«πάντα ταῦτα ἐνεργεῖ ἓν καὶ τὸ αὐτὸ Πνεῦμα»


Ἄπαντες οἱ χριστιανοί συναποτελοῦσι, κατὰ τὸν ἀπόστολον Παῦλον, τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἓν ἄρτιον σῶμα, ἕνα τέλειον ὀργανισμόν, συγκείμενον ἐκ πολλῶν καὶ διαφόρων μελῶν, ἕκαστον τῶν ὁποίων ἐπι τελεῖ ἰδίαν λειτουργίαν ἐν αὐτῷ, δι' ἰδίων «χαρισμάτων» του Πνεύματος, έχει δ' ὅμως ἀνάγκην πάντων τῶν λοιπῶν μελῶν, διακονούμενον ὑπ' αὐτῶν καὶ διακονοῦν αὐτοῖς, ἰδίως δὲ τὰ ὑπερέχοντα μέλη διακονοῦσι τοῖς ταπεινοῖς, καὶ δὴ οἱ κληρικοὶ τοῖς λαϊκοῖς, χάριν τῶν ὁποίων ὑπάρχουσιν οἱ κληρικοὶ ἐν τῷ σώματι καὶ διὰ τὸ σῶμα καὶ ἐν ἀδιαρρήκτῳ μετ ̓ αὐτοῦ συνδέσμῳ. Οὕτως ὁ Κύριος «αὐτὸς ἔδωκε τοὺς μὲν ἀποστόλους, τοὺς δὲ προφήτας, τοὺς δὲ εὐαγγελιστάς, τοὺς δὲ ποιμένας καὶ διδασκάλους, εἰς τὸν καταρτισμὸν τῶν ἁγίων εἰς ἔργον διακονίας, εἰς οἰκοδομὴν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ» (Εφ. 4,11-12). Ὥστε «τὰ μέλη πάντα οὐ τὴν αὐτὴν ἔχει πρᾶξιν• οὕτως οἱ πολλοὶ ἓν σῶμά ἐσμεν ἐν Χριστῷ, ὁ δὲ καθ' εἷς ἀλλήλων μέλη• ἔχοντες δὲ χαρίσματα κατὰ τὴν χάριν τὴν δοθεῖσαν ἡμῖν διάφορα, εἴτε προφητείαν, κατὰ τὴν ἀναλογίαν τῆς πίστεως, εἴτε διακονίαν, ἐν τῇ διακονίᾳ, εἴτε ὁ διδάσκων, ἐν τῇ διδασκαλίᾳ, εἴτε ὁ παρακαλῶν, ἐν τῇ παρακλήσει, ὁ μεταδιδούς, ἐν ἁπλότητι, ὁ προϊστάμενος, ἐν σπουδῇ, ὁ ἐλεῶν, ἐν ἱλαρότητα» (Ρωμ. 12, 4-8). Πράγματι ἐν τῷ σώματι τῆς Ἐκκλησίας «διαιρέσεις χαρισμάτων εἰσίν, τὸ δὲ αὐτὸ Πνεῦμα• καὶ διαιρέσεις διακονιῶν εἰσιν, καὶ ὁ αὐτὸς Κύριος• καὶ διαιρέσεις ἐνεργημάτων εἰσίν, ὁ δὲ αὐτός ἐστι Θεός, ὁ ἐνεργῶν τὰ πάντα ἐν πᾶσιν» (Α' Κορ. 12, 4-6). Εὔδηλον, λοιπόν, ὅτι ὑπάρχουσι «διαιρέσεις χαρισμάτων καὶ διακονιῶν καὶ ἐνεργημάτων», δῶρα τοῦ Αγίου Πνεύματος πρὸς τὰ μέλη τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας, «χαρίσματα διάφορα κατὰ τὴν χάριν τὴν δοθεῖσαν αὐτοῖς», ἐξ ὧν ἄλλα μὲν χορηγοῦνται εἰς τοὺς κληρικούς, ὡς ἡ διδασκαλία, ἡ ἱερουργία τῶν μυστηρίων καὶ ἡ διαποίμανσις τῶν πιστῶν, ἄλλα δὲ εἰς τοὺς λαϊκούς, καὶ πρὸ πάντων εἰς τοὺς ἐξ αὐτῶν «χαρισματούχους», ὡς ἡ διδασκαλία, ἡ διακονία, ἡ ἱεραποστολὴ καὶ γενικῶς ἡ συμμετοχὴ εἰς πάσας σχεδὸν τὰς ἐκκλησιαστικὰς δραστηριότητας, ἐν συνεργασίᾳ καὶ ὑπὸ τὴν καθοδήγησιν τῶν κληρικῶν.

Ἡ δὲ ἐπὶ τῆς πίστεως καὶ τῆς ἀγάπης εδραζομένη συμφωνία καὶ συνεργασία αὕτη δέον νὰ εἶναι τοιαύτη, ὥστε οὐδὲν τὸ σοβαρὸν νὰ ἐνεργῆται ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ὑπὸ μόνων τῶν κληρικῶν ἄνευ τῶν λαϊκῶν, πολλῷ δὲ ἧττον ὑπὸ μόνων τῶν λαϊκῶν ἄνευ τῶν κληρικῶν, ἀλλὰ πάντοτε ἐν ἀγαστῇ συμπράξει καὶ «συμπνοίᾳ» καὶ ἐν ἀμοιβαίῳ σεβασμῷ τῶν ἀναφαιρέτων δικαιωμάτων ἑκάστης «τάξεως», ἡγουμένης βεβαίως τῆς τῶν κληρικῶν, καὶ πρὸ πάντων τῶν ἐπισκόπων, ὅπως ἀκριβῶς συνέβαινε καὶ κατὰ τὴν ἀποστολικὴν καὶ τὴν μεταποστολικὴν ἐποχήν. Η συνεργασία αὕτη ἑδράζεται «ἐπὶ τῆς ἀρχῆς τῆς ἑνότητος ἐν τῇ ἐκκλησιαστικῇ διοργανώσει, έκδηλουμένη ἐξ ἑνὸς μὲν διὰ τῆς ὑπὸ τοῦ κλήρου ἐν ἀγάπῃ διακονίας τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, ἐξ ἑτέρου δὲ διὰ τῆς ἐν ὑπακοῇ συμπαραστάσεως τῶν λαϊκῶν εἰς τὴν ἐκ πλήρωσιν τοῦ λειτουργήματος τῶν κληρικῶν». Οὕτως αἱ διαιρέσεις τῶν χαρισμάτων καὶ τῶν διακονιῶν καὶ τῶν δραστηριοτήτων καὶ ἡ ποικιλία τῶν δωρεῶν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πρὸς πάντα τὰ μέλη τοῦ ἑνιαίου σώματος τῆς Ἐκκλησίας, ἐν τῷ ὁποίῳ «πάντα ταῦτα ἐνεργεῖ ἓν καὶ τὸ αὐτὸ Πνεῦμα» (Α' Κορ. 12, 11), ὑποχρεοῦσι πάντα ἀδιακρίτως τὰ μέλη εἰς σύμπνοιαν καὶ ἁρμονικὴν συνεργασίαν καὶ εἰς ἐνέργειαν ἐν μέτρῳ ἑνὸς ἑκάστου μέλους τὴν αὔξησιν τοῦ σώματος ποιεῖσθαι (Εφ. 4,16). Πρὸς τοῦτο δωρεῖται τὸ Ἅγιον Πνεῦμα εἰς πάντα τὰ μέλη τὰ ἐν Α ́ Κορ. 12, 8-11 αναφερόμενα χαρίσματα, ἵνα «ἕκαστος καθὼς ἔλαβε χάρισμα εἰς ἑαυτοὺς αὐτὸ διακονοῦντες ὡς καλοὶ οἰκονόμοι ποικίλης χάριτος Θεοῦ» (Α ́ Πέτρ. 4,10), συμβάλλωνται συνεργαζόμεναι εἰς τὴν σωτηρίαν τῶν ἀνθρώπων καὶ τὴν οἰκοδομὴν τοῦ ὅλου σώματος τῆς Ἐκκλησίας ἐν ἀγάπῃ (Εφ. 4, 16).
Διότι ὅπως οἱ κληρικοί, οὕτω καὶ οἱ λαϊκοὶ ἀποτελοῦσιν ἀπαραίτητον καὶ ἀναπόσπαστον συστατικὸν στοιχεῖον τῆς Ἐκκλησίας, πάντες δὲ συνδέονται ὀργανικῶς καὶ συναποτελοῦσι μίαν ἀδιάρρηκτον ἑνότητα, τὸ ἓν μυστικὸν σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ὡς καὶ μίαν κοινωνίαν λατρείας καὶ ζωῆς τοῦ καινοδιαθηκικοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ ἀληθοῦς Ἰσραὴλ καὶ «βασιλείου ἱερατεύματος», ἐννοουμένου βεβαίως τοῦ τελευταίου τούτου ἐν ὀρθοδόξῳ ἐννοίᾳ. Εντεῦθεν «ἡ διαίρεσις τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας εἰς δύο τάξεις, εἰς κληρικούς καὶ λαϊκούς, δὲν ἀποτελεῖ διαφορὰν οὐσίας, ἀλλὰ λειτουργικὴν τοιαύτην, ὡς συμβαίνει εἰς πάντα ζῶντα ὀργανισμόν, τὴν δὲ διάκρισιν αὐτῶν καθώρισεν αὐτὸ τοῦτο τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον (Εφ. 4,11-12, πρβλ. καὶ Α' Κορ. 12, 4 έξ. Ρωμ. 12,4 έξ.)»
Ἐξ ὁλοκλήρου τοῦ ιβ ́ κεφαλαίου τῆς Α' πρὸς Κορινθίους ἐπιστολῆς ἐξάγεται, ὅτι αἱ δωρεαὶ τῆς χάριτος τοῦ ̔Αγίου Πνεύματος δεν περιωρίσθησαν εἰς τοὺς ̓Αποστόλους καὶ τοὺς διαδόχους των επισκόπους καὶ λοιπούς κληρικούς μόνον, ἀλλ' ἐπεξετάθησαν καὶ εἰς τοὺς ἀνωτέρω μνημονευομένους χαρισματούχους λαϊκούς, οἵτινες ἔκτοτε δρῶσιν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἐν ἀγαστῇ συνεργασίᾳ μετὰ τῶν κληρικῶν, ἀναλόγως τοῦ ἐν ᾧ ἐτάχθη ἕκαστος διακονήματος καὶ λειτουργήματος, ἐφ' ὅσον «διαιρέσεις χαρισμάτων... καὶ διακονιῶν... καὶ ἐνεργημάτων εἰσίν, ὁ δὲ αὐτός ἐστι Θεός, ὁ ἐνεργῶν τὰ πάντα ἐν πᾶσιν... Μὴ πάντες ἀπόστολοι; μὴ πάντες προφῆται; μὴ πάντες διδάσκαλοι; μὴ πάντες δυνάμεις; μὴ πάντες χαρίσματα ἔχουσιν ἰαμάτων; μὴ πάντες γλώσσαις λαλοῦσι; μὴ πάντες διερμηνεύουσι; ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ κρείττονα» (Α ́ Κορ. 12, 4 - 6. 29 - 31). Κατὰ ταῦτα, κατέστησαν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἴδιαι διακονίαι τῶν κληρικῶν καὶ ἴδιαι διακονίαι τῶν χαρισματούχων λαϊκῶν.
Θὰ ἠδύνατο νὰ λεχθῇ, ὅτι οἱ λαϊκοὶ ἀποτελοῦσι τὸ κύριον τμῆμα τῆς Ἐκκλησίας, χάριν τοῦ ὁποίου ὁ μὲν Σωτὴρ ἐπετέλεσε τὸ ἀπολυτρωτικόν του έργον, οἱ δὲ κληρικοὶ διακονοῦσιν εἰς τὸ ἔργον τῆς σωτηρίας αὐτῶν, καὶ ἄρα «δι' αὐτούς τοιοῦτοι γεγόνασι καὶ χάριν ἔλαβον» (I. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ PG. 61, 83-84)


(συνεχίζεται)

Η ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ



«Όλη η ιστορία της Π.Δ. του ασάρκου Λόγου, προτυπώνει αυτό το οποίο έμελλε να εκπληρωθεί στην Κ.Δ. από τον σαρκωμένο Λόγο. Η Εκκλησία δεν εμφανίζεται αίφνης κατά την Πεντηκοστή ούτε υπήρξε χρονικό σημείο όπου απουσίαζε η Εκκλησία ή οι θεοφάνειες από την ανθρώπινη ιστορία. Στην Π.Δ. έχουμε καί καταλλαγή καί θέωση, «δεν υπάρχει όμως Πεντηκοστή. Διότι υπάρχει Εκκλησία στην Παλαιά Διαθήκη, αλλά υπό το κράτος του θανάτου». Ο αρχαίος Ισραήλ με τα δικά του μυστηριακά δρώμενα προτυπώνει όλα τα μυστήρια, τα οποία υπάρχουν και ενεργούν μέσα στο εκκλησιαστικό σώμα για την οικοδομή και εν Χριστώ αύξηση και ενότητα των μελών του. Οι θεοφάνειες του ασάρκου Λόγου στους προφήτες και δικαίους της Π.Δ. καθοδηγούν το εκκλησιαστικό «λείμμα» φανερώνοντας σε αυτούς την άκτιστη τριαδική δόξα, η οποία όμως ήταν καταργούμενη από τον Άδη. Άλλωστε και το όνομα «Ισραήλ», με το οποίο αρχικά προσαγορεύθηκε ο Ιακώβ από το Θεό, είναι δηλωτικό θεοφάνειας σύμφωνα με τον τοποτηρητή των Εκκλησιών της Ανατολής, τον πρεσβύτερο Ιωάννη, ο οποίος ανέφερε: «[ο Θεός] ἀνθρωποειδῶς ἐπάλαισε μετ΄ αὐτοῦ (του Ιακώβ) καί προσηγόρευσεν αὐτόν Ἰσραήλ, ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον, νοῦς ὁρῶν θεόν». Μόνο μετά την Πεντηκοστή και έχοντας ήδη καταργηθεί ο θάνατος με την Ανάσταση του Χριστού, η δόξα των αγίων Του καθίσταται ακατάλυτη, αφού οι Απόστολοι γίνονται εν Αγίω Πνεύματι μέλη του ανεστημένου Σώματος του Χριστού. Ο πάλαι ποτέ άσαρκος και μετέπειτα σαρκωμένος Λόγος, καθίσταται πλέον παρών Πνευματικώς και ενεργεί ως Κεφαλή δια της Εκκλησίας Του και των φορέων της χάριτός Του. Οι Απόστολοι έχοντας μεθέξει της εμπειρίας της Πεντηκοστής και έχοντας λάβει ως «δύναμιν ἐξ ὕψους» τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, γίνονται πραγματικοί φορείς της Αληθείας και γνήσιοι ερμηνευτές όσων είδαν και άκουσαν από τον Χριστό τα οποία όμως πρωτύτερα «οὐκ ἠδύναντο βαστάζειν». Το γεγονός αυτό τους καθιστά στέρεα θεμέλια και κριτήριο γνησιότητας του εκκλησιαστικού γεγονότος το οποίο ο ψαλμωδός ομολογεί με τον στίχο «οἱ θεμέλιοι αὐτοῦ ἐν τοῖς ὄρεσι τοῖς ἁγίοις». Και αυτό, διότι ολόκληρος ο Χριστός εν Αγίω Πνεύματι, εισέρχεται στην καρδιά του καθενός των Αποστόλων και ενεργεί δι΄αυτών....
Το Άγιο Πνεύμα «ὁδηγήσει ὑμᾶς εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν». Η πάσα αλήθεια δεν νοείται ως ένα σύνολο γνώσεων ή μυστικών, τα οποία επρόκειτο να αποκαλυφθούν κατά την ημέρα της Πεντηκοστής ή να αποκαλύπτονται σταδιακά από την Πεντηκοστή και έπειτα. Η πάσα αλήθεια αφορά την Εκκλησία ως το Σώμα του Χριστού. Από την Πεντηκοστή, η Εκκλησία συγκροτείται σε μυστηριακό Σώμα του Χριστού και μέσω Αυτής, ο άνθρωπος δύναται να κοινωνεί ολόκληρο το Χριστό κατά το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας. «Το Σώμα του Χριστού που ήταν έξωθεν και αποκαλυπτόταν στους ανθρώπους έξωθεν, από την ημέρα της Πεντηκοστής, το Σώμα του Χριστού είναι έσωθεν. Το ίδιο το Σώμα του Χριστού είναι έσωθεν στον άνθρωπο». Η ίδια η Εκκλησία είναι η πάσα αλήθεια. «Μετά από αυτή την αποκάλυψη της αληθείας, δεν αποκαλύπτεται τίποτε άλλο πλέον […] και κάθε θέωση είναι επανάληψη της Πεντηκοστής μέσα στην Εκκλησία». Εκτός αυτής της αληθείας δεν υπάρχει άλλη αλήθεια....
Το μυστήριο της Πεντηκοστής αποτελεί το μυστήριο της ενότητας της Εκκλησίας. Εντός Της ταμιεύεται καθολικά η Αλήθεια, όχι ως σύνολο αρχών ή ηθικών αξιών που δεοντολογικά πρέπει να τηρηθούν, αλλά ως η ίδια η Ζωή και η Κεφαλή Της. Γι΄αυτό και η Πεντηκοστή δεν κατανοείται «στατικώς ως ένα στιγμιαίο ιστορικό γεγονός, αλλά ως διαρκής παρουσία του Χριστού διά του Παρακλήτου στο μέσο της Εκκλησίας». Έτσι κατανοείται το γιατί ο παύλειος όρος «Σώμα Χριστού» αποτελεί «το κέντρο της Εκκλησιολογίας του, ή αυτή την ίδια την Εκκλησιολογία στην πιο συνοπτική της έκφραση». Η αληθής παρουσία του Σαρκωμένου Λόγου εντός της Εκκλησίας, είναι η προϋπόθεση της ταυτόχρονης παρουσίας και του Πνεύματός Του, αφού δεν είναι δυνατόν να νοηθούν χωριστά. Οι διασπαστικές ατομικές γνώμες περί Θεού καταργούνται, αφού η ίδια η αποκαλυφθείσα εν Χριστώ πίστη στον Τριαδικό Θεό, αποτελεί την μοναδική αυθεντία που διαχωρίζει το αληθώς εκκλησιαστικό από το κίβδηλο, το άνωθεν δοσμένο από το ενδοκόσμια κατασκευασμένο. Αυτήν την πραγματικότητα ομολογεί η χριστιανική κοινότητα με τη λειτουργική της γλώσσα: «ὅτε τοῦ πυρός τὰς γλώσσας διένειμεν [ὁ Ὕψιστος], εἰς ἑνότητα πάντας ἐκάλεσε, καὶ συμφώνως δοξάζομεν τὸ Πανάγιον Πνεῦμα». Μόνο μέσα στην Εκκλησία γνωρίζεται και κατανοείται η ενοποιητική ενέργειά Της, αλλά και η οργανική ενότητα όλη της κτίσης, μακριά και έξω από κάθε είδους δυαρχία.....
Το γεγονός της Πεντηκοστής, υπομνηματίζει ερμηνευτικά και την αρχιερατική προσευχή του Ιησού ως προς το πραγματικό εκκλησιολογικό νόημα της ζητούμενης ενότητας, στη βάση της ορθόδοξης πίστης και της κοινωνίας της κοινής άκτιστης αγιοτριαδικής δόξας: «τὰ ρήματα ἃ ἔδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς͵ καὶ αὐτοὶ ἔλαβον καὶ ἔγνωσαν ἀληθῶς ὅτι παρὰ σοῦ ἐξῆλθον͵ καὶ ἐπίστευσαν ὅτι σύ με ἀπέστειλας […] Πάτερ ἅγιε͵ τήρησον αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου ᾧ δέδωκάς μοι͵ ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς […] ἕν, ἐγὼ ἐν αὐτοῖς καὶ σὺ ἐν ἐμοί͵ ἵνα ὦσιν τετελειωμένοι εἰς ἕν͵ ἵνα γινώσκῃ ὁ κόσμος ὅτι σύ με ἀπέστειλας καὶ ἠγάπησας αὐτοὺς καθὼς ἐμὲ ἠγάπησας […] καί ἐγώ τήν δόξαν ἥν δέδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς, ἵνα ὦσιν ἕν καθώς ἡμεῖς ἕν ἐσμέν». Η καθολική βίωση της αναλλοίωτης αυτής πίστης-δόξας μεταμορφώνει τον άνθρωπο σε δοξάζοντα και ομολογούντα τον αληθινό Θεό, ο οποίος αψευδώς είπε: «ζῶ ἐγώ, λέγει κύριος, ὅτι τούς δοξάζοντάς με δοξάσω».


ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΕΚ ΤΗΣ EΡΓΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Ι. ΤΟΥΛΟΥΜΤΣΗ: ''ΤΟ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΑΠΟΔΟΧΗΣ ΤΩΝ ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΑ ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΗΣ Ζ΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ, ΑΘΗΝΑ 2022.