Έάν ή ομοίωση προς τό Θεό είχε δοθεί έν δυνάμει καί βρισκόταν
αυτόματα σέ φάση έναρξης στην εικόνα, προϋπέθετε δτι ό ίδιος ό Αδάμ θά ήθελε νά
την πραγματώσει όλοκληρωτικά ώστε νά φθάσει την τελείωσή του. Στην περίπτωση
αύτη ή ομοίωση προς τό Θεό, θά ήταν καρπός της συνεργασίας της ανθρώπινης
βούλησης με τή Χάρη του Θεού καί δε θά μπορούσε παρά νά είναι θεανθρώπινο έργο,
πού τό πραγματώνουν από κοινού ό Θεός καί ό άνθρωπος, ό στραμμένος προς Αυτόν.
Ό άνθρωπος διέθετε πλήρη ελευθερία. πού του επέτρεπε νά ενωθεί με τό Θεό καί εξ
αντιθέτου να αρνηθεί νά συνεργασθεί μ' Αυτόν γιά τήν πραγματοποίηση του σχεδίου
Του. Καί είχε αυτή τήν ελευθερία, γιατί ό Θεός ήθελε τήν τελείωση του καί είχε
έγχαράξει τήν εικόνα Του σ' αυτόν. Ό Θεός, ωστόσο, του είχε δώσει μία εντολή (Γέν. 2,16-17) γιά νά βοηθήσει νά χρησιμοποιήσει σωστά τήν έλευθερία του, ή
οποία εκδηλωνόταν μέσα στην όλη τελειότητα της αρχέγονης φύσης του καί στον
αληθινό σκοπό του. Η επιτέλεση της ελευθερίας γινόταν μέ τή διαρκή καί μοναδική
εκλογή του Θεού. Μέσω αυτής της εκλογής πού διατηρείτο σταθερή μέ τό
αυτεξούσιο, ό Αδάμ παγιωνόταν στό αγαθό όπου είχε δημιουργηθεί καί τό
οικειοποιούνταν όλο καί περισσότερο.
Σ' αυτή τήν αρχέγονη κατάσταση, όπου επιτελούσε τόν αληθινό
σκοπό της φύσης του, ό Αδάμ έδέετο διαρκώς στό Θεό, ευχαριστώντας καί
δοξάζοντας αδιάκοπα το Δημιουργό του σύμφωνα προς τό θέλημα Του. Καλλιεργώντας
στην ψυχή του τίς θείες σκέψεις καί τρεφόμενος μ' αύτές ζούσε μόνιμα σέ
κατάσταση θεωρίας του Θεού. Αναγνωρίζοντας τήν παρουσία των θείων ενεργειών στά
κτίσματα, αναγόταν, ανυψωνόταν διά μέσου των δημιουργημάτων προς τό Δημιουργό
καί τά αναβίβαζε ό ίδιος προς τό Θεό έν έαυτώ. Ό άνθρωπος είχε οριστεί
βασιλέας, επιτελώντας έτσι τή λειτουργία του ώς «μέσος Θεού καί ύλης γενόμενος» και εκπληρώνοντας τήν αποστολή, πού του είχε
ανατεθεί άπό τό Θεό δηλαδή «τά νοητά [Σ.τ.μ.: ορατά] καί τά αισθητά προς τούτοις
έν[ώσαι]» καί «κτιστήν φύσιν τή άκτίστω δι' αγάπης έν[νώσας] [...] εν ταύτόν
δεί[ξαι]». Βλέποντας διαρκώς τό Θεό σέ κάθε ύπαρξη, Τόν έβλεπε εξίσου
στον εαυτό του, καθώς «ικανή ή της ψυχής καθαρότης εστι καί τόν Θεόν δι' εαυτής
κατοπτρίζεσθαι». Μπορούσε ακόμη νά χαίρεται τή θέα του Θεού πρόσωπο προς
πρόσωπο. Ό Άγιος Αθανάσιος Αλεξανδρείας γράφει, ότι «ουδέν γάρ έχων έμπόδιον εις τήν περί του Θείου γνώσιν, θεωρεί
μέν άεί διά της αύτού καθαρότητος τήν του Πατρός εικόνα, τόν Θεόν Λόγον». Σ' αυτή τήν κατάσταση ό Αδάμ «τω σώματι έν τω θειοτάτω χώρω καί υπερκαλλεί [...]
αύλιζόμενος, τή ψυχή έν ύπερτέρω καί άσυγκρίτω καί περικαλλεστέρω τόπω διέτριβε
Θεόν έχων οίκον τόν ένοικον». Όλοι οι Πατέρες, επίσης, παρουσιάζουν τόν πρώτο
άνθρωπο νά διατηρεί μέ τό Θεό σχέσεις παρρησίας καί τό βιβλίο τής Γενέσεως τό
δείχνει επιπλέον μέ τήν καθημερινή συζήτηση μαζί Του σέ πλήρη ελευθερία μέσα
στόν παράδεισο. «Τήν Αύτού περιβεβλημένος χάριν» ζούσε σέ μιά μόνιμη κατάσταση έντονης πνευματικής
άπόλαυσης: οι Πατέρες υπενθυμίζουν σταθερά τό γλυκασμό, τήν τρυφή, τή χαρά, τή
μακαριότητα καί τήν ευδαιμονία, οι όποιες συνδέονταν μέ τή θεωρία του άνθρωπου
καί οδηγούσαν σέ στενή σχέση μέ τό Θεό. Σχέση, πού επέτρεπε στόν άνθρωπο νά
συμμετέχει στό ίδιο τό κάλλος της θείας ζωής. Κατά τό Μέγα Αθανάσιο, ό άνθρωπος
ζούσε «τον αληθινόν βίον», δηλαδή αυτόν γιά τόν οποίο πλάστηκε και ο οποίος
αποτελεί τό φυσιολογικό σκοπό τής αύθεντινής φύσης του.
Ή εσωτερική ενότητα του Αδάμ καί ή ενότητα του μέ όλες τίς
άλλες υπάρξεις διά μέσου τής αδιάκοπης θεωρίας του Ενός Θεού μέσα άπ' όλα τά
όντα απέκλειε κάθε ιδέα διαίρεσης ή διάσπασης. Τέτοια διαίρεση δέν υπήρχε ούτε
στόν ίδιο τόν άνθρωπο, ούτε μεταξύ του άνθρωπου καί τών ομοίων του ούτε μεταξύ
του άνθρωπου καί τών άλλων δημιουργημάτων, ούτε ανάμεσα στά άλλα δημιουργήματα.
Έπικρατούσε ειρήνη παντού καί κατά πάντα. Ό άνθρωπος ζούσε βίο «τήν έν παραδείσω άλυπον καί άνώδυνον καί άμέριμνον ζωήν»· «έχων τήν του δεδωκότος χάριν, έχων καί τήν ιδίαν έκ του
πατρικού Λόγου δύναμιν», ζούσε «τόν άπήμονα [...] βίον [Σ.τ.μ.: Ευτυχισμένη ζωή, άπαλλαγμάνη
άπό στενοχώριες καί φροντίδες]», σημειώνει ό Μέγας Αθανάσιος. Καί ό Ίερός
Αυγουστίνος συμπληρώνει ότι ό άνθρωπος δέν φοβόταν ιά κάποια εσωτερική νόσο,
καθώς ήταν σωματικά υγιής καί στην ψυχή είχε τέλεια άρμονία. Ό Άγιος Συμεών ό
Νέος Θεολόγος κλείνει μέ τήν παρατήρηση: «Πύρωσις δέ ή κίνησις ή γαστρός άλογος μανία καί όρεξις
ούδαμου έτι ήν, αλλ΄ήν αύτώ ζωή άστασίαστος καί άλυπος διαγωγή». Μέσα στόν Παράδεισο ό άνθρωπος είχε «σώας [...] τάς αισθήσεις καί έστηκυίας έν τώ φυσικώ», «ών έν
τώ κατά φυσιν καθώς καί έκτίσθη», «καί ήν έν θεωρία του Θεού». Ό Αγιος Γρηγόριος Νύσσης σημειώνει ότι «ήν έν υγεία ποτέ [Σ.τ.μ.:
πρίν τήν πτώση] νοητή τό άνθρώπινον, οίον τίνων στοιχείων, τών τής ψυχής λέγω
κινημάτων, κατά τόν τής αρετής λόγον ίσοκρατώς έν ήμίν κεκραμένων». Η κατάσταση του άνθρωπου στόν παράδεισο
εμφάνιζε, κατ' αυτό τόν τρόπο, όλα τά στοιχεία τής υγείας: ό άνθρωπος ζούσε
σύμφωνα μέ τήν αρχέγονη φύση του, αγνοούσε κάθε μορφή ασθένειας, τόσο ψυχικής
όσο καί σωματικής, καί ζούσε βίο εντελώς φυσιολογικό, σύμφωνο μέ τή φύση του
καί τον πραγματικό σκοπό της.
Μέ τό προπατορικό αμάρτημα, ό Αδάμ έξετράπη άπό τό δρόμο, πού
ό Θεός τόν είχε τοποθετήσει κατά τή δημιουργία του. Ό άνθρωπος απώλεσε τό
στόχο, πού ή ίδια ή φύση του διόριζε. Ή ύπαρξή του σταμάτησε να τείνει «εν παντί»
προς το Θεό, όλες οι δυνάμεις του έπαψαν ν' ανοίγονται στην άκτιστη χάρη του
Θεού, ό καθρέπτης τής ψυχής του σκοτίστηκε καί δέν αντανακλούσε πιά τό
Δημιουργό Του. Καθώς ο Αδάμ διέκοψε τήν κοινωνία μέ τήν Πηγή τής κάθε
τελειότητας, οι αρετές του μαράθηκαν καί έχασε τήν ομοίωση προς τό Θεό, πού
είχε αρχίσει νά πραγματώνει άπό τή στιγμή τής δημιουργίας του. Ή εικόνα του
Θεού δέ χάνεται, υφίσταται στόν πεπτωκότα άνθρωπο' άλλα είναι αλλοιωμένη καί
συνεσκιασμένη δέν αναπτύσσεται πιά διά μέσου τής ενεργού ένωσης του άνθρωπου μέ
τό Θεό καί δέ βρίσκει τήν εκπλήρωσή της στην πραγμάτωση της ομοίωσης, πού είναι
ό αληθινός προορισμός της. Ένώ ή πορεία του άνθρωπου προς τήν τελειότητα μέσα
στό Φως τοϋ Πνεύματος τόν έκανε νά φεγγοβολεί, ξαφνικά τό αμάρτημα τόν
έσκότισε. Ό άνθρωπος άπό τότε λησμονει τήν αυθεντική φύση του, αγνοεί τόν
πραγματικό προορισμό του, δέ γνωρίζει πλέον τήν πραγματική ζωή καί χάνει σχεδόν
κάθε αίσθηση τής προπτωτικής υγείας.
Μόνο με τη Σάρκωση του Χριστού, ή ανθρωπότητα
άποκαθίσταται πλήρως στην προπτωτική φύση της καί ο άνθρωπος ξαναβρίσκει τη
δυνατότητα νά πραγματώσει την τελειότητα, γιά την οποία ό Δημιουργός τόν
προόρισε. Ό Χριστός, γενόμενος τέλειος άνθρωπος, χωρίς νά πάψει νά είναι Θεός,
ξαναδίνει στην ανθρώπινη φύση την πληρότητα καί την ακεραιότητα της προπτωτικής
τελειότητας της, ή οποία οδηγεί στην πραγμάτωση της. Αυτό γίνεται με τήν ένωση
τής θείας φύσης Του μέ τήν ανθρώπινη φύση στό πρόσωπο του Θεού λόγου. Νά λοιπόν
πώς μέ τόν ίδιο τό Θεό στό πρόσωπο του Υιού Του, γίνεται μέ άμεσο τρόπο
πραγματικότητα καί αποκαλύπτεται σέ δλους ό έσχατος προορισμός του ανθρώπου, ή
τελείωση τής φύσης του δταν ενώνεται μυστικά καί πλήρως μέ τό Θεό. Ό Αδάμ ήταν
απλώς «τύπος του μέλλοντος» (Ρωμ. 5,14), καθώς έχασε τόν τελικό προορισμό του:
ό Χριστός φανερώνει τήν εκπλήρωση τής υπόσχεσης, τήν είσοδο στην κατάσταση τής
τελειότητας. Ό άγιος Νικόλαος Καβάσιλας γράφει: «τόν άληθινόν άνθρωπον καί
τέλειον, [... πρώτος καί μόνος έδειξεν ό Σωτήρ» «Εικών του Θεού του αοράτου»
(Κολ. 1,15), «απαύγασμα τής δόξης καί χαρακτήρ τής υποστάσεως αυτού» (Έβρ.
1,3), ό Χριστός είναι αυτός, στον οποίο «κατοικεί παν το πλήρωμα τής θεότητος
σώματικώς» (Κολοσ. 2,9). Αποκαλύπτει τό βαθύ νόημα της δημιουργίας του άνθρωπου
κατ' εικόνα καί καθ' ομοίωση του Θεου: στην ανθρώπινη φύση Του εκδηλώνεται ή
θεία φύση, συνδεδεμένη μέ τήν ανθρώπινη άχωρίστως καί ασυγχύτως. Είναι τό ορατό
πρότυπο καί τό πλήρωμα του «καινού άνθρωπου» (Έφεσ. 2,1ί), στο οποίο η
πεπτωκυία ανθρωπότητα καλείται νά ανακαινισθεί. Ό όλος άνθρωπος προσκαλείται νά
γίνει σύμμορφος τής εικόνας του καινού άνθρωπου (Ρωμ. 8,29) καί ν' αποκτήσει
τήν ομοίωση μ' Αύτόν. Ό Χριστός έρχεται μέ τή διπλή Του φύση ώς Θεάνθρωπος, νά
επιβεβαιώσει ότι ό άνθρωπος είναι προορισμένος νά είναι άνθρωπος θεός: «Ό Θεός
γάρ ένηνθρώπησεν, ίνα ημείς θεοποιηθώμεν», διακηρύσσουν οι Πατέρες. Έν Χριστώ,
ό Θεός Αύτοαποακαλύπτεται στον άνθρωπο ώς κανόνας γιά τήν τελειότητα καί τόν
προορισμό του: α) του δείχνει κατά προφανή τρόπο ότι ή φύση του είναι
θεανθρώπινη, β) του αποκαλύπτει ότι είναι τέλειος άνθρωπος μόνο όταν ενώνεται
με το Θεό, καθώς στό πρόσωπο το Χριστού, ή ανθρώπινη φύση γίνεται τέλεια λόγω
τής ενωσής Της μέ τή θεία φύση-, καί ότι μόνο μέ τήν ομοίωσή του μέ τό Χριστό
μπορεί ό άνθρωπος νά πραγματώσει στην ύπαρξη του τή θεανθρώπινη τελειότητα. Ο
άνθρωπος είναι πραγματικά άνθρωπος, μόνο όταν είναι θεός έν Χριστώ.
Ό Χριστός
αποκαλείται δεύτερος Αδάμ, όχι γιατί έφερε στον άνθρωπο μιά άλλη φύση καί ένα
άλλο προορισμό, σέ σχέση μέ τή φύση καί τόν προορισμό, πού είχαν δοθεί στον
πρώτο Αδάμ, άλλα γιατί έρχεται νά πραγματώσει έν Έαυτώ, αυτό που ο Αδάμ είχε
χάσει τη δυνατότητα επιτέλεσης εξαιτίας του αμαρτήματος Του. Οι Πατέρες
καταφάσκουν ότι ό Αδάμ δημιουργήθηκε κατ' εικόνα του Λόγου, του Λόγου του Θεού·
επιβεβαιώνουν ότι τό ίδιο μυστήριο, τής δημιουργίας του άνθρωπου κατ' εικόνα
του Λόγου, συνδέεται καί πάλι μέ τό μυστήριο τής υιοθεσίας του ανθρώπου ώς
υιού, άπό τό Θεό, στό πρόσωπο του Υιού Του. Αφότου δημιουργήθηκε ό άνθρωπος,
ένας καί μόνο ένας φυσιολογικός σκοπός υπήρχε γι' αυτόν: ή ομοίωση μέ τό
Χριστό, -τόν κανόνα τής τελείωσης τής φύσης του-, ή οποία μέ τή Σάρκωση του
Χριστοϋ αποκαλύφθηκε πλήρως καί σαφώς. Ό άνθρωπος δημιουργήθηκε ώς λογική
ύπαρξη, δηλ. έλλογη, άλλα βασικότερα ώς ύπαρξη χριστολογική, όπου λογικός κατά
τους Πατέρες σημαίνει σύμμορφος του Λόγου, του Λόγου του Θεού. Οι Πατέρες θά
προχωρήσουν περαιτέρω έως ότου επιβεβαιώσουν ότι ό άνθρωπος δημιουργήθηκε όχι
μόνο κατ' εικόνα του Λόγου ώς Θεού, άλλα κυρίως κατ' εικόνα του σαρκωθέντος
Λόγου, του Θεανθρώπου Χριστού· ό άνθρωπος, διευκρινίζουν, έχει άπό τή
δημιουργία του ώς σκοπό, -διαμέσου τής φύσης του-, νά τείνει κατά πάντα τήν
ύπαρξη του στην ενεργή ομοίωση μέ τό Χριστό. Ό άγιος Νικόλαος Καβάσιλας γράφει
σχετικά: «Διά τόν καινόν άνθρωπον άνθρώπου φύσις συνέστη τό έξ αρχής, καί νους καί
επιθυμία προς Εκείνον κατεσκευάσθη· καί λογισμόν έλάβομεν ίνα τόν Χριστον
γινώσκωμεν, έπιθυμίαν ίνα προς Εκείνον τρέχωμεν· μνήμην έσχομεν ίνα Εκείνον
φέρωμεν· έπεί καί δημιουργουμένοις, αυτός άρχέτυπον ήν. Ού γάρ ό παλαιός του
καινού, άλλ' ό νέος Αδάμ του παλαιού παράδειγμα (πρβλ. Ρωμ. 5,14). [...] Ώς
ένεκα γε τής φύσεως αυτής άρχέτυπον ό παλαιός Αδάμ ημίν άν είη, τοις πρότερον
εκείνον έπισταμένοις· ω δέ πάντα πρίν είναι πρό τών οφθαλμών ό πρεσβύτερος του
δευτέρου μίμημα, καί κατά τήν ιδέαν εκείνου καί τήν εικόνα πέπλασται» (ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΑΒΑΣΙΛΑΣ,
Εν Χριστώ ζωή, 6, 91-93, PG. 150, 680). Σέ άλλο σημείο ό άγιος Νικόλαος Καβάσιλας αναφέρει ότι ό «άνθρωπος προς τόν Χριστόν ίεται, ού διά
τήν θεότητα μόνον, [...] άλλα καί τής φύσεως ένεκα τής ετέρας [Σ.τ.μ.: Δηλαδή
τής ανθρώπινης φύσης, τήν όποία προσέλαβε σαρκούμενος ό Θεός Λόγος]». Στό ίδιο πνεύμα κινούμενος ό άγιος Γρηγόριος ό Παλαμάς
διδάσκει ότι «ουκούν καί ή άπ αρχής παραγωγή του άνθρώπου δι' αυτόν, κατ' εικόνα
πλασθέντος του Θεού, ίνα δυνηθη ποτέ χωρησαι τό άρχέτυπον καί ό έν τω παραδείσω
παρά Θεού νόμος δι' αύτόν»(ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, Ομιλία 60,
20 ΕΠΕ, τόμ. 11, σ. 532).
Κατ' αυτό τόν τρόπο αποδεικνύεται ότι ό Χριστός είναι
αϊδίως [Σ.τ.μ.: ανέκαθεν, χωρίς αρχή, άπό πάντα] ή αρχή καί τό τέλος (Α' Κορ.
8,6· Αποκ. 22,13) τής ανθρώπινης φύσης καί δι' αυτής του κάθε δημιουργήματος,
όπως ειδικά έπιβεβαιώνει ό άγιος Μάξιμος ό Όμολογητής, πού γράφει σχετικά μέ
τήν ένωση τής θείας φύσης μέ τήν ανθρώπινη στό πρόσωπο του Χριστού: Τούτο
εστι τό μακάριον, δι' δ τά πάντα συνέστησαν, τέλος. Τούτο εστιν ό τής αρχής τών
όντων προεπινοούμενος θειος σκοπός [...]. Προς τούτο τό τέλος αφορών τάς τών
όντων ό Θεός παρήγαγεν ουσίας. Τούτο κυρίως εστί τό τής προνοίας καί τών
προνοουμένων, πέρας· καθ' ό εις τόν Θεόν, ή τών ύπ' αυτού πεποιημένων εστίν
άνακεφαλαίωσις. Τούτο εστι τό πάντας περιγράφον τους αιώνας καί τήν ύπεράπειρον
καί προϋπάρχουσαν των αιώνων μεγάλην του Θεού βουλήν έκφαινον μυστήριον· ής
γέγονεν άγγελος αυτός ο κατ' ούσίαν του Θεού Λόγος γενόμενος άνθρωπος· καί
αυτόν, τόν ένδότατον πυθμένα τής Πατρικής άγαθότητος φανερόν καταστήσας, καί τό
τέλος έν Αυτώ δείξας, δι' ό τήν προς τό είναι σαφώς αρχήν έλαβον τά πεποιημένα.
Διά γάρ τόν Χριστόν, ήγουν τό κατά Χριστόν μυστήριον, πάντες οί αιώνες, καί τά
έν αυτοίς τοις αιώσιν, έν Χριστώ τήν αρχήν του είναι καί τό τέλος ειλήφασιν (ΜΑΞΙΜΟΣ
Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, Πρός Θαλάσσιον, 60, PG. 90, 621).
Αυτές οι καταφατικές εκφράσεις σέ ό,τι αφορά τόν
άνθρωπο καθεαυτόν συναντώνται καί στον πυρήνα τής διδασκαλίας του αποστόλου
Παύλου: ό Πατέρας: «έξελέξατο ημάς
έν αύτω προ κατά βολής κόσμου είναι ημάς αγίους καί άμωμους κατενώπιον αυτού,
έν αγάπη προορίσας ημάς εις υιοθεσίαν διά Ιησού Χριστού εις αυτόν» (Έφεσ.
1, 4-5) και
«ους προέγνω, καί προώρισε συμμόρφους τής εικόνος του υιού αυτού, εις το
είναι αυτόν πρωτότοκον έν πολλοίς αδελφοίς» (Ρωμ.
8,29)· μ' αυτό τόν τρόπο ό Χριστός θά μπορεί νά γίνει «τά πάντα έν πάσι» (Κολ. 3,11).
Στό πρόσωπο του
Χριστού εκφράζονται λοιπόν καθολοκληρία ή αρχή καί τό τέλος τής ανθρώπινης
φύσης, εμφανίζονται μέ σαφήνεια ή αυθεντική ύπαρξη καί ό αληθινός προορισμός
του ανθρώπου. Ή εικόνα του Θεού, αμαυρωμένη στον άνθρωπο εξαιτίας του
προπατορικού αμαρτήματος, επανεμφανίζεται στό Χριστό, πού είναι άναμάρτητος, μέ
πολύ μεγαλύτερη λάμψη καί αίγλη άπ' αυτήν, που είχε στον Αδάμ πρίν τό παράπτωμα
του: «καθώς έν Χριστώ» ή εικόνα του Θεού αποκαλύπτεται στην πλήρη τελειότητα
της καθολοκληρία πραγματοποιημένη μέ τήν πλήρη επιτέλεση τής ομοίωσης του
ανθρώπου πρός τό Θεό πού γίνεται στό πρόσωπο Του μέ τήν ένωση τής θείας φύσης
μέ τήν ανθρώπινη. Ή εικόνα καί ή ομοίωση του Θεού στον άνθρωπο φανερώνονται άπό
τόν ίδιο τό Δημιουργό, -ό Λόγος του Θεού σαρκώνεται καί ό ΄Ιδιος είναι τέλεια
εικόνα του Πατρός. Φανερώνονται όπως Εκείνος τίς ήθελε άπό τήν αρχή, δηλαδή
στην παντελή καί οριστική πληρότητα τους. Στον Αδάμ φαινόταν μόνη ή εικόνα του
προτύπου· έν Χριστώ τό ίδιο τό πρότυπο έμφανίζεται· στό πρόσωπο τού Χριστού, τό
πρότυπο [Σ.τ.μ.: ή θεία φύση] ενώνεται στην εικόνα [Σ.τ.μ.: ή ανθρώπινη φύση]
-χωρίς νά συγχέεται μέ αυτήν καί χωρίς νά χωρίζεται πλέον άπό αυτή-, καί μέ τήν
ένωση αυτή καθεαυτή ανακαινίζει καί οδηγειτήν εικόνα στην τελειότητα. Ό άγιος
Ειρηναίος μέ αφορμή τή λαμπρή φανέρωση τής εικόνας, καί τής ομοίωσης, τής
αποκάλυψης δηλαδή του άνθρώπου-Θεού στό Θεάνθρωπο, γράφει: «Τότε δέ τούτο
αληθές απεδείχθη, ότε άνθρωπος ο Λόγος του Θεού έγένετο, εαυτόν τω ανθρώπω καί
τόν άνθρωπον εαυτώ έξομοιώσας, ίνα διά τής προς τόν Υιόν όμοιώσεως τίμιος ό
άνθρωπος γένηται τω Πατρί. Έν τοις γάρ πρόσθεν χρόνοις [Σ.τ.μ.: πρίν τή Σάρκωση
του Χριστού] ελέγετο μεν κατ' εικόνα Θεού γεγονέναι τόν άνθρωπον, ούκ έδείκνυτο
δέ· έτι γάρ αόρατος ήν ό Λόγος, ού κατ' εικόνα ό άνθρωπος έγεγόνει διά τούτο δέ
καί τήν όμοίωσιν ραδίως άπέβαλεν. Όπότε δέ σαρξ έγένετο ό Λόγος του Θεού, τά
αμφότερα έπεκύρωσεν καί γάρ καί τήν εικόνα έδειξεν αληθώς, αυτός τούτο
γενόμενος όπερ ήν ή εικών αυτού, καί τήν όμοίωσιν βεβαίως άποκατέστησεν,
συνεξομοιώσας τόν άνθρωπον τω άοράτω Πατρί διά του βλεπομένου Λόγου» (ΕΙΡΗΝΑΙΟΣ ΛΥΩΝ,
Κατά αιρέσεων, 5, 16, 2).
Κατ' αυτό τόν τρόπο
αποκαλύπτεται έν Χριστώ μέ σαφήνεια στον άνθρωπο τό αρχέτυπο τής αληθινής φύσης
του, τό πρότυπο, τό οποίο άπό τή δημιουργία του καί έκ φύσεως είναι προορισμένος
ό άνθρωπος νά έπιτελέσει. Ό άγιος Νικόλαος Καβάσιλας παρατηρεί: «Τόν άληθινόν
άνθρωπον καί τέλειον, καί τρόπων καί ζωής καί τών άλλων ένεκα παντων, πρώτος
καί μόνος έδειξεν ό Σωτήρ». Ή αύξησή Του, ή
αυτοπραγμάτωση Του, ή τέλεια ζωή Του σέ συμφωνία μέ τή φύση Του, αποτελούν άπό
τότε γιά τόν άνθρωπο ολοφάνερα τό περιεχόμενο τής ομοίωσης του μέ τό Χριστό καί
τό νόημα του νά γίνει Θεός έν Αύτώ. Μόνο στην ένωση μέ τό Χριστό ό άνθρωπος
βρίσκει τήν πληρότητα τής ύπαρξης του, τήν ακεραιότητα καί τήν ολοκλήρωση τής
φύσης του, τό αληθινό νόημα του προορισμού του, -το πρώτο και τό έσχατο-, τήν
τελειότητα τής δράσης του καί τής δλης ζωής του. Μόνο έν Χριστώ ό άνθρωπος
μπορεί νά είναι ό εαυτός του, μπορεί νά είναι πλήρως άνθρωπος καί νά
πραγματώνει τήν αληθινή του φύση σ' δλες της τίς διαστάσεις. Ό άγιος Μάξιμος
λέγει ότι ό Υιός «τήν φύσιν προς έαυτήν άποκαθίστησι» καί ό άγιος Γρηγόριος ό Ναζιανζηνός
συμπληρώνει ότι διά του Χριστού ανακαινίζεται ή φύση μας στό σύνολο της.
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ