Κυριακή 10 Μαρτίου 2019

"Μὴ πείθεσθε μονάζουσι, μηδὲ τοῖς πρεσβυτέροις, ἐφ᾽ οἷς ἀνόμως λέγουσι, κακίστως εἰσηγοῦνται.....''

Από το, ανέκδοτο στο σύνολό του, έργο του Αγίου Μελετίου του Ομολογητού "Κατ᾿ Ιταλών", που πρώτα ο Θεός, θα εκδοθεί μέσα στη Μεγάλη Τεσσαρακοστή:

"Μὴ πείθεσθε μονάζουσι, μηδὲ τοῖς πρεσβυτέροις, 
ἐφ᾽ οἷς ἀνόμως λέγουσι, κακίστως εἰσηγοῦνται. 
Καὶ τί φημὶ μονάζουσι καὶ τί τοῖς πρεσβυτέροις; 
Μηδ᾽ ἐπισκόποις εἴκετε τὰ μὴ λυσιτελοῦντα 
πράττειν καὶ λέγειν καὶ φρονεῖν δολίως παραινοῦσιν, 
οἵτινες περικείμενοι μόρφωσιν εὐσεβείας 
πᾶσαν τὴν δύναμιν αὐτῆς εἰσὶν ἀπηρνημένοι".



ΓΝΩΡΙΖΑΝ ΟΙ ''ΠΡΩΤΟΙ'' ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΕΣ ΤΑ ΕΝΩΤΙΚΑ ΣΧΕΔΙΑ ΤΩΝ ΚΑΙΝΟΤΟΜΩΝ; (9)


ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ''ΣΚΡΙΠ'' 30/4/1930



ΑΡΧΕΙΟΝ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΑΓΩΝΟΣ ΤΕΥΧΟΣ 8




Υ.Γ. ΚΑΙ ΜΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΟΛΛΕΣ ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ ΠΟΥ ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΝΟΥΝ ΤΟ ΛΕΧΘΕΝ ΟΤΙ ΧΑΡΙΝ ΕΙΣ ΑΥΤΟΥΣ ΤΟΥΣ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΕΣ ΕΜΑΤΑΙΩΘΗ Η ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΑΛΛΑΓΗΣ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑΛΙΟΥ ΠΟΥ ΕΙΧΑΝ (ΚΑΙ ΕΧΟΥΝ) ΩΣ ΣΤΟΧΟ ΚΑΙΝΟΤΟΜΟΙ ΑΡΧΙΕΡΕΙΣ


                                                                                                    ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ''ΣΚΡΙΠ'' 27/12/1928





ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ



ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

































«ΠΕΣ: “ΗΜΑΡΤΟΝ”», ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΤΟ ΛΕΕΙ, δὲν ταπεινώνεται, δὲν κάμπτεται, νεῦρο ἀπὸ σίδερο ὁ αὐχένας τῆς καρδίας του. (Ἅγ. Συμεὼν ὁ Ν. Θεολόγος)

Ἁγίου Συμεὼν τοῦ Ν. Θεολόγου
ΚΑΤΗΧΗΣΙΣ Ε´
«Περὶ μετανοίας…Καὶ περὶ τῆς τοῦ Ἀδὰμ ἐξορίας».
(S.C. 96, σελ. 388–400)

πατῆστε κατωτέρω γιὰ τὸ πρωτότυπο κείμενο
μὲ παράλληλη νεοελλην. ἀπόδοση

ΠΕΡΙ ΕΞΟΡΙΑΣ ΤΟΥ ΑΔΑΜ


Ἡ ἐπιστροφὴ στὸν Παράδεισο (τῆς Τυρινῆς)


.

Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003)

Τό ἀνθρώπινο γένος στό πρόσωπο τοῦ παλιοῦ Ἀδάμ ἔπεσε, ὅταν ἁμάρτησε ἀπέναντι στήν ἀγάπη· κι ἡ φοβερή κρίση τοῦ Θεοῦ θά εἶναι μιά κρίση γιά τήν ἀνθρώπινη ἀγάπη.
Ὁ ἄνθρωπος εἶχε προσκληθεῖ στήν πλήρη ἀντίληψη, σέ μιά ἑνότητα ὁλόκληρης τῆς ζωῆς του μέ τό Θεό μέσω τῆς ἀγάπης ἀλλά ἔπεσε ἐπειδή θέλησε νά μάθει τό μυστήριο τοῦ εἶναι μέ τήν κρύα λογική του καί τήν τυφλωτική ἀντίληψη τῆς σάρκας. Καί ἔγινε σάρκα, τό πνεῦμα σβήστηκε ἐνῶ ὁ φυσικός ἄνθρωπος θριάμβευσε μέσα του, κι ἔγινε αὐτό ποὺ γνωρίζουμε τούς ἑαυτούς μας νά εἶναι: κάτοχος ἑνός ἀβέβαιου, ψεύτικου εἴδους κατανόησης τοῦ μυαλοῦ κι ἑνός μεθυστικοῦ εἴδους ἀντίληψης τοῦ σώματος.
Τή γνώση ὅμως ἐκείνη ποὺ ὁ ἄνθρωπος εἶχε κληθεῖ νά ἀποκτήσει μέσα στήν ἑνότητά του μέ τό Θεό, μέ τήν ἐνατένιση τῶν μυστηρίων τῆς ζωῆς καί τῆς ὕπαρξης στό βάθος τοῦ Θεοῦ τήν ἔχασε – ὅπως τή χάνει καί τώρα – ὅταν ἁμάρτησε ἀπέναντι στήν ἀγάπη.
Τό Εὐαγγέλιο τῆς περασμένης Κυριακῆς ἦταν γιά τή Μέλλουσα Κρίση. Ἡ κρίση αὐτή βασιζόταν ἀποκλειστικά στήν ἐρώτηση ἄν ἤμασταν ἱκανοί ν’ ἀγαπᾶμε ὅταν ζούσαμε στή γῆ: «Ἔθρεψες τούς πεινασμένους, συμπόνεσες ὅσους κρύωναν, ἕντυσες τούς γυμνούς, εἶχες τό θάρρος νά ἐπισκεφτεῖς τούς φυλακισμένους, εἶχες δείξει ἔλεος καί ἀγάπη;»
Αὐτή εἶναι ἡ μόνη κρίση γιά τήν ὁποία μιλάει ὁ Κύριος. Ρωτάει μόνο τί εἴδους καρδιά εἴχαμε, ἄν πάνω στή γῆ ἤμασταν ἱκανοί ν’ ἀγαπήσουμε μέ ὅλο τό πλάτος τῆς γήινης ἀγάπης καί μέ μιά ζωντανή, ἀνθρώπινη καρδιά γεμάτη συμπάθεια, στοργή καί συμπόνια. Ἡ φοβερή κρίση εἶναι τρομακτική διότι δέ θά ἀπαιτήσει τίποτα ἀπό μᾶς.

Θά σταθοῦμε ἁπλῶς μπροστά στό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ καί τότε ἐμπρός στό πρόσωπο τῆς θεϊκῆς ἀγάπης, σ’ ἕνα πεδίο ὅπου δέν ὑπάρχει τίποτα ἄλλο ἐκτὸς ἀπό τήν ἀγάπη, ὅπου ἡ ἀγάπη ἐκφράζει ὅλο τό νόημα τοῦ εἶναι, αὐτό ποὺ εἶναι καλό μέσα μας θά θρηνήσει διότι ποτέ δέν τό ἀφήσαμε ἐλεύθερο, ποτέ δέν τό ἀφήσαμε νά ἐκφραστεῖ στήν πληρότητά του, διότι σκοτώσαμε τήν ἀγάπη γιά χάρη τῆς κρύας λογικῆς μας καί τῶν πειρασμῶν τῆς σάρκας.
Σήμερα λοιπόν, θυμούμενοι τήν πτώση τοῦ Ἀδάμ μποροῦμε πολύ εὔκολα νά φανταστοῦμε τό πῶς ἔχυσε πικρά δάκρυα ἐμπρός ἀπό τίς πύλες τοῦ παραδείσου. Οἱ πύλες αὐτές τοῦ παραδείσου εἶναι οἱ πύλες οἱ ὁποῖες εἶναι κλεισμένες σέ ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος ἔχει ἀποτύχει στήν ἀγάπη. Πόσο συχνά δέ νιώθουμε κι ἐμεῖς κάτι παρόμοιο: ἡ οἰκογένεια διαλύεται καί κάποιος θρηνεῖ μπροστά στίς κλειστές πύλες τοῦ παραδείσου ἐπειδή ἡ ἀγάπη δέν μπόρεσε νά σταθεῖ καί νά θριαμβεύσει, ἐπειδή τίποτα δέν ἔχει μείνει ἐκτὸς ἀπό ψυχρότητα καί ἀπομάκρυνση· πεθαίνει ἴσως μιά φιλία κι ἕνας ἄνθρωπος στέκεται στόν παγωμένο κόσμο μιᾶς σβησμένης ἀγάπης καί μιᾶς κλειστῆς καρδιᾶς.
Δέ γνωρίζουμε κι ἐμεῖς τόν πόθο ἐκεῖνο τοῦ Ἀδάμ γιά τόν ὁποῖο ἡ ἐκκλησία ψάλλει μέ τόσο μεγάλο πόνο; Δέν ἕλκεται ἡ ψυχή μας πρός τό Θεό, πρός τά ἀγαπημένα μας πρόσωπα, καί δέ μᾶς κλείνεται ἡ πόρτα κατάφατσα ἐπειδή ἡ ἀγάπη μας δέν εἶναι ἀρκετή, ἐπειδή ἡ ψύχρα καί ἡ ἀπολίθωση τῶν καρδιῶν καί τοῦ μυαλοῦ μας εἶναι τόσο δυνατές;
Τί πρέπει νά κάνουμε ὅμως; Πῶς νά ξεφύγουμε ἀπό τή φρίκη αὐτή; Τήν ἀπάντηση μᾶς τή δίνει τό σημερινό Εὐαγγέλιο. Τό νά μάθουμε ν’ ἀγαπᾶμε ἔξαφνα, ἀνεπιφύλακτα, τό ν’ ἀνοίξουμε τίς καρδιές μας, ν’ ἀνοίξουμε τίς ζωές καί τίς ψυχές μας στό Θεό καί τούς ἀνθρώπους εἶναι πέρα ἀπό τίς δυνάμεις μας, μποροῦμε ὅμως τουλάχιστο ν’ ἀρχίσουμε ἀπό τά μικρά- μποροῦμε, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος (Ρωμ. 14.1) νά ἀρχίσουμε νά δεχόμαστε ὁ ἕνας τόν ἄλλο σάν «ἀσθενοῦντας», ὅπως ἀκριβῶς ἀσθενεῖς εἴμαστε καί ἐμεῖς. Αὐτή εἶναι ἡ ἀρχή τῆς συγχώρησης.
Εἴμαστε ἀνίκανοι νά συγχωροῦμε ὥστε νά μήν παραμένει πόνος καί φρίκη, μποροῦμε ὅμως ν’ ἀρχίσουμε νά συγχωροῦμε, μποροῦμε νά ποῦμε: «Σέ δέχομαι ὅπως εἶσαι· παρ’ ὅλη σου τήν ψυχρότητα καί τήν πικροχολία, τήν κακοτροπία καί τήν ἀσχήμια δέ θά σέ ἀποστραφῶ· εἶσαι ὁ ἀδελφός μου, ἡ ἀδελφή μου, ἡ μητέρα μου, ὁ πατέρας, ὁ φίλος μου. Θά ἀνεχτῶ τήν ψυχρότητά σου, θά ἀνεχτῶ τά πάντα, θά τά ὑποφέρω.
Πρός τό παρόν αὐτό εἶναι ὅλο ποὺ μπορῶ νά κάνω- δέν εἶμαι ἱκανός νά σέ ἀγαπήσω, μπορῶ ὅμως νά σέ ἀποδεχτῶ. Μπορῶ νά σέ δεχτῶ ὅπως καί ὁ Χριστός δέχτηκε τό σταυρό, τόν ἄσπλαχνο, βασανιστικό σταυρό, καί νά σέ μεταφέρω μέ μαρτύριο καί θλίψη στούς ὤμους μου».
Δέν εἶναι βέβαια ὅλους ποὺ πρέπει νά ὑπομείνουμε μέ τόσο πόνο καί λύπη. Πολλούς μποροῦμε νά μεταφέρουμε μέ χαρά· κι ἄς μήν ξεχνᾶμε ὅλους ὅσους μεταφέρουν ἐμᾶς μέ στοργή, μέ συμπόνια, μέ ἀγάπη.
Ἄν δέν μποροῦμε νά συγχωρέσουμε τέλεια ἄς λυπηθοῦμε τουλάχιστο τόν ἄλλο ποὺ εἶναι ἁμαρτωλός ὅπως ἀκριβῶς καί ἐμεῖς, ποὺ εἶναι ἐξ ἴσου μ’ ἐμᾶς ἀσθενικός καί ἀνίσχυρος, τό ἴδιο ἀνίκανος ν’ ἀγαπήσει, τό ἴδιο ἀνίκανος νά συγχωρέσει, νά ζήσει. Ἄς δεχτοῦμε ὁ ἕνας τόν ἄλλο μέ τήν ἀγάπη τοῦ σταυροῦ, καί ἄς μποῦμε στή Μεγάλη Τεσσαρακοστή χαιρόμενοι ποὺ μᾶς δόθηκε νά προχωρήσουμε μαζί πρός τή σωτηρία, πρός τήν ἡμέρα ποὺ μέ τή χάρη καί τή δύναμη τοῦ Θεοῦ, τή στοργή καί τήν ἀγάπη καί τήν παρηγοριά τοῦ Θεοῦ θά μπορέσουμε κι ἐμεῖς νά γίνουμε καλά καί νά γνωρίσουμε τήν πλήρη συγχώρηση, τήν τέλεια ἀγάπη καί μέσα ἀπό τίς στενές πύλες θά ἔχουμε φτάσει στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Σημ. Τήν Κυριακή αὐτή μνημονεύουμε τήν Ἐξορία τοῦ Ἀδάμ ἀπό τόν Παράδεισο τῆς τρυφῆς.



ΚΑΙ Αβέρωφ



Η αξία του μέτρου στη ζωή μας - Αριστοτέλης


Σύμφωνα με τον Σταγειρίτη φιλόσοφο:

 οι άνθρωποι όταν γεννιούνται δεν φέρουν κάποια ηθική ποιότητα βάση της οποίας να χαρακτηρίζονται ως καλοί ή κακοί. 

Διαθέτουν όμως άπειρες «δυνατότητες», η «ενεργοποίηση» των οποίων κατά ελεύθερη επιλογή να καθορίζει τελικά την ηθική τους συμπεριφορά και υπόσταση. Για παράδειγμα, όλοι οι άνθρωποι «έχουν τη δυνατότητα» να οργίζονται.

Αν το υποκείμενο επιλέγει τελικά να αντιδρά με οργή ή να μετριάζει την οργή του, όταν ένα ερέθισμα την «ενεργοποιεί», είναι κάτι που εξαρτάται από το ίδιο και από το ποια «δυνατότητα» επιλέγει να «ενεργοποιήσει».

Οι ηθικές αρετές πέραν του ότι μας αναβαθμίζουν ποιοτικά ως όντα, διανοίγουν επιπλέον το δρόμο μας στη βίωση της ευτυχίας. Πιο αναλυτικά αρετές -κατά τον Αριστοτέλη- είναι η σωφροσύνη (αυτοέλεγχος), η ελευθεριότητα (γενναιοδωρία), η δικαιοσύνη, η ανδρεία. Ο άνθρωπος δεν κατέχει κάποια από αυτές όταν γεννιέται. Η επαφή με τις παραπάνω αρετές συντελείται αποκλειστικά μέσω της έξις (= συνήθειας) σε αυτές. Συνεπώς, «είναι ανάγκη να έχει πάρει κανείς ήδη από μικρός εκείνη την αγωγή που θα τον κάνει να ευχαριστιέται και να δυσαρεστείται με αυτά που πρέπει. Αυτή είναι η σωστή παιδεία κατά τον Αριστοτέλη (Ηθικά Νικομάχεια 1104b13-15)». Ποιος όμως συμβάλλει στο να μπορεί ο άνθρωπος να διακρίνει το καλό από το κακό, ώστε να συνηθίζει τον εαυτό του στο καλό; Η απάντηση είναι ο ορθός λόγος, η λογική μας ικανότητα.

Τι είναι λοιπόν η αρετή –κατά τον Αριστοτέλη- και πως μπορούμε να την προσεγγίσουμε; «Η αρετή είναι μια έξη (= συνήθεια), που α) επιλέγεται ελεύθερα από το άτομο, β) βρίσκεται στο μέσο, στο μέσο όμως το σε σχέση προς εμάς: διότι ο κάθε άνθρωπος ως μια ξεχωριστή οντότητα έχει το δικό του μέτρο. Σε γενικές όμως γραμμές όλοι οι άνθρωποι έχουμε μια κοινή ιδέα για το τι είναι καλό ώστε να το επιδιώκουμε και τι κακό ώστε να το αποφεύγουμε. Θεωρητικά πάντως το μέσο καθορίζεται από τη λογική – και πιο συγκεκριμένα από τη λογική που καθορίζει ο φρόνιμος άνθρωπος (= εκείνος που έχει πρακτική σοφία) 1107a1-2». Και η μεσότητα έχει αξία μόνο όταν βρίσκεται σε ισχύ, μόνο δηλαδή όταν οι πράξεις μας συμβαδίζουν με αυτή.

Η αρετή ή αλλιώς το καλό βρίσκεται ανάμεσα σε δυο κακίες: 

ανάμεσα στην υπερβολή και την έλλειψη.

 Συνεπώς, η άσκηση μας στο μέσο, στο μέτρο διασφαλίζει την ορθή πράξη. Παρακάτω έχουν επιλεγεί από το έργο του Αριστοτέλη, Ηθικά Νικομάχεια, ορισμένα αντιπροσωπευτικά παραδείγματα όσον αφορά την υπερβολή, την έλλειψη και το μέσο αυτών των δυο άκρων, όπου κυμαίνεται η αρετή:

Το μέσο ανάμεσα στη θρασύτητα (= υπερβολή) και την δειλία (έλλειψη) είναι η ανδρεία, 

το μέσο ανάμεσα στην οργιλότητα (υπερβολή) και την αναλγησία (έλλειψη) είναι η πραότητα, 

το μέσο ανάμεσα στην ακολασία (υπερβολή) και την αναισθησία (έλλειψη) είναι η σωφροσύνη, 

το μέσο ανάμεσα στο κέρδος (υπερβολή) και τη ζημία (έλλειψη) είναι το δίκαιο,

το μέσο ανάμεσα στην αλαζονεία (υπερβολή) και την ειρωνεία (έλλειψη) είναι η αλήθεια,

το μέσο ανάμεσα στην κολακεία (υπερβολή) και την απέχθεια (έλλειψη) είναι η φιλία,

το μέσο ανάμεσα στην πανουργία (υπερβολή) και την ευήθεια (έλλειψη) είναι η φρόνηση.


Όπως προείπαμε κάθε άνθρωπος έχει το δικό του μέτρο απέναντι στα πράγματα. Αυτός δηλαδή που είναι θρασύς ενδέχεται να θεωρεί τον ανδρείο ως δειλό και ο δειλός πάλι ενδέχεται να θεωρεί τον ανδρείο ως θρασύ. Επίσης, κάθε άνθρωπος έχει την ιδιαίτερη ροπή του είτε προς την υπερβολή είτε προς την έλλειψη. Οπότε, στην περίπτωση αυτή προκειμένου να συναντήσουμε το μέσο θα «πρέπει να τραβούμε τον εαυτό μας προς την αντίθετη κατεύθυνση: όσο πιο πολύ απομακρυνόμαστε από το λάθος τόσο πιο εύκολα θα φτάσουμε στο μέσο1109b5-7».

Επιπλέον, ο Αριστοτέλης συνδέει την άσκηση του εαυτού μας στη μεσότητα με τη βίωση της ευδαιμονίας. Πράγματι, πιστεύει ότι όταν ο άνθρωπος πράττει έμμετρα (με κριτήριο το μέτρο-μέσο) η ψυχή του ευφραίνεται, γεμίζει δηλαδή από ωραίες ποιότητες. Δεν απορρίπτει ωστόσο την υποστηρικτική και καθοριστική πολλές φορές ύπαρξη της ευνοϊκής τύχης ή του πλούτου ή της δόξας ή της ομορφιάς για τη βίωση της ευτυχίας. Δεν θεωρεί όμως τα τελευταία ως επαρκή μέσα από μόνα τους για την κατάκτηση της ευτυχίας.

Συμπερασματικά, ο Σταγειρίτης θεωρεί ότι η ευδαιμονία, ως μια κατάσταση ψυχικής θέωσης του ανθρώπου, προϋποθέτει κάτι βαθύτερο: 

την κατανόηση και αποδοχή της αξίας της αρετής στη ζωή μας και τη διηνεκή άσκησή μας (= έξις) σε αυτή. Η αρετή εντοπίζεται στη μέση δυο κακών, της υπερβολής και της έλλειψης. Μιλώντας σε γενικό πλαίσιο - διότι στα ζητήματα αυτά συναντώνται και οι εξαιρέσεις των επιμέρους - η άσκηση στο μέτρο εξασφαλίζει το ποιοτικό γινόμενο της καλής πράξης μιας ευδαίμονος ψυχής, ενώ η απουσία του μέτρου ωθεί σε ατελείς ακρότητες.


Σοφία Κακιά
Φιλόλογος, ειδίκευση στην Ιστορία της Φιλοσοφίας