4. Τὸ μὲν λοιπὸν θεῖον θέλημα καὶ ἡ πρώτη παρόρμηση
τῆς νοερᾶς κινήσεως, αὐτὸ τοῦτο εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ· μεταχειρίζεται ὅμως αὐτὸν
ἡ ἁγία Γραφὴ διὰ λεπτομεροῦς περιγραφῆς, γιὰ νὰ δείξει ὅτι δὲν ἠθέλησε μόνος (ὁ
Θεὸς Πατὴρ) νὰ δημιουργήσει τὴν κτίση, ἀλλὰ καὶ μὲ κάποιον συνδημιουργὸ νὰ τὴν φέρει
στὴν ὕπαρξη. Γιατὶ μποροῦσε νὰ κατορθώσει τὰ πάντα ὅπως γιὰ τὴν ἀρχὴ τῆς δημιουργίας
ἀνέφερε ἡ Γραφή· «ἐν ἀρχῆ ἐποίησεν ὁ Θεός, τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν»· κατόπιν
«ἐποίησε τὸ στερέωμα»· τώρα ὅμως εἰσάγει τὸν Θεὸ νὰ προστάζει καὶ νὰ ὁμιλεῖ,
ἀποκαλύπτοντα κατὰ κάποιον τρόπο σιωπηρῶς ἐκεῖνον μὲ τὸν ὁποῖον προστάζει καὶ μὲ
τὸν ὁποῖον διαλέγεται, ἀναβιβάζουσα ἐμᾶς (ἡ Γραφὴ) σὰν ἀπὸ κάποια ὁδὸ καὶ μὲ τάξη
στὴν ἔννοια τοῦ Μονογενοῦς Υἱοῦ. Καὶ ὅμως στὴν πραγματικότητα οὔτε ἔτσι ὑπῆρχε ἀνάγκη
τοῦ προφορικοῦ λόγου, στὴν ἀσώματη φύση γιὰ νὰ μπορέσει νὰ ἀνακοινώσει αὐτὰ τὰ νοήματα
πρὸς τὸν συνδημιουργὸ τῆς κτίσεως. Δηλαδὴ ποιά ἡ ἀνάγκη τοῦ προφορικοῦ λόγου στοὺς
δυναμένους ἐξ αὐτῶν τῶν ἐγκαρδίων νοημάτων τους, ὅπως θὰ ἔλεγε κανείς, νὰ φέρουν
σὲ κοινωνία τὶς μεταξύ τους προθέσεις; Ἀλλὰ αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι ποὺ εἶπα, ὥστε νὰ
ἀνυψώσει τὸν νοῦ μας στὴν ἔρευνα περὶ τοῦ ὑπονοουμένου θείου Προσώπου· πρὸς τὸν
ὁποῖο σκοπὸ σοφὰ καὶ ἐπιδέξια παρελήφθησαν οἱ λόγοι, ἀπὸ τὸ δικό μας σχῆμα τοῦ λόγου·
ὅπως καὶ στὸ «ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’ εἰκὸνα ἡμετέραν καὶ καθ’ ὁμοίωσιν»
(Γέν. Α’ 26). Ἐπειδὴ κανεὶς δὲν λέγει ὁ ἴδιος στὸν ἑαυτό του, νὰ πράξουμε αὐτό,
χωρὶς νὰ ὑπάρχει κάποιος συνεργὸς διὰ τοῦτο· ἀλλὰ μᾶλλον ἐκτελεῖ μὲ σιωπὴ τὸ ἔργο
ποὺ ἔχει ἀναλάβει· διότι πράγματι εἶναι δεινὴ φλυαρία τὸ νὰ κάνει κάποιος τὸν ἄρχοντα
καὶ ἐπιστάτην ἐπὶ τοῦ ἑαυτοῦ του, βιάζων τὸν ἑαυτό του ἐντόνως καὶ δεσποτικῶς.
Σχόλιον: Ἀληθῶς τὰ προστακτικὰ τῆς Γενέσεως,
ἐνῶ ἀπὸ τὴν μία διασκευάζουν τὴν πρώτη ροπὴ τοῦ θείου θελήματος ἐν εἴδει προστάγματος
γιὰ μᾶς τοὺς δίκην κωφῶν καὶ ἀφώνων πρὸς τὰ ὑψηλὰ νοήματα, τοὺς μὴ δυναμένους μὲ
ἄλλον τρόπο ἢ νὰ ποῦμε, ἢ νὰ ἀκούσουμε τὰ ὑπέρ τὴν φύση μας, παρὰ μὲ τὸν συνηθισμένο
μας τρόπο, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη μᾶς ἀναβιβάζουν στὴν ἔννοια τοῦ Μονογενοῦς Υἱοῦ, ὄχι
ὡς ἐλάσσονος ἢ διαιρουμένου ἐκ τοῦ Πατρὸς ἢ ἔχοντος ἀνάγκη λόγου, ἀλλ’ ὡς συνδημιουργοῦ,
ἔχουν μὲν τὸν τρόπο τῆς ἐκφράσεως προστακτικό, τὴν δύναμη ὅμως ὄχι. Ἀλλ’ ὅμως τὸ
προστακτικὸ ὕφος ἐπὶ τῶν Κανονικῶν Διαταγμάτων, ἔχει κυρίως καὶ ἀποφασιστικῶς ὡς
πρῶτο πρόσωπο προστακτικὴ ἰδιότητα, αὐτὴ καθ’ ἑαυτὴ τὴν προσταγή· δηλαδὴ τὴν πράξη
τῆς δίκης τὴν ἀναθέτει στὸ δεύτερο πρόσωπο πρὸς τὸ ὁποῖο καὶ ἀποτείνεται, ἀλλὰ τέτοι-οι
(ποὺ ἐπέχουν δηλαδὴ θέση δευτέρου προσώπου) εἶναι ὅλοι ὅσοι ἔχουν ταχθεῖ νὰ ἐκδικάζουν
κατὰ τοὺς νόμους, καθὼς ἤδη εἴπαμε. Ὁπότε καὶ ἡ φωνὴ ἐκείνη ἡ ἅπαξ ἐκφωνηθεῖσα,
«βλαστησάτω ἡ γῆ...» καὶ «αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε...» κ.τ.λ. ἐνδυναμώνει
παντοτεινὰ τὴν φύση, τὴν μὲν τῶν ζώων γιὰ νὰ πληθύνονται, τοῦ δὲ φυτικοῦ κόσμου
γιὰ νὰ βλαστάνει. Ἡ ὁποία φύση βέβαια, ἔχει ἀνάγκη καὶ συμπράξεως, χωρὶς τὴν ὁποία
δὲν ἔχει λόγον ὑπάρξεως, τὰ μὲν ζῶα λέγω, τῆς μεταξύ τους συναφείας· ἐφ’ ὅσον ἐὰν
δὲν συνέρχονταν μεταξύ τους οἱ πρωτόπλαστοι μετὰ τὴν ἐξορία, δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ
πληθυνθοῦν· ἡ δὲ γῆ τῆς καλλιεργείας. Δηλαδὴ ἐξ ἀρχῆς μὲν ἀνέβρυσαν τὰ πάντα ἀγεωργήτως
πρὸς ἔνδειξη τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ, μὴ ἐχούσης ἀνάγκη κανενὸς ἄλλου συνεργοῦ· γιατὶ
ἦταν ἀρκετὸς δι’ αὐτὴν ὁ λόγος ἐκεῖνος, πρὸς τὴ σύσταση τῶν πάντων· ὕστερα ὅμως
ἀπὸ αὐτὰ δὲν γίνεται κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, ἀλλὰ ὑπάρχει ἡ ἀνάγκη καὶ τῆς δικῆς μας
συμπράξεως, λέγει ὁ θεῖος Χρυσόστομος. Ἐπειδὴ λέγει ἐδίωξε Κύριος ὁ Θεὸς τὸν Ἀδὰμ
ἐκ τοῦ παραδείσου τῆς τρυφῆς, διὰ νὰ ἐργάζεται τὴν γῆ, ἐκ τῆς ὁποίας καὶ ἐπλάσθη·
παρομοίως ἔχει λεχθεῖ: θεοί, οἱ ὁποῖοι δὲν κατασκεύασαν τὸν οὐρανὸ καὶ τὴν γῆ, ἄς
ἀφανισθοῦν· ἐὰν πράγματι δὲν συνεργοῦσαν κατὰ καιροὺς στὸν ἀφανισμὸ αὐτῶν προφῆτες,
ἀπόστολοι, βασιλεῖς καὶ μάρτυρες, δὲν θὰ εἶχαν χαθεῖ οἱ ἀχρεῖοι καὶ ἄξιοι ἀφανισμοῦ.
Ὥστε ἡ καθαιρετικὴ φωνὴ τῶν ἱερῶν κανόνων χωρὶς
συνεργοῦ, ἀπὸ μόνη της, ἀσφαλῶς δὲν μπορεῖ νὰ καθαιρέσει, ἐκεῖνον τὸν ὑπόδικο, ἕνεκα
τῆς ἐν δυνάμει ἰσχύος αὐτῆς πρὸς καθαίρεση. Ὁμοίως ἐπίσης καὶ στό: «ἔστωσαν ὥσπερ
ὁ ἐθνικὸς καὶ ὁ τελώνης» παραλαμβάνεται ὡς δεύτερο πρόσωπο, τὸ ὄργανο τῆς Ἐκκλησίας,
πρὸς τὸ ὁποῖο ἀπευθύνεται ὁ θεῖος λόγος ( διότι λέγει, «ἐὰν καὶ τῆς Ἐκκλησίας
παρακούσῃ») γιὰ νὰ ἀνακοινώσει καὶ ἐφαρμόσει τὸ προστασσόμενο. Ἀφοῦ ὄχι ἁπλῶς,
ἀλλὰ θὰ πρέπει νὰ προηγηθεῖ ἡ ἐκκλησιαστικὴ καταδίκη, τὴν ὁποία κατὰ τὴν γνώμη τους
θὰ ἐπιφέρουν οἱ ἁρμόδιοι τῆς Ἐκκλησίας πρὸς ἐκδίκαση τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὑποθέσεων
(δηλ. ἡ σύνοδος τῶν ζώντων ἐπισκόπων) καὶ τότε στὴ συνέχεια θὰ δύναται νὰ εἶναι
γιὰ μᾶς ὁ παρακούσας αὐτῆς τῆς συνόδου «ὡς ὁ ἐθνικὸς καὶ ὁ τελώνης». Σοῦτο
ἀκριβῶς εἶναι τὸ ζήτημα περὶ τῶν ὑποδίκων πρὸς καθαίρεση τὸ ὁποῖο καὶ ἐμεῖς ἐνστερνιζόμαστε·
καὶ μᾶλλον περὶ τούτου εἶναι ὁ ἀγώνας μας. Ἐπίσης δὲν συνηγορεῖ καθόλου πρὸς αὐτοὺς
ἐκεῖνο ποὺ προβάλλουν ἐκ τῆς Α’ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολῆς τοῦ Παύλου, λέγω τό:
«ἤτω ἀνάθεμα»· ἐφ’ ὅσον δὲν ἔχει λεχθεῖ ἐν εἴδει ἐντάλματος, ἀλλὰ ὡς κατάρα
γιὰ νὰ πανικοβάλλει καὶ νὰ τρομάξει, κατὰ τὸν θεῖο Χρυσόστομο, ἐκείνους πρὸς τοὺς
ὁποίους ἔγραφε τὴν ἐπιστολή· καὶ τὸ νὰ καταρᾶται κάποιους προστακτικῶς, δὲν εἶναι
ἀσυνήθιστο στὴν Γραφὴ καὶ ἡ χρήση προστακτικῆς ἐγκλίσεως, ὅπως πράγματι στὴν εὐκτική,
ἔτσι ἀναμφίβολα προσάπτεται καὶ γιὰ τὸ ἐπαρατικὸ εἶδος τοῦ λόγου. Παρόλα αὐτὰ ἀκόμη
καὶ ἐπ’ αὐτῶν τῶν ἀποφατικῶν, πρὸς τὰ ὁποῖα καταφεύγουν, περισσότερο ἀναγκαία εἶναι
ἡ πρόσληψη τοῦ δευτέρου προσώπου, διὰ τοῦ ὁποίου ἡ γενικότητα καὶ ἀοριστία τῆς ἀποφάσεως,
δύναται νὰ προσαρμοσθεῖ διὰ τῆς προαπαιτουμένης ἐρεύνης καὶ κρίσεως, χωριστὰ γιὰ
τὸν ὑπεύθυνο τῆς παραβάσεως. Λοιπὸν ὁ νόμος προστάζει νὰ μὴν κληρονομήσει ὁ ὑβριστὴς
τοῦ πατέρα του· ἀλλὰ ποιός εἶναι ὁ ὑβριστής; Πράγματι ἐξύβρισε ἢ δὲν ἐξύβρισε, καὶ
κατὰ ποῖον τρόπο; Καὶ ἐὰν ἐξύβρισε ἀπὸ ποιόν θὰ ἀποκηρυχθεῖ αὐτὸς ποὺ ὡς δικαιοῦχος
τῆς πατρικῆς περιουσίας ἐπιδιώκει αὐτήν; Γιατὶ ὅλα αὐτὰ ἀπὸ κανένα ἄλλο δὲν θὰ διευκρινισθοῦν
καὶ δὲν θὰ διαπραχθοῦν παρὰ μόνο ἀπὸ τὸν ἐκδικάζοντα κατὰ τοὺς νόμους. Κατ’ αὐτὸν
τὸν τρόπο λοιπὸν καὶ γιὰ ἐκεῖνον ποὺ πρέπει νὰ καθαι-ρεθεῖ, ἂν καὶ ἐπενόησε (ὁ ἱεροκατήγορος)
ὅτι τὰ ἀναφερόμενα στὴν ποινὴ εἰπώθηκαν ἀποφατικῶς (ἐπειδὴ ὁμολόγησε ὅτι καὶ ἡ καθαίρεση
εἶναι κάποια ἔκπτωση τῆς τάξεως καὶ ἀποκήρυξη καὶ ὅσα ἄλλα λέγεται ὅτι φανερώνουν
στερητικὸ ἰδίωμα), ἀσφαλῶς δὲν θὰ ἐπιφέρεται, σύμφωνα μὲ αὐτό, στοὺς ὑπεύθυνους
ἡ καθαίρεση αὐτομάτως, ἀπὸ μόνο τὸ γενικὸ ἐκεῖνο «καθαιρείσθω»· ἐφ’ ὅσον εἶναι δίκαιο
καὶ ἀκόμη πιὸ ἀναγκαῖο καὶ ἐδῶ νὰ προσδιορισθεῖ ποιὸς εἶναι ὁ ὑπὸ καθαίρεση καὶ
νὰ ἐξετασθεῖ ἐὰν δικαίως εἶναι ὑποκείμενος στὴν τιμωρία. Διὰ ποίου ὅμως ἄλλου παρὰ
ἀπὸ τοῦ ταχθέντος ἁρμοδίου ὀργάνου γιὰ νὰ ἐξετάζει καὶ νὰ ὁρίζει τὰ παρόμοια ζητήματα;
Καὶ ἄς μὴ λέγει κανεὶς ἐκεῖνο, ὅτι ὁ τῆς δίκης ὀφθαλμός, τὸν ὁποῖο δὲν θὰ διαφύγει
κανείς, ὅλα αὐτὰ τὰ φέρει εἰς πέρας· γιατὶ μὴ παρισταμένης ἀκόμη τῆς μελλούσης κρίσεως,
κατὰ τὴν ὁποία ἐκεῖνος θὰ εἰσπράξει τὶς τιμωρίες γιὰ τὶς παρανομίες του, ἐτοποθέτησε
ἀνθρώπους κατὰ τὸν ἐδῶ πρόσκαιρο βίο, ὥστε νὰ εἶναι κριτὲς τῶν ἄλλων ἀνθρώπων· καὶ
δι’ αὐτῶν καθιέρωσε ἐπὶ τῆς γῆς τὸ λογοθέσιο ποὺ λέγει· «ὅσα ἂν δήσητε καὶ λύσητε».
Ἀλλὰ οὔτε ὅταν καθυποβάλλει τὸν ὑπεύθυνο σὲ
καθαίρεση ὁ δικα-στής, ἐκφέρει φανερὰ ἐκεῖνο ἀκριβῶς ποὺ λέγει τὸ διάταγμα, τὸ καθαιρείσθω·
τοὐλάχιστον ὄχι βέβαια, ἀλλὰ πρὸς μὲν τὸν ὑπεύθυνο ἐκφέρει τὸ τοῦ Πέτρου, «οὐκ
ἔστι σοι μερίς, οὐδὲ κλῆρος· ἀνάξιος γὰρ εἷ»· [ἢ γνώριζε πῶς καθαιρεῖται
παρὰ τῆς ἁγίας Συνόδου, ἀπὸ τὰ πρακτικὰ τῆς Δ’ πρὸς τὸ τέλος τῆς τρίτης πράξεως.
Γιατὶ δὲν εἶναι ἡ διαταγὴ τῆς κλήσεως πρὸς ἀπολογία, μὲ τὴν τρίτη φορὰ (Πρόκειται
περὶ τοῦ αἱρετικοῦ Εὐτυχοῦς) ἀσύστατη (Κανονικὰ ἀνίσχυρη) ὅπως καὶ μὲ τὴν δεύτερη.
Καὶ νὰ σημειώσεις τό: «παρὰ τῆς Συνόδου»], καὶ πρὸς τὴν Ἐκκλησία προσαρμόζεται τὸ
τοῦ Παύλου· νὰ γνωρίζετε ὅτι ὁ δεῖνα εἶναι καθαιρεμένος· ἐὰν ἔλθει νὰ μὴ δεχθῆτε
αὐτόν· ἐπειδὴ ἐξέπεσε ἐκ τοῦ ἱεροῦ καταλόγου διὰ τοῦτο καὶ ἐκεῖνο. Σοῦτο ὅμως γίνεται
ὄχι ἁπλᾶ, οὔτε ἀβασάνιστα, ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ τὶς πολλὲς ἐκεῖνες ἐξετάσεις ποὺ προαναφέ-ραμε,
παραλαμβανομένων καὶ πολλῶν μαρτύρων καὶ λόγων πολλῶν, τῶν μὲν κατηγορούντων, τῶν
δὲ συνηγορούντων πρὸς τὸν δικαζόμενο ὅπως εἶναι φανερὸ καὶ ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἴδιες Κανονικὲς
Διατάξεις.
Πράγματι ὁ ις’ κανόνας τῆς ΑΒ’ λεγομένης Συνόδου,
διακηρύσσει ὅτι εἶναι ἀνάγκη πρωτύτερα, νὰ καθαιρεῖται ὁ ἐπίσκοπος κατόπιν κανονικῆς
ἐξετάσεως καὶ τοιουτοτρόπως νὰ προβιβάζεται ἄλλος στὴν θέση ποὺ κατεῖχε αὐτός· ὁ
δὲ δ’ τῆς ἐν Σαρδικῇ Συνόδου παρέχει χρόνο γιὰ νὰ ἀπολογηθεῖ ἀκόμη καὶ μετὰ τὴν
καθαίρεσή του· καὶ ἐὰν λέγει ἐπίσκοπος καθαιρεθεῖ ἀπὸ τοὺς ὁμόρους ἐπισκόπους (καὶ
πρόσεχε ὅτι δὲν ἐπιβάλλεται ἀμέσως ὑπὸ τῶν κανόνων καὶ μόνο ἡ ποινὴ τῆς καθαιρέσεως,
ἀλλὰ διὰ τῶν ἐπισκόπων) καὶ ἰσχυρίζεται νὰ ἀπολογηθεῖ πάλι, ἐὰν δὲν ὁρίσει ὁ Ρώμης
(πρὸς τοὺς ὑπ’ αὐτὸν δηλαδὴ ἐπὶ τῶν ὁποίων εἶναι προεξάρχων) ἂς μὴν ἀποκαθίσταται
ἄλλος ἐπὶ τοῦ θρόνου του. Καὶ ὁ ιβ’ κανόνας τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ προτρέπει τὸν καθηρημένο
νὰ ἀποτανθεῖ σὲ μείζονα σύνοδο (ἐφ’ ὅσον βέβαια ὑποβλήθηκε στὴν καθαίρεση ὑπὸ ἐλάσσονος
συνόδου καὶ ὄχι διὰ μόνης τῆς δυνάμεως τῶν διαταγμάτων) καὶ τὸν ἐπιτρέπει νὰ ἀναφέρει
ἐπιπροσθέτως, ὅσα δίκαια νομίζει ὅτι ἔχει· καὶ ὁ ι’ κανόνας τῆς Α’ Συνόδου λέγει,
οἱ φανερωθέντες ἔνοχοι καθαιροῦνται· ἐπίσης καὶ ὁ κζ’ τῆς ἐν Καρθαγένῃ· ἱερωμένος
λέγει, πρῶτα νὰ ἐξετάζεται καὶ ἔπειτα νὰ καθαιρεῖται· καὶ ὁ ξε’ τῆς ἰδίας συνόδου·
κληρικὸς λέγει, ἔνοχος ἐπὶ ὁποιουδήποτε ἐγκλήματος νὰ καταδικάζεται διὰ κρίσεως
ἀπὸ τοὺς ἐπισκόπους· καὶ ὁ 90ὸς ἐπίσης τῆς ἰδίας λέγει ἀκόμη πιὸ φανερά, ἀκριβῶς
ὅπως στὴν ὑπόθεση ποὺ πραγματευόμαστε τὴν ἑξῆς ἰδιάζουσα περίπτωση· «ἐπειδὴ λέγει,
ὁ ἐπίσκοπος Κονοβδελεδὲου κατηγορηθεὶς συγκατατέθηκε μὲν στὴν ἀρχὴ νὰ κριθεῖ ἀπὸ
τὴν σύνοδο, ἀργότερα ὅμως ἀρνήθηκε, ἂς εἶναι ἀκοινώνητος μέχρι νὰ τελεδικήσει ἡ
ὑπόθεση· γιατὶ δὲν πρέπει νὰ καθαι-ρεθεῖ πρὸ δίκης (τί θὰ μποροῦσε νὰ γίνει πιό
σαφὲς ἀπὸ αὐτό;)». Ἀλλὰ ἐὰν δὲν πρέπει νὰ καθαιρεθεῖ πρὸ δίκης, πῶς μπορεῖ παρόλα
αὐτὰ (νὰ καθαιρεθεῖ) καὶ πρὶν ἀπὸ τοὺς δικάζοντες, δηλαδὴ χωρὶς αὐτούς;
Ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο Μαυρεντίου στὸν ρδ’
τῆς ἰδίας συνόδου, ζητεῖται νὰ ἐπιλέξει τοὺς δικαστές του ὥστε νὰ ἀποφασίσουν γιὰ
ὅσα τοῦ καταλογίζονται· καὶ ὁ ιβ’ ἐπίσης τῆς αὐτῆς συνόδου γιὰ τοὺς περιπεσόντες
κληρικοὺς σὲ ἔγκλημα, διορίζει νὰ ἀκούγεται ἡ ἀπολογία τους ἀπὸ καθο-ρισμένο ἀριθμὸ
ἐπισκόπων· καὶ ὁ θ΄ τῆς συνόδου τῆς Νεοκαισαρείας ποὺ διορίζει ὅτι, ἐκεῖνος ποὺ
ἐλέγχεται φανερὰ ἀπὸ ἄλλους ἀλλὰ ὁ ἴδιος δὲν ὁμολογεῖ τὴν ἁμαρτία του, «νὰ μένει
στὴν ἐξουσία του, ἢ νὰ παύει τῆς ἱερωσύνης, ἢ ταύτην νὰ ἐνεργεῖ»(Ἑρμηνεία στὸν Κανόνα
τοῦ ἁγίου Νικοδήμου (Πηδάλιον, ςελ. 398)) δὲν θὰ εἶχε διορίσει τοῦτο, ἐὰν κατανο-οῦσε
ὅτι αὐτὸς ἦταν αὐτομάτως καθαιρεμένος· καὶ ὁ β’ τῆς Νικαίας λέγει νὰ παύεται ἐκεῖνος
ποὺ ἐλέγχεται ἀπὸ δύο ἢ τρεῖς ἐπισκόπους· ὁ δὲ οδ’ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων οὔτε σὲ ἐκεῖνον
ποὺ κατηγορεῖται ἀπὸ ἀξιοπίστους ἀνθρώπους, ἔχει τὴν ἀξίωση νὰ ἀποφασίζεται ἀμέσως
τὸ ἐπιτίμιο τῆς καθαιρέσεως, ἐὰν ἐλεγχθεῖ χωρὶς νὰ ἀπαντήσει μετὰ τὴν πρόσκληση·
ἐὰν ὅμως προσκαλεσθεῖ τρίτη φορὰ καὶ δὲν ἀπαντήσει, ἡ σύνοδος λέγει ἂς ἀποφασίσει
ἐναντίον του κατὰ τὴν γνώμη της.
Ἐκ τῶν ὁποίων δηλαδὴ πάντων εἶναι φανερό, ὅτι
τὸ καθαιρείσθω εἶναι προστακτικὸ καὶ ἀποβλέπει πρὸς τὸν παρανομὴσαντα, ὡς τρίτο
πρόσωπο καὶ ἀποτείνεται πρὸς τοὺς δικαστὲς τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὑποθέσεων, ὡς πρὸς
δεύτερο πρόσωπο· οἱ ὁποῖοι ἐὰν δὲν ἐνεργήσουν σύμφωνα μὲ τὴν ἐξουσία ποὺ τοὺς δόθηκε
καὶ παραμελεῖται ἡ καθαίρεση ὡς πράξη, μένει τὸ ἐπιτίμιο ἐπιεικῶς ἀνενέργητο. Γιατὶ
ἐὰν λέγει, «ὅσα ἅν δήσητε ἔσται δεδεμένα» πῶς μπορεῖ νὰ εἶναι «δεδεμένα»
τὰ σχετικὰ μὲ τὴν ἱερωσύνη, χωρὶς νὰ ὑπάρχει κανεὶς νὰ δέσει (δηλ. νὰ καθαιρέσει)
τοὺς ἱερωμένους;
ΠΗΓΗ: Νεοφύτου Καυσοκαλυβίτου, ''ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΔΥΝΑΜΕΙ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ'', απόδοση-επιμέλεια Δαμιανός μοναχός
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου