὴν εὐαγγελιζομένην χαρὰν ἀποβάλλει τὸ χειμερινὸν τοῦ μαρασμοῦ ἔνδυμα καὶ περιβάλλεται λαμπρὸν τοῦ ἔαρος χιτῶνα. Τὰ σκότη τῆς ἁμαρτίας διαλύονται, αἱ πῦλαι τοῦ παραδείσου ἀνοίγονται, ἡ σκιὰ τοῦ νόμου παρέρχεται, ἡ ἀλήθεια τῆς χάριτος ἐπιφαίνεται, καὶ ὁ Ὕψιστος ἤδη πρὸς ἡμᾶς ἐπιδημεῖ, πρὸς τοὺς καταδίκους ὁ Λυτρωτής, πρὸς τοὺς ἀπεγνωσμένους ὁ Σωτήρ, μὴ φαινόμενος ἐν τῇ δόξῃ τοῦ Πατρὸς αὐτοῦ, ἵνα μὴ καταπλήξῃ, ἀλλ’ ἀπαστράπτων ἐν τῇ ταπεινότητι τῆς Μητρὸς αὐτοῦ, ἵνα τοὺς πάντας πρὸς ἑαυτὸν ἑλκύσῃ.

Τοιαύτη, ἀγαπητοί, ἡ σήμερον ἑορτή, ἡ μήτηρ πασῶν τῶν ἑορτῶν καὶ πασῶν τῶν πανηγύρεων ἡ ἀρχή, πάσας ὑπερέχουσα καὶ πρὸς πάσας τὰ βραβεῖα φέρουσα. Ὡς ἡ τοῦ φυτοῦ ῥίζα στελέχους καὶ κλάδων καὶ φύλλων καὶ ἀνθέων καὶ καρπῶν γίνεται αἰτία, καὶ οὐδὲν τούτων ἄνευ ἐκείνης φαίνεται, οὕτω καὶ ἐκ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ πᾶσαι αἱ ἑορταὶ τὴν σύστασιν αὐτῶν ἔλαβον, ἡ Γέννησις καὶ Βάπτισις, ἡ Σταύρωσις καὶ Ἀνάστασις, ἡ Ἀνάληψις καὶ Πεντηκοστὴ καὶ εἴ τις ἄλλη ἑορτή, καὶ οὐδεμία τούτων ἄνευ ἐκείνης ἤθελε καθιερωθῇ. Καὶ ἡ αἴγλη τῆς φαιδρᾶς ταύτης ἑορτῆς παραμένει ἀναλλοίωτος καὶ ἄφθαρτος ἀπὸ τὴν ὁρμητικὴν καὶ καταστρεπτικὴν τοῦ χρόνου ῥοήν, καὶ πᾶς νοῦς ἐγκόσμιος καὶ ὑπερκόσμιος ἐκπλήττεται διὰ τὰ παράδοξα τὰ τελεσθέντα κατ’ αὐτήν.

Ὄντως παράδοξα τὰ κατ’ αὐτὴν ἑορταζόμενα. Θεὸς καὶ ἄνθρωπος! Μήτηρ καὶ Παρθένος! Θεὸς καὶ ἄνθρωπος· τοῦτο ἀληθῶς τὸ μέγιστον τῶν ἔργων τῆς θείας παντοδυναμίας, τοῦτο τὸ ὕψιστον τῶν μυστηρίων τῆς θείας ἡμῶν θρησκείας. Ὁ προαιώνιος λαμβάνει ἀρχὴν χρονικήν, ὁ ἄπειρος χωρεῖται ἐν μήτρᾳ παρθενικῇ, τοῦ Ὑψίστου Θεοῦ ὁ Υἱὸς γίνεται Υἱὸς ταπεινῆς γυναικός. Τί μεῖζον τούτου δύναται νὰ κάμῃ ἡ θεία παντοδυναμία; Μήτηρ καὶ Παρθένος· τοῦτο τὸ μέγιστον τῶν θαυμάτων ὑπερβαῖνον τοὺς νόμους τῆς φύσεως, πρὸς ὃ ὅμοιον οὔτε ἐγένετο, οὔτε θὰ γίνῃ ποτέ. Τί καινότερον τούτου δύναται νὰ ἴδῃ ἡ κτίσις; Ὡς ὁ Θεὸς Λόγος ἐγένετο μὲν ὅπερ οὐκ ἦν, ἔμεινε δὲ ὅπερ ἦν, ἄνθρωπος γενόμενος καὶ μείνας Θεός, οὕτω καὶ ἡ Μήτηρ αὐτοῦ ἐγένετο μὲν ὅπερ οὐκ ἦν, ἔμεινε δὲ ὅπερ ἦν, γενομένη Μήτηρ αὐτοῦ καὶ μείνασα Παρθένος. Ἐν τῇ ἐνανθρωπήσει ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἐτήρησε τὴν Θεότητα, ἐν τῇ κυοφορίᾳ ἡ Παρθενομήτωρ Μαρία ἐτήρησε τὴν παρθενίαν.

Ὁποία παράδοξος κοινωνία δύο φύσεων, θείας καὶ ἀνθρωπίνης, ἑνωθεισῶν ἐν μιᾷ ὑποστάσει ἀσυγχύτως! Ἡ θεία φύσις προσέλαβε τὰ ἰδιώματα τῆς ἀνθρωπίνης, ἐγένετο ὁ Θεὸς τέλειος ἄνθρωπος· ἡ ἀνθρωπίνη μετέλαβε τῶν ἰδιωμάτων τῆς θείας, ἐγένετο ὁ αὐτὸς ἄνθρωπος τέλειος Θεός. Καὶ πάλιν ὁποία παράδοξος κοινωνία ἁγνείας παρθενικῆς καὶ κυοφορίας μητρικῆς, αἵτινες συνέτρεξαν ξενοπρεπῶς ἐν τῇ αὐτῇ γυναικί! Ἡ παρθενία μετέδωκεν εἰς τὴν κυοφορίαν τὴν καθαρότητα, ἢν ὤφειλε νὰ ἔχῃ ἡ Μήτηρ τοῦ Θεοῦ, ὅλως ἄμωμον, ὅλως ἀμίαντον· ἡ κυοφορία ἀφ’ ἑτέρου μετέδωκεν εἰς τὴν παρθενίαν τὴν εὐλογίαν, ἢν ὤφειλε νὰ ἔχῃ ἡ εὐλογημένη ἐν γυναιξίν. Ἐκεῖ ἐγεννήθη ἐκ τῶν δύο φύσεων τὸ μυστηριῶδες ἐκεῖνο πρόσωπον, ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς· ἐνταῦθα ἐγένετο ἐκ τῆς παρθενίας καὶ κυοφορίας τὸ πρόσωπον ἐκεῖνο τὸ μοναδικὸν ἐν τῇ ἱστορίᾳ, ἡ Παρθενομήτωρ Μαρία, τὸ μέγα ἐκεῖνο σημεῖον, ὅπερ ἀπὸ τοσούτων αἰώνων ἀπεκάλυψεν ὁ Θεὸς διὰ στόματος τοῦ μεγαλοφωνοτάτου τῶν Προφητῶν: «Διὰ τοῦτο δώσει Κύριος αὐτὸς ὑμῖν σημεῖον· ἰδοὺ ἡ Παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει καὶ τέξεται υἱόν» (Ἡσ. Ζ’ 14), τὸ μέγα ἐκεῖνον θαῦμα, οὗτινος ὅμοιον δὲν ἔχουσι νὰ δείξωσιν οἱ αἰῶνες. Τοιούτου Υἱοῦ τοιαύτη ἔπρεπε νὰ εἶνε ἡ Μήτηρ…        

Ἀπὸ τὴν Ὁμιλίαν Εἰς τὸν Εὐαγγελισμὸν τῆς Παρθένου καὶ περὶ τοῦ μυστηρίου «Θεὸς καὶ Ἄνθρωπος, Μήτηρ καὶ Παρθένος», στὸ ἔργο τοῦ Θεοδώρου Ζωγράφου, Ἐντρυφήματα καὶ Ἀπηχήματα τῆς δοξασθείσης Ἑλλάδος, ἤτοι Διπλοῦν Κυριακοδρόμιον… καὶ πλῆρες Ἑορτοδρόμιον…, τόμος τρίτος, Ἐν Βόλῳ 1914, σελ. 62-64.





ΠΗΓΗ