Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2022

Τα ψεύδη του Ερντογάν για τα γεγονότα του 1919-1922

  

Τα ψεύδη του Ερντογάν για τα γεγονότα του 1919-1922

Κωνσταντίνος Χολέβας, Πολιτικός Επιστήμων 

Η ρητορική του Τούρκου Προέδρου Ερντογάν κατά της Ελλάδος εμπλουτίσθηκε φέτος, εκατό χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή, με το επιχείρημα ότι οι Έλληνες και όχι οι Τούρκοι διέπραξαν Γενοκτονία κατά τη δραματική εκείνη περίοδο. Αλλά και στην Ελλάδα ορισμένοι διερωτώνται: Οι δικοί μας δεν διέπραξαν βιαιότητες; Είναι χρήσιμο, λοιπόν, να θυμίσουμε ορισμένα στοιχεία.

Η Γενοκτονία των Χριστιανών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας άρχισε το 1894 με τον διωγμό των Αρμενίων από τον Σουλτάνο Αμπντούλ Χαμίτ Β΄ και συνεχίσθηκε κατά την περίοδο 1914-1922 από το καθεστώς των Νεοτούρκων (Κομιτάτο Ένωση και Πρόοδος) και από την Κυβέρνηση του Μουσταφά Κεμάλ. Όλοι οι ανεξάρτητοι μελετητές, ακόμη και σοβαροί Τούρκοι ιστορικοί, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η εξόντωση των Ελλήνων και των Αρμενίων ήταν ένα σχέδιο οργανωμένο άνωθεν και εφαρμόσθηκε με τη συμμετοχή Στρατού, Χωροφυλακής, τοπικών διοικητών, συμμοριών ατάκτων, αλλά και απλών Τούρκων πολιτών.

Στην περίπτωση της άσκησης βίας από Έλληνες στρατιώτες ή πολίτες κατά Τούρκων αμάχων έχουμε κάτι τελείως διαφορετικό. Δεν υπάρχει σχέδιο, δεν υπάρχει άνωθεν εντολή. Μεμονωμένοι Έλληνες όντως προέβησαν σε πράξεις απαράδεκτες και καταδικαστέες. Η διαφορά, όμως, είναι ότι οι Ελληνικές Αρχές στη Μικρά Ασία τιμώρησαν όσους Έλληνες συνέλαβαν. Άλλωστε ο Ελληνικός Στρατός μετέβη στη Σμύρνη τον Μάιο 1919 με πενταετή εντολή από τη Διάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων. Μετά από 5 χρόνια προβλεπόταν δημοψήφισμα για το μέλλον του βιλαετίου της Σμύρνης. Η Ελληνική Διοίκηση είχε συμφέρον να είναι ήπια και φιλική προς τον εντόπιο μουσουλμανικό πληθυσμό, ο οποίος θα ψήφιζε στο δημοψήφισμα.

Καλό είναι να θυμόμαστε ότι λίγες ημέρες μετά την αποβίβαση του Ελληνικού Στρατού στη Σμύρνη εκτελέσθηκαν δύο Έλληνες στρατιώτες με απόφαση στρατοδικείου. Επρόκειτο για πράξη παραδειγματισμού, πιθανόν αυστηρή, που έδινε το μήνυμα ότι οι Ελληνικές Αρχές τιμωρούν τις πράξεις βίας κατά των εντοπίων Μουσουλμάνων.

Οι Ισραηλινοί συγγραφείς και ερευνητές Benny Morris και Dror Ze’evi στο πρόσφατο και άριστα τεκμηριωμένο βιβλίο τους «Η Τριακονταετής Γενοκτονία, ο αφανισμός των Χριστιανικών μειονοτήτων της Τουρκίας (1894-1924)» καταθέτουν μαρτυρίες από έγγραφα δυτικών διπλωματών και ιεραποστόλων της περιόδου εκείνης και καταλήγουν στο ίδιο συμπέρασμα. Η Τουρκική ηγεσία είχε προσχεδιάσει την εξόντωση των Ελλήνων και των Αρμενίων για να παραμείνει η χώρα τους αμιγώς τουρκική και μουσουλμανική. Η Γενοκτονία ήταν κρατική πολιτική. Στην περίπτωση των Ελλήνων που διέπραξαν βιαιότητες αναφέρονται μεμονωμένα περιστατικά και μάλιστα σε πλήρη αντίθεση με τις εντολές που είχαν άνωθεν. Οι συγγραφείς καταγράφουν ότι τον Απρίλιο του 1920 τρεις Έλληνες «αρχηγοί ληστών» απαγχονίσθηκαν δημοσίως με εντολή του Αρμοστή-Διοικητή της Σμύρνης Αριστείδη Στεργιάδη, διότι διέπραξαν φόνους μουσουλμάνων αμάχων.

Οι δύο Ισραηλινοί συγγραφείς κατόπιν εξαντλητικής έρευνας στα έγγραφα της εποχής εκείνης διαπιστώνουν ότι πολλές από τις καταγγελίες που έκαναν οι Τούρκοι για δήθεν εγκλήματα Ελλήνων αποδείχθηκαν ψευδείς και αβάσιμες. Επίσης τονίζουν ότι στις σπάνιες περιπτώσεις, κατά τις οποίες Χριστιανοί επιτέθηκαν σε Μουσουλμάνους κατά την περίοδο 1894-1924, ουδείς Ορθόδοξος κληρικός συμμετείχε. Αντιθέτως από την τουρκική πλευρά υπήρχε θρησκευτικός φανατισμός, γι’ αυτό πολλοί Έλληνες και Αρμένιοι εξισλαμίσθηκαν δια της βίας.

Την Ιστορία γράφουν τα ντοκουμέντα και όχι ο Ερντογάν.

Άρθρο στα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ 24.9.2022



ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ










Χριστιανισμός, εθνικισμός και ρατσισμός

  

Θεόδ. Ι. Ρηγινιώτης


Η εποχή μας είναι μια εποχή πανικού. Οικονομική κρίση που πλήττει ολοένα και περισσότερο τους ασθενέστερους, ψυχική πίεση (την οποία επιτείνει η – με ή χωρίς εισαγωγικά – πανδημία), σοβαρό έλλειμμα παρουσίας του κράτους στην υποστήριξη του πολίτη, εξωτερικές απειλές (Τουρκία) και ένα σωρό άλλα ακανθώδη ζητήματα δοκιμάζουν την υπομονή και τις αντοχές μας, κουρελιάζοντας την αξιοπρέπεια όλων μας και θέτοντας σε κίνδυνο το αίσθημα ασφάλειας που θα έπρεπε να αισθάνεται ο καθένας, όχι απλώς μέσα στην ίδια τη χώρα του αλλά ακόμη και ως μετανάστης σε κάθε «ελεύθερη» (τι είναι αυτό;) και ευνομούμενη χώρα.

Δεν είμαστε βέβαιοι ούτε ότι αύριο θα μπορούμε να ανάψουμε το φως, να έχουμε νερό στο ποτήρι μας και φαγητό στο πιάτο μας. Δε μιλάω για δωρεάν περίθαλψη, παιδεία, μόνιμη εργασία κ.τ.λ. (αυτά σχεδόν τα ξεχάσαμε). Επίσης δεν είμαστε βέβαιοι αν μας παρακολουθούν ή μας… «ψεκάζουν», αν έχουμε ήδη μετατραπεί σε απρόσωπους αριθμούς ενός ηλεκτρονικού υπερσυστήματος, που αύριο κιόλας θα κατευθύνει την καθημερινότητά μας όπου επιθυμούν κάποιοι χωρίς να μας ρωτήσουν.

Φυσικά υπάρχουν χιλιάδες συνάνθρωποί μας που έτσι κι αλλιώς στερούνται όλα αυτά τα βασικά αγαθά (ακόμη και το νερό και την καθημερινή τροφή), αλλά εμείς, οι «πολλοί», εδώ και δεκαετίες τα θεωρούσαμε αυτονόητα. Όμως, όπως πληροφορούμαστε από τα ΜΜΕ και από τους λογαριασμούς που μας έρχονται κάθε μήνα, δεν είναι αυτονόητα πλέον.

Όπως σε κάθε εποχή πανικού, έτσι και σήμερα, οι συνθήκες ευνοούν την ανάδειξη των ακραίων πολιτικών τάσεων, που υπόσχονται στους ανθρώπους απελευθέρωση από τα επώδυνα δεσμά τους. Γι’ αυτό και βλέπουμε ναζιστικές ομάδες και ακροδεξιά κόμματα να μπαίνουν στη Βουλή και οι ιδέες τους να βρίσκουν οπαδούς ακόμη και ανάμεσα στους ανθρώπους που δεν τα ψηφίζουν.

Μεταξύ των άλλων, σε στοιχείο πολιτικής ιδεολογίας μετατρέπεται και ο χριστιανισμός. Είναι φυσικό, επειδή ο χριστιανισμός έχει κοινωνικό μήνυμα (που είναι αυτόματα και πολιτικό μήνυμα), αλλά και επειδή στο παρελθόν η χριστιανική πίστη έχει εμπνεύσει πολλές φορές τις απελευθερωτικές επαναστάσεις του λαού μας, όπως και άλλων λαών.

Γινόμαστε λοιπόν πολιτικοποιημένοι ως χριστιανοί. Φυσικά δεν πρέπει να λησμονούμε ότι ο χριστιανισμός είναι πρωτίστως πνευματική υπόθεση και ότι στο παρελθόν μετατράπηκε σε δεκανίκι της δικτατορίας, όπως και στο Μεσαίωνα παραμορφώθηκε σε μέσο τρομοκρατίας και καταπίεσης των δυτικοευρωπαϊκών λαών από τη λεγόμενη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, καθώς και από τους Ευρωπαίους βασιλείς. Γι’ αυτό χρειάζεται προσοχή και επίγνωση ότι ο χριστιανισμός δεν μπορεί να μετατραπεί σε πολιτική παράταξη, αλλά επίσης επίγνωση ότι οφείλει να εμπνέει πολιτική στάση, προς όφελος των ανθρώπων. Η άποψη ότι ο χριστιανισμός δεν πρέπει να εκφράζεται δημόσια, είναι όχι μόνο εσφαλμένη, αλλά και ύποπτη, γιατί ο χριστιανισμός είναι επαναστατικός και απελευθερωτικός.

Η πολιτική στάση που εμπνέει ο αυθεντικός χριστιανισμός χαρακτηρίζεται από δικαιοσύνη, φιλανθρωπία προς όλους (ακόμη και προς τους εγκληματίες), σεβασμό προς κάθε άνθρωπο, ανιδιοτέλεια και διάθεση αυτοθυσίας και αυτοπροσφοράς.

Βεβαίως ένας χριστιανός (πολιτικοποιημένος ή μη) δεν μπορεί να μείνει απαθής απέναντι σε ζητήματα όπως η κοινωνική αδικία, η οικονομική εξαθλίωση, η εκμετάλλευση των εργαζομένων (σε αυτά άσκησαν σφοδρή κριτική ακόμη και οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας, όπως οι Τρεις Ιεράρχες, που συγκρούστηκαν με την εξουσία της εποχής τους διακινδυνεύοντας τη ζωή τους!), αλλά και ζητήματα που εκ πρώτης όψεως δεν φαίνονται πολιτικά, όπως ο διασυρμός του ανθρώπινου σώματος, με τη μετατροπή του σε σεξουαλικό αντικείμενο, και η ομοβροντία μηνυμάτων βίας και αλλοφροσύνης που υφίσταται ιδίως η γενιά των εφήβων (αλλά και των παιδιών) μέσω μιας «ψυχαγωγίας» που περιλαμβάνει σκηνές φόνων και βασανιστηρίων, ιστορίες τρόμου και κανιβαλισμού, τερατόμορφους και δαιμονικούς «ήρωες» κ.τ.λ. Τα στοιχεία αυτά – όπως και πολλά άλλα δυστυχώς! – ήδη έχουν δείξει τους πικρούς καρπούς τους στη ζωή νέων ανθρώπων αλλά και ολόκληρων οικογενειών και της κοινωνίας συνολικότερα.

Καταδικαστέες ακρότητες

Καταδικαστέες ακρότητες, ασυμβίβαστες με τη χριστιανική πίστη, που όμως συχνά μπερδεύονται με μια ιδεολογική ετικέτα «χριστιανισμού» και προκαλούν σύγχυση (και εκτροπές), είναι ιδέες όπως ο εθνικισμός, ο ρατσισμός, η αποδοχή της βίας υπό όρους (κατά των ενόχων π.χ.), ακόμη και η αποδοχή του φασισμού διαφόρων αποχρώσεων.

Ο εθνικισμός και ο ρατσισμός, υπό τον συμπεριληπτικό όρο «εθνοφυλετισμός», έχουν καταδικαστεί ρητά από την Ορθόδοξη Εκκλησία το 1872, με απόφαση της Μεγάλης Τοπικής Συνόδου στην ΚΠολη, εξαιτίας του τότε βουλγαρικού εθνικισμού, που είχε μετατρέψει την Ορθόδοξη Εκκλησία της Βουλγαρίας σε όπλο κυριαρχίας του λαού στην τουρκοκρατούμενη Μακεδονία και Θράκη, πράγμα που πυροδότησε το Μακεδονικό Αγώνα γύρω στο 1900, με τη συμμετοχή και πλήθους Κρητών. Είχε προηγηθεί βέβαια η ελλαδική εθνικιστική κίνηση (των Βαυαρών, που κυβερνούσαν την Ελλάδα το 1833) της αποκοπής της Εκκλησίας της Ελλάδος από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, που τελικά το Πατριαρχείο την αναγνώρισε κάνοντάς την Αυτοκέφαλη Εκκλησία.

Σήμερα βλέπουμε ανάλογες τάσεις σε κάποιες χώρες (ή «χώρες») και προκαλεί μάλιστα προβληματισμούς η θετική στάση του Οικουμενικού Πατριαρχείου απέναντι σε ομάδες, όπως οι εθνικιστικού χαρακτήρα «Εκκλησίες» της Ουκρανίας και των Σκοπίων («Μακεδονική Εκκλησία»), που, από αντικανονικές και περιθωριακές (σχισματικές), ανακηρύχθηκαν κανονικές, νόμιμες Εκκλησίες των περιοχών αυτών και αυτοκέφαλες (δηλ. ανεξάρτητες από κάποιο Πατριαρχείο ή άλλη τοπική Ορθόδοξη Εκκλησία). Ποιες θα είναι οι μακροπρόθεσμες συνέπειες αυτής της πρακτικής (θεραπευτικές ή τραυματικές;), μόνο ο Θεός ξέρει.

Να προσθέσουμε εδώ την καταδίκη της δουλείας των μαύρων στις ΗΠΑ από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Ιωακείμ Β΄ το 1862 (με άρθρο του στο περιοδικό του Οικουμενικού Πατριαρχείου «Ανατολικός Αστήρ», που αναδημοσιεύθηκε στην Αμερική), όπως και ότι ο ορθόδοξος αρχιεπίσκοπος Αμερικής Ιάκωβος μετέβη στη Σέλμα της Αλαμπάμα και στάθηκε δίπλα στον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ στη δεύτερη πορεία διαμαρτυρίας υπέρ των δικαιωμάτων των μαύρων, το Μάρτιο του 1965.

Εξάλλου, αν είμαστε Έλληνες, που ζούμε μέσα στην πολιτισμική μας παράδοση, δεν μπορούμε να είμαστε εθνικιστές. Φιλοπάτριδες ναι (δηλ. πατριώτες), αλλά όχι εθνικιστές.

Ο εθνικισμός είναι καρπός των προσπαθειών των δυτικοευρωπαϊκών λαών να απελευθερωθούν από τη φεουδαρχία και τις καταπιεστικές αυτοκρατορίες που έκλεβαν την ίδια τη ζωή τους. Εμείς το πρόβλημα αυτό το αντιμετωπίσαμε την εποχή της Τουρκοκρατίας, όμως μέχρι τότε (ή ακόμη και τότε) στον πολιτισμό και την ιστορία μας ανήκαμε για αιώνες σε μια κοινωνία πολυεθνική, τα μέλη της οποίας συνδέονταν με τις κοινές ηθικές αξίες και τα κοινά ιδανικά τους. Η κοινωνία αυτή ήταν η χριστιανική ρωμαϊκή αυτοκρατορία (ή «Ρωμανία», όπως ονομάστηκε τους τελευταίους αιώνες της ιστορίας της), δηλαδή αυτό που επικρατεί σήμερα να λέμε «Βυζάντιο».

Λόγω του ονόματος «Ρωμανία» (απ’ όπου και το όνομα της Ρουμανίας) όλοι εμείς, οι απόγονοι των «Βυζαντινών», χαρακτηριζόμαστε Ρωμιοί και το σύνολο όλων των λαών που κάποτε ήταν «βυζαντινοί» χαρακτηρίζεται Ρωμιοσύνη. Η Ρωμιοσύνη (η πολυτραγουδισμένη και από το Γιάννη Ρίτσο και το Μίκη Θεοδωράκη) είναι χριστιανική, αλλά όχι εθνικιστική. Ρωμιός είναι κάθε ορθόδοξος χριστιανός, όχι μόνο των Βαλκανίων, αλλά και της Τουρκίας (π.χ. ο άγιος Αχμέτ, που τον σκότωσε το οθωμανικό κράτος επειδή έγινε χριστιανός), της Συρίας, της Αιγύπτου, της Παλαιστίνης και πολλών άλλων λαών. Αυτό εξάλλου ήταν και το ιδεώδες του Ρήγα Φεραίου.

Όλοι αυτοί είμαστε ένα, όπως είμαστε ένα και με κάθε ορθόδοξο χριστιανό όλων των λαών, όπου γης (από την Ουγκάντα π.χ. ώς την Αλάσκα και φυσικά τη Ρωσία, την Ουκρανία κ.τ.λ. – γι’ αυτό και είναι διπλή η θλίψη μας για τον ρωσοουκρανικό πόλεμο). Μας ενώνει το κοινό ποτήριο της θείας μετάληψης, το οποίο δεν επιτρέπεται να μας στερεί κανείς, ούτε εν ονόματι του φόβου κάποιας πανδημίας, ούτε για κανένα λόγο.

Με τους λοιπούς χριστιανούς, και τους πιστούς των άλλων θρησκειών, δεν μας ενώνει το κοινό ποτήριο, αλλά φυσικά μας συνδέει η διδασκαλία του Ιησού Χριστού περί αγάπης προς όλους τους ανθρώπους – και αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε ποτέ, μα ποτέ.

Η Ρωμιοσύνη είναι «οικουμενική» (δηλ. τείνει να αγκαλιάσει όλους τους λαούς), αλλά συγχρόνως είναι αντίθετη με τον προσανατολισμό της σύγχρονης Παγκοσμιοποίησης, ο οποίος είναι πρωτίστως ιδιοτελής (ο καθένας κοιτάζει το συμφέρον του δηλαδή), βρίσκεται στα χέρια πανίσχυρων κέντρων οικονομικής και πολιτικής εξουσίας και φυσικά κάθε άλλο παρά στοχεύει στην προσέγγιση του ανθρώπου προς το Θεό, που είναι το σημαντικότερο στοιχείο και ο πιο επιθυμητός στόχος στη ζωή των χριστιανών.

Με πολιτικούς όρους, η Παγκοσμιοποίηση είναι αποικιοκρατική. Η Ρωμιοσύνη είναι το αντίθετό της.

Όσο για τη βία υπό όρους (με συνθήματα του τύπου «να τους κρεμάσουν στο Σύνταγμα» τους παιδεραστές, τους βιαστές, τους εμπόρους ναρκωτικών ή ακόμη και τους πολιτικούς), νομίζω πως είναι ξεκάθαρο ότι δεν ταιριάζουν σε ανθρώπους που συγχρόνως επιθυμούν να είναι ορθόδοξοι χριστιανοί. Φυσικά είναι απαραίτητη η καταδίκη, ο περιορισμός και η φυλάκιση των εγκληματιών, ιδίως των ενόχων για αποτρόπαια εγκλήματα! Όμως η καταδίκη αυτή δεν μπορεί να είναι εκδικητική και συγχρόνως να είμαστε και χριστιανοί. Πρέπει να αποσκοπεί στην προστασία της κοινωνίας και στο σωφρονισμό, δηλ. τη διόρθωση (αν και όπου είναι δυνατόν) των ίδιων των ενόχων.

Καταλαβαίνω πόσο δύσκολο είναι – υπεράνθρωπο! – να νικήσει κάποιος τη φυσική ροπή προς το μίσος και την εκδίκηση. Όμως ένας χριστιανός δεν πρέπει να είναι φυσικός άνθρωπος, αλλά υπερφυσικός. Πρέπει να είμαστε άνθρωποι που απογειώνονται από τη γη προς τον ουρανό, για να γίνουν άγγελοι – ακόμη περισσότερο από άγγελοι: να γίνουμε «τέκνα Θεού». Γι’ αυτό και ο Χριστός (ο μονογενής Υιός του Θεού) μας δίδαξε να λέμε το Θεό «Πάτερ ημών», σαν να είμαστε εμείς ο Χριστός, να είμαστε δηλαδή εμείς γιοι και θυγατέρες του Θεού. Ας το προσέξουμε αυτό και τουλάχιστον ας το τιμήσουμε.

Φωτογραφία: Ο επίσκοπος του Μπουρούντι και της Ρουάντα (Αφρικής) Ιννοκέντιος σε προσκύνημα Αφρικανών ορθοδόξων χριστιανών στα βουνά του Καυκάσου, προς τιμήν της αγίας Νίνας, που τον 4ο αιώνα έφερε το χριστιανισμό στη χώρα της Γεωργίας (από ορθόδοξο ιστολόγιο για την υπεράσπιση της Αφρικής: http://grforafrica.blogspot.com/2018/06/he-sunday-of-all-saints-sunday-after.html)




ΠΗΓΗ