Ο ΛΙΘΟΛΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΜΑΡΤΥΡΑ ΣΤΕΦΑΝΟΥ
(Εθνική Πινακοθήκη)
Εννοιολογικά
Ο όρος, γενικά, σημαίνει το κυνήγι και την καταδίωξη. Με τη δεύτερη του έννοια αναφέρεται και στην Καινή Διαθήκη. Διωγμός ονομάζεται η αναταραχή και η καταδίωξη των χριστιανών αμέσως μετά τον μέχρι θανάτου λιθοβολισμό του πρωτομάρτυρα Στεφάνου από τους Ιουδαίους στα Ιεροσόλυμα: «έγένετο δi έν έκείνη τή ήμερα διωγμός μέγας» (Πρ. 6,11). Και αργότερα, διωγμός χαρακτηρίζεται η εκδίωξη των αποστόλων Παύλου και Βαρνάβα από την Αντιόχεια, με πρωτοβουλία πάλι των εκεί Ιουδαίων,οι οποίοι, μετά το κήρυγμα των Αποστόλων στην Συναγωγή της πόλης «παρώτρυναν» τις σεβόμενες και ευσχήμονες γυναίκες και τους πρώτους της πόλεως «καί έπήγειραν διωγμόν έπί Παύλον καί Βαρνάβαν καί έξέβαλον αυτούς από των ορίων αυτών» (Πρ. 13,50).
Με την ίδια έννοια, της εκδίωξης από έναν τόπο, χρησιμοποιείται και από τον απόστολο Παύλο, ως μία από τις δυσκολίες που συνάντησε και υπέστη κατά τη διάρκεια των ιεραποστολικών του ταξιδιών (π.χ„ Β' Θεσ. 1,4 και Β' Τιμ. 3,10-13).
Για τους πιστούς, το να υφίστανται διώξεις εξαιτίας των πεποιθήσεών τους, θεωρείται ως μία από τις συνέπειες του προπατορικού αμαρτήματος, που έχει τη μορφή «πολέμου», μεταξύ του Διαβόλου και των οπαδών του, των δυνάμεων του κακού, και των πιστών στον Θεό. Ενός πολέμου, που διατρέχει όλη την ανθρώπινη ιστορία και απορρέει από την αναγκαιότητα της συνεχούς επιβεβαίωσης της δυνατότητας που έχει ο άνθρωπος, γνωρίζοντας τις επιπτώσεις σε κάθε περίπτωση να επιλέγει διαρκώς με τίνος το μέρος θα είναι. Πρόκειται για την πιο δύσκολη εμπειρία που μπορεί να υπάρξει στη ζωή της Εκκλησίας, με την πιο ελπιδοφόρα, όμως προοπτική, εφόσον θεωρείται ότι θα προηγηθεί των εσχάτων, των γεγονότων, δηλαδή, που θα σημάνουν την οριστική ήττα των δυνάμεων του κακού και τον οριστικό θρίαμβο των πιστών, που υπέμειναν και άντεξαν τις δοκιμασίες. Λόγω αυτής της θεώρησης ο διωγμός, παρά το γεγονός ότι συνεπάγεται πόνους και θλίψεις, διαφέρει από τις θλίψεις, κατά τούτο: οι μεν θλίψεις προσβάλλουν όλους τους ανθρώπους, ακόμα και τους δίκαιους - υπό τη θεολογική έννοια του όρου - μερικές φορές, μάλιστα, ιδιαίτερα αυτούς, ακριβώς επειδή είναι δίκαιοι και μέσω των θλίψεων ο Θεός, στο σχέδιό του της σωτηρίας των ανθρώπων, αποβλέπει και στο να επαναφέρει, να εξαγνίσει, να βελτιώσει τους αμαρτωλούς, αλλά και να δοκιμάσει και να επιβεβαιώσει τους δίκαιους. Ενώ ο διωγμός είναι η πράξη κάποιου που επεμβαίνει στη ζωή των πιστών, με πρόθεση και σκοπό να τους απομακρύνει από τον Θεό μέσω των δυσκολιών που επινοεί, παρεμποδίζοντας, έτσι, την εξέλιξη του σχεδίου του Θεού για τη σωτηρία τους.
Ο διωγμός ή οι διωγμοί στην ιστορική τους διάσταση είναι συνυφασμένοι με την ύπαρξη διαφοράς ισχύος ανάμεσα στους ανθρώπους, ουσιαστικά, μάλιστα, απορρέουν από αυτήν. Διώκει πάντα ο ισχυρότερος έναν λιγότερο ισχυρό ή ανίσχυρο, συγκρούεται με τον εξίσου ισχυρό. Το ερώτημα που προκύπτει από μια τέτοια διαπίστωση είναι, γιατί καταλήγει ένας ισχυρός να εμπλακεί σε διαδικασίες διωγμού, καταδίωξης κάποιου ανίσχυρου. Συνήθως, ο λόγο έγκειται στην επιθυμία διατήρησης της ισχύος και στη διαρκή ανάγκη της επιθυμίας αυτής να επιβεβαιώνεται, αλλά και στην υπεροψία που απορρέει από την κατοχή και τη διαχείρισή της. Βασικός όμως λόγος, που ο ισχυρός καταδιώκει τον ανίσχυρο, είναι επειδή, για κάποιον λόγο, νιώθει ότι απειλείται από αυτόν.
Η θρησκεία στην Ρωμαϊκή αυτοκρατορία
Στην περίπτωση που θα εξετάσουμε, δηλαδή του διωγμού των χριστιανών από τους Ρωμαίους, την εποχή που γεννιέται ο χριστιανισμός, η αυτοκρατορία της Ρώμης κατέχει το μεγαλύτερο κομμάτι του τότε γνωστού κόσμου, το πιο οργανωμένο, ισχυρό και πολιτισμένο. Διαθέτει εξαιρετική οργάνωση, στρατιωτική και πολιτική, κατασκευάζει τεχνικά έργα πρωτόγνωρα για το κοινό συμφέρον και, γενικά φροντίζει για την ευημερία της, κυρίως μέσω της ευημερίας των υπηκόων της. Από τις πιο σημαντικές, μέχρι και σήμερα ακόμη, παρακαταθήκες της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας είναι η πρωτόγνωρη και πρωτοποριακή - για ένα κράτος εκείνης της εποχής - αντίληψη περί νόμου και δικαίου, γεγονός που απέβη παράγοντας ευημερίας και ενότητας για την ίδια την αυτοκρατορία. Συνέπεια και αποτέλεσμά της υπήρξε το περίφημο ρωμαϊκό δίκαιο, ο κορμός όλων των κατοπινών δυτικών συστημάτων δικαίου. Το γεγονός αυτό, σχεδόν αυτόματα υποβάλλει το ερώτημα, πώς στοιχειοθέτησε νομικά τη θέση της η αυτοκρατορία στο θέμα του διωγμού ενός μέρους των υπηκόων της, των χριστιανών, συνάμα με το ερώτημα, γιατί προέκυψε, τελικά, θέμα διωγμού των χριστιανών.Είναι και από άλλες ιστορικές περιπτώσεις γνωστός και αναμφισβήτητος ο ρόλος της θρησκείας, ως συνεκτικού δεσμού της κοινωνίας. Έτσι, και στην περίπτωση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, εκτός από τη διοικητική οργάνωση και τη δικαιϊκή της θεμελίωση και ανάπτυξη, ο παράγοντας που λειτούργησε καταλυτικά στην ενότητα και την σχετικά ειρηνική συνύπαρξη του μεγάλου αριθμού λαών και εθνοτήτων, που βρίσκονταν υπό την κυριαρχία των Ρωμαίων, ήταν η στάση που η αυτοκρατορία κράτησε απέναντι στις θρησκείες όλων.
Συγκεκριμένα, η Ρώμη, ακόμα και στο απόγειο της δόξας και της μεγαλύτερης εδαφικής έκτασής της, διατήρησε τη θρησκεία και τις τελετές των προγόνων της. Ωστόσο, στις δημόσιες τελετές της, θέση και τιμή είχαν εξίσου και αυτές των κατακτημένων λαών. Εκτός από την πολιτική σκοπιμότητα αυτής της πρακτικής, εφόσον έτσι διασκεδάζεται και ανακουφίζεται το συναίσθημα καταπίεσης του καταχτημένου και αποσοβούνται περιττές συγκρούσεις, διαφαίνεται και μια σκοπιμότητα θρησκευτική, συνάμα δε βαθιά ανθρώπινη: όσο περισσότερες θεότητες, δικές της και ξένες, φαίνεται ότι τιμά η αυτοκρατορία, τόσο μεγαλύτερη εύνοια και προστασία πιστεύεται ότι θα αποφέρει αυτό στη Ρώμη. Η στάση αυτή ενισχυόταν φυσικά από τον φόβο, τού πόσο επιζήμια για τα συμφέροντά της θα μπορούσε να σταθεί κάποια ασέβεια. Εξάλλου, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Gibbon, «τις διάφορες λατρείες οι λαοί είναι που θεωρούν ως εξίσου αληθινές, οι φιλοσοφίες ως εξίσου λαθεμένες και οι διοικήσεις ως εξίσου χρήσιμες.»
Το πρόβλημα για τους χριστιανούς φαίνεται να δημιουργείται από τη στιγμή που η κεντρική διοίκηση της αυτοκρατορίας, για λόγους προφανώς μη θρησκευτικούς, αποφάσισε να διευρύνει τον αριθμό των πολιτών της επικτείνοντας σταδιακά το δικαίωμα του «Ρωμαίου πολίτη» και σε υπηκόους της άλλων εθνοτήτων. Αυτό, εκτός από την φορολογική εξομοίωσή τους με τους Ρωμαίους πολίτες, πρακτικά σήμαινε γι’ αυτούς διπλή υπηκοότητα παράλληλα με την καινούρια που αποκτούσαν, τη ρωμαϊκή, διατηρούσαν και αυτήν της καταγωγής τους. Συνεπαγόταν, δε αυτόματα και την διπλή θρησκευτική τους υποχρέωση, τόσο προς τους προγονικούς θεούς της γενεθλιάς τους πόλης, όσο, κυρίως, προς τους θεούς της Ρώμης. Υπενθυμίζεται, πως πάντα και παντού μέχρι τότε, σε κάθε πόλη-κράτος, η λατρεία των θεών ήταν η βασική υποχρέωση των πολιτών της, συνεπώς καθήκον που συνδεόταν με τη δημόσια ζωή και όχι απόρροια των θρησκευτικών αναζητήσεων, πεποιθήσεων και επιλογών τους.
Στη Ρώμη, η δημόσια τιμή και λατρεία των θεών ήταν από τον νόμο υποχρεωτική. Συνεπώς, η άρνηση οποιουδήποτε πολίτη να συμμορφωθεί, σήμαινε καταρχήν απείθεια στους νόμους του κράτους, συνάμα δε και ασέβεια προς τους θεούς του και τιμωρούνταν ανάλογα. Από τη γενική αυτή στάση του ρωμαϊκού κράτους δεν εξαιρούνταν κανείς, ούτε φυσικά οι χριστιανοί πολίτες του. Γι΄ αυτό η άρνηση των χριστιανών να συμμετέχουν στη δημόσια λατρεία αποτέλεσε ένα από τα βασικότερα επιχειρήματα για τις κατηγορίες εναντίον τους, όπως θα φανεί στη συνέχεια.
Δεν μπορεί να αμφισβητηθεί το γεγονός ότι η υποχρεωτική λατρεία των θεών της Ρώμης δημιούργησε έναν συνεκτικό δεσμό, που λειτούργησε ως στοιχείο ενότητας μεταξύ των πολυάριθμων λαών της αχανούς αυτοκρατορίας. Το στοιχείο αυτό έγινε εντονότερα ορατό με τη λατρεία του αυτοκράτορα, όταν, από τον Καίσαρα Αύγουστο και εφεξής, η αυτοκρατορική λατρεία και οι τελετές που συνδέονταν με αυτήν άρχισαν να παίρνουν όλο και πιο σημαντική θέση μέσα στη ρωμαϊκή θρησκευτική έκφραση.
Με αφορμή, μάλιστα, κάποιες ετήσιες σχετικές τελετές, οι αντιπρόσωποι των υποταγμένων πόλεων με την παρουσία τους σε αυτές, ουσιαστικά, υποδήλωναν και ανανέωναν την υποτέλεια και τη νομιμοφροσύνη τους προς τον αυτοκράτορα και την Ρώμη. Υπενθυμίζεται, εδώ, ότι στην Ρώμη το αξίωμα του ιερέα ήταν δημόσιο, κρατικό αξίωμα, οι ιερείς επιλέγονταν ανάμεσα από τους πιο επιφανείς συγκλητικούς, το αξίωμα δε του μέγιστου αρχιερέα (Pontifex maximus) συνειδητά, το αναλάμβανε ο ίδιος ο αυτοκράτορας. Το γεγονός αυτό από μόνο του συνδέει, και μάλιστα στενά, τη ρωμαϊκή θρησκεία με τη δημόσια διοίκηση, οπότε, εύλογα, η άρνηση συμμετοχής στη θρησκευτική λατρεία και τις σχετικές τελετές, εκτός από ασέβεια, εκλαμβάνεται και ως άρνηση υπακοής στην «ιεροποιημένη» δημόσια τάξη, συνεπώς και ως διατάραξη της δημόσιας τάξης, εξ ου και η κατηγορία της έσχατης προδοσίας εναντίον του οποιουδήποτε παραβάτη.
(Συνεχίζεται)
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου