Λόγω τῆς ἀνάρτησης ποῦ
κάναμε (ΠΑΤΗΣΤΕ: ''ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ ΕΙΡΗΝΗΣ ΣΤΙΣ ΒΡΥΞΕΛΕΣ'') ἀναδημοσιεύουμε ἕνα ἐπίκαιρο ἄρθρο ἀπὸ τὴν
παλαιά μας σελίδα.
Ἴδιον γνώρισμα τοῦ Χριστιανοῦ εἶναι τὸ ζητεῖν τὴν
εἰρήνην. Ὄχι ὅμως τὴν εἰρήνην τοῦ κόσμου τούτου, «οὗ τὴν ἀπὸ προσρήσεως
ψιλής, οὐδὲ τὴν ἀπὸ τῆς κοινωνίας τῶν τραπεζῶν, ἀλλὰ τὴν κατὰ Θεὸν
εἰρήνην» (Χρυσοστόμου, PG, 48, 870). Εἰρήνην «τὴν ἀληθινήν, τὴν ὓπ΄ αὐτοῦ
τοῦ Κυρίου καταλειφθεῖσαν ἡμῖν» (Μ. Βασιλείου, PG 32,
556). Ταὐτὸν «Ὑπερκόσμιόν ἐστι τὸ δῶρον» τῆς ὄντως εἰρήνης (Μ. Βασιλείου
PG 30, 513), καὶ ἐν αὐτὴ «πᾶς πόλεμος καταργείται ἐπουρανίων καὶ
ἐπιγείων» (Ἰγνατίου Θεοφόρου, ΒΕΠΕΣ, 2, 267).
Ἡ ἀληθινὴ εἰρήνη εἴναι «ἢ τῆς ὑγιαινούσης
πίστεως» (Μ. Ἀθανασίου, ΒΕΠΕΣ, 31, 128). Ταύτην ποιεῖ ἐν τῷ ὑγιῶς πιστῷ ὁ
Θεός, «ὅταν διὰ τῆς καλῆς διδασκαλίας κατειρηνεύση τὸν νοῦν... καὶ
διαλλάξῃ τὰ πάθη, τὰ πρὸς τὴν ψυχὴν στασιάζοντα» (Μ. Βασιλείου, PG 31, 336).
Διότι «εἰρήνη ἐστὶ παθῶν ἀπαλλαγῇ» (Μάρκου τοῦ ἀσκητοῦ, Φιλοκαλία, 1,
107), διὰ τῆς τῆς θείας ἀληθείας καὶ Χάριτος. Μόνο οἲ «ὀρθῶς ζητοῦντες
Αὐτὸν (τὸν Θεὸν) εὑρήσουσιν εἰρήνην» (Παρ. ιστ΄ 8).
Ὁ Χριστὸς ᾖλθεν, ἵνα δώσῃ τὴν εἰρήνην καὶ ἵνα καταλύσῃ
τὴν ψευδῆ εἰρήνην τοῦ κόσμου (Μ. Φωτίου, PG 102, 873), ἥτις συνίσταται εἰς
την «βλαβερωτάτην ὁμόνοιαν» (Γρηγορίου Θεολόγου, PG 35, 748), ἠγοὺν τὴν
ὁμόνοιαν τῆς ἀπιστίας καὶ ἁμαρτίας. Οἱ ταύτην τὴν ὁμόνοιαν
διώκοντες «χριστομαχούσιν, ὑπὸ τῷ τῆς εἰρήνης ὀνόματι», λέγει ὁ Μ. Φώτιος
(αὐτόθι). Οἱ πιστοὶ ἔχουν τὴν εἰρήνην, «διὰ τοῦ πολεμίως προστεθῆναι πρὸς
τὸν ἀντίπαλον» (Γρηγορίου Νύσσης, PG 44, 749). Διὸ ἐπιβάλλεται «μετὰ τῶν
οἰκείων τῆς πίστεως εἰρηνεύειν· αἱρετικὸν ἄνθρωπον ἀποστρέφεσθαι» τονίζει
ὁ Μ. Βασίλειος (PG 31, 649). Ταὐτὸν «Ὅτι τοῦτο μάλιστα εἰρήνη, ὅταν τὸ
νενοσηκὸς ἀποτέμνηται, ὅταν τὸ στασιάζον χωρίζεται» (Χρυσοστόμου, PG 57,
405).
Τό Εὐαγγέλιον κηρύττει τήν εἰρήνην τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία δύναται νά ὑπάρξῃ μόνον ἐν τῇ Ἀληθείᾳ, δηλαδή ἐν Χριστῷ. Διά τήν δῆθεν συμφιλίωσιν καί συμπόρευσιν μέ τό ψεῦδος τῶν αἱρέσεων καί τῶν διαφόρων θρησκειῶν ἰσχύουν τά ἑξῆς: "Μή νομίσητε ὅτι ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην ἐπί τήν γῆν. Οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην ἀλλά μάχαιραν. Ἦλθον γάρ διχάσαι ἄνθρωπον κατά τοῦ πατρός αὐτοῦ καί θυγατέρα κατά τῆς μητρός αὐτῆς καί νύμφην κατά τῆς πενθερᾶς αὐτῆς. Καί ἐχθροί τοῦ ἀνθρώπου οἰ οἰκιακοί αὐτοῦ. Ὁ φιλῶν πατέρα ἤ μητέρα ὑπέρ ἐμέ οὐκ ἔστι μου ἄξιος. Καί ὁ φιλῶν υἱόν ἤ θυγατέρα ὑπέρ ἐμέ οὐκ ἔστι μου ἄξιος" (Μτ. Ι: 35-38). Ἐγνώριζεν ὁ Κύριος ὅτι ὁ θεϊκός λόγος Του καί ἡ ὑπερτάτη θυσία Του δέν θά γίνουν δεκτά ἀπό τούς πολλούς καί, ὡς ἐκ τούτου, δέν εἶναι δυνατόν νά ἐπικρατήσῃ ἡ δική Του (πραγματική) εἰρήνη. Συνεπῶς, τό θέατρον πού παίζουν οἱ Οἰκουμενισταί εἶναι μία τεραστία ἀπάτη εἰς βάρος τῶν ὀπαδῶν τοῦ Χριστοῦ καί ὑπέρ τοῦ Ἀντιχρίστου, τοῦ ὁποίου εἶναι συνειδητά ὄργανα.
ΑπάντησηΔιαγραφή