Σάββατο 22 Αυγούστου 2020

ΠΑΡΑΚΛΗΣΕΙΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΓΙΑΝ ΘΕΟΤΟΚΟΝ (13)


1,3 Νυν πεποιθώς επί την σην κατέφυγον, αντίληψιν κραταιάν, και προς την σην σκέπην, ολοψύχως έδραμον, και γόνυ κλίνω Δέσποινα και θρηνώ και στενά­ζω, μη με παρίδης τον άθλιον, των χριστιανών καταφύγιον.

Ο Χριστιανός που ομιλεί στον ύμνο κατανοώντας από τι γλύτωσε και βλέποντας τώρα την αμαρτωλότητα του καταφεύγει στην Θεοτόκο σαν σκέπη και προστασία από όλα, τρέχει προς αυτήν ολόψυχα, με όλη του την καρδιά όπως τρέχει κάποιος σε αγαπητά του πρόσωπα για βοήθεια, διότι τώρα είδε ότι αυτοί είναι εἰς τὸ δύνασθαι ἡμᾶς παρακαλεῖν τοὺς ἐν πάσῃ θλίψει διὰ τῆς παρακλήσεως ἧς παρακαλούμεθα αὐτοὶ ὑπὸ τοῦ Θεοῦ·. Ο Κύριος είναι που μας παρηγορεί σε κάθε μας θλίψη, ώστε να μπορούμε και εμείς να παρηγορούμε τους ανθρώπους που βρίσκονται σε κάθε θλίψη με την παρηγοριά με την οποία εμείς οι ίδιοι παρηγορούμαστε από τον Θεό.
Όπως ο Χριστός δεν είναι τιμωρός αλλά ο κάθε ένας τον βλέπει ως φως που τυφλώνει ή φωτίζει, έτσι και ο κάθε άνθρωπος του Θεού και εξαιρετικά η Θεοτόκος είναι υπεραγαπητή και καταφυγή για τον Χριστιανό. Ως αγαπητή είναι αυτή στην οποία απευθύνεται για προστασία σε κάθε περίσταση, είτε από ασθένειες, αντίληψιν, είτε από κινδύνους, υλικούς ή πνευματικούς, σκέπην, αφού είναι για αυτόν καταφύγιον.
Ο ύμνος μας παρουσιάζει την εικόνα που βλέπουμε στον δαιμονισμένο, βέβαια με μια μεγάλη διαφορά. Και εκείνος δράμει, κλίνοντας γόνυ, βγάζοντας φωνή με αίτημα που λέει "μην με". Ιδὼν δὲ τὸν Ἰησοῦν ἀπὸ μακρόθεν ἔδραμε καὶ προσεκύνησεν αὐτὸν, καὶ κράξας φωνῇ μεγάλῃ λέγει· Τί ἐμοὶ καὶ σοί, Ἰησοῦ, υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου; ὁρκίζω σε τὸν Θεόν, μή με βασανίσῃςέδραμον--ἔδραμεγόνυ κλίνω--προσεκύνησενθρηνώ και στενά­ζω--κράξας φωνῇ μεγάλῃμη με παρίδης--μή με βασανίσῃς.
Ο Χριστιανός σκέφτεται το αντίθετο από τον δαιμονισμένο και τον αμετανόητο αμαρτωλό, βλέπει τον πραγματικό ελευθερωτή και τον πραγματικό βασανιστή που είναι ο δαίμονας και ο παλαιός άνθρωπος ο οποίος είναι υπό την επήρεια του Διαβόλου, ἀπεκδυσάμενοι τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον σὺν ταῖς πράξεσιν αὐτοῦ, καὶ ἐνδυσάμενοι τὸν νέον τὸν ἀνακαινούμενον εἰς ἐπίγνωσιν κατ᾽ εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτόν, για αυτό τον λόγο αποκαλεί τον εαυτό του άθλιο, άθλιον, κατανοεί ότι είναι κακώς έχων. Ο ᾿Ιησοῦς λέγει αὐτοῖς· οὐ χρείαν ἔχουσιν οἱ ἰσχύοντες ἰατροῦ, ἀλλ᾿ οἱ κακῶς ἔχοντες· οὐκ ἦλθον καλέσαι δικαίους, ἀλλὰ ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν. Μαρκ. 2,17. Απάντησε ο Χριστός στους Φαρισαίους, δεν έχουν ανάγκη γιατρού οι υγιείς αλλά οι κακώς έχοντες, δεν ήρθα να καλέσω σε μετάνοια τους δίκαιους αλλά τους αμαρτωλούς.
Στην αντίθετη πλευρά ο αμετανόητος αμαρτωλός και ο διαβολοποιημένος άνθρωπος θεωρεί εαυτόν ελκυστικό και υγιή οπότε η φωνή μεγάλη που βγάζει είναι αντίθετη. Έτσι ζητεί την απομάκρυνση και όχι την παραμονή της μητέρας του Θεού διότι βλέπει ως βασανιστή τον ελευθερωτή. Καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν ἅπαν τὸ πλῆθος τῆς περιχώρου τῶν Γαδαρηνῶν ἀπελθεῖν ἀπ᾿ αὐτῶν, ὅτι φόβῳ μεγάλῳ συνείχοντο· αὐτὸς δὲ ἐμβὰς εἰς τὸ πλοῖον ὑπέστρεψεν. Λουκ. 8,37. Μόλις είδαν την θεραπεία του δαιμονισμένου όλος ο πληθυσμός της περιοχής τον παρακάλεσε να φύγει από αυτούς, έτσι ο Χριστός μπήκε στο πλοιάριο και έφυγε. 
Λέγει δὲ Κυρίῳ· ἀπόστα ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὁδούς σου εἰδέναι οὐ βούλομαι· Ιωβ. 21,14 Ασεβείς καθώς είναι λέγει ο καθένας από αυτούς προς τον Θεό, φύγε μακρά από εμένα, δεν θέλω να γνωρίσω τα θελήματά σου και τις εντολές σου.
Το θρηνώ είναι για αυτά που νόμιζε ότι είναι σωτήρια και αξίας, έτσι τώρα βλέποντας τον ταλαίπωρο άνθρωπο που έχει οδηγηθεί από αυτά στενάζει, στενάζω. Ο ύμνος παρουσιάζει ουρανόθεν θεολογία, έχει αξιοθαύμαστη τελειότητα, απαράμιλλη δεξιοτεχνία, απόλυτη ακρίβεια. Με το γόνυ κλίνω το τροπάριο έχει αντικαταστήσει το προσκυνώ προσεκύνησεν και αποδίδει περιφραστικά την λέξη γονυπετής.
Αυτή η λέξη διαφέρει από το προσκυνώ την οποία όταν χρησιμοποιεί η Παράκληση το κάνει λέγοντας ως αληθή Θεού λοχεύτριαν, δηλαδή υπάρχει η ερμηνεία ότι αυτή η προσκύνηση είναι τιμητική και προς άνθρωπο. Θα ήταν και το προσκυνώ κατάλληλο διότι είναι τα εσωτερικά κίνητρα εκείνα που θα μετατρέψουν σε αποδεκτή ή απαράδεκτη την προσκύνηση εφόσον η εξωτερική κίνηση είναι πανομοιότυπη όσο αφορά την τιμητική υπόκλιση και την λατρευτική. Το τι θεωρεί εσωτερικά ο άνθρωπος θα κάνει την διαφορά, αν θεωρώ τον άλλον άνθρωπο του Θεού η προσκύνηση θα είναι τιμητική, βλέπουμε δηλαδή με αυτήν την σοφή διατύπωση το βάθος νοημάτων αλλά ταυτόχρονα παρατηρούμε και την Διαβολική πονηρία των αιρετικών οι οποίοι συκοφαντούν συνεχώς. Ο Εωσφόρος αυτοπροσώπως αλλά και τα ισχυρότερα δαιμόνια, ανώτερα και από τα επτά ηγετικά, έχουν διοριστεί ώστε να εφευρίσκουν διδασκαλίες απωλείας και να τις υποβάλλουν προς αποδοχή. Προσέχοντες πνεύμασι πλάνοις καὶ διδασκαλίαις δαιμονίων Α' Τιμ. 4,1, θα πιστέψουν πνεύματα πλάνης και σε διδασκαλίες δαιμονίων. Ο θεὸς τοῦ αἰῶνος τούτου ἐτύφλωσε τὰ νοήματα τῶν ἀπίστων εἰς τὸ μὴ αὐγάσαι αὐτοῖς τὸν φωτισμὸν τοῦ εὐαγγελίου τῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ. Β' Κορινθ. 4,4. Ο Θεός του αμαρτωλού τούτου αιώνος, δηλαδή ο σατανάς, έχει σκοτίσει και τυφλώσει την διάνοια και την σκέψη των απίστων ώστε να μη λάμψει σε αυτούς το φως του Ευαγγελίου της δόξας του Χριστού.
Οι αιρετικοί ξέρουν ότι δεν θεωρούμε τον Άγιο Θεό αφού αυτό είναι πασίγνωστο, οπότε ούτε οι ίδιοι δεν πιστεύουν αυτά που λένε αλλά δεν το καταλαβαίνουν και ιδού η απόδειξη των διδασκαλίαις δαιμονίων και της τυφλώσεως από τον θεό του αιώνος τούτου, ο θεὸς τοῦ αἰῶνος τούτου ἐτύφλωσε τὰ νοήματα τῶν ἀπίστων.
Εδώ ο ύμνος ομιλεί για την βοήθεια όχι στα υλικά αλλά στα πνευματικά και μας διδάσκει ότι αυτήν πρέπει ο Χριστιανός να εκζητεί με αγωνία. Προσφεύγει και πρέπει να προσφεύγει στην Θεοτόκο, την μητέρα του, με ταπείνωση, γόνυ κλίνω, η οποία με την μεσιτική της δύναμη βοηθάει ώστε να προχωρήσουμε στον δρόμο της σωτηρίας. Επιπλέον με την προσφυγή στους ανθρώπους του Θεού για βοήθεια ο πιστός δίνει ταυτόχρονα και ομολογία πίστεως.
Οι αιρετικοί δεν μπορούν να δουν τον ύμνο αὐτὸν καθώς ἐστι, όπως είναι, αλλά βλέπουν προσκύνηση σαν Θεό προς την Θεοτόκο και ότι άλλο ανόητο διότι ο ὀφθαλμός τους πονηρὸς ᾖ. Το γόνυ κλίνω είναι η υπόκλιση η οποία αποδίδεται ως τιμή στους ανθρώπους, δεν έχει πάντα την σημασία του πέφτω και προσκυνώ κάποιον ως Θεό, δηλώνει και τιμή προς άνθρωπο ο οποίος κατέχει εξουσία, είναι πνευματικός διδάσκαλος και γενικώς κάποια ανώτερη θέση. 
Βλέπουμε ότι ο πλούσιος νέος κλίνει γόνυ στον Ιησού καὶ ἐκπορευομένου αὐτοῦ εἰς ὁδὸν προσδραμὼν εἷς καὶ γονυπετήσας αὐτὸν ἐπηρώτα αὐτόν· Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ποιήσω ἵνα ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω; ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· τί με λέγεις ἀγαθόν; οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός. Μαρκ. 10,17 Η απάντηση του Χριστού κάνει φανερό ότι ο πλούσιος νέος δεν τον θεωρούσε Θεό αλλά ένα προφήτη ή κάποιον φωτισμένο διδάσκαλο των Γραφών. 
Στην απάντηση ο Χριστός δεν κάνει καμία παρατήρηση ως προς την προσκύνηση αλλά μόνο για την λέξη αγαθός, άρα η μετάνοια που έκανε ο νέος είναι αποδεκτή σε άνθρωπο. Και η λέξη αγαθός αποδίδεται σε άνθρωπο, καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ ὀνόματι Ἰωσὴφ, βουλευτὴς ὑπάρχων καὶ ἀνὴρ ἀγαθὸς καὶ δίκαιος Λουκ 23,50, και να κάποιος με το όνομα Ιωσήφ, άνδρας αγαθός και δίκαιος. Αγαθός είναι μόνο ο Θεός αλλά και δίκαιος είναι μόνο ο Θεός, για αυτό εξάλλου σε αυτόν ανήκει η κρίση διότι είναι ο μόνος που μπορεί να φέρει δικαία κρίση, ο Ιωσήφ ήταν με την σχετική έννοια αγαθός και δίκαιος. Οπότε ο Χριστός με αυτό που λέει στον πλούσιο νέο αποδέχεται και την προσκύνηση και το αγαθός, η ερώτηση είναι ώστε να τον διδάξει. 
Δέσποινα, κυρία, είναι το θηλυκό του Δεσπότης, κύριος, είναι σύμφωνο με την Χριστιανική διδαχή να αποδίδουμε με την σχετική έννοια όρους που κατέχει με την απόλυτη έννοια ο Θεός. Ἀπολυθέντες δὲ ἦλθον πρὸς τοὺς ἰδίους καὶ ἀπήγγειλαν ὅσα πρὸς αὐτοὺς οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι εἶπον οἱ δὲ ἀκούσαντες ὁμοθυμαδὸν ἦραν φωνὴν πρὸς τὸν Θεὸν καὶ εἶπον· Δέσποτα, σὺ ὁ ποιήσας τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς Πραξ. 4,23-24 Όταν δε οι Απόστολοι απολύθηκαν ελεύθεροι και δεν τους έκαναν κακό οι Φαρισαίοι πήγαν στους άλλους πιστούς και τους ανήγγειλαν όσα οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι είχαν πει σε αυτούς. Εκείνοι όταν άκουσαν με μια ψυχή και με μια καρδιά ύψωσαν φωνή προς τον Θεό και είπαν, Δέσποτα εσύ ο οποίος έκανες τον ουρανό την γη και την θάλασσα και όλα όσα υπάρχουν σε αυτά.
Αλλού βλέπουμε το δεσπότης να αποδίδεται με την σχετική έννοια σε ανθρώπους οἱ δὲ πιστοὺς ἔχοντες δεσπότας μὴ καταφρονείτωσαν, ὅτι ἀδελφοί εἰσιν. Βλέπουμε τους αποστόλους να αποκαλούν τον Θεό δεσπότη ενώ παρατηρούμε τον Παύλο να αποκαλεί δεσπότες ανθρώπους, βεβαίως το δεύτερο γίνεται με την σχετική έννοια.


ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ


Τό πρόβλημα τοῦ κακοῦ


π. Νικολάου Δημαρά

Τό πρόβλημα τοῦ κακοῦ κατά τόν Μέγα Ἀθανάσιο καί τόν Μέγα Βασίλειο καί ἡ συμφωνία ὅλων τῶν Ἑλλήνων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Τό γνωμικόν θέλημα κατά τόν Ἅγιον Μάξιμον.
Στήν πραγματικότητα, τό πρόβλημα τοῦ κακοῦ δέν εἶναι καθόλου ἕνα φιλοσοφικὸ πρόβλημα, καί γι’ αὐτό δέν μπορεῖ ποτὲ νά λυθεῖ στό οὐδέτερο ἐπίπεδο μιᾶς θεωρίας τῆς ὑπάρξεως. Ἀκόμα, δέν εἶναι ἕνα καθαρὰ ἠθικό πρόβλημα καί γιαὐτό κανεὶς δέν μπορεῖ νά ὑπερνικήσει τήν ἀντίθεση τοῦ ἀγαθοῦ καί τοῦ κακοῦ στό ἐπίπεδο τῆς φυσικῆς ἠθικότητας.
Τό πρόβλημα τοῦ κακοῦ προσλαμβάνει τὸν σωστὸ χαρακτῆρα του μόνον ἐπί τοῦ θεολογικοῦ ἐπιπέδου. Ἡ σημασία τοῦ κακοῦ εἶναι μία ριζικὴ ἀντίθεση κατὰ τοῦ Θεοῦ, μία ἐπανάσταση, μία παρακοή, μία ἀντίσταση. Καὶ ἡ μοναδικὴ πηγὴ τοῦ κακοῦ, μέ τήν στενὴ σημασία τοῦ ὅρου, εἶναι ἡ ἁμαρτία, ἡ ἀντίθεση πρός τόν Θεὸ καί ἡ τραγικὴ ἀπομάκρυνση ἀπό Αὐτόν.
Ἡ θεωρητικὴ ἔρευνα γύρω ἀπό τήν ἐλευθερία ἐκλογῆς εἶναι ἄκαρπη καί ἀμφίγνωμη. Ἡ ἐλευθερία ἐκλογῆς, τό γνωμικὸ θέλημα τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, (Θεολογία τῆς φύσεως, Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, π. Μαξίμου Λαυριώτη, Ἀρμός 2018), εἶναι μία παραμορφωμένη ἐλευθερία, μία ἐλευθερία μειωμένη καί ἐξαντλημένη, μία ἐλευθερία ὅπως εἶναι μετὰ ἀπό τήν πτώση στά «πεπετωκότα» ὄντα. Οἱ δύο σκοποί, οἱ δύο ἀντίθετες κατευθύνσεις, δέν ἀνήκουν στήν οὐσία τῆς ἀρχέγονης ἐλευθερίας τῶν ἀθώων ὄντων. Αὐτή πρέπει νά ἀντικατασταθεῖ στούς μετανοοῦντες ἁμαρτωλούς μέ τόν ἀσκητισμό καί τήν Χάρη.
Τί ἦταν ἡ προπατορική ἁμαρτία;
Καί ἡ προπατορικὴ ἁμαρτία δέν ἦταν ἁπλῶς μιὰ ἐσφαλμένη ἐκλογή, δέν ἦταν ἁπλῶς ἐκλογή τῆς ἐσφαλμένης κατευθύνσεως, ἀλλά ἦταν μᾶλλον μία ἄρνηση νά ἀνεβεῖ ὁ ἄνθρωπος πρός τόν Θεό, μία λιποταξία ἀπό τήν ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ.
Στήν πραγματικότητα ἡ ἐκλογή ὡς ἐκλογή δέν ἦταν καθόλου δυνατὴ γιά τόν πρῶτο ἁμαρτωλό, γιατί τὸ κακὸ δὲν ὑπῆρχε ἀκόμα ὡς πιθανὴ δυνατότητα.
Ἄν, ὅμως, τό κακὸ ἦταν μία ἐκλογή, δέν ἦταν μία ἐκλογή ἀνάμεσα στὸ καλὸ καί στὸ κακό, ἀλλά μόνο μία ἐκλογή ἀνάμεσα στὸν Θεὸ καί στὸν ἑαυτό του, ἀνάμεσα ὑπηρεσίας στόν Θεὸ καί στήν ραθυμία. Καί μ’ αὐτήν ἀκριβῶς τήν ἔννοια ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ἑρμήνευσε τήν πτώση καί τήν προπατορική ἁμαρτία στό ἔργο του «Κατά Ἐθνικῶν». Ἡ κλήση τοῦ πρώτου ἀνθρώπου, ἔμφυτη μέσα στήν φύση του, ἦταν νά ἀγαπᾶ τόν Θεόν μέ υἱική ἀφοσίωση καί νά τόν ὑπητερεῖ μέσα στόν κόσμο, τοῦ ὁποίου ὁ ἄνθρωπος εἶχε ὁριστεί νά εἶναι προφήτης, ἱερέας καί βασιλιάς. Αὐτή ἦταν μία πρόσκληση πού ἀπευθυνόταν ἀπό τήν πατρική ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρός τήν υἱική ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου. Χωρίς ἀμφιβολία, τό νά ἀκολουθήσει ὁ ἄνθρωπος τόν Θεό σήμαινε τό νά παραδώσει ὁλοκληρωτικά τόν ἑαυτό του στά χέρια τοῦ Θεοῦ. Αὐτό δέν ἦταν ἀκόμα θυσία. Ὁ ἀθῶος ἄνθρωπος δέν εἶχε τίποτε νά θυσιάσει, γιατί κάθε τι πού εἶχε προερχόταν ἀπό τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἐδῶ ὑπάρχει κάτι βαθύτερο ἀπό μιά φιλήδονη προσκόλληση στόν κόσμο. Ἦταν μᾶλλον μία τραγωδία μιᾶς ἀγάπης πού πῆρε κακή κατέυθυνση. Κατά τόν ἅγιο Ἀθανάσιο, ἡ πτώση τοῦ ἀνθρώπου συνίσταται ἀκριβῶς στό γεγονός, ὅτι ὁ ἄνθρωπος περιορίζεται στόν ἑαυτό του, ὅτι πέφτει σέ ἀγάπη μέ τόν ἐαυτό του. Καί μ’ αὐτή τήν συγκέντρωση στόν ἑαυτό του χωρίστηκε ἀπό τόν Θεό. Ἦταν ἕνα εἶδος παραληρήματος, μία μανία αὐτοερωτισμοῦ, ἕνας πνευματικός ναρκισσισμός. Καί ἔτσι ἀπομονώθηκε ἀπό τόν Θεό καί γρήγορα συνειδητοποίησε, ὅτι ἔχει ἐμπλακεῖ μέσα στήν ἐξωτερική κοσμική ροή. Αὐτό ἦταν μία ἀποπνευματοποίηση τῆς ἀνθρώπινης ὑπάρξεως.
Ὅλα τά ὑπόλοιπα ἦλθαν σάν ἀποτέλεσμα, ὁ θάνατος καί ἡ ἀποσύνθεση τῆς ἀνθρώπινης δομῆς.
Ἡ πτώση συντελέστηκε στόν χῶρο τοῦ πνεύματος, ἀκριβῶς ὅπως εἶχε ἤδη συντελεσθεῖ στόν ἀγγελικό κόσμο. Ἡ σημασία τῆς ἀρχέγονης ἁμαρτίας εἶναι παντοῦ ἡ ἴδια: αὐτοερωτισμός, ὑπερηφάνεια, καί ματαιοφροσύνη. Ὅλα τά ὑπόλοιπα εἶναι ἁπλά μία προέκταση αὐτῆς τῆς πνευματικῆς καταστροφῆς μέσα στίς διάφορες περιοχές τῆς ἀνθρώπινης δομῆς.
Τό κακό ἔρχεται ἀπό πάνω, ὄχι ἀπό κάτω. Ἀπό τό δημιουργημένο πνεῦμα, ὄχι ἀπό τήν ὕλη. Εἶναι βαθύτερο ἀπό μία ἐσφαλμένη ἐκλογή ἤ κατέυθυνση, βαθύτερο ἀκόμα ἀπό μία ἐκλογή ἀνάμεσα σέ ἕνα κατώτερο καί σέ ἕνα ἀνώτερο ἀγαθό. Μᾶλλον ἐπρόκειτο γιά τήν ἀπιστία τῆς ἀγάπης, ὁ παράλογος χωρισμός ἀπό τόν Ἕναν καί Μοναδικό, ὁ Ὁποίος ἀξίζει τήν στοργή καί τήν ἀγάπη. Αὐτή ἡ ἀπιστία εἶναι ἡ κύρια πηγή τοῦ ἀρνητικοῦ χαρακτῆρα τοῦ κακοῦ.
Ἦταν μία ἀρχέγονη ἄρνηση, καί ἦταν θανατηφόρος.
Εἶναι ἀνάγκη νά μήν ταυτίζουμε τήν ἀσθένεια τῆς πεπτωκυίας φύσεως μέ τήν ἐγγενῆ ἀτέλεια κάθε δημιουργημένης φύσεως. Δέν ὑπάρχει τίποτε τό νοσηρό ἤ ἀπαίσιο στήν φυσική ἀτέλεια τῆς δημιουργημένης φύσεως, ἐκτός ἀπό ἐκεῖνο πού εἰσδύει ἀπό πάνω, δηλ. ἀπό τό πνεῦμα, ὕστερα ἀπό τό γεγονός τῆς πτώσεως. Στήν φύση πρίν ἀπό τήν πτώση, μπορεῖ κανείς νά μιλάει γιά ἐλαττώματα. Ἀλλά στον «πεπτωκότα» κόσμο ὑπάρχει κάτι περισσότερο – μιά διαστροφή, μιά ἐπανάσταση, μιά βλασφημία πού προκαλεῖ ἴλιγγο, μία βιαιότητα. Εἶναι ὁ χῶρος τοῦ σφετερισμοῦ.
Ἡ σκοτεινή πλημμυρίδα αὐτῆς τῆς διεστραμμένης ἀγάπης ἀγκαλιάζει ὅλα τά δημιουργήματα καί τόν κόσμο ὁλόκληρο. Πίσω ἀπό ὅλες τίς ἀρνήσεις τοῦ κακοῦ πάντα διακρίνει κανείς κάτι τό φαινομενικά θετικό, αὐτή τήν ἀρχική ἀκολασία, τήν ἐγωιστική αὐθαιρεσία τῶν πεπερασμένων προσώπων.
Ὁ πεπτωκώς κόσμος χάνει τό κέντρο του ἤ μᾶλλον προσανατολίζεται γύρω ἀπό ἕνα φανταστικό ἤ πλαστό κέντρο.
Ὁπωσδήποτε ἡ ὕπαρξη δυναμικά διαιρεῖται στά δύο. Ὑπάρχουν δύο κόσμοι μέσα σέ ἕναν.
Τό κακό, ἀρχίζοντας μέ ἕναν πρακτικό ἀθεϊσμό, τοποθετεῖ τόν ἑαυτό του στήν θέση τοῦ Θεοῦ, καταλήγοντας σέ ἕναν θεωρητικό ἀθεϊσμό καί στήν συνέχεια σέ μιά ἠθελημένη θεοποίηση τοῦ ἑαυτοῦ του. Καί σ’ αὐτόν τόν διχοτομημένο κόσμο δέν ὑπάρχει ἀληθινή ἐλευθερία. Ἡ ἐλευθερία ἐκλογῆς εἶναι μόνο μιά μακρυνή καί ὠχρή εἰκόνα τῆς ἀληθινῆς ἐλευθερίας.
Τό κακό δημιουργεῖται μέσα ἀπό πρόσωπα. Τό κακό κατά κυριολεξία, ὑπάρχει μόνο στά πρόσωπα ἤ στά δημιουργήματά τους καί στά ἔργα τους. Τό φυσικό καί κοσμικό κακό ἐπίσης προέρχεται ἀπό αὐτές τίς προσωπικές πράξεις. Καί γιαὐτό τό κακό μπορεῖ νά ἔχει δύναμη, μπορεῖ νά εἶναι δραστήιο. Γιατί τό κακό εἶναι μιά διεστραμμένη προσωπική δραστηριότητα. Ἀλλ’ αὐτή ἡ δραστηριότητα ἀναπόφευκτα ἐπεκτείνεται στό ἀπρόσωπο. Τό κακό ἀποπροσωποποιεῖ τήν ἴδια τήν προσωπικότητα.
Ὅμως, ὁλοκληρωτική ἀποπροσωποποίηση δέν μπορεῖ νά ἐπιτευχθεῖ ποτέ. Ὑπάρχει ἕνα δυνητικό ὅριο πού δέν μπορεῖ ποτέ νά προσπελασθεῖ. Ἀλλά ἡ τάση καί ἡ λαχτάρα πού ἔχει τό κακό νά φθάσει αὐτό τό ὅριο τῆς ὁλοκληρωτικῆς ἀποσυνθέσεως τονίζεται ἐπίμονα παντοῦ.
Ἀκόμα καί οἱ δαίμονες ποτέ δέν παύουν νά εἶναι πρόσωπα. Εἶναι ἡ βαθύτερη μορφή τῆς ὑπάρξεώς τους πού δέν μπορεῖ νά χαθεῖ. (Vater Ambrossios Backhaus, Die Macht und die Unamcht der Dämonen, Frankfurt, Seminar für Orthodoxe Theologie).
Ἀλλά ἀφοῦ στά πνευματικά ὄντα ἡ προσωπικότητα εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ὁ προσωπικός χαρακτήρας μπορεῖ νά διατηρηθεῖ μόνο μέσα σέ μιά μόνιμη κοινωνία μέ τόν Θεό.
Ἄν ὁ ἄνθρωπος χωριστεῖ ἀπό τόν Θεό, ἡ προσωπικότητα χάνεται, προσβάλλεται ἀπό πνευματική στείρωση. Ἡ ἀπομονωμένη προσωπικότητα, ἡ ὁποία κλείνεται στόν ἑαυτό της, συχνά χάνει τόν ἑαυτό της. Στήν κατάσταση τῆς ἁμαρτίας ὑπάρχει πάντα ἔνταση ἀνάμεσα στίς δυό ἐσωτερικές παρορμήσεις: τό ἐγώ καί κάτι ἀπρόσωπο, πού ἀντιπροσωπεύεται ἀπό τά ἔνστικτα ἤ μᾶλλον ἀπό τά πάθη.
Τά πάθη εἶναι ὁ χῶρος, ἡ ἕδρα τοῦ κακοῦ μέσα στό ἀνθρώπινο πρόσωπο. Εἶναι πάντα ἀπρόσωπα, εἶναι ἐνεργά, παγιδεύουν, εἶναι τό κατεχόμενο ἀπό τά πάθη πρόσωπο πού εἶναι παθητικό, πού ὑποδουλώνεται. 


(Συνεχίζεται…)


ΠΕΡΙ ΚΑΚΟΥ ΚΑΙ ΑΜΑΡΤΙΑΣ



Το κακό, οὔτε φυσικὴ ὕπαρξη ἔχει, ἀλλὰ οὔτε καὶ κανένας εἶναι ἐκ φύσεως κακός. Γιατὶ ὁ Θεὸς δὲν ἔπλασε τίποτε κακό. Ὅταν κανεὶς ἐπιθυμήσει τὸ κακό, τότε τὸ ἀνύπαρκτο ἀρχίζει καὶ γίνεται ὑπαρκτό, ὅπως τὸ θέλει ἐκεῖνος πού τὸ κάνει.

Πρέπει λοιπὸν μὲ τὴν ἐπιμέλεια τῆς μνήμης τοῦ Θεοῦ, νὰ ἀμελοῦμε τὴ συνήθεια τοῦ κακοῦ. Γιατὶ εἶναι πιὸ δυνατὴ ἡ φύση τοῦ καλοῦ ἀπὸ τὴ συνήθεια τοῦ κακοῦ. Καὶ τοῦτο γιατὶ τὸ καλὸ ὑπάρχει, ἐνῶ τὸ κακὸ δὲν ὑπάρχει, παρὰ μόνο ὅταν τὸ πράττουμε".
(Ἅγιος Διάδοχος Φωτικὴς")





''Σκέπασε τὸν ἁμαρτάνοντα, ὅταν δὲν ἔχεις ἀπ' αὐτὸ πνευματικὴ ζημία. Ἔτσι καὶ αὐτὸν τὸν κάνεις νὰ ἔχει θάρρος στὸν ἀγώνα του καὶ ἐσένα σὲ στηρίζει τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου σου. Στήριζε μὲ τὸ λόγο σου τοὺς ἀσθενεῖς καὶ αὐτοὺς ποῦ ἔχουν λυπημένη καρδιὰ καί, ὅσο στὸ χέρι σου ἔχεις ὑλικὰ ἀγαθά, ἐλέησέ τους καὶ θὰ σὲ ὑποστηρίξει ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ ποὺ συντηρεῖ τὰ πάντα. Νὰ μοιράζεσαι τὴ λύπη τῶν ἀνθρώπων πονώντας γι' αὐτοὺς στὴν προσευχή σου, μὲ ὅλη σου τὴν καρδιὰ, καὶ θ' ἀνοίξει μπροστὰ στὶς ἱκεσίες σου ἡ πηγὴ τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ''.
(Όσιος Ισαάκ ο Σύρος)