«Όταν πλησιάζουμε στην εκτροπή πρέπει να ακούμε αυτόν τον ήχο ο οποίος μας επαναφέρει, γιατί ακριβώς στον αντίποδα πρέπει να είμαστε έτσι; δεν είμαστε εδώ για να εξουσιάσουμε κανέναν. Αλλά πολλές φορές ξέρεις, ξεκινάει λάθος το πράγμα, και ξεκινάει κατά κάποιον τρόπον, είναι σαν να μοιάζουμε λίγο με τον Παπισμό μερικές φορές ο οποίος εκφράζει ακριβώς αυτήν την εξουσιαστικότητα, αλλά είναι στην δομή του αυτό. Στην εκκλησία δεν είναι στην δομή του, είναι μία πάρα φύσιν κατάσταση η οποία, έτσι σαν τον καρκίνο ας πούμε, αναπτύσσεται. Δεν είναι στην δομή. Στον Παπισμό είναι στην δομή μέσα. Έτσι λοιπόν έχουμε εκεί, όπως ξέρεις εσύ πολύ καλά, το ''κολέγιο'' ας το πούμε, Καρδιναλίων, που είναι ένα φυτώριο πραγματικά αυτής της νοοτροπίας, την μαθαίνεις αυτήν την νοοτροπία, και στην εκκλησία δεν έχουμε ''πρίγκιπες εκκλησιαστικούς'' κατά τις διατυπώσεις της Δύσης. Δηλαδή είσαι έξω από την εκκλησία μετά.
Οι άνθρωποι εκτός από την ''συμφωνία'', έχουν και πολύ ανοχή. Αλλά κοίταξε, όταν τα πράγματα δυσκολεύουν, η ανοχή θα πρέπει να περιορίζεται, δεν πρέπει να υπάρχει ανοχή σε θέματα της πίστεως π.χ., αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Έτσι λοιπόν αυτό όταν υπάρχει στην εκκλησία, δεν υπάρχει στην κανονική της δομή, υπάρχει μόνο ως πάρα φύσιν κατάσταση. Αυτή η πάρα φύσιν κατάσταση προφανώς υπάρχει, τώρα σε ποιο βαθμό ξέρει ο Θεός. Νομίζω ότι όλοι έχουμε έρθει σε επαφή με αυτήν την κατάσταση, όχι μόνο ως κίνδυνο προσωπικό, αλλά και ως γεγονός. Είναι το θέμα πως ξεκινάμε. Μερικές φορές υπάρχουν και σε μας φυτώρια όπου από κει ξεκινούν, μπαίνει κανείς μες στο φυτώριο για να γίνει κληρικός, αλλά μπαίνει, είναι ήδη σε έναν ''τύπο''. Αυτό συμβαίνει και στις εκκλησιαστικές σχολές, στις «κατώτερες» σε εισαγωγικά, στις μεσαίες, φαίνεται αυτό ότι οι άνθρωποι έχουν μπει σε έναν τύπο, ήδη περιμένουν ένα χειροκρότημα, περιμένουν έναν θαυμασμό και δεν ασχολούνται καθόλου με την κατάσταση την εσωτερική τους η οποία θα είναι μετά, δηλαδή αυτό που θα συναντήσουν, τον εαυτό τους, πως θα τον συναντήσουν, πως θα τον αντέξουν, πως αντέχεται να δει κανείς τον εαυτό του τελείως ανεπαρκή, γιατί ο άνθρωπος που μεγαλώνει έτσι δεν έχει καμία δυνατότητα να αγαπά, και πως θα είναι ο κληρικός αν δεν αγαπά. Δεν μπορεί να συνδεθεί. Η μόνη σύνδεση που υπάρχει είναι η υπακοή μετά. Αυτό βλέπουν ως αγάπη μετά. Αλλά όχι μέσω σύνδεσης, μία απρουπόθετη υπακοή, επειδή είμαι ιερέας θα με υπακούς, επειδή είμαι Επίσκοπος θα με υπακούς, αυτό είναι απρουπόθετο όμως. Ενώ εσύ δεν μπορείς να σχετιστείς μαζί μου, εγώ πρέπει να σ΄ ακούω. Καταλαβαίνεις... δεν υπάρχει δυνατότητα ''ενώσεως'' πνευματικής.
Νομίζω, και είναι πολύ φανερό, αν δούμε στην εκκλησία από μέσα, ότι αρκετές φορές υπάρχει μία άδηλη ''συμφωνία'' μεταξύ ενός τμήματος των πιστών και των κληρικών όλων των βαθμίδων. Εγώ θα σε χειροκροτώ και συ δεν θα με πειράξεις καθόλου. Και έτσι δικαιολογείται πως κάποιοι άνθρωποι που είναι εμφανέστατα έξω από το πλαίσιο του ρόλου τους, και είναι φανερό ότι κοροϊδεύουν τους ανθρώπους π.χ. και φέρονται με έναν τρόπο δηλαδή που είναι, δεν ταιριάζει. Ζούνε πολύ πλούσια ζωή, έχουν έναν τέτοιο χαρακτήρα, δεν φαίνεται να έχει καμία σχέση με το Ευαγγέλιο γενικά όλο αυτό που έχουν. Και έχουνε, ας πούμε, οι άνθρωποι ευχαρίστως «υποτάσσονται» σε εισαγωγικά, σε τέτοιους ανθρώπους γιατί υπάρχει αυτή η ''συμφωνία''. Και λέει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος ότι χαρακτηριστικό αυτών των ανθρώπων, αυτών των αναξίων κληρικών, είναι δύο. Είτε ότι τα αμνηστεύουν όλα γιατί καταλαβαίνουν οι ίδιοι ότι έχουν ανάγκη αμνήστευσης, είτε γίνονται υπεραυστηροί για να καλύψουν τις δικές τους αμαρτίες. Καταλαβαίνεις λοιπόν, νομίζω ότι όλοι έχουμε την ευθύνη. Και οι πιστοί πρέπει να ξέρουνε, όντως, αν έχουν κάνει αυτήν την ''συμφωνία'' με οποιονδήποτε κληρικό. Γιατί δεν είμαστε στην εκκλησία για τέτοιες ''συμφωνίες'' έτσι;».