Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2020

Ο ιεροψάλτης στέκεται ως παράδειγμα προσευχής και ταπείνωσης και όχι ως κοσμικός τραγουδιστής με υπεροψία και αλαζονεία

 

 π.Παύλος Παπαδόπουλος


Το να διακονείς στο αναλόγιο είναι μεγάλη ευλογία.Είναι μεγάλη ευλογία αλλά και μεγάλη ευθύνη.Χρειάζεται να γνωρίζεις όχι απλά βυζαντινή μουσική, όχι μόνο τυπικό (τι θα πεις, πότε θα το πεις) αλλά κυρίως να έχεις εκκλησιαστικό φρόνημα.
Ο Θεός μου έδωσε την ευκαιρία να διακονήσω σε αναλόγια δίπλα σε καταξιωμένους και έμπειρους ιεροψάλτες.
Η αγάπη μου για την ψαλτική τέχνη είναι μεγάλη.Την αγαπώ την βυζαντινή μουσική διότι είναι η μουσική της λογικής λατρείας μας. Θα πρέπει να καταλάβουμε ότι η βυζαντινή μουσική αναπτύχθηκε ώστε να εξυπηρετεί τα Ιερά Μυστήρια και όχι να χρησιμοποιείται σε συναυλιακούς χώρους.

Για να μην παρεξηγηθώ: Μέσα στους χώρους του Ιερού Ναού, μέσα στην λατρεία είναι κυρίως η θέση της. Εάν χρησιμοποιείται και εκτός των Ιερών Ναών, εκτός της λατρείας μας είναι κάτι το έκτακτο και φυσικά δεν είναι κάτι το κακό.

Οι γνώσεις μου πάνω στη Βυζαντινή Μουσική ίσως είναι περιορισμένες, το ταλέντο μου ελάχιστο όμως η διακονία μου δίπλα σε έμπειρους ιεροψάλτες αυτό με δίδαξε: ότι το αναλόγιο δεν είναι ένα βάθρο επίδειξης φωνητικών ικανοτήτων, αλλά βήμα διακονίας. Ο ιεροψάλτης στέκεται ως παράδειγμα προσευχής και ταπείνωσης και όχι ως κοσμικός τραγουδιστής με υπεροψία και αλαζονεία. Η Εκκλησία τον τοποθετεί σε περίοπτη θέση για να εμπνεύσει τους πιστούς με το ήθος του, με την απλότητά του, με το εκκλησιαστικό του ήθος. Ο ιεροψάλτης ως "επιφανή" πρόσωπο της εκκλησιαστικής κοινότητας καλείται να μαρτυρεί της Αλήθεια του Ευαγγελίου και εκτός των Ιερών Ναών. Φυσικά αυτό να μην ερμηνευτεί ότι ο ιεροψάλτης καλείται να υποκρίνεται μια "σωστή" χριστιανική ζωή. Το θέμα είναι να ζει εν Χριστώ συνεχώς, παντού και πάντοτε, όπως φυσικά και ο κάθε χριστιανός, πόσο μάλλον όμως ο χριστιανός αυτός που διακονεί μέσα στα Ιερά Μυστήρια (νεοκώρος, ιεροψάλτης, επίτροπος).

Θυμάμαι δεν ανέβαινα ποτέ στο αναλόγιο εάν πρώτα δεν έπαιρνα την ευχή του ιερέως που θα λειτουργούσε.
Μα πώς είναι δυνατόν να λάβω μέρος στην λατρεία χωρίς την ευχή του λειτουργούντος ιερέως;
Ο ιεροψάλτης βρίσκεται στο αναλόγιο, όχι για να ερμηνεύσει με τρόπο επιτακτικό συγκεκριμένα μουσικά κομμάτια του ήχου της Κυριακής, όχι για να ψάλλει σχολαστικά και σφιγμένα τα μουσικά κείμενα με το άγχος μήπως και δεν ερμηνεύσει σωστά κάποια "πεταστή"· αλλά μέσα στον λατρευτικό χρόνο να προσφέρει κατάνυξη, προσευχητική διάθεση, έμπνευση μετάνοιας και δοξολογίας προς τον Τριαδικό Θεό μας.

Πολλές φορές ικανότατοι ιεροψάλτες χάνουν τον νόημα της διακονίας τους και γίνονται κουραστικοί αλλά και δυσάρεστοι στις καρδιές των πιστών που ήρθαν στο Ναό όχι για να ακούσουν κάποια "περίφημη" αργή δοξολογία αλλά για να κοινωνήσουν ουρανό, ηρεμία και αμεριμνησία.
"Μεγάλοι δάσκαλοι", προσπαθούν συνεχώς να εντυπωσιάσουν μ' έναν επιδεικτικό τρόπο, με τις ικανότητές τους, λέγοντας "σπάνια και δύσκολα μαθήματα" που το μόνο που εξυπηρετούν είναι να τρέφουν το εγώ τους και όχι να εξυπηρετούν τον λατρευτικό χρόνο.
Οι πιστοί θέλουν απλές μελωδίες, απαλές φωνές, χωρίς κοσμικές κορώνες.
Δεν είναι τυχαίο ότι πολλές φορές οι πιστοί αναπαύονται σε ιεροψάλτες που μπορεί να μην έχουνε πολλές μουσικές γνώσεις αλλά ψέλνουν απλά και λιτά.
Δεν είναι τυχαίο ότι πολλές φορές η εκκλησιαστική κοινότητα συμμετέχει περισσότερο προσευχητικά όταν στο αναλόγιο ανέβει κάποιος άνθρωπος που έχει πνευματική κατάσταση, κι ας μην τα λέγει όλα καλά, κι ας έχει μία "συνηθισμένη" φωνή.
Είναι η Χάρις του Θεού που ποτίζει την μελωδία του. Είναι η Χάρις του Θεού που νιώθεις πνευματική ευφορία όταν ακούς να ψέλνει ένας λαϊκός ή μοναχός που πλησιάζει το αναλόγια με φόβο Θεού, που προσπαθεί να ζει με τον Ευαγγελικό Λόγο.

Η εκκοσμίκευση μέσα στην Εκκλησία είναι μια μεγάλη πληγή. Είτε αυτή λέγεται: ιερατικά άμφια, διακόσμιση Ναών, λατρευτικές τελετές που καταντούν κοσμικές φιέστες, ιεροψάλτες-τραγουδιστές σε νυκτερινά κέντρα, κ.α.
Δεν θέλω να το παίξω διδάσκαλος των ιεροψαλτών, μιας και τώρα κυρίως διακονώ την Εκκλησία ως ιερέας. Όμως έχοντας ζήσει το αναλόγιο, έχοντας συναναστραφεί με καταξιωμένους ιεροψάλτες (που κάποιοι έχουνε φύγει από την ζωή), νομίζω μπορώ ταπεινά να πω (να παροτρύνω) ότι οι ιεροψάλτες, οι σύλλογοι ιεροψαλτών καλούνται να λάβουν δράση ώστε η εκκοσμίκευση του αναλογίου να παύση να υφίσταται.
Δεν είναι δυνατόν κάποιος ιεροψάλτης-πρωτοψάλτης, να απαντά στον προεστό της λατρευτικής σύναξης, που ξεκάθαρα είναι ο λειτουργών ιερέας, ότι "εγώ κάνω κουμάντο στο αναλόγιο, θα πω ότι θέλω, όπως το θέλω, όση ώρα θέλω". Το αναλόγιο είναι ένα κομμάτι του Ναού, δεν μπορεί να δρα αυτόνομα. Ούτε ο πρωτοψάλτης είναι Δεσπότης της λατρευτικής πράξης· είναι διακονητής.

Τέτοιες φαιδρές καταστάσεις δείχνουν ότι ο συγκεκριμένος τύπος ιεροψάλτου δεν έχει συναίσθηση που βρίσκεται, ποια είναι η θέση του...και φυσικά δείχνει ότι όχι μόνο πνευματική κατάσταση δεν έχει, αλλά ούτε στοιχειώδη εκκλησιαστικό φρόνημα. Και όλα αυτά διότι ο ιερέας αντιμετωπίζεται ως εχθρός, φανερώνοντας με το σκεπτικό του το πόσο πάσχει αυτός ο άνθρωπος που υμνεί με το στόμα του το Θεό, από εγωπάθεια και οίηση.
Δεν είναι δυνατόν ο ιεροψάλτης να απαιτεί συγκεκριμένο "τόνο" από τον ιερέα και να του τον δίνει, κι αν ο ιερέας δεν "κτυπήσει σωστά" ο ιεροψάλτης να νευριάζει. Δεν βρισκόμαστε αγαπητοί μου στο Ναό για να λόγους ορθοφωνίας αλλά για να λάβουμε Χάρη Θεού δια των Μυστηρίων.

Δεν συμφωνώ καθόλου με την τακτική κάποιων που επειδή και μόνο έχουνε μεράκι να διακονήσουν σε αναλόγιο, ανεβαίνουν πάνω και ανοίγουν το στοματάκι τους και βγαίνουν από εκεί μέσα “άρρητα ρήματα”. Φυσικά και αυτό δεν είναι σωστό να γίνεται. Άλλο τι θέλω να κάνω και άλλο να μπορώ να το κάνω. Πρέπει να έχουμε την διάκριση να ξέρουμε τις δυνατότητές μας. Βεβαίως λόγω έλλειψης σωστών ιεροψαλτών τα αναλόγια ειδικά τις καθημερινές ή σε διάφορα χωριά γεμίουν με τέτοιους ανθρώπους που για λόγους οικονομίας εξυπηρετούν την λατρεία.
Τι να κάνει ο ιερέας-προϊστάμενος όταν κάποιος σωστός ιεροψάλτης ζητά ένα υπέρογκο χρηματικό ποσό για να έρχεται μια φορά την Κυριακή και ο Ναός αδυνατεί οικονομικά; Θα αρκεστεί στον συνταξιούχο που το είχε μεράκι και έρχεται και αφιλοκερδώς (με ότι αυτό συνεπάγεται).
Φυσικά λοιπόν και παίζει ρόλο η ορθοφωνία, η μουσική κατάρτιση όλων όσων παίζουν κάποιο ρόλο μέσα στην λατρευτική πράξη (ιεροψάλτες, αρχιερείς, ιερείς, διάκονοι), όμως κι αν γίνονται κάποια λάθη δεν χάθηκε και ο κόσμος. Μας εμπαίζει ο διάβολος, δεν το καταλαβαίνουμε; Ασχολούμαστε με το ποιο μουσικό μάθημα θα πούμε, πώς θα εκτελέσω τα "πληρωτικά", πόσα "γυρίσματα" θα κάνω, και ο Χριστός πουθενά, η προσευχή πουθενά.

Λέμε πολλά "Κύριε ελέησον" σύμφωνα με το μουσικό κείμενο, όμως ούτε ένα "Κύριε ελέησον" δεν βγαίνει από την καρδιά μας.
Δόξα τω Θεώ, υπάρχουν και ιεροψάλτες που αγαπούν αυτό που κάνουνε, και το κάνουμε συνειδητά, υπεύθυνα, ταπεινά, με εκκλησιαστικό φρόνημα, έχοντας μια ζωή που μοσχοβολά θυμίαμα. Και αυτό βγαίνει και στο ψάλσιμό τους, το βλέπεις με το πως στέκονται στο αναλόγιό τους, πως κινούνται μέσα στο Ναό, στην καθημερινότητά τους.
Είναι αυτοί οι ιεροψάλτες που με το μειλίχιο ύφος τους, με την ανοικτή καρδιά τους προσελκύουν και νέα παιδιά στο αναλόγιο. Και γεμίζουν τα αναλόγια με παιδικές φωνές που μαθητεύουν κυρίως μέσα στην λατρεία και όχι μόνο στα θρανία των ωδείων. Η Βυζαντινή μουσική σπουδάζεται πάνω στο αναλόγιο.

Ελπίζω να μην δημιούργησα σκάνδαλο με τα γραφόμενά μου. Απλά ήθελα να τονίσω τον σημαντικότατο ρόλο των ιεροψαλτών μέσα στην λατρευτική ζωή της εκκλησιαστικής κοινότητας. Μπορούν να κάνουν μεγάλο καλό αλλά και να βλάψουν. Μπορεί το αναλόγιο να γίνει ο οδός της προσωπικής τους σωτηρίας τους ή της απώλειάς τους.
Μακάρι όλοι μας να καταλάβουμε γιατί βρισκόμαστε μέσα στην Εκκλησία. Και ο λόγος αυτός είναι για να βρούμε τον Χριστό, όχι για να πιάσουμε κάποια θέση, όχι για να κτίσουμε ένα καλό όνομα, ούτε για να αναδειχθούμε κοινωνικά.
Είτε είσαι ιεροψάλτης, είτε κληρικός δεν πρέπει να ξεχνάς γιατί βρίσκεσαι μέσα την Εκκλησία. Το ότι βρίσκεσαι στην Εκκλησία δεν σημαίνει ότι ό,τι κάνεις είναι σωστό και θα σωθείς. Διότι η πρόθεσή μας, τα κριτήρια με τα οποία κάνουμε κάτι θα κρίνει και το εσχατολογικό αποτέλεσμα των πραξεών μας. Μακάρι τα κίνητρά μας να είναι αγαθά, καλοπροαίρετα και θεμελιωμένα πάνω σ' αυτήν την ιερή αγωνία μας: να ευαρεστούμε τον Χριστό μας και όχι τους κόλακες, τον κόσμο, τα πλήθη.
Ας το θυμόμαστε όλοι μας: μπορεί να ερμηνεύεις απίστευτα καλά κάποιο δύσκολο βυζαντινό μάθημα, μπορεί να έχεις απίστευτα καλή φωνή· χωρίς υπακοή και ταπείνωση, χωρίς υπομονή και διάκριση, χωρίς συγχωρετικότητα και αγάπη, δεν σώζεσαι.
Εάν οι μουσικές μου γνώσεις γίνονται αιτία να χάνω τον Χριστό μου, να τα βράσω όλα. Καλύτερα να μην ξαναψάλλω ποτέ, παρά να χαθώ αιώνια.




Παρίσι - Οικουμενιστικός Εσπερινός στον Άγιο Στέφανο λόφου Αγίας Γενοβέφας

 

Ορθόδοξος Εσπερινός στον Άγιο Στέφανο λόφου Αγίας Γενοβέφας στο Παρίσι

Στον Ι. Ναό Αγίου Στεφάνου λόφου Αγίας Γενοβέφας στο Παρίσι (δίπλα στο Πάνθεον), ετελέσθη σήμερα το απόγευμα ορθόδοξος Εσπερινός υπό του Σεβ. Μητροπολίτου Γαλλίας κ. Εμμανουήλ, τη συμμετοχή των Βοηθών αυτού Θεοφ. Επισκόπων Ρηγίου κ. Ειρηναίου και Μελιτηνής κ. Μαξίμου, τη παρουσία του Ρωμαιοκαθολικού Αρχιεπισκόπου Παρισίων κ. Μισέλ Aupetit, των Διπλωματικών Αρχών της Ελλάδος και της Κύπρου στο Παρίσι, Οφφικιάλων της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας και πιστών.

Ο Εσπερινός αυτός είθισται να τελείται επ’ ευκαιρία της μνήμης του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, που κατά την παράδοση υπήρξε Επίσκοπος Παρισίων και μαρτύρησε εκεί.  Στον Ι. Ναό αυτό, ο οποίος χρονολογείται από τον 6ο αιώνα, φυλάσσονται επίσης τα ιερά λείψανα της Αγίας Γενοβέφας (ή Γενεβιέρης – 5ος αι.). Ειδικά φέτος εορτάζουμε τα 1600 χρόνια από τη γέννηση της Αγίας (420). Οι Άγιοι Διονύσιος και Γενοβέφα είναι οι Πολιούχοι Άγιοι των Παρισίων.


Ο Σεβασμιώτατος στην ομιλία του συνέδεσε τους δύο Αγίους και τον αγώνα τους για την διάδοση του Χριστιανισμού στην περιοχή. Οι Άγιοι της αδιαιρέτου Εκκλησίας, τόνισε, αποτελούν για όλους μας σήμερα οδηγούς για την ποθητή ενότητα των Χριστιανών, όταν ο Κύριος το επιτρέψει.

trikalavoice,12/10/2020/ΑΚΤΙΝΕΣ

ΝΗΣΤΕΙΑ, ΠΑΘΗ ΚΑΙ ΠΟΝΗΡΑ ΠΝΕΥΜΑΤΑ

Ένας δαιμονισμένος παιδεύοταν πολλά χρόνια από το δαιμόνιο. Οι Πατέρες ενός κοινοβίου, τον είχαν πάει σε πολλούς γέροντες για να τον θεραπεύσουν, αλλά κανείς δεν κατόρθωσε να βγάλει το δαιμόνιο. Τελικά τον πήγαν και σε έναν διακριτικό γέροντα, που ήταν μεγάλος νηστευτής. Ο γέροντας τους είπε:

- Αδερφοί και Πατέρες, δεν έχω το χάρισμα να εκβάλλω δαιμόνιο. Έχω όμως την αγάπη και παρακαλώ το δαιμόνιο να φύγει από αυτόν τον άνθρωπο και να έρθει σε μένα, για να ξεκουραστεί λίγο και αυτός ο αδερφός!
Πράγματι, βγαίνει το δαιμόνιο και μπαίνει σε αυτόν τον γέροντα, ενώ ο δαιμονισμένος έγινε καλά.
Ο γέροντας για πολλά χρόνια ήταν δαιμονισμένος, αλλά μια μέρα βγαίνει ο διάβολος, σαν ένας μαύρος γάτος, από τον γέροντα. Ο γέροντας βλέποντας να βγαίνει το δαιμόνιο, του λέει:
- Πού πάς; Εγώ δεν σε διώχνω!
Και ο διάβολος του λέει:
- Δεν αναπαύομαι σε ξηρανθείσα σάρκα!
Και σηκώθηκε και έφυγε.
Πάει το γουρούνι να κυλιστεί σε μια γούβα, που είναι ξερή; Δεν πάει, γιατί θέλει η γούβα να είναι μαλακή, για να κυλιστεί στην λάσπη. Έτσι και ο διάβολος, σε σάρκα ξηρανθείσα, εξαιτίας της νηστείας, δεν μπορεί να πάει.
Ο άνθρωπος, χωρίς να περιποιείται την σάρκα του με πολύ φαγητό και κάνοντας νηστεία, αποφεύγει την διαφθορά πιο εύκολα.


Ο Αριστοτέλης και η διαφοροποίηση του εγκρατή από τον εξαρτημένο

 


Γράφει ο Θανάσης Μπαντές

Ο Αριστοτέλης συνεχίζοντας στο δεύτερο βιβλίο από τα «Ηθικά Ευδήμια» τη διερεύνηση των εννοιών προκειμένου να φτάσει στον τελικό προσδιορισμό της αρετής (και κατ’ επέκταση και της κακίας) φτάνει στο συμπέρασμα ότι αυτό που προέχει στην παρούσα στιγμή είναι η πλήρης σημασιολογική αποσαφήνιση της εκούσιας και της ακούσιας πράξης: «Άρα τώρα πρέπει να πιάσουμε και να δούμε τι είναι εκούσιο και τι ακούσιο, και τη σημαίνει προαίρεση, αφού μέσω αυτών προσδιορίζονται η αρετή και η κακία» (1223a 26-28).

Το ζήτημα περιπλέκεται, καθώς η διαφοροποίηση της εκούσιας και ακούσιας πράξης σχετίζεται με τις επιμέρους έννοιες της όρεξης, της προαίρεσης και της διάνοιας: «Ένα από τα τρία επόμενα φαίνεται να είναι, είτε με την όρεξη να σχετίζεται είτε με την προαίρεση είτε με τη διάνοια» (1223a 30-31).

Ασφαλώς, η εκούσια πράξη έχει να κάνει με την προαίρεση, τη διάνοια και την όρεξη – ο βαθμός που επηρεάζει καθένας από αυτούς τους παράγοντες δεν είναι ο ίδιος για όλους, αλλά διαφοροποιείται από άτομο σε άτομο. Η ακούσια συμπεριφορά δεν αφορά τα παραπάνω, αλλά προκύπτει από τον εξαναγκασμό που καταπιέζει το άτομο επιβάλλοντας πράξεις που αντιτίθενται στη θέλησή του.

Κι αυτό δεν έχει καμία σχέση με την επιθυμία: «… κάθε επιθυμία […] θεωρείται καταρχήν εκούσια· διότι το κάθε τι ακούσιο θεωρείται αποτέλεσμα επιβολής, και το επιβεβλημένο είναι κάτι που προκαλεί λύπη, όπως εξάλλου και όλα όσα κάνουν ή υφίστανται οι άνθρωποι εξαναγκασμένοι» (1223a 35-38).

Εφόσον ο εξαναγκασμός προξενεί λύπη, είναι φανερό ότι η χαρά σχετίζεται από την εκπλήρωση της επιθυμίας: «Οτιδήποτε […] αντιτίθεται στην επιθυμία είναι λυπηρό (η επιθυμία είναι πάντα του ηδονικού επιθυμία), οπότε θα είναι εξαναγκαστικό και ακούσιο. Συμπέρασμα: αφού αυτά αντιτίθενται μεταξύ τους, οτιδήποτε συνάδει με την επιθυμία είναι εκούσιο» (1223a 42-45).

Από την άλλη, είναι βέβαιο ότι η άδικη πράξη καταδεικνύει την κακία: «… η κακία, σε κάθε της μορφή, κάνει τον άνθρωπο πιο άδικο, και η εξάρτηση από το πάθος (αδυναμία θέλησης) θεωρείται μορφή κακίας, ενώ ως εξαρτημένος ορίζεται αυτός που πράττει ακολουθώντας την επιθυμία και παραβλέποντας τη λογική» (1223a 45-48).

Η εξάρτηση παρουσιάζεται ως ακατανίκητο ανθρώπινο πάθος που ξεπερνά τη λογική. Ο δέσμιος των επιθυμιών που αδυνατεί να τις υποβάλλει σε λογική επεξεργασία είναι ο εξαρτημένος, δηλαδή ο άνθρωπος που δεν έχει κανένα φραγμό, αφού η συμπεριφορά του βρίσκεται υπό την ομηρία του αχαλίνωτου: «Ενεργώντας αυτός σύμφωνα με την επιθυμία, πέφτει στην εξάρτηση, και επειδή η αδικία είναι κάτι το εκούσιο –ο εξαρτημένος από το πάθος θα πράξει άδικα όταν πράττει σύμφωνα με την επιθυμία του–, συνεπάγεται ότι εκούσια ενεργεί, και ότι η επιθυμία ανάγεται στο εκούσιο» (1223b 1-3).

Η άποψη που θέλει τον εξαρτημένο να λειτουργεί με τρόπο ακούσιο, αφού το πάθος του εκμηδενίζει την προσωπικότητα, προσδίδοντας το ελαφρυντικό του ακαταλόγιστου δε φαίνεται να πείθει τον Αριστοτέλη: «Οτιδήποτε, λοιπόν, κάνει κάποιος εκούσια, το κάνει με τη θέλησή του, και ό,τι με τη βούλησή του, εκούσια. Αλλά δε θέλει κανείς αυτό που θεωρεί κακό. Όποιος, όμως, πέφτει στην εξάρτηση από το πάθος, δεν κάνει αυτά που θέλει· διότι, τι άλλο είναι η εξάρτηση από το να πράττεις λόγω της επιθυμίας το αντίθετο αυτού που θεωρείς άριστο; Μα έτσι θα προκύψει να ενεργεί ο ίδιος άνθρωπος και εκούσια και ακούσια, πράγμα όμως αδύνατο» (1223b 7-14).

Με άλλα λόγια, το δεδομένο ότι η ηθελημένη πράξη είναι από θέση αρχής εκούσια καταδεικνύει ότι η εξάρτηση, ως κάτι ηθελημένο, εντάσσεται επίσης στη σφαίρα του εκούσιου. Το ότι, εν τέλει, ο εξαρτημένος υπό την επήρεια του πάθους του πράττει τα αντίθετα από αυτά που θεωρεί άριστα, δεν καταδεικνύει ότι ενεργεί ακούσια, αλλά ότι η εξάρτηση είναι τόσο ισχυρή που ξεπερνά ακόμη και την επιθυμία της άριστης πράξης. Υπό αυτή την έννοια, το κακό μπορεί να γίνει ηθελημένα, αν πρόκειται να ικανοποιήσει κάποιο ακατανίκητο πάθος.

Αυτός είναι και ο λόγος που το δίκαιο ταιριάζει περισσότερο στον εγκρατή παρά στον εξαρτημένο: «… ένας άνθρωπος εγκρατής θα ενεργήσει δίκαια· και οπωσδήποτε η εγκράτεια είναι αρετή περισσότερο από την εξάρτηση, και ως αρετή μάς κάνει πιο δίκαιους» (1223b 14-17). Κι όχι μόνο αυτό: «… θα ήταν άτοπο να γίνονται οι εξαρτημένοι πιο δίκαιοι» (1223b 4-5).

Από την άλλη, ο εγκρατής είναι σε θέση να πράττει τα δίκαια χαλιναγωγώντας τα πάθη του στις υποδείξεις της λογικής: «… δείχνει εγκράτεια, όταν ενεργεί ενάντια στην επιθυμία, ακολουθώντας το λογικό» (1223 18-19).

Όμως, η πράξη που εναντιώνεται στην επιθυμία δεν μπορεί παρά να υπόκειται στον καταναγκασμό, δηλαδή στη λύπη που συνοδεύει οτιδήποτε το ακούσιο: «… με δεδομένο ότι το να πράττεις δίκαια είναι εκούσιο (όπως και το να πράττεις άδικα, αφού και τα δύο αυτά θεωρούνται εκούσια, και υποχρεωτικά ό,τι είναι το ένα είναι και το άλλο), ενώ το να πράττεις ενάντια στην επιθυμία είναι ακούσιο, τότε ο ίδιος άνθρωπος θα προβεί στην ίδια ενέργεια και εκούσια και ακούσια μαζί» (1223b 19-24).

Ένα τέτοιο ενδεχόμενο έχει ήδη κριθεί αδύνατο από την προηγούμενη διερεύνηση της συμπεριφοράς σε σχέση με τα πάθη και την εξάρτηση: «… έτσι θα προκύψει να ενεργεί ο ίδιος άνθρωπος και εκούσια και ακούσια, πράγμα όμως αδύνατο» (1223b 13-14). Ο άνθρωπος θα πράξει είτε εκούσια είτε ακούσια και η εγκράτεια από θέση αρχής, ως συνειδητή και πλήρως εκλογικευμένη στάση ζωής, δεν μπορεί παρά να τοποθετηθεί στο εκούσιο.

Ο Αριστοτέλης συμπληρώνει: «Εάν […] είναι αδύνατο να πράττει ένα και το αυτό πράγμα ο ίδιος άνθρωπος ταυτόχρονα εκούσια και ακούσια, τότε το να ενεργεί σύμφωνα με τη θέλησή του είναι περισσότερο εκούσιο από το να ενεργεί ακολουθώντας την επιθυμία…» (1223b 32-35).

Κι αυτή ακριβώς είναι η διαφορά ανάμεσα στην επιθυμία και τη θέληση. Η επιθυμία είναι δυνατό να ωθεί σε πράξεις που δεν αρμόζουν στο άριστο. Ο άνθρωπος οφείλει να δαμάσει αυτές τις παρορμήσεις προτάσσοντας τη θέληση που υποδεικνύεται από τη λογική. Η θέληση παρουσιάζεται ως φίλτρο των επιθυμιών ξεκαθαρίζοντας ποιες είναι σύμφωνες με την αρετή και ποιες όχι. Μόνο εκείνες που συμπλέουν με τη λογική αρμόζουν στην αρετή. Οι υπόλοιπες αποτελούν άλογες παρορμήσεις, που ο εγκρατής ξέρει να τις χαλιναγωγεί, ενώ ο εξαρτημένος όχι.

Το πλαίσιο αυτής της συλλογιστικής αφορά και τη διαπραγμάτευση του θυμού: «Τα ίδια μπορούμε να πούμε και για το θυμό. Διότι και στο θυμό θεωρείται πως υπάρχει εξάρτηση (αδυναμία θέλησης) και εγκράτεια (αυτοσυγκράτηση), όπως και στην επιθυμία. Και το να πράττεις ενάντια στο θυμό είναι λυπηρό, και η ανάσχεσή του γίνεται με εξαναγκασμό, ώστε με δεδομένο ότι ο εξαναγκασμός είναι ακούσιος, το να ενεργείς ακολουθώντας το θυμό θα είναι σε κάθε περίπτωση εκούσιο» (1223b 24-28).

Το εκούσιο της συμπεριφοράς που εκφράζει την επιθετικότητα της ψυχής δε σημαίνει ότι η χαλιναγώγησή της οδηγεί στο ακούσιο. Και οι δύο συμπεριφορές είναι εκούσιες, μόνο που η πρώτη υποκύπτει στην επιθυμία, ενώ η δεύτερη στη θέληση.

Το ότι η χαλιναγώγηση της επιθυμίας (όρεξη) δε σηματοδοτεί το ακούσιο έχει ήδη καταδειχθεί: «Δεν υπάρχει πια καμιά αμφιβολία ότι άλλο είναι να πράττεις εκούσια, και άλλο σύμφωνα με την όρεξη· όπως και άλλο το ακούσια, άλλο ενάντια στην όρεξη» (1223b 48-50).

Όμως, ούτε και η θέληση μπορεί να ταυτιστεί επακριβώς με την έννοια της εκούσια πράξης: «Ενδέχεται, πάντως, να υπάρχει και εκούσια πράξη χωρίς να συνοδεύεται από θέληση […]. Και πολλές μας πράξεις, που τις πράττουμε με τη θέλησή μας, γίνονται ξαφνικά· όμως για κανέναν το ξαφνικό δεν αποτελεί αντικείμενο προαίρεσης» (1224a 2-6).

Το ότι ο Αριστοτέλης εντοπίζει την εκούσια συμπεριφορά ακόμη και σε πράξεις που στερούνται προαίρεσης (συντελούμενες απολύτως ξαφνικά – θα λέγαμε ακαριαία) πιστοποιεί ότι η προαίρεση-θέληση δεν ταυτίζεται κατ’ ανάγκη με την εκούσια πράξη.

Η ερμηνεία που θέλει την αυτόματη-αντανακλαστική συμπεριφορά εκούσια υποκρύπτει την πεποίθηση ότι το αντανακλαστικό καθρεφτίζει την προσωπικότητα που το εκφράζει. Ο οργίλος αυτόματα δρα με οργή, κι αυτό είναι εκούσιο, αφού έτσι διαμόρφωσε το χαρακτήρα του. Η αποδοχή ότι μια τέτοια πράξη, αν και εκούσια, στερείται προαίρεσης καταδεικνύει ότι ο οργίλος δε θέλει να συμπεριφέρεται έτσι, αλλά υποκύπτει στο ανεξέλεγκτο των παθών του. Υπό αυτή την άποψη, τα πάθη, από θέση αρχής, ακυρώνουν κάθε έννοια της προαίρεσης.

Ο Αριστοτέλης έχοντας ήδη ξεκαθαρίσει ότι η εκούσια πράξη έχει να κάνει είτε με την όρεξη είτε με την προαίρεση είτε με τη διάνοια και θεωρώντας ότι έχει ήδη αποδείξει ότι τόσο η όρεξη όσο και η προαίρεση δεν ταυτίζονται με την εκούσια πράξη θα προχωρήσει στη διερεύνηση της διάνοιας: «Αλλά εφόσον έχουμε δεχτεί ότι το εκούσιο ανάγεται σε ένα από αυτά τα τρία, είτε στην όρεξη είτε στην προαίρεση είτε στη διάνοια, και έχουμε αποκλείσει τα δύο πρώτα, δεν μπορεί παρά να εντοπίζεται στις πράξεις που συνδέονται κάπως με τη διάνοια» (1224a 6-10).

Σε τελική ανάλυση, η διάνοια αποτελεί την ειδοποιό διαφορά που χωρίζει τον εγκρατή από τον εξαρτημένο-ακρατή: «Η πειθώ, τώρα, είναι αντίθετη στον εξαναγκασμό και την αναγκαιότητα» (1224a 48).

Ως αναγκαιότητα ορίζονται όλα εκείνα που είναι αδύνατο να αποφύγει κανείς και που, εν πολλοίς, ορίζονται από την ίδια του τη φύση. Η αναγκαιότητα επιβάλλει στην πέτρα να κινείται προς το κάτω, πράγμα όχι εκούσιο αλλά αυτόματο και αναπόφευκτο. Η αναγκαιότητα, θα λέγαμε ότι επιβάλλει στον άνθρωπο να εκπληρώσει όλες τις βιολογικές του ανάγκες. Από την άλλη, ο εξαναγκασμός είναι η συνθήκη που αναγκάζει μια συμπεριφορά που αντίκειται στη φύση. Αν η πέτρα δεν πηγαίνει προς τα κάτω, όπως η φύση της ορίζει, τότε σίγουρα υπάρχει μια ανάγκη που την εξαναγκάζει για το αντίθετο. Τις δύο έννοιες ο Αριστοτέλης τις αποδίδει στο πρωτότυπο με τις λέξεις «ανάγκη» (αναγκαιότητα) και «βία» (εξαναγκασμός).

Το δεδομένο ότι ο εγκρατής κινείται περισσότερο από την πειθώ καταδεικνύει ότι δεν ενεργεί ούτε από εξαναγκασμό ούτε από αναγκαιότητα: «… ο εγκρατής προχωράει μόνο όταν έχει πειστεί, και πορεύεται όχι με τον εξαναγκασμό αλλά εκούσια. Αντίθετα, η επιθυμία σπρώχνει χωρίς να πείσει, μιας και δε μετέχει στο λόγο» (1224b 1-3).

Η τελική διαφοροποίηση του εγκρατή από τον εξαρτημένο είναι πλέον απολύτως ξεκάθαρη: «Ο εγκρατής λυπάται ενεργώντας ενάντια στην επιθυμία του, αλλά απολαμβάνει την ηδονή να περιμένει κάτι, ότι δηλαδή σε δεύτερη φάση θα ωφεληθεί, αν δεν ωφελείται και άμεσα απολαμβάνοντας την υγεία του. Και ο εξαρτημένος απολαμβάνει με ηδονή αυτό που επιθυμεί, αλλά βιώνει τη λύπη που έρχεται, θεωρώντας ότι θα υποστεί κάτι κακό» (1224b 19-25).

Ο εγκρατής ενεργεί κυρίως με βάση τη διάνοια, ενώ ο εξαρτημένος (ακρατής) με βάση την επιθυμία. Είναι η αιώνια διαπάλη ανάμεσα στην όρεξη και το λογικό: «… η όρεξη και το λογικό λειτουργούν ξεχωριστά, οπότε το ένα αντιμάχεται το άλλο» (1224b 28-29).

Όποιος πετύχει τη σύμπλευση αυτών θα κατακτήσει την ευτυχία σε όλη της την πληρότητα. Από τη μια θα απολαμβάνει την εκπλήρωση της επιθυμίας κι από την άλλη θα έχει την ασφάλεια που θα προσδίδει η λογική στις πράξεις του.

Από κει και πέρα, αν κάποιος θεωρήσει ότι τόσο η λογική όσο και η επιθυμία, ως ακαταμάχητες εκδηλώσεις της ψυχής, καθορίζουν τη συμπεριφορά του ανθρώπου σε βαθμό που να υποκύπτει με τρόπο ακούσιο, οι συλλογισμοί δεν αλλάζουν και ίσως μια τέτοια εκδοχή να φαίνεται εύλογη: «… εύλογα λέμε ότι και οι δυο τους ενεργούν εξαναγκασμένοι, και είτε για την όρεξη είτε για το λογικό ο καθένας τους ενεργεί κάποια στιγμή ακούσια» (1224b 26-28).

Μια τέτοια οπτική, όμως, όχι μόνο θα απάλλασσε τον άνθρωπο από οποιαδήποτε ευθύνη των πράξεών του (το ακούσιο είναι ανεύθυνο), αλλά θα σηματοδοτούσε την πιο ακραία εκδοχή μοιρολατρίας, αφού η ψυχή θα καθόριζε εκ των προτέρων όλη την ανθρώπινη δράση χωρίς να αφήνει κανένα περιθώριο συμμετοχής. Στην ουσία, το πρόβλημα θα αφορούσε το σύνολο της ψυχής, που υπό αυτή τη συνθήκη θα λειτουργούσε εξολοκλήρου με τρόπο εξαναγκασμένο.

Μια τέτοια αντίληψη είναι αδύνατο να βρει σύμφωνο τον Αριστοτέλη: «Για τα μέρη της ψυχής […] μπορούμε να δεχτούμε τον εξαναγκασμό. Αλλά η ψυχή συνολικά, τόσο του εγκρατούς όσο και του εξαρτημένου, λειτουργεί εκούσια και όχι εξαναγκασμένα» (1224b 31-34).


Αριστοτέλης: «Ηθικά Ευδήμια», βιβλίο δεύτερο, μετάφραση Βασίλειος Μπετσάκος, εκδόσεις ΖΗΤΡΟΣ, Θεσσαλονίκη 2018.



ΠΗΓΗ