3. Καὶ ἀληθέστατα
ἡ Ἁγία Γραφὴ πολλὲς φορὲς γιὰ νὰ κατανοηθεῖ μὲ σαφήνεια ἡ δήλωση κάποιου πράγματος,
μεταποιεῖ πρὸς τὸ σωματικώτερο τὴν θεωρία τῶν νοητῶν, χωρὶς νὰ προϋποθέτει τὸν Θεὸ
δημιουργὸ ἀνυπάρκτων λέξεων, οἱ ὁποῖες ἐφευρέθηκαν μετὰ τὴν δημιουργία, κατ’ ἐπίνοια
δική μας, ἀλλὰ γιὰ νὰ θεωρήσουμε τὴν ὀντότητα τῶν πραγμάτων, νὰ τὴν γνωρίσουμε ἀπὸ
τὴν σημασία τῶν λέξεων, καὶ νὰ μὴν νομίσουμε ὅτι ἡ κτίση εἶναι κάτι τὸ ἀδέσποτο
καὶ αὐθύπαρκτο καὶ ὅλως διόλου αὐτοκίνητος. Ἐφ’ ὅσον περὶ τοῦ Θεοῦ πάντως δὲν ἁρμόζει
φωνή, λόγος καὶ λέξη γιὰ νὰ μιλήσει· ἀλλὰ μὲ (προηγούμενο) τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ παρουσιάζει
συμπράττουσα τὴν δημιουργικὴ δύναμη καὶ ἐνέργεια, ἡ ὁποία πραγμάτωσε τὴν ὕπαρξη
τῶν δημιουργημάτων, οὔτε ἀργότερα ἐρχομένη, οὔτε δεύτερη κατὰ τὴν τάξη ἀπὸ τὸ θέλημα.
Οὔτε βέβαια ὅπως συμβαίνει σὲ μᾶς στοὺς ὁποίους ἐνυπάρχει κάποια δημιουργικὴ δύναμη
ἐκ φύσεως, ἡ ὁποία κατὰ μὲν τὸ ἀνενέργητο αὐτῆς λέγεται ὅτι εἶναι δυνάμει δημιουργική,
κατὰ τὴν ἐκπλήρωση τῆς ἐνεργείας αὐτῆς ὅμως λέγεται ὅτι εἶναι ἐνεργείᾳ δημιουργική,
(δὲν) συμβαίνει ἔτσι καὶ ἐπὶ τῆς μακαρίας ζωῆς, ἀλλὰ κάθε τι ποὺ καθ’ ὑπερβολὴν
ὑπάρχει νοούμενο σ’ ἐκείνη, εἶναι συγχρόνως ἐνέργεια καὶ πράξη, τῆς βουλήσεως μεταβαλλομένης
ἀμέσως πρὸς τὸν σκοπὸ τῆς προθέσεως. Ἑπομένως πρέπει νὰ θεωροῦμε καὶ τὰ δύο μαζί,
ταυτόχρονα, καὶ τὴν κατὰ πρόθεση κίνηση τοῦ Νοῦ καὶ τὴν ἐκτελοῦσα δημιουργικὴ δύναμη.
Ὅπως λοιπὸν
αὐτὸς ποὺ ἄκουσε κατὰ τὸν ψαλμωδὸ Δαυὶδ, τὴν διακόσμηση τῶν οὐρανῶν νὰ διηγεῖται
τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ποίηση τῶν χειρῶν Αὐτοῦ, δὲν ζήτησε πληρέστερη περιγραφή·
ἐφόσον ὁμιλεῖ πρὸς τὸν ἔχοντα νοῦν ὁ λόγος διὰ τῶν κτισμάτων (μὲ τοὺς λόγους
τῶν ὄντων), παραιτούμενος τὴν ἐπεξήγηση διὰ τῶν λόγων· διότι λέγει, δὲν ὑπάρχουν
ὁμιλίες ἐξ αὐτῶν, οὔτε οἱ φωνὲς αὐτῶν, παρὰ λόγοι ποὺ δὲν ἀκούγονται. Tοιουτοτρόπως καὶ ὅταν κάποιος ἀκούει τὸν Μωϋσῆ νὰ μαρτυρεῖ
τὸν Θεὸ τακτοποιοῦντα καὶ προστάζοντα ὀνομαστικῶς περὶ ἑνὸς ἑκάστου τῶν μερῶν τοῦ
κόσμου, ἄς μὴν ἔχει καμμία ὑπὸνοια ὅτι ὁ προφήτης ψεύδεται, οὔτε νὰ ὑποτιμήσει μὲ
μικρὲς καὶ τετριμμένες σκέψεις τὴν θεωρία τῶν θείων νοημάτων, σὰν νὰ φέρει δι’ αὐτῶν
τὸ θεῖον στὰ ἀνθρώπινα μέτρα, καὶ νὰ ὑποβιβάζει κατὰ τὴν δική μας συνήθεια τὰ θεῖα
προστάγματα, νομίζοντας ὅτι μὲ τὴν φωνὴ θὰ βρεῖ κάποια διέξοδο. Ἀλλὰ ἂς σκέπτεται
ὅτι τὸ μὲν πρόσταγμα δηλώνει τὸ θέλημα, τὰ δὲ ὀνόματα τῶν κτισμάτων, ὅτι διασαφηνίζουν
αὐτή τὴν ὀντότητα τῶν δημιουργημάτων. Ὥστε νὰ μάθει δι’ ὅσων ἔχουν λεχθεῖ τὰ ἑξῆς
δύο. Καὶ ὅτι θελήσας ὁ Θεὸς τὰ άντα κατεσκεύασε, καὶ ὅτι ἡ θέληση, ἄνευ φροντίδος
καὶ κόπου ἔγινε οὐσία τῶν πάντων.
Διότι ὅπως ἀκριβῶς στοὺς κωφούς, διὰ προσποιήσεων καὶ χειρονομιῶν ὑποδηλώνουμε
αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ πραχθεῖ, ὄχι γιατὶ δὲν ἔχουμε δική μας φωνή, ὅταν κάνουμε τοῦτο,
ἀλλὰ γιατὶ εἶναι ἐντελῶς ἄχρηστη ἡ διὰ τῶν λόγων ὑπαγόρευση στοὺς μὴ ἀκούοντες,
ἔτσι καὶ ἡ ἀνθρώπινη φύση κατὰ κάποιον τρόπο κωφεύουσα καὶ χωρὶς νὰ ἀντιλαμβάνεται
τίποτα ἐκ τῶν ὑψηλῶν νοημάτων, ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ «πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως»
ὁμιλοῦσα διὰ τῶν προφητῶν καὶ μεταχειριζομένη τὶς γλῶσσες αὐτῶν κατὰ τὸ εὔληπτο
καὶ οἰκεῖο σὲ μᾶς, μᾶς χειραγωγεῖ διὰ τούτων στὴν κατανόηση τῶν ὑψηλῶν θεωριῶν,
κατασκευάζουσα τὴν διδασκαλία, ὄχι κατὰ τὴν δική της μεγαλοφυΐα (γιατὶ πῶς εἶναι
δυνατὸ νὰ χωρέσει τὸ μέγα ἐντὸς τοῦ μικροῦ;) ἀλλὰ συγκαταβαίνουσα πρὸς τὴν μικρότητα
τῆς δικῆς μας δυνάμεως καὶ συνομιλοῦσα μὲ τὰ δικά μας λόγια, καθὼς ἔχουμε μάθει
καὶ ἀπὸ τὴν ἱστορία τῶν Πράξεων· ὅτι ὁ καθένας στὴν δική του διάλεκτο τὴν ὁποία
γεννήθηκε, δέχονταν τὴν διδασκαλία καὶ διὰ τῶν γνωρίμων αὐτοῦ φράσεων ἐννοοῦσε τὴν
δύναμη τῶν λόγων, καὶ γιὰ τὴν ὁποία αἰτιολογία ἐπίσης, Παῦλος ὁ μιμητὴς τοῦ Κυρίου
μεταχειρίζονταν ἀναλόγως τὸν λόγο του, σύμφωνα μὲ τὶς συνήθειες τῶν ἀκροατῶν του,
καὶ γίνονταν πρὸς μὲν τοὺς νηπίους γάλα, πρὸς δὲ τοὺς τελείους στερεὰ τροφή. Καὶ
ἀκόμη κάποια παρόρμηση τῆς διανοίας, πολλὲς φορὲς ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ ὀνομάζεται
φω-νή, ἐὰν τοὐλάχιστον αὐτὴ ἡ ροπὴ τῆς διανοίας τοῦ προφήτου Μωϋσέως πρὸς τὸν Θεό,
ὀνομάσθηκε σὰν κάποια φωνὴ σιωπηρὰ κατὰ τὴν Γραφή· ἐπειδὴ λέγει, «τί βοᾶς πρός
με;» (Ἐξ. 14,15) καὶ ὅμως πράγματι πρὸ τούτου καμμία φωνὴ τοῦ Μωϋσέως δὲν ἀναφέρει
ὁ λόγος.
Ὅπως λοιπὸν ὁ Μωϋσῆς μὴ ὁμιλῶν ἀλλὰ μὲ τὴν κρυφὴ σκέψη ἀπὸ καρδίας φωνάζει,
μαρτυρούμενος γι’ αὐτὸ ἀπὸ τὸν ἐπακούοντα τοὺς ἀλαλήτους στεναγμούς, ἔτσι ἐπίσης
ὁ προφήτης γνωρίσας τὸ θεῖο θέλημα καὶ ὅπως ἦταν δυνατὸ σὲ αὐτὸν νὰ τὸ πεῖ καὶ σὲ
μᾶς νὰ τὸ ἀκούσουμε, ἐφανέρωσε αὐτὸ διὰ τῶν γνωρίμων καὶ οἰκείων σὲ μᾶς λόγων, περιγράφων
τὴν συνομιλία του μὲ τὸν Θεὸ ἐπὶ τὸ σωματικώτερον, ἡ ὁποία ἔγινε ὄχι μὲ λόγια, ἀλλὰ
κηρύχθηκε μεγαλοφώνως δι’ αὐτῶν τῶν ἰδίων ἔργων. Καὶ ὅπως δὲν δύναται νὰ ὀνομάσει
κανεὶς κωφό, ἐκεῖνον ποὺ ὁμιλεῖ διὰ χειρονομιῶν μὲ κάποιον κωφὸ καθὼς ἀπὸ τὴν φύση
του μπορεῖ νὰ ἐννοήσει, ἔτσι δὲν πρέπει νὰ ὑποθέσουμε περὶ τοῦ Θεοῦ ὅτι ἔχει ἀνθρώπινο
λόγο, ἐπειδὴ κατ’ οἰκονομίαν δανείσθηκε αὐτὸν ὁμιλῶν πρὸς τοὺς ἀνθρώπους. Ἐπειδὴ
ὅπως ἕνας φιλόστοργος πατέρας, στὰ ἄδηλα κλαυθμυρίσματα τῶν νηπίων, μετασχηματίζεται
καὶ αὐτὸς ὡς τραυλίζων, αὐτὸ τὸ μέσο χειρίζεται ὁ Θεὸς πρὸς τὴν ἀνθρώπινη φύση,
τὸ ὁποῖο αὐτὴ ἐκ καταβολῆς ἔλαβε. Γι’ αὐτὸ καὶ στὶς διάφορες ἐμφανίσεις πρὸς τοὺς
ἀνθρώπους, καὶ κατὰ ἄνθρωπον σχηματίζεται καὶ ἀνθρωπίνως ὁμιλεῖ καὶ ὀργὴ καὶ συμ-πάθεια
καὶ μεταμέλεια καὶ τὰ παρόμοια πάθη ἀναλαμβάνει ὁ ἀπαθής, καὶ ἁπλῶς μὲ τὰ δικά μας
ἰδιώματα ἔρχεται ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ σὲ ἐπικοινωνία μὲ τὴν δική μας ἀσθένεια, σὰν
νὰ χειραγωγεῖται ἡ νηπιώδης ζωή μας μὲ ὅλα τὰ ἀναλογοῦντα σὲ μᾶς μέσα, πρὸς τοὺς
λόγους τῆς θείας προνοίας, μὲ τοὺς ὁποίους προσεγγίζουμε τὴν θεία φύση. Γιατὶ καὶ
ἐμεῖς μὲ κάποιο κροτάλισμα τῆς γλώσσας καὶ διάφορα σφυρίγματα συνηθίζουμε νὰ καθοδηγοῦμε
τὰ ἄλογα ζῶα, ἀλλὰ δὲν εἶναι αὐτὸς ὁ λόγος μας, μὲ τὸν ὁποῖο φθάνουμε στὴν ἀκοὴ
τῶν ἀλόγων, ἐπειδὴ πρὸς μὲν τοὺς ὁμοίους μας μεταχειριζώμαστε τὸν λόγο φυσικῶς,
στὰ ἄλογα ὅμως καὶ ὁ κατάλληλος προσποιητὸς καὶ ὁ ἀνάλογος ἄναρθρος ἦχος ἔγινε ἀρκετὸς
γιὰ τὴν ἀνάγκη. Ὁπότε οὔτε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι θὰ ὑπῆρχε ἀνάγκη νὰ χρησιμοποιοῦμε μεταξύ
μας λόγους καὶ ὀνόματα, ἐὰν δὲν παρεμποδίζονταν ἡ φύση μας ἀπὸ τὴν σάρκινη περιβολή.
Γιατὶ στὴν ἄϋλη καὶ νοερὰ φύση, ἡ ἐνέργεια τοῦ νοῦ εἶναι λόγος, χωρὶς νὰ ἐξυπηρετεῖται
ὑλικῶς μὲ τὴν χρήση τῶν ὑλικῶν ὀργάνων. Καὶ ἐὰν ἀναφέρεται κάποιος λόγος ἀπὸ τὴν
νοερὰ φύση, ἐγγεγραμμένος κάπου στὰ ἱερὰ βιβλία, τοῦτο λέγεται γιὰ μᾶς τοὺς ἀκούοντες,
ἐπειδὴ ἀδυνατοῦμε νὰ μάθουμε μὲ ἄλλο τρόπο τὸ δηλούμενο ζήτημα, ἐὰν δὲν ἐξαγγέλεται
μὲ φωνητικὲς φράσεις καὶ λόγια. Καὶ ἐὰν ὁ Δαυὶδ λέγει διὰ Πνεύματος Ἁγίου, γιὰ ἐκεῖνο
ποὺ λέγεται παρὰ τοῦ Κυρίου πρὸς τὸν Κύριο, τὸ λέγει ὁ Δαυὶδ ὁ ὁποῖος δὲν μποροῦσε
νὰ μᾶς ἐκθέσει μὲ ἄλλον τρόπο, τὴν περὶ τούτου νοηθεῖσα διδασκαλία του, ἐὰν δὲν
ἤθελε νὰ μᾶς ἑρμηνεύσει διὰ φωνητικῶν φράσεων καὶ λόγων τὴν καταβαλλόμενη ἀπὸ Θεοῦ
πρὸς αὐτὸν κατανόηση τῶν μυστηρίων.
συνεχίζεται
ΠΗΓΗ: Νεοφύτου Καυσοκαλυβίτου, ''ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΔΥΝΑΜΕΙ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ'', απόδοση-επιμέλεια Δαμιανός μοναχός
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου