Η συμμετοχή των λαϊκών στην εκλογή μητροπολιτών


 Τοῦ π. Ἀντωνίου Γ. Πινακούλα

Πότε ἀναδύεται καὶ ποιὸ εἶναι τὸ περιεχόμενό της; Ἀπάντηση σ’ αὐτὰ τὰ ἐρωτήματα μπορεῖ νὰ προέλθει μετὰ ἀπὸ προσεκτικὴ ἐξέταση ἐφαρμογῆς δύο βασικῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀρχῶν, ποὺ διέπουν τὴ δομὴ τῆς ἐπισκοπῆς.

Ἡ πρώτη εἶναι ἐκείνη βάσει τῆς ὁποίας κάθε ἐπισκοπὴ εἶναι πλήρης Ἐκκλησία, ποὺ ταυτίζεται μὲ ὁλόκληρο τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι δηλαδὴ ἡ «καθολικὴ Ἐκκλησία». Ἡ ἄλλη ἀρχὴ εἶναι ἐκείνη βάσει τῆς ὁποίας ὁλόκληρη ἡ ἐπισκοπὴ παρίσταται στὸ πρόσωπο, τοῦ ἐπισκόπου. Μέσα στὴν ἐπισκοπὴ ὑπάρχουν δύο τάξεις, ποὺ διακρίνονται μὲ σαφήνεια. Πρόκειται γιὰ τὴν τάξη τοῦ κλήρου καὶ τὴν τάξη τοῦ λαοῦ.

Ὁ ἐπίσκοπος ποιμαίνει τὴν ἐπισκοπή, ἔχοντας τὴ γνώμη τοῦ κλήρου πρὸ τῶν ἀποφάσεων καὶ τῶν ἐνεργειῶν του, καὶ ζητώντας τὴ συμφωνία τοῦ λαοῦ ἐκ τῶν ὑστέρων. Ἐνῷ δηλαδὴ ἀπὸ τὸν κλῆρο ζητᾶ consilium, ἀπὸ τὸν λαὸ ζητᾶ consensus. Οἱ ὅροι γνώμη καὶ συμφωνία δείχνουν τὸν περιορισμένο χαρακτήρα τῶν λειτουργιῶν ποὺ ἐκφράζουν.

Καὶ τοῦτο ἐπειδὴ ἡ παράσταση τῆς ἐπισκοπῆς στὸ πρόσωπο τοῦ ἐπισκόπου ὑπερβαίνει τὶς δύο αὐτὲς λειτουργίες καὶ ταυτόχρονα τὶς ὁλοκληρώνει. Ὁ ἐπίσκοπος εἰκονίζει τὴν ἐπισκοπή, ὅπως εἰκονίζει καὶ τὸν Χριστό. Ποιμαίνοντας τὴν ἐπισκοπὴ δὲν ἐνεργεῖ κατ’ ἐντολὴ ἤ ἔγκριση τῶν δύο τάξεών της, ἀφοῦ ἡ παράσταση τῆς ἐπισκοπῆς στὸ πρόσωπό του γίνεται δυνάμει τοῦ μυστηρίου τοῦ Χριστοῦ.

Τόσο ἡ γνώμη τοῦ κλήρου ὅσο καὶ ἡ συμφωνία τοῦ λαοῦ σημαίνουν ὅτι, ὅπως ὁ ἴδιος εἰκονίζει τὸ Χριστὸ χωρὶς νὰ τὸν καταργεῖ, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο εἰκονίζει τὴν ἐπισκοπὴ χωρὶς νὰ καταργεῖ τὶς δύο τάξεις της.

Στὴν περίπτωση ποὺ ἡ ἐπισκοπὴ εὑρεθεῖ χωρὶς ἐπίσκοπο, οἱ δύο τάξεις τῆς ἐπισκοπῆς ἐμφανίζονται σὲ μία ἔκτακτη καὶ συγκεκριμένη κατάσταση ποὺ ἀπαιτεῖ ὄχι τὴ γνώμη καὶ τὴ συμφωνία τους ἀλλὰ τὴ δίκη τους ἀπόφαση. Ὅταν ἡ ἐπισκοπὴ δὲν ἔχει ἐπίσκοπο, δὲν ὑπάρχει ὁ φορέας ἐκεῖνος, τοῦ ὁποίου οἱ ἀποφάσεις καὶ οἱ ἐνέργειες προϋποθέτουν τὴ γνώμη τοῦ κλήρου καὶ ἀποβλέπουν στὴ συμφωνία τοῦ λαοῦ.

Ἀντίθετα, οἱ δύο τάξεις εὐθύνονται γιὰ τὴν πλήρωση τῆς θέσης τοῦ ἐπισκόπου. Εἶναι ἀκριβῶς ἡ στιγμὴ ἐκείνη ποὺ ἀναδύεται ἡ εὐθύνη τους. Ὁ Μ. Βασίλειος, γράφοντας σὲ ἐκκλησίες τῆς μητροπολιτικῆς του δικαιοδοσίας καὶ ἀπευθυνόμενος στὶς δύο τάξεις τους, περιγράφει ὡς ἑξῆς τὶς εὐθύνες τους: «Αὐτὸν δὲ τὸν ποιμένα ἔργο μὲν δικό σας εἶναι νὰ τὸν ἀναζητήσετε, μὲ καθαρὲς τὶς ψυχές σας ἀπὸ κάθε φιλονικία καὶ φιλοπρωτία, ἔργο δὲ τοῦ Κυρίου νὰ τὸν ἀναδείξει». Σὲ ἄλλη περίπτωση ἀναφέρει: «Μὲ τὴν ἐπιστολή μας σᾶς ἐπισκεπτόμαστε, γιὰ νὰ συμμετάσχουμε τόσο στὸ λυπηρὸ γεγονὸς [ἐννοεῖ τὴν κοίμηση τοῦ ἐπισκόπου τους], ὅσο καὶ στὴ φροντίδα τοῦ ζητήματος, τὸ ὅποιο ἤδη ἐπιχειρεῖτε [ἐννοεῖ τὴν πλήρωση τῆς ἐπισκοπῆς]». Ἄρα λοιπὸν ὁ κλῆρος καὶ ὁ λαὸς ἔχουν ὑποχρέωση νὰ ἀναζητήσουν τὸν μέλλοντα ἐπίσκοπο.

Ποῦ λοιπὸν θὰ ἀναζητήσουμε καὶ πῶς θὰ βροῦ­με σήμερα τοὺς λαϊκοὺς ποὺ θὰ ἀποτελέσουν τὸ σῶμα ἐκεῖνο ποὺ θὰ συμμετέχει στὶς ἐκλογὲς τῶν ἐπισκόπων; Νομίζω ὅτι μποροῦμε νὰ βοηθηθοῦ­με σ’ αὐτό, ἐὰν ἐκμεταλλευτοῦμε τὰ σταθερὰ δεδομένα τῆς ἱστορίας τῆς συμμετοχῆς τῶν λαϊκῶν, ποὺ εἶναι: α) Νὰ εἶναι ἀπὸ ἐκείνους ποὺ συγκροτοῦν τὶς ἐκκλησιαστικὲς κοινότητες μαζὶ μὲ τὸν κλῆρο. Νὰ εἶναι δηλαδὴ κοινωνοῦντες σὲ βάση σταθερή, ὄχι πρόσκαιρα, τυχαῖα ἤ σπάνια. Καὶ β) νὰ εἶναι ἀπὸ τὰ μέλη ποὺ δείχνουν τὴν εὐθύνη τους στὴν κοινότητα τόσο μὲ τὴ δική τους συνείδηση τοῦ «ἀνήκειν» σ’ αὐτήν, ὅσο καὶ μὲ τὴν ἀναγνώριση τῶν ἄλλων μελῶν τῆς κοινότητας.

Καὶ τὰ δύο αὐτὰ χαρακτηριστικὰ τὰ βλέπουμε καθ’ ὅλη τὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας. Στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία ἀποκλείονταν τῆς συμμετοχῆς οἱ ἀκροώμενοι καὶ οἱ προσκλαίοντες, ἐνῷ στὴ συνέχεια οἱ συμμετέχοντες στὴν ἐκλογὴ ἦταν ὅσοι ἀναλάμβαναν τὶς πολιτικὲς εὐθύνες εἴτε ὡς «πρῶτοι τῆς πόλεως» εἴτε ὡς πολιτικοὶ ἄρχοντες. Καὶ τὰ δύο χαρακτηριστικὰ συμπίπτουν σήμερα στὰ πρόσωπα τῶν διακονούντων σὲ κάθε ἐνορία λαϊκῶν. Ἐννοῶ τὰ μέλη τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ συμβουλίου, τοῦ ἐνοριακοῦ φιλοπτώχου ταμείου, τῆς ἐπιτροπῆς νεότητος ἤ ἄλλων ἐπιτροπῶν, ὅπου ὑπάρχουν.

Δὲν θεωροῦνται διακονοῦντες μὲ αὐτὴ τὴν ἔννοια ἄλλοι λαϊκοὶ ποὺ ὑπηρετοῦν μὲ μισθό, ὅπως ψάλτες, νεωκόροι κ.λπ. Ἀντίθετα, θεωροῦνται διακονοῦντες λαϊκοὶ ποὺ ἀνήκουν στὴν ἐνορία καὶ διακονοῦν μὲ συγκεκριμένες εὐθύνες ἀνάλογα μὲ τὶς ἀνάγκες τῆς ἐνορίας, ὅπως κατηχητές, ὑπεύθυνοι φιλανθρωπικῶν καὶ νεανικῶν κέντρων, λαϊκοὶ ἱεροκήρυκες κ.λπ. Ὅλοι τους γνωρίζουμε ὅτι εἶναι ἄνθρωποι μὲ συνείδηση τοῦ «ἀνήκειν» καὶ ποὺ ἀναλαμβάνουν νὰ ὑπηρετήσουν σὲ μιὰ ἐποχὴ «κοινωνικῆς λιποταξίας», ὅπως εὔστοχα ἔχει ὀνομασθεῖ ἡ ἐποχή μας, ὅπου ἔχει μειωθεῖ ἡ διάθεση προσφορᾶς σὲ κάθε συλλογικὴ προσπάθεια.

Ἡ σχέση τους μὲ τὴν ἐνορία εἶναι σταθερὴ καὶ οὐσιαστική. Εἶναι κοινωνοῦντες, γνωρίζουν τὸν κλῆρο καὶ μποροῦν νὰ ἔχουν τὴν πιὸ ὑπεύθυνη γνώμη γιὰ τὸ ποιὸς πρέπει νὰ προταθεῖ ἐπίσκοπος.

Μὲ τὴ θέση καὶ τὶς ὑποχρεώσεις ποὺ ἀναλαμβάνουν οἱ διακονοῦντες μετέχουν ἤδη, ἔστω καὶ κατ’ ἐλάχιστο, σ’ αὐτὸ ποὺ εἶναι τὸ λειτούργημα τῆς ἐπισκοπῆς.

Ἂν καὶ τὸ σῶμα τῶν διακονούντων εἶναι ὑπαρκτό, γιὰ νὰ βρεῖ τὴ θέση του στὴν ἐκλογὴ τῶν ἐπισκόπων πρέπει νὰ θεσπισθοῦν ἐκεῖνα τὰ μέτρα ποὺ θὰ τὸ συγκροτήσουν καὶ θὰ δημιουργήσουν τὶς προϋποθέσεις συμμετοχῆς του. Κατὰ τὴ γνώμη μας αὐτὰ εἶναι:

– Σέ κάθε ἐνορία…ἀνοίγεται καὶ τηρεῖται βιβλίο διακονούντων. Σὲ αὐτὸ ἐγγράφονται αὐτεπάγγελτα μὲ εὐθύνη τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ συμβουλίου ἅπαντες οἱ διατελέσαντες μέλη συμβουλίου τῆς ἐνορίας ἤ τυχὸν ὑπεύθυνης ἄλλης ἄμισθης διακονίας γιὰ πέντε συνεχῆ τουλάχιστον ἔτη. Ὁ κατάλογος τῶν μελῶν ποὺ θὰ ἐγγραφοῦν ἀναρτᾶ­ται στὸν πίνακα ἀνακοινώσεων τοῦ Ναοῦ καὶ ἡ ὁριστικὴ ἐγγραφὴ γίνεται στὸ τέλος κάθε ἔτους. Γιὰ τυχὸν ἐνστάσεις ἀποφασίζει σὲ πρῶτο βαθμὸ τὸ ἐκκλησιαστικὸ συμβούλιο καὶ σὲ δεύτερο τὸ ἐπισκοπικὸ συμβούλιο.

– Συνίσταται γενικὴ συνέλευση τῶν διακονούντων τῆς ἐνορίας μὲ μέλη ἅπαντες τοὺς ἐγγεγραμμένους στὸ βιβλίο τῶν διακονούντων καὶ μὲ πρόεδρο τὸν πρόεδρο τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ συμβουλίου. Στὸ ἑξῆς τὰ μέλη τῶν συμβουλίων τῆς ἐνορίας ἐκλέγονται ἀπὸ τὴ γενικὴ συνέλευση τῶν διακονούντων καὶ διορίζονται ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο.

– Σὲ κάθε ἐπισκοπὴ τηρεῖται ἑνιαῖο βιβλίο διακονούντων τῆς ἐπισκοπῆς μὲ βάση τὰ βιβλία διακονούντων σὲ κάθε ἐνορία καὶ οἱ ἐγγεγραμμένοι σ’ αὐτὸ εἶναι ἅπαντες οἱ ἐγγεγραμμένοι στὰ βιβλία διακονούντων τῶν ἐνοριῶν.

– Τὸ σῶμα τῶν διακονούντων τῆς ἐπισκοπῆς καλεῖται, ὅταν πρέπει καὶ ἐκλέγει τὰ λαϊκὰ μέλη τοῦ ἐπισκοπικοῦ συμβουλίου, ὅπως ἀντίστοιχα καὶ οἱ κληρικοὶ ἐκλέγουν τοὺς κληρικοὺς-μέλη του.

– Σὲ περίπτωση χηρείας τῆς ἐπισκοπῆς καλεῖται τὸ σῶμα τῶν διακονούντων λαϊκῶν καὶ οἱ κληρικοὶ (πρεσβύτεροι-διάκονοι) καὶ μὲ βάση τὸν κατάλογο ὑποψηφίων ἐπισκόπων προτείνει μὲ μυστικὴ ψηφοφορία τρεῖς ὑποψηφίους πρὸς πλήρωση τῆς ἐπισκοπῆς.

– Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος ἐπιλέγει ἐκ τῶν προταθέντων τὸν ἐπίσκοπο, τὸν ὁποῖο καὶ χειροτονεῖ. Ἐννοεῖται ὅτι ἡ Ἱερὰ Σύνοδος μπορεῖ αἰτιολογημένα νὰ ζητήσει νέα πρόταση, ἐὰν θεωρήσει κάποιον ἐκ τῶν προταθέντων ἀκατάλληλο πρὸς χειροτονία γιὰ συγκεκριμένους λόγους.

Μὲ τὶς παραπάνω ρυθμίσεις δημιουργεῖται ἕνα εὐρὺ ἐκλογικὸ σῶμα λαϊκῶν καὶ κληρικῶν τῆς ἐπισκοπῆς, ποὺ δὲν εἶναι εὔκολο νὰ χειραγωγηθεῖ ἀπὸ φατρίες καὶ ὁμάδες. Ἐπίσης, ἐπειδὴ συγκροτεῖται μὲ ἐσωτερικὰ ἐκκλησιαστικὰ κριτήρια, δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ γίνει πεδίο πολιτικῶν-κομματικῶν ἀνταγωνισμῶν. Ἡ τυχὸν τοπικὴ διαπλοκὴ ἐξουδετερώνεται, ἀφοῦ προτείνονται τρία πρόσωπα καὶ ἡ ὁριστικὴ ἐκλογὴ ἀνήκει στὴν ὑπερτοπικὴ σύνοδο τῶν ἐπισκόπων. Ἡ ἐκλογὴ ἐπισκόπου σὲ μία ἐπισκοπὴ δὲν εἶναι καθημερινὴ ὑπόθεση, οὔτε γίνεται κατὰ τακτὰ χρονικὰ διαστήματα. Ἀντίθετα, εἶναι ἔκτακτο καὶ μὴ προγραμματιζόμενο γεγονὸς ποὺ συμβαίνει συνήθως μετὰ ἀπὸ ἀρκετὸ χρόνο. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο τὰ ἀποτελέσματα ἀπὸ πλευρᾶς σύνθεσης τῆς Ἱεραρχίας θὰ εἶναι σχετικὰ μακροπρόθεσμα. Στὸ ἐσωτερικὸ ὅμως τῆς ἐπισκοπῆς θὰ αὐξηθεῖ ἡ συμμετοχικότητα ἀμέσως μὲ πολὺ θετικὰ ἀποτελέσματα, ἀφοῦ θὰ διευρυνθεῖ ἡ εὐθύνη τῶν διακονιῶν.

Μία ρύθμιση τῆς ἐκλογῆς τῶν ἐπισκόπων μὲ τὸν παραπάνω τρόπο θὰ καταργήσει τὸ μονοπώλιο ποὺ ἀναφέραμε στὴν ἀρχὴ καὶ θὰ παύσει τὶς ἀποπροσανατολιστικές του λειτουργίες, ποὺ γεννοῦν τὶς κρίσεις ποὺ γνωρίζουμε. Θὰ ἀποκαταστήσει τὴν καθολικότητα-πληρότητα τῆς ἐπισκοπῆς, ποὺ εἶναι τόσο ἀναγκαία, γιὰ νὰ δημιουργηθοῦν προϋποθέσεις γνήσιας ἐκκλησιαστικῆς μαρτυρίας. Θὰ τὴν ἀπεγκλωβίσει ἀπὸ τὰ γρανάζια τῆς γραφειοκρατικῆς καὶ συγκεντρωτικῆς ὀργάνωσης, ποὺ μετατρέπει τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ ζωντανὸ ὀργανισμὸ σὲ μόρφωμα τοῦ κόσμου τούτου, ὅπου οἱ ἐπίσκοποι ἀπὸ εἰκόνες τῆς ἐπισκοπῆς τους μετατρέπονται σὲ ἐκπροσώπους τοῦ κεντρικοῦ ὀργάνου διοίκησης. Σ’ αὐτὰ τὰ πλαίσια ἡ πλήρωση τῆς ἐπισκοπῆς θὰ γίνεται εὐκαιρία, κατὰ τὴν ὁποία τὸ σύνολο τῶν ἐπισκόπων τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας θὰ ἔρχεται ἀρωγὸς καὶ συνδρομητὴς τῆς ἐπισκοπῆς καί, γιὰ νὰ παραφράσουμε τὸ ἀποστολικό, θὰ τὴ στηρίζει καὶ δὲν θὰ τὴν «κυριεύει» (Α΄ Πέτρ: 5, 3). Ταυτόχρονα ἡ ἐκλογὴ σὲ δύο ἐπίπεδα θὰ ἀποκατασταθεῖ καὶ ἡ διπλῆ ψηφοφορία ἀπὸ ξηρὸς τύπος θὰ βρεῖ τὸ νόημά της ὡς ἔκφραση τόσο τῆς αὐτοσυνειδησίας τῆς ἐπισκοπῆς ὅσο καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας.

Πηγή: Περιοδικὸν «Σύναξη» 97/2006 (Ἀποσπασματα)


ΠΗΓΗ