.
Η είδηση οτι οι Γερμανοί σχεδιάζουν να παραδώσουν την Μακεδονία και την Θράκη στους Βούλγαρους, ξεσηκώνει τον Ελληνικό λαό. Διοργανώνονται ογκώδη μαχητικά συλλαλητήρια σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και όλες σχεδόν τις πόλεις και κωμοπόλεις της Μακεδονίας.
Οι αντιστασιακές οργανώσεις και η νεολαία της ΕΠΟΝ, καλούσαν τον Ελληνικό λαό σε συναγερμό για τη σωτηρία της Μακεδονίας και της Θράκης από τους Βούλγαρους φασίστες. Σύμφωνα με τον τότε γραμματέα της ΕΠΟΝ Θεσσαλονίκης, Λευτέρη Ελευθερίου, η αντίθεση κατά της επέκτασης της βουλγαρικής κατοχής, αγκάλιασε πλατύτερα στρώματα με ενεργητική αντίσταση.
Και την 10η Ιουλίου 1943 που θα έμπαινε ο βουλγαρικός στρατός στη Θεσσαλονίκη, όλα τα διαφωτιστικά μέσα και οι παράνομες εφημερίδες καλούσαν το λαό ενάντια στους βουλγαροφασίστες. Στις διαδηλώσεις που πραγματοποιήθηκαν εκείνη την ημέρα στη Θεσσαλονίκη, πήραν μέρος 50.000 άτομα.
Στις 10 Ιουλίου ξεσηκώνεται το Κιλκίς και τις επόμενες ημέρες οι αντιδράσεις επεκτείνονται σε Εδεσσα, Νάουσα, Βέροια, Γιαννιτσά, Φλώρινα, Πτολεμαΐδα, Κοζάνη, Λάρισα, Βόλο, Καρδίτσα κ.α. Στις 11 Ιουλίου σε Επτάλοφο, Νεάπολη, Τούμπα, Καλαμαριά κινητοποιούνται χιλιάδες λαού.
Από τις 11 Ιουλίου η Αθήνα προετοιμάζεται για το συλλαλητήριο της 22ας του μηνός. Στις 13 Ιουλίου προβοκάτορες εισέβαλαν στο Πανεπιστήμιο, στο Πολυτεχνείο και στην Ανωτάτη Εμπορική, τραυματίζοντας φοιτητές. Την παραμονή βγήκαν ομιλητές στις συνοικίες, μοίρασαν φυλλάδια και γράφτηκαν συνθήματα στους τοίχους.
Ο φοιτητικός και σπουδαστικός κόσμος κινήθηκε με ζωηρότητα και ορμή. Στο Πολυτεχνείο ο Θώμης Χατζηθωμάς μίλησε εκ μέρους των Μακεδόνων: «Θα χύσουμε εν ανάγκη και το αίμα μας για τη λευτεριά της Μακεδονίας μας και της Θράκης». Οι Eπονίτες της Αθήνας και του Πειραιά, οι σπουδαστές και μαθητές των Εξαρχείων και του Γκύζη είχαν ξεχυθεί στους δρόμους της πολιτείας και ανάμεσα στους τολμηρούς κι η ηρωίδα Παναγιώτα Σταθοπούλου.
Στην οδό Νοταρά, στεκόταν εκείνο το απομεσήμερο ανάμεσα σε άλλους. Στην τσάντα της είχε ακόμα μέσα τις προκηρύξεις και μοίραζε σε όλους τους πατριώτες που περνούσαν: “Πατριώτη αυτή είναι για σένα. Και μην ξεχάσεις αύριο στη μεγάλη διαδήλωση”. Πραγματικά, την άλλη μέρα όλη η Αθήνα βγαίνει στους δρόμους. Κατά τις 8.30 το πρωί ο κόσμος αρχίζει να ξεχύνεται από τις συνοικίες προς το κέντρο. Μεγάλες προσυγκεντρώσεις γίνονται σε τρία σημεία: Εξάρχεια, όπου μαζεύονται πάνω από 100.000 λαού, Μοναστηράκι και πλατεία Ομονοίας. Γερμανοί και Ιταλοί αρχίζουν να πυροβολούν.
Χιλιάδες λαού ξεχύνονται στην οδό Πανεπιστημίου κρατώντας Ελληνικές σημαίες και φωνάζοντας «Έξω οι Βούλγαροι φασίστες από τη Μακεδονία και τη Θράκη». Ηταν τέτοια η λαϊκή κινητοποίηση, που ο εχθρός πανικοβλήθηκε και κατέβασε τα τανκς για να την αντιμετωπίσει. Μια κοπέλα που κρατούσε ένα πλακάτ πέφτει νεκρή από σφαίρα Ιταλού καραμπινιέρου. Οι διαδηλωτές προχωράνε φωνάζοντας συνθήματα και στο ύψος του Οφθαλμιατρείου, στην οδό Πανεπιστημίου, έρχονται αντιμέτωποι με τα τανκς ενώ οι σφαίρες πέφτουν σα βροχή στο πλήθος. Εκεί μέσα στην τιτάνια σύγκρουση του άοπλου πλήθους με τον πάνοπλο εχθρό ξεχωρίζουν ηρωικές μορφές.
Το συλλαλητήριο πνίγεται στο αίμα. Οι απώλειες ήταν μεγάλες. Ωστόσο, ο ακριβής αριθμός των θυμάτων δεν έχει προσδιοριστεί ακριβώς, καθώς κάποιοι από τους τραυματίες υπέκυψαν τις επόμενες ημέρες. Επίσημα, τουλάχιστον 18 διαδηλωτές έχασαν τη ζωή τους εκείνη την ημέρα. 300 τραυματίστηκαν και 500 συνελήφθησαν. Πολλοί από τους συλληφθέντες οδηγήθηκαν σε στρατοδικεία και καταδικάσθηκαν σε βαριές ποινές. Από το σημείο αυτό και μετά, το κέντρο βάρους της Αντίστασης μετατοπίστηκε στις συνοικίες, λαμβάνοντας ένοπλο χαρακτήρα.
Εχει γραφεί ότι η αντίσταση του λαού στις πόλεις και στα βουνά απασχολούσε 12 ολόκληρες χιτλερικές μεραρχίες στην Ελλάδα. Η απόφαση των Γερμανών για την παραχώρηση της Μακεδονίας και της Θράκης ενίσχυσε τις αντάρτικες ομάδες, καθώς ειδικά στην Μακεδονία, καταγράφτηκε μαζική προσχώρηση αξιωματικών και χωροφυλάκων σε αυτές. Σε έκθεση της Γερμανικής Υπηρεσίας Αϊνς Τσε με ημερομηνία 22 Ιουλίου 1943 αποκαλύπτεται ότι, εξαιτίας της επέκτασης «των ορίων κατοχής των Βουλγάρων», ισχυροποιείται το αντάρτικο. Μπροστά στην αποφασιστικότητα του Ελληνικού λαού, οι Γερμανοί κατακτητές αναγκάστηκαν να αναστείλουν την υλοποίηση των αποφάσεων τους.
Η ΕΘΝΙΚΗ ΟΜΟΨΥΧΙΑ ΚΑΙ Ο ΑΙΜΑΤΗΡΟΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΙΑΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΠΑΤΡΙΩΤΩΝ ΕΣΩΣΑΝ ΤΗΝ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΘΡΑΚΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΒΟΥΛΓΑΡΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥΣ
ΟΙ ΔΥΟ ΗΡΩΙΔΕΣ ΠΟΥ ΟΡΜΗΣΑΝ ΣΤΟ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟ ΤΑΝΚ ΦΩΝΑΖΟΝΤΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΘΡΑΚΗ
«Έξι ώρες οι Γερμανοί ούρλιαζαν από λύσσα, γιατί δεν μπορούσαν ποτέ να φανταστούν ότι ήταν δυνατόν να κινηθεί ένας τεράστιος όγκος 400 χιλιάδων ανθρώπων με τέτοιο συντονισμό και ακρίβεια. Έξι ώρες, μάτωναν οι δρόμοι της Αθήνας, από το αίμα των καλύτερων παιδιών της», αφηγείται ο Μίνως Σταυρίδης, αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων της μεγαλειώδους διαδήλωσης, στις 22 Ιουλίου 1943.
Εκείνη την ημέρα κατέκλυσε το κέντρο της Αθήνας, η μαζικότερη διαδήλωση της κατοχής. Χιλιάδες πατριώτες αψήφησαν τον φόβο και διαδήλωσαν για να μην παραχωρηθεί η Μακεδονία και η Θράκη στους Βούλγαρους. Η ατμόσφαιρα ήταν εξαιρετικά τεταμένη. Οι Γερμανοί ήταν εκνευρισμένοι. Φυσικά, οι Αθηναίοι φοβούνταν ότι θα χυθεί αίμα αλλά κατέβηκαν στους δρόμους. Άοπλοι. Σύντομα βρέθηκαν απέναντι στα τανκς και τους αδίστακτους Γερμανούς.
«Οι πορείες συγκλίνανε προς την Πανεπιστημίου. Ο ένας έπαιρνε δύναμη από τον άλλο. Ελληνικές σημαίες, φωνές, τραγούδια, συνθήματα «έσκιζαν» τον αέρα», αφηγείται η Μαρία Καρρά, στέλεχος τότε της νεολαίας ΕΠΟΝ. Με το μέτωπο της διαδήλωσης να κοιτά προς την κατεύθυνση του Συντάγματος στην Πανεπιστημίου, στο ύψος του Οφθαλμιατρείου, οι Γερμανοί με δύο τανκς StuG III πετάγονται από την Ομήρου να κλείσουν τον δρόμο στους διαδηλωτές. Οι διαδηλωτές προχωράνε και έρχονται αντιμέτωποι με τα τανκς, ενώ οι σφαίρες αρχίζουν να πέφτουν στο πλήθος. Η ώρα είναι 10.30. Μια κοπέλα που κρατούσε ένα πλακάτ πέφτει νεκρή. Τα τανκς ορμούν με βία και σφηνώνονται μέσα στους διαδηλωτές. Ενας ΕΠΟΝίτης με τη σημαία δέχεται κατάστηθα μια ριπή.
Ο κόσμος, που έχει παραμερίσει για λίγο στα πεζοδρόμια, βλέπει μια κοπέλλα να ορμά, να αρπάζει τη σημαία και να την σηκώνει ανεμίζοντάς την μπροστά απο το τανκ. Ηταν η 17χρονη Παναγιώτα Σταθοπούλου. Μια ριπή από το τανκ την διαπερνά και την πετάει στην άσφαλτο. Αυτό όμως το απίστευτο θάρρος της Σταθοπούλου δεν ξεψυχά μαζί με την ίδια, αλλά λες και ξεπηδά από το άψυχο κορμί της και βρίσκει στο δρόμο του μια άλλη Ηρωίδα, την 19χρονη φοιτήτρια Κούλα Λίλη. Το θάρρος της διπλό και τρίδιπλο.
Με την Σταθοπούλου να κείτεται νεκρή μέσα στα αίματα στο οδόστρωμα, αλαφιασμένη, τρέχει και πηδά επάνω στο γερμανικό άρμα. Ο αρχηγός πληρώματος του οχήματος ήταν έξω από τον πύργο του και βλέποντας την Λίλη να ορμά επάνω του σαστίζει προς στιγμή. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι υπήρχε άνθρωπος -πόσο μάλλον μια νεαρή κοπέλα μόλις 19 ετών- που θα μπορούσε να μην τρομάξει από το θέαμα του σίδερου και των όπλων. Και όμως, η Λίλη με το τακούνι του παπουτσιού της αρχίζει να κτυπά τον Γερμανό με μανία. Δεν λογάριαζε αν σε λίγα δευτερόλεπτα θα ήταν νεκρή. Ούτε καν το σκεπτόταν. Είχε πάρει ήδη την απόφασή της.
Ο Γερμανός βγάζει το πιστόλι από τη θήκη και την πυροβολεί εξ επαφής. Το σώμα της Λίλης κατρακυλάει απο το τανκ και πέφτει δίπλα στο άψυχο σώμα της Σταθοπούλου. Η διαδήλωση χτυπήθηκε σε πολλά σημεία, αρχικά από το ιταλικό ιππικό και μετά από τα γερμανικά τανκς. Την ίδια ημέρα μιλούσαν σ’ όλη την Αθήνα και τον Πειραιά για τις δυο κοπελες, που σταμάτησαν τα γερμανικά τανκς και το σούρουπο το μέρος όπου έπεσαν, γέμισε από τριαντάφυλλα και γαρύφαλλα. Στη συμβολή των οδών Πανεπιστημίου και Ομήρου της Αθήνας, στο κτίριο της Τράπεζας της Ελλάδας, υπάρχει μια εντοιχισμένη πλάκα όπου είναι γραμμένα τα ονόματα των Ηρώων, που έπεσαν την μέρα της μεγαλειώδους διαδήλωσης του λαού της Αθήνας και του Πειραιά, για την Μακεδονία και την Θράκη.
ПАΝΑΓΙΩΤΑ ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΥ, 17 ετων. Γεννηθηκε στην Αμερικη απο γονεις μεταναστες που καταγονταν απο το Μεγαλο Χωριο της Ευρυτανιας. Λιγο καιρο μετα τον ερχομο τους στην Ελλαδα, αρχισε ο πολεμος και η γερμανικη κατοχη και εμεναν στην οδο Βαλτινων, στου Γκυζη. Μετα την απελευθερωση, η οδος Βαλτινων, οπου ηταν το σπιτι της, μετονομαστηκε για λιγο σε «Παναγιώτας Σταθοπούλου», αλλα πολυ γρηγορα επανηλθε το αρχικο ονομα. Τελικα επι δημαρχιας Δημητρη Μπεη, στηθηκε μια πλακα απεναντι απο την πολυκατοικια που βρισκεται σημερα στη θεση του σπιτιου της. Τα αιτηματα για νεα μετονομασια του δρομου δεν βρηκαν ανταποκριση. Στο Μεγαλο Χωριο της Ευρυτανιας διπλα στον Αγιο Αθανασιο, υπαρχει η προτομη της νεαρης Ηρωιδας.
ΚΟΥΛΑ ΛΙΛΗ, 19 ετων. Φοιτητρια της Γαλλικης Ακαδημιας. Δεν βρηκαμε περισσοτερα στοιχεια για την καταγωγη της νεαρης ηρωιδας.
Τοσο η Λιλη, οσο και η Σταθοπουλου ηταν μελη της νεολαιας της ΕΠΟΝ που δωρισαν τα νιατα τους στην Πατριδα, κερδιζοντας μια θεση στο πανθεον των αθανατων αγωνιστων αυτου του τοπου.
Α Θ Α Ν Α Τ Ε Σ
ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΚΑΙ ΘΡΑΚΗ ΥΠΟ ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΗ ΚΑΤΟΧΗ 1941 – 1944
Λίγες ημέρες μετά την κατάληψη της Ελλάδας από τα Γερμανικά στρατεύματα, η τότε βουλγαρική κυβέρνηση του βασιλιά Βόρις, απαίτησε και έλαβε από τον Χίτλερ ως «δώρο» για τη συμμετοχή της στον πόλεμο, στο πλευρό των Ναζί, τον στρατιωτικό έλεγχο της ανατολικής Μακεδονίας και της δυτικής Θράκης. Τα βουλγαρικά στρατεύματα άρχισαν στις 18 Απριλίου 1941 την κατάληψη των ελληνικών περιοχών που βρισκόταν ανατολικά από το Στρυμόνα και μέχρι τον Έβρο.
Η κατάληψη ολοκληρώθηκε μέχρι τις 22 Απριλίου. Από την πρώτη στιγμή στις κατακτημένες περιοχές ακολουθείται πολιτική βίαιης ενσωμάτωσης στο βουλγαρικό κράτος. Από τις 5 Μαίου καταλαμβάνονται όλες οι δημόσιες θέσεις από βουλγαρικές διοικητικές αρχές και η Αν. Μακεδονία και η Δυτ. Θράκη αποτελούν στο εξής ιδιαίτερη επαρχία του βουλγαρικού κράτους με το όνομα «Μπιαλομόρε», από το Bjalo More, όπως ονομάζεται στα βουλγαρικά το Αιγαίο.
Η κυβέρνηση της Σόφιας επιδίωξε εξ αρχής τον ταχύτατο εκβουλγαρισμό της περιοχής και την προσάρτησή τους στη βουλγαρική επικράτεια.
Περισσότεροι από 100.000 Έλληνες κάτοικοι, αναγκάστηκαν να πάρουν το δρόμο της προσφυγιάς περνώντας το Στρυμόνα, γνωρίζοντας τη σκληρότητα του βουλγαρικού κατοχικού στρατού και τα ασφυκτικά εναντίον τους μέτρα. Ο βασιλιάς Βόρις, θεωρώντας τη διανομή των ελληνικών εδαφών που του είχαν παραχωρηθεί από τον Χίτλερ ως μόνιμη, άρχισε να έχει βλέψεις και κατά του υπόλοιπου τμήματος της Μακεδονίας που βρισκόταν υπό Γερμανική κατοχή.
Έτσι, στις 14 Ιουλίου 1942, οι εφημερίδες δημοσίευσαν γερμανική ανακοίνωση που ανέφερε: «Δια στρατιωτικούς λόγους, οφειλομένους εις την γενικήν πολεμικήν κατάστασιν και εξαιτίας της πληγής των ανταρτών, κατέστη αναγκαία η ενίσχυσις των στρατευμάτων κατοχής εν Ελλάδι. Εν τω πλαισίω των μέτρων τούτων, την από στρατιωτικής απόψεως ασφάλειαν εις την περιοχήν ανατολικώς του ποταμού Αξιού – πλην της πόλεως Θεσσαλονίκης – ανέλαβον βουλγαρικά στρατεύματα». Από την ανακοίνωση γινόταν φανερό ότι το αντάρτικο, που είχε φουντώσει στην κατεχόμενη Ελλάδα, υποχρέωνε τους Γερμανούς να απασχολούν περισσότερα στρατεύματα για την αντιμετώπισή του.
Γι’ αυτό, εκ των πραγμάτων υποχρεώθηκαν να αναθέσουν τα ελαφρύτερα καθήκοντα των κατοχικών δυνάμεων στην περιοχή ανατολικά του Αξιού ποταμού (εκτός από τη Θεσσαλονίκη) στους Βούλγαρους συμμάχους τους, που ήδη είχαν υπό την κατοχή τους τις περιοχές ανατολικά του ποταμού Στρυμόνα.
Τελικά μπροστά στην αποφασιστικότητα του Ελληνικού λαού με τις αιματηρές διαδηλώσεις που επακολούθησαν σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, ο βουλγαρικός στρατός δεν έκανε, όπως προγραμμάτιζε την παρέλαση στη Θεσσαλονίκη, η επέκταση της βουλγαρικής κατοχής δεν έγινε και οι Γερμανοί κατακτητές αναγκάστηκαν να αναστείλουν την υλοποίηση των αποφάσεων τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι Βούλγαροι, προωθούμενοι αργότερα προς τη Χαλκιδική, περνούσαν από τη Θεσσαλονίκη μόνο τις νυχτερινές ώρες για να μην γίνονται αντιληπτοί από τους Θεσσαλονικείς.
Όπως χαρακτηριστικά γράφει ο συγγραφέας, ποιητής και πεζογράφος από την Ηράκλεια Σερρών, Γιώργος Καφταντζής: «Μόνο στις 22 Ιουλίου, πέρασαν μέρα τμήματα ιππικού με αντιαρματικά πυροβόλα και μεταγωγικά για τη Χαλκιδική, μα τα αποδοκίμασαν στην οδό Τσιμισκή και στην παραλία οι περαστικοί και οι θαμώνες των καφενείων και των μαγαζιών, χτυπώντας κάτω τις καρέκλες, σφυρίζοντας, χλευάζοντας και τραγουδώντας τον Εθνικό μας ύμνο».