Η ιεραποστολή, με ρίζες στην αρχαία Εκκλησία, αγγίζει την καρδιά της
χριστιανικής πίστης. Στην ουσία της, αποτελεί την αποστολή κηρύκων, κατά την εντολή
του Κυρίου[1], γεμάτων ζήλο και
αυταπάρνηση, σε περιοχές όπου η διδασκαλία του Χριστού παραμένει άγνωστη.
Οι ιεραπόστολοι, όντας αγγελιοφόροι της αγάπης και της ελπίδας, διαδίδουν το
Ευαγγέλιο, φέρνοντας το φως σε σκοτεινές γωνιές του κόσμου. Το έργο τους
αγγίζει πολλές πτυχές της ανθρώπινης ζωής, ξεπερνώντας τα στενά θρησκευτικά
πλαίσια.
Εκτός από την κήρυξη του Χριστιανισμού, προσφέρουν ανθρωπιστική βοήθεια,
φροντίζουν για την εκπαίδευση και την υγεία των μειονεκτικών πληθυσμών, και
αγωνίζονται για την κοινωνική δικαιοσύνη.
Η ιεραποστολή δεν είναι μια απλή δραστηριότητα. Συχνά, οι ιεραπόστολοι έρχονται
αντιμέτωποι με προκλήσεις και κακουχίες, θυσιάζοντας την άνεση και την ασφάλεια
της ζωής τους για να υπηρετήσουν τον σκοπό τους.
Παρά τις δυσκολίες, η αφοσίωσή τους παραμένει ακλόνητη, τροφοδοτούμενη από την
πίστη τους στον Θεό και την αγάπη τους για τον συνάνθρωπο.
Η ιεραποστολή αποτελεί ζωντανή μαρτυρία της χριστιανικής αγάπης σε δράση,
υπενθυμίζοντάς μας το καθήκον μας να μοιραστούμε το φως της πίστης με όσους το
στερούνται.
Ένα ερώτημα όμως που τίθεται είναι το αν η ορθόδοξη ιεραποστολή χωρά διάφορους
συμβιβασμούς και υποχωρήσεις - που πάντα αφορούν την πίστη - ειδικά όταν στα
ίδια μέρη - χώρες, υπάρχουν και κινούνται οι διάφορες θρησκευτικές οργανώσεις που - καθόλου τυχαία - είναι ως επί το πλείστον προτεσταντικές και με κύριο σπόνσορα το Π.Σ.Ε.!
Ας κάνουμε μία σημαντική ιστορική αναδρομή δανειζόμενοι ένα εξαιρετικό κείμενο.
Η σύγχρονη οικουμενική κίνηση έχει τις καταβολές της στην Προτεσταντική
ιεραποστολική κίνηση του 19ου αιώνα και στην επιθυμία των μελών του
διομολογιακού προτεσταντικού κινήματος των «ευαγγελικών» για μια «αδελφική
ενότητα» (unity in fellowship) με κύριο σκοπό την επιτυχία στο ιεραποστολικό πεδίο. Ο Willem Saayman, ένας
Προτεστάντης ειδικός σε θέματα ιεραποστολής, αρχίζει την μελέτη του για την
ιεραποστολή και την ενότητα με τα ακόλουθα λόγια: «Η οικουμενική κίνηση δεν προέρχεται απλώς από το πάθος για ενότητα.
Πηγάζει από το πάθος για ενότητα, που είναι τελείως συγχωνευμένο με την ιεραποστολή»(1) Ωστόσο η
ενοποίηση της ιεραποστολής και του οικουμενισμού στον προτεσταντικό κόσμο
προχώρησε βήμα βήμα και όχι χωρίς εμπόδια, στην βάση παγκόσμιων ομολογιακών
συμμαχιών και συμφώνων αποφυγής
αμοιβαίου προσηλυτισμού (comity agreements) (2) κατά το δεύτερο ήμισυ
του 19ου αιώνα και συνεχίστηκε με τα διεθνή φοιτητικά κινήματα και τα
ιεραποστολικά συνέδρια. Έτσι η
ενοποίηση ιεραποστολής και οικουμενισμού αποτέλεσε ένα νέο παράδειγμα
εκκλησιαστικής ενότητας- «χάριν της εκχριστιάνισης του κόσμου»-
πάνω στο οποίο από το 1910 και μετά κτίσθηκε η οικουμενική κίνηση(3).
Η πορεία ξεκινά με τις λεγόμενες «Μεγάλες Ευαγγελικές Αφυπνίσεις»(Great
Evangelical Awakenings). Προκειμένου να εκτιμηθεί σωστά η Σύγχρονη Οικουμενική
Κίνηση και ειδικότερα τα Παγκόσμια Ιεραποστολικά Συνέδρια, είναι σημαντικό να
κατανοηθεί ο θεμελιώδης ρόλος που έπαιξαν οι «Μεγάλες Αφυπνίσεις» του 19ου αιώνα
οι Μεταρρυθμισμένες Ομολογίες είχαν γνωρίσει την μεγαλύτερη κάμψη της
θρησκευτικής ζωντάνιας τους και είχαν μεγάλη ανάγκη πνευματικής αναζωογόνησης(5).
Αυτή η αναζοωγόνηση ήλθε με το κίνημα της Ευαγγελικής Αφύπνισης, οι ρίζες του
οποίου ανιχνεύονται στο κίνημα της Γερμανίας, στις αρχές του Μεθοδισμού της
Μεγάλης Βρετανίας και στην λεγόμενη «Μεγάλη Αφύπνιση» (Great Awakening) των
Αμερικανών αποικιστών(6). Αν και το κύριο κίνητρό του ήταν ο Βρετανικός
Ευαγγελισμός, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί υπερεθνικό, καθόσον εξαπλώνονταν από
χώρα σε χώρα.(7)
Το πνεύμα πάντως και η ιθύνουσα δύναμις αυτού του
κινήματος ήταν ένα: το πάθος για
ιεραποστολή. Από αυτό το πάθος δημιουργήθηκαν σύλλογοι, πρωτοβουλίες
και οργανώσεις, όπου Προτεστάντες διαφόρων εθνικοτήτων και ομολογιών «συνασπίσθηκαν για να κερδίσουν τον κόσμο
υπέρ του Χριστού»(8).
Το ιεραποστολικό αυτό κίνημα που προήλθε από την
Ευαγγελική Αφύπνιση(9) δεν λειτούργησε μέσα σε κενό, αλλά επηρεάστηκε σε μεγάλο
βαθμό από τις ιστορικές συνθήκες. Το όνειρο του εκχριστιανισμού των
ειδωλολατρών όλης της γης φάνηκε ξαφνικά πραγματοποιήσιμο με την βοήθεια του
αποικισμού και της αποικιοκρατίας και για αυτό στην πρακτική εφαρμογή του
στηρίχθηκε κατά πολύ στις Δυτικές Δυνάμεις, ιδιαίτερα στην Αγγλία και την
Αμερική. Έτσι, στο πάντρεμα της ιεραποστολής με τον αποικισμό, εκτός από το
πάθος για «εκχριστιανισμό» του κόσμου προστέθηκε και το καθήκον του «εκπολιτισμού»
του.
Ο Samuel Worcester της αμερικάνικης πτέρυγας των
αποκαλουμένων «Εξωτερικών Ιεραποστολών» περιέγραψε του στόχους της οργάνωσής
του με την ακόλουθη ιεράρχηση: «Να
κάνουμε όλη την φυλή Αγγλόφωνη, να την εκπολιτίσουμε στις συνήθειές της και να
την εκχριστιανίσουμε ως προς την θρησκεία της: αυτό είναι το παρόν σχέδιο»(10).
Πάντως αν για τον Αμερικανό Προτεστάντη ιεραπόστολο ο
«εκχριστιανισμός» ήταν αχώριστος από τον «εκπολιτισμό», ο Χριστιανισμός χωρίς
το εμπόριο δεν ήταν ελκυστικός για τον Άγγλο Προτεστάντη. Ο
εξερευνητής-ιεραπόστολος David Livingston το 1856 ηλέκτρισε το Βρετανικό έθνος
με τα περιπετειώδη ταξίδια του στην Αφρική, στήνοντας πρώτος μια συμμαχία
μεταξύ «εμπορίου, πολιτισμού και Χριστιανισμού», η οποία στο εξής θα χαρακτήριζε
τις βρετανικές προτεσταντικές ιεραποστολές, κατά την εποχή της
αποικιοκρατίας. Με την καλλιέργεια της κλίσης των ιθαγενών για εμπόριο, ο
Λίβινγκστον ισχυρίσθηκε ότι: «τα κέρδη που μπορούν να αντληθούν από εμπορικής
απόψεως είναι αναρίθμητα, αλλά δεν πρέπει να χάσουμε από τα μάτια μας και τις
ανεκτίμητες ευλογίες που είμαστε σε θέση να χαρίσουμε στον αφώτιστο Αφρικανό,
προσφέροντας του το φως του Χριστιανισμού. Αυτοί οι δύο σκαπανείς του
πολιτισμού -Χριστιανισμός και εμπόριο- πρέπει να παραμείνουν αχώριστοι»(11).
Ωστόσο το εμπόριο από μόνο του δεν ήταν αρκετό για να
εμψυχώσει αυτό που οι Προτεστάντες ιστορικοί αποκαλούν τη «μεγαλύτερη μέχρι σήμερα γεωγραφική επέκταση της Πίστης»(12). Ήταν
κυρίως η ραγδαία αύξηση του
ιεραποστολικού ζήλου και των συναφών οργανώσεων των Ευαγγελικών που
προκάλεσε εκείνο που ο Ρούφους Άντερσον περιέγραψε ως «την δεδηλωμένη προσδοκία και επιδίωξη να εργαστούμε - πρώτη φορά μετά
την αποστολική εποχή - για τον εκχριστιανισμό ολόκληρου του ειδωλολατρικού
κόσμου»(13).
Πίσω από την έκρηξη των ιεραποστόλων βρίσκονταν η επιθυμία των
Προτεσταντών να δραπετεύσουν από τον συμβατικό και πειθαρχημένο τρόπο ζωής τους
και να ανακαλύψουν «ότι βρίσκεται πέρα
από τα σύνορα της συμβατικής ζωής»(14). Όμως αυτή η αισιοδοξία και ο οραματισμός(15)
που χαρακτήριζε την ιεραποστολή στα μέσα του 19ου αιώνα βασίζονταν και σε
σημαντικά οικονομικά και τεχνολογικά μέσα, που αυτή είχε πλέον στην διάθεσή
της. Έτσι με την αλλαγή του αιώνα ο John Mott, ο εκπρόσωπος των παγκόσμιων
ιεραποστόλων των Προτεσταντών(16), τόλμησε να μιλήσει για τον «ευαγγελισμό του κόσμου μέσα σε αυτήν την
γενεά»(17). Οι έξι Προτεσταντικές ιεραποστολικές οργανώσεις των αρχών του
19ου αιώνα είχαν γίνει περί τα τέλη του πεντακόσιες τριάντα επτά (537).
Έβλεπε επίσης, μια απαράμιλλη ευκαιρία για εξουσία, που οι δυτικοί κυβερνήτες
είχαν επί του ενός τρίτου του «μη
ευαγγελιζομένου κόσμου»(18). «Φαίνεται
απολύτως εφικτό» γράφει ο Μοτ, «το να
γεμίσει η γη με την γνώση του Χριστού, πριν παρέλθει η παρούσα γενεά... Τώρα ο
ατμός και ο ηλεκτρισμός έχουν συνδέσει τον κόσμο. Η Εκκλησία του Θεού βρίσκεται
στην ανιούσα. Έχει στον άμεσο έλεγχο της την ισχύ, τον πλούτο και την γνώση του
κόσμου»(19).
Αυτό το
παγκόσμιο προτεσταντικό ιεραποστολικό όραμα έθεσε τις βάσεις για τον
επόμενο «οικουμενιστικό αιώνα» με δυο σημαντικούς τρόπους:
Πρώτον: έβγαλε τον Προτεσταντισμό από
την γεωγραφική του απομόνωση και τον έφερε σε επαφή με πολιτισμούς και
θρησκείες όλου του κόσμου, αλλά και σε συνειδητοποίηση της δικής του
ομολογιακής κατάτμησης, η οποία μεταφυτεύθηκε πλέον στο ιεραποστολικό πεδίο.
(Προξενεί εντύπωση το ότι οι πιο θερμοί υποστηρικτές του Οικουμενισμού, γύρω
στην αλλαγή του αιώνα, είναι οι αρχηγοί των νεοπαγών ιεραποστόλων της Κίνας και
της Ινδίας. Τα τέκνα της διαίρεσης καλούν τους πατέρες τους σε απολογία).
Δεύτερον: βασισμένοι στην αποικιακή,
οικονομική και συγκοινωνιακή επέκταση, η παγκόσμια εξάπλωση του Προτεσταντισμού
αποβαίνει σημαντικός παράγοντας στα πρώτα στάδια της «παγκοσμιοποίησης»(20), η
οποία έχει οικοδομηθεί πάνω στην φιλοσοφία και τον πολιτισμό της Προτεσταντικής
Δύσης(21).
Έτσι το παμπροτεσταντικό ιεραποστολικό εγχείρημα έγινε
εφαλτήριο της Οικουμενικής Κίνησης και προετοίμασε το έδαφος για την άφιξη του
επόμενου «οικουμενιστικού αιώνα» και την μετάβαση από την ιεραποστολική στην
«οικουμενιστική εκκλησιολογία».
Μέσα σε μια ατμόσφαιρα φορτισμένη από ιεραποστολική προσδοκία και
φιλοδοξία ετοιμάσθηκε το έδαφος για τον σπόρο του Οικουμενισμού. Ένας ιστορικός
περιγράφει τα ενοποιητικά αποτελέσματα της Ευαγγελικής Αφύπνισης ως εξής:
«Στην πρώτη της
ενθουσιώδη φάση, η αμεσότητα της Αφύπνισης, η αίσθηση της χιλιαστικής
προσδοκίας που προκάλεσε, η φρεσκάδα της ευαγγελιστικής εμπειρίας, το κίνημα
ανανέωσης, όλα εξυπηρέτησαν την δημιουργία ενός δυνατού αισθήματος αδελφοσύνης
μεταξύ αυτών που αφυπνίσθηκαν. Οι Αρμίνιοι και οι Καλβινιστές, οι της Άνω και
της Κάτω Εκκλησίας και οι Αντικομφορμιστές πέτυχαν μια ενότητα πρωτοφανούς
επιπέδου»(22).
Αυτό το αίσθημα αδελφοσύνης δεν παρέμεινε μόνο
συναίσθημα, αλλά εκφράσθηκε και θεσμικά. Το 1846 στο Λονδίνο δημιουργήθηκε «μια επί τούτω οργάνωση για την έκφραση της
ενότητας μεταξύ των Χριστιανών που ανήκαν σε διαφορετικές εκκλησίες, η
Ευαγγελική Συμμαχία»(23). Σ' αυτήν συμμετείχαν οκτακόσιοι Ευαγγελικοί
ηγέτες, που ανήκαν σε περισσότερες από πενήντα δύο προτεσταντικές ομολογίες. Με
την συμμαχία αυτή θεωρήθηκε ότι «η
πραγματικότητα της Χριστιανικής ενότητας βρήκε επιτέλους σωματειακή έκφραση»(24).
Η Ευαγγελική Συμμαχία ήταν μια οργάνωση που «απέβλεπε στο να κάνει ορατή την Αόρατη Εκκλησία, ώστε ο κόσμος να γνωρίζει»(25).
Με την βοήθειά της οι Ευαγγελικοί «έμαθαν
να αισθάνονται εν Χριστώ ως εν, πέρα από εθνικά και εκκλησιαστικά σύνορα,
συνασπίσθηκαν σε εθελοντικές οργανώσεις και άρχισαν να βλέπουν την μεταξύ τους
συνεργασία για την υπηρεσία του Κυρίου σαν ένα κανονικό και ευχάριστο μέρος της
χριστιανικής ζωής»(26).
Ενωμένοι
στην ιεραποστολική εμπειρία, παρά τις δογματικές τους διαφορές, οι
Ευαγγελικοί βρήκαν μια ενότητα
που μπορεί να θεωρηθεί ως μια από τις πρώτες εκφράσεις του σύγχρονου
οικουμενιστικού πνεύματος(27). Όπως γράφει ο T. V. Philip, οι Ευαγγελικοί
συνειδητοποίησαν ότι: «κατείχαν μια κοινή
εμπειρία, που τους ξεχώριζε καθοριστικά από τους άλλους και τους ένωνε στην
αδελφότητα μιας αόρατης εκκλησίας του Χριστού, στην οποία ανήκαν όλοι οι
λεγόμενοι ''ζωντανοί'' Χριστιανοί. Το ''Ευαγγελικό'' φαινόμενο δεν ήταν ζήτημα
θεολογικού στοχασμού, αλλά μάλλον ένας γενικός παροξυσμός εμπειρίας... Γι'
αυτούς (τους Ευαγγελικούς), αν οι
θεολογίες μπορούσαν να διαιρούν, η εμπειρία μπορούσε να ενώνει»(28).
Έτσι λοιπόν το πάθος για ευαγγελισμό προκάλεσε το
πάθος για ενότητα. Και αυτό εκφράσθηκε τόσο σε πρακτικό επίπεδο, προς
μεγαλύτερη ιεραποστολική επιτυχία, όσο και σε θεωρητικό, με την Ευαγγελική
αντίληψη περί αόρατης εκκλησίας και περί ενότητας ως θέματος καρδιάς, θέματος
πνευματικού και όχι οργανωτικού(29). Η εξάπλωση και η αποδοχή αυτής της
αντίληψης της εκκλησίας σε όλους τους Ευαγγελικούς κύκλους, αλλά και πέρα από
αυτούς, κατέστη δυνατή με την εμφάνιση της λεγομένης «ιεραποστολικής οργάνωσης»
(missionary society), που ήταν μη εκκλησιαστικό και ταυτόχρονα υπερ-
εκκλησιαστικό.
Η Προτεστάντις ιστορικός Routh Rouse αναφέρει τα εξής
για τις Ευαγγελικές «ιεραποστολικές οργανώσεις»: «Δεν ήταν οικουμενικές ως προς τον σκοπό..., αλλά ... ήταν οικουμενικές
ως προς το αποτέλεσμα... Δημιούργησαν μια συνείδηση ενότητας, μια ''αίσθηση σύμπνοιας'' μεταξύ Χριστιανών από
διάφορες εκκλησίες. Αν και σπανίως διατυπώνονταν η διήκουσα αντίληψη περι
χριστιανικής ενότητας που κρυβόταν κάτω από τον κοινό αγώνα, ήταν ότι όλοι οι
αληθινοί Χριστιανοί έχουν κοινή εν Χριστώ ζωή και ως εκ τούτου είναι εν και
αυτό το εν είναι η ουσιαστική χριστιανική ενότητα»(30).
Ένα «καινούργιο πράγμα» εμφανίσθηκε στην Χριστιανική
ιστορία: μια αόρατη «εκκλησία», ταυτόχρονα εντός και υπεράνω των εκκλησιών. Οι
Ευαγγελικοί ζούσαν διπλή ζωή: ήταν έντιμα και πιστά μέλη της εθνικής εκκλησίας,
αλλά γνώριζαν επίσης στις καρδιές τους ότι μοιράζονταν μια κοινή πίστη και
εμπειρία με άλλους Ευαγγελικούς, «που
υπερέβησαν τα δογματικά σύνορα και τις θεολογικές ομάδες»(31). Το μέγιστο
κακό για τους Ευαγγελικούς της εποχής, που έβλεπαν σαν κύρια αποστολή τους τον
ευαγγελισμό των ειδωλολατρών, ήταν η «δογματική
μισαλλοδοξία». Η ίδρυση το 1795 της Ιεραποστολικής Οργάνωσης του Λονδίνου,
που ξεκίνησε σαν ενωτική προσπάθεια των Congrational-ιστών, των πρεσβυτεριανών,
των Μεθοδιστών και των Αγγλικανών, χαιρετίστηκε ως η «κηδεία της
μισαλλοδοξίας»(32).
Έτσι λοιπόν μια «Ευαγγελική Εκκλησιολογία»
εμφανίζεται μέσα από την κοινή ιεραποστολική εμπειρία, θεμελιωμένη πάνω στο
σύνθημα: «Αν οι θεολογίες διαιρούν η
εμπειρία ενώνει».
Και καταλήγει ο συγγραφέας του εξαιρετικού αυτού κειμένου Πρωτοπρεσβύτερος π.
Πέτρος Heers:
«Oι Ορθόδοξοι Οικουμενιστές θα ήθελαν να
βλέπουμε σήμερα το Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών ως ένα ανθρωπιστικό και
ειρηνιστικό βήμα διαλόγου, από το οποίο δεν πρέπει να απουσιάζουμε «για να μην
απομονωθούμε». Όμως η αλήθεια είναι ότι το ΠΣΕ δεν έχει πάψει ποτέ μέχρι σήμερα να διαπνέεται από το ευαγγελιστικό
προτεσταντικό όραμα μιας ενοποιημένης παγκόσμιας ιεραποστολής, αδιαφόρως
δογματικών ιδιαιτεροτήτων και ευαισθησιών: Κάτι που είναι ίσως κατανοητό για
τους Προτεστάντες, με τις μικρές συνήθως δογματικές διαφορές μεταξύ τους, όχι
όμως και για τους Ορθοδόξους(73).
Εκείνο Δε που καθιστά αυτό το όραμα ακόμα πιο
επικίνδυνο είναι ότι σήμερα το Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών διαφημίζει το μειονέκτημά του σαν
πλεονέκτημα και αρχίζει να τιμά και να «εορτάζει» την «διαφορετικότητα» των
μελών του, αντί να θλίβεται γι' αυτήν και να προσπαθεί να την ξεπεράσει.
Αυτά σε συνδυασμό με την προϊούσα απομάκρυνση πολλών
μελών του ΠΣΕ από την γνήσια Ευαγγελική πίστη και ηθική, όσο και με την όλο και
πιο ορατή προσέγγιση και συμφιλίωση του με τις άλλες θρησκείες, ρίχνουν πάνω
στο παγκοσμιοποιημένο ιεραποστολικό όραμα του Οικουμενισμού ανταύγειες ενός
εφιάλτη της Αποκαλύψεως, μιας παγκόσμιας
ιεραποστολής χωρίς Χριστό, έτοιμης να δεχθεί και να κηρύξει τον Αντίχριστο.
Από το αδιέξοδο αυτό της οικουμενιστικής
εκκλησιολογίας και ιεραποστολής, η οποία περισσότερο δίχασε την Ορθόδοξη
Εκκλησία παρά την ένωσε, μοναδική διέξοδο αποτελεί η Ορθόδοξη ιεραποστολή.
Αν η Προτεσταντική ιεραποστολή μας οδήγησε στον
Οικουμενισμό, Ορθόδοξη Ιεραποστολή θα μας βγάλει απ' αυτόν: η δοκιμασμένη,
Αποστολική και Αγιοπατερική Ιεραποστολή, αυτή
που είναι αληθινή, ασυμβίβαστη, ασκητική και αυτοθυσιαστική, και έχει
στόχους ουράνιους και όχι εφήμερους. Κατά την Παράδοση και το πνεύμα των Αγίων
Πέτρου και Παύλου, Κυρίλλου και Μεθοδίου, Κοσμά του Αιτωλού, Αλάσκας
Ιννοκεντίου, αλλά και των πιο πρόσφατων και αείμνηστων, Κοσμά Γρηγοριάτη και
Μαγαδασκάρης κυρού Νεκταρίου.
Σε τέτοιου
είδους Ορθόδοξη μαρτυρία κανείς δεν μπορεί να προβάλει αντίρρηση. Μια
τέτοια Ορθόδοξη ιεραποστολή μπορεί να ενώσει όλους τους Ορθοδόξους στην
πραγμάτωση ενός γνήσιου καθολικού και αποστολικού οράματος, όπου όλοι, σύμφωνα
με τον Απόστολο Πέτρο, θα είμαστε «έτοιμοι αεί προς απολογίαν παντί τω αιτούντι
υμάς λόγον περί της εν υμίν ελπίδος μετά πραϋτητος και φόβου»(Α' Πετρ. Γ' 15).
Έτσι με τέτοιου είδους πνευματική και γνήσια
εκκλησιαστική Ιεραποστολή θα μπορούμε να καλούμε όλους - αλλόθρησκους,
αλλόπιστους και αλλόδοξους- στην μοναδική κιβωτό σωτηρίας, την Μία, Αγία,
Ορθόδοξη, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, που είναι το ίδιο το ίδιο το
αληθινό Σώμα του Αναστάντος Κυρίου Ιησού Χριστού».
[1] «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα Έθνη» (Ματθ.28,19)
ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ ΚΑΙ ΓΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΟΙΑ Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΕΙΡΗΝΗ (ΕΝΑΝΤΙ ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ ΤΩΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΩΝ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου