Σάββατο 24 Ιουνίου 2023

π. Δανιήλ Σισόγιεφ - ''Ουρανοπολίτης'' (6)

 

5. Γιατί είμαι Ουρανοπολίτης;

Ο Ουρανοπολιτισμός είναι μια διδασκαλία που υποστηρίζει την κυριαρχία των θείων νόμων πάνω από τους ανθρώπινους, την προτεραιότητα της αγάπης προς τον Ουράνιο Πατέρα και την Ουράνια Βασιλεία Του πάνω από όλες τις φυσικές και αμαρτωλές ανθρώπινες επιδιώξεις. Ο Ουρανοπολιτισμός διατείνεται ότι η κύρια συγγένεια είναι συγγένεια όχι μέσω του αίματος ή της χώρας καταγωγής, αλλά συγγένεια μέσω του Χριστού. Ο Ουρανοπολιτισμός υποστηρίζει ότι οι χριστιανοί δεν έχουν μόνιμη ιθαγένεια εδώ στη γη, αλλά αναζητούν τη μελλοντική Βασιλεία του Θεού και για αυτό δεν μπορούν να αφοσιωθούν σε τίποτα εδώ στη γη. Ο Ουρανοπολιτισμός διατείνεται ότι στον θνητό κόσμο ο χριστιανός θεωρεί τον εαυτό του προσωρινό προσκυνητή και ξένο στον κόσμο. Η αληθινή πατρίδα του είναι η ουράνια βασιλεία, η πνευματική πατρίδα όπου ο χριστιανός θα ανήκει για πάντα. Σε αυτήν την πνευματική πατρίδα, ο χριστιανός θα βρει την αληθινή ειρήνη, την ευτυχία και την πνευματική πλήρωση. Έτσι, η πατρίδα του χριστιανού είναι πνευματική και ανήκει στον ουρανό, και όχι σε κάποια συγκεκριμένη γεωγραφική τοποθεσία στη γη. Πού βρίσκεται η πατρίδα του χριστιανού, η οποία πρέπει να γεμίζει την καρδιά του με φροντίδα; Πού είναι αυτός ο τόπος, για τον οποίο ένας Ορθόδοξος μπορεί να πει: "Επιτέλους, είμαι σπίτι!" Έχουμε ακούσει πολλούς συλλογισμούς γύρω από αυτό το θέμα τα τελευταία χρόνια. Έχουν προταθεί η Ρωσία, η Σοβιετική Ένωση, η Αμερική, "η πατρίδα της ελευθερίας" ως πιθανές πατρίδες. Μας προτείνουν να συμφωνήσουμε εξ ονόματος του λαού ή του κράτους με ένα έγκλημα ή να αφιερώσουμε ολόκληρη τη ζωή μας στην υπηρεσία της πατρίδας ή του έθνους. Μας προτείνουν να θεωρούμε ως υψηλότερη αξία την ευημερία της χώρας στην οποία γεννηθήκαμε ή στην οποία γεννήθηκαν οι πρόγονοί μας και για αυτό να ξεχάσουμε τη δικαιοσύνη, το έλεος και την πίστη. Μας κατηγορούν γιατί η Εκκλησία "δεν παλεύει για τα δικαιώματα του λαού" ή αντίθετα, γράφουν ότι "η Εκκλησία πάντα υπηρέτησε τη Ρωσία" (κείμενο σε πανό ενός παρεκκλησίου στην περιοχή της Μόσχας).

Αλλά αντί γι' αυτά, προτείνω σε εμάς, τους Ορθόδοξους Χριστιανούς, να επιστρέψουμε στις παλιές και ήδη ξεχασμένες από πολλούς λέξεις της Γραφής: "Εδώ δεν έχουμε μόνιμη πόλη, αλλά αναζητούμε την μελλοντική" (Εβραίους 13:14). Η μοναδική και αιώνια πατρίδα μας είναι ο Ουρανός. Εκεί ζει ο Πατέρας μας, εκεί οι συμπολίτες μας - οι άγιοι, εκεί η Εκκλησία θα βρει την αιώνια ανάπαυση μετά από τον μακροχρόνιο πόλεμο με τον διάβολο. Δεν υπάρχει φθορά και θάνατος εκεί, αλλά αιώνια χαρά. Είμαστε άνθρωποι της ''Μεγάλης Εξόδου'', γιατί μεταβαίνουμε από τον θάνατο στη ζωή και από τη γη στους ουρανούς, ψέλνοντας τα εγκώμια της νίκης του Χριστού. Δεν υπάρχει πλέον εξουσία του διαβόλου πάνω μας, γιατί ο Σταυρός μας ελευθέρωσε. Δεν είμαστε πια δούλοι της αμαρτίας, αφού έχουμε καθαριστεί με το Αίμα του Ιησού. «Και ψάλλουν οι πρεσβύτεροι νέαν δοξολογίαν, λέγοντες προς το Αρνίον· “άξιος είσαι συ να πάρης το βιβλίον, να ανοίξης τας σφραγίδας του, να το εννοήσης και να το ερμηνεύσης, διότι εσφάγης επάνω στον σταυρόν και με το τίμιον αίμα σου μας εξηγόρασες από την δουλείαν της αμαρτίας και του πονηρού, δια να μας παραδώσης στον Θεόν, ως λυτρωμένα τέκνα του, όλους όσοι, επίστευσαν εις σε, από κάθε φυλήν και γλώσσαν και λαόν και έθνος. Και κατέστησες αυτούς βασιλείς και ιερείς προς δόξαν του Θεού και θα βασιλεύσουν μαζή του εις την αγωνιζομένην επί της γης και εις την θριαμβεύουσαν εν ουρανοίς Εκκλησίαν του» (Αποκ. 5:9-10). Και τώρα, ενδυμένοι με τη βασιλική αξιοπρέπεια του Κυρίου, μπορούμε να κρίνουμε τα έργα αυτού του κόσμου. Δεν είμαστε εθνικιστές, γιατί στον Χριστό και στην Εκκλησία του δεν υπάρχουν πλέον έθνη. Εμείς, πρώην Ρώσοι και Τατάροι, Εβραίοι και Αμερικανοί, έχουμε γίνει ένα νέο έθνος, το έθνος της Διαθήκης. Προσευχόμαστε με πάθος για να εισέλθουν όσο το δυνατόν περισσότεροι άνθρωποι με την ίδια γλώσσα μαζί μας (όπως και άνθρωποι άλλων εθνών - δεν υπάρχει καμία διαφορά εδώ) στην ουράνιο βασιλεία. Για εμάς, οι αδελφοί μας είναι μόνον οι Χριστιανοί, ανεξαρτήτου γλώσσας, ιθαγένειας, χρώματος δέρματος και χώρας διαμονής. Αλλά και οι ξένοι για εμάς είναι αυτοί που είναι κλητοί να γίνουν δικοί μας. Αφού με συμπόνια κοιτάμε αυτούς που πιάνονται στις παγίδες αυτού του κόσμου, προσπαθούμε με τον κάθε δυνατό τρόπο να τους πείσουμε να ανέβουν στο μοναδική κιβωτό που αποπλέει για τον ουρανό - στην Εκκλησία του Θεού.

Δεν είμαστε πατριώτες της γης, γιατί θυμόμαστε τα λόγια του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου: «Αὐταὶ δὲ αἱ κάτω πατρίδες καὶ αὐτά τά γένη ἔγιναν παίγνια τῆς προσκαίρου ζωῆς καὶ κατασκηνώσεως ἡμῶν. Διότι πατρὶς εἶναι αὐτὴ τὴν ὁποίαν προκατέλαβεν ἕκαστος, ἢ μὲ βίαν ἢ ἀπὸ δυστυχίαν καὶ τῆς ὁποίας ὅλοι εἶναι ὁμοίως ξένοι καὶ πάροικοι, ἔστω καὶ ἂν ἀλλάξωμεν τά ονόματα. Καὶ γένος εὐγενὲς· μὲν εἶναι ἢ τὸ παλαιὰ πλούσιον ἢ τὸ τώρα καυχώμενον διὰ πλοῦτον, ἀγενὲς δὲ εἶναι τὸ προερχόμενον ἀπὸ πένητας πατέρας ἢ ἀπὸ συμφοράν ἢ ἀπὸ ἀγαθότητα. Επειδή, πῶς θὰ ἦτο ἀπὸ τὴν ἀρχὴν εὐγενές, ἀφοῦ ἄλλο μὲν ἀρχίζει τώρα νὰ εἶναι, ἄλλο δὲ καταλύεται, καὶ εἰς ἄλλους μὲν δὲν δίδεται, εἰς ἄλλους δὲ προσγράφεται; Αὐτὰ φρονῶ ἐγώ περί τούτων. Καὶ διὰ τοῦτο σὲ μὲν ἀφήνω να μεγαλοφρονῆς διὰ τοὺς τάφους τῶν προγόνων ἢ τοὺς μύθους, ἐγὼ δὲ προσπαθῶ, ὅσον εἶναι δυνατόν, νὰ καθαρίσω τὸν ἑαυτόν μου ἀπὸ τὴν ἀπάτην, οὕτως ὥστε ἢ νὰ φυλάξω τὴν εὐγένειαν ἢ νὰ τὴν ἀνακτήσω». (Λόγος 33). Εμείς αγωνιζόμαστε για τη Νέα Ιερουσαλήμ και συνδέουμε τις πράξεις μας προς το συμφέρον της. Έχουμε "θλίψη στης καρδιά", και για εμάς είναι σημαντικό να προσπαθούμε να αποθηκεύουμε θησαυρούς στον ουρανό.




(συνεχίζεται)

 

 

 

 

 




ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ




ΣΥΝΟΨΗ ΤΗΣ ΗΘΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ (Μέρος 14ο)

                                Ἁγίου Μητροπολίτου Φιλαρέτου τῆς Ρωσικῆς Διασπορᾶς

14. Εργασία

Η αναγκαιότητα της εργασίας. Ψυχαγωγία και αυτοσυγκέντρωση του πνεύματος.
Προσευχές, τάματα και υποσχέσεις ως μέσα υπέρβασης κακών συνηθειών

Απαραίτητη προϋπόθεση για κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα που ενισχύει την θέλησή του είναι η εργασία. Αυτή διατάχθηκε από τον Θεό προς τον αμαρτωλό άνθρωπο στον Παράδεισο: «Με τον ιδρώτα του προσώπου σου θα τρώγεις το ψωμί σου»[1]. Επομένως, ο καθένας μας πρέπει να εργάζεται.

Στην Α΄ Επιστολή προς Θεσσαλονικείς, ο Απόστολος Παύλος έγραψε για την αναγκαιότητα της εργασίας τα εξής: «Σας παρακαλούμε, αδελφοί… να κάνετε το δικό σας έργο και να εργαστείτε με τα χέρια σας, όπως σας προστάξαμε»[2]. Και στην Β΄ Επιστολή, επιπλήττει αυστηρά εκείνους που ενεργούν με αταξία και θόρυβο, διατυπώνοντας με ακρίβεια την έκκλησή του για εργασία: όποιος δεν θέλει να εργαστεί, να μην τρώει[3]. (Αυτές τις λέξεις, τις έκλεψαν και οι κομμουνιστές, περνώντας τες ως προϊόν της δικής τους δημιουργικότητας).

Ταυτόχρονα, πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι ο Χριστιανισμός δεν διαχωρίζει ποτέ την εργασία σε «λευκή» και «μαύρη». Ένας τέτοιος διαχωρισμός ήταν αποδεκτός μέχρι τα τελευταία χρόνια στην κοινωνία και η «ταπεινή εργασία» (κυρίως η χειρωνακτική) αντιμετωπιζόταν με περιφρόνηση. Αλλά ο Χριστιανισμός απαιτεί από τον άνθρωπο μόνον η εργασία του να είναι έντιμη και να αποφέρει τα κατάλληλα οφέλη. Και από αυτή την χριστιανική σκοπιά, ένας άνθρωπος που κατέχει υψηλή και υπεύθυνη θέση και αντιμετωπίζει απρόσεκτα τα καθήκοντά του είναι πολύ κατώτερος από τον πιο ασήμαντο από τους υφισταμένους του, αν ο τελευταίος εκτελεί τα καθήκοντά του με χριστιανικό τρόπο -ευσυνείδητα. Ταυτόχρονα -όλοι γνωρίζουν από προσωπική εμπειρία- τι ευχάριστη ικανοποίηση νιώθει κάποιος που εργάζεται με ειλικρίνεια και επιμέλεια, και τι άσχημο υπόλειμμα παραμένει στην ψυχή μετά από τον χρόνο που πέρασε κενός και χωρίς νόημα[4]

Μια λανθασμένη και αμαρτωλή άποψη για την εργασία και την ψυχαγωγία είναι πολύ συνηθισμένη στους νέους τις μέρες αυτές. Αντιμετωπίζουν την εργασία ως κάτι εξαιρετικά δυσάρεστο, ως βαρύ ζυγό και φροντίζουν να απαλλαγούν από αυτήν το συντομότερο δυνατό, να την «ξεφορτωθούν». Και όλες οι φιλοδοξίες και οι προσπάθειές τους κατευθύνονται προς την «χαλάρωση» και την διασκέδαση το συντομότερο δυνατό. Υπάρχει ένα ρητό: «η εργασία έχει την ώρα της και η ψυχαγωγία την δική της».

Πολλοί θα ήθελαν να ισχύει το αντίστροφο… Αλλά, πρώτον, αυτό είναι αμαρτωλό και καθόλου χριστιανικό, και, δεύτερον, ακόμη και η ανάπαυση και η ψυχαγωγία είναι ευχάριστα και αξίζουν μόνον όταν έχει προηγηθεί εργασία. Και για να αποφύγει αυτό το κενό και την απουσία προσοχής στην ψυχή, που είναι τόσο συνηθισμένα τώρα στους νευρικούς, ανήσυχους και μάταιους καιρούς μας, ο Χριστιανός πρέπει να συνηθίσει τον εαυτό του στην αυτοσυγκέντρωση. Πρέπει να προσέχουμε τον εαυτό μας από κάθε άποψη και να έχουμε ξεκάθαρη επίγνωση της διάθεσης και των φιλοδοξιών μας και επίσης να φανταστούμε τι ακριβώς πρέπει να κάνουμε αυτή τη στιγμή και σε ποιον στόχο πρέπει να κατευθύνουμε όλες μας τις προσπάθειες.

Μιλώντας για την ενίσχυση της θέλησης, είναι επίσης απαραίτητο να αναφέρουμε εκείνες τις περιπτώσεις όπου ένας άνθρωπος αισθάνεται την θέλησή του ανίσχυρη να αντισταθεί σε κάθε πειρασμό ή σε μια βαθιά ριζωμένη αμαρτωλή συνήθεια. Εδώ πρέπει να θυμάται ότι το πρώτο και κύριο φάρμακο σε τέτοιες περιπτώσεις είναι η προσευχή, η ταπεινή προσευχή πίστης και ελπίδας. Η προσευχή θα συζητηθεί παρακάτω, αλλά προς το παρόν, ας θυμηθούμε για άλλη μια φορά ότι ακόμη και ένας τόσο ισχυρός πνευματικός άνθρωπος, όπως ο Απόστολος Παύλος, μίλησε για την αδυναμία να καταπολεμηθεί η αμαρτία και να γίνει το καλό: «δεν κάνω το καλό το οποίο θέλω, αλλά κάνω το κακό το οποίο δεν θέλω»[5]. Επιπλέον, αυτό συμβαίνει συνεχώς σε εμάς, τους αδύναμους και ανίσχυρους. Και η προσευχή μπορεί να μας ενισχύσει, γιατί ελκύει την πανίσχυρη δύναμη του Θεού για να βοηθήσει την ανικανότητά μας.

Εκτός από την προσευχή, μεγάλη σημασία για την ενίσχυση της θέλησης στην καταπολέμηση της αμαρτίας έχουν τα λεγόμενα τάματα και οι υποσχέσεις. Το τάμα είναι η υπόσχεση του ανθρώπου να κάνει κάποια καλή, ευγενική πράξη, για παράδειγμα, να βοηθήσει τους φτωχούς, να κτίσει έναν ναό ή να κάνει μια ελεημοσύνη, να πάρει ένα ορφανό για να το αναθρέψει ή -όπως έκαναν συχνά οι ευσεβείς πρόγονοί μας- να πάει κάπου σε έναν ιερό τόπο για προσκύνημα κ.λπ. Όσον αφορά τις συνθήκες μας, τέτοιοι όρκοι μπορεί να αποτελούνται από τα εξής: Εάν ένας άνθρωπος παρατηρήσει μια δυσλειτουργία στον εαυτό του από οποιαδήποτε άποψη -δεν βοηθάει πολύ τους άλλους, είναι ράθυμος στην εργασία, φροντίζει ελάχιστα την οικογένειά του κ.λπ.-, πρέπει να επιλέξει μόνος του σε αυτόν τον τομέα μια ορισμένη μόνιμη καλή πράξη και να την εκτελεί απαρέγκλιτα ως καθήκον του. Οι υποσχέσεις είναι τάματα, απλά αρνητικού χαρακτήρα. Σε αυτά, ένας άνθρωπος υπόσχεται να μην κάνει εκείνη ή την άλλη αμαρτία, να καταπολεμήσει με τον πιο αποφασιστικό τρόπο την τάδε ή την δείνα αμαρτωλή συνήθεια (για παράδειγμα, το ποτό, το κάπνισμα, τις βρισιές κ.λπ.). Συχνά αυτές οι υποσχέσεις δίνονται επίσημα ενώπιον του Τιμίου Σταυρού και του Ευαγγελίου.

Φυσικά, ο καλύτερος τύπος τάματος είναι εκείνος που δίνεται ισόβια. Ωστόσο, κατά περιπτώσεις επιτρέπεται και συμβαίνει συχνά να δίνονται τάματα διάρκειας 2-3 χρόνων. Είναι αυτονόητο ότι ένας άνθρωπος πρέπει να δίνει τάματα ή υποσχέσεις, έχοντας ζυγίσει τις δυνάμεις του, με την αποφασιστικότητα να τα εκπληρώσει με κάθε κόστος, με την βοήθεια του Θεού. Ο Σωτήρας μας προειδοποιεί για απρόσεκτους, παράλογους και αφόρητους όρκους με μια παραβολή για τον ανόητο κατασκευαστή του πύργου, τον οποίο περιγέλασαν οι γύρω του, λέγοντας: «Αυτός ο άνθρωπος άρχισε να χτίζει και δεν κατάφερε να τελειώσει»[6]. Σχετική είναι και η ρωσική παροιμία που λέει: «κόψε ένα δέντρο που να σου κάνει»[7], και μία άλλη προσθέτει: «αν δεν ρωτήσεις γιατο πέρασμα, μην βάλεις το κεφάλι σου στο νερό…»[8]. Αλλά από την άλλη, εάν η υπόσχεση έχει ήδη δοθεί, τότε εκπληρώστε την χωρίς αποτυχία, ζητώντας την βοήθεια του Θεού: «χωρίς να δώσεις λόγο, να είσαι δυνατός, αλλά αν τον έχεις δώσει, να τον κρατήσεις…»[9].

(συνεχίζεται)


[1] «Ἐν ἱδρῶτι τοῦ προσώπου σου φαγῇ τὸν ἄρτον σου» (Γεν. γ΄ 19).
[2] «Παρακαλοῦμεν δὲ ὑμᾶς, ἀδελφοί… πράσσειν τὰ ἴδια καὶ ἐργάζεσθαι ταῖς ἰδίαις χερσὶν ὑμῶν, καθὼς ὑμῖν παρηγγείλαμεν» (Α΄ Θεσ. δ΄ 10-11).
[3] «Εἴ τις οὐ θέλει ἐργάζεσθαι, μηδὲ ἐσθιέτω. Ἀκούομεν γάρ τινας περιπατοῦντας ἐν ὑμῖν ἀτάκτως, μηδὲν ἐργαζομένους, ἀλλὰ περιεργαζομένους. Τοῖς δὲ τοιούτοις παραγγέλλομεν καὶ παρακαλοῦμεν διὰ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἵνα μετὰ ἡσυχίας ἐργαζόμενοι τὸν ἑαυτῶν ἄρτον ἐσθίωσιν» (Β΄ Θεσ. γ΄ 10-12).
[4] Πρβλ. το γνωστό ρητό «ἀργία μήτηρ πάσης κακίας».
[5]  «Οὐ γὰρ ὃ θέλω ποιῶ ἀγαθόν, ἀλλ᾿ ὃ οὐ θέλω κακὸν τοῦτο πράσσω» (Ρωμ. ζ΄ 19).
[6] «Τίς γὰρ ἐξ ὑμῶν, θέλων πύργον οἰκοδομῆσαι, οὐχὶ πρῶτον καθίσας ψηφίζει τὴν δαπάνην, εἰ ἔχει τὰ πρὸς ἀπαρτισμόν; Ἵνα μήποτε, θέντος αὐτοῦ θεμέλιον καὶ μὴ ἰσχύσαντος ἐκτελέσαι, πάντες οἱ θεωροῦντες ἄρξωνται αὐτῷ ἐμπαίζειν, λέγοντες ὅτι οὗτος ὁ ἄνθρωπος ἤρξατο οἰκοδομεῖν καὶ οὐκ ἴσχυσεν ἐκτελέσαι;» (Λουκ. ιδ΄ 28-30).
[7] Η παροιμία αυτή (στο πρωτότυπο «Руби дерево по себе») σημαίνει ότι δεν πρέπει να αναλαμβάνει κανείς πράγματα πάνω από τις δυνάμεις του.
[8] Η παροιμία αυτή (στο πρωτότυπο «Не спросясь броду, не суйся в воду»), που αφορά στην ασφαλή διάβαση των ποταμών από ρηχό πέρασμα, σημαίνει ότι δεν πρέπει κάποιος να κάνει κάτι αν δεν γνωρίζει το θέμα και δεν είναι προετοιμασμένος.
[9] Ακόμη μία ρωσική παροιμία (στο πρωτότυπο «Не давши слова – крепись, а давши – держись»).





ΠΗΓΗ



ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ

Σχολιασμός κειμένου του Μητροπολίτου Γ.Ο.Χ. Αττικής κ. Χρυσοστόμου (2ο μέρος τελευταίο)

Συνεχίζοντας το κείμενο μετά τους Λαϊκούς, σειρά έχουν οι Μοναχοί, οι οποίοι, κατά τον Σεβ. κ. Χρυσόστομο, διαμόρφωσαν "τὸ κατεστημένο: «ὁ κάθε ἡγούμενος εἶναι δεσπότης στὸ μοναστήρι του»" και "τυπικὰ ποὺ οὐδόλως ὑπολογίζουν τὸν ἐπιχώριο ἀρχιερέα, σὰν νὰ πρόκειται γιὰ κάποιον περαστικὸ καὶ ὄχι γιὰ τὸν τύπο τοῦ Χριστοῦ". 

Πρώτα από όλα πρέπει να πούμε ότι η σχέση επιχωρίου Επισκόπου και Μοναστηριού είναι καθορισμένη από τους Ιερούς Κανόνες, οι οποίοι σαφέστατα περιορίζουν τόσο την δράση των Μοναχών μέσα σε μια Επισκοπή (όταν βεβαίως ο Επίσκοπος είναι Ορθόδοξος), δηλαδή στις ενορίες στον κόσμο, όσο και τις εξουσιαστικές τάσεις του Επισκόπου μέσα στο Μοναστήρι. Ξεκάθαρα ο μεγάλος Κανονολόγος Πατριάρχης Αντιοχείας Θεόδωρος Βαλσαμών ερμηνεύοντας σχετικό Κανόνα γράφει: "Οὐκ ἐνεδόθη τῷ ἐπισκόπῳ κατεξουσιάζειν τοῦ μοναστηρίου, ὡς δεσποτικῶς διαφέροντος τῇ Ἐκκλησίᾳ αὐτοῦ· ἀλλ' ἔχειν μόνα δίκαια ἐπισκοπικά ἐπ' αὐτῷ . Εἰσί δέ ταῦτα· ἀνάκρισις τῶν ψυχικῶν σφαλμάτων, ἐπιτήρησις τῶν διοικούντων αυτῷ, ἀναφορά τοῦ ὀνόματος τούτου καί σφραγίς τοῦ ἡγουμένου" (Ράλλη-Ποτλή, Σύνταγμα των θείων και ιερών Κανόνων, τόμ. β΄, Αθήνα 1852, σελ. 651-652).

Το αυτοδιοίκητο και η αυτονομία λοιπόν των Μονών δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση περιφρόνηση του Επισκόπου, ο οποίος όμως και δεν αποτελεί "τύπο του Χριστού" απροϋπόθετα! Δεν είναι δηλαδή κάθε Επίσκοπος "τύπος του Χριστού", αλλά μόνο ο καλός Επίσκοπος, δηλαδή εκείνος που υπακούει στον Χριστό, που αποδέχεται το Ευαγγέλιο, που δεν είναι αιρετικός ή άδικος, που δεν καταπατά τους Κανόνες, που έχει τα προσόντα που ορίζει το Πνεύμα το Άγιο για να επισκοπεί.

Διότι πώς είναι δυνατόν να είναι "τύπος του Χριστού" ένας Επίσκοπος, όπως π.χ. ο Κωνσταντινουπόλεως Νεστόριος που θεωρούσε ότι η Παναγία μας δεν ήταν Θεοτόκος; Ή πώς είναι δυνατόν να είναι "τύπος του Χριστού" ένας διώκτης, όπως ο Αλεξανδρείας Θεόφιλος; Ή ένας εξωμότης, όπως ο Βησσαρίων; Ή ένας μασώνος, όπως ο Μεταξάκης; Ή ένας που έσχισε την Εκκλησία, όπως ο Καρπαθάκης; Η κάποιοι άλλοι που σε αντίθεση με τα λόγια του Κυρίου "τὸν ἐρχόμενον πρός με οὐ μὴ ἐκβάλω ἔξω" (Ιω. 6, 37) εκδίωξαν τους πιστούς από τους ναούς λόγω ...κορονοϊού;

Αλλά και ο καλός Επίσκοπος, που όντως είναι "εις τύπον και τόπον Χριστού" (και όχι ο ίδιος ο Χριστός!) δεν ζητεί εξουσία παραπάνω από αυτήν που έχει ορίσει για αυτόν ο ίδιος ο Κύριος.

Και αυτά βεβαίως ισχύουν για τις περιόδους που η Εκκλησία βρίσκεται σε ειρήνη. Σήμερα που η Εκκλησία είναι εμπερίστατος και εδώ και έναν αιώνα οι εκκλησιολογικές αιρέσεις διαταράζουν την ενότητά της, πώς ζητεί ένας Επίσκοπος υπερεξουσίες, όταν το πρώτο και κύριο καθήκον του είναι να συμβάλει στην ειρήνευση της Εκκλησίας διά της συγκλήσεως Πανορθοδόξου Συνόδου; Για ποια όρια να μιλήσουμε όταν σε κάθε Επισκοπή, υπάρχουν δύο και τρεις, ενίοτε και παραπάνω, Επίσκοποι που την διεκδικούν; Ποια αρμόδια Πανορθόδοξος ή Οικουμενική Σύνοδος συνήλθε ώστε να τακτοποιήσει αυτές τις αυθαιρεσίες και να ορίσει ποιος είναι ο κανονικός Επίσκοπος σε κάθε Επισκοπή; 

Κάποιοι Αρχιερείς, από το 1924 και μετά, προβαίνουν σε καινοτομίες και ζητούν να τις επιβάλλουν με την βία, και πρέπει οι πιστοί να τους υπακούνε ως "τύπους Χριστού"; Κάποιοι άλλοι Αρχιερείς, αυτοτιτλοφορούνται αυθαίρετα με τίτλους Αρχιεπισκοπών και Μητροπόλεων, και πρέπει οι πιστοί, επιλέγοντας έναν από όλους αυτούς τους ομότιτλους, να τους υπακούνε ως "τύπους Χριστού"; 

Και επειδή ο Σεβ. κ. Χρυσόστομος ομιλεί και για τους Ιερείς και όλους τέλος πάντων που δεν κάνουν τυφλή υπακοή στους Επισκόπους, επιστρατεύοντας και τον Άγιο Ιγνάτιο τον Θεοφόρο («ὁ λάθρα τοῦ ἐπισκόπου τὶ πράσσων τῷ διαβόλῳ λατρεύει»). Από ποιον Επίσκοπο π.χ. στην Αθήνα όποιος πράξει κάτι κρυφά λατρεύει τον διάβολο; Από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμο; Από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Καλλίνικο; Από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Μακάριο; Από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Στέφανο; Από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Παχώμιο; Από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Παρθένιο; Ποιος είναι ο "Κανονικός", αυτός δηλαδή που κατέστη τοιούτος όπως ορίζουν οι ιεροί Κανόνες και η Πράξη της Εκκλησίας; 

Στεναχωριέται ο Σεβ. κ. Χρυσόστομος για όσους "μιλοῦν γιὰ τὸ Πηδάλιο γιὰ νὰ κρίνουν τὸ ἀρχιερατικὸ ἀξίωμα, ἀγνοῶντας ὅτι οἱ Ἱεροὶ Κανόνες θεσπίσθηκαν κατὰ κύριο λόγο ἀπὸ ἀρχιερεῖς".

Οι Κανόνες μπορεί να θεσπίστηκαν από Αρχιερείς (ή πιο σωστά από Αγίους, κατά κύριο λόγο, Αρχιερείς), αλλά και καταπατήθηκαν και καταπατούνται από Αρχιερείς! Και όχι μόνο από νεοημερολογίτες Αρχιερείς, αλλά και από φερόμενους ως "Γνησίους". "Γνήσιος" δεν κατεπάτησε τον Α΄ Αποστολικό Κανόνα, χειροτονώντας υφ' ενός το 1948 στην Κερατέα; "Γνήσιοι" δεν κατεπάτησαν τον ΚΖ΄ Αποστολικό Κανόνα, δέρνοντας ακόμη και συνεπισκόπους τους το 1971 στη Χαλκίδα; "Γνήσιοι" δεν κατεπάτησαν ανά περιόδους τους Γ΄ της Α΄ Οικουμενικής και ΜΖ΄ της Πενθέκτης; "Γνήσιοι" δεν καταπατούν τον ΜΖ΄ Αποστολικό Κανόνα, αναβαπτίζοντας επί τόσα έτη Ορθοδόξους; "Γνήσιοι" δεν κατεπάτησαν κατά συρροή τον ΙΔ΄ Κανόνα της Πενθέκτης, χειροτονούμενοι παρ' ηλικίαν; "Γνήσιοι" δεν καταπάτησαν τον ΙΣΤ΄ Κανόνα της Πρωτοδευτέρας, εκλέγοντας νέους Επισκόπους ζώντων των προηγουμένων στην ίδια Επισκοπή;  

Και όχι μόνο Αρχιερείς ήταν εκείνοι που παρέβησαν τους Κανόνες, αλλά και εκείνοι που δημιούργησαν και υποστήριξαν πάρα πολλές αιρέσεις (π.χ. Μακεδόνιος, Νεστόριος, Διόσκορος, Σέργιος, Πύρρος, Βέκκος, Καλέκας, Κονταρής κλπ.) και σχίσματα (π.χ. Λυκοπόλεως Μελίτιος, Καλάρεως Λουκίφερ, Νοβάτος στην Ρώμη, Δονάτος στην Καρχηδόνα). 

Η αντίσταση λοιπόν στους κακούς Αρχιερείς δεν αποτελεί περιφρόνηση του αρχιερατικού αξιώματος, ούτε περιφρόνηση του Ιησού Χριστού, τύπος του Οποίου είναι ο καλός μόνο Επίσκοπος, αλλά καθήκον και υποχρέωση κάθε Ορθοδόξου, οι οποίοι εγκωμιάζονται για την στάση τους αυτή από τους Αγίους Αρχιερείς (βλ. ενδεικτικά τις επιστολές του Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας σχετικά με τους πιστούς που αντιστάθηκαν στους Επισκόπους τους Δωρόθεο και Νεστόριο).


Δεν αποτελεί λοιπόν εχέγγυο σωτηρίας το επισκοπικό αξίωμα, αλλά αντιθέτως κάποιες φορές μπορεί να οδηγήσει και στην Κόλαση, όπως παρατηρεί άριστα ο Μέγας Αθανάσιος: "Ἐάν ὁ ἐπίσκοπος ἤ ὁ πρεσβύτερος, οἱ ὄντες ὀφθαλμοί τῆς Ἐκκλησίας, κακῶς ἀναστρέφονται καί σκανδαλίζωσι τόν λαόν, χρή αὐτούς ἐκβάλλεσθαι. Συμφέρον γάρ ἄνευ αὐτῶν συναθροίζεσθαι εἰς εὐκτήριον οἶκον ἤ μετ' αὐτῶν ἐμβληθῆναι ὡς μετά Ἄννα καί Καϊάφα εἰς τήν γέενναν τοῦ πυρός" (P.G. 35, 33).

Ιδού τί έγραφε χαρακτηριστικά και ο Άγιος Μελέτιος Πηγάς προς τους Λαϊκούς της σημερινής Ουκρανίας, οι οποίοι το 1596 δεν υπάκουσαν τους Επισκόπους τους που δίχως να αλλάξουν κανένα δόγμα ή παράδοση αναγνώρισαν τον Πάπα: "οἱ γὰρ ταχθέντες ἡγεμονεύειν ὑμῶν ποιμένες λύκοι γενόμενοι καὶ ἀποστατήσαντες τῆς καλῆς ἀγέλης τοῦ Χριστοῦ (σ. του Χριστού η αγέλη, όχι του Επισκόπου!), οὐ μόνον σπαράξαι ὑμᾶς ἢ θῦσαι ἢ ἁπωλέσαι οὐκ ἴσχυσαν, ἀλλὰ καὶ εἰς μείζω ζῆλον ἀντικατέστησαν. Ποιμένων γὰρ ἀνελάβετε ζῆλον ὑμεῖς, καὶ τοῦς ποιμένας ἀπεστράφητε, τῆς ἀληθείας ἐκστάντας, καὶ τὴν Ὀρθοδοξίαν διὰ τὴν τῶν ἀνθρώπων δόξαν κατασεῖσαι μὲν ἐπιχειρήσαντας, οὐκ ἰσχύσαντας δὲ Θεοῦ χάριτι. Ὦ πρόβατα χριστώνυμα, καὶ τῷ ὅντι Χριστοῦ καὶ παρὰ Χριστοῦ μεμαθηκότα τῶν ἀλλοτρίων μὴ ἀκούειν τῆς φωνῆς, μηδὲ ἀκολουθεῖν τοῖς ἀλλοτρίοις. Ὦ ἄγγελοι ἐπίγειοι μιμούμενοι τοὺς οὐράνιους, καὶ ταὐτὸ πεπονθότες τοῖς ἐπουρανίοις μὴ συνεκπέσουσι τῷ Ἑωσφόρῳ. Θαῦμα μέγα πῶς ἐφύλαξεν ὑμᾶς ἡ θεία χάρις, καὶ τῶν ἐπισκόπων τῶν ὑμετέρων (φεῦ τῆς ἀπάτης) τὸν νῦν ἀγαπησάντων αἰῶνα, ὑμεῖς μεμενήκατε στῦλος ἀκλόνητος, ἑδραῖος τῇ πατροπαραδότῳ διδασκαλίᾳ, τῇ τοῦ Σωτῆρος, τῇ τῶν Ἀποστόλων, τῇ τῶν Πατέρων, μεθ᾿ ὧν καὶ σταφανωθήσεσθε..." (Επιστολή ΡΟΘ΄).

Κλείνουμε τον σύντομο αυτόν σχολιασμό με το καλύτερο σημείο του κειμένου του Σεβ. κ. Χρυσοστόμου: "Μάθαμε καλὰ νὰ βλέπουμε τὰ λάθη τῶν ἄλλων καὶ νὰ τὰ στιγματίζουμε. Δυστυχῶς, ὅμως, ἀκόμη δὲν ἔχουμε μάθει νὰ βλέπουμε τὰ δικά μας λάθη".

Είθε να εφαρμοστούν τα λόγια του Σεβασμιωτάτου!


Υ.Γ. Επί δέκα και πλέον έτη σχολιάζουμε κείμενα νεοημερολογιτών Επισκόπων, χωρίς να έχει αμφισβητήσει κανείς το δικαίωμά μας να το κάνουμε. Αυτό προς επίρρωση ότι ο ως άνω σχολιασμός, δεν αποτελεί επίθεση κατά του προσώπου του Σεβασμιωτάτου, όπως ίσως μπορεί να παρερμηνευτεί από ορισμένους.



Ι. Ν. Παπαρρήγας