Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2025
Όχι, δεν είσαι "μηδενικό". Η ταπεινολογία δεν είναι ταπείνωση! - Άγιος Ισαάκ ο Σύρος
Σε μια εποχή που κυριαρχεί η ψυχολογική εξάντληση, οι συγκρίσεις και η χαμηλή αυτοεκτίμηση, η λέξη ταπείνωση συχνά παρερμηνεύεται. Πολλοί πιστεύουν ότι για να είσαι ταπεινός πρέπει να μειώνεις τον εαυτό σου, να αισθάνεσαι ανάξιος, να μην αναγνωρίζεις τίποτα καλό σε σένα. Άλλοι πάλι θεωρούν πως η πνευματική ζωή απαιτεί σχεδόν να αφανιστείς, να μην μιλάς, να μην εκφράζεσαι, να αποσύρεσαι για να μην προκαλείς. Αλλά η Ορθόδοξη παράδοση, με κορυφαίο μυστικό διδάσκαλο τον Άγιο Ισαάκ τον Σύρο, δεν αποδέχεται αυτήν την ψευδή εικόνα. Η ταπείνωση, όπως την διδάσκουν οι πατέρες, δεν έχει σχέση με την ψυχολογική συντριβή, τον αυτοεξευτελισμό ή την άρνηση της προσωπικής αξίας, αντίθετα, είναι καρπός φωτισμού και χάρης, όχι καταπίεσης και ενοχής.
Ο Άγιος Ισαάκ τονίζει «Η ταπείνωση είναι στολή της θεότητας» και εξηγεί ότι ο Χριστός, αν και Θεός, έγινε ταπεινός, όχι με μιζέρια ή αδυναμία, αλλά με δύναμη και αγάπη. «Η ταπείνωση του Χριστού δεν είναι απουσία αξίας, αλλά συνειδητή εκούσια συγκατάβαση, κίνηση αγάπης και ελευθερίας». Ο ταπεινός άνθρωπος δεν είναι εκείνος που αυτομισείται, αλλά εκείνος που βλέπει την αλήθεια για τον εαυτό του με το βλέμμα του Θεού. Αναγνωρίζει τις πτώσεις του, ναι, γνωρίζει τα πάθη του, ναι, αλλά δεν ταυτίζεται με αυτά. Δεν λέει «είμαι μηδενικό», αλλά λέει «είμαι αμαρτωλός που αγαπιέται από τον Θεό». Αυτή είναι η μεγάλη διαφορά ανάμεσα στην ταπείνωση και την ταπεινολογία. Η πρώτη γεννά ειρήνη, η δεύτερη απελπισία. Πόσες φορές ακούμε ή και λέμε οι ίδιοι φράσεις όπως «δεν αξίζω τίποτα», «είμαι για πέταμα», «δεν έχω καμία ελπίδα». Ο εχθρός της ψυχής, γνωρίζοντας ότι δεν μπορεί να σταματήσει έναν άνθρωπο που θέλει να πλησιάσει τον Θεό, προσπαθεί να τον κάνει να στραφεί εναντίον του εαυτού του με την ψευδαίσθηση της αρετής. Ο Άγιος Ισαάκ με το λεπτό του πνευματικό αισθητήριο αποκαλύπτει ότι τέτοιες σκέψεις δεν προέρχονται από το Άγιο Πνεύμα. Το Άγιο Πνεύμα φέρνει συντριβή, αλλά μαζί και ελπίδα, δείχνει το βάθος της αμαρτίας, αλλά φωτίζει και το φως της μετάνοιας. Αν η σκέψη σου σε συντρίβει και σε οδηγεί στο σκοτάδι, τότε δεν είναι ταπείνωση, είναι πλάνη.
Η αληθινή ταπείνωση, κατά τον Άγιο Ισαάκ, γεννιέται από την εμπειρία της αγάπης του Θεού. Όσο περισσότερο κάποιος πλησιάζει το φως, τόσο βλέπει τη σκόνη πάνω του αλλά δεν απελπίζεται, γιατί ξέρει ότι το φως δεν τον απορρίπτει, αλλά τον καθαρίζει. Έτσι και ο ταπεινός άνθρωπος δεν αποστρέφεται τον εαυτό του, αλλά τον προσφέρει στο έλεος του Θεού. Ο αυτόμισος άνθρωπος κλείνεται, φοβάται, δεν τολμά να ζητήσει βοήθεια, νομίζει ότι η μετάνοια είναι αυτοτιμωρία, ο ταπεινός όμως έχει θάρρος να σταθεί μπροστά στο Θεό και να πει «ξέρω ποιος είμαι, αλλά ξέρω και ποιος είσαι» και αυτή η αναγνώριση δεν τον συντρίβει, τον ελευθερώνει. Είναι παράδοξο, αλλά συχνά ο αυτοταπεινωτικός λόγος είναι αποτέλεσμα, εγωισμού. Κάποιος μπορεί να λέει «είμαι ο χειρότερος από όλους», όχι από ταπείνωση, αλλά γιατί περιμένει να τον διαψεύσουν, να τον παρηγορήσουν ή να του δώσουν σημασία. Η αυτολύπηση μετατρέπεται σε τρόπο προσέλκυσης επιβεβαίωσης. Πρόκειται για μια εσωτερική εκτροπή που ντύνεται με τη στολή της ταπείνωσης, αλλά έχει ρίζα στην ανάγκη του εγώ. Ο Άγιος Ισαάκ προειδοποιεί για αυτές τις λεπτές εκτροπές. Μας καλεί να αγωνιζόμαστε για την καθαρότητα της καρδιάς, όχι για την εντύπωση. Η γνήσια ταπείνωση δεν διαφημίζεται, δεν μιλά διαρκώς για τον εαυτό της. Είναι απλή, σιωπηλή, χωρίς επιτήδευση. Δεν προσποιείται την ελαχιστότητα, ζει την παρουσία του Θεού.
Ένας από τους καρπούς της αυθεντικής ταπείνωσης είναι η χαρά. Όχι η επιφανειακή ευθυμία, αλλά η εσωτερική ήρεμη χαρά της αποδοχής. Ο ταπεινός άνθρωπος είναι χαρούμενος γιατί έχει ελευθερωθεί από το βάρος του να αποδείξει, να συγκριθεί, να διακριθεί. Δεν τον απασχολεί τι λένε οι άλλοι για εκείνον, τον απασχολεί να μείνει ενωμένος με το Θεό. Ο Άγιος Ισαάκ λέει ότι η ταπείνωση κάνει την ψυχή ανάπαυση των ανθρώπων. Ο ταπεινός δεν κουβαλά αρνητική ενέργεια. Γίνεται παρηγοριά και καταφύγιο. Δεν σου μεταδίδει το βάρος της υπαρξής του, αλλά σε ελευθερώνει γιατί ο ίδιος έχει συμφιλιωθεί με το ότι είναι μικρός, αλλά βαθιά αγαπημένος από το Θεό.
Η πίστη μας δεν διδάσκει ότι είμαστε σκουπίδια. Διδάσκει ότι είμαστε εικόνες του Θεού, τραυματισμένες από την πτώση, αλλά λυτρωμένες από την αγάπη του Χριστού. Το να έχεις επίγνωση της αξίας σου ως εικόνα Θεού δεν σε απομακρύνει από την ταπείνωση, σε οδηγεί σε αυτήν. Ο Άγιος Ισαάκ μας καλεί να περπατούμε με φόβο Θεού και συντριβή, αλλά όχι με απόγνωση. Η αυτογνωσία που οδηγεί στην μετάνοια δεν είναι μίσος προς τον εαυτό, είναι ευγνωμοσύνη για το έλεος που δεν μας εγκαταλείπει. Έτσι, η ταπείνωση δεν καταστρέφει την προσωπικότητα, την ανακαινίζει, την καθιστά ικανή να αγαπήσει αληθινά. Όχι, δεν είσαι μηδενικό. Δεν σε δημιούργησε ο Θεός για να νιώθεις ανάξιος, αλλά για να αγαπάς και να αγαπιέσαι.
Η ορθόδοξη παράδοση με τον Άγιο Ισαάκ τον Σύρο ως οδηγό, μας δείχνει τον δρόμο της ταπείνωσης όχι ως δρόμο αυτοκαταστροφής, αλλά ως μονοπάτι επιστροφής στον εαυτό μας και στον Θεό. Η ταπείνωση δεν λέει «δεν αξίζω τίποτα», λέει «ό,τι αξίζω το χρωστάω στο Θεό», και έτσι η ψυχή, αντί να κλείνεται στο σκοτάδι της αυτοκαταδίκης, ανοίγεται στο φως της χάρης και ανασαίνει με την ελευθερία του παιδιού που ξέρει ότι είναι μικρό, αλλά βαθιά αγαπημένο.
ΑΠΟΜΑΓΝΗΤΟΦΩΝΗΣΗ ΑΡΧΕΙΟΥ ΚΑΙ ΠΛΗΚΤΡΟΛΟΓΗΣΗ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
''ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ''
ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΑΓΩΝ (IΣΤ΄)
ς) Ὁ δὲ Θεολόγος Γρηγόριος θαυμάζει μὲν στὸ φῶς ἐκεῖνο, καὶ τὸ κάλλος τοῦ προδραμόντος ἀστέρος ἐπὶ Βηθλεέμ, ἵνα καὶ μάγους ὁδηγήσῃ καὶ δορυφορήσῃ τὸ ὑπὲρ ἡμᾶς φῶς μεθ ̓ ἡμῶν γενόμενον»[1]. Παραβάλλων δὲ πρὸς τοῦτον καὶ τοὺς τῶν ̔Ελλήνων ἀστερισμούς, τὸν ̓Αριάδνης στέφανον καὶ τὸν Βερονίκης πλόκαμον καὶ Κύκνον καὶ Ταῦρον, καὶ τὸν Αἰγόκερων καὶ τὰς ἄλλας μυθολογικὰς άστερωνυμίας, εἰς ὅσας ἐκόμπαζεν ὁ μισόχριστος Ιουλιανός «ποὺ δὲ (λέγει πρὸς τοῦτον) ποῦ σὺ ἔχεις τὴν ἐπὶ Βηθλεέμ δραμόντα πρότερον ἐκ τῆς ἑῴας ἀστέρα, τὸν ὁδηγὸν τῶν σῶν μάγων (ὧν δηλαδή σύ τιμᾶς τὰς μαγείας) καὶ πρόξενον; ἐκεῖνος τὴν Χριστοῦ παρουσίαν ἐδήλωσεν ὁ ἀστήρ»[2]. Καὶ πάλιν «Διὰ τοῦτο ὁ ἀστὴρ ἡγούμενος καὶ μάγοι προσπίπτοντες καὶ δωροφοροῦντες, ἵν ̓ εἰδωλολατρεία καταλυθῆ»[3]. Ἐν δὲ τοῖς Απορρήτοις ἡ ἐπικὴ τοῦ Θεολόγου Μούσα πῶς ἐζωγράφησε τὸν ἀστέρα; Οὗτος (ἔφη),
«Χριστοίο μέγα κλέος, ἄγγελος ἀστὴρ
Ανατολίηθε μάγοισιν ἐπὶ πτόλιος ἡγεμονεύσας,.
Ἔνθα Χριστὸς ἔλαμψε βροτοῦ γόνος, ἄχρονος υἱός.
Οὐ γὰρ τῶν τις ἔην (ὁ ἀστήρ),
όσσων φραστῆρες ἔασσιν
Αστρολόγοι· ξεῖνος δὲ καὶ οὐ πάρος ἐξεφαάνθη.
Εβραϊκήσι βίβλοισιν ὁρώμενος[4],
τον από παίδες
Χαλδαίων προμαθόντες, ὅσοις βίος αστροπολεύειν,
Μοῦνον ἀπὸ
πλειόνων θηεύμενοι, οὓς ἐδόκευον,
Ἀρτιφκῆ τροχάοντα κατ' ἠέρος ἀνατολίηθεν
Εβραίων ἐπὶ γαὶαν, ἐτεκμήραντο άνακτα
Τῆμος, ὅτ' ἀστρολόγοισιν ὁμοῦ πέσε μήδεα
τέχνης,
Αστρολόγων τὸν ἄνακτα σὺν οὐρανίοισι σεβόντων[5].
Ζ) Καὶ ὁ θεῖος Χρυσόστομος «Οὐ τῶν πολλῶν (λέγει) εἷς ὁ ἀστὴρ οὗτος ἦν μᾶλλον δὲ
οὐδὲ ἀστὴρ, ὡς ἔμοι γε δοκεῖ, ἀλλὰ δύναμις τις ἀόρατος εἰς ταύτην
μετασχηματισθεῖσα τὴν ὄψιν. Πρῶτον ἀπὸ τῆς πορείας αὐτῆς δήλον. Οὐ γάρ ἔστιν, οὐκ
ἔστιν ἀστήρ τις ταύτην βαδίζων τὴν ὁδόν, ἀλλὰ καν ἥλιον εἴπης, κἂν σελήνην, καν
τοὺς ἄλλους ἅπαντας ἀστέρας, ἐξ ἀνατολῶν ἐπὶ δύσιν ὁρῶμεν χωροῦντας. Οὗτος δὲ ἀπὸ
ἄρκτου πρὸς μεσημβρίαν ἐφέρετο· οὕτω γὰρ ἡ Παλαιστίνη πρὸς τὴν Περσίδα κεῖται.
Δεύτερον καὶ ἀπὸ τοῦ καιροῦ τοῦτό ἐστιν ἰδεῖν. Οὐ γὰρ ἐν νυκτὶ φαίνεται, ἀλλ ̓ ἐν
ἡμέρᾳ μέση, λάμποντος ἡλίου[6]·
ὅπερ οὐκ ἔστι δυνάμεως ἀστέρος, ἀλλ ̓ οὐδὲ σελήνης· ἡ γὰρ (σελήνη) τοσούτον
πάντων ὑπερέχουσα τῶν ἀστέρων, τῆς ἡλιακῆς ἀκτῖνος φανείσης, κρύπτεται εὐθέως
καὶ ἀφανίζεται. Ο τὰς δὲ τῇ τῆς οἰκείας λαμπρότητος ὑπερβολῇ καὶ τὰς ἀκτῖνας ἐνίκησε
τὰς ἡλιακάς, φανώτερος ἐκείνων φανείς, καὶ ἐν τοσούτῳ φωτὶ μείζων λάμψας.
Τρίτον ἀπὸ τοῦ φαίνεσθαι καὶ πάλιν κρύπτεσθαι. Τέταρτον ἀπὸ τοῦ τρόπου τῆς
δείξεως· οὐ γὰρ ἄνω μένων τὸν τόπον ἐδείκνυ, ἀλλὰ κάτω καταβὰς τοῦτο ἐποίει, ὅπερ
οὖν καὶ ὁ Εὐαγγελιστὴς αἰνιττόμενος ἔλεγεν «ἕως ἐλθὼν ἔστη ἐπάνω οὗ ἦν τὸ
παιδίον»[7].
Η) Ὠσαύτως καὶ ὁ Νύσσης Γρηγόριος ἐλάλησε περὶ τοῦ καινοῦ ἀστέρος, «ὃς παρὰ τὴν
τῶν λοιπῶν ἀστέρων φύσιν μόνος καὶ κινήσεως μετέσχε καὶ στάσεως πρὸς τὴν χρείαν
ἑκατέρων τούτων μεταβαίνων· τῶν γὰρ λοιπῶν ἀστέρων, τῶν μὲν ἅπαξ καταπεπηγότων
τῇ ἀπλανεῖ σφαίρᾳ καὶ ἀκίνητον εἰληχότων τὴν στάσιν, τῶν δὲ μὴ παυομένων τῆς
κινήσεως, οὗτος καὶ κινεῖται προηγούμενος τῶν μάγων, καὶ ἵσταται καταμηνύων τὸν
τόπον»[8].
Θ) «Φωτεινότατον τῶν μάγων ὁδηγὸν» ἐπωνόμασε θαυμάζων καὶ ὁ μακάριος Επιφάνιος[9].
[1] Γρηγόρ. Ναζ. Λόγ. μ. Τόμ. α. σελ. 640. Colοn. 4690.
[2] Γρηγόρ. Λόγ, δ, σελ. 142.
[3] Αὐτ. Λόγ. α. σελ. 42.
[4] Από Αριθμ. κβ΄, ὅπου τοῦ Βαλαάμ, ή προφητεία
[5] Απορρήτ. Ε, σελ. 168, Τόμ. 2.
[6] Ταύτην τὴν καὶ ἐν μέσῃ ἡμέρᾳ φάσιν τοῦ καινοῦ καὶ ὑπερλαμποῦς ἀστέρος, ἣν ὑπαινίττεται μὲν ἀνωτέρω καὶ ὁ Ἰσαπόστολος Ιγνάτιος, μαρτυρεῖ δὲ μετ' ἄλ λων Πατέρων καὶ ὁ ἱερὸς Θεοφύλακτος οὐ πάνυ τοι σοφῶς ὁ προμνημονευθείς (σελ. 388) Μύντερος μῦθον ἐπεφώνησε, μνημονεύων ἀρχαίου τινὸς Σχολίου συνῳδὰ τῷ Χρυσορρήμονι λέγοντος, «Ἐκ τούτου δὲ δῆλον, ὅτι οὐκ ἦν ἐκ τῶν συνήθων ὁ ἀστήρ, ὅτι καὶ ἐν ἡμέρᾳ ἐφαίνετο». ̓Αλλὰ καὶ ἄλλα τινὰ τῆς σοφίας αὐτοῦ ἀνάξια παρεφθέγξατο ὁ κλεινὸς ἐπίσκοπος τὴν τοῦ κόσμου τούτου σοφίαν τῆς φωτεινῆς τοσούτων καὶ τοιούτων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας δόξης προελόμενος, καὶ οὐδ ̓ αὐτὰ τὰ θεόχρηστα τοῦ Εὐαγγελίου ῥήματα ταῖς ἐπινοίαις αὐτοῦ ἄντικρυς ἀνθιστάμενα πολλαχοῦ δυσωπούμενος. Σημ. έκδ.
[7] Χρυσόστομ. εἰς Ματθ. Όμιλος. σελ. 87, 88. Τόμ. ζ.
[8] Γρηγ. Νύσι Λόγ. εἰς τὴν Χριστ. γέν. σελ. 343.
[9] Επιφ. Αἱρέσ. λ. καὶ Ἐγκωμ. εἰς Θεοτόκ. Τόμ. 2. σελ. 299.
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

