Σάββατο 8 Ιουνίου 2024

Επιτρέπεται η δημόσια κριτική κατά της Ιεραρχίας; (ο Άγιος πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομος απαντά)

 


Εξυπηρετεί άραγε το κοινόν η αποκάλυψις της πνευματικής καταστάσεως του Σώματος της ανωτάτης Ιεραρχίας ή απ' εναντίας βλάπτει αυτό και ηθικώς ζημιοί πληροφορούμενον τας ατελείας και αμαρτίας των ιθυνόντων τα της Εκκλησίας και σκανδαλιζόμενον δι' αυτάς;

Και ούτω ευρέθην προς στιγμήν υπόδικος ενώπιον του φοβερού Δικαστηρίου της συνειδήσεώς μου. Διάφοροι διαλογισμοί τότε αυθορμήτως ανέθωρον από τα βάθη της ψυχής μου, συνηγορούντες υπέρ της μιάς ή της άλλης απόψεως, εμού καθημένου επί του εδωλίου του κατηγορουμένου.

Παρέστησαν εν πρώτοις οι συνήγοροι της κατηγορίας, καταθέσαντες υπέρ της απόψεώς των τα εξής επιχειρήματα: Και ημείς, κύριε Πρόεδρε, δεν αρνούμεθα ότι και οι Αρχιερείς ως άνθρωποι σάρκα φορούντες και τον κόσμον οικούντες δεν δύνανται να ώσιν απηλλαγμένοι των εξ ανθρωπίνης αδυναμίας ελλείψεων και αμαρτιών επικυρούντες και ούτοι το Γραφικόν, «οὐδεὶς ἀναμάρτητος κἂν μία ἡμέρα ᾖ ἡ ζωὴ αὐτοῦ». Τούτου δεδομένου η αποκάλυψις και η δημοσίευσις των ελλείψεων και των παραπτωμάτων του Κλήρου και δη της Ιεραρχίας, προξενεί μέγα κακόν εις το Κοινόν, όπερ ταυτίζον, ουκ ορθώς βεβαίως, τα ιερουργούντα πρόσωπα με την έννοιαν της Εκκλησίας και τα υπ' Αυτής διδασκόμενα, σκανδαλίζεται και εκ βάθρων ο προς την Εκκλησίαν και τους λειτουργούς Αυτής οφειλόμενος σεβασμός και ευλάβεια κλονίζεται. Και αν τα συμβαίνοντα εν τινι οίκω σκάνδαλα και αντεγκλήσεις μεταξύ γονέων, τέκνων και συγγενών δεν πρέπει να γίνονται γνωστά εις το κοινόν κατά το γνωμικόν, «τα εν οίκω μη εν Δήμω», όπως μη εκτίθηται η τιμή και η αξιοπρέπεια της οικογενείας, πολύ περισσότερον δεν επιτρέπεται εις τον χριστιανόν και δη Κληρικόν, να αποκαλύπτη και δημοσιεύη τας ελλείψεις και τας μεγάλας κηλίδας των Κληρικών και μάλιστα των Ιεραρχών. Και τούτο διότι εκ της αποκαλύψεως και δημοσιεύσεως των αμαρτημάτων και των αμπλακημάτων των Ιεραρχών, δεν εκτίθεται η τιμή και η αξιοπρέπεια ενός οίκου ή μιάς οικογενείας, αλλ' ο θεοπαγής οίκος του Θεού και η θεοσύστατος Εκκλησία Αυτού. Τούτων ούτως εχόντων, αυτόδηλον καθίσταται, Κύριε Πρόεδρε, ότι ο αποκαλύπτων εις το κοινόν τας τυχόν ελλείψεις και μελανάς κηλίδας των λεπουργών του Θεού του Υψίστου, καθίσταται ένοχος ενώπιον του Θεού και της Εκκλησίας και δέον να έπιβληθώσι κατ' αυτού ανάλογοι κυρώσεις, δια το κοινόν σκάνδαλον, όπερ ούτος προκαλεί εις την χριστιανικήν κοινωνίαν, εν η ούτος και εμπολιτεύεται. Άλλως τε δεν διαφεύγει την χριστιανικήν αντίληψιν του σεβαστού Δικαστηρίου, ούδ' αγνοεί τούτο την Ευαγγελικήν ρήσιν του θείου Δομήτορος τής Εκκλησίας Χριστού ειπόντος, «οὐαὶ τῷ ἀνθρώπῳ δι᾿ οὗ τὸ σκάνδαλον ἔρχεται» (Ματθ. ιη΄ 7). Κατά ταύτα ζητώ την καταδίκην του κατηγορουμένου, ως εμπίπτοντος εις την υπό του ποινικού εκκλησιαστικού νόμου προβλεπομένην και καθοριζομένην ποινήν δια πάντας τους προξενούντας τα ηθικά σκάνδαλα.

Μετά το τέλος των αγορεύσεων των συνηγόρων της κατηγορίας, ο κύριος Πρόεδρος εκάλεσε τους συνηγόρους της υπερασπίσεως, όπως εκθέσωσι και ούτοι τα υπέρ του κατηγορουμένου επιχειρήματα αυτών. Και ημείς, αξιότιμε κύριε Πρόεδρε, και κύριοι Δικασταί, δεν αρνούμεθα, αλλά συνομολογούμεν μετά των αντιδίκων συναδέλφων, ότι και οι Κληρικοί ανώτεροί τε και κατώτεροι ως άνθρωποι και ούτοι σάρκα φορούντες και τον κόσμον οικούντες, δεν δύνανται να ώσιν απηλλαγμένοι των εξ ανθρωπίνης αδυναμίας προερχομένων ελλείψεων και αμαρτιών. Αλλ' όταν όμως τα σφάλματα και τα ηθικά παραπτώματα των Κληρικών και μάλιστα των Ιεραρχών, είναι τοιαύτα ώστε να μη δύναται να δικαιολογηθώσιν υπό της ανθρωπίνης αδυναμίας και ως τοιαύτα να καλυφθώσι και να αποσιωπηθώσι, τότε δεν φρονείτε κύριοι Δικασταί ότι η απόκρυψις και αποσιώπησις τούτων προξενεί μάλλον ζημίαν παρά ωφέλειαν, ου μόνον εις τον αμαρτωλόν Κληρικόν, αλλά και εις όλην την κοινωνίαν, εις ην ούτος ετάχθη ως διδάσκαλος και ηθικός φωταγωγός προς καθοδήγησιν και σωτηρίαν των ψυχών; Εν τη περιπτώσει ταύτη καθ' ην τα ανομήματα και τα αμπλακήματα των Κληρικών δεν προέρχονται εξ ανθρωπίνων αδυναμιών, ων ουδείς τυγχάνει απηλλαγμένος, αλλ' απιστίας και ηθικής πωρώσεως μέχρι περιφρονήσεως και αύτης της κοινής γνώμης, τότε πρόξενος σκανδάλου αποβαίνει δια την κοινωνίαν όχι πλέον η αποκάλυψις και η καυτηρίασις, αλλ' η απόκρυψις και αποσιώπησις των βδελυρών και κακοήθων πράξεων των ανηθίκων και αναξίων Κληρικών. Η ανοχή και απόκρυψις των τοιούτων κραυγαζόντων αμαρτημάτων και ανοσιουργημάτων ενός Κληρικού, εκτός του ότι σκανδαλίζει ολόκληρον την κοινωνίαν δεν συντελεί και εις την διόρθωσιν και την θεραπείαν του ουτωσί νοσούντος καί ελκαίνοντος Κληρικού. Αλλ' απ' εναντίας η τοιαύτη ανοχή καθιστά τον κακοήθη και εξηχρειωμένον Κληρικόν θρασύτερον και αναισχυντότερου εις το αμαρτάνειν και περιφρονείν και αυτήν την δημοσίαν περί αυτού γνώμην, αντ' ουδενός λογιζόμενος το σκάνδαλον, όπερ προξενεί εις την θρησκευτικήν συνείδησιν των πιστών, ων και αυτήν την πίστιν προς τον Χριστόν εκ θεμελίων διασείει και προς μίμησιν των πράξεων αυτού παρασύρει. Αλλ' ίσως ο αξιότιμος αντίδικος αντιτάξη, ότι εν τη περιπτώσει ταύτη ενδείκνυται ουχί η δημοσία αποκάλυψις του ηθικού ποιού του τοιούτου καταπτύστου Κληρικού και ο θεατρισμός αυτού, αλλ' ή καταγγελία τούτου εις την διοικούσαν Σύνοδον, μόνην άρμοδίαν να λάβη τα υπό των Κανόνων προβλεπόμενα μέτρα προς τιμωρίαν και σωφρονισμόν του αναιδώς των θείων και ιερών κατορχουμένου Κληρικού και προς ριζικήν θεραπείαν του κακού. Την τοιαύτην ένστασιν του αντιδίκου θεωρούμεν και ημείς δικαίαν και λογικήν, καθ' όσον δια της τοιαύτης προσφυγής εις την προϊσταμένην Εκκλησιαστικήν Αρχήν, υπάρχει ελπίς και ο παραπαίων και αδεώς αμαρτάνων Κληρικός, να συνετισθή, και το κοινόν σκάνδαλον των χριστιανών ασφαλώς να προληφθή. Αλλ' όταν όμως η Προϊσταμένη Εκκλησιαστική Αρχή μη ίσταμένη εις το ύψος της περιωπής της, αντί να παραπέμψη την καταγγελίαν εις την αρμοδίαν ανάκρισιν, παραπέμπη ταύτην δια το φιλάδελφον εις το Αρχείον, ήτοι εις τας Ελληνικάς Καλλένδας, ως έλεγον οι αρχαίοι Έλληνες, τότε η μόνη εναπομένουσα οδός προς τιμωρίαν του αναιδώς και ασυστόλως αμαρτάνοντος Κληρικού και προς ριζικήν θεραπείαν του κακού είνε η παράδοσις τούτου εις την δημοσίαν γνώμην, την μόνην τιμωρόν των ανερυθριάστων και κραυγαλέων εγκλημάτων και αδικημάτων. Τα τοιούτου είδους αδικήματα και αμπλακήματα, έχων υπ' όψιν και Κύριος ημών, δημοσία εξετόξευσε τα φοβερά και φρικτά «ουαί» κατά των υποκριτών Γραμματέων και Φαρισαίων της Ιουδαϊκής Συναγωγής, ων την υποκρισίαν και την ειδεχθή κακεντρέχειαν της ψυχής δημοσία εστηλίτευσε. Και τούτο, διότι όπως τον σωματικόν οργανισμόν υποσκάπτει αφαιρών την ζωτικότητα και την υγείαν αυτού έν κρύφιον έλκος, πυορροούν υπό βδελυρόν οίδημα, ούτω και ένα κακόηθες και ειδεχθές πάθος της ψυχής συγκαλυπτόμενον, κατατρώγει και υπονομεύει την ζωτικότητα και ηθικήν ευεξίαν αυτής, λυμαινομένης και ασφαλώς διαβιβρωσκομένης υπό του σφακελίζοντος και πυορροούντος ηθικού έλκους της. Άλλως τε όταν τα ηθικά παραπτώματα και βαρέα ανοσιουργήματα των Κληρικών και δη των Ιεραρχών, δεν παραμένουν άγνωστα εις το κοινόν τόσον ώστε να γίνονται αντικείμενον σχολίων και επικρίσεων εν οίκοις και ιδιωτικαίς συνεντεύξεσι των πιστών, η αποκάλυψις και δημοσίευσις τούτων, ου μόνον δεν αυξάνει το σκάνδαλον και την αποκαρδιωτικήν εντύπωσιν των χριστιανών, αλλά και μειοί, εμπνέουσα εις αυτούς την ελπίδα της απολυτρώσεως αυτών από των κακών και σκανδαλοποιών της Εκκλησίας λειτουργών. Προς τούτοις η δημοσία στηλίτευσις και καυτηρίασις των ανηθίκων Κληρικών, οίτινες ευτυχώς είνε ολίγοι (σ.σ. τότε ήταν λίγοι, τώρα να έβλεπες, Άγιε...), θα απαλλάξη της γενικής κατακραυγής και της μομφής το πλείστον μέρος των ηθικών και ευσυνειδήτων Κληρικών, διότι δεν είνε δίκαιον και αξιοσύστατον εις την δόξαν και την τιμήν τής Εκκλησίας διά της συγκαλύψεως των ενόχων, να συγκατηγορώνται μετ' αυτών, και οι καλοί και ευσυνείδητοι Κληρικοί, οίτινες διά της τιμίας και ηθικής πολιτείας αυτών τυγχάνουσιν άξιοι πάσης δόξης και τιμής. Η δημοσία στηλίτευσις των εκτρεπομένων και αμαρτανόντων Κληρικών έχει προς τούτοις και το εξής καλόν: δύναται αύτη ου μόνον νσ φέρη εις συναίσθησιν και μετάνοιαν τον παραπαίοντα Κληρικόν, αλλά και να χρησιμεύση και ως έν μέσον αποτρεπτικόν και τα μάλιστα διδακτικόν και διά τους Κληρικούς εκείνους, οίτινες ρέπουσιν εις τας ακαθέκτους ορμάς των ποταπών και χαμαιζήλων παθών, αφ' ων απείργει αυτούς η παραδειγματική τιμωρία και ο επαίσχυντος θεατρισμός των εις αυτά περιπεσόντων κακών και ανηθίκων Κληρικών. Και τέλος η αποκάλυψις και στηλίτευσις των τοιούτων κακών και ασυνειδήτων λειτουργών θα επιδράση ευεργετικώς και εις τους ιθύνοντας τα της Εκκλησίας, οίτινες θα πεισθώσιν εμπράκτως και κατά τρόπον διδακτικόν και υπό της κοινής γνώμης επιβλητικόν, ότι το φιλάδελφον εις τοιαύτας σοβαράς καταγγελίας των Κληρικών, δέον να τίθηται εν μοίρα Καρός απέναντι του θείου κύρους της Εκκλησίας και του γοήτρου της ιθυνούσης Εκκλησιαστικής Ιεραρχίας, καθ' όσον αμφότερα ταύτα διακυβεύονται εν τη συνειδήσει των πιστών διά της συγκαλύψεως των καταγγελλομένων Κληρικών ως αναξίων της υψηλής και ιεράς αυτών αποστολής.

Ούτω μετά το τέλος των αγορεύσεων των συνηγόρων της υπερασπίσεως, κηρυχθείσης πεπεραιωμένης της διαδικασίας, απεσύρθη το Κριτήριον της συνειδήσεως όπως συσκεφθή και εκδώση την ετυμηγορίαν αυτού υπέρ ή κατ' εμού του καθημένου επί του εδωλίου του κατηγορουμένου. Ευτυχώς η απόκρισις του Δικαστηρίου της συνειδήσεως υπήρξεν αθωωτική δι' εμέ τον κατηγορούμενον διό και προέβην με ήρεμον και γαλήνιον συνείδησιν εις την δημοσίευσιν της ανά χείρας πραγματείας, με την ακράδαντον όντως πίστιν και την γλυκεράν ελπίδα, ότι αύτη θα συντελέση, έστω και κατ' ελάχιστον, εις την εξυγίανσιν του βαρέως νοσούντος Σώματος της Ιεραρχίας, αποκοπτομένων εξ αυτού των ελκαινόντων και σεσηπότων Μελών και αντικαθισταμένων τούτων υπό νέων θεολόγων Κληρικών, διαφλεγομένων υπό ιερού ενθέου ζήλου και ανταξίων της θείας και ιεράς αυτών αποστολής.

 

(Από την εισαγωγή του βιβλίου "Κρίσεις επί της σημερινής καταστάσεως της Ελληνικής Εκκλησίας και κοινωνίας" που συνεγράφη από τον Άγιο στην εξορία του στη Μονή Υψηλού Μυτιλήνης το 1952)



ΠΗΓΗ: https://krufo-sxoleio.blogspot.com/2024/06/blog-post_8.html

Σεβαστείας: «Είμαστε αντίθετοι με τις προβοκάτσιες σε βάρος του Πατριάρχη Μόσχας»

 mosxas sebasteias

«Το τελευταίο χρονικό διάστημα παρατηρούμε άνευ προηγουμένου προβοκάτσιες κατά της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας και του επικεφαλής της Αγιωτάτου Πατριάρχη Μόσχας και Πασών των Ρωσσιών Κυρίλλου», δήλωσε ο αρχιεπίσκοπος Σεβαστείας Θεοδόσιος του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων.

Επεσήμανε ότι η πλειονότητα των αυτουργών είναι πολιτικοί, είτε εκπρόσωποι των δυτικών ΜΜΕ και χρησιμοποιούν την τρέχουσα ένοπλη σύρραξη ως πρόσχημα για επιθέσεις κατά του Πατριάρχη Κυρίλλου και του συνόλου της Ρωσικής Εκκλησίας.

«Είμαστε πεπεισμένοι ότι αυτές οι κατηγορίες αποτελούν στρέβλωση και παραχάραξη της αλήθειας και των πραγματικών γεγονότων. Η Εκκλησία ουδέποτε στηρίζει πολέμους, αλλά πάντοτε καλεί σε ειρήνη. Ο Αγιώτατος Πατριάρχης Μόσχας και Πασών των Ρωσσιών Κύριλλος έχει κατ’ επανάληψιν απευθύνει εκκλήσεις για ειρήνη, όμως το πνευματικό του καθήκον ως Πατριάρχη Μόσχας είναι να υπερασπίζεται τη χώρα και την Πατρίδα του, να καταδικάζει τις δυτικές συνωμοσίες και τα σχέδια, που στρέφονται κατά της Ρωσίας», υπενθύμισε ο ιεράρχης.

Αφού σημείωσε ότι και ο ίδιος επανειλημμένως έχει δηλώσει ότι τάσσεται κατά των πολέμων και μεταξύ άλλων ελπίζει στον τάχιστο τερματισμό της δεδομένης σύγκρουσης, «προκειμένου να σταματήσει αυτή η αληθινά ανθρώπινη τραγωδία, τον λογαριασμό της οποίας πληρώνουν αθώοι άμαχοι πολίτες», ο αρχιεπίσκοπος Θεοδόσιος συνέχισε: «Παραλλήλως καταδικάζουμε με κάθε τρόπο τη χρήση της πολεμικής και πολιτικής σύγκρουσης ως εργαλείου για την υπονόμευση της θέσεως της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, καθώς και της πνευματικής, ανθρωπιστικής και ειρηνικής αποστολής της». Κατά τη γνώμη του αυτές οι προσπάθειες είναι «απαράδεκτη και αδικαιολόγητη πράξη».

«Ο Αγιώτατος Πατριάρχης Κύριλλος είναι πνευματικός ηγέτης της Ρωσικής Εκκλησίας, γεγονός που αποδέχεται η πλειονότητα των Ορθοδόξων Εκκλησιών, μνημονεύοντας το όνομα της Αυτού Αγιότητας στα ιερά Δίπτυχα. Συνεπώς, εκλαμβάνουμε τις προβοκάτσιες κατά της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας ως προκλήσεις κατά του συνόλου της Ορθόδοξου Εκκλησίας», τόνισε ο ιεράρχης.

Ο αρχιεπίσκοπος Σεβαστείας Θεοδόσιος υπενθύμισε εκ νέου ότι δεν παύουν οι διώξεις εναντίον τής υπό τον Μακαριώτατο μητροπολίτη Ονούφριο κανονικής Ουκρανικής Ορθοδόξου Εκκλησίας. Διώξεις υφίστανται αρχιερείς και ιερείς, καταλαμβάνονται ναοί. «Πρόσφατα ο κόσμος ολόκληρος κατέστη μάρτυς της τραγικής σκηνής, όπου με εντολή των Αρχών στην Ουκρανία κατεδαφίσθηκε ναός», σημείωσε επίσης ο Σεβασμιώτατος, ομολογώντας ότι αυτές οι σκηνές του θύμισαν «σκοτεινές σελίδες της μπολσεβίκικης εποχής, της εποχής των σκληρότερων διώξεων κατά της Εκκλησίας του Χριστού».

Αφού τάχθηκε κατηγορηματικά ενάντια στις προφανείς προβοκάτσιες σε βάρος του Πατριάρχη Μόσχας και Πασών των Ρωσσιών ο ιεράρχης της Σιωνίτιδος Εκκλησίας τόνισε: «Πιστεύουμε ότι κάθε διαφορά στις απόψεις πρέπει να επιλύεται όχι χρησιμοποιώντας προβοκάτσιες, αλλά μέσω της αναζήτησης οδών διαλόγου. Όπως όμως μας φαίνεται, οι πολιτικοί, που ασχολούνται με προβοκάτσιες αυτού του είδους, επιδιώκουν προμελετημένους εκ των προτέρων σκοπούς, οι οποίοι δεν προβλέπουν κανένα διάλογο. Αυτοί οι άνθρωποι υπηρετούν ιδέες εχθρικές στην Ορθόδοξη Εκκλησία, επιδιώκουν να εδραιώσουν τις διαφωνίες στο εσωτερικό της και να υπονομεύσουν τη θέση της στον σύγχρονο κόσμο».

Οι εχθρικές επιθέσεις στον Πατριάρχη Κύριλλο «και μερικούς αρχιερείς, οι οποίοι συνδέονται με αυτή την αδελφή Εκκλησία, αποτελούν κρίκο στην αλυσίδα των διώξεων, που θίγουν το σύνολο της Ορθοδόξου Εκκλησίας», εξέφρασε την πεποίθησή του ο ιεράρχης.

Όπως υπέδειξε οι διώξεις εξαπολύονται τόσο στην Ουκρανία, όσο και σε άλλες χώρες, όπου έχει πνευματική παρουσία η Ρωσική Εκκλησία, λ.χ. στην Εσθονία. Εκφράζοντας την υποστήριξή του στην Εκκλησία της Εσθονίας και τους επισκόπους της, ο αρχιεπίσκοπος Σεβαστείας Θεοδόσιος επίσης χαρακτήρισε ψευδείς και εκτός των υπηρεσιακών αρμοδιοτήτων του τις κατηγορίες που προέβαλε ο υπουργός Εσωτερικών της Εσθονίας Λαούρι Λιανεμέτς, ο οποίος στα μέσα Μαΐου απαίτησε από την Ορθόδοξη Εκκλησία της Εσθονίας του Πατριαρχείου Μόσχας να αναγνωρίσει ως «αιρετικό» τον Αγιώτατο Πατριάρχη Κύριλλο.

«Ποιο δικαίωμα είχε ο υπουργός Εσωτερικών της Εσθονίας να προβάλει αυτές τις ψευδείς κατηγορίες, καθόσον τούτο εξέρχεται των αρμοδιοτήτων του; Είναι απολύτως απαράδεκτο το γεγονός ότι ένας δημόσιος λειτουργός της Εσθονίας κατηγορεί τον επικεφαλής της Ρωσικής Εκκλησίας για αίρεση. Στην εκκλησιαστική προσέγγιση η λέξη “αίρεση” δηλώνει απομάκρυνση από το ορθόδοξο δόγμα και τη χριστιανική πίστη. Η αίρεση είναι η αλλοίωση της αμώμου πίστεως. Κάθε επίσκοπος της Εκκλησίας γνωρίζει κάλλιστα τους ιερούς κανόνες, που διατυπώθηκαν από τις Οικουμενικές Συνόδους, ιδίως όσον αφορά το δόγμα της Αγίας Τριάδος και της μόνιμης παρουσίας του Κυρίου Ιησού Χριστού στην Εκκλησία μας και την πνευματική μας ζωή. Η διάδοση της χριστιανικής πίστεως έγινε μέσω των Αγίων Αποστόλων, οι οποίοι συγκεντρώθηκαν την ημέρα της Πεντηκοστής στην Ιερουσαλήμ, από όπου αναχώρησαν για να κηρύξουν από Ανατολής έως Δύσεως σε όλα τα πέρατα της Γης. Από εδώ ακριβώς, από την Αγία Πόλη της Ιερουσαλήμ, όπου διαφυλάχθηκαν όλα τα πανάγια προσκυνήματα, που συνδέονται με τα βιβλικά γεγονότα, εξαπλώθηκε το χαρμόσυνο μήνυμα για τον Σωτήρα Ιησού Χριστό, το οποίο έφθασε έως τη Γη των Ρως, όπου έγινε η Βάπτιση. Τότε η Γη των Ρως απέκτησε την αληθινή χριστιανική πίστη και μέχρι σήμερα τη διαφυλάσσει άμωμη παρ’ όλες τις χαλεπές περιόδους και τους μακρούς αιώνες διώξεων και κατατρεγμών».

Ο ιεράρχης χαρακτήρισε ανόητες και ανεύθυνες τις δηλώσεις των Αρχών της Εσθονίας με σκοπό την υποκίνηση της έριδας και των σκανδάλων εντός της Ορθοδόξου Εκκλησίας, τονίζοντας ότι είναι κατηγορηματικά απαράδεκτη η ανάμειξη των πολιτικών Αρχών στις εσωτερικές υποθέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας στην Εσθονία.

«Δεόμεθα για τον τερματισμό των διώξεων της Ορθοδόξου Εκκλησίας στην Ουκρανία, την Εσθονία και άλλες χώρες», αναφέρεται στη δήλωση.

«Όλοι έχουμε πλήρη επίγνωση του ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία μας βιώνει σήμερα χαλεπές εποχές λόγω εσωτερικών διχασμών και διαφωνιών, βασική αιτία των οποίων είναι ακριβώς η πολιτική της Δύσεως, διότι εκεί ακριβώς επεδίωξαν να επιβάλουν τη δημιουργία της μη κανονικής εκκλησίας στην Ουκρανία και σήμερα προσπαθούν να επιβάλουν το ίδιο και σε άλλες χώρες του κόσμου», διαπίστωσε ο ιεράρχης, ο οποίος κάλεσε τους Προκαθημένους των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών «να αναλάβουν στοχευμένες πρωτοβουλίες για την άρση αυτών των διχασμών και να θέσουν σε αυτούς τέλος, καθώς επίσης να αντιμετωπίσουν από κοινού την πολιτική ανάμιξη της Δύσεως στα εσωτερικά της Ορθοδόξου Εκκλησίας, διότι σκοπός της είναι μόνον η εδραίωση και η εμβάθυνση των υφισταμένων αυτή τη στιγμή διαφωνιών εντός της Εκκλησίας».

Διατυπώνοντας για άλλη μια φορά την απόρριψη εκ μέρους του των πολέμων σε οποιαδήποτε περιοχή του κόσμου και μια ειρηνοποιό θέση, που αποβλέπει στην επικράτηση της αγάπης και της αδελφοσύνης μεταξύ των ανθρώπων, ο αρχιεπίσκοπος Θεοδόσιος επεσήμανε: «Όμως τασσόμαστε επίσης κατά της χρήσεως των συγκρούσεων και των πολέμων, όπως σήμερα στην Ουκρανία, με σκοπό την αντιπαράθεση στη Ρωσική Εκκλησία και τον Πατριάρχη της, καθώς και την επιδείνωση των υφισταμένων διαιρέσεων στην Εκκλησία».

«Σήμερα, όσο ποτέ άλλοτε, η Εκκλησία μας έχει ανάγκη από το έλεος και την παρέμβαση του Θεού. Δεόμεθα ακριβώς υπέρ αυτού στην Ιερουσαλήμ, μπροστά στον Πανάγιο Τάφο του Κυρίου κατά τις ημέρας του Αγίου Πάσχα, προκειμένου ο Κύριος να προστατεύσει την Εκκλησία μας από όλους τους εχθρούς της, ορατούς τε και αοράτους. Έχουμε ανάγκη από συνετούς εκκλησιαστικούς ταγούς, οι οποίοι θα καταβάλουν κάθε δυνατή προσπάθεια, προκειμένου να επουλώσουν το τραύμα της Εκκλησίας, που προκλήθηκε από τη δυτική ανάμειξη με σκοπό την επιβολή μιας αντικανονικής εκκλησιαστικής πραγματικότητας», συμπέρανε ο ιεράρχης.



ΠΗΓΗ

Διάλογος Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών στο Μπάρι της Ιταλίας

 Διάλογος Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών στο Μπάρι της Ιταλίας

Μετά την επιτυχή ολοκλήρωση της Ολομέλειας που πραγματοποιήθηκε στην Αλεξάνδρεια το 2023, η Συντονιστική Επιτροπή της Μικτής Διεθνούς Επιτροπής επί του Θεολογικού Διαλόγου μεταξύ της Ρωμαιοκαθολικής και της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπό την συμπροεδρία του Σεβ. Καρδινάλιου κ. Kurt Koch, Προέδρου της Επιτροπής για την Προώθηση της Χριστιανικής Ενότητας, και του Σεβ. Μητροπολίτου Πισιδίας κ. Ιώβ (Οικουμενικόν Πατριαρχείον), συνεδρίασε μεταξύ 3 και 7 Ιουνίου 2024 στο Πνευματικό Κέντρο Oasi Santa Maria της ρωμαιοκαθολικής Αρχιεπισκοπής του Μπάρι-Μπιτόντο. Η Επιτροπή φιλοξενήθηκε φιλαδέλφως από τον Αρχιεπίσκοπο του Μπάρι-Μπιτόντο κ. Giuseppe Satriano.

Την Τρίτη 4 Ιουνίου 2024, τα ρωμαιοκαθολικά μέλη της Επιτροπής ετέλεσαν τη Θεία Λειτουργία στον Καθεδρικό Ναό του Μπάρι, παρόντων των Ορθοδόξων μελών και πιστών. Μετά την λειτουργία, ο Σεβασμιώτατος Αρχιεπίσκοπος κ. Giuseppe Satriano παρέθεσε δείπνο. Την Πέμπτη, 6 Ιουνίου 2024, τα Ορθόδοξα μέλη της Επιτροπής ετέλεσαν τη Θεία Λειτουργία επί του τάφου του Αγίου Νικολάου, στην Κρύπτη της Βασιλικής του Αγίου Νικολάου στο Μπάρι, με την παρουσία των Ρωμαιοκαθολικών μελών και των πιστών. Μετά τη Θεία Λειτουργία, η αδελφότητα των Δομινικανών μοναχών της Βασιλικής παρέθεσε πρόγευμα στα μέλη της Επιτροπής.

Η συνεδρίαση της Επιτροπής στον ίδιο ιστορικό χώρο στον οποίο ενεκρίθη το Κείμενο του Μπάρι (1987) αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τα μέλη της. Η Συντονιστική Επιτροπή εξέτασε ένα προσχέδιο κειμένου με τίτλο «Προς την Ενότητα εν τη Πίστει: Θεολογικά και Κανονικά Ζητήματα», το οποίο συνοψίζει τους καρπούς του Διαλόγου μέχρι σήμερα και επισημαίνει ζητήματα τα οποία χρήζουν επιλύσεως μεταξύ Ρωμαιοκαθολικών και Ορθόδοξων. Η Επιτροπή ξεκίνησε την συζήτηση, συγκεκριμένα, των ιστορικών και θεολογικών ζητημάτων που σχετίζονται με το Filioque και το Αλάθητο, αντιστοίχως. Για το σκοπό αυτό, ορίστηκαν δύο υποεπιτροπές, καθεμία από τις οποίες επιφορτίστηκε με τη σύνταξη ενός προσχεδίου κειμένου για καθένα από αυτά τα θέματα.

Η Συντονιστική Επιτροπή θα συνεδριάσει, συν Θεώ, τον επόμενο χρόνο, για να συζητήσει λεπτομερώς τα ανωτέρω προσχέδια.

Τα μέλη προσβλέπουν στην προσεχή επέτειο της συμπλήρωσης 1.700 ετών από τη σύγκληση της Α´ Οικουμενικής Συνόδου, που πραγματοποιήθηκε στη Νίκαια το 325, και προσεύχονται ώστε αυτό το γεγονός να αποτελέσει πηγή έμπνευσης στην πορεία προς την αποκατάσταση της πλήρους κοινωνίας.

Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΗ ΕΝΑΝΤΙ ΤΗΣ ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΙΚΗΣ ΤΟΥ Π.Σ.Ε.

 

Η ιεραποστολή, με ρίζες στην αρχαία Εκκλησία, αγγίζει την καρδιά της χριστιανικής πίστης. Στην ουσία της, αποτελεί την αποστολή κηρύκων, κατά την εντολή του Κυρίου[1], γεμάτων ζήλο και αυταπάρνηση, σε περιοχές όπου η διδασκαλία του Χριστού παραμένει άγνωστη.
Οι ιεραπόστολοι, όντας αγγελιοφόροι της αγάπης και της ελπίδας, διαδίδουν το Ευαγγέλιο, φέρνοντας το φως σε σκοτεινές γωνιές του κόσμου. Το έργο τους αγγίζει πολλές πτυχές της ανθρώπινης ζωής, ξεπερνώντας τα στενά θρησκευτικά πλαίσια.
Εκτός από την κήρυξη του Χριστιανισμού, προσφέρουν ανθρωπιστική βοήθεια, φροντίζουν για την εκπαίδευση και την υγεία των μειονεκτικών πληθυσμών, και αγωνίζονται για την κοινωνική δικαιοσύνη.
Η ιεραποστολή δεν είναι μια απλή δραστηριότητα. Συχνά, οι ιεραπόστολοι έρχονται αντιμέτωποι με προκλήσεις και κακουχίες, θυσιάζοντας την άνεση και την ασφάλεια της ζωής τους για να υπηρετήσουν τον σκοπό τους.
Παρά τις δυσκολίες, η αφοσίωσή τους παραμένει ακλόνητη, τροφοδοτούμενη από την πίστη τους στον Θεό και την αγάπη τους για τον συνάνθρωπο.
Η ιεραποστολή αποτελεί ζωντανή μαρτυρία της χριστιανικής αγάπης σε δράση, υπενθυμίζοντάς μας το καθήκον μας να μοιραστούμε το φως της πίστης με όσους το στερούνται.
Ένα ερώτημα όμως που τίθεται είναι το αν η ορθόδοξη ιεραποστολή χωρά διάφορους συμβιβασμούς και υποχωρήσεις - που πάντα αφορούν την πίστη - ειδικά όταν στα ίδια μέρη - χώρες, υπάρχουν και κινούνται οι διάφορες θρησκευτικές οργανώσεις που - καθόλου τυχαία - είναι ως επί το πλείστον προτεσταντικές και με κύριο σπόνσορα το Π.Σ.Ε.!

Ας κάνουμε μία σημαντική ιστορική αναδρομή δανειζόμενοι ένα εξαιρετικό κείμενο.

Η σύγχρονη οικουμενική κίνηση έχει τις καταβολές της στην Προτεσταντική ιεραποστολική κίνηση του 19ου αιώνα και στην επιθυμία των μελών του διομολογιακού προτεσταντικού κινήματος των «ευαγγελικών» για μια «αδελφική ενότητα» (unity in fellowship) με κύριο σκοπό την επιτυχία στο ιεραποστολικό πεδίο. Ο Willem Saayman, ένας Προτεστάντης ειδικός σε θέματα ιεραποστολής, αρχίζει την μελέτη του για την ιεραποστολή και την ενότητα με τα ακόλουθα λόγια: «Η οικουμενική κίνηση δεν προέρχεται απλώς από το πάθος για ενότητα. Πηγάζει από το πάθος για ενότητα, που είναι τελείως συγχωνευμένο με την ιεραποστολή»(1) Ωστόσο η ενοποίηση της ιεραποστολής και του οικουμενισμού στον προτεσταντικό κόσμο προχώρησε βήμα βήμα και όχι χωρίς εμπόδια, στην βάση παγκόσμιων ομολογιακών συμμαχιών και συμφώνων αποφυγής αμοιβαίου προσηλυτισμού (comity agreements) (2) κατά το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα και συνεχίστηκε με τα διεθνή φοιτητικά κινήματα και τα ιεραποστολικά συνέδρια. Έτσι η ενοποίηση ιεραποστολής και οικουμενισμού αποτέλεσε ένα νέο παράδειγμα εκκλησιαστικής ενότητας- «χάριν της εκχριστιάνισης του κόσμου»- πάνω στο οποίο από το 1910 και μετά κτίσθηκε η οικουμενική κίνηση(3).

Η πορεία ξεκινά με τις λεγόμενες «Μεγάλες Ευαγγελικές Αφυπνίσεις»(Great Evangelical Awakenings). Προκειμένου να εκτιμηθεί σωστά η Σύγχρονη Οικουμενική Κίνηση και ειδικότερα τα Παγκόσμια Ιεραποστολικά Συνέδρια, είναι σημαντικό να κατανοηθεί ο θεμελιώδης ρόλος που έπαιξαν οι «Μεγάλες Αφυπνίσεις» του 19ου αιώνα οι Μεταρρυθμισμένες Ομολογίες είχαν γνωρίσει την μεγαλύτερη κάμψη της θρησκευτικής ζωντάνιας τους και είχαν μεγάλη ανάγκη πνευματικής αναζωογόνησης(5). Αυτή η αναζοωγόνηση ήλθε με το κίνημα της Ευαγγελικής Αφύπνισης, οι ρίζες του οποίου ανιχνεύονται στο κίνημα της Γερμανίας, στις αρχές του Μεθοδισμού της Μεγάλης Βρετανίας και στην λεγόμενη «Μεγάλη Αφύπνιση» (Great Awakening) των Αμερικανών αποικιστών(6). Αν και το κύριο κίνητρό του ήταν ο Βρετανικός Ευαγγελισμός, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί υπερεθνικό, καθόσον εξαπλώνονταν από χώρα σε χώρα.(7)
     Το πνεύμα πάντως και η ιθύνουσα δύναμις αυτού του κινήματος ήταν ένα: το πάθος για ιεραποστολή. Από αυτό το πάθος δημιουργήθηκαν σύλλογοι, πρωτοβουλίες και οργανώσεις, όπου Προτεστάντες διαφόρων εθνικοτήτων και ομολογιών «συνασπίσθηκαν για να κερδίσουν τον κόσμο υπέρ του Χριστού»(8).
     Το ιεραποστολικό αυτό κίνημα που προήλθε από την Ευαγγελική Αφύπνιση(9) δεν λειτούργησε μέσα σε κενό, αλλά επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από τις ιστορικές συνθήκες. Το όνειρο του εκχριστιανισμού των ειδωλολατρών όλης της γης φάνηκε ξαφνικά πραγματοποιήσιμο με την βοήθεια του αποικισμού και της αποικιοκρατίας και για αυτό στην πρακτική εφαρμογή του στηρίχθηκε κατά πολύ στις Δυτικές Δυνάμεις, ιδιαίτερα στην Αγγλία και την Αμερική. Έτσι, στο πάντρεμα της ιεραποστολής με τον αποικισμό, εκτός από το πάθος για «εκχριστιανισμό» του κόσμου προστέθηκε και το καθήκον του «εκπολιτισμού» του.
     Ο Samuel Worcester της αμερικάνικης πτέρυγας των αποκαλουμένων «Εξωτερικών Ιεραποστολών» περιέγραψε του στόχους της οργάνωσής του με την ακόλουθη ιεράρχηση: «Να κάνουμε όλη την φυλή Αγγλόφωνη, να την εκπολιτίσουμε στις συνήθειές της και να την εκχριστιανίσουμε ως προς την θρησκεία της: αυτό είναι το παρόν σχέδιο»(10).
     Πάντως αν για τον Αμερικανό Προτεστάντη ιεραπόστολο ο «εκχριστιανισμός» ήταν αχώριστος από τον «εκπολιτισμό», ο Χριστιανισμός χωρίς το εμπόριο δεν ήταν ελκυστικός για τον Άγγλο Προτεστάντη. Ο εξερευνητής-ιεραπόστολος David Livingston το 1856 ηλέκτρισε το Βρετανικό έθνος με τα περιπετειώδη ταξίδια του στην Αφρική, στήνοντας πρώτος μια συμμαχία μεταξύ «εμπορίου, πολιτισμού και Χριστιανισμού», η οποία στο εξής θα χαρακτήριζε τις βρετανικές προτεσταντικές ιεραποστολές, κατά την εποχή της  αποικιοκρατίας. Με την καλλιέργεια της κλίσης των ιθαγενών για εμπόριο, ο Λίβινγκστον ισχυρίσθηκε ότι: «τα κέρδη που μπορούν να αντληθούν από εμπορικής απόψεως είναι αναρίθμητα, αλλά δεν πρέπει να χάσουμε από τα μάτια μας και τις ανεκτίμητες ευλογίες που είμαστε σε θέση να χαρίσουμε στον αφώτιστο Αφρικανό, προσφέροντας του το φως του Χριστιανισμού. Αυτοί οι δύο σκαπανείς του πολιτισμού -Χριστιανισμός και εμπόριο- πρέπει να παραμείνουν αχώριστοι»(11).
     Ωστόσο το εμπόριο από μόνο του δεν ήταν αρκετό για να εμψυχώσει αυτό που οι Προτεστάντες ιστορικοί αποκαλούν τη «μεγαλύτερη μέχρι σήμερα γεωγραφική επέκταση της Πίστης»(12). Ήταν κυρίως η ραγδαία αύξηση του ιεραποστολικού ζήλου και των συναφών οργανώσεων των Ευαγγελικών που προκάλεσε εκείνο που ο Ρούφους Άντερσον περιέγραψε ως «την δεδηλωμένη προσδοκία και επιδίωξη να εργαστούμε - πρώτη φορά μετά την αποστολική εποχή - για τον εκχριστιανισμό ολόκληρου του ειδωλολατρικού κόσμου»(13).
 Πίσω από την έκρηξη των ιεραποστόλων βρίσκονταν η επιθυμία των Προτεσταντών να δραπετεύσουν από τον συμβατικό και πειθαρχημένο τρόπο ζωής τους και να ανακαλύψουν «ότι βρίσκεται πέρα από τα σύνορα της συμβατικής ζωής»(14). Όμως αυτή η αισιοδοξία και ο οραματισμός(15) που χαρακτήριζε την ιεραποστολή στα μέσα του 19ου αιώνα βασίζονταν και σε σημαντικά οικονομικά και τεχνολογικά μέσα, που αυτή είχε πλέον στην διάθεσή της. Έτσι με την αλλαγή του αιώνα ο John Mott, ο εκπρόσωπος των παγκόσμιων ιεραποστόλων των Προτεσταντών(16), τόλμησε να μιλήσει για τον «ευαγγελισμό του κόσμου μέσα σε αυτήν την γενεά»(17). Οι έξι Προτεσταντικές ιεραποστολικές οργανώσεις των αρχών του 19ου αιώνα είχαν γίνει περί τα τέλη του πεντακόσιες τριάντα επτά (537). Έβλεπε επίσης, μια απαράμιλλη ευκαιρία για εξουσία, που οι δυτικοί κυβερνήτες είχαν επί του ενός τρίτου του «μη ευαγγελιζομένου κόσμου»(18). «Φαίνεται απολύτως εφικτό» γράφει ο Μοτ, «το να γεμίσει η γη με την γνώση του Χριστού, πριν παρέλθει η παρούσα γενεά... Τώρα ο ατμός και ο ηλεκτρισμός έχουν συνδέσει τον κόσμο. Η Εκκλησία του Θεού βρίσκεται στην ανιούσα. Έχει στον άμεσο έλεγχο της την ισχύ, τον πλούτο και την γνώση του κόσμου»(19).

     Αυτό το παγκόσμιο προτεσταντικό ιεραποστολικό όραμα έθεσε τις βάσεις για τον επόμενο «οικουμενιστικό αιώνα» με δυο σημαντικούς τρόπους:

     Πρώτον: έβγαλε τον Προτεσταντισμό από την γεωγραφική του απομόνωση και τον έφερε σε επαφή με πολιτισμούς και θρησκείες όλου του κόσμου, αλλά και σε συνειδητοποίηση της δικής του ομολογιακής κατάτμησης, η οποία μεταφυτεύθηκε πλέον στο ιεραποστολικό πεδίο. (Προξενεί εντύπωση το ότι οι πιο θερμοί υποστηρικτές του Οικουμενισμού, γύρω στην αλλαγή του αιώνα, είναι οι αρχηγοί των νεοπαγών ιεραποστόλων της Κίνας και της Ινδίας. Τα τέκνα της διαίρεσης καλούν τους πατέρες τους σε απολογία).

     Δεύτερον: βασισμένοι στην αποικιακή, οικονομική και συγκοινωνιακή επέκταση, η παγκόσμια εξάπλωση του Προτεσταντισμού αποβαίνει σημαντικός παράγοντας στα πρώτα στάδια της «παγκοσμιοποίησης»(20), η οποία έχει οικοδομηθεί πάνω στην φιλοσοφία και τον πολιτισμό της Προτεσταντικής Δύσης(21).
     Έτσι το παμπροτεσταντικό ιεραποστολικό εγχείρημα έγινε εφαλτήριο της Οικουμενικής Κίνησης και προετοίμασε το έδαφος για την άφιξη του επόμενου «οικουμενιστικού αιώνα» και την μετάβαση από την ιεραποστολική στην «οικουμενιστική εκκλησιολογία».

Μέσα σε μια ατμόσφαιρα φορτισμένη από ιεραποστολική προσδοκία και φιλοδοξία ετοιμάσθηκε το έδαφος για τον σπόρο του Οικουμενισμού. Ένας ιστορικός περιγράφει τα ενοποιητικά αποτελέσματα της Ευαγγελικής Αφύπνισης ως εξής:
     «Στην πρώτη της ενθουσιώδη φάση, η αμεσότητα της Αφύπνισης, η αίσθηση της χιλιαστικής προσδοκίας που προκάλεσε, η φρεσκάδα της ευαγγελιστικής εμπειρίας, το κίνημα ανανέωσης, όλα εξυπηρέτησαν την δημιουργία ενός δυνατού αισθήματος αδελφοσύνης μεταξύ αυτών που αφυπνίσθηκαν. Οι Αρμίνιοι και οι Καλβινιστές, οι της Άνω και της Κάτω Εκκλησίας και οι Αντικομφορμιστές πέτυχαν μια ενότητα πρωτοφανούς επιπέδου»(22).
     Αυτό το αίσθημα αδελφοσύνης δεν παρέμεινε μόνο συναίσθημα, αλλά εκφράσθηκε και θεσμικά. Το 1846 στο Λονδίνο δημιουργήθηκε «μια επί τούτω οργάνωση για την έκφραση της ενότητας μεταξύ των Χριστιανών που ανήκαν σε διαφορετικές εκκλησίες, η Ευαγγελική Συμμαχία»(23). Σ' αυτήν συμμετείχαν οκτακόσιοι Ευαγγελικοί ηγέτες, που ανήκαν σε περισσότερες από πενήντα δύο προτεσταντικές ομολογίες. Με την συμμαχία αυτή θεωρήθηκε ότι «η πραγματικότητα της Χριστιανικής ενότητας βρήκε επιτέλους σωματειακή έκφραση»(24).
     Η Ευαγγελική Συμμαχία ήταν μια οργάνωση που «απέβλεπε στο να κάνει ορατή την  Αόρατη Εκκλησία, ώστε ο κόσμος να γνωρίζει»(25). Με την βοήθειά της οι Ευαγγελικοί «έμαθαν να αισθάνονται εν Χριστώ ως εν, πέρα από εθνικά και εκκλησιαστικά σύνορα, συνασπίσθηκαν σε εθελοντικές οργανώσεις και άρχισαν να βλέπουν την μεταξύ τους συνεργασία για την υπηρεσία του Κυρίου σαν ένα κανονικό και ευχάριστο μέρος της χριστιανικής ζωής»(26).
     Ενωμένοι στην ιεραποστολική εμπειρία, παρά τις δογματικές τους διαφορές, οι Ευαγγελικοί βρήκαν μια ενότητα που μπορεί να θεωρηθεί ως μια από τις πρώτες εκφράσεις του σύγχρονου οικουμενιστικού πνεύματος(27). Όπως γράφει ο T. V. Philip, οι Ευαγγελικοί συνειδητοποίησαν ότι: «κατείχαν μια κοινή εμπειρία, που τους ξεχώριζε καθοριστικά από τους άλλους και τους ένωνε στην αδελφότητα μιας αόρατης εκκλησίας του Χριστού, στην οποία ανήκαν όλοι οι λεγόμενοι ''ζωντανοί'' Χριστιανοί. Το ''Ευαγγελικό'' φαινόμενο δεν ήταν ζήτημα θεολογικού στοχασμού, αλλά μάλλον ένας γενικός παροξυσμός εμπειρίας... Γι' αυτούς (τους Ευαγγελικούς), αν οι θεολογίες μπορούσαν να διαιρούν, η εμπειρία μπορούσε να ενώνει»(28).
     Έτσι λοιπόν το πάθος για ευαγγελισμό προκάλεσε το πάθος για ενότητα. Και αυτό εκφράσθηκε τόσο σε πρακτικό επίπεδο, προς μεγαλύτερη ιεραποστολική επιτυχία, όσο και σε θεωρητικό, με την Ευαγγελική αντίληψη περί αόρατης εκκλησίας και περί ενότητας ως θέματος καρδιάς, θέματος πνευματικού και όχι οργανωτικού(29). Η εξάπλωση και η αποδοχή αυτής της αντίληψης της εκκλησίας σε όλους τους Ευαγγελικούς κύκλους, αλλά και πέρα από αυτούς, κατέστη δυνατή με την εμφάνιση της λεγομένης «ιεραποστολικής οργάνωσης» (missionary society), που ήταν μη εκκλησιαστικό και ταυτόχρονα υπερ- εκκλησιαστικό.
     Η Προτεστάντις ιστορικός Routh Rouse αναφέρει τα εξής για τις Ευαγγελικές «ιεραποστολικές οργανώσεις»: «Δεν ήταν οικουμενικές ως προς τον σκοπό..., αλλά ... ήταν οικουμενικές ως προς το αποτέλεσμα... Δημιούργησαν μια συνείδηση ενότητας, μια ''αίσθηση σύμπνοιας'' μεταξύ Χριστιανών από διάφορες εκκλησίες. Αν και σπανίως διατυπώνονταν η διήκουσα αντίληψη περι χριστιανικής ενότητας που κρυβόταν κάτω από τον κοινό αγώνα, ήταν ότι όλοι οι αληθινοί Χριστιανοί έχουν κοινή εν Χριστώ ζωή και ως εκ τούτου είναι εν και αυτό το εν είναι η ουσιαστική χριστιανική ενότητα»(30).
     Ένα «καινούργιο πράγμα» εμφανίσθηκε στην Χριστιανική ιστορία: μια αόρατη «εκκλησία», ταυτόχρονα εντός και υπεράνω των εκκλησιών. Οι Ευαγγελικοί ζούσαν διπλή ζωή: ήταν έντιμα και πιστά μέλη της εθνικής εκκλησίας, αλλά γνώριζαν επίσης στις καρδιές τους ότι μοιράζονταν μια κοινή πίστη και εμπειρία με άλλους Ευαγγελικούς, «που υπερέβησαν τα δογματικά σύνορα και τις θεολογικές ομάδες»(31). Το μέγιστο κακό για τους Ευαγγελικούς της εποχής, που έβλεπαν σαν κύρια αποστολή τους τον ευαγγελισμό των ειδωλολατρών, ήταν η «δογματική μισαλλοδοξία». Η ίδρυση το 1795 της Ιεραποστολικής Οργάνωσης του Λονδίνου, που ξεκίνησε σαν ενωτική προσπάθεια των Congrational-ιστών, των πρεσβυτεριανών, των Μεθοδιστών και των Αγγλικανών, χαιρετίστηκε ως η «κηδεία της μισαλλοδοξίας»(32).
      Έτσι λοιπόν μια «Ευαγγελική Εκκλησιολογία» εμφανίζεται μέσα από την κοινή ιεραποστολική εμπειρία, θεμελιωμένη πάνω στο σύνθημα: «Αν οι θεολογίες διαιρούν η εμπειρία ενώνει».

Και καταλήγει ο συγγραφέας του εξαιρετικού αυτού κειμένου Πρωτοπρεσβύτερος π. Πέτρος
Heers:

«Oι Ορθόδοξοι Οικουμενιστές θα ήθελαν να βλέπουμε σήμερα το Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών ως ένα ανθρωπιστικό και ειρηνιστικό βήμα διαλόγου, από το οποίο δεν πρέπει να απουσιάζουμε «για να μην απομονωθούμε». Όμως η αλήθεια είναι ότι το ΠΣΕ δεν έχει πάψει ποτέ μέχρι σήμερα να διαπνέεται από το ευαγγελιστικό προτεσταντικό όραμα μιας ενοποιημένης παγκόσμιας ιεραποστολής, αδιαφόρως δογματικών ιδιαιτεροτήτων και ευαισθησιών: Κάτι που είναι ίσως κατανοητό για τους Προτεστάντες, με τις μικρές συνήθως δογματικές διαφορές μεταξύ τους, όχι όμως και για τους Ορθοδόξους(73).
     Εκείνο Δε που καθιστά αυτό το όραμα ακόμα πιο επικίνδυνο είναι ότι σήμερα το Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών διαφημίζει το μειονέκτημά του σαν πλεονέκτημα και αρχίζει να τιμά και να «εορτάζει» την «διαφορετικότητα» των μελών του, αντί να θλίβεται γι' αυτήν και να προσπαθεί να την ξεπεράσει.
     Αυτά σε συνδυασμό με την προϊούσα απομάκρυνση πολλών μελών του ΠΣΕ από την γνήσια Ευαγγελική πίστη και ηθική, όσο και με την όλο και πιο ορατή προσέγγιση και συμφιλίωση του με τις άλλες θρησκείες, ρίχνουν πάνω στο παγκοσμιοποιημένο ιεραποστολικό όραμα του Οικουμενισμού ανταύγειες ενός εφιάλτη της Αποκαλύψεως, μιας παγκόσμιας ιεραποστολής χωρίς Χριστό, έτοιμης να δεχθεί και να κηρύξει τον Αντίχριστο.
     Από το αδιέξοδο αυτό της οικουμενιστικής εκκλησιολογίας και ιεραποστολής, η οποία περισσότερο δίχασε την Ορθόδοξη Εκκλησία παρά την ένωσε, μοναδική διέξοδο αποτελεί η Ορθόδοξη ιεραποστολή.
     Αν η Προτεσταντική ιεραποστολή μας οδήγησε στον Οικουμενισμό, Ορθόδοξη Ιεραποστολή θα μας βγάλει απ' αυτόν: η δοκιμασμένη, Αποστολική και Αγιοπατερική Ιεραποστολή, αυτή που είναι αληθινή, ασυμβίβαστη, ασκητική και αυτοθυσιαστική, και έχει στόχους ουράνιους και όχι εφήμερους. Κατά την Παράδοση και το πνεύμα των Αγίων Πέτρου και Παύλου, Κυρίλλου και Μεθοδίου, Κοσμά του Αιτωλού, Αλάσκας Ιννοκεντίου, αλλά και των πιο πρόσφατων και αείμνηστων, Κοσμά Γρηγοριάτη και Μαγαδασκάρης κυρού Νεκταρίου.
     Σε τέτοιου είδους Ορθόδοξη μαρτυρία κανείς δεν μπορεί να προβάλει αντίρρηση. Μια τέτοια Ορθόδοξη ιεραποστολή μπορεί να ενώσει όλους τους Ορθοδόξους στην πραγμάτωση ενός γνήσιου καθολικού και αποστολικού οράματος, όπου όλοι, σύμφωνα με τον Απόστολο Πέτρο, θα είμαστε «έτοιμοι αεί προς απολογίαν παντί τω αιτούντι υμάς λόγον περί της εν υμίν ελπίδος μετά πραϋτητος και φόβου»(Α' Πετρ. Γ' 15).
     Έτσι με τέτοιου είδους πνευματική και γνήσια εκκλησιαστική Ιεραποστολή θα μπορούμε να καλούμε όλους - αλλόθρησκους, αλλόπιστους και αλλόδοξους- στην μοναδική κιβωτό σωτηρίας, την Μία, Αγία, Ορθόδοξη, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, που είναι το ίδιο το ίδιο το αληθινό Σώμα του Αναστάντος Κυρίου Ιησού Χριστού».

 



[1] «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα Έθνη» (Ματθ.28,19)



ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ ΚΑΙ ΓΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΠΑΤΗΣΤΕ
ΕΔΩ

 



ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

 ΠΟΙΑ Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΑΓΑΠΗ (ΕΝΑΝΤΙ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΤΩΝ ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ)