ΠΡΟΛΟΓΟΣ
(Απόσπασμα)
Ταῦτα εἴχομεν εἰπεῖν περὶ τοῦ ἡμετέρου Σιωνίτου Προσκυνητοῦ. Τούτου δὲ τὴν ἔκδοσιν ἐξεπονήσαμεν, οὐχ, ὡς ἄν τις εἴποι, χάριν φέροντες τῇ ἁγίᾳ Πόλει τῶν Ἱεροσολύμων· ἄπαγε! Ποίαν γὰρ ἔχει χρείαν ἐγκωμίων ὅλως ἀνθρωπικῶν (καὶ μάλιστα παρὰ τῆς ἡμῶν ἀσθενείας) ἡ πόλις τοῦ Βασιλέως τοῦ μεγάλου, ἧς τὴν θεόσδοτον καὶ ἀγήραντον δόξαν αἱ Θεῖαι κηρύττουσι Γραφαί, καὶ ὁ τῶν θεοφόρων Πατέρων ἱερώτατος θίασος, καὶ πᾶσα ἡ τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησία, ὡς ἀρχέγονον μητέρα τῶν ἐκκλησιῶν γεραίρει καὶ ἐξυμνεῖ; Εἰ δέ τινες κατ ̓ αὐτῆς ἀθυρόστομον ἐκίνησαν γλῶσσαν, καὶ γραφίδα τομόν, ὡς ἠκονημένον ξυρόν, ἀγαπήσαντες κακίων ὑπὲρ ἀγαθοσύνην, ἐλεεῖ μὲν αὐτοὺς ἡ ἁγία Σιών. Τῶν δὲ ψόγων, οὓς ἐκτοξεύουσι, καὶ λοιδοριῶν οὐδόλως ἐπιστρέφεται, οὐδ ̓ όπωςιοῦν. Εἶπε γὰρ ἔκπαλαι πρὸς αὐτὴν ὁ ζῶν εἰς τοὺς αἰῶνας, «καὶ κατοικῶν ἐν τῷ ὄρει Σιών». Μὴ φοβηθῇς ἀπὸ τῶν δαλῶν τῶν καπνιζομένων τούτων (Ησ. ζ, 4). Οὐκ ἰδοὺ τοῦτο ὡς δαλὸς ἐξεσπασμένος ἐκ πυρός;» (Ζαχαρ. γ. 2).
Καυχώμενοι γὰρ ἐπὶ τῷ Θεῷ καὶ Σωτῆρι Χριστῷ, ἔπειτα περιφρονοῦσι τὰ κατὰ τὴν θεοβάδιστον χώραν ἀειθαλή τῆς θείας ἐπιφανείας ὑπομνήματα καὶ γνωρίσματα, μηδ' αὐτὴν γοῦν αἰδούμενοι τὴν πολιὰν εὐσέβειαν τῶν εἰς τούτων ἱστορίαν καὶ προσκύνησιν πανταχόθεν τῆς οἰκουμένης ἀφικνουμένων λαῶν. ἕτερος δὲ τῆς ἐκδόσεως σκοπός, ἡ ἀπὸ τῆς τοιαύτης περὶ τοὺς ἁγίους τόπους κακόφρονος ἀνευλαβείας προφυλακὴ τῶν ἁπλουστέρων καὶ ἀκεραιοτέρων ψυχῶν. Καθότι τὴν αὐτὴν ὀλιγωρίαν καὶ περιφρόνησιν περὶ τὰ σωτήρια τῆς ἐπὶ γῆς ἐνσάρκου τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Θεοφανείας ὑπομνήματα σπουδάζουσι διασπείρειν καὶ αὐτοὶ οἱ δείλαιοι μισόχριστοι καὶ ἐχθροὶ τοῦ Σταυροῦ, ἀφορῶντες πρὸς παντελῇ κατάργησιν καὶ ἀφανισμὸν τῶν ἰχνῶν τοῦ Ἰησοῦ· φρίσσουσι γὰρ αὐτὰ (καθὰ προείρηται) καὶ ἀποστυγοῦσιν, ὡς ἐναργέστατα καὶ ἀναμφισβήτητα μαρτύρια καὶ γνωρίσματα τῆς θείας ἐπιφανείας, κηρύσσοντα στεντορείως καὶ βεβαιοῦντα τὴν ἱστορικὴν ἀλήθειαν τοῦ Εὐαγγελίου. Χωροῦσι δὲ πρὸς τὸν σκοπὸν αὐτῶν ὑπούλως πάνυ καὶ δολερῶς.
Καταβοῶσι δὲ κατὰ τῆς ̓Εκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων, ὡς δῆθεν ἀγυρτικαῖς τισι τέχναις καὶ γοητείαις, ἥκιστα τῇ τῆς Χριστιανικῆς Πίστεως ἀληθείᾳ πρεπούσαις, δελεαζούσης τοὺς εὐπίστους προσκυνητάς, καὶ γριπιζούσης ἐξ αὐτῶν ἀμυθήτων χρημάτων σωρόν. Καὶ ταῦτα δὲ πάν τα σκώμμασιν αρτύουσι παντοίοις, καὶ σοφίσμασι κομψοῖς, ἔργον ποιοῦντες λογομαγείρων μᾶλλον καὶ γελοιαστῶν, ἢ σοφῶν τῆς ἀληθείας ἐραστῶν. Τοιοῦτος τῶν νῦν Κιμμερίων διδασκάλων τοῦ σκότους ὁ δόλος ὁ ψυχαπάτας. «Ώσπερ (φησὶν αὐτὸς πάλιν ὁ θεῖος Νύσσης Γρηγόριος) «Ώσπερ τὸ δηλητήριον ὁ φαρμακεὺς εὐπαράδεκτον ποιεῖ τῷ ἐπιβουλευομένῳ, μέλιτι καταγλυκάνας τὸν ὄλεθρον, οὕτως (οἱ αἱρετικοί) ταῖς κομψείαις τῶν σοφισμάτων τὸ φθοροποιὸν δόγμα οιονεί τινι μέλιτι καταχρώσαντες, ἐγχέουσι τὴν ἀπάτην τῇ ψυχῇν (κατὰ Εὐνομ. λόγ. ιθ. σελ. 737).
Ταῦτα καὶ περὶ τοῦ σκοποῦ τῆς ἐκδόσεως τοῦ τευχιδίου τούτου. Εἰ δέ τι περιέχει καὶ πρὸς τὴν ἐκκλησιαστικὴν φιλολογίαν χρήσιμον, κρινέτωσαν οἱ ἀναγνῶσται, παρ ̓ ὧν καὶ τὴν ἐπὶ τοῖς ἡμαρτημένοις ἐξαιτούμεθα συγγνώμην, εἴτι που πεπόνθαμεν ἀνθρώπινον.
Αθήνησι, αων, μηνὶ Ιουλίῳ
ΑΠΟΔΟΣΗ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
Αυτά έχουμε να πούμε σχετικά περί του δικού μας ''Σιωνίτου Προσκυνητού''. Ωστόσο, την έκδοσή του δεν την κάνουμε ως χάρη προς την ιερά πόλη των Ιεροσολύμων»· μακριά τέτοια σκέψη! Τι ανάγκη έχει η πόλη του Μεγάλου Βασιλέως για ανθρώπινα εγκώμια (και μάλιστα από την δική μας αδυναμία), όταν την θεία και αθάνατο δόξα της οι Θείες κηρύσσουν Γραφές, αλλά και των Θεοφόρων Πατέρων ο θίασος, καθώς και όλη η Εκκλησία του Χριστού, ως μητέρα όλων των εκκλησιών τιμά και εξυμνεί; Αν κάποιοι κινήσουν την αθυρόστομη γλώσσα τους κατά αυτής, και με πένα, σαν ακονισμένο ξυράφι, αγαπώντας την κακία υπέρ της αγαθωσύνης, τότε η αγία Σιών τους λυπάται. Των ψόγων όμως που εκτοξεύουν, και των δυσφημήσεων δεν ανταποδίδει καθόλου, ούτε καν μερικώς. Είπε εδώ και πολύ καιρό, ο ζων εις τους αιώνες «καὶ κατοικῶν ἐν τῷ ὄρει Σιών». Μὴ φοβηθῇς ἀπὸ τῶν δαλῶν τῶν καπνιζομένων τούτων (Ησ. ζ, 4). Οὐκ ἰδοὺ τοῦτο ὡς δαλὸς ἐξεσπασμένος ἐκ πυρός;» (Ζαχαρ. γ. 2).
Καυχώμενοι στον Θεό και τον Σωτήρα Χριστό, περιφρονούν τα υπομνήματα της θεοσέβειας που υπάρχουν σε όλη την θεοβάδιστη αυτή χώρα, συμπεριλαμβανομένων των μνημείων και γνωρισμάτων της, και δεν αισθάνονται ακόμα και την πρέπουσα ντροπή προς την παλαιά ευσέβεια της ιστορίας και της λατρείας που έρχεται από όλους τους λαούς που έρχονται από όλο τον κόσμο. Ένας άλλος σκοπός της έκδοσης είναι η προστασία των απλούστερων και πιο αγνών ψυχών από την τέτοιου είδους κακόβουλη ανευλάβεια που υπάρχει για τους αγίους τόπους. Καθότι η αυτή έλλειψη σεβασμού και η περιφρόνηση για τα σωτήρια πάνω εις την γη γεγονότα της Θείας εμφάνισης του ενσάρκου Σωτήρος μας, την διασπείρουν και ωθούν αυτούς τους δειλούς μισόχριστους ανθρώπους και εχθρούς του Σταυρού, να προσπαθούν να καταργήσουν και να αφανίσουν παντελώς τα ίχνη του Ιησού· Τρέμουν αυτά (καθώς αναφέρθηκε προηγουμένως) και τα αποσιωπούν ως ξεκάθαρα και αναμφισβήτητα μαρτύρια και γνωρίσματα της θείας παρουσίας, διότι κηρύσσουν δυνατά και βεβαιώνουν την ιστορική αλήθεια του Ευαγγελίου. Για τον σκοπό τους λειτουργούν εξαιρετικά ύπουλα και δόλια.
Κατηγορούν ανοιχτά την Εκκλησία των Ιεροσολύμων, λέγοντας ότι χρησιμοποιεί απατηλές τέχνες και γοητείες που δεν ταιριάζουν καθόλου με την αλήθεια της Χριστιανικής Πίστεως, για να δελεάσει τους εύπιστους προσκυνητές, και να συγκεντρώνει μεγάλα ποσά από αυτούς. Και αυτά τα πράγματα ετοιμάζονται με διάφορα τεχνάσματα και δολιότητες από διαφόρους, που κατασκευάζουν με μαεστρία λόγια και κομψά σοφίσματα που είναι περισσότερο γελοία και ανόητα παρά σοφά και αληθή. Αυτός είναι ο δόλος των σημερινών Κιμμερίων (σ.σ. παρ. αρχ. Κέρβερων του Άδη), δασκάλων του σκότους που απατούν τις ψυχές. Όπως λέει και ο ίδιος ο θείος Νύσσης Γρηγόριος: «Ώσπερ τὸ δηλητήριον ὁ φαρμακεὺς εὐπαράδεκτον ποιεῖ τῷ ἐπιβουλευομένῳ, μέλιτι καταγλυκάνας τὸν ὄλεθρον, οὕτως (οἱ αἱρετικοί) ταῖς κομψείαις τῶν σοφισμάτων τὸ φθοροποιὸν δόγμα οιονεί τινι μέλιτι καταχρώσαντες, ἐγχέουσι τὴν ἀπάτην τῇ ψυχῇν». (κατὰ Εὐνομ. λόγ. ιθ. σελ. 737).
Αυτά και για τον σκοπό της έκδοσης αυτού του τεύχους. Αν περιέχει κάτι χρήσιμο για την εκκλησιαστική φιλολογία, ας το κρίνουν οι αναγνώστες, από τους οποίους ζητούμε συγγνώμη για οποιοδήποτε ανθρώπινο λάθος έχουμε κάνει.
Αθήνα, 1850, μήνα Ιούλιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου