Τρίτη 16 Αυγούστου 2022

Οἱ ἱεροὶ Πατέρες ἀποδοκιμάζουσιν ἔνθεν μὲν τὴν κληρικοκρατίαν, ἑτέρωθεν δὲ τὴν λαϊκοκρατίαν! (Μέρος γ΄)


Μέσα στην Εκκλησία ή προελθούσα από την αμαρτία διάκριση των ανθρώπων σε ανωτέρους και κατωτέρους, δούλους και ελεύθερους, άρχοντες και αρχόμενους ουσιαστικά καταργήθηκε.
Με το μυστήριο του βαπτίσματος όλοι οι πιστοί, κληρικοί και λαϊκοί, μετέχουν εις το τριπλό αξίωμα του Κυρίου: 


Όπως είναι αυτονόητο, ή συμμετοχή των λαϊκών εις την ιερωσύνη του Κυρίου δεν έχει την έννοια, ούτε ταυτίζεται με την ειδική ιερωσύνη, ή οποία προσκτάται με τη χειροτονία.
Γι' αυτό και ή σπουδαιότερα διάκριση των μελών της Εκκλησίας σε κλήρο και λαό δεν διαταράσσει την αρχή της ισότητας και της ενότητος μεταξύ αυτών, δεδομένου ότι, όπως παρατηρεί ο Χρυσόστομος, ή διάκριση του πληρώματος σε πρόβατα και ποιμένες αφορά εις την ανθρώπινη πλευρά της Εκκλησίας και υπάρχει χάριν της αποτελεσματικής διαποιμάνσεως των πιστών. Ενώπιον όμως του Χριστού δεν υπάρχει ή διάκριση αυτή. Ποιμένες και ποιμαινόμενοι είναι όλοι ποιμαινόμενοι, με μοναδικό αρχιποιμένα τον Θείο της 'Εκκλησίας Δομήτορα.
Ὀ άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος απευθυνόμενος προς τούς πιστούς υπογραμμίζει όλως ιδιαιτέρως την βασικής σημασίας ως προς την ουσιαστική ισότητα και ενότητα μεταξύ κλήρου και λαού διαπίστωση αυτή διά της ακολούθου φράσεως: 


Παρά την σπουδαιότητα και το απολύτως απαραίτητο αυτής, ή ιερωσύνη δημιουργεί εξωτερικές μόνο διακρίσεις μεταξύ κληρικών και λαϊκών χωρίς να θίγη την ισότητα μεταξύ αυτών: 


Δηλαδή τα πιο ουσιώδη και σημαντικά χαρίσματα για την απολύτρωση και την θέωση των ανθρώπων, που εξεπήγασαν από το απολυτρωτικό έργο του Κυρίου μας ανήκουν εξίσου εις όλους τούς πιστούς, κληρικούς και λαϊκούς, αδιακρίτως. Και αυτά είναι το βάπτισμα, ή σωτηρία δια της πίστεως, το να έχουν όλοι τον Θεόν Πατέρα, να μετέχουν στην θεία Ευχαριστία και να γίνονται κοινωνοί του Αγίου Πνεύματος πού είναι ή πηγή των χαρισμάτων και οδηγεί τούς πιστούς εις πάσαν την αλήθειαν.
Επίσης η διάκριση του ιερού πατήρ είναι φανερή όταν στιγματίζει τους λαϊκούς που επικρίνουν τους ιερείς και που έχουμε δημοσιεύσει σε παλαιότερα άρθρα. Συνεργασία μεταξύ των  μελών της Εκκλησίας και όχι κρίση ή κακολογία!
Από την άλλην ο ιερός Χρυσόστομος καταφέρεται με σφοδρότητα εναντίον κάθε προσπαθείας των κληρικών να μεταβάλλουν τη θεμελιώδη αρχή της ισότητος μεταξύ κλήρου και λαού σε ουσιαστική ανισότητα.
Aναφερόμενος εις την Εκκλησία των Iερoσoλύμων κατά την εποχή των Aπoστόλων τονίζει το ενδιαφέρον και την προσπάθεια πού κατέβαλλαν οι απόστολοι και οι λοιποί μαθηταί για την ενότητα και την συμμετοχή τού πιστού λαού είς το επιτελούμενο υπό τής Εκκλησίας απολυτρωτικό έργο, σε αντίθεση με την κατάσταση πού επικρατούσε στην Εκκλησία της εποχής του, όπως και σήμερα, κατά την οποία αντί της ενότητος και της συνεργασίας μεταξύ κλήρου και λαού υπάρχει αντίθεση και σύγκρουση.
Κυριώτερη αιτία της διασπάσεως ήταν ή έπαρση των κληρικών και ή άρνησή τους να διακονούν μέ αδελφική ταπείνωση και αγάπη το ποίμνιο πού τούς εμπιστεύθηκε το Άγιο Πνεύμα κατά τη χειροτονία τους, λησμονούντες ότι χωρίς την ενεργό συμμετοχή και συμπαράσταση των λαϊκών είναι αδύνατο να εκπληρώσουν αποτελεσματικώς την υψηλή και εξόχως δυσχερή αποστολή τους. 
Οι θέσεις του ιερού Χρυσοστόμου για τη θέση των λαϊκών εντός της Εκκλησίας φθάνουν στην αποκορύφωσή τους στην ἐκκληση πού κάνει στους πιστούς της Aντιοχείας νά αποκαταστήσουν την ενότητα της Eκκλησίας ή οποία είχε διασπασθεί με το Μελετιανόν σχίσμα.
Δεν διστάζει μάλιστα στην έκκλησή του αυτή χαρακτηρίζοντας ως «μοιχεία» τό διαμορφωθέν σχίσμα, να εμπιστευθεί στην κρίση του Λαού του Θεού την λήψη της οριστικής αποφάσεως σχετικώς με την παράταξη, ή οποία έχει το δίκαιο, και συνεπώς νά αποκατασταθή ή ενότητα στην Εκκλησία με την προσχώρηση εις αυτήν της αντιπάλου παρατάξεως:

ΜΗ ΜΕ ΠΕΡΙΦΡΟΝΗΣΕΙΣ ΤΟΝ ΑΘΛΙΟ!

«Νῦν πεποιθώς ἐπί τήν σήν κατέφυγον ἀντίληψιν κραταιάν, και προς τήν σήν σκέπην, ὁλοψύχως ἔδραμον, καί γόνυ κλίνω Δέσποινα, και θρηνῶ και στενάζω, μή μέ παρίδῃς τόν ἄθλιον, τῶν Χριστιανῶν καταφύγιον» (ωδή α΄ Μεγ. Παρακλ. Κανόνος)

(Τώρα με πίστη κι εμπιστοσύνη κατέφυγα στη δική Σου δυνατή βοήθεια και στη δική Σου σκέπη ολόψυχα έτρεξα, και γονατίζω, Δέσποινα, και θρηνώ και στενάζω, μη με περιφρονήσεις τον άθλιο, Συ που είσαι το καταφύγιο των χριστιανών).

 

Τρία πράγματα τονίζει ο βασιλιάς ποιητής στον  συγκεκριμένο ύμνο από τον κανόνα του για την Υπεραγία Θεοτόκο: Πρώτον, την αίσθηση που έχει για τον ίδιο του τον εαυτό. Δεύτερον, την εικόνα που προβάλλει η Εκκλησία για τη Μεγάλη Μάνα. Και τρίτον, τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει ο πιστός τη Μάνα αυτή.

Άθλιο βλέπει τον εαυτό του ο ποιητής. Μπορεί να κατέχει το ύψιστο αξίωμα μέσα στο βασίλειό του, όμως τα μάτια του είναι μεταποιημένα από τη χάρη του Θεού και βλέπουν το βάθος της πραγματικότητας, την πνευματική του κατάσταση που βρίσκεται μέσα στην περιδίνηση των παθών του. Πρόκειται όντως για χαρισματική διαπίστωση, η οποία αποκαλύπτει τη μετάνοια ενός πιστού ανθρώπου – μόνον ο πιστός μπορεί να έρχεται σαν τον άσωτο της παραβολής «εἰς ἑαυτόν» και να θέλει να ξεφύγει από την κατάντια της αμαρτίας για να επιστρέψει στον Θεό του: «ἀναστάς πορεύσομαι πρός τόν πατέρα μου». Και συστοιχεί η διαπίστωση αυτή με ό,τι ο μέγας απόστολος Παύλος εξέφραζε: «Χριστός ἦλθεν ἁμαρτωλούς σῶσαι, ὧν πρῶτός εἰμι ἐγώ». Ο βασιλιάς ποιητής λοιπόν εκκινεί από την ορθή εκκλησιαστικά βάση που δεν είναι άλλη από τη ρεαλιστική θεώρηση του εαυτού του, την αποδοχή της αθλιότητάς του.

Τα μάτια της πίστεως όμως θεώνται ορθά και την Παναγία. Δεν είναι μία απλή γυναίκα, έστω καλή και ταπεινή και υπάκουη. Είναι «ἡ κραταιά ἀντίληψις», είναι «ἡ σκέπη» του κόσμου, είναι «ἡ Δέσποινα», είναι όλων των χριστιανών «τό καταφύγιον». Κι αυτό όχι γιατί το κατάφερε μόνη της – οι άνθρωποι μόνοι μας το μόνο που καταφέρνουμε είναι το «τίποτε». Ο Υιός και Θεός της την ανέβασε στο υψηλότατο αυτό σημείο, κυριολεκτικά την πνευματική κορυφή του κόσμου, διότι ασφαλώς συνέτρεξαν σ’ αυτήν οι προϋποθέσεις που απαιτούνται για τη λήψη μίας τόσο μεγάλης χάρης. Και οι προϋποθέσεις αυτές, ως γνωστόν, ήταν η απλότητα της καρδιάς της, η βαθιά πίστη της στον Θεό, η μεγάλη της ταπείνωση, η καθαρότητα του όλου βίου της, καταστάσεις που ουδέποτε βρέθηκαν κι ούτε θα βρεθούν ποτέ σε άνθρωπο σε τέτοιο βαθμό όπως σ’ Εκείνην.

Κι είναι τούτο μία αλήθεια που δεν πρέπει να λησμονούμε. Παραπονιόμαστε συχνά ότι ο Θεός μάς ξεχνάει, ότι δεν ανταποκρίνεται στις προσευχές μας, ότι δεν μας δίνει τα χαρίσματα που του ζητούμε. Και δεν καταλαβαίνουμε, λόγω της αλαζονείας και του εγωισμού μας, ότι υπεύθυνοι γι’ αυτό είμαστε εμείς οι ίδιοι. Διότι δεν θα αντέχαμε τη χάρη της προσφοράς Του – ο Θεός επιθυμεί διακαώς να μας δώσει τα πάντα, αρκεί εμείς να είμαστε σε ετοιμότητα αποδοχής τους. Διαφορετικά η όποια προσφορά της χάρης Του θα λειτουργήσει αρνητικά, θα λειτουργήσει ίσως ως «κόλαση» για τη ζωή μας, όπως ένα μεγάλο βάρος πάνω σε εύθραυστο γυαλί. Η Παναγία μας λοιπόν έγινε η βοήθειά μας, η σκέπη μας, η Δέσποινά μας, η καταφυγή μας, γιατί Εκείνη πρώτη βρήκε τον Κύριο αντιλήπτορα και βοηθό στη ζωή της, σκέπη και καταφυγή της, Εκείνος έγινε το σπίτι της κι η ρίζα της και η τροφή της.

Πώς προσεγγίζει λοιπόν ένας τέτοιος αληθινός πιστός την Παναγία; Με πίστη κι εμπιστοσύνη, «πεποιθώς», σημειώνει ο ποιητής∙ με ολοκάρδια στροφή και σπουδή προς Εκείνην, «ὁλοψύχως ἔδραμον» κατά το «εἰς ὀσμήν μύρου σου ἔδραμον, Χριστέ»∙ με μεγάλη ταπείνωση και δάκρυα και στεναγμούς μετανοίας, «γόνυ κλίνω και θρηνώ και στενάζω». Πίστη, θερμή αγάπη, ταπείνωση και δάκρυα – ό,τι ελκύει την αγάπη του Δημιουργού και των δικών Του αγαπημένων προσώπων με πρώτη την Παναγία. Κι όλα αυτά «νῦν», τώρα. Όχι αργότερα, όχι αύριο ή μεθαύριο. Γιατί την εν ταπεινώσει πίστη και αγάπη τη βιώνει κανείς πάντοτε στο παρόν, το παρόν φανερώνει την ποιότητα του εσωτερικού κόσμου μας.

Στην πραγματικότητα όμως μία τέτοια προσέγγιση συνιστά ανταπόκριση της δικής Της προσέγγισης προς εμάς. Εκείνη δείχνει ότι μας εμπιστεύεται πάντοτε, έστω κι αν διαπιστώνει με θλίψη τις αστοχίες και τα ανομήματά μας∙ εκφράζει την αδιάκοπη θερμή αγάπη της, έστω κι αν συχνά παγώνει η δική μας καρδιά απέναντί της∙ δεν διστάζει να μας αποκαλεί παιδιά της και να μας παίρνει πολύ σοβαρά υπ’ όψιν της, έστω κι αν εμείς «παιδιαρίζουμε» αδιαφορώντας για τα ουσιώδη του βίου. Ας θυμηθούμε την αγιορείτικη  ιστορία με τη στάση της Μάνας Παναγίας απέναντι στα «γουρουνάκια» της, κατά τον δικό της χαρακτηρισμό. Τους καλογέρους δηλαδή εκείνους που είχαν αποκλίνει από την καλογερική και ζούσαν έκδοτοι στα πάθη τους, κυρίως δε το πιοτό. Κι όταν το μοναστήρι που βρίσκονταν τους έδιωξε γιατί δεν έδειχναν σημάδια μετανοίας, Εκείνη επενέβη για να τους σώσει και να τους επαναφέρει. Γιατί είναι η Μάνα που προσβλέπει στο καλύτερο για τα παιδιά της, ακόμη κι αν δεν υπάρχει καμία τέτοια προοπτική στον ορίζοντα.



ΠΗΓΗ