1,3 Νυν πεποιθώς επί την σην κατέφυγον, αντίληψιν κραταιάν, και προς την σην σκέπην, ολοψύχως έδραμον, και γόνυ κλίνω Δέσποινα και θρηνώ και στενάζω, μη με παρίδης τον άθλιον, των χριστιανών καταφύγιον.
Ο Χριστιανός που ομιλεί στον ύμνο κατανοώντας από τι γλύτωσε και βλέποντας τώρα την αμαρτωλότητα του καταφεύγει στην Θεοτόκο σαν σκέπη και προστασία από όλα, τρέχει προς αυτήν ολόψυχα, με όλη του την καρδιά όπως τρέχει κάποιος σε αγαπητά του πρόσωπα για βοήθεια, διότι τώρα είδε ότι αυτοί είναι εἰς τὸ δύνασθαι ἡμᾶς παρακαλεῖν τοὺς ἐν πάσῃ θλίψει διὰ τῆς παρακλήσεως ἧς παρακαλούμεθα αὐτοὶ ὑπὸ τοῦ Θεοῦ·. Ο Κύριος είναι που μας παρηγορεί σε κάθε μας θλίψη, ώστε να μπορούμε και εμείς να παρηγορούμε τους ανθρώπους που βρίσκονται σε κάθε θλίψη με την παρηγοριά με την οποία εμείς οι ίδιοι παρηγορούμαστε από τον Θεό.
Όπως ο Χριστός δεν είναι τιμωρός αλλά ο κάθε ένας τον βλέπει ως φως που τυφλώνει ή φωτίζει, έτσι και ο κάθε άνθρωπος του Θεού και εξαιρετικά η Θεοτόκος είναι υπεραγαπητή και καταφυγή για τον Χριστιανό. Ως αγαπητή είναι αυτή στην οποία απευθύνεται για προστασία σε κάθε περίσταση, είτε από ασθένειες, αντίληψιν, είτε από κινδύνους, υλικούς ή πνευματικούς, σκέπην, αφού είναι για αυτόν καταφύγιον.
Ο ύμνος μας παρουσιάζει την εικόνα που βλέπουμε στον δαιμονισμένο, βέβαια με μια μεγάλη διαφορά. Και εκείνος δράμει, κλίνοντας γόνυ, βγάζοντας φωνή με αίτημα που λέει "μην με". Ιδὼν δὲ τὸν Ἰησοῦν ἀπὸ μακρόθεν ἔδραμε καὶ προσεκύνησεν αὐτὸν, καὶ κράξας φωνῇ μεγάλῃ λέγει· Τί ἐμοὶ καὶ σοί, Ἰησοῦ, υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου; ὁρκίζω σε τὸν Θεόν, μή με βασανίσῃς. έδραμον--ἔδραμε, γόνυ κλίνω--προσεκύνησεν, θρηνώ και στενάζω--κράξας φωνῇ μεγάλῃ, μη με παρίδης--μή με βασανίσῃς.
Ο Χριστιανός σκέφτεται το αντίθετο από τον δαιμονισμένο και τον αμετανόητο αμαρτωλό, βλέπει τον πραγματικό ελευθερωτή και τον πραγματικό βασανιστή που είναι ο δαίμονας και ο παλαιός άνθρωπος ο οποίος είναι υπό την επήρεια του Διαβόλου, ἀπεκδυσάμενοι τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον σὺν ταῖς πράξεσιν αὐτοῦ, καὶ ἐνδυσάμενοι τὸν νέον τὸν ἀνακαινούμενον εἰς ἐπίγνωσιν κατ᾽ εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτόν, για αυτό τον λόγο αποκαλεί τον εαυτό του άθλιο, άθλιον, κατανοεί ότι είναι κακώς έχων. Ο ᾿Ιησοῦς λέγει αὐτοῖς· οὐ χρείαν ἔχουσιν οἱ ἰσχύοντες ἰατροῦ, ἀλλ᾿ οἱ κακῶς ἔχοντες· οὐκ ἦλθον καλέσαι δικαίους, ἀλλὰ ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν. Μαρκ. 2,17. Απάντησε ο Χριστός στους Φαρισαίους, δεν έχουν ανάγκη γιατρού οι υγιείς αλλά οι κακώς έχοντες, δεν ήρθα να καλέσω σε μετάνοια τους δίκαιους αλλά τους αμαρτωλούς.
Στην αντίθετη πλευρά ο αμετανόητος αμαρτωλός και ο διαβολοποιημένος άνθρωπος θεωρεί εαυτόν ελκυστικό και υγιή οπότε η φωνή μεγάλη που βγάζει είναι αντίθετη. Έτσι ζητεί την απομάκρυνση και όχι την παραμονή της μητέρας του Θεού διότι βλέπει ως βασανιστή τον ελευθερωτή. Καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν ἅπαν τὸ πλῆθος τῆς περιχώρου τῶν Γαδαρηνῶν ἀπελθεῖν ἀπ᾿ αὐτῶν, ὅτι φόβῳ μεγάλῳ συνείχοντο· αὐτὸς δὲ ἐμβὰς εἰς τὸ πλοῖον ὑπέστρεψεν. Λουκ. 8,37. Μόλις είδαν την θεραπεία του δαιμονισμένου όλος ο πληθυσμός της περιοχής τον παρακάλεσε να φύγει από αυτούς, έτσι ο Χριστός μπήκε στο πλοιάριο και έφυγε.
Λέγει δὲ Κυρίῳ· ἀπόστα ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὁδούς σου εἰδέναι οὐ βούλομαι· Ιωβ. 21,14 Ασεβείς καθώς είναι λέγει ο καθένας από αυτούς προς τον Θεό, φύγε μακρά από εμένα, δεν θέλω να γνωρίσω τα θελήματά σου και τις εντολές σου.
Το θρηνώ είναι για αυτά που νόμιζε ότι είναι σωτήρια και αξίας, έτσι τώρα βλέποντας τον ταλαίπωρο άνθρωπο που έχει οδηγηθεί από αυτά στενάζει, στενάζω. Ο ύμνος παρουσιάζει ουρανόθεν θεολογία, έχει αξιοθαύμαστη τελειότητα, απαράμιλλη δεξιοτεχνία, απόλυτη ακρίβεια. Με το γόνυ κλίνω το τροπάριο έχει αντικαταστήσει το προσκυνώ προσεκύνησεν και αποδίδει περιφραστικά την λέξη γονυπετής.
Αυτή η λέξη διαφέρει από το προσκυνώ την οποία όταν χρησιμοποιεί η Παράκληση το κάνει λέγοντας ως αληθή Θεού λοχεύτριαν, δηλαδή υπάρχει η ερμηνεία ότι αυτή η προσκύνηση είναι τιμητική και προς άνθρωπο. Θα ήταν και το προσκυνώ κατάλληλο διότι είναι τα εσωτερικά κίνητρα εκείνα που θα μετατρέψουν σε αποδεκτή ή απαράδεκτη την προσκύνηση εφόσον η εξωτερική κίνηση είναι πανομοιότυπη όσο αφορά την τιμητική υπόκλιση και την λατρευτική. Το τι θεωρεί εσωτερικά ο άνθρωπος θα κάνει την διαφορά, αν θεωρώ τον άλλον άνθρωπο του Θεού η προσκύνηση θα είναι τιμητική, βλέπουμε δηλαδή με αυτήν την σοφή διατύπωση το βάθος νοημάτων αλλά ταυτόχρονα παρατηρούμε και την Διαβολική πονηρία των αιρετικών οι οποίοι συκοφαντούν συνεχώς. Ο Εωσφόρος αυτοπροσώπως αλλά και τα ισχυρότερα δαιμόνια, ανώτερα και από τα επτά ηγετικά, έχουν διοριστεί ώστε να εφευρίσκουν διδασκαλίες απωλείας και να τις υποβάλλουν προς αποδοχή. Προσέχοντες πνεύμασι πλάνοις καὶ διδασκαλίαις δαιμονίων Α' Τιμ. 4,1, θα πιστέψουν πνεύματα πλάνης και σε διδασκαλίες δαιμονίων. Ο θεὸς τοῦ αἰῶνος τούτου ἐτύφλωσε τὰ νοήματα τῶν ἀπίστων εἰς τὸ μὴ αὐγάσαι αὐτοῖς τὸν φωτισμὸν τοῦ εὐαγγελίου τῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ. Β' Κορινθ. 4,4. Ο Θεός του αμαρτωλού τούτου αιώνος, δηλαδή ο σατανάς, έχει σκοτίσει και τυφλώσει την διάνοια και την σκέψη των απίστων ώστε να μη λάμψει σε αυτούς το φως του Ευαγγελίου της δόξας του Χριστού.
Οι αιρετικοί ξέρουν ότι δεν θεωρούμε τον Άγιο Θεό αφού αυτό είναι πασίγνωστο, οπότε ούτε οι ίδιοι δεν πιστεύουν αυτά που λένε αλλά δεν το καταλαβαίνουν και ιδού η απόδειξη των διδασκαλίαις δαιμονίων και της τυφλώσεως από τον θεό του αιώνος τούτου, ο θεὸς τοῦ αἰῶνος τούτου ἐτύφλωσε τὰ νοήματα τῶν ἀπίστων.
Εδώ ο ύμνος ομιλεί για την βοήθεια όχι στα υλικά αλλά στα πνευματικά και μας διδάσκει ότι αυτήν πρέπει ο Χριστιανός να εκζητεί με αγωνία. Προσφεύγει και πρέπει να προσφεύγει στην Θεοτόκο, την μητέρα του, με ταπείνωση, γόνυ κλίνω, η οποία με την μεσιτική της δύναμη βοηθάει ώστε να προχωρήσουμε στον δρόμο της σωτηρίας. Επιπλέον με την προσφυγή στους ανθρώπους του Θεού για βοήθεια ο πιστός δίνει ταυτόχρονα και ομολογία πίστεως.
Οι αιρετικοί δεν μπορούν να δουν τον ύμνο αὐτὸν καθώς ἐστι, όπως είναι, αλλά βλέπουν προσκύνηση σαν Θεό προς την Θεοτόκο και ότι άλλο ανόητο διότι ο ὀφθαλμός τους πονηρὸς ᾖ. Το γόνυ κλίνω είναι η υπόκλιση η οποία αποδίδεται ως τιμή στους ανθρώπους, δεν έχει πάντα την σημασία του πέφτω και προσκυνώ κάποιον ως Θεό, δηλώνει και τιμή προς άνθρωπο ο οποίος κατέχει εξουσία, είναι πνευματικός διδάσκαλος και γενικώς κάποια ανώτερη θέση.
Βλέπουμε ότι ο πλούσιος νέος κλίνει γόνυ στον Ιησού καὶ ἐκπορευομένου αὐτοῦ εἰς ὁδὸν προσδραμὼν εἷς καὶ γονυπετήσας αὐτὸν ἐπηρώτα αὐτόν· Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ποιήσω ἵνα ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω; ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· τί με λέγεις ἀγαθόν; οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός. Μαρκ. 10,17 Η απάντηση του Χριστού κάνει φανερό ότι ο πλούσιος νέος δεν τον θεωρούσε Θεό αλλά ένα προφήτη ή κάποιον φωτισμένο διδάσκαλο των Γραφών.
Στην απάντηση ο Χριστός δεν κάνει καμία παρατήρηση ως προς την προσκύνηση αλλά μόνο για την λέξη αγαθός, άρα η μετάνοια που έκανε ο νέος είναι αποδεκτή σε άνθρωπο. Και η λέξη αγαθός αποδίδεται σε άνθρωπο, καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ ὀνόματι Ἰωσὴφ, βουλευτὴς ὑπάρχων καὶ ἀνὴρ ἀγαθὸς καὶ δίκαιος Λουκ 23,50, και να κάποιος με το όνομα Ιωσήφ, άνδρας αγαθός και δίκαιος. Αγαθός είναι μόνο ο Θεός αλλά και δίκαιος είναι μόνο ο Θεός, για αυτό εξάλλου σε αυτόν ανήκει η κρίση διότι είναι ο μόνος που μπορεί να φέρει δικαία κρίση, ο Ιωσήφ ήταν με την σχετική έννοια αγαθός και δίκαιος. Οπότε ο Χριστός με αυτό που λέει στον πλούσιο νέο αποδέχεται και την προσκύνηση και το αγαθός, η ερώτηση είναι ώστε να τον διδάξει.
Δέσποινα, κυρία, είναι το θηλυκό του Δεσπότης, κύριος, είναι σύμφωνο με την Χριστιανική διδαχή να αποδίδουμε με την σχετική έννοια όρους που κατέχει με την απόλυτη έννοια ο Θεός. Ἀπολυθέντες δὲ ἦλθον πρὸς τοὺς ἰδίους καὶ ἀπήγγειλαν ὅσα πρὸς αὐτοὺς οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι εἶπον οἱ δὲ ἀκούσαντες ὁμοθυμαδὸν ἦραν φωνὴν πρὸς τὸν Θεὸν καὶ εἶπον· Δέσποτα, σὺ ὁ ποιήσας τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς Πραξ. 4,23-24 Όταν δε οι Απόστολοι απολύθηκαν ελεύθεροι και δεν τους έκαναν κακό οι Φαρισαίοι πήγαν στους άλλους πιστούς και τους ανήγγειλαν όσα οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι είχαν πει σε αυτούς. Εκείνοι όταν άκουσαν με μια ψυχή και με μια καρδιά ύψωσαν φωνή προς τον Θεό και είπαν, Δέσποτα εσύ ο οποίος έκανες τον ουρανό την γη και την θάλασσα και όλα όσα υπάρχουν σε αυτά.
Αλλού βλέπουμε το δεσπότης να αποδίδεται με την σχετική έννοια σε ανθρώπους οἱ δὲ πιστοὺς ἔχοντες δεσπότας μὴ καταφρονείτωσαν, ὅτι ἀδελφοί εἰσιν. Βλέπουμε τους αποστόλους να αποκαλούν τον Θεό δεσπότη ενώ παρατηρούμε τον Παύλο να αποκαλεί δεσπότες ανθρώπους, βεβαίως το δεύτερο γίνεται με την σχετική έννοια.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ