Περίοδος Δ΄ – Ἔτος
ΛΖ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2304
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2304
Κυριακὴ Ε΄
Ματθαίου (Ματθ. 8,28 – 9,1)
12 Ἰουλίου 2020 πρωὶ
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτη
Φοβερά, ἀγαπητοί μου, εἶνε ὅσα διηγεῖται
σήμερα στὸ εὐαγγέλιο ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος (Ματθ. 8,28 – 9,1). Περιγράφει τὴν
κατάστασι δύο δαιμονιζομένων, ἀλλὰ καὶ τὴ θεραπεία τους.
* * *
Ποῦ ζοῦσαν, ἀδελφοί μου, οἱ δύο
δαιμονιζόμενοι; Στὴ χώρα τῶν Γεργεσηνῶν (ἔ.ἀ. 8,28. Μᾶρκ. 5,1) ἢ Γαδαρηνῶν
(Λουκ.. 8,26,37). Εἶνε μία περιοχὴ ἡ ὁποία βρισκόταν στὴ «λίμνην Γεννησαρέτ»
(Λουκ. 5,1) ἢ «θάλασσαν τῆς Γαλιλαίας» (Ματθ. 15,29. Μᾶρκ. 1,16· 7,31. Ἰω. 6,1)
ἢ τῆς «Τιβεριάδος» (Ἰω. 6,1,23· 21,1), ἀπέναντι ἀπὸ τὴν Καπερναούμ. Ἀπὸ τὸ
μέρος αὐτὸ κατάγονταν οἱ δύο ταλαίπωροι ἄνθρωποι.
Δὲν ἦταν ἀνέκαθεν δαιμονιζόμενοι. Ἦταν κάποτε ἐποχὴ ποὺ οἱ δύο αὐτοὶ ἄντρες ζοῦσαν καλά. Ὁ σατανᾶς δὲν εἶχε ἀκόμη ἐξουσία νὰ τοὺς πειράξῃ. Ἦταν δυὸ γερὰ παλληκάρια ποὺ ἔμεναν στὸ σπίτι τους καὶ δούλευαν στὰ κτήματά τους· κανένα δὲν ἐνωχλοῦσαν, ἦταν καμάρι τοῦ χωριοῦ τους.
Ἀλλὰ μιὰ μέρα, μέρα κατηραμένη, τὸ δαιμόνιο βρῆκε εὐκαιρία νὰ πειράξῃ τοὺς δύο νέους. Σὰν λῃστὴς χτύπησε τὴν πόρτα τῆς ψυχῆς τους, τὴ βρῆκε ἀνοιχτὴ καὶ μπῆκε μέσα. Ἀπὸ τὴ μέρα ἐκείνη ἄλλαξε ἀπότομα ἡ ζωή τους. Ἔγιναν ἀγνώριστοι· προηγουμένως ἦταν ἥσυχα παιδιὰ καὶ τώρα ἔγιναν ἄγρια θηρία, ἦταν ἐργατικοὶ καὶ τώρα ἔγιναν ἄνεργοι γυρίζοντας ἀπὸ μέρος σὲ μέρος χωρὶς δουλειά, ἦταν ἡ χαρὰ τοῦ χωριοῦ τους καὶ τώρα ἔγιναν τὸ φόβητρο ὅλων. Στὸ σπίτι τους δὲν ἔμεναν. ῾Ροῦχο δὲν φοροῦσαν πάνω τους. Τὴν ἡμέρα γύριζαν ἐδῶ κ᾽ ἐκεῖ· καὶ τὴ νύχτα, σὰν τὰ ἄγρια θηρία, κοιμοῦνταν μέσα σὲ σπηλιὲς ποὺ οἱ ἀρχαῖοι τὶς χρησιμοποιοῦσαν καὶ γιὰ νεκροταφεῖα. Ἐκεῖ μέσα ἔμεναν. Κι ὅταν ξημέρωνε αὐτοὶ ἄφηναν τὴ σπηλιά, σκαρφάλωναν σὲ ῥάχες, ἔστηναν ἐκεῖ τὸ παρατηρητήριό τους καὶ δὲν ἄφηναν νὰ περάσῃ κανένας ἀπὸ τὸ μέρος τους· σὰν λυσσασμένα σκυλιὰ ὡρμοῦσαν σὲ κάθε περαστικό.
Δὲν ἦταν ἀνέκαθεν δαιμονιζόμενοι. Ἦταν κάποτε ἐποχὴ ποὺ οἱ δύο αὐτοὶ ἄντρες ζοῦσαν καλά. Ὁ σατανᾶς δὲν εἶχε ἀκόμη ἐξουσία νὰ τοὺς πειράξῃ. Ἦταν δυὸ γερὰ παλληκάρια ποὺ ἔμεναν στὸ σπίτι τους καὶ δούλευαν στὰ κτήματά τους· κανένα δὲν ἐνωχλοῦσαν, ἦταν καμάρι τοῦ χωριοῦ τους.
Ἀλλὰ μιὰ μέρα, μέρα κατηραμένη, τὸ δαιμόνιο βρῆκε εὐκαιρία νὰ πειράξῃ τοὺς δύο νέους. Σὰν λῃστὴς χτύπησε τὴν πόρτα τῆς ψυχῆς τους, τὴ βρῆκε ἀνοιχτὴ καὶ μπῆκε μέσα. Ἀπὸ τὴ μέρα ἐκείνη ἄλλαξε ἀπότομα ἡ ζωή τους. Ἔγιναν ἀγνώριστοι· προηγουμένως ἦταν ἥσυχα παιδιὰ καὶ τώρα ἔγιναν ἄγρια θηρία, ἦταν ἐργατικοὶ καὶ τώρα ἔγιναν ἄνεργοι γυρίζοντας ἀπὸ μέρος σὲ μέρος χωρὶς δουλειά, ἦταν ἡ χαρὰ τοῦ χωριοῦ τους καὶ τώρα ἔγιναν τὸ φόβητρο ὅλων. Στὸ σπίτι τους δὲν ἔμεναν. ῾Ροῦχο δὲν φοροῦσαν πάνω τους. Τὴν ἡμέρα γύριζαν ἐδῶ κ᾽ ἐκεῖ· καὶ τὴ νύχτα, σὰν τὰ ἄγρια θηρία, κοιμοῦνταν μέσα σὲ σπηλιὲς ποὺ οἱ ἀρχαῖοι τὶς χρησιμοποιοῦσαν καὶ γιὰ νεκροταφεῖα. Ἐκεῖ μέσα ἔμεναν. Κι ὅταν ξημέρωνε αὐτοὶ ἄφηναν τὴ σπηλιά, σκαρφάλωναν σὲ ῥάχες, ἔστηναν ἐκεῖ τὸ παρατηρητήριό τους καὶ δὲν ἄφηναν νὰ περάσῃ κανένας ἀπὸ τὸ μέρος τους· σὰν λυσσασμένα σκυλιὰ ὡρμοῦσαν σὲ κάθε περαστικό.
Οἱ διαβάτες τοὺς φοβοῦνταν περισσότερο κι
ἀπὸ τοὺς λῃστές. Οἱ λῃστὲς ἔχουν καὶ κάποια λογική, ἐνῷ αὐτοὶ δὲν λογικεύονταν·
ἦταν χειρότεροι ἀπὸ τοὺς λῃστές, γιατὶ οἱ λῃστὲς ἔχουν σωματικὴ δύναμι μὰ ἡ
δύναμι τῶν δαιμονιζομένων ἦταν πολὺ πιὸ μεγάλη, ὑπεράνθρωπη. Τὸ λῃστὴ
μπορεῖς νὰ τὸν δέσῃς, νὰ τὸν κλείσῃς στὴ φυλακὴ κ᾽ ἐκεῖ μέσα νὰ σαπίσῃ· μὰ
αὐτοὺς δὲν μποροῦσε ἄνθρωπος νὰ τοὺς δεσμεύσῃ· οἱ συγγενεῖς τοὺς ἔδεναν μὲ
ἁλυσίδες κι αὐτοὶ τὶς ἔσπαζαν ὅπως σπᾶμε ἐμεῖς τὴν κλωστὴ καὶ τὸ
σπάγκο.
Δυστυχισμένοι οἱ δαιμονιζόμενοι. Δυστυχισμένοι ὅμως καὶ οἱ συγγενεῖς καὶ φίλοι τους· δυστυχισμένη καὶ ὅλη ἐκείνη ἡ περιοχή, τὴν ὁποία ταλαιπωροῦσαν καὶ τυραννοῦσαν –ἄθελά τους βέβαια– αὐτοὶ οἱ δυό.
Δυστυχισμένοι οἱ δαιμονιζόμενοι. Δυστυχισμένοι ὅμως καὶ οἱ συγγενεῖς καὶ φίλοι τους· δυστυχισμένη καὶ ὅλη ἐκείνη ἡ περιοχή, τὴν ὁποία ταλαιπωροῦσαν καὶ τυραννοῦσαν –ἄθελά τους βέβαια– αὐτοὶ οἱ δυό.
⃝ Ἀλλὰ τὸ κατάντημα τῶν δύο
δαιμονιζομένων τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου, ἀγαπητοί μου, δὲν εἶνε ἄσχετο μὲ τὴ ζωὴ
τοῦ συγχρόνου κόσμου. Εἰκονίζει τὴ θλιβερὴ κατάστασι καθενὸς ποὺ δέχεται νὰ
βρεθῇ ὑπὸ τὴν ἐπήρεια τῶν δαιμόνων· παριστάνει τὸ δρᾶμα ἐκείνων ποὺ βρίσκονται
ὑπὸ τὴν κυριαρχία ἀλόγων παθῶν. Ἡ κατάστασι τῶν δύο δαιμονιζομένων εἶνε
ἕνας καθρέφτης· μέσα σ᾽ αὐτὸν μπορεῖ κανεὶς νὰ δῇ ποῦ θὰ καταντήσῃ ἂν ἀφήσῃ
τὸν ἑαυτό του νὰ τὸν κυβερνήσῃ ὁ σατανᾶς.
Ἀλλοίμονο στὸν ἄνθρωπο ποὺ θ᾽ ἀφήσῃ ἀνοιχτὴ τὴ θύρα τῆς καρδιᾶς του καὶ θὰ εἰσέλθῃ ὁ σατανᾶς. Θὰ γίνῃ ἐκεῖνος ὁ τύραννός του. Θὰ πάρῃ τὸ τιμόνι τῆς ζωῆς του καὶ θὰ τὸν κατευθύνῃ. Ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἕνας δοῦλος τοῦ πονηροῦ, ἐκτελεῖ ὅλα τὰ θελήματά του· γίνεται ἕνα ὄργανό του, ἕνα ὑποχείριό του.
Ἡ γλῶσσα του θὰ γίνῃ γλῶσσα τοῦ διαβόλου, θὰ λέῃ ὅ,τι ὑπαγορεύει ἐκεῖνος. Θά ᾽νε ἕνα γραμμόφωνο, ποὺ θὰ λέῃ ὅ,τι γράφει ἡ πλάκα· ὁ ἄνθρωπος θὰ μιλάῃ, ἀλλ᾽ ὅ,τι λέει θά ᾽νε λόγια ὄχι δικά του ἀλλὰ τοῦ σατανᾶ· ὁ πονηρός, βάζει στὸν καθένα μιὰ πλάκα· στὸν ἕνα δίνει τὴν πλάκα τῆς βλασφημίας, σὲ ἄλλον τὴν πλάκα τῆς αἰσχρολογίας, σὲ ἄλλον τὴν πλάκα τῶν ὕβρεων… Οἱ δύστυχοι! δὲν μιλᾶνε αὐτοί.
Καὶ μόνο ἡ γλῶσσσα; καὶ τὸ μυαλό τους γίνεται ὄργανο τοῦ διαβόλου. Χάνουν τὴν αὐτοσυνειδησία καὶ τὴν εὐθυκρισία, τὸ φῶς καὶ τὴ διαύγεια, παραλογίζονται, σκέπτονται στρεβλά.
Τὰ χέρια τους ἐπίσης· δὲν κινοῦνται στὸ ἀγαθό, ἐνεργοῦν – ἐκτελοῦν διαρκῶς τὸ κακό.
Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς εἶνε δυστυχισμένος στὴ ζωή του. Δὲν κοιμᾶται στὸ σπίτι του ἀλλὰ σὲ «σπηλιές»· σπηλιὰ εἶνε ἡ ταβέρνα, σπηλιὰ τὸ πορνεῖο, σπηλιὰ τὸ χαρτοπαίγνιο… Δυστυχισμένη καὶ ἡ οἰκογένειά του, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ τὸν ἡμερώσῃ. Δυστυχισμένη καὶ ἡ κοινωνία, γιὰ τὴν ὁποία γίνεται φόβητρο.
Πόσοι νά ᾽νε ἆραγε αὐτοὶ ποὺ ἔχουν δηλώσει ὑποταγὴ στὸν διάβολο; Πάρα πολλοί, περισσότεροι ἀπ᾽ ὅσους φανταζόμαστε ἐμεῖς, ἀγαπητοί μου. Ἐμεῖς νομίζουμε πὼς δαιμονιζόμενοι εἶνε μόνο ὅσοι ὁδηγοῦνται δεμένοι ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς στὸν ἅγιο Γεράσιμο τῆς Κεφαλονιᾶς. Ὄχι· εἶνε καὶ πολλοὶ ἄλλοι. Κανένας βασιλιᾶς δὲν ἔχει τόσους ὑπηκόους ὅσους ἔχει ὁ σατανᾶς· αὐτὸς ἔχει τὸ μεγαλύτερο βασίλειο. Αὐτὸς κυβερνᾷ καὶ διευθύνει τὸν κόσμο. Γι᾽ αὐτὸ ὁ πονηρὸς καὶ τὰ ὄργανά του ὀνομάζονται καὶ «κοσμοκράτορες τοῦ σκότους» (Ἐφ. 6,12).
Ὄχι ἕνα, ὄχι δύο, ὄχι τρία, ἀλλὰ πολλὰ – ἀναρίθμητα δαιμόνια εἶνε διασκορπισμένα σὲ ὅλο τὸν κόσμο. «Λεγεὼν» δαιμονίων (πρβλ. Μᾶρκ. 5,9,15. Λουκ. 8,30). Ὁ πονηρὸς προσπαθεῖ νὰ ἐπηρεάσῃ καθένα ἀπὸ μᾶς μὲ ἕνα ἢ περισσότερα δαιμόνια. Τὸν ἕνα τὸν κυβερνᾷ μὲ τὸ δαιμόνιο τοῦ θυμοῦ. Ἂν τὸν πιάσῃ μ᾽ αὐτό, δὲν χρειάζεται ἄλλο· ὁ θυμὸς καὶ μόνος του σὲ μεταβάλλει σὲ ἄγριο θηρίο. Τὸν ἄλλο τὸν δένει μὲ τὸ δαιμόνιο τῆς σαρκός· μ᾽ αὐτὸ τὸν ῥίχνει σχεδὸν κάθε μέρα στὰ χαντάκια τῆς ἁμαρτίας ἐκείνης ποὺ δὲν ὑπάρχει ἄλλη βρωμερώτερη. Τὸν ἄλλο τὸν ξευτιλίζει μὲ τὸ δαιμόνιο τῆς μέθης· τὸ δαιμόνιο αὐτὸ ἀφαιρεῖ τὴν ἀνθρώπινη ἀξιοπρέπεια, ξεσχίζει τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ποὺ κάθε ἄνθρωπος φέρει, τὸν καθαιρεῖ ἀπὸ τὸ ἀξίωμα ποὺ τοῦ ᾽χει δώσει ὁ Θεὸς νὰ βασιλεύῃ ἐπὶ τῆς κτίσεως· τὸ λογικὸ πλάσμα γίνεται σὰν χοῖρος ποὺ κυλιέται μέσα σ᾽ ἕνα καπηλειό…
Ἐάν, ἀγαπητοί μου, ἐξετάσουμε προσεκτικὰ τὸν ἑαυτό μας, θὰ βροῦμε μέσα μας ὅτι, ἂν ὄχι πολλά, τοὐλάχιστον ἕνα δαιμόνιο ἐνοχλεῖ κ᾽ ἐμᾶς. Στοὺς δαιμονιζομένους κατοικοῦσαν πολλά, λεγεώνα, σύνταγμα ὁλόκληρο. Σ᾽ ἐμᾶς μπορεῖ νά ᾽νε λιγώτερα· ἀλλ᾽ ἐφ᾽ ὅσον ὑπάρχει μέσα μας ἔστω καὶ ἕνα μόνο δαιμόνιο, εἴμαστε δυστυχεῖς. Ἡσυχία δὲν θά ᾽χουμε, θὰ μᾶς ταράζῃ κάθε τόσο, θὰ μᾶς ἀφαιρῇ τὴν εἰρήνη τῆς ψυχῆς, θὰ μᾶς βάζῃ νὰ τσακωνώμαστε μὲ γείτονες, μὲ φίλους, μὲ τὴ γυναῖκα καὶ τὰ παιδιά μας. Λοιπὸν τί πρέπει νὰ γίνῃ;
Πρέπει νὰ τὸ διώξουμε τὸ συντομώτερο. Ἀλλὰ πῶς; Εἶνε εὔκολο; μποροῦμε μόνοι μας; Ὄχι. Ὁ σατανᾶς, μετὰ ἀπὸ διαρκῆ «φιλοξενία» μέσα στὴν ἀμελῆ ψυχή, εἶνε ὠχυρωμένος ἐκεῖ σὰν σὲ φρούριο. Μόνο μὲ τὴ δύναμι τοῦ Χριστοῦ μποροῦμε νὰ τὸν νικήσουμε καὶ νὰ τὸν ἀναγκάσουμε νὰ παραδώσῃ τὸ φρούριο, νὰ πετάξῃ τὰ ὅπλα καὶ νὰ τραπῇ σὲ φυγή.
Ἀλλοίμονο στὸν ἄνθρωπο ποὺ θ᾽ ἀφήσῃ ἀνοιχτὴ τὴ θύρα τῆς καρδιᾶς του καὶ θὰ εἰσέλθῃ ὁ σατανᾶς. Θὰ γίνῃ ἐκεῖνος ὁ τύραννός του. Θὰ πάρῃ τὸ τιμόνι τῆς ζωῆς του καὶ θὰ τὸν κατευθύνῃ. Ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἕνας δοῦλος τοῦ πονηροῦ, ἐκτελεῖ ὅλα τὰ θελήματά του· γίνεται ἕνα ὄργανό του, ἕνα ὑποχείριό του.
Ἡ γλῶσσα του θὰ γίνῃ γλῶσσα τοῦ διαβόλου, θὰ λέῃ ὅ,τι ὑπαγορεύει ἐκεῖνος. Θά ᾽νε ἕνα γραμμόφωνο, ποὺ θὰ λέῃ ὅ,τι γράφει ἡ πλάκα· ὁ ἄνθρωπος θὰ μιλάῃ, ἀλλ᾽ ὅ,τι λέει θά ᾽νε λόγια ὄχι δικά του ἀλλὰ τοῦ σατανᾶ· ὁ πονηρός, βάζει στὸν καθένα μιὰ πλάκα· στὸν ἕνα δίνει τὴν πλάκα τῆς βλασφημίας, σὲ ἄλλον τὴν πλάκα τῆς αἰσχρολογίας, σὲ ἄλλον τὴν πλάκα τῶν ὕβρεων… Οἱ δύστυχοι! δὲν μιλᾶνε αὐτοί.
Καὶ μόνο ἡ γλῶσσσα; καὶ τὸ μυαλό τους γίνεται ὄργανο τοῦ διαβόλου. Χάνουν τὴν αὐτοσυνειδησία καὶ τὴν εὐθυκρισία, τὸ φῶς καὶ τὴ διαύγεια, παραλογίζονται, σκέπτονται στρεβλά.
Τὰ χέρια τους ἐπίσης· δὲν κινοῦνται στὸ ἀγαθό, ἐνεργοῦν – ἐκτελοῦν διαρκῶς τὸ κακό.
Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς εἶνε δυστυχισμένος στὴ ζωή του. Δὲν κοιμᾶται στὸ σπίτι του ἀλλὰ σὲ «σπηλιές»· σπηλιὰ εἶνε ἡ ταβέρνα, σπηλιὰ τὸ πορνεῖο, σπηλιὰ τὸ χαρτοπαίγνιο… Δυστυχισμένη καὶ ἡ οἰκογένειά του, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ τὸν ἡμερώσῃ. Δυστυχισμένη καὶ ἡ κοινωνία, γιὰ τὴν ὁποία γίνεται φόβητρο.
Πόσοι νά ᾽νε ἆραγε αὐτοὶ ποὺ ἔχουν δηλώσει ὑποταγὴ στὸν διάβολο; Πάρα πολλοί, περισσότεροι ἀπ᾽ ὅσους φανταζόμαστε ἐμεῖς, ἀγαπητοί μου. Ἐμεῖς νομίζουμε πὼς δαιμονιζόμενοι εἶνε μόνο ὅσοι ὁδηγοῦνται δεμένοι ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς στὸν ἅγιο Γεράσιμο τῆς Κεφαλονιᾶς. Ὄχι· εἶνε καὶ πολλοὶ ἄλλοι. Κανένας βασιλιᾶς δὲν ἔχει τόσους ὑπηκόους ὅσους ἔχει ὁ σατανᾶς· αὐτὸς ἔχει τὸ μεγαλύτερο βασίλειο. Αὐτὸς κυβερνᾷ καὶ διευθύνει τὸν κόσμο. Γι᾽ αὐτὸ ὁ πονηρὸς καὶ τὰ ὄργανά του ὀνομάζονται καὶ «κοσμοκράτορες τοῦ σκότους» (Ἐφ. 6,12).
Ὄχι ἕνα, ὄχι δύο, ὄχι τρία, ἀλλὰ πολλὰ – ἀναρίθμητα δαιμόνια εἶνε διασκορπισμένα σὲ ὅλο τὸν κόσμο. «Λεγεὼν» δαιμονίων (πρβλ. Μᾶρκ. 5,9,15. Λουκ. 8,30). Ὁ πονηρὸς προσπαθεῖ νὰ ἐπηρεάσῃ καθένα ἀπὸ μᾶς μὲ ἕνα ἢ περισσότερα δαιμόνια. Τὸν ἕνα τὸν κυβερνᾷ μὲ τὸ δαιμόνιο τοῦ θυμοῦ. Ἂν τὸν πιάσῃ μ᾽ αὐτό, δὲν χρειάζεται ἄλλο· ὁ θυμὸς καὶ μόνος του σὲ μεταβάλλει σὲ ἄγριο θηρίο. Τὸν ἄλλο τὸν δένει μὲ τὸ δαιμόνιο τῆς σαρκός· μ᾽ αὐτὸ τὸν ῥίχνει σχεδὸν κάθε μέρα στὰ χαντάκια τῆς ἁμαρτίας ἐκείνης ποὺ δὲν ὑπάρχει ἄλλη βρωμερώτερη. Τὸν ἄλλο τὸν ξευτιλίζει μὲ τὸ δαιμόνιο τῆς μέθης· τὸ δαιμόνιο αὐτὸ ἀφαιρεῖ τὴν ἀνθρώπινη ἀξιοπρέπεια, ξεσχίζει τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ποὺ κάθε ἄνθρωπος φέρει, τὸν καθαιρεῖ ἀπὸ τὸ ἀξίωμα ποὺ τοῦ ᾽χει δώσει ὁ Θεὸς νὰ βασιλεύῃ ἐπὶ τῆς κτίσεως· τὸ λογικὸ πλάσμα γίνεται σὰν χοῖρος ποὺ κυλιέται μέσα σ᾽ ἕνα καπηλειό…
Ἐάν, ἀγαπητοί μου, ἐξετάσουμε προσεκτικὰ τὸν ἑαυτό μας, θὰ βροῦμε μέσα μας ὅτι, ἂν ὄχι πολλά, τοὐλάχιστον ἕνα δαιμόνιο ἐνοχλεῖ κ᾽ ἐμᾶς. Στοὺς δαιμονιζομένους κατοικοῦσαν πολλά, λεγεώνα, σύνταγμα ὁλόκληρο. Σ᾽ ἐμᾶς μπορεῖ νά ᾽νε λιγώτερα· ἀλλ᾽ ἐφ᾽ ὅσον ὑπάρχει μέσα μας ἔστω καὶ ἕνα μόνο δαιμόνιο, εἴμαστε δυστυχεῖς. Ἡσυχία δὲν θά ᾽χουμε, θὰ μᾶς ταράζῃ κάθε τόσο, θὰ μᾶς ἀφαιρῇ τὴν εἰρήνη τῆς ψυχῆς, θὰ μᾶς βάζῃ νὰ τσακωνώμαστε μὲ γείτονες, μὲ φίλους, μὲ τὴ γυναῖκα καὶ τὰ παιδιά μας. Λοιπὸν τί πρέπει νὰ γίνῃ;
Πρέπει νὰ τὸ διώξουμε τὸ συντομώτερο. Ἀλλὰ πῶς; Εἶνε εὔκολο; μποροῦμε μόνοι μας; Ὄχι. Ὁ σατανᾶς, μετὰ ἀπὸ διαρκῆ «φιλοξενία» μέσα στὴν ἀμελῆ ψυχή, εἶνε ὠχυρωμένος ἐκεῖ σὰν σὲ φρούριο. Μόνο μὲ τὴ δύναμι τοῦ Χριστοῦ μποροῦμε νὰ τὸν νικήσουμε καὶ νὰ τὸν ἀναγκάσουμε νὰ παραδώσῃ τὸ φρούριο, νὰ πετάξῃ τὰ ὅπλα καὶ νὰ τραπῇ σὲ φυγή.
⃝ Ἰδέστε τοὺς δαιμονιζομένους τοῦ
σημερινοῦ εὐαγγελίου. Ἦταν, οἱ δυστυχισμένοι, ὑπὸ κατοχήν. Ἀλλὰ μόλις ὁ Χριστὸς
πάτησε τὰ εὐλογημένα πόδια του στὴ χώρα τους, τὰ δαιμόνια τρομοκρατήθηκαν·
φοβήθηκαν ὅπως φοβοῦνται κακοποιοὶ ὅταν βρεθοῦν μπροστὰ σὲ γενναῖο ἀστυνομικό.
Ὁ Χριστὸς διατάζει· καὶ τὰ δαιμόνια, ποὺ χρόνια εἶχαν φωλιάσει μέσα στοὺς δύο
ταλαίπωρους ἄντρες, φεύγουν καὶ οἱ δύο δαιμονιζόμενοι
ἐλευθερώνονται.
Φυλακισμένος δὲν χαίρεται τόσο ὅταν ἀποφυλακίζεται ὅσο χάρηκαν οἱ δύο αὐτοὶ ὅταν ὁ Χριστός μας τοὺς ἀπήλλαξε ἀπὸ τὴ φοβερὴ τυραννία τῶν δαιμόνων. Καὶ μετὰ τὴν ἀπαλλαγή, ἐνῷ οἱ ἄλλοι τὸν ἀποπέμπουν ἀγενῶς ἀπὸ τὸ μέρος τους, οἱ δύο αὐτοὶ θεραπευμένοι δὲν θά ᾽θελαν ν᾽ ἀποσπασθοῦν ἀπὸ κοντά του, ἀπὸ τὸν Σωτῆρα καὶ Εὐεργέτη τους.
Φυλακισμένος δὲν χαίρεται τόσο ὅταν ἀποφυλακίζεται ὅσο χάρηκαν οἱ δύο αὐτοὶ ὅταν ὁ Χριστός μας τοὺς ἀπήλλαξε ἀπὸ τὴ φοβερὴ τυραννία τῶν δαιμόνων. Καὶ μετὰ τὴν ἀπαλλαγή, ἐνῷ οἱ ἄλλοι τὸν ἀποπέμπουν ἀγενῶς ἀπὸ τὸ μέρος τους, οἱ δύο αὐτοὶ θεραπευμένοι δὲν θά ᾽θελαν ν᾽ ἀποσπασθοῦν ἀπὸ κοντά του, ἀπὸ τὸν Σωτῆρα καὶ Εὐεργέτη τους.
* * *
Ὁ Χριστὸς καὶ μόνο ὁ Χριστός, ἀγαπητοί
μου, εἶνε ὁ ἐλευθερωτὴς τῶν ψυχῶν μας. Ὅσοι εἴμαστε κλεισμένοι μέσα στὶς
φυλακὲς τῆς ἁμαρτίας, ὅσοι τυραννούμεθα ἀπὸ πάθη καὶ κακίες, ὅσοι ἐνοχλούμεθα
ἀπὸ τὰ διάφορα δαιμόνια ποὺ ἀναφέραμε, ὅλοι ἐμεῖς ἂς πέσουμε στὰ πόδια τοῦ
Χριστοῦ καὶ μὲ συναίσθησι, πίστι καὶ πόνο ἂς τοῦ
ποῦμε·
Κύριε, εἶμαι κ᾽ ἐγὼ ἕνας δαιμονιζόμενος. Τὸ δαιμόνιό μου μὲ τυραννεῖ. Εἶμαι ἕνας δυστυχισμένος. Γίνομαι τύραννος τοῦ σπιτιοῦ μου καὶ τῆς οἰκογενείας μου. Χριστέ μου, ζητῶ τὴν προστασία σου! Βοήθησέ με νὰ τὸ διώξω. Καὶ σοῦ ὑπόσχομαι, ὅτι θὰ μένω πάντα κοντά σου δοξάζοντας καὶ εὐχαριστώντας ἡμέρα καὶ νύχτα τὸ ἅγιο Ὄνομά σου. Διότι εἶσαι ὁ νικητὴς τῶν δαιμόνων, ὁ ἐλευθερωτὴς τῶν ἁμαρτωλῶν, ὁ προστάτης ἡμῶν τῶν μικρῶν καὶ ἐλεεινῶν ἀνθρώπων.
Κύριε, εἶμαι κ᾽ ἐγὼ ἕνας δαιμονιζόμενος. Τὸ δαιμόνιό μου μὲ τυραννεῖ. Εἶμαι ἕνας δυστυχισμένος. Γίνομαι τύραννος τοῦ σπιτιοῦ μου καὶ τῆς οἰκογενείας μου. Χριστέ μου, ζητῶ τὴν προστασία σου! Βοήθησέ με νὰ τὸ διώξω. Καὶ σοῦ ὑπόσχομαι, ὅτι θὰ μένω πάντα κοντά σου δοξάζοντας καὶ εὐχαριστώντας ἡμέρα καὶ νύχτα τὸ ἅγιο Ὄνομά σου. Διότι εἶσαι ὁ νικητὴς τῶν δαιμόνων, ὁ ἐλευθερωτὴς τῶν ἁμαρτωλῶν, ὁ προστάτης ἡμῶν τῶν μικρῶν καὶ ἐλεεινῶν ἀνθρώπων.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπὸ τὸ χειρόγραφο ὁμιλίας, ἡ ὁποία ἔγινε
σὲ ἄγνωστο ἱ. ναὸ τῆς ἱ. μητροπόλεως Αἰτωλίας & Ἀκαρνανίας καὶ πιθανῶς τὴν
17-7-1938. Ἀνάγνωσις, μεταφορὰ σὲ ἁπλῆ γλῶσσα καὶ στοιχειοθεσία
22-5-2020.
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου