Μέγας Παρακλητικός Κανόνας μετάφραση ερμηνεία
Έβλεπαν οι Ισραηλίτες ότι το πρόσωπο του Μωυσή ακτινοβολούσε Εξ. 34,35
Αγαπητοί στην σημερινή ανάρτηση θα δούμε τον Μεγάλο Παρακλητικό Κανόνα διότι οι διάφοροι αιρετικοί κατά την γνωστή τους τακτική συκοφαντούν την Εκκλησία για αυτόν.
Η Μεγάλη παράκληση είναι γνωστή σαν ποίημα του Θεόδωρου Β' Δούκα Λάσκαρη ο οποίος είχε σοβαρή ασθένεια, βαριάς μορφής επιληψία, πέθανε 36 ετών. Η Θεοτόκος κράτησε από τις συχνές επιληπτικές κρίσεις τον Θεόδωρο μα και τον βοήθησε στην συγγραφή. Ο ίδιος γνώριζε πολύ καλά τα της διδαχής "ξέροντας" ότι παρηγοριά θα λάβουμε πάντοτε αλλά "γιγνώσκοντας" ότι οι θεραπείες δεν επιτελούνται πάντα. Παράκλησιν, εν ταις θλίψεσιν οίδα, και των νόσων ιατρόν σε γινώσκω. Σαν άνθρωπος βέβαια παρακαλούσε για ίαση αλλά η παράκληση του αυτή δεν εισακούστηκε, έλαβε και αυτός σαν άλλος Παύλος ίδια απάντηση, "σου αρκεί ο κανόνας μου". Οι Χαιρετισμοί είναι ανώνυμοι, το Ρωμανός Μελωδός είναι απλά μια υπόθεση, ενώ ο συγγραφέας του Μικρού Παρακλητικού Κανόνα "Θεοφάνης ή Θεοστήρικτος" είναι άγνωστος, Θεοφάνης Γραπτός, Θεοστήρικτος Ομολογητής είναι υπόθεση. Η διδαχή του Κανόνα προς εμάς ξεκινάει ακόμη και από αυτήν την ιστορία συγγραφής, η Θεοτόκος μας διδάσκει ότι και εμείς αν βρισκόμαστε σε μεγάλη δυσκολία ή αν έχουμε σοβαρή ασθένεια ή κατάσταση και αιτούμαστε αλλά δεν εισακουόμαστε τότε η Θεοτόκος μας διδάσκει ότι ο Υιός της θα μας παρέχει σε ανταπόδοση κάτι άλλο πάρα πολύ μεγαλύτερο, αυτό το μεγαλύτερο είναι η αιώνιος ζωή.
Ο κανόνας δεν είναι μια αναφορά σε δυσμενείς περιστάσεις της ζωής του πολυπαθούς βασιλιά που έπασχε από ανίατο νόσημα όπως λέγεται διαδίδεται και νομίζεται έως σήμερα. Δεν είναι μια κραυγή έντονου πόνου και αγωνίας, ούτε αναφορά στα παθήματα και τις δυσμενείς περιστάσεις της ζωής. Δεν είναι μια κραυγή ενός βαριά άρρωστου, ούτε ένα δακρύβρεχτο ποίημα. Δεν είναι ένας ύμνος προσωπικός τον οποίο έγραψε ο Θεόδωρος εκφράζοντας και τους υπόλοιπους Χριστιανούς, δεν έγινε ο Θεόδωρος η πένα όλων των Χριστιανών. Ο κανόνας είναι ακριβώς το αντίθετο, είναι τα λόγια όλων των Χριστιανών που η Θεοτόκος υπέδειξε στον Θεόδωρο, είναι η παράκληση που έχουν αλλά και αυτή που θα πρέπει να έχουν όλοι οι Χριστιανοί στα χείλη και βέβαια είχε και ο Θεόδωρος.
Είναι η πορεία του Χριστιανού, είναι ένα καταπληκτικό αριστούργημα.
Αν και κοντά 800 ετών θα έλεγε κάποιος ότι ο κανόνας είναι εντελώς άγνωστος.
Πριν από τον Λάσκαρη είχαν πει τα ίδια λόγια ο Δαυίδ, ο Ιωάννης, ο Πέτρος, ο Παύλος, είχε πει και θα πει ο κάθε ένας Χριστιανός. Η Θεοτόκος βοήθησε τον Θεόδωρο να συνθέσει, για αυτό και ο ύμνος σαν σύνολο είναι η πορεία του Χριστιανού, πως είναι και πως πρέπει να είναι. Όλες οι προσευχές, καλλιεπείς ή απλές, έχουν ακριβώς την ίδια αξία, σαν κείμενο όμως ο Μεγάλος Παρακλητικός Κανόνας είναι ο κορυφαίος ύμνος προς την Υπεραγία Θεοτόκο, το βάθος νοημάτων και ο τρόπος που αποδίδονται δεν έχουν προηγούμενο.
Ο ενικός δεν πρέπει να εννοηθεί ότι είναι εξ αιτίας προσωπικής ικεσίας αλλά βρίσκεται εκεί επειδή ο ύμνος παρουσιάζει τον κάθε Χριστιανό, είναι εκεί επιπλέον ώστε να μας διδάξει ότι ο κάθε ένας πρέπει προσωπικά να επικαλείται μα και το ότι ποιητής του ύμνου είναι αυτός που θα απευθύνει με πίστη τον κανόνα προς την Θεοτόκο.
Γιατί αν και έχει ακουστεί πολλές φορές η λέξη "μητέρα" μήπως άραγε η μάνα θα πει ποτέ στο παιδί της "μου είναι γνωστή η λέξη"; Μήπως πάλι θα του πει "την έχω ακούσει και άλλες φορές από τα μεγαλύτερα αδέρφια σου"; Χριστούγεννα αλλά ουδείς ουδέποτε θα ακούσει από τον Χριστό ή την Θεοτόκο "μας τα 'παν άλλοι".
Έπραξε δε η Θεοτόκος όπως ο υιός της ο οποίος στην πόρτα του πλουσίου βάζει να είναι ο Λάζαρος. Τι ύμνο μας παραδίδει προσωπικά η Θεοτόκος ώστε να βρει ευκαιρία να μας βοηθήσει.
Είμαι ανάξιος ακόμη και για να τον διαβάσω. Πρέπει να πούμε και εμείς σαν τον γέροντα Παΐσιο, "τι μάνα είναι αυτή!". Αν η Κυριακή προσευχή ονομάζεται "Πάτερ ημών" η Παράκληση αυτή θα μπορούσε κατάλληλα να ονομαστεί ως "Μήτηρ ημών".
Οι αιρετικοί Διαμαρτυρόμενοι, στην πραγματικότητα διαμαρτυρόμενοι κατά του Θεού, δεν βλέπουν και με τα λόγια τους επιτίθενται στον κανόνα συκοφαντώντας. Συνεχώς ψάχνουν οι ταλαίπωροι μήπως μπορέσουν και βρουν κάποια λέξη ή κάποια φράση ώστε μετά να την κάνουν όπλο της ανοησίας τους. Ερευνούν αντίθεα τον Κανόνα βγάζοντας βιαστικά συμπεράσματα. Στον ύμνο αυτό ο σημερινός ασεβής βλέπει ότι έβλεπαν οι πολέμιοι στην εποχή του Χριστού, αυτοί αντί να δουν την θεραπεία ενός συνανθρώπου τους και την τήρηση του Σαββάτου έβλεπαν την καταπάτηση του Νόμου. Αντί να δουν τον Μέγα Φιλάνθρωπο έβλεπαν έναν ἄνθρωπο φάγο καὶ οἰνοπότη, αντί να δουν την Αγάπη έβλεπαν τελωνῶν φίλο καὶ ἁμαρτωλῶν.
Αν κοιτάζεις τον κανόνα με την αιρετική ματιά τότε σου φαίνεται ότι αρπάζει την δόξα από τον Θεό, σου φαίνεται ότι είναι Μαριολατρεία, σου φαίνεται ότι είναι εκζήτηση εξυπηρέτησης. Όμως δεν είναι στραβός ο γιαλός αλλά ο οφθαλμός σου που δεν βλέπει τον Κανόνα. Ο οφθαλμός που μαζί με το υπόλοιπο σώμα αρμενίζει στραβά στον μανιασμένο ωκεανό ενώ ο βύθιος δράκων περιμένει να σε κατασπαράξει.
Οι αιρετικοί δεν μπορούν να δουν τον κανόνα διότι αυτός βλέπεται καθώς εστί αποκλειστικά και μόνο μέσα από τα μάτια του Χριστιανού, αν προστεθεί και οποιαδήποτε άλλη ιδιότητα τότε δεν μπορείς να τον δεις. Ακόμη και εάν είσαι Χριστιανός και προστεθεί άλλο τότε νομίζεις ότι ο Χριστός και η Θεοτόκος είναι εταιρεία ασφαλειών κινδύνου και ασθενειών, έτσι βλέπεις έναν που στενάζει, που κλαίει, που οδύρεται, βλέπεις τον κανόνα σαν μια δακρύβρεχτη ιστορία κάποιου που χιλιοπαρακαλάει. Αν προστεθεί άλλη ιδιότητα τότε νομίζεις ότι κάποιος έγραψε έναν κανόνα, κάποιος τον έβαλε στην Εκκλησία, κάποιος έκανε το ένα και το άλλο, γιατί ο Χριστός όταν συντέθηκε ο ύμνος που θα λεγόταν εις τους αιώνες για την μητέρα του "φλυαρούσε κάπου, πιθανόν βρισκόταν στην τουαλέτα, δεν αποκλείεται και να κοιμόταν" Γ' Βασ. 18,27.
Μήπως άραγε δεν φροντίζει για τα πετεινά του ουρανού;
Αν βρέχει σε αδίκους πόσο διαφέρουν αυτοί από την μητέρα του;
Εξ' άλλου εάν υποθέσουμε ότι ο Θεόδωρος συνέγραψε μόνος, πράγμα αναληθές, τότε ο ύμνος και το περιεχόμενο θα ήταν παράγωγο του αίτιου της λύπης και θλίψης του. Ο ύμνος θα αντικατόπτριζε το αίτιο, την κατά Θεόν λύπη ή κατά κόσμον λύπη. Αν η λύπη ήταν η κατά Θεόν, αν ο παρακαλών είχε σωστή θεώρηση των πάντων, αν τον κόσμο του κυβερνούσε το πλὴν οὐχ ὡς ἐγὼ θέλω, ἀλλ᾿ ὡς συ και όχι το φάγωμεν πίωμεν, αν ο καταλληλότερος ύμνος για την Θεοτόκο θα ήταν αυτός που εμφορείται από το Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατὰ τὸ ῥῆμά σου, τότε θα είχαμε μεν έναν διαφορετικό κανόνα που όμως και αυτός θα ήταν Θεάρεστος και αριστούργημα ενώ η σωστή αυτή θεώρηση πάντων των πραγμάτων θα γινόταν φανερή μέσα σε αυτόν.
Όταν η λύπη είναι κατά Θεόν δεν αναλώνεται σε ανούσια πράγματα ή σε απλά παρακάλια, ούτε λυπάται επειδή διακόπηκε η ευδαιμονία, αλλά δημιουργεί. Και όπως η διαβολική λύπη φέρνει την απελπισία και την διαβολική κυριαρχία έτσι και η κατά Θεόν λύπη φέρνει την ελπίδα στον Θεό και το Άγιο Πνεύμα, φέρνει την Θεϊκή εγκατοίκηση.
Τα τροπάρια θα συμπληρώνονται
Ερμηνεία της παράκλησης, κατ' ουσίαν γέροντας Δανιήλ Γούβαλης.
Πρόκειται για την ερμηνεία του Κανόνα 800 χρόνια μετά την συγγραφή του.
Αν συγκρίνετε πριν και μετά που θα διαβάσετε θα παρατηρήσετε ότι ο Κανόνας μέχρι σήμερα παρέμενε σχεδόν άγνωστος, τώρα όλα "τακτοποιούνται". Δεν είναι προσευχή για προσωπική υπόθεση και τις ασθένειες του Λάσκαρη, δεν θα ήταν απαράδεκτο αυτό αλλά δεν θα ήταν το καλύτερο για την γλυκιά μας Παναγία διότι στην Υπεραγία Θεοτόκο αρμόζει το τέλειο.
Ο Κανόνας παρουσιάζει τον Χριστιανό ο οποίος προχωράει από την συμφιλίωση με τον Θεό, από την έχθρα που έχει ο αμαρτωλός προς τον Θεό, στην θέα Θεού. Πρόκειται για την Ορθόδοξο διδαχή μπροστά στα μάτια μας, ο άνθρωπος έχει έχθρα με τον Θεό όχι το αντίθετο, έχουμε όλα της διδαχής, καθώς προχωράει γίνεται κάθαρση καρδίας, φυλακή καρδίας, αδιάλειπτη μνήμη Θεού, αδιάλειπτη προσευχή, εν τέλει έχουμε την θέωση, είχε φροντίσει η Παναγία να έχουμε πάντοτε στο στόμα μας την ορθή διδαχή.
Η ακροστιχίδα του Κανόνα είναι Δ.Θ.Ξ.Ω. -- Β.Μ.Σ.Υ. Δου. Θεο. Ξ. Ωδ. Βα. Μη. Σ. Υμ.
Η κατά λέξη μετάφραση των λειτουργικών κειμένων απευθύνεται σε μαθητές αρχαίων και όχι σε μαθητές Χριστού. Η μετάφραση των λειτουργικών κειμένων είναι η ερμηνεία τους.
Πόσο θα ωφελήσει τον μαθητή Χριστού όταν του πουν ότι χαίρε λαμπάς άσβεστος σημαίνει λαμπάδα που δεν σβήνει;
Ο λόγος για τον κανόνα είναι πολύς και δυσερμήνευτος.
Ας ανοίξουμε την πόρτα του Μεγάλου Παρακλητικού Κανόνος. Ας κάνουμε για πρώτη φορά έναν περίπατο στο γλυκό τοπίο του, στο τέλος της διαδρομής έχοντας δει τα αξιοθέατα ο ύμνος δεν θα είναι ποτέ πια ίδιος στα μάτια μας.
Ωδή α'. Ο Χριστιανός που παρουσιάζει ο ύμνος να ομιλεί επιτιμά τον Σατανά και ζητεί φώτιση, κατανοεί ότι βρισκόταν σε θανάσιμο κίνδυνο, δηλαδή απώλειας ψυχής.
1,1 Των λυπηρών επαγωγαί χειμάζουσι την ταπεινήν μου ψυχήν και συμφορών νέφη, την εμήν καλύπτουσι, καρδίαν Θεονύμφευτε, αλλ' η φως τετοκυία, το θείον και προαιώνιον, λάμψον μοι το φως το χαρμόσυνον.
Είναι χειμώνας βαρύς, πυκνά μαύρα σύννεφα στον ουρανό δεν αφήνουν ούτε μια ακτίνα φωτός να λάμψει στον δρόμο όπου περπατάει ένας δυστυχισμένος άνθρωπος. Ο ύμνος μας συστήνεται για το ποιος είναι όχι από το πρώτο τροπάριο αλλά από αυτήν ακόμη την πρώτη πρόταση, μας ανεβάζει στους ουρανούς ουρανών, λογικό γιατί από εκεί ξεκινάει το Άγιο Πνεύμα το οποίο εντός του ανθρώπου ενεργεί. Το τροπάριο μας παρουσιάζει έναν Χριστιανό ο οποίος μόλις έχει δώσει προσοχή στην φωνή του Αγίου Πνεύματος που φωνάζει μυστικά στον αμαρτωλό να μετανοήσει. Έχοντας ακούσει την φωνή του Παρακλήτου διακατέχεται από την κατά Θεόν λύπη, έτσι αιτία του πόνου και του θρήνου που εκφράζει είναι το χάσιμο του χαρμόσυνου φωτός, αυτό ζητεί, λάμψον μοι το φως το χαρμόσυνον.
Ο χειμώνας των λυπών ακουμπάει την ψυχή του χειμάζοντας την και τα μαύρα σύννεφα των συμφορών καλύπτουν την καρδιά του όχι διότι του στερούν τις διάφορες απολαύσεις του ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου βίου αλλά διότι έχει στερηθεί την θεοκοινωνία.
Κάποιος ενάντιος, κάποιος πολέμιος, κάποια άσχημη κατάσταση ή ασθένεια είναι αδιάφορα, μια δυναμική αντιμετώπιση, μια τυχόν αντίδραση προς αυτά δεν θα έχει κανένα αποτέλεσμα. Όμως αν το χαρμόσυνο φως λάμψει, τότε τα λυπηρά από οπουδήποτε και αν προέρχονται δεν θα έχουν καμία επίδραση ώστε να καλύπτουν την καρδία. Δηλαδή εδώ ο Χριστιανός που ομιλεί θεωρεί ότι υπεύθυνος για το ότι επιδρούν επάνω του οι άσχημες καταστάσεις είναι ο ίδιος, υπεύθυνος είναι ο αποστάς άνθρωπος και όχι ο εγωιστής κενόδοξος άνθρωπος του οποίου ο εγωισμός θα υπαγόρευε ενέργειες προς τις νομιζόμενες ως αιτίες της θλίψεις, δηλαδή ανθρώπους ή καταστάσεις - συμβάντα, που όμως θα ήταν ατελεύτητες αφού πάντοτε θα υπάρχουν ενάντιοι, πολέμιοι, παραβάτες και πάντοτε θα υπάρχουν δυσάρεστες καταστάσεις, μάλιστα πολλές από αυτές δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπιστούν. Ο άνθρωπος που ομιλεί έχει μόλις ανακαλύψει την ρίζα όλων των κακών και κάθε λύπης, την απομάκρυνση από τον Θεό.
Το τροπάριο με την φράση ταπεινήν μου ψυχήν μας μιλάει μυστικώς για την τηκομένην ψυχήν και την ταπεινωμένη εικόνα Θεού που με την αυτοεξορία έχει χάσει την δόξα της, ενώ με την λέξη καρδίαν κάνει μυστικά λόγο για την καρδίαν ἀθυμοῦσαν παρουσιάζοντας έναν Χριστιανό ο οποίος αναπέμπει αυτές τις φράσεις κατανοώντας ότι βρίσκεται σε κατάσταση αυτοεξορίας.
Αλλὰ καὶ ἐν τοῖς ἔθνεσιν ἐκείνοις οὐκ ἀναπαύσει σε, οὐδ᾿ οὐ μὴ γένηται στάσις τῷ ἴχνει τοῦ ποδός σου, καὶ δώσει σοι Κύριος ἐκεῖ καρδίαν ἀθυμοῦσαν καὶ ἐκλείποντας ὀφθαλμοὺς καὶ τηκομένην ψυχήν καὶ ἔσται ἡ ζωή σου κρεμαμένη ἀπέναντι τῶν ὀφθαλμῶν σου, καὶ φοβηθήσῃ ἡμέρας καὶ νυκτὸς καὶ οὐ πιστεύσεις τῇ ζωῇ σου· τὸ πρωΐ ἐρεῖς· πῶς ἂν γένοιτο ἑσπέρα; καὶ τὸ ἑσπέρας ἐρεῖς· πῶς ἂν γένοιτο πρωΐ; ἀπὸ τοῦ φόβου τῆς καρδίας σου, ἃ φοβηθήση, καὶ ἀπὸ τῶν ὁραμάτων τῶν ὀφθαλμῶν σου, ὧν ὄψῃ. Δευτ. 28,65-67
Αλλά και μεταξύ των εθνών δεν θα έχεις ανάπαυση και ησυχία, ούτε και θα σταματήσουν κάπου τα πόδια σου σε μόνιμη κατοικία. Ο Κύριος θα δώσει σε εσένα καρδία άθυμη και οφθαλμούς μισοσβημένους, ψυχή που θα λιώνει και η ζωή σου θα είναι αβέβαιη και ασταθής. Θα φοβάσαι μέρα και νύχτα και δεν θα έχεις πεποίθηση ότι θα ζήσεις. Το πρωί θα λες "Πότε θα έρθει το βράδυ;" Και το βράδυ θα λες, "Πότε θα ξημερώσει;" Και αυτά εξ αιτίας του φόβου που θα πλημμυρίζει την καρδιά σου και αυτών που θα βλέπουν τα μάτια σου.
Δηλαδή ξεκινώντας ο ύμνος μας πηγαίνει στο Δευτερονόμιο περιγράφοντας έναν άνθρωπο ο οποίος με την απομάκρυνσή του από τον Θεό είχε απορρίψει αυτόν και την χάρη του.
Εὰν μὴ εἰσακούσῃς ποιεῖν πάντα τὰ ῥήματα τοῦ νόμου τούτου τὰ γεγραμμένα ἐν τῷ βιβλίῳ τούτῳ φοβεῖσθαι τὸ ὄνομα τὸ ἔντιμον τὸ θαυμαστὸν τοῦτο, Κύριον τὸν Θεόν σου Δευτ. 28,58 Εάν δεν υπακούσεις, ώστε να τηρήσεις όλες τις εντολές του Θεού και δεν ευλαβηθείς το πανέντιμον και θαυμαστόν όνομα του Θεού. Αλλὰ καὶ ἐν τοῖς ἔθνεσιν ἐκείνοις οὐκ ἀναπαύσει σε, οὐδ᾿ οὐ μὴ γένηται στάσις τῷ ἴχνει τοῦ ποδός σου, καὶ δώσει σοι Κύριος ἐκεῖ καρδίαν ἀθυμοῦσαν καὶ ἐκλείποντας ὀφθαλμοὺς καὶ τηκομένην ψυχήν. Δευτ. 28,65 Αλλά και μεταξύ των εθνών εκείνων δεν θα έχεις ανάπαυση και ησυχία, ούτε και θα σταματήσουν κάπου τα πόδια σου σε μόνιμη κατοικία. Ο Κύριος θα δώσει σε εσένα καρδία άθυμη, οφθαλμούς χωρίς λάμψη, ζωή η οποία θα λιώνει μέρα με την μέρα.
Ο άνθρωπος που δεν ζει κατά Θεό, που έχει εγκαταλείψει τον Θεό, δεν έχει "εισακούσει τα ρήματα του νόμου" δεν "ευλαβείται το πανέντιμο και θαυμαστό όνομα του Θεού", με αυτήν του την πράξη έχει αυτοπαραδοθεί σε καρδία αθυμούσα και τηκομένη ψυχή.
Όπως έγινε με τον Χριστό, του οποίου όλες οι απαντήσεις προς τον Σατανά ήταν από το Δευτερονόμιο, ο ύμνος τοποθετεί τον Χριστιανό να ακολουθεί τώρα τις εντολές του Θεού επιτιμώντας τον άρχοντα του κόσμου τούτου να "υπάγει πίσω" λέγοντας σε αυτόν Κύριον τὸν Θεόν σου φοβηθήσῃ καὶ αὐτῷ μόνῳ λατρεύσεις απορρίπτοντας τις προτάσεις του στις οποίες μέχρι πρότινος έδινε την συγκατάθεση του.
Οι απαντήσεις του Χριστού στους πειρασμούς είναι όλες από το Δευτερονόμιο, κατά σειρά εκφοράς οι εξής: ὅτι οὐκ ἐπ᾿ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ὁ ἄνθρωπος Δευτ. 8,3 Δεν ζει ο άνθρωπος μόνο με τον συνήθη άρτο, άλλα ζει και με κάθε λόγο ο οποίος εξέρχεται από το στόμα του Θεού. Οὐκ ἐκπειράσεις Κύριον τὸν Θεόν σου Δευτ. 6,16 Δεν θα θέσεις σε πειρασμό και δοκιμασία τον Κύριο. Κύριον τὸν Θεόν σου φοβηθήσῃ καὶ αὐτῷ μόνῳ λατρεύσεις. Δευτ. 6,13 Κύριο τον Θεό σου θα ευλαβείσαι και θα υπακούς και αυτόν μόνον θα λατρεύεις.
Τώρα ο άσωτος με τα λόγια του δοξολογεί τον Θεό μετανοημένος, βρίσκεται με θολωμένους από τα δάκρυα οφθαλμούς και με συντετριμμένη από την λύπη ψυχή η οποία από το βάρος των αμαρτιών βαδίζει σκυφτή και αδύναμη, ἀλλὰ ἡ ψυχὴ ἡ λυπουμένη ἐπὶ τὸ μέγεθος, ὃ βαδίζει κύπτον καὶ ἀσθενοῦν καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ οἱ ἐκλείποντες καὶ ἡ ψυχὴ ἡ πεινῶσα δώσουσί σοι δόξαν καὶ δικαιοσύνην, Κύριε. Βαρ. 2,18 Αλλά η συντετριμμένη από την λύπη ψυχή, η οποία από το βάρος των αμαρτιών και των τιμωριών βαδίζει σκυφτή και αδύναμη με θολωμένα από τα δάκρυα οφθαλμούς και ο πεινασμένος άνθρωπος, αυτοί θα σε δοξολογήσουν Κύριε και θα διαλαλήσουν την δικαιοσύνη σου.
Η εγκατάλειψη του Θεού όχι μόνο κάνει τις διάφορες θλίψεις να επηρεάζουν τον Χριστιανό που μιλάει στον ύμνο αλλά δεν αφήνει να λάμψει το ουράνιο φως μέσα στην καρδιά του συμφορών νέφη, την εμήν καλύπτουσι, καρδίαν.
Όμως με την γνήσια μετάνοια αφήνει τον Ήλιο Χριστό να φωτίσει την καρδιά του.
Η καρδιά μας δεν έχει μόνο φυσική λειτουργία αλλά και υπερφυσική, είναι ο χώρος κοινωνίας μας με τον Θεό, λέει ο απόστολος Παύλος ἐν οἷς ὁ θεὸς τοῦ αἰῶνος τούτου ἐτύφλωσε τὰ νοήματα τῶν ἀπίστων εἰς τὸ μὴ αὐγάσαι αὐτοῖς τὸν φωτισμὸν τοῦ εὐαγγελίου τῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ, ὅς ἐστιν εἰκὼν τοῦ Θεοῦ οὐ γὰρ ἑαυτοὺς κηρύσσομεν, ἀλλὰ Χριστὸν Ἰησοῦν Κύριον, ἑαυτοὺς δὲ δούλους ὑμῶν διὰ Ἰησοῦν ὅτι ὁ Θεὸς ὁ εἰπὼν ἐκ σκότους φῶς λάμψαι, ὃς ἔλαμψεν ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν πρὸς φωτισμὸν τῆς γνώσεως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Β' Κορ. 4,4-6
Ο Θεός του αμαρτωλού τούτου αιώνος, δηλαδή ο σατανάς, έχει σκοτίσει και τυφλώσει την διάνοια και την σκέψη των απίστων, ώστε να μη λάμψει σε αυτούς το φως του Ευαγγελίου της δόξας του Χριστού ο οποίος είναι εικόνα του Θεού. Γιατί εμείς δεν κηρύττουμε και δεν διαφημίζουμε τον εαυτό μας, αλλά κηρύττουμε τον Ιησού Χριστό, τον Κύριο. Τους εαυτούς μας τους παρουσιάζουμε ως δούλους και υπηρέτες δικούς σας για την δόξα του Ιησού και το κάνουμε διότι ο Θεός, ο οποίος κατά τους χρόνους της δημιουργίας διέταξε να λάμψει φως αντί του σκότους που υπήρχε τότε, έλαμψε στις καρδιές μας και τις φώτισε, όχι μόνο για να γνωρίσουμε εμείς και να το κρατήσουμε για τον εαυτό μας, αλλά και για να μεταδώσουμε και στους άλλους φωτεινή και καθαρή την γνώση της δόξας του Θεού, η οποία δόξα φανερώθηκε δια του Ιησού Χριστού.
Παρατηρούμε ότι το Θεϊκό φως λάμπει μέσα στις καρδιές μας ώστε να γνωρίσουμε τον Θεό ενώ όπως ο Διάβολος και τα όργανά του εμποδίζουν ἐτύφλωσε να λάμψει το φως του Χριστού έτσι και οι άνθρωποι του Θεού στην αντίθετη πλευρά είναι φωτοδότες, υμεῖς ἐστε τὸ φῶς τοῦ κόσμου, μεταδίδουν και διαδίδουν το φως ανοίγοντας την καρδία προς τον Θεό. Οι Άγιοι ακτινοβολούν το Άκτιστο Φως το οποίο έρχεται από μέσα τους διότι κατοικεί σε αυτούς το Φως, εάν τις ἀγαπᾷ με, τόν λόγον μου τηρήσει, καί ὁ πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν, καί πρός αὐτόν ἐλευσόμεθα καί μονήν παρ' αὐτῷ ποιήσομεν. Όποιος φυλάξει τον λόγο μου ο Πατήρ μου θα τον αγαπήσει και θα έλθουμε και θα κατοικήσουμε μονίμως σε αυτόν.
Το ακτινοβολούν όχι μόνο αόρατα αλλά και ορατά όπως έγινε με τον Μωυσή.
Το φως που λάμπει μέσα στις καρδιές μας ώστε να μας φωτίσει είναι το ίδιο που εκλύθηκε στον Όρος Θαβώρ και είδαν οι απόστολοι, είναι το θείον και προαιώνιον φως, είναι το άκτιστο φως και έτσι διαφέρει απείρως από το φυσικό φως. Το φυσικό φως είναι ένας τύπος του ακτίστου φωτός, ο πλανήτης ήλιος είναι ένας τύπος του Πατρός και το φως του ηλίου είναι τύπος του Υιού ο οποίος πάντοτε υπήρχε όπως πάντοτε υπήρχε ο Ήλιος Πατήρ και δεν υπήρχε Ήλιος χωρίς Φως. Και όπως το φως του ηλίου φωτίζει όλη την γη και χωρίς αυτόν ο άνθρωπος δεν μπορεί να δει τον δρόμο και να περπατήσει εξ αιτίας του σκότους κατά όμοιο τρόπο το Άκτιστο Φως φωτίζει την πνευματική γη ώστε ο άνθρωπος να μπορέσει να δει την Οδό, δηλαδή τον Χριστό, λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή·, και να περπατήσει προς αυτήν.
Το φως του Χριστού φωτίζει πνευματικά τον άνθρωπο ο οποίος τώρα θεωρεί τα πάντα διαφορετικά, αυτό το φως του δίνει την αληθινή χαρά το χαρμόσυνον η οποία είναι έργο του Αγίου Πνεύματος. Οι υπόλοιπες χαρές που προέρχονται από τα υλικά στην πραγματικότητα δεν είναι χαρές αλλά μια ψεύτικη ευχαρίστηση, μια "χαρά" απομίμηση της γνήσιας.
Εφόσον αυτή η ευχαρίστηση έχει αιτία υλική τότε αφενός δεν είναι γνήσια αφετέρου έχει οριστεί από κτιστό τι είναι αυτό που θα την προσφέρει, οπότε είναι έως και αμαρτωλή.
Στο τροπάριο αιτούμαστε από την Θεοτόκο λάμψον μοι γιατί ως θεωμένα μέλη της Εκκλησίας Θεονύμφευτε οι Άγιοι και η Θεοτόκος είναι φωτοδότες αφού έχουν τον Νυμφίο Χριστό μέσα τους οπότε είναι οι μόνοι αρμόδιοι ώστε να μας μεταδώσουν το φως, υμεῖς ἐστε τὸ φῶς τοῦ κόσμου. Οι διάφοροι γκουρού, οι διάφοροι "διδάσκαλοι" με το "φως" τους οδηγούν στην απώλεια. Εκτός αυτών ο Διάβολος προσπαθεί και προσωπικά να πλανήσει τον άνθρωπο ώστε να νομίσει ότι λαμβάνει το Θεϊκό φως, και σε αυτήν την περίπτωση πάλι σε άνθρωπο του Θεού απευθύνεται ο Χριστιανός, στον πνευματικό του. Οι Άγιοι και εξαιρετικά η Θεοτόκος, είναι αυτοί που περπάτησαν τον δρόμο προς την Οδό γνωρίζοντας όλες τις παγίδες και το πως πρέπει ο άνθρωπος να πορευθεί προς τον Χριστό. Δεν φτάνει να διαβάζει την Γραφή κάποιος, δεν φτάνει απλά να πάει στο Ποτήριο, πρέπει να συναντήσει τον Χριστό προτού πάει στον Χριστό που είναι στην Ευχαριστία. Το πως θα συναντήσει τον Χριστό του το διδάσκουν και δια της μεσιτείας τους και της φωτίσεως τους οι Άγιοι. Στην πορεία στην έρημο προς την Γη της Επαγγελίας, δηλαδή της πορεία της ζωής του Χριστιανού προς τον Παράδεισο, υπάρχει η νεφέλη και ο Μωυσής, η νεφέλη είναι ο Κύριος ενώ οι Άγιοι και ο πνευματικός μας αναλαμβάνουν τον ρόλο του Μωυσή.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου