«Καί ποῦ λοιπόν ἄλλην εὑρήσω ἀντίληψιν; Ποῦ προσφύγω; Ποῦ δέ καί σωθήσομαι; Τίνα θερμήν ἕξω βοηθόν, θλίψεσι τοῦ βίου καί ζάλαις οἴμοι! κλονούμενος; Εἰς σέ μόνην ἐλπίζω καί θαρρῶ καί καυχῶμαι καί προστρέχω τῇ σκέπη σου, σῶσόν με» (ὠδή δ΄ Μεγ. Παρακλ. Κανόνος).
(Καί ποῦ λοιπόν θά βρῶ ἄλλη βοήθεια; Ποῦ νά προσφύγω; Ποῦ νά σωθῶ; Ποιά θά ’χω θερμή βοηθό, καθώς κλονίζομαι - ἀλλοίμονο! - ἀπό τίς θλίψεις καί τίς ζάλες τοῦ βίου; Σέ σένα μόνη ἐλπίζω κι ἔχω θάρρος καί καυχῶμαι καί προστρέχω στή σκέπη σου, σῶσε με».

Δέν νιώθει στέρεα τήν περπατησιά του στόν κόσμο ὁ αὐτοκράτωρ ποιητής. Ἡ κοσμική ἐξουσία πού ἔχει δέν τόν καθιστᾶ ἄτρωτο: οἱ θλίψεις ἀπό τήν ἀρρώστια του καί τούς κινδύνους ἀπό τούς ἐχθρούς του τοῦ προκαλοῦν ζάλη πού τόν κλονίζουν∙ ἡ ἀνασφάλεια ἔχει γίνει τό χαρακτηριστικό τῆς ζωῆς του. Ἀλλά αὐτό συμβαίνει τίς περισσότερες φορές σέ ὅλους μας – κάποια ἀρρώστια, κάποιο ἀτύχημα, κάποια ἀναποδιά ὅπως λέμε τῆς ζωῆς δημιουργοῦν ἀνατροπές πού μᾶς κάνουν νά νιώθουμε ἐπισφαλεῖς καί ἀνασφαλεῖς∙ δέν εἶναι λίγες οἱ φορές πού ὁ κλονισμός τῶν «σταθερῶν» μας κτυπάει καί τή δική μας πόρτα.

Ὁ ποιητής εἶναι βέβαιος γιά τήν πίστη του καί ξέρει ποιά εἶναι ἡ ἀναφορά του. Ξέρει δηλαδή ὅτι ὁπουδήποτε στόν κόσμο κι ἄν στραφεῖ δέν πρόκειται νά βρεῖ ἐκεῖνο πού θά ἀποτελέσει τήν ἀσφάλεια καί τή σωτηρία του – τί πράγμα στόν κόσμο μπορεῖ νά προσφέρει πράγματι τή σωτηρία; Κάθε ἀνθρώπινο καί ἐπίγειο εἶναι φθαρτό καί περιορισμένο, συνεπῶς καί ἀδύναμο. Κατά πῶς τό λέει διαρκῶς καί ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ: «μή πεποίθατε ἐπ’ ἄρχοντας, ἐπί υἱούς ἀνθρώπων, οἶς οὐκ ἔστι σωτηρία». Ἡ μόνη σταθερή ἀναφορά του, ἡ μόνη ἐλπίδα του πού τοῦ δίνει θάρρος στή ζωή του, ἡ μόνη τελικά καύχησή του εἶναι ὁ Κύριος καί ἡ Παναγία Μητέρα Του – κινεῖται μέ ἀπόλυτη ὑπακοή στόν λόγο τοῦ Κυρίου: «πιστεύετε εἰς τόν Θεόν καί εἰς ἐμέ πιστεύετε». 


 Καί ἡ πίστη του αὐτή τόν καθιστᾶ ὄντως πρότυπο καί γιά ἐμᾶς. Ἄν ὁ Χριστός καί οἱ ἅγιοί Του, μέ πρώτη τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, δέν εἶναι τό στήριγμά μας, ποιά ἄλλη καταφυγή ἀνθρώπινη μπορεῖ νά γίνει ἡ σωτηρία μας; Πολύ περισσότερο βεβαίως πού ἡ πίστη αὐτή βρίσκει ἄμεση ἀνταπόκριση∙ γιατί ἀναφερόμαστε σέ Ἐκεῖνον, κατ’ ἐπέκταση δέ καί σ’ Ἐκείνην, πού ἀποτελεῖ τήν ὑπόθεση σύμπαντος κόσμου, Αὐτόν πού μᾶς κρατάει στή ζωή καί «ἐργάζεται» νυχθημερόν γιά τή σωτηρία μας. Ἡ ἐμπειρία ἀπό τίς ἐπεμβάσεις τοῦ Θεοῦ μας καί τῶν ἁγίων Του σέ κάθε πιστή ψυχή καθιστᾶ βέβαιη τήν πίστη μας αὐτή.



 ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ








0 comments:

Δημοσίευση σχολίου

 
Top