Παρασκευή 31 Μαρτίου 2023

Ὁμιλία γιὰ τὴν ἀληθινὴ Ἐξομολόγηση

 

Ἀπὸ τὸν Σεβ. Μητροπολίτη Λαρίσης καὶ Πλαταμῶνος κ. Κλήμεντα τὸ ἀπόγευμα τῆς Κυριακῆς Δ΄ Νηστειῶν, 13/26-3-2023, στὸν Ἱερὸ Ναὸ Ἁγίων ΙΒ’ Ἀποστόλων στὴν Λάρισα:

(Ἡ ὁμιλία διακόπτεται δυστυχῶς περίπου στὸ μέσον της, διότι ἡ ἐγγραφή της σταμάτησε ἐξ αἰτίας προφανῶς τεχνικοῦ προβλήματος)

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΥΣ ΔΙΩΓΜΟΥΣ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ (Β΄ ΜΕΡΟΣ)


Η ιουδαϊκή θρησκεία στο ρωμαϊκό κράτος

Η πρακτική της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας να σέβεται τις προγονικές θρησκείες και τελετές των λαών που κατέκτησε, ισχύει και στην περίπτωση του ιουδαϊκού λαού, με τη μοναδική μονοθεϊστική θρησκεία. Θα μπορούσε, μάλιστα, να θεωρηθεί, ότι η πρακτική αυτή στη συγκεκριμένη περίπτωση διευρύνθηκε, αφού, εκτός από τη θρησκευτική ιδιαιτερότητα σεβάστηκε και τους κανόνες για την καθημερινή ζωή των Ιουδαίων, που απέρρεαν από αυτήν. Σημειώνεται, ότι η στάση αυτή του ρωμαϊκού κράτους δεν αποτελούσε κατ’ εξαίρεση συμπεριφορά, διότι στη συνείδησή του επρόκειτο για έναν λαό, που κι αυτός είχε το δικαίωμα, όπως άλλωστε  όλοι οι λαοί της αυτοκρατορίας, να λατρεύει τον «εθνικό» του θεό, σύμφωνα με τα έθιμά του. Το γεγονός, λοιπόν, ότι η ιουδαϊκή θρησκεία ήταν η αρχαία και πατρογονική θρησκεία ενός λαού,την κατοχύρωνε και νομιμοποιούσε τη θέση της στη ρωμαϊκή αντίληψη των θρησκευτικών θεμάτων, εξασφαλίζοντάς της το προνόμιο της religio licita, επιτρεπόμενης, δηλαδή, θρησκείας.
Εκείνο, που ήταν υποχρεωμένοι από τη μεριά τους να κάνουν οι ιουδαίοι, ήταν να προσφέρουν θυσίες προς τιμήν του αυτοκράτορα και υπέρ της Ρώμης. Και το έκαναν, καθημερινά, με θυσία στον Ναό των Ιεροσολύμων και σχετικές προσευχές στις κατά τόπους συναγωγές.
Με δεδομένη και πάγια αυτήν τη συμπεριφορά της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, έναντι όλων των θρησκειών του τότε γνωστού κόσμου, εύλογα γεννιέται η απορία, γιατί η δεκτική και «ανεκτική» αυτή αυτοκρατορία και η κοινωνία της κράτησαν τόσο αρνητική στάση, όπως θα φανεί στη συνέχεια, απέναντι στους πιστούς της νέας για την εποχή θρησκείας, του χριστιανισμού. Γιατί δεν συνέβη το αναμενόμενο, όπως και με όλες τις άλλες θρησκείες;
Τί εμπόδισε στο να συμπεριληφθεί και ο Θεός των Χριστιανών στο ρωμαϊκό πάνθεο; Τί οδήγησε το ανεκτικό αυτό κράτος, στο να καταδιώξει τους ίδιους του τους υπηκόους και, κυρίως, πώς ένα κράτος, με τόσο ανεπτυγμένο το νομικό του σύστημα, στοιχειοθέτησε κάτι τόσο έξω από την αίσθηση του νόμου για ένα μέρος των πολιτών του; Γιατί κατέληξε ένα πανίσχυρο κράτος να καταδιώκει ομάδες ανίσχυρων και απροστάτευτων πολιτών του;
Οι απαντήσεις θα προκύψουν μέσα από την επισταμένη μελέτη των σχετικών παραμέτρων και δεδομένων. Μία, όμως, επισήμανση κρίνεται εξαρχής απαραίτητη: όταν γίνεται εδώ λόγος για θρησκευτική ανοχή, είναι προφανές ότι αυτό δεν μπορεί και δεν πρέπει να γίνεται αντιληπτό σύμφωνα με τη σύγχρονη αντίληψη της ανεξιθρησκίας και της ελευθερίας της συνείδησης, οι οποίες διαμορφώθηκαν ως έχουν, ύστερα από πρακτικές και εμπειρίες πολλών λαών, κατά τη διάρκεια πολλών αιώνων.

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ Ε΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

 

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ Ε΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

«Αὐτεξουσίως ἐξεδύθην, τῇ πρώτῃ μου παραβάσει, τῶν ἀρετῶν τήν εὐπρέπειαν· ἠμφιασάμην δέ ταύτην αὖθις, τῇ πρός με συγκαταβάσει, Λόγε Θεοῦ· οὐ παρεῖδες γάρ με τόν ἐν δεινοῖς παθήμασι καταστιχθέντα, καί λῃστρικῶς ὁδοπατηθέντα, ἀλλά τῇ παναλκεῖ σου δυναστείᾳ περιποιησάμενός με, ἀντιλήψεως ἠξίωσας, Πολυέλεε» (Στιχηρόν ἰδιόμελον ἑσπ., ἦχος πλ. δ΄).

(Μέ τή θέλησή μου ξεντύθηκα τήν ὀμορφιά τῶν ἀρετῶν, λόγω τῆς πρώτης  μου παράβασης, ἐνῶ τή φόρεσα καί πάλι, λόγω τῆς συγκατάβασης πρός ἐμένα, Λόγε Θεοῦ. Γιατί δέν μέ περιφρόνησες, ἐμένα πού γέμισα ἀπό τά στίγματα τῶν φοβερῶν παθῶν μου καί ρίχτηκα κάτω ἀπό τούς ληστές· ἀντίθετα μέ τήν παντοδύναμη ἐξουσία σου μέ φρόντισες καί μέ κατέστησες ἄξιο τῆς βοήθειάς Σου, Πολυέλεε».

Τό στιχηρό ἰδιόμελο, ἐπαναλαμβανόμενο δύο φορές λόγω τῆς σπουδαιότητάς του, συνιστᾶ μία σύντομη σύνοψη ὁλόκληρης τῆς πνευματικῆς ἱστορίας τῆς ἀνθρωπότητας. Μᾶς μεταφέρει στήν ἐποχή τῶν πρωτοπλάστων, οἱ ὁποῖοι χρησιμοποιώντας κακῶς τήν ἐλευθερία πού τούς ἐμπιστεύτηκε ὁ Δημιουργός («αὐτεξουσίως»), ἔδειξαν ἀνυπακοή πρός τόν λόγο Του, εἰσάγοντας ἑπομένως στή ζωή τους τήν ἁμαρτία (καί δι’ αὐτῆς τόν θάνατο, πνευματικό καί σωματικό). Ἀποτέλεσμα; Ἀπέβαλαν τό χαρισματικό ἔνδυμά τους, τή χάρη τῶν ἀρετῶν, καί ντύθηκαν τόν γεμάτο στίγματα χιτώνα τῶν παθῶν τους – σάν νά βρέθηκαν ποδοπατημένοι καί ριγμένοι στό χῶμα ἀπό ληστρική ἐναντίον τους ἐπιδρομή. Ἀλλ’ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ Πατέρα δέν τούς ἄφησε στήν κατάντια αὐτή· ἔστειλε τόν Υἱό καί Λόγο Του, τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, ὁ Ὁποῖος γενόμενος ἄνθρωπος προσέλαβε μέ τήν παντοδυναμία Του τόν τραυματισμένο καί ἡμιθανή ἄνθρωπο μέσα στόν ἑαυτό Του, τόν ἔκανε δικό Του κομμάτι - ἔγινε ἔνδυμα τοῦ ἀνθρώπου Αὐτός ὁ Ἴδιος: «ὅσοι γάρ εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε Χριστόν ἐνεδύσασθε» - τόν περιποιήθηκε καί τόν φρόντισε ὡς ἰατρός, τόν ἔσωσε. Ὁ ὑμνογράφος εἶναι σαφής: ὅλη ἡ ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας ἐμφαίνεται μέσα ἀπό τήν παραβολή τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτου.  Ὁ περιπεσών εἰς τούς ληστάς, ὁ ὁποῖος τραυματίστηκε θανάσιμα, εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού ἁμάρτησε καί ἁμαρτάνει, ἐνῶ Καλός Σαμαρείτης πού τόν σώζει εἶναι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός.


ΠΗΓΗ

Πέμπτη 30 Μαρτίου 2023

ΠΑΡΑΙΝΕΣΕΙΣ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΙΕΡΩΝΥΜΟΥ ΑΙΓΙΝΗΣ (23ον)

 





ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ

























ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΥΣ ΔΙΩΓΜΟΥΣ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ (Α΄ ΜΕΡΟΣ)

 

Ο ΛΙΘΟΛΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΜΑΡΤΥΡΑ ΣΤΕΦΑΝΟΥ
(Εθνική Πινακοθήκη)



Εννοιολογικά

Ο όρος, γενικά, σημαίνει το κυνήγι και την καταδίωξη. Με τη δεύτερη του έννοια αναφέρεται και στην Καινή Διαθήκη. Διωγμός ονομάζεται η αναταραχή και η καταδίωξη των χριστιανών αμέσως μετά τον μέχρι θανάτου λιθοβολισμό του πρωτομάρτυρα Στεφάνου από τους Ιουδαίους στα Ιεροσόλυμα: «έγένετο δi έν έκείνη τή ήμερα διωγμός μέγας» (Πρ. 6,11). Και αργότερα, διωγμός χαρακτηρίζεται η εκδίωξη των αποστόλων Παύλου και Βαρνάβα από την Αντιόχεια, με πρωτοβουλία πάλι των εκεί Ιουδαίων,οι οποίοι, μετά το κήρυγμα των Αποστόλων στην Συναγωγή της πόλης «παρώτρυναν» τις σεβόμενες και ευσχήμονες γυναίκες και τους πρώτους της πόλεως «καί έπήγειραν διωγμόν έπί Παύλον καί Βαρνάβαν καί έξέβαλον αυτούς από των ορίων αυτών» (Πρ. 13,50).
Με την ίδια έννοια, της εκδίωξης από έναν τόπο, χρησιμοποιείται και από τον απόστολο Παύλο, ως μία από τις δυσκολίες που συνάντησε και υπέστη κατά τη διάρκεια των ιεραποστολικών του ταξιδιών (π.χ„ Β' Θεσ. 1,4 και Β' Τιμ. 3,10-13).

Για τους πιστούς, το να υφίστανται διώξεις εξαιτίας των πεποιθήσεών τους, θεωρείται ως μία από τις συνέπειες του προπατορικού αμαρτήματος, που έχει τη μορφή «πολέμου», μεταξύ του Διαβόλου και των οπαδών του, των δυνάμεων του κακού, και των πιστών στον Θεό. Ενός πολέμου, που διατρέχει όλη την ανθρώπινη ιστορία και απορρέει από την αναγκαιότητα της συνεχούς επιβεβαίωσης της δυνατότητας που έχει ο άνθρωπος, γνωρίζοντας τις επιπτώσεις σε κάθε περίπτωση να επιλέγει διαρκώς με τίνος το μέρος θα είναι. Πρόκειται για την πιο δύσκολη εμπειρία που μπορεί να υπάρξει στη ζωή της Εκκλησίας, με την πιο ελπιδοφόρα, όμως προοπτική, εφόσον θεωρείται ότι θα προηγηθεί των εσχάτων, των γεγονότων, δηλαδή, που θα σημάνουν την οριστική ήττα των δυνάμεων του κακού και τον οριστικό θρίαμβο των πιστών, που υπέμειναν και άντεξαν τις δοκιμασίες. Λόγω αυτής της θεώρησης ο διωγμός, παρά το γεγονός ότι συνεπάγεται πόνους και θλίψεις, διαφέρει από τις θλίψεις, κατά τούτο: οι μεν θλίψεις προσβάλλουν όλους τους ανθρώπους, ακόμα και τους δίκαιους - υπό τη θεολογική έννοια του όρου - μερικές φορές, μάλιστα, ιδιαίτερα αυτούς, ακριβώς επειδή είναι δίκαιοι και μέσω των θλίψεων ο Θεός, στο σχέδιό του της σωτηρίας των ανθρώπων, αποβλέπει και στο να επαναφέρει, να εξαγνίσει, να βελτιώσει τους αμαρτωλούς, αλλά και να δοκιμάσει και να επιβεβαιώσει τους δίκαιους. Ενώ ο διωγμός είναι η πράξη κάποιου που επεμβαίνει στη ζωή των πιστών, με πρόθεση και σκοπό να τους απομακρύνει από τον Θεό μέσω των δυσκολιών που επινοεί, παρεμποδίζοντας, έτσι, την εξέλιξη του σχεδίου του Θεού για τη σωτηρία τους. 
Ο διωγμός ή οι διωγμοί στην ιστορική τους διάσταση είναι συνυφασμένοι με την ύπαρξη διαφοράς ισχύος ανάμεσα στους ανθρώπους, ουσιαστικά, μάλιστα, απορρέουν από αυτήν. Διώκει πάντα ο ισχυρότερος έναν λιγότερο ισχυρό ή ανίσχυρο, συγκρούεται με τον εξίσου ισχυρό. Το ερώτημα που προκύπτει από μια τέτοια διαπίστωση είναι, γιατί καταλήγει ένας ισχυρός να εμπλακεί σε διαδικασίες διωγμού, καταδίωξης κάποιου ανίσχυρου. Συνήθως, ο λόγο έγκειται στην επιθυμία διατήρησης της ισχύος και στη διαρκή ανάγκη της επιθυμίας αυτής να επιβεβαιώνεται, αλλά και στην υπεροψία που απορρέει από την κατοχή και τη διαχείρισή της. Βασικός όμως λόγος, που ο ισχυρός καταδιώκει τον ανίσχυρο, είναι επειδή, για κάποιον λόγο, νιώθει ότι απειλείται από αυτόν.

Η θρησκεία στην Ρωμαϊκή αυτοκρατορία


Στην περίπτωση που θα εξετάσουμε, δηλαδή του διωγμού των χριστιανών από τους Ρωμαίους, την εποχή που γεννιέται ο χριστιανισμός, η αυτοκρατορία της Ρώμης κατέχει το μεγαλύτερο κομμάτι του τότε γνωστού κόσμου, το πιο οργανωμένο, ισχυρό και πολιτισμένο. Διαθέτει εξαιρετική οργάνωση, στρατιωτική και πολιτική, κατασκευάζει τεχνικά έργα πρωτόγνωρα για το κοινό συμφέρον και, γενικά φροντίζει για την ευημερία της, κυρίως μέσω της ευημερίας των υπηκόων της. Από τις πιο σημαντικές, μέχρι και σήμερα ακόμη, παρακαταθήκες της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας είναι η πρωτόγνωρη και πρωτοποριακή - για ένα κράτος εκείνης της εποχής - αντίληψη περί νόμου και δικαίου, γεγονός που απέβη παράγοντας ευημερίας και ενότητας για την ίδια την αυτοκρατορία. Συνέπεια και αποτέλεσμά της υπήρξε το περίφημο ρωμαϊκό δίκαιο, ο κορμός όλων των κατοπινών δυτικών συστημάτων δικαίου. Το γεγονός αυτό, σχεδόν αυτόματα υποβάλλει το ερώτημα, πώς στοιχειοθέτησε νομικά τη θέση της η αυτοκρατορία στο θέμα του διωγμού ενός μέρους των υπηκόων της, των χριστιανών, συνάμα με το ερώτημα, γιατί προέκυψε, τελικά, θέμα διωγμού των χριστιανών.
Είναι και από άλλες ιστορικές περιπτώσεις γνωστός και αναμφισβήτητος ο ρόλος της θρησκείας, ως συνεκτικού δεσμού της κοινωνίας. Έτσι, και στην περίπτωση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, εκτός από τη διοικητική οργάνωση και τη δικαιϊκή της θεμελίωση και ανάπτυξη, ο παράγοντας που λειτούργησε καταλυτικά στην ενότητα και την σχετικά ειρηνική συνύπαρξη του μεγάλου αριθμού λαών και εθνοτήτων, που βρίσκονταν υπό την κυριαρχία των Ρωμαίων, ήταν η στάση που η αυτοκρατορία κράτησε απέναντι στις θρησκείες όλων.
Συγκεκριμένα, η Ρώμη, ακόμα και στο απόγειο της δόξας και της μεγαλύτερης εδαφικής έκτασής της, διατήρησε τη θρησκεία και τις τελετές των προγόνων της. Ωστόσο, στις δημόσιες τελετές της, θέση και τιμή είχαν εξίσου και αυτές των κατακτημένων λαών. Εκτός από την πολιτική σκοπιμότητα αυτής της πρακτικής, εφόσον έτσι διασκεδάζεται και ανακουφίζεται το συναίσθημα καταπίεσης του καταχτημένου και αποσοβούνται περιττές συγκρούσεις, διαφαίνεται και μια σκοπιμότητα θρησκευτική, συνάμα δε βαθιά ανθρώπινη: όσο περισσότερες θεότητες, δικές της και ξένες, φαίνεται ότι τιμά η αυτοκρατορία, τόσο μεγαλύτερη εύνοια και προστασία πιστεύεται ότι θα αποφέρει αυτό στη Ρώμη. Η στάση αυτή ενισχυόταν φυσικά από τον φόβο, τού πόσο επιζήμια για τα συμφέροντά της θα μπορούσε να σταθεί κάποια ασέβεια. Εξάλλου, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Gibbon, «τις διάφορες λατρείες οι λαοί είναι που θεωρούν ως εξίσου αληθινές, οι φιλοσοφίες ως εξίσου λαθεμένες και οι διοικήσεις ως εξίσου χρήσιμες.»
Το πρόβλημα για τους χριστιανούς φαίνεται να δημιουργείται από τη στιγμή που η κεντρική διοίκηση της αυτοκρατορίας, για λόγους προφανώς μη θρησκευτικούς, αποφάσισε να διευρύνει τον αριθμό των πολιτών της επικτείνοντας σταδιακά το δικαίωμα του «Ρωμαίου πολίτη» και σε υπηκόους της άλλων εθνοτήτων. Αυτό, εκτός από την φορολογική εξομοίωσή τους με τους Ρωμαίους πολίτες, πρακτικά σήμαινε γι’ αυτούς διπλή υπηκοότητα παράλληλα με την καινούρια που αποκτούσαν, τη ρωμαϊκή, διατηρούσαν και αυτήν της καταγωγής τους. Συνεπαγόταν, δε αυτόματα και την διπλή θρησκευτική τους υποχρέωση, τόσο προς τους προγονικούς θεούς της γενεθλιάς τους πόλης, όσο, κυρίως, προς τους θεούς της Ρώμης. Υπενθυμίζεται, πως πάντα και παντού μέχρι τότε, σε κάθε πόλη-κράτος, η λατρεία των θεών ήταν η βασική υποχρέωση των πολιτών της, συνεπώς καθήκον που συνδεόταν με τη δημόσια ζωή και όχι απόρροια των θρησκευτικών αναζητήσεων, πεποιθήσεων και επιλογών τους.
Στη Ρώμη, η δημόσια τιμή και λατρεία των θεών ήταν από τον νόμο υποχρεωτική. Συνεπώς, η άρνηση οποιουδήποτε πολίτη να συμμορφωθεί, σήμαινε καταρχήν απείθεια στους νόμους του κράτους, συνάμα δε και ασέβεια προς τους θεούς του και τιμωρούνταν ανάλογα. Από τη γενική αυτή στάση του ρωμαϊκού κράτους δεν εξαιρούνταν κανείς, ούτε φυσικά οι χριστιανοί πολίτες του. Γι΄ αυτό η άρνηση των χριστιανών να συμμετέχουν στη δημόσια λατρεία αποτέλεσε ένα από τα βασικότερα επιχειρήματα για τις κατηγορίες εναντίον τους, όπως θα φανεί στη συνέχεια. 
Δεν μπορεί να αμφισβητηθεί το γεγονός ότι η υποχρεωτική λατρεία των θεών της Ρώμης δημιούργησε έναν συνεκτικό δεσμό, που λειτούργησε ως στοιχείο ενότητας μεταξύ των πολυάριθμων λαών της αχανούς αυτοκρατορίας. Το στοιχείο αυτό έγινε εντονότερα ορατό με τη λατρεία του αυτοκράτορα, όταν, από τον Καίσαρα Αύγουστο και εφεξής, η αυτοκρατορική λατρεία και οι τελετές που συνδέονταν με αυτήν άρχισαν να παίρνουν όλο και πιο σημαντική θέση μέσα στη ρωμαϊκή θρησκευτική έκφραση.
Με αφορμή, μάλιστα, κάποιες ετήσιες σχετικές τελετές, οι αντιπρόσωποι των υποταγμένων πόλεων με την παρουσία τους σε αυτές, ουσιαστικά, υποδήλωναν και ανανέωναν την υποτέλεια και τη νομιμοφροσύνη τους προς τον αυτοκράτορα και την Ρώμη. Υπενθυμίζεται, εδώ, ότι στην Ρώμη το αξίωμα του ιερέα ήταν δημόσιο, κρατικό αξίωμα, οι ιερείς επιλέγονταν ανάμεσα από τους πιο επιφανείς συγκλητικούς, το αξίωμα δε του μέγιστου αρχιερέα (Pontifex maximus) συνειδητά, το αναλάμβανε ο ίδιος ο αυτοκράτορας. Το γεγονός αυτό από μόνο του συνδέει, και μάλιστα στενά, τη ρωμαϊκή θρησκεία με τη δημόσια διοίκηση, οπότε, εύλογα, η άρνηση συμμετοχής στη θρησκευτική λατρεία και τις σχετικές τελετές, εκτός από ασέβεια, εκλαμβάνεται και ως άρνηση υπακοής στην «ιεροποιημένη» δημόσια τάξη, συνεπώς και ως διατάραξη της δημόσιας τάξης, εξ ου και η κατηγορία της έσχατης προδοσίας εναντίον του οποιουδήποτε παραβάτη.

(Συνεχίζεται)




ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ





Τετάρτη 29 Μαρτίου 2023

Ερμηνεία τροπαρίων του Μεγάλου Κανόνος

 

Αρχιεπισκόπου Μύρων Ιωάννου του Λινδίου
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΡΟΠΑΡΙΩΝ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΚΑΝΟΝΟΣ [*]

 

ΤΡΟΠΑΡΙΟΝ ΙΒ' 

Ει και ήμαρτον, Σωτήρ,
αλλ' οίδα, ότι φιλάνθρωπος ει·
πλήττεις συμπαθώς
και σπλαγχνίζη θερμώς,
δακρύοντα βλέπεις,
και προστρέχεις ως πατήρ,
ανακαλών τον άσωτον.
 

ΕΡΜΗΝΕΙΑ 

Η αγάπη του Θεού, οπού έχει προς τον άνθρωπον, είναι τοσούτον πολλή και με­γάλη. ώστε οπού κάμνει και αυτούς τους αγίους Αγγέλους να εκπλήττωνται και να υπερθαυμάζωσι. Ταύτην δε την υπερβάλλουσαν θείαν αγάπην εννοώντας και ο προφητάναξ, θαυμαστικώς ανεβόησε πρός τον Θεόν λέγωντας· «Τι έστιν άν­θρωπος, ότι μιμνήσκη αυτού; Ή υιός ανθρώπου, ότι επισκέπτη αυτόν;» (Ψαλμ. η' 8). Όθεν αν είχε χώραν το πάθος του φθόνου αναμεταξύ εις την άυλον εκείνην και απαθή φύσιν των υπερκοσμίων και ουρανίων Δυνάμεων, δεν ήθελαν φθονήση βέβαια οι άγιοι Άγγελοι κανένα άλλο πράγμα περισσότερον, παρά μόνον τον αμαρτωλόν εκείνον, οπού μετανοεί με όλην του την ψυχήν και καρδίαν, και προστρέχει εις τον φιλάνθρωπον και φιλόστοργον πατέρα Θεόν με θερμά και κατανυκτικά δάκρυα. Διά τούτο και γί­νεται εις τους ουρανούς διά την επιστροφήν ενός αμαρτωλού μεγάλη χαρά και πανήγυρις, καθώς μας βεβαιώνει το θείον και ιερόν Εύαγγέλιον, και μάλιστα η πα­ραβολή του ασώτου, τον οποίον μόνον οπού είδεν ο ουράνιος πατήρ, ότι διελογίζετο καθ' εαυτόν λέγωντας· «Ας απέλ­θω προς τον πατέρα μου», δεν ανέμεινεν ο φιλόστοργος εκείνος πατήρ του ιδίου υιού την προς αυτόν επιστροφήν και επάνοδον, αλλ' ευθέως προλαβών έδραμε με ανοικτάς αγκάλας εις την τούτου θερμήν προϋπάντησιν. Και αφού γλυκέως τον κατεφίλησε και με ενδύματα φωτεινά τον εστόλισε, τότε παρευθύς σφάξας και τον σιτευτόν μόσχον, εποίησεν εκείνην την ημέραν δι' αυτόν μεγάλην εορτήν και πανήγυριν. Ω φιλανθρω­πίας μέγεθος, ω υπερβολή αγαθότητος! 

Έχωντας λοιπόν, αμαρτωλέ άνθρω­πε, τοιούτον πατέρα φιλεύσπλαγχνον και πανάγαθον, διά τι δεν μετανοείς από τας αμαρτίας σου; Διά τι δεν επιστρέφεις προς το πλούσιον αυτού έλεος; Διά τι αναβάλλης τον καιρόν με το αύριον και μεθαύριον; Μήπως και ηξεύρεις τι θέλει γένει έως την αύριον; Αν σε αρπάση ως κλέπτης ο θάνατος αύριον, τι θέλεις κάμει τότε, ταλαίπωρε; Εδώ μεν εις την παρούσαν ζωήν ο Θεός ως πανά­γαθος πλήττει και μαστίζει τους αμαρτάνοντας με άκραν του ελεημοσύνην και με πατρικήν του συμπάθειαν εκεί δε εις τον μέλλοντα αιώνα δεν πλήττει πλέον συμπαθώς τους αμετανοήτους, ουδέ σπλαγχνίζεται θερμώς τους πονηρούς και αδιορθώτους, αλλ' ως δίκαιος κριτής τους παραπέμπει ομού με τον Διάβολον εις το πυρ το αιώνιον, εις το σκότος το εξώτερον και εις τον κλαυθόν εκείνον τον απαράκλητον και απαραμύθητον. 

Προ του θανάτου λοιπόν, αγαπητέ, οπού σου χρησιμεύει, κατά πολλά η με­τάνοια, προ του θανάτου κλαύσον και δάκρυσον, διά να ιδή ο Θεός τα δάκρυά σου και να εξαλείψη με αυτά πάσας τας αμαρτίας σου. Προ του θανάτου πρόσδραμε εις τον ουράνιον Πατέρα σου, διά να σε προϋπαντήση και αυτός με την συνήθη φιλανθρωπίαν του, καθώς τότε και τον υιόν εκείνον τον άσωτον· προ του θανάτου βόησον, και ειπέ με κατάνυξιν προς τον φιλόψυχον Χριστόν και Σωτήρα σου: «Αγκαλά και ήμαρτον, Σώτέρ μου πολυέλεε, αλλά πάλιν ηξεύρω καλώτατα, ότι είσαι Δεσπότης μου αμνησίκακος και φιλάνθρωπος. Ελέησόν με λοιπόν, πολυεύσπλαγχνε Κύριε. Πλήξόν με εδώ συμπαθώς ως ιατρός ευσπλαγχνικός και πανάριστος. Με τας συμπαθητικάς σου πληγάς ίασαί με τον άθλιον. Ως τον άσωτον υιόν ανακάλεσαί με. Δεν έχω άλλην ελπίδα ο δείλαιος, ειμή μόνην την φιλανθρωπίαν και αγα­θότητα. Άνες μοι ουν, Κύριε, και μη συναπωλέσης με ταις ανομίαις μου, μηδέ τη­ρήσης τα κακά μου εις τον αιώνα τον μέλλοντα, μηδέ καταδικάσης με εν τοις κατωτάτοις τόποις του άδου κατά τας μυσαράς και βδελυράς πράξεις μου, αλλ' οίκτειρόν με ένεκεν του πλήθους του ελέους σου, και συγχώρησόν μοι διά το όνομά σου το άγιον. Ότι μόνος εσύ εί­σαι ο Θεός των μετανοούντων και Σωτήρ των αμαρτιόντων, και σοι την δόξαν και ευχαριστίαν και προσκύνησιν αναπέμπομεν εις αιώνα τον άπαντα».
 

 

ΤΡΟΠΑΡΙΟΝ Β'
Πρόσχες μοι
ο Θεός ως οικτίρμων
ιλέω όμματί σου
και δέξαι μου την θερμήν
εξομολόγησιν.
 

ΕΡΜΗΝΕΙΑ 

Φοβερόν πράγμα είναι, αγαπητοί, η αμαρτία. Ο άνθρωπος, οπού την πράτ­τει, δεν έχει ομμάτια να την ιδή με τελει­ότητα. Όταν βιασθή από τους κριτάς να την ομολογήση εις τα κριτήρια, πάσχει με μύριους τρόπους να την συγκαλύψη. Υποφέρει πολλάς τιμωρίας και βάσανα, μόνον διά να μη παρρησιασθή εις τα ομμάτια των ανθρώπων η αμαρτία του. Και τούτο διά τι τάχα; Διότι η αμαρτία, με το να είναι μία ύβρις ασύγκριτος εις τον μέγαν και φοβερόν των απάντων Κύριον, και ένα φαρμάκι άπειρον, οπού φαρμακεύει της θείας εκείνης και απεί­ρου ευσπλαγχνίας το ανεξάντλητον πέ­λαγος, ενεφύτευσεν εις αυτήν ο Θεός φυσικώς και ένα μίσος άπειρον, ώστε οπού να μην έχη ομμάτια να την βλέπη μηδέ εκείνος ο ίδιος, οπού την πράττει. Και με ένα λόγον, τόσον κατά πολλά ασυγκρίτως φοβερόν και τρομακτικόν πράγμα είναι η αμαρτία, οπού όλαις η ζωαίς των μυριάδων Αγγέλων και ανθρώπων αν εδίδοντο εις θάνατον, δεν ήθελαν δυνηθή εις το να την εξαλείψωσιν από τον κόσμον. Παρά μόνος ένας Θεός παντοδύναμος εδυνήθη να το κάμη τούτο με την διά σαρκός επί γης επιδημίαν του, με τα φρικτά πάθη του, και με τον σταυρικόν αυτού θάνατον. 

Όθεν όσαις φοραίς αμαρτάνει ο άν­θρωπος ύστερον από το άγιον Βάπτι­σμα, τόσαις φοραίς πάλιν ξανασταυρώνει και θανατώνει της δόξης τον Κύριον. Και παρακινεί τον Θεόν εις τόσην πολ­λήν οργήν και αγανάκτησιν, ώστε οπού, αν έλιπεν η θερμή εξομολόγησις και τα κατανυκτικά των αμαρτωλών δάκρυα, βέβαια ο Θεός ήθελεν εξαλείψη πάλιν από προσώπου της γης όλον το ανάστη­μα της ανθρωπίνης φύσεως. 

Των ολίγων λοιπόν μετανοημένων α­μαρτωλών η παντελής αποχή της αμαρ­τίας και η θερμή μετάνοια και διάπυρος αυτών εξομολόγησις, και των ενάρετων και αγίων ανθρώπων αι καθημεριναί δεήσεις και πρεσβείαι, οπού κάμνουν προς τον Θεόν υπέρ πάσης της ανθρωπότητος. καταπραΰνουσι την κατά των αμαρτανόντων φοβεράν οργήν του Κυ­ρίου, και προσέχει τω κόσμω ως οικτίρμων και πολυέλεος με όμμα ιλαρόν τε και ήμερον, αποδίδωντας εν καιρώ τω προσήκοντι τους ετησίους όμβρους, των αέρων την ευκρασίαν, της γης την καρποφορίαν και τας λοιπάς άλλας απεί­ρους ευεργεσίας του, όσαι αφορώσι προς σύστασιν του κόσμου και διαμονήν όλης της ανθρωπότητος. 

Και τούτο το έλεος γίνεται μόνον εν­ταύθα, έως οπού ζη ο άνθρωπος. Μετά δε την εντεύθεν αυτού αποβίωσιν, αν εξήλθεν εκ του βίου αμετανόητος, τότε τον απαντά μία εκδοχή φοβέρας κρίσεως, διά να δώση φρικτήν απολογίαν δι' όσα έπραξεν, είτε αγαθά, είτε φαύλα, έως και εις τα παραμικρά κινήματα της διανοίας του. 

Ταύτα λοιπόν εννοούντες, αγαπητοί μου, ας φρίξωμεν, ας τρομάξωμεν. Και όταν πλησιάζωμεν εις το μυστήριον της ιεράς Εξομολογήσεως, ας μην είμεθα απρόσεκτοι και ακατάνυκτοι, αλλ' ας παριστάμεθα μετά πολλού φόβου και τρόμου ως ενώπιον του φοβερού εκείνου Βήματος. Διότι εκείνην την ώραν, οπού εξομολογούμεθα τας αμαρτίας μας, έχομεν όλον τον χορόν των ουρανίων Αγγέ­λων και αρχαγγελικών Δυνάμεων, οπού μας ακροάζονται. Έχομεν και αυτόν τον μέγαν και φοβερόν Θεόν και ποιητήν πάσης της κτίσεως, οπού προσέχει εις την εδικήν μας εξομολόγησιν. Και ει μεν γίνεται με αλήθειαν, με κατάνυξιν και με καρδίας θερμότητα, καταπαύει ο Θεός τον καθ' ημών θυμόν του και την δικαίαν του αγανάκτησιν, και μας προσέχει εις το εξής με όμμα ίλεον, παρέχωντάς μας αοράτως με του Πνευματικού το στόμα και την των αμαρτιών μας συγχώρησιν, και την θείαν του αρωγήν και βοήθειαν, εις το να μένωμεν του λοιπού από τας παγίδας του Διαβόλου και από τα πεπυρωμένα βέλη της αμαρτίας αβλαβείς και απλήγωτοι. 

Ειδέ και δεν γίνεται με τούτον τον τρόπον η εξομολόγησίς μας, αλλά μόνον απλώς και ως έτυχε κατά συνήθειαν, ουαί ημίν, και μυριάκις ουαί, και αλλοίμονον. Διότι ο Θεός τότε περισσότερον αγριούται εναντίον μας, και έτι μάλλον καθ' ημών εξάπτει την δικαίαν του αγα­νάκτησιν. Όθεν διά να μη πάθωμεν ένα τοιούτον, και αποκτήσωμεν τον Θεόν εχθρόν ημών και πολέμιον και κατά πολ­λά εναντίον μας ωπλισμένον και οργιζόμενον, ας κάμωμεν τελείαν αποχήν από τας αμαρτίας μας. Ας τας εξομολογηθώμεν με κατάνυξιν και. θερμότητα, διά να έχωμεν και τον Θεόν ίλεων, και διά να επιτύχωμεν και της ουρανίου αυτού και αϊδίου μακαριότητος, εν Χριστώ τω Θεώ ημών, ω η δόξα εις τους αιώνας. Αμήν.
 

 

ΤΡΟΠΑΡΙΟΝ ΚΕ' 

Ου δάκρυα,
ουδέ μετάνοιαν έχω,
ουδέ κατάνυξιν·
 αυτός μοι ταύτα Σωτήρ,
ως Θεός δώρησαι.
 

 

ΕΡΜΗΝΕΙΑ 

Καθώς ο ήλιος λάμπει και φωτίζει της οικουμένης τα πέρατα, τοιαύτης λογής και η χάρις του Θεού ως άλλος πολύφωτος ήλιος λάμπει και φωτίζει τας καρ­δίας εκείνων, οπού είναι κεκαθαρμένοι από τα πάθη ψυχής τε και σώματος. Και εις οποίαν καρδίαν λάμπει η θεία χάρις, από εκείνην ως από πηγήν τινά αναβρύουσι και τα πνευματικά δάκρυα, τα οποία είναι ένας φανερός και αισθητός καρπός του αγίου Πνεύματος. Και περί των τοιούτων δακρύων δεν λέγει ο συγ­γραφεύς του παρόντος τροπαρίου, αλλά περί των άλλων δακρύων της μετανοίας και κατανύξεως, από τα οποία γεν­νώνται εκείνα τα πνευματικά δάκρυα, οπού είναι χαράς αφάτου παραίτια, και ένα σημείον της αγάπης του Θεού ολοφάνερον. 

Όθεν και τα πρώτα και τα δεύτερα δάκρυα είναι δώρον του Πνεύματος, ωσάν οπού τα μεν της μετανοίας καθαίρουσιν την ψυχήν του μετανοούντος από παντός μολυσμού σαρκός τε και πνεύματος, τα δε της αγάπης του Θεού δάκρυα την καθιλαρύνουσι, και την ευφραίνουσι με τρόπον άρρητον τε και ανεκλάλητον. Είναι δε και δάκρυα φυσικά, με τα οποία κλαίομεν τους αποθαμένους μας, και τας συμφοράς, οπού μας επισυμβαίνουσι. Και όταν δεν ημπορούμεν να κλαύσωμεν τας αμαρτίας μας με δά­κρυα μετανοίας και κατανύξεως, πρέπει να μιμώμεθα εκείνους τους κηπουρούς, οπού εγκεντρίζουσι τα άγρια δένδρα εις ήμερα. Και ενθυμούμενοι τους αποθαμένους μας, να κλαίωμεν με φυσικά δά­κρυα· και ευθύς οπού αρχίσουν οι ο­φθαλμοί μας να σταλάζωσι δάκρυα, με­ταφέροντες την ενθύμησιν εκείνην εις τας αμαρτίας μας, να εγκεντρίζωμεν τα φυσικά εις τα της μετανοίας δάκρυα· και μετανοούντες, να δυνάμεθα να κλαίω­μεν και τας αμαρτίας μας με δάκρυα κα­τανύξεως, καθώς προλαβόντες εκλαίομεν τους νεκρούς μας με δάκρυα φύσεως. 

Αλλά τούτο, οπού σε συμβουλεύω, αγαπητέ, είναι μία εδική μας μέθοδος, και τα δάκρυα, οπού προέρχονται από την εδικήν μας μέθοδον και επίνοιαν, αγκαλά και ωφέλιμα, πλην είναι προσω­ρινά, και ολιγοχρόνια, και τρόπον τινά αθεμελίωτα, και καθώς γίνονται, ούτω πάλιν και απογίνονται· τα δε εκ του Θεού δάκρυα, ως θείον δώρον, είναι στε­ρεά και αβίαστα· και μόνον, οπού ενθυμηθώμεν τας αμαρτίας μας, παρευθύς αβιάστως και εν ευκολία κλαίομεν. Και όποιος έλαβε παρά Θεού τούτο το δώ­ρον των δακρύων της μετανοίας και κα­τανύξεως, πρέπει να το φυλάττη με όλην του την δύναμιν, διά να μη του το φθείρη ή η αμέλεια, ή η πολλή παρρησία, ή τα άκαιρα γέλοια, ή η κενοδοξία και η φθοροποιός οίησις. 

Αλλά διά να λάβωμεν τούτο το δώρον των δακρύων των πνευματικών, πρέπει πρώτον μεν, να εισφέρωμεν και ημείς τα εδικά μας· ήγουν τον τρόπον και την μέθοδον οπού είπομεν ανωτέρω· δεύτερον δε, να το ζητώμεν επιπόνως και παρά Θεού με συνεχή δέησιν. Διότι η εδική μας μέθοδος και επίνοια μόνη χωρίς του Θεού την χάριν δεν κατορθώνει τίποτε. «Χωρίς εμού ου δυνασθε» λέγει ο Κύριος, «ποιείν ουδέν» (Ιω. ιε' 5)· και πάλιν: «Αιτείτε, και δοθήσεται υμίν· ζητείτε, και ευρήσετε» (Ματθ. ζ' 7). Αλλα πρέπει να ηξεύρωμεν, ότι ο Θεός δια τo αυτεξούσιον, οπού μας εχάριαε, δεν μας σώζει χωρίς να του ζητώμεν επιπόνως την σωτηρίαν μας· ουδέ μας δίδει τα εδικά του χαρίσματα, αν πρώτον ημείς δεν του προσφέρωμεν τα εδικά μας θελήματα και κινήματα. «Προηγουμένων μεν γαρ των ημετέρων, έπονται και τα παρά του Θεού», λέγει ο θείος Χρυσόστομος, «μη προηγουμένων δε των ημετέρων, ουδέ τα παρά του Θεού έψεται. Η γαρ χάρις, καν χάρις η, τους εθέλοντας και εκζητούντας αυτήν σώζει». 

Θέλεις να λάβης το χάρισμα της θερ­μής κατανύξεως άνωθεν; Κατανύγου πρώτον εσύ με βιαίαν κατάνυξιν, και τό­τε θέλεις λάβει παρά Θεού και την αβίαστον και θερμήν κατάνυξιν. Θέλεις να λάβης το χάρισμα της μετανοίας; Μετα­νόει εσύ πρώτον με εξωτερικήν μετάνοιαν αναστέναζε με βίαν· ύπαγε σωματικώς εις τον πνευματικόν πατέρα σου, εξομολογού συνεχώς με τα χείλη τας αμαρ­τίας σου, και τότε θέλεις λάβει και της καρδίας την θερμήν και κατανυκτικήν μετάνοιαν. Θέλεις να λάβης το θεοδώρητον χάρισμα των δακρύων; Βιάζου εσύ πρώτον να κλαίης με φυσικά δάκρυα τας αμαρτίας σου, καθώς κλαίεις και εις τας συμφοράς σου, και εις των συγγενών σου τον θάνατον, και τότε θέλεις λάβει και το χάρισμα των πνευματικών δακρύ­ων, διά να κλαίης αβιάστως και ευκόλως με μόνην την ψιλήν των αμαρτιών σου ενθύμησιν. Το ίδιον μεταχειρίζου και εις τα άλλα πνευματικά χαρίσματα· ήγουν δίδε εσύ πρώτον εις τον Θεόν τα σωμα­τικά και επίπονα, και τότε θέλει σου δώ­σει και ο Θεός τα πνευματικά και ακοπίαστα· δίδε εις τον Θεόν σωματικήν προσευχήν και ψαλμωδίαν, διά να σου δώση και ο Θεός πνευματικήν και ακο­πίαστον προσευχήν και ψαλμωδίαν, οπού να προσεύχεσαι με χαράν και κα­τάνυξιν, και να ψάλλης με πνευματικήν ευφροσύνην και αγαλλίασιν. Ομοίως δίδε ελεημοσύνην βιαζόμενος, διά να λάβης χάρισμα αβίαστου ευσπλαγχνίας και ελεημονητικής διαθέσεως· δίδε τα σωματικά, διά να λαμβάνης ως μισθόν τα πνευματικά· δίδε τα εδικά σου, διά να σου δίδη και ο Θεός τα εδικά του. «Προηγουμένων μεν γαρ των ημετέρων, έπονται και τα παρά. του Θεού, μη προηγουμένων δε των ημετέρων, ουδέ τα παρά του Θεού έψεται. Η γαρ χάρις, καν χάρις η, τους εθέλοντας και εκζητούντας αυτήν σώζει». Ης και τύχοιμεν εν Χριστώ τω Θεώ ημών· αυτώ η δόξα εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
 

 

ΤΡΟΠΑΡΙΟΝ Ι’ 

Γνώτε και ίδετε,
ότι εγώ ειμι Θεός,
ο ερευνών καρδίας
και κολάζων εννοίας,
ελέγχων πράξεις
και φλογίζων αμαρτίας,
και κρίνων ορφανόν
και ταπεινόν και πτωχόν.
 
 

ΕΡΜΗΝΕΙΑ 

Επειδή ο Θεός έπλασεν εκ χοός τον άνθρωπον και τον εστόλισε με λογικήν ψυχήν και αθάνατον, τον έκαμε προσέτι και αυτεξούσιον, και του έδωκε τόσον τον φυσικόν, όσον και τον γραπτόν και πνευ­ματικόν νόμον, διά να τον οδηγή εις τα ψυχωφελή και σωτήρια και να τον εμποδίζη από τα επιβλαβή και ολέθρια. Ό­θεν ο άνθρωπος ως αυτεξούσιος δεν εμποδίζεται παρά Θεού από του να πράξη ή να μη πράξη τα πονηρά και παράνο­μα· παιδεύεται όμως με διπλάς τιμωρίας ασυμπαθώς και μεγάλως, όταν τα πράττη με πολλήν ασυνειδησίαν και αθεοφοβίαν του. 

Η αιτία λοιπόν της παιδεύσεώς σου, ω αμαρτωλέ άνθρωπε, δεν είναι ο Θεός, οπού σε παιδεύει, διά να σε φέρη εις μετάνοιαν· αλλ’ είσαι εσύ ο ίδιος, οπού αμαρτάνεις, υβρίζωντας το πανάγιον αυ­τού όνομα. Διότι και ένας μεν από ακρασίαν και αφυλαξίαν του περιπίπτει εις μίαν βαρυτάτην ασθένειαν ο δε ιατρός διά να τον ιατρεύση, τον ποτίζει πικρά και φαρμακερά βότανα· κόπτει τας σάρ­κας του, καίει πολλάκις και τα σωματικά μέλη του, αλλ' ο ασθενής πονεί μεγάλως και βασανίζεται. Των πόνων λοιπόν και βασάνων, οπού πάσχει ο ασθενής εκεί­νος, τις είναι ο αίτιος; Ο ιατρός, οπού πικραίνει και καίει; Ή ο ασθενής, οπού πικραίνεται και καίεται; Ο ασθενής βέ­βαια· επειδή, αν αυτός από ακρασίαν και αφυλαξίαν του δεν ήθελε περιπέση εις την θανατηφόρον εκείνην ασθένει­αν, ο ιατρός ούτε τον επίκραινεν, ούτε τον έκαιε. 

Μηδείς λοιπόν πειραζόμενος και παιδευόμενος ας λέγη, ότι παρά Θεού πει­ράζομαι και παιδεύομαι. Ότι ο Θεός κανένα άνθρωπον ούτε πειράζει, ούτε παιδεύει, ως μόνος εύσπλαγχνος και πα­νάγαθος· αλλ' όποιος πειράζεται και παιδεύεται, αφ’ εαυτού του και πειράζε­ται και παιδεύεται. Διότι η δικαία του Θεού κρίσις εξομοιούται με του καθ’ ενός ημών την γνώμην και την διάθεσιν, και ό,τι λογής είναι η κατάστασίς μας, έτσι και μας δίδει ως κριτής δίκαιος και απαραλόγιστος. Όθεν ο Θεός ερευνά τα βάθη της καρδίας μας· και αν έχωμεν μέ­σα εις αυτήν αγαθάς εννοίας και ψυχω­φελή διανοήματα, κατ' εκείνα και μας ανταμείβει και εν τω νυν αιώνι, και εν τω μέλλοντι. Αν όμως είναι αι βουλαί και τα διανοήματα βλαβερά και θανατηφό­ρα και κολάσεως πρόξενα, εξ αυτών λαμβάνωντας, μας αντιβραβεύει εκ των ιδίων με τα ίδια. Και καθώς το πυρ, αν λάβη μεν εις του λόγου του αργύριον ή χρυσίον, το λαγαρίζει, το καθαρίζει και το λαμπρύνει θαυμασιώτατα, αν δε εκ του εναντίου λάβη ξύλα, ή χόρτον, ή καλάμην, τα κατακαίει και τα διαφθείρει με την καυστικήν του ενέργειαν, τοιου­τοτρόπως και ο Θεός είναι ένα πυρ άυλον και υπερούσιον, οπού εισερχόμενον μέσα εις την καρδίαν του ανθρώπου, αν εύρη μεν ως χρυσίον και αργύριον αγαθάς και θεοφιλείς εννοίας και σκο­πούς θεόφρονας, τους καταλαμπρύνει με διαυγάζουσαν της θείας του χάριτος έλλαμψιν αν εύρη δε ως ξύλα και χόρ­τον και καλάμην της ανυπόστατου κα­κίας βδελυρά και αχυρώδη νοήματα και σκοπούς ματαιόφρονας, τους κατακαίει και τους αφανίζει με την φθοροποιόν και δραστήριον ενέργειαν της θεϊκής του δυνάμεως. 

Και λοιπόν ο Θεός, ως μεν Θεός υπεράυλος και υπερούσιος, ερευνά τας καρ­δίας και τα λεπτά του νοός μας διανοή­ματα, και τα μεν αγαθά στερεώνει και χαριτώνει ως φιλάγαθος, τα δε πονηρά τιμωρεί και κολάζει ως μισοπόνηρος· ως δε πυρ άυλον, τας μεν αγαθάς πράξεις στερεώνει και φωτίζει με την φωτιστικήν του ενέργειαν, τας δε πονηράς και παρανόμους πράξεις ελέγχει και παρρησιάζει ενώπιον πάντων προς εντροπήν και καταισχύνην του πράξαντος, τας δε αμαρτίας καταφλογίζει και κατακαίει με την καυστικήν του και δραστήριον δύναμιν. Και ως κριτής δίκαιος, τους μεν ορφανούς κρίνει και δικαιώνει και επιστρέφει προς αυτούς το πατρικόν αυτών δίκαιον, οπού αδίκως διήρπασαν οι πλεονέκται και άρπαγες· τους δε τα­πεινούς και πτωχούς τω πνεύματι ανυ­ψώνει και πλουτίζει με την διανομήν των πνευματικών χαρισμάτων του, έκαστον κατά το ίδιον μέτρον της εν Χριστώ ταπεινώσεως και πνευματικής πτωχείας του. 

Ας γνωρίσωμεν λοιπόν και ημείς, α­γαπητοί, και ας ιδώμεν και με τους αι­σθητούς οφθαλμούς μας διά μέσου της ορατής κτίσεως, και με τους νοερούς οφθαλμούς της διανοίας μας διά μέσου της αοράτου δημιουργίας των υπερκοσμίων Δυνάμεων, ότι αυτός είναι μόνος ο Θεός ο παντοκράτωρ και παντοδύνα­μος· αυτός είναι μόνος ο παντέφορος ο­φθαλμός εκείνος, οπού εφορά και βλέπει τα σύμπαντα· αυτός είναι μόνος, οπού εξετάζει και ερευνά του καθ' ενός της καρδίας τα κρύφια και τα μυστικά και απόρρητα. Και ας μη πάσχωμεν με τους ασυλλογίστους διαλογισμούς της πλά­νης να τον παραλογίζωμεν, άλλα μεν έχοντες εις την καρδίαν μας, άλλα δε εις τα χείλη μας προς απάτην των απλουστέρων διά τα ίδια και επικερδή τέλη μας· αλλ' ας είναι οι λόγοι μας σύμφωνοι με τα διανοήματα της καρδίας μας. 

Και μάλιστα, όταν προσερχώμεθα εις την ιεράν εξομολόγησιν, ας μη λέγωμεν εις τον Πνευματικόν άλλα αντί άλλων, ψευδόμενοι, αλλ’ ας ομολογώμεν χωρίς εντροπήν άπασαν την αλήθειαν, διά να λαμβάνωμεν ως αληθεύοντες και των αμαρτιών ημών την συγχώρησιν· και όχι ως ψευδόμενοι να επισωρεύωμεν εις του λόγου μας οργήν περισσοτέραν και αγανάκτησιν παρά του ερευνώντος Θεού τα απόκρυφα βάθη της καρδίας μας· του κολάζοντος του νοός μας τα πονηρά διανοήματα· του ελέγχοντος τας μιαράς και ακαθάρτους πράξεις μας· του φλογίζοντος ασυμπαθώς τας αμετανόητους αμαρτίας μας· και ημάς μεν τους των αμαρτιών εργάτας παραπέμποντος εις κόλασιν αιώνιον, τους δε ορφανούς δικαιούντος και κρίνοντος δικαίως, ως δι­καίου υπάρχοντος, και τους ταπεινούς και πτωχούς τω πνεύματι ανυψούντος και μεγαλύνοντος και υπερπλουτίζοντος εις την ουράνιον βασιλείαν του, ης και ημάς επιτυχείν γένοιτο. Αμήν.


[*] Από το σπάνιο βιβλίο «Ερμηνεία του θείου και ιερού Μεγάλου Κανόνος του εν αγίοις πατρός ημών Ανδρέου αρχιεπισκόπου Κρήτης του Ιεροσολυμίτου, ερμηνευθέντος θείω ελέει παρά του αρχιεπισκόπου Μύρων της Λυκίας Ιωάννου του εκ της Λίνδου. Τόμος Α' περιέχων την πρώτην, δευτέραν και τρίτην ωδήν. Βιέννη 1796». Τα τροπάρια που δημοσιεύονται εδώ αναφέρονται κυρίως στην μετάνοια και την εξομολόγησι. Είναι δε τα εξής: το ιβ' της α' ωδής, το β' και κε' του α' ειρμού της β' ωδής και το ι' του β' ειρμού της β' ωδής.

Αγιορείτικη Μαρτυρία
Τριμηνιαία έκδοσις Ιεράς Μονής Ξηροποτάμου


ΠΗΓΗ


ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΣΕΡΒΙΑΣ: Δελτίο τύπου σχετικά με τον κρατικό τρόμο κατά της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας

 


                                                         Δελτίο τύπου

σχετικά με τον κρατικό τρόμο κατά της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας

Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας είναι, όπως είναι κοινώς γνωστό, η μόνη κανονική και νόμιμη Ορθόδοξη Εκκλησία στην Ουκρανία, και ταυτόχρονα η μεγαλύτερη θρησκευτική οργάνωση στη χώρα αυτή. Αναγνωρίζεται από όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες του κόσμου, καθώς και από όλες τις μη Χριστιανικές Εκκλησίες και ομολογίες, ενώ η μη κανονική, σχισματική δομή που, αν και αυτοαποκαλείται Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας, δεν έχει καν την πιο βασική ιδιότητες του εκκλησιαστικού, αναγνωρίζεται από τέσσερις μόνο Ορθόδοξες Εκκλησίες, οι οποίες από τον αριθμό των πιστών της αποτελούν ένα πολύ μικρό ποσοστό στην Ορθόδοξη οικουμένη. Φυσικά, ακόμα κι αν η αριθμητική δυσαναλογία ήταν υπέρ της μη κανονικής δομής, δηλαδή εις βάρος της κανονικής Εκκλησίας, δεν θα άλλαζε τίποτα στο οντολογικό επίπεδο: η Εκκλησία είναι η Εκκλησία και μία παράνομος παρασυναγωγή μπορεί να γίνει Εκκλησία μόνο με τη μετάνοια και την κανονική διαδικασία, ποτέ με το πάτημα της πένας κάποιου.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας δεν είναι ένα «πολεμικό μέρος» αλλά μια ζωντανή και ενεργή Εκκλησία του Θεού σε ενότητα πίστεως και λειτουργικής κοινωνίας με τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία και τις Ορθόδοξες Εκκλησίες γενικότερα. Οι πόλεμοι, δίκαιοι και άδικοι, γίνονται από κράτη και όχι από εκκλησίες. Η ίδια η αντιμετώπιση μιας Εκκλησίας ως εχθρού είναι τερατώδους χαρακτήρα λόγω του ότι τα μέλη των τραγικά αντιμαχόμενων μερών, αν είναι πιστοί, είναι πιστοί της ίδιας Εκκλησίας. Η Εκκλησία είναι πάντα υπέρ της ειρήνης, προσεύχεται συνεχώς για ειρήνη και κάνει ό,τι μπορεί για να αντικαταστήσει την έχθρα και το μίσος μεταξύ ανθρώπων και εθνών με τη φιλία και την αγάπη. Η Εκκλησία δεν χωρίζει τους ανθρώπους, προσπαθεί, στο όνομα του Θεού που είναι Αγάπη, να αγαπά τους πάντες και να φροντίζει ποιμαντικά για τη σωτηρία των ψυχών και της ζωής όλων εκείνων που χρειάζονται αδελφική αγάπη και βοήθεια.

Το καλύτερο παράδειγμα μιας τέτοιας στάσης και συμπεριφοράς μας δίνει η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας - ο πρώτος της ιεράρχης, ο Μακαριώτατος Μητροπολίτης Κιέβου και πάσης Ουκρανίας Ονούφριος, η επισκοπή, οι κληρικοί, οι μοναχοί και ο πιστός λαός της. Για το λόγο αυτό, η Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία κοιτάζει με βαθιά ανησυχία, θλίψη και αδελφική αγάπη τα «βάσανα των αγίων» (Αποκ. 14, 12· sr. 1, 9) στην Ουκρανία και τις πιέσεις, τη βία και τις διώξεις που η σημερινή κυβέρνηση της Ουκρανίας ασκεί με προσπάθειες κατά της κανονικής Εκκλησίας και συνεπώς κατά της πλειοψηφίας των πολιτών της, δεδομένου του γεγονότος ότι είναι η μεγαλύτερη θρησκευτική κοινότητα της χώρας. Οι διώξεις κορυφώθηκαν τις τελευταίες ημέρες με τη βίαιη κατάληψη ναών υπέρ της ψευδο-εκκλησιαστικής σχισματικής δομής, που έχει την ιδιότητα της ιδιόμορφης «κρατικής Εκκλησίας» και της άτυπης Ιεράς Εξέτασης. Έχει επίσης ανακοινωθεί η επικείμενη κορύφωση του τρόμου, ένα πιστό αντίγραφο της σοβιετικής δίωξης της Εκκλησίας – η εκδίωξη διακοσίων πενήντα μοναχών και εκατοντάδων καθηγητών και φοιτητών θεολογίας από τη Λαύρα Κιέβου-Πετσέρσκ, την αιωνόβια πνευματική πηγή και κέντρο του Η Αγία Ρωσία (Святая Русь), η κολυμβήθρα του ανατολικού σλαβικού χριστιανισμού και της Ορθοδοξίας στη σύγχρονη Ουκρανία, τη Ρωσία και τη Λευκορωσία.

Η Λαύρα Κιέβου-Πετσέρσκ με τα ιερά της δεν είναι μόνο σύμβολο και κέντρο της Ορθόδοξης Ουκρανίας και, ευρύτερα, του «ρωσικού κόσμου» (όπως κι αν ερμηνεύει κανείς αυτόν τον όρο), αλλά και μια ανεξάντλητη πηγή ζωογόνου πνευματικότητας για ολόκληρη την Ορθοδοξία . Επιπλέον, ο πνευματικός και πολιτιστικός θησαυρός της Λαύρας είναι ένα εξαιρετικά σημαντικό και ορατό στοιχείο όχι μόνο της Ουκρανίας και όλης της Ρωσίας, αλλά και του κόσμου ως πολιτιστικής κληρονομιάς. Υπό το πρίσμα αυτών των γεγονότων, η απόφαση της σημερινής κρατικής ηγεσίας της Ουκρανίας να εκδιώξει τον Μητροπολίτη Ονούφριο, τη μοναστική αδελφότητα και την πνευματική ακαδημία από τη Λαύρα δεν είναι τίποτε άλλο παρά συνώνυμο του τρομακτικού κρατικού τρόμου κατά της Εκκλησίας, καθώς και της σκληρής παραβίασης των θεμελιωδών δικαιωμάτων, της θρησκευτικής ελευθερίας και της ελευθερίας της συνείδησης γενικότερα. Η συμπεριφορά της ουκρανικής κρατικής ηγεσίας μαρτυρεί ότι ο πραγματικός -μάλλον απώτερος- στόχος της είναι να σβήσει την ιστορική μνήμη και όλα τα ίχνη της αρχικής Ορθοδοξίας στην Ουκρανία, προκειμένου να αλλάξει τον κώδικα και την ιστορική ταυτότητα που η Εκκλησία με κόπο έχτισε και διατήρησε ανά τους αιώνες, από τον άγιο Πρίγκιπα Βλαδίμηρο μέχρι σήμερα .

Νιώθοντας και γνωρίζοντας ότι η μόνη υπάρχουσα Ορθόδοξη Εκκλησία στην Ουκρανία, με αρχηγό τον Μητροπολίτη Κιέβου Ονούφριο, σηκώνει γενναία και ήρεμα τον σταυρό της και ανεβαίνει με ελπίδα στον Χριστό και στον Γολγοθά του, είμαστε βέβαιοι ότι ο Εσταυρωμένος και Αναστάς Κύριος – λόγω βαθιάς πίστης , η συγχώρεση και η αγάπη για όλους, ακόμα και για τους εχθρούς με δική τους επιλογή – θα δώσει δύναμη στην Εκκλησία Του να αντέξει όλα τα βάσανα που χρειάζεται και πρέπει να υπομείνει. Ταυτόχρονα, υψώνουμε τη φωνή μας με θρήνο ενάντια στη φοβερή αδικία, ενάντια στον κρατικό τρόμο κατά της Εκκλησίας στην Ουκρανία που «φωνάζει στον ουρανό». Ελπίζουμε ότι οι εκκλησίες και οι θρησκευτικές κοινότητες, καθώς και τα ιδρύματα και οι οργανώσεις που ενδιαφέρονται για την ειρήνη, τη δικαιοσύνη και κάποιο είδος τάξης στον κόσμο, θα καταδικάσουν την κατάφωρη παραβίαση των θρησκευτικών δικαιωμάτων και ελευθεριών στην Ουκρανία.

Προσευχόμενοι θερμά στον Κύριο για το τέλος του αδελφοκτόνου πολέμου στην Ουκρανία και για την εγκαθίδρυση της ευλογημένης ειρήνης όσο το δυνατόν συντομότερα, περιμένουμε με πίστη, ελπίδα και αγάπη τον θρίαμβο του Σταυρού και την Ανάσταση του Χριστού επί των δυνάμεων του σκότους, του κακού και του θανάτου. Προσκυνούμε τον Σταυρό Σου Χριστέ και γιορτάζουμε την αγία σου Ανάσταση.

Ο Σέρβος Πατριάρχης Porfirije,
πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου των Επισκόπων



ΠΗΓΗ