(ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΟ ΕΔΩ)
Αντιθέτως με όσα πρεσβεύουν οι Πατέρες της Εκκλησίας, ο κ. Σακαρέλλος ισχυρίζεται ότι την ιδιότητα του μέλους της Εκκλησίας - αλλά επιπροσθέτως και την Ιερωσύνη, αν είναι κληρικός - χάνει αυτομάτως:
→ Όποιος εκπέσει από τον "φωτισμό" και την "θέωση": "Από την Εκκλησία, όπως την όρισε ο Χριστός και την δίδαξαν οι άγιοι Πατέρες (σημ. ημ. εμείς είδαμε ότι δίδαξαν τα ακριβώς αντίθετα!), φεύγει κάποιο μέλος της, όταν εκπέσει από την μακάρια εκείνη κατάσταση του «φωτισμού» και της «θέωσης», δηλ. της «θεωρίας του Θεού». Τότε εκπίπτει από μέλος της Εκκλησίας. Οι περιπτώσεις αυτές είναι, όταν σκοτιστεί και νεκρωθεί εκ νέου ο νους του ανθρώπου από αμαρτίες και πάθη, ή περιπέσει σε κακοδοξίες και αιρέσεις" (Π, 194). "Κάθε πιστός που αξιώνεται να φτάσει στην κατάσταση του «φωτισμού» ή της «θεώσεως», αποκτά την αίσθηση της παρουσίας του Χριστού μέσα του. Αν ένας άνθρωπος δεν έχει αποκτήσει την αίσθηση αυτή, έστω και αν είναι βαπτισμένος δεν είναι μέλος του σώματος του Χριστού, κατά τους Πατέρες (σημ. ημ. η αγαπημένη τακτική των Σακαρελλικών όταν εκφράζουν μία άποψη, είναι να χρησιμοποιούν την φράση "κατά τους Πατέρες", χωρίς σχεδόν ποτέ να παραπέμπουν σε αυτούς, εκτός από πολύ μικρά αποσπάσματα (άλλα αυτούσια, άλλα παραποιημένα, όπως θα δούμε), τα οποία παρερμηνεύουν κατά το δοκούν)" (Π, 213).
→ Όποιος πλανηθεί: "Όσα µέλη της τυχόν πλανήθηκαν, οσαδήποτε και αν είναι, αυτά αµέσως αποκόπτονται µόνα τους, από το σώµα της και παύουν αυτοδικαίως ν’ αποτελούν µέλη της" (Α, 5).
→ Όποιος πέσει σε αίρεση: "Από τη στιγµή που ένας πιστός, λαϊκός, µοναχός ή κληρικός, δεχθεί κάποια αίρεση, ακόµα κι’ αν δεν την έχει διακηρύξει σε κανέναν, αλλά την κρατάει κρυφή για τον εαυτό του, γίνεται εχθρός του Θεού, κατά τον άγιο Ιωάννη Χρυσόστοµο. Αυτό εξηγείται από το γεγονός, ότι ένας πιστός µε την αποδοχή κακοδοξιών χάνει την Ορθή Πίστη, που είναι η Αποστολική Παράδοση. Σηµαίνει ότι διακόπτεται γι’ αυτόν η Αποστολική ∆ιαδοχή. Σηµαίνει ότι ο αιρετικός αυτός παύει πλέον ν’ αποτελεί µέλος της Εκκλησίας του Χριστού! Ο ίδιος τότε µόνος του εξέρχεται από το σώµα της Εκκλησίας. Αυτοαποκόπτεται µόνος του από την Εκκλησία, έστω κι’ αν τυπικά λέει ότι παραµένει! Αυτοκαταδικάζεται, δηλ. ο ίδιος µόνος του καταδικάζει τον εαυτό του! Το λέει αυτό και ο Απόστολος Παύλος, όταν γράφει για κάθε αιρετικό ότι: «αµαρτάνει ων αυτοκατάκριτος», δηλαδή είναι πλέον αυτοκαταδικασµένος!" (A, 8). "Αιρετικός δεν είναι μόνο εκείνος, που εισάγει νέα δόγματα στην Εκκλησία, αλλά και όποιος δεν έχει φτάσει στο «φωτισμό» ή στη «θέωση». Όποιος δηλαδή, δεν είναι μέλος της Εκκλησίας. Αυτός δεν είναι Ορθόδοξος!" (Π, 194).
→ Όποιος έχει εκκλησιαστική κοινωνία με τέτοιους: "Από τη στιγμή που κάποιο μέλος της Εκκλησίας, οποιαδήποτε θέση κι’ αν κατέχει στο σώμα της, περιπέσει σε κακοδοξία, ή «κοινωνεί» με έναν από αυτούς, που έπεσαν στην αίρεση, δεν εξακολουθεί να είναι μέλος της. Ούτε Πατριάρχης μπορεί να είναι, ούτε Αρχιεπίσκοπος ή επίσκοπος, ούτε ιερεύς ή μοναχός, ούτε καν απλό μέλος της, ούτε μπορεί να λέγεται χριστιανός! ...Πολύ περισσότερο, δεν μπορεί να είναι Πατριάρχης, Αρχιεπίσκοπος, ή άλλος κληρικός, γιατί δεν έχει Αποστολική Διαδοχή και ιερωσύνη" (Ε, 3).
→ Όποιος εκπέσει από τον "φωτισμό" και την "θέωση": "Από την Εκκλησία, όπως την όρισε ο Χριστός και την δίδαξαν οι άγιοι Πατέρες (σημ. ημ. εμείς είδαμε ότι δίδαξαν τα ακριβώς αντίθετα!), φεύγει κάποιο μέλος της, όταν εκπέσει από την μακάρια εκείνη κατάσταση του «φωτισμού» και της «θέωσης», δηλ. της «θεωρίας του Θεού». Τότε εκπίπτει από μέλος της Εκκλησίας. Οι περιπτώσεις αυτές είναι, όταν σκοτιστεί και νεκρωθεί εκ νέου ο νους του ανθρώπου από αμαρτίες και πάθη, ή περιπέσει σε κακοδοξίες και αιρέσεις" (Π, 194). "Κάθε πιστός που αξιώνεται να φτάσει στην κατάσταση του «φωτισμού» ή της «θεώσεως», αποκτά την αίσθηση της παρουσίας του Χριστού μέσα του. Αν ένας άνθρωπος δεν έχει αποκτήσει την αίσθηση αυτή, έστω και αν είναι βαπτισμένος δεν είναι μέλος του σώματος του Χριστού, κατά τους Πατέρες (σημ. ημ. η αγαπημένη τακτική των Σακαρελλικών όταν εκφράζουν μία άποψη, είναι να χρησιμοποιούν την φράση "κατά τους Πατέρες", χωρίς σχεδόν ποτέ να παραπέμπουν σε αυτούς, εκτός από πολύ μικρά αποσπάσματα (άλλα αυτούσια, άλλα παραποιημένα, όπως θα δούμε), τα οποία παρερμηνεύουν κατά το δοκούν)" (Π, 213).
→ Όποιος πλανηθεί: "Όσα µέλη της τυχόν πλανήθηκαν, οσαδήποτε και αν είναι, αυτά αµέσως αποκόπτονται µόνα τους, από το σώµα της και παύουν αυτοδικαίως ν’ αποτελούν µέλη της" (Α, 5).
→ Όποιος πέσει σε αίρεση: "Από τη στιγµή που ένας πιστός, λαϊκός, µοναχός ή κληρικός, δεχθεί κάποια αίρεση, ακόµα κι’ αν δεν την έχει διακηρύξει σε κανέναν, αλλά την κρατάει κρυφή για τον εαυτό του, γίνεται εχθρός του Θεού, κατά τον άγιο Ιωάννη Χρυσόστοµο. Αυτό εξηγείται από το γεγονός, ότι ένας πιστός µε την αποδοχή κακοδοξιών χάνει την Ορθή Πίστη, που είναι η Αποστολική Παράδοση. Σηµαίνει ότι διακόπτεται γι’ αυτόν η Αποστολική ∆ιαδοχή. Σηµαίνει ότι ο αιρετικός αυτός παύει πλέον ν’ αποτελεί µέλος της Εκκλησίας του Χριστού! Ο ίδιος τότε µόνος του εξέρχεται από το σώµα της Εκκλησίας. Αυτοαποκόπτεται µόνος του από την Εκκλησία, έστω κι’ αν τυπικά λέει ότι παραµένει! Αυτοκαταδικάζεται, δηλ. ο ίδιος µόνος του καταδικάζει τον εαυτό του! Το λέει αυτό και ο Απόστολος Παύλος, όταν γράφει για κάθε αιρετικό ότι: «αµαρτάνει ων αυτοκατάκριτος», δηλαδή είναι πλέον αυτοκαταδικασµένος!" (A, 8). "Αιρετικός δεν είναι μόνο εκείνος, που εισάγει νέα δόγματα στην Εκκλησία, αλλά και όποιος δεν έχει φτάσει στο «φωτισμό» ή στη «θέωση». Όποιος δηλαδή, δεν είναι μέλος της Εκκλησίας. Αυτός δεν είναι Ορθόδοξος!" (Π, 194).
→ Όποιος έχει εκκλησιαστική κοινωνία με τέτοιους: "Από τη στιγμή που κάποιο μέλος της Εκκλησίας, οποιαδήποτε θέση κι’ αν κατέχει στο σώμα της, περιπέσει σε κακοδοξία, ή «κοινωνεί» με έναν από αυτούς, που έπεσαν στην αίρεση, δεν εξακολουθεί να είναι μέλος της. Ούτε Πατριάρχης μπορεί να είναι, ούτε Αρχιεπίσκοπος ή επίσκοπος, ούτε ιερεύς ή μοναχός, ούτε καν απλό μέλος της, ούτε μπορεί να λέγεται χριστιανός! ...Πολύ περισσότερο, δεν μπορεί να είναι Πατριάρχης, Αρχιεπίσκοπος, ή άλλος κληρικός, γιατί δεν έχει Αποστολική Διαδοχή και ιερωσύνη" (Ε, 3).
***
Εδώ δηλαδή βλέπουμε, όχι απλά πλήρη αντίθεση με όσα διδάσκουν οι Πατέρες, όπως είδαμε προηγουμένως, όχι μόνο μία απλή αναβίωση των δονατιστικών κακοδοξιών, αλλά μία πρωτοφανής σε έκταση (ξεπερνά ακόμη και την Ματθαιϊκή), συρρικνωτική εκκλησιολογία, με βάση την οποία στην Εκκλησία απομένουν τόσα λίγα μέλη, που δεν είμαστε καν σίγουροι για το αν και αυτά είναι όντως μέλη, εφόσον δεν μπορούμε να διαπιστώσουμε με κάποιο τρόπο, ούτε αν έχουν "φωτισμό" και "θέωση" (ή αν την αισθάνονται...), ούτε αν έχει "σκοτισθεί" ο νους τους από αμαρτίες και πάθη, ούτε αν έχουν πέσει σε κάποια πλάνη ή αίρεση (και μάλιστα αν την κρατάνε κρυφή για τον εαυτό τους!), ούτε αν κοινωνούν έμμεσα ή άμεσα με κάποιον "πεπτωκότα"!
Αυτές οι ξεκάθαρα αντορθοδόξες απόψεις αποσκοπούν βεβαίως στην υποστήριξη μιας κεντρικότερης θέσης, η οποία αποτελεί βασικό πυλώνα της σακαρελλείου εκκλησιολογίας: ότι οι ανήκοντες στις παραπάνω κατηγορίες κληρικοί, ως αυτομάτως "εκτός Εκκλησίας" ευρισκόμενοι, αυτομάτως χάνουν και την Ιερωσύνη.
Μα αν υπάρχει αυτόματη απώλεια της Ιερωσύνης, τότε γιατί συνέρχονται Σύνοδοι για να καθαιρέσουν τους παραβάτες κληρικούς; Σε αυτήν την εύλογη απορία οι Σακαρελλιστές απαντούν: "Η «καθαίρεση», που επιβάλλει η Εκκλησία σε αναξίους «επισκόπους» της, είναι μια πράξη, στην οποία διαπιστώνει η Εκκλησία ότι κάποιος κληρικός της δεν έχει τη θεία Χάρη και συνεπώς δεν μπορεί να ιερουργεί! Αυτό σημαίνει, ότι η Εκκλησία με την πράξη της αυτή επιβεβαιώνει μια κατάσταση, που δημιουργήθηκε εξ αιτίας της αναξιότητας του συγκεκριμένου αυτού επισκόπου. Επειδή δεν έχει την από Θεό χειροτονία, πράγμα το οποίο αποδεικνύουν περίτρανα οι διαπιστωμένες συμπεριφορές του ενάντια στην ορθή πίστη και στον ορθό βίο, ο Θεός δεν ενεργεί όσα ιερουργεί αυτό το άτομο, ως κληρικός! Ένα απλό παράδειγμα θα μας βοηθήσει να καταλάβουμε καλύτερα τον διαπιστωτικό χαρακτήρα της «καθαίρεσης». Όταν πεθαίνει κάποιος συντάσσεται ληξιαρχική πράξη για το θάνατό του. Ο θάνατος του ανθρώπου δεν οφείλεται στη ληξιαρχική πράξη. Η ληξιαρχική πράξη απλώς πιστοποιεί τον επελθόντα θάνατο. Το ίδιο συμβαίνει και με την καθαίρεση κάποιου κληρικού. Η καθαίρεση απλώς βεβαιώνει, κατά τρόπο πέρα από κάθε αμφισβήτηση, ότι το εν λόγω πρόσωπο δεν έχει πλέον την εξουσιοδότηση της Εκκλησίας να ιερουργεί, γιατί έπαυσε να έχει την «άνωθεν» χειροτονία. Συνεπώς, τα μυστήρια που τελεί είναι «αχαρίτωτα», δηλ. δεν έχουν Χάρη Θεού!" (Π, 184). Παρόμοια επιχειρηματολογία αναπτύσσουν και οι εν ενεργεία Σακαρελλιστές τoυ χώρου μας, μόνο που αντί για την Σύνοδο-Ληξίαρχο του διδασκάλου τους, παρουσιάζουν την Σύνοδο-Ιατροδικαστή: "Ὅταν οἱ Ἀρχιερεῖς ἐν Συνόδῳ ἀποφαίνονται γιὰ τὸν πνευματικὸ θάνατο μιᾶς αἱρετικῆς κοινότητος, δὲν εἶναι οἱ πνευματικοὶ ἐκτελεστὲς οἱ ὁποῖοι θανατώνουν πνευματικῶς τοὺς αἱρετικοὺς διὰ τοῦ ἀναθέματος, ἀλλὰ οἱ «πνευματικοὶ ἰατροδικαστές», οἱ ὁποῖοι διαπιστώνουν τὴν πνευματικὴ νέκρωση τῶν αἱρετικῶν, ἡ ὁποία ἐπῆλθε ἀκριβῶς ἀπὸ τὴν θανατηφόρο ἀσθένεια τῆς αἱρέσεως... Ὅπως, ὅταν ἔχουμε ἐνώπιόν μας ἕνα νεκρὸ σῶμα, μπορεῖ οἱ ἰατροδικαστὲς νὰ μὴ συμφωνοῦν μεταξύ τους, γιὰ τὴν ἀκριβῆ ὥρα τοῦ θανάτου καὶ νὰ προσπαθοῦν νὰ ὑπολογίσουν μὲ διάφορους ἐπιστημονικοὺς τρόπους, τὸ πότε ἐπῆλθε τὸ μοιραῖο, ἀλλὰ τὸ ἀναμφισβήτητο γεγονὸς εἶναι, ὅτι ὁ θάνατος ἔχει ἐπέλθει".
Και άλλοι όμως, μέσα στον ευρύτερο εκκλησιαστικό χώρο, ισχυρίζονται ότι η καταδίκη κληρικού "από σύνοδο σε καθαίρεση λόγω αιρέσεως, εφόσον δεν μετανοήσει και δεν επιστρέψει στην ορθή πίστη, έχει σημασία μόνον αναγνωριστική της ήδη μη ενεργείας της θείας χάριτος στα τελούμενα από αυτόν μυστήρια, και όχι σημασία διαπλαστική (δηλ. της από την καθαίρεση και εφεξής μη ενεργείας της θείας χάριτος στα τελούμενα από εκείνον μυστήρια)" (εδώ).
α) "Όταν όμως ένας τέτοιος κληρικός «εκπέσει» απ’ την κατάσταση αυτή της πνευματικής τελειότητας, στην πραγματικότητα «φεύγει» και από την Εκκλησία. Οι Κανόνες της Εκκλησίας θεωρούν τους αιρετικούς επισκόπους, προ της καταδίκης τους ακόμα από Σύνοδο, ως ψευδεπισκόπους και ψευδοδιδασκάλους. Διαβάζουμε στον 15ο Κανόνα της Πρωτοδευτέρας Συνόδου, ότι όσοι αποτειχίζονται από αιρετικούς επισκόπους «ου γαρ επισκόπων, αλλά ψευδεπισκόπων και ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν»" (Π, 194).
Ο κ. Σακαρέλλος συχνά πετά, ως χειροβομβίδες, τεμάχια φράσεων, τα οποία αποκομμένα όπως παρουσιάζονται (και δεδομένου ότι οι περισσότεροι αναγνώστες αδυνατούν να ανατρέξουν στις πηγές προς έλεγχο) εξυπηρετούν τις εκκλησιολογικές του απόψεις.
Τί συμπέρασμα μας ωθεί ο συγγραφέας να εξάγουμε από την παραπάνω ακρωτηριασμένη φράση; Ότι όποιος πέφτει σε αίρεση, χάνει αυτομάτως την Ιερωσύνη του και την ιδιότητά του ως μέλος της Εκκλησίας. Για να δούμε όμως, αν υποστηρίζει άραγε κάτι τέτοιο ο Δοσίθεος Ιεροσολύμων (ουσιαστικά ο Άγιος Μάξιμος, όπως θα δούμε - αν οι Σακαρελλιστές πάντως είχαν μελετήσει Δοσίθεο Ιεροσολύμων, θα είχαν σοκαριστεί με τις απόψεις του για το υπαρκτό της ιερωσύνης των αιρετικών· περί τούτου όμως, άλλη φορά).
Η εν λόγω φράση λοιπόν είναι από την Α΄ Παράγραφο του Η΄ Κεφάλαιο του Ζ΄ Βιβλίου της λεγόμενης "Δωδεκαβίβλου" του, η οποία παράγραφος αναφέρεται στον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή. Μάλιστα η γνήσια φράση είναι η εξής: "Ο δε αιρετικός γενόμενος, ούτε Πατριάρχης εστίν, ούτε επίσκοπος, ούτε καν μέρος της Εκκλησίας". Βλέπουμε λοιπόν ότι αρχικά υπάρχει μία μικρή παραποίηση, μιας και η λέξη "μέρος" αντικαθίσταται από τον κ. Σακαρέλλο με την λέξη "μέλος".
Πριν δούμε όμως ολόκληρη την πρόταση, στην οποία βρίσκεται η φράση αυτή, ας δούμε την υπόθεση της παραγράφου. Σε αυτήν ο Δοσίθεος αναιρεί την άποψη των παπικών ότι ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής θεωρούσε τάχα ως Κεφαλή της Εκκλησίας τον Πάπα Ρώμης επειδή στον διάλογό του με τον Θεοδόσιο Καισαρείας τον προτρέπει αν έχουν μετανοήσει για τον Μονοθελητισμό να στείλουν έγγραφη ομολογία προς τον Επίσκοπο Ρώμης Άγιο Μαρτίνο. Εξηγεί λοιπόν ο Δοσίθεος ότι αυτό το έκανε ο Άγιος Μάξιμος όχι επειδή θεωρούσε ότι ο Ρώμης έχει γενική εξουσία πάνω σε όλες τις Εκκλησίες, αλλά διότι σε εκείνη την ιστορική περίοδο ήταν ο μόνος Προκαθήμενος που ορθοτομούσε τον λόγο της αληθείας. Αφού οι μεν Κωνσταντινουπόλεως Σέργιος (όπως και οι διάδοχοί του Πύρρος και Παύλος), ο Αλεξανδρείας Κύρος και Αντιοχείας Μακεδόνιος ήταν Μονοθελήτες, ενώ ο θρόνος των Ιεροσολύμων, μετά την κατάληψη της πόλης από τους Άραβες και την κοίμηση του Αγίου Σωφρονίου ήταν κενός. Συνεχίζει ο Δοσίθεος λέγοντας πως ο Άγιος Μάξιμος δεν μπορούσε να συγκοινωνήσει με τους Μονοθελήτες από μόνος του επειδή πρώτον, όπως τους έλεγε, "ἡ αἵρεσις ὑμῶν συνοδικῶς κατεκρίθη... καὶ οὐ δύναμαι λύσαι τὰ συνοδικῶς πολλάκις κριθέντα καὶ κατακριθέντα". Δεύτερον "εἰ καὶ ἡ Αἵρεσις αὔτη ἐκρίθη καὶ ἀνεθεματίσθη τὸ πρῶτον ὑπὸ τοῦ ἱεροῦ Σωφρονίου, ἀλλ᾿ ἐπειδὴ ἐκεῖ ἤδη Πατριάρχης οὐκ ἔστι, μάλιστα λεηλατεῖ τὸν τόπον ἡ ἔφοδος τῶν Ἀράβων, καὶ πρὸς τούτοις ὁ Ἀντιοχείας Μακεδόνιος συναιρετίζει ὑμῖν, καὶ μετὰ τοῦ Πατριάρχου ὑμῶν Πέτρου συγκάθηται καὶ συμφατριάζει κατὰ τῆς ἀποστολικῆς πίστεως, καὶ δὴ ἐν Ἀλεξανδρείᾳ ὁ Πέτρος σύμφρων ὑμῖν ἐστίν, ὁ δὲ Αἱρετικὸς γενόμενος οὔτε Πατριάρχης ἐστὶν οὔτε Ἐπίσκοπος οὔτε κἂν μέρος τῆς Ἐκκλησίας, ἐν μόνη δὲ τῇ Ῥώμῃ ἡ εὐσέβεια παῤῥησιάζεται καὶ θριαμβεύεται μετ᾿ ἐκείνης λοιπὸν ζητεῖτε καὶ τὴν ἕνωσιν". Αιρετικός εδώ θεωρείται λοιπόν εκείνος που κηρύττει αίρεση κατεγνωσμένη από Συνόδους ή Πατέρες. Η αίρεση των Μονοθελητών τότε ήταν κατεγνωσμένη και από Συνόδους (Λατερανό, Αφρική, Ιεροσόλυμα) και από Πατέρες (Άγιος Σωφρόνιος, Άγιος Μάξιμος, Άγιος Μαρτίνος) και επομένως όσοι την κήρυτταν ούτε Πατριάρχες, ούτε Επίσκοποι, ούτε μέρος της Εκκλησίας, όχι με την έννοια ότι έχαναν αυτομάτως την Ιερωσύνη και την ιδιότητα του μέλους της Εκκλησίας, αλλά με την έννοια ότι πλέον δεν εκπροσωπούσαν, λόγω θέσεως, την Εκκλησία και δεν εξέφραζαν τον λόγο της Αληθείας. Ήταν δηλαδή "ψευδεπίσκοποι" με βάση τον ΙΕ΄ Κανόνα της Πρωτοδευτέρας Συνόδου, που είδαμε προηγουμένως· δεν είναι μάλιστα τυχαίο ότι ο Κανόνας αυτός βασίστηκε στον Άγιο Σωφρόνιο Ιεροσολύμων: "Εἰ δέ τινες ἀποσταῖεν τινος οὐ διά πρόφασιν ἐγκλήματος ἀλλά δι’ αἵρεσιν ὑπό συνόδου ἤ ἁγίων Πατέρων κατεγνωσμένην τιμῆς καί ἀποδοχῆς ἄξιοι ὡς ὀρθόδοξοι" (P.G. 87, 3369-3371). Μεγαλύτερη δε απόδειξη ότι οι Μονοθελήτες "ψευδεπίσκοποι", δεν έχασαν αυτομάτως την Ιερωσύνη, είναι ότι οι περισσότεροι από τους Αγίους Πατέρες που συγκάλεσαν έπειτα την ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδο που τους αναθεμάτισε, ήταν δικές τους χειροτονίες!!!
Εδώ ο κ. Σακαρέλλος προωθώντας την προαναφερθείσα θέση, ότι κάθε κληρικός που πέφτει σε αίρεση αυτομάτως χάνει την Ιερωσύνη του και άρα αποτελεί "βεβήλωση των αγίων" το να ιερουργεί, προβαίνει σε μια ακόμη παρερμηνεία.
Η εν λόγω φράση του Αγίου Θεοδώρου υπάρχει στην υπ᾿ αριθμόν ΚΗ΄ Επιστολή του (Βασιλείῳ μονάζοντι). Στην επιστολή αυτή γίνεται λόγος για την γνωστή περίπτωση του ιερέως Ιωσήφ, ο οποίος ευλογώντας τον παράνομο δεύτερο γάμο του αυτοκράτορος Κωνσταντίνου του ΣΤ΄, έπεσε σε παράπτωμα καθαιρετικό της Ιερωσύνης του. Όταν έγινε ο παράνομος γάμος (το 795) ο Πατριάρχης Άγιος Ταράσιος δεν καθαίρεσε τον Ιωσήφ, επειδή ο αυτοκράτορας τον είχε απειλήσει ότι αν το κάνει, θα επαναφέρει την Εικονομαχία. Μετά την πτώση του Κωνσταντίνου όμως (το 797), ο Άγιος Ταράσιος καθαίρεσε και αφόρισε τον Ιωσήφ. Το 806 (δηλαδή μετά την κοίμηση του Αγίου Ταρασίου) ο νέος Πατριάρχης Άγιος Νικηφόρος, πιεζόμενος από τον νέο αυτοκράτορα Νικηφόρο και φοβούμενος κι εκείνος μήπως κάνει κακό στην Εκκλησία αποκατέστησε τον Ιωσήφ. Αυτήν ακριβώς την αποκατάσταση θεωρεί ο Άγιος Θεόδωρος ως απαράδεκτη (μάλιστα διακόπτει και την κοινωνία με τον Πατριάρχη) και γράφει στον μοναχό Βασίλειο μεταξύ άλλων και τα εξής: "Πῶς γὰρ κανονικῶς ἡμῖν γράφουσα ἡ εὐλάβειά σου οὐ τοὺς θείους κανόνας ἐπίσταται, ὅτι κατ' αὐτοὺς καθῃρημένος ἐστὶν ὁ ἀνήρ; Εἰ γὰρ εἰ διγαμοῦντος γάμον οὐκ ἐῶσι τὸν πρεσβύτερον ἑστιαθῆναι, τί πρὸς τὸ τὸν δίγαμον στεφανῶσαι; τί δὲ τὸ εἰς μοιχικὸν γάμον ἑστιαθῆναι ὅλαις τριάκοντα ἡμέραις; τί δὲ, τὸ ὀλεθριώτερον, τὸ καὶ στεφανῶσαι μοιχὸν κατὰ τὸν λόγον τοῦ Κυρίου, τὴν ἐπὶ τῇ συναφείᾳ ἱερὰν προσευχὴν λέγοντα τὸν μοιχοζεύκτην καὶ προσκαλούμενον τὴν θείαν χάριν ἀθέως ἐπὶ τοὺς βεβήλους; Ἀπόπτυστός ἐστι παρὰ Θεῷ κατὰ τὸν θεῖον Διονύσιον καὶ ἀνίερος ὁ τοιοῦτος· παρέλκον γάρ ἐστι τοὺς ἐπ' αὐτῷ ἄλλους κειμένους κανόνας ὧδε γράφειν. Ὅτι δὲ καὶ ὑπὸ τοῦ προηγησαμένου πατριάρχου ἀφωρισμένος ἐνναετῆ χρόνον ἔτυχεν καὶ ὁ κανών, εἰ μὴ ἐντὸς ἐνιαυτοῦ λυθῇ, οὐκ ἀνέχεται ἔτι τὴν λύσιν, ποῦ θήσομεν; Πάντως δὲ ἡ ἀπάντησις, ὅτι ἐλέλυτο. Καὶ εἰ ἐλέλυτο, πῶς οὐχ ἱερούργει; καὶ εἰ ἐλέλυτο, πῶς ἄρτι ἐζήτησεν λύσιν ὑπὸ συνόδου; Δηλονότι ὁ δεδεμένος ζητεῖ λυθῆναι, οὐχ ὁ ἄδετος· ὥστε κἀνταῦθα περιπίπτει ἑαυτῷ ὁ θέλων κατὰ τῆς ἀληθείας κινεῖσθαι. Βεβήλωσις οὖν τῶν ἁγίων ἐστίν, ὦ ἀδελφέ, τοῦτον ἱερουργεῖν, καὶ σύγχυσις παντελὴς τῶν κανόνων τὸ μὴ τὰ τοιαῦτα φυλάττεσθαι. Τί γὰρ λέγει καὶ ὁ Χρυσόστομος; ὅτι οὐκ ἀκίνδυνόν ἐστι τὸ ἀνεξέταστον ἐπὶ τοῦ ἱερέως, οὐ περὶ πίστεως, ὡς οἴει, τοῦτο λέγων, ἀλλὰ περὶ τῆς κατὰ τὸν βίον ἀκριβείας. Ἐκζητεῖν τοίνυν καὶ ἀνερευνᾶν ἕκαστον ὅπως ἔχει οὐ δέον· ἡ χάρις γὰρ καὶ ἐπὶ τοὺς ἀναξίους διὰ τοὺς προσιόντας κάτεισιν. Εἰς δὲ τοὺς προδήλως κατεγνωσμένους, ὧν ἐστιν εἷς καὶ ὁ Ἰωσήφ, μάλα ἀνομίαν μεγάλην συνάψας ἀναφανδὸν τῆς οἰκουμένης, ἣν ὁ Κύριος ἀπέφηνεν, καὶ ἐναγέστερος τοῦ μοιχεύσαντος χρηματίσας ὁ τοῦτον συζεύξας, τὸ μὴ διαστέλλεσθαι κατὰ τὸν Θεολόγον προδοσία τῆς ἀληθείας σαφὴς καὶ τῶν κανόνων παράλυσις" (P.G. 99, 997-1000).
Καμία σχέση λοιπόν με τις σακαρελλικές θεωρίες.
Πριν εξετάσουμε το θέμα, δεν μπορούμε να μη παρατηρήσουμε το γεγονός ότι ο κ. Σακαρέλλος δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει και τον μακαριστό καθηγητή θεολογίας Χρήστο Ανδρούτσο (για την στάση του απέναντί του βλ. "Ορθόδοξος Τύπος", φυλ. 617 [31-8-1984]).
Για ακόμη μια φορά όμως η φράση αλλοιώνεται με αποτέλεσμα την υιοθέτηση της πλάνης ότι με μια ετεροδιδασκαλία διακόπτεται η Αποστολική Διαδοχή και χάνεται αυτομάτως η Ιερωσύνη. Ας δούμε όμως την αυθεντική φράση: "Οἱ Πατέρες καὶ οἱ ἐκκλησιαστικοὶ ἄνδρες ἀπαναινόμενοι πᾶσαν διδασκαλίαν μὴ συμφωνοῦσαν πρὸς τὴν ἀποστολικὴν, ὡς ὁ Εἰρηναῖος, ὁ Ἱερώνυμος, ἐλέγχουσι τοὺς αἱρετικοὺς ὡς διακόψαντας τὴν ἀποστολικὴν διαδοχὴν διὰ τῆς ἑτεροδιδασκαλίας, ἔχονται δὲ τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς ἅμα μὲν ὡς μέσου, δι᾿ οὗ μετοχετεύεται ἡ ἀποστολικὴ διδασκαλία, ἅμα δὲ ὡς διακριτικοῦ γνωρίσματος τῆς ἀληθοῦς Ἐκκλησίας ἀπὸ τῆς ψευδοῦς, καὶ πρὸς τοῦτο ἐπιχειροῦσί τινες καὶ τὸν καταρτισμὸν καταλόγου τῶν ἐπισκόπων τῶν ἐπὶ μέρους Ἐκκλησῶν ἀνιόντα εἰς τοὺς Ἀποστόλους". Η Αποστολική Διαδοχή λοιπόν, κατά τους Πατέρες, είναι αφενός μεν ένα μέσο διά του οποίου μετοχετεύεται η αποστολική διδασκαλία, αφετέρου, ένα γνώρισμα, διά του οποίου διακρίνεται η αληθινή Εκκλησία από την ψεύτικη. Επομένως οι αιρετικοί ("Αἱρετικοὺς δὲ λέγομεν τούς τε πάλαι τῆς ἐκκλησίας ἀποκηρυχθέντας καὶ τοὺς μετὰ ταῦτα ὑφ᾽ ἡμῶν ἀναθεματισθέντας", κατά τον Ϛ΄ Κανόνα της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου), μη έχοντες την αποστολική διδασκαλία έχουν διακόψει και για αυτόν τον λόγο (ο άλλος είναι ότι με την έξοδό τους από την Εκκλησία, δεν μπορούν να τελέσουν Μυστήρια) την Αποστολική Διαδοχή.
Ας δούμε και σε αυτήν την περίπτωση ολόκληρο το σχετικό απόσπασμα και το τι εννοεί ο Άγιος. Η φράση αυτή προέρχεται από το κείμενο του Αγίου με τίτλο "Ἀναίρεσις γράμματος Ἰγνατίου Ἀντιοχείας". Ο Πατριάρχης Αντιοχείας Ιγνάτιος είχε δυστυχώς ταχθεί με το μέρος του τότε Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννου Καλέκα (ο οποίος είχε φυλακίσει, "καθαιρέσει" και "αναθεματίσει" τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά) και είχε συντάξει ένα γράμμα εναντίον του Αγίου. Το γράμμα αυτό αναιρεί ο Άγιος Γρηγόριος ευρισκόμενος στη φυλακή, και επιπλέον "καθηρημένος" και "αφορισμένος". Εξηγεί πώς έχουν όντως τα πράγματα, διότι φαίνεται ότι ο Αντιοχείας Ιγνάτιος είχε παραπληροφορηθεί για το θέμα. Ξεκινά την αναίρεσή του επισημαίνοντας, σχετικά με τις άδικες ποινές που είχε δεχθεί, τα εξής: "ἐπὶ παντὸς γὰρ ἐγκλήματος σύνοδος συγκροτεῖται καὶ δικαστήριον προκαθίζει καὶ τοῦ ἐγκληθέντος παρόντος καὶ τοῦ ἐγκαλοῦντος κατὰ πρόσωπον ἑστηκότος, φιλαλήθης ἐξέτασίς τε καὶ κρίσις - εἴπερ οἱ ἔφοροι τῆς δίκης ἀδέκαστοι - γίνεται καὶ ἡ ἀπόφασις ἕπεται καὶ τὸ ἀναπεφηνὸς ἀπὸ τῆς κρίσεως δίκαιον καταγράφεταί τε καὶ ὑπογράφεται παρὰ τῶν ἱεραρχῶν τε καὶ κριτῶν εἰς βεβαίωσιν. Εἰ δέ τις ἀρχιερεύς τε καὶ κριτὴς εἶναι λαχών, εἶτα χωρὶς ἐξετάσεώς τε καὶ κρίσεως ἐννόμου καὶ κανονικῆς ἀποφαίνεται, κατάκριτός ἐστιν ὡς ἀληθῶς, ἀλλ᾿ οὐ κριτὴς ἀληθής. Εἰ δὲ καὶ Γραφῇ παραδοῦναι τολμήσει τὰς ἀκρίτους ἀποφάσεις αὐτοῦ, πόσῳ μᾶλλον κατακρίσεως ἄξιος; Εἰ δὲ καὶ περὶ εύσεβείας ὁ λόγος εἴη καὶ γεγονυίας ἐξετάσεως, κρίσεώς τε καὶ ἀποφάσεως, ἐπὶ συνόδου, καὶ ταῦτα τοιαύτης, ἐφ᾿ ἧς καὶ βασιλεὺς αὐτὸς προεκάθητο καὶ ἡ σύγκλητος πᾶσα καὶ οἱ καθολικοὶ παρῆσαν τῶν Ρωμαίων κριταὶ καὶ συνοδικῶν προβάντων γραμμάτων καὶ τῶν καταψηφισθέντων ἀφορισμῷ καθυποβληθέντων ἐγγράφῳ καὶ ἀναθέματι φρικωδεστάτῳ, εἶτά τις ὕστερον τοὺς μὲν ἐκεῖ τούτοις ὑποπεσόντας ἐνδίκως κοινωνοὺς προσίεται καὶ χειροτονίας ἱερᾶς ἀξιοῖ καὶ συλλειτουργοὺς οἰκείους καὶ προέδρους ποιεῖται τῆς ἐκκλησίας, τοὺς δὲ παρρησίᾳ δικαιωθέντας καὶ ὡς συνηγόρους τῆς εὐσεβείας ἐπαινεθέντας καταδικάζει καὶ ἀποβάλλεται, ὁ τοιοῦτος οὐχ ἀπλῶς ὑπεύθυνος, ἀλλὰ τῆς τῶν προκαταψηφισθέντων ἐκείνων καταδίκης φανερός ἐστι κληρονόμος, κἂν ἐκείνοι δυσσεβεῖς, οὐδ᾿ αὐτός ἐστιν εὐσεβής" (Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, Ε.Π.Ε. 3, σελ. 604-606).
Τί μας λέει λοιπόν εδώ, με λίγα λόγια, ο Άγιος; Ότι για κάθε παράβαση (έγκλημα) γίνεται Σύνοδος και δικαστήριο, παρόντος του κατηγορουμένου και του κατηγόρου, και γίνεται φιλαλήθης εξέταση και κρίση (αν οι δικαστές είναι αδέκαστοι), επακολουθεί δε η απόφαση, η οποία καταγράφεται και υπογράφεται τέλος από τους ιεράρχες και κριτές προς βεβαίωση. Αν όμως τύχει κάποιος από αυτούς τους αρχιερείς και κριτές, να αποφανθεί χωρίς νόμιμη και κανονική εξέταση, δεν είναι στα αλήθεια κριτής, αλλά κατάκριτος! Αν δε τολμήσει και εγγράφως να παραδώσει αυτές τις άκριτες αποφάσεις του, πόσο μεγαλύτερης κατακρίσεως είναι άξιος; Εάν μάλιστα το θέμα είναι και περί πίστεως (ευσεβείας), και έχει ήδη γίνει εξέταση, κρίση και απόφαση από Σύνοδο (και μάλιστα τέτοια Σύνοδο, που έχει παρακαθίσει και ο βασιλιάς ο ίδιος και ολόκληρη η σύγκλητος και οι πολιτικοί δικαστές) και έχουν μάλιστα εκδοθεί και συνοδικά γράμματα και οι καταδικασθέντες έχουν υποβληθεί σε έγγραφο αφορισμό και φρικτό αναθεματισμό, αν κάποιος έπειτα δέχεται ως κοινωνικούς (σε εκκλησιαστική κοινωνία) αυτούς που καταδικάστηκαν, τους αξιώνει ιερατικής χειροτονίας και συλλειτουργεί μαζί τους και τους καθιστά προεστώτες εκκλησιών, τότε αυτός δεν είναι απλώς υπεύθυνος, αλλά όλων εκείνων των καταδικασμένων φανερός κληρονόμος της καταδίκης τους, και αν εκείνοι είναι δυσσεβείς, ούτε αυτός είναι ευσεβής.
Αυτά τα γράφει ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς επειδή ο Πατριάρχης Ιωάννης Καλέκας, παρά το γεγονός ότι είχε γίνει Σύνοδος (το 1341), παρουσία μάλιστα του βασιλιά και των πολιτικών αρχών, και η οποία καταδίκασε τον Βαρλαάμ και τον Ακίνδυνο και τα φρονήματά τους, αυτός όχι μόνο "χωρὶς ἐξετάσεώς τε καὶ κρίσεως ἐννόμου καὶ κανονικῆς" αποφάνθηκε αλλά και εγγράφως τόλμησε να παραδώσει "τὰς ἀκρίτους ἀποφάσεις αὐτοῦ" κατά του Αγίου ("καθαίρεση" και "αφορισμός"), αλλά και την προγενέστερη Σύνοδο περιφρόνησε και επομένως των καταδικαστικών αποφάσεων εκείνης "φανερός ἐστι κληρονόμος".
Και συνεχίζει: "Τοῦτο τοίνυν πράξαντες, μᾶλλον δὲ παθόντες οἱ ἀρχιποίμενες εἶναι τῆς ἱερᾶς ἐκκλησίας βρενθυόμενοι νῦν, ἆρ᾿ οὐ δηλητηρίου παντὸς ὀλεθριώτερον πόμα, δυσσεβείᾳ κεκραμένον καὶ ἀδικίᾳ διὰ τῶν ἐνταῦθα πρὸς ἐξέτασιν προτεθειμένων γραμμάτων τοῖς αὐτοῖς πειθομένοις προτείνουσιν, αὐτοὶ πρότερον οὕτω δαψιλῶς ἐμφορηθέντες τοῦ πονηροῦ καὶ δυσσεβοῦς τούτου κράματος, ὡς ἐκ κρουνῶν τινων οἷον τῶν αὐτῶν στομάτων ὑπερεκβλύζειν καὶ ἀναδιδόσθαι, φεῦ, τὸ πολυσχιδὲς ψεῦδος καὶ τὴν πολύχυτον ἀπάτην τῆς δυσσεβείας, ἧς καὶ τοῦτο τὸ γράμμα δεῖγμα; "Ἀπέρχεται μὲν γάρ", φησίν, "ἡ μετριότης ἡμῶν εἰς τὴν ἐκκλησίας αὐτῆς, ἣν Χριστοῦ χάριτι γνησίως κεκλήρωται". Ποῖος κλῆρος, ποία μερίς, τίς γνησιότης πρὸς τὴν Χριστοῦ ἐκκλησίαν, τῷ συνηγόρῳ τοῦ ψεύδους, ἐκκλησίαν, ἥ "στύλος καί ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας" κατά Παῦλόν ἐστιν, ἥ καί μένει χάριτι Χριστοῦ διηνεκῶς ἀσφαλὴς καὶ ἀκράδαντος, ἐστηριγμένη παγίως οἷς ἐπεστήρικται ἡ ἀλήθεια; Καὶ γὰρ οἱ τῆς τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίας τῆς ἀληθείας εἰσί · καὶ οἱ μὴ τῆς ἀληθείας ὄντες οὐδὲ τῆς τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίας εἰσί, καὶ τοσοῦτο μᾶλλον, ὅσον ἂν καὶ σφῶν αὐτῶν καταψεύδοιντο, ποιμένας καὶ ἀρχιποίμενας ἱεροὺς ἑαυτοὺς καλοῦντες καὶ ὑπ’ ἀλλήλων καλούμενοι · μηδὲ γὰρ προσώποις τόν χριστιανισμόν, ἀλλ’ ἀληθείᾳ καί ἀκριβείᾳ πίστεως χαρακτηρίζεσθαι μεμυήμεθα" (Αυτόθι, σελ. 606-608).
Δηλαδή, με λίγα λόγια, με αυτό που έκαναν, λέει, εκείνοι που καυχώνται ότι είναι αρχιποιμένες της Εκκλησίας, άραγε δεν προσφέρουν σε όσους πείθονται σε αυτούς ποτό χειρότερο κάθε δηλητηρίου, ανάμικτο με δυσσέβεια και αδικία με τα γράμματά τους, αφού προηγουμένως ήπιαν τόσο άφθονα από το πονηρό και δυσσεβές αυτό κράμα , ώστε να αναβλύζει από τα στόματά τους το πολυσχιδές ψέμα και η διακεχυμένη απάτη της δυσσέβειας, της οποίας αυτό το γράμμα είναι δείγμα; "Διότι απέρχεται", λέει (το γράμμα του Αντιοχείας Ιγνατίου), "η μετριότητα ημών στην Εκκλησία της, την οποία γνησίως έλαβε ως κλήρο με τη χάρη του Χριστού". Ποιος κλήρος, ποια μερίδα, ποια γνησιότητα σε σχέση με την Εκκλησία του Χριστού, αναρωτιέται ο Άγιος, υπάρχει άραγε για αυτόν που είναι συνήγορος του ψεύδους, με την Εκκλησία που είναι "στύλος και εδραίωμα της αληθείας", κατά τον Απόστολο Παύλο, και η οποία μένει με τη χάρη του Χριστού διηνεκώς ασφαλής και ακράδαντος, στηριγμένη παγίως σε όσα στηρίζεται η αλήθεια; Και διότι οι της του Χριστού Εκκλησίας είναι της αληθείας· και οι μη της αληθείας όντες ούτε της του Χριστού Εκκλησίας είναι, και πολύ περισσότερο όσο καταψεύδωνται εναντίον των εαυτών τους, ποιμένες και αρχιποιμένες ιερούς αποκαλούντες τους εαυτούς τους και από άλλους αποκαλούμενοι· διότι διδαχθήκαμε ότι όχι τα πρόσωπα, αλλά η αλήθεια και η ακρίβεια της πίστεως χαρακτηρίζουν τον Χριστιανισμό.
Ο Άγιος λοιπόν θεωρεί τους διώκτες του ψευδεπισκόπους, κατά την έννοια που αναφέραμε, δηλαδή ότι δεν εκφράζουν την Εκκλησία και φυσικά δεν μπορούν να επιβάλλουν ποινές εξ ονόματός της. Όχι, ότι απώλεσαν αυτομάτως την Ιερωσύνη! Το τελευταίο αποδεικνύεται και από την συνέχεια του κειμένου όταν ο Άγιος γράφει για τον Ιγνάτιο: "Πόθεν γὰρ ἐκείνῳ, καὶ ταῦτ᾿ ἐν Κωνσταντινουπόλει, τόμους συντιθένται περὶ δογμάτων; Συνόδου μὲν γὰρ ἄνευ παντελῶς ἄθεσμον. Εἰ δὲ κοινῇ συνόδῳ συγκεκροτημένῃ παρῆν, οὐκ ἂν αὐτὸς παρῆκε μὴ τοῦτ᾿ εἰπεῖν· ἄλλως τε καὶ ὁ τόμος οὗτος τοῖς δυσὶ τουτοισὶ πατριάρχαις κοινὸς ἂν ἦν. Εἰ δ᾿ ἐκεῖνος ἰδίαν ἐποιήσατο σύνοδο οὐκ ἐν ἐπαρχίᾳ ἰδίᾳ, καὶ οὕτω καθαιρέσει τελέᾳ κατὰ τοὺς ἱεροὺς κανόνας ὑπεύθυνος" (Αυτ., σελ. 624). Από ποια καθαίρεση θα κινδύνευε αν είχε ήδη απωλέσει την Ιερωσύνη; Και ο ίδιος ο Καλέκας, αλλά και ο Ακίνδυνος και όλοι οι Βαρλααμίτες κληρικοί οπαδοί τους, αν είχαν αυτομάτως χάσει την Ιερωσύνη, γιατί οι Αρχιερείς της Συνόδου του 1347 τον μεν πρώτον "καθαιρέσει κοινῆ πάντες τοῦτον καθυποβάλλουσι" (Jus graeco-romanum: pars 3, Lipsiae, 1857, p. 699), τον δε Ακίνδυνο "πάσης ἱερωσύνης τοῦτον ἀπογυμνώσαντες" (αυτόθι), ενώ τους τελευταίους "ἀμεταμελήτους μὲν μένοντας, τοῖς ὁμοίοις καθυποβάλλομεν· μεταμεληθέντας δὲ γνησίως καὶ ἀναθεματίζοντας τήν τε τοιαύτην κακοδοξίαν καὶ τοὺς ἐμμένοντας ταύτῃ, μή μόνον εἰς κοινωνίαν τὴν κατ’ εὐσέβειαν, ἀλλὰ καὶ εἰς ἱερωσύνην ἀσμενέστατα προσιέμεθα, μηδαμῶς τούτους ὑποβιβάζοντες" (P.G. 152, 1282);
Μα αν υπάρχει αυτόματη απώλεια της Ιερωσύνης, τότε γιατί συνέρχονται Σύνοδοι για να καθαιρέσουν τους παραβάτες κληρικούς; Σε αυτήν την εύλογη απορία οι Σακαρελλιστές απαντούν: "Η «καθαίρεση», που επιβάλλει η Εκκλησία σε αναξίους «επισκόπους» της, είναι μια πράξη, στην οποία διαπιστώνει η Εκκλησία ότι κάποιος κληρικός της δεν έχει τη θεία Χάρη και συνεπώς δεν μπορεί να ιερουργεί! Αυτό σημαίνει, ότι η Εκκλησία με την πράξη της αυτή επιβεβαιώνει μια κατάσταση, που δημιουργήθηκε εξ αιτίας της αναξιότητας του συγκεκριμένου αυτού επισκόπου. Επειδή δεν έχει την από Θεό χειροτονία, πράγμα το οποίο αποδεικνύουν περίτρανα οι διαπιστωμένες συμπεριφορές του ενάντια στην ορθή πίστη και στον ορθό βίο, ο Θεός δεν ενεργεί όσα ιερουργεί αυτό το άτομο, ως κληρικός! Ένα απλό παράδειγμα θα μας βοηθήσει να καταλάβουμε καλύτερα τον διαπιστωτικό χαρακτήρα της «καθαίρεσης». Όταν πεθαίνει κάποιος συντάσσεται ληξιαρχική πράξη για το θάνατό του. Ο θάνατος του ανθρώπου δεν οφείλεται στη ληξιαρχική πράξη. Η ληξιαρχική πράξη απλώς πιστοποιεί τον επελθόντα θάνατο. Το ίδιο συμβαίνει και με την καθαίρεση κάποιου κληρικού. Η καθαίρεση απλώς βεβαιώνει, κατά τρόπο πέρα από κάθε αμφισβήτηση, ότι το εν λόγω πρόσωπο δεν έχει πλέον την εξουσιοδότηση της Εκκλησίας να ιερουργεί, γιατί έπαυσε να έχει την «άνωθεν» χειροτονία. Συνεπώς, τα μυστήρια που τελεί είναι «αχαρίτωτα», δηλ. δεν έχουν Χάρη Θεού!" (Π, 184). Παρόμοια επιχειρηματολογία αναπτύσσουν και οι εν ενεργεία Σακαρελλιστές τoυ χώρου μας, μόνο που αντί για την Σύνοδο-Ληξίαρχο του διδασκάλου τους, παρουσιάζουν την Σύνοδο-Ιατροδικαστή: "Ὅταν οἱ Ἀρχιερεῖς ἐν Συνόδῳ ἀποφαίνονται γιὰ τὸν πνευματικὸ θάνατο μιᾶς αἱρετικῆς κοινότητος, δὲν εἶναι οἱ πνευματικοὶ ἐκτελεστὲς οἱ ὁποῖοι θανατώνουν πνευματικῶς τοὺς αἱρετικοὺς διὰ τοῦ ἀναθέματος, ἀλλὰ οἱ «πνευματικοὶ ἰατροδικαστές», οἱ ὁποῖοι διαπιστώνουν τὴν πνευματικὴ νέκρωση τῶν αἱρετικῶν, ἡ ὁποία ἐπῆλθε ἀκριβῶς ἀπὸ τὴν θανατηφόρο ἀσθένεια τῆς αἱρέσεως... Ὅπως, ὅταν ἔχουμε ἐνώπιόν μας ἕνα νεκρὸ σῶμα, μπορεῖ οἱ ἰατροδικαστὲς νὰ μὴ συμφωνοῦν μεταξύ τους, γιὰ τὴν ἀκριβῆ ὥρα τοῦ θανάτου καὶ νὰ προσπαθοῦν νὰ ὑπολογίσουν μὲ διάφορους ἐπιστημονικοὺς τρόπους, τὸ πότε ἐπῆλθε τὸ μοιραῖο, ἀλλὰ τὸ ἀναμφισβήτητο γεγονὸς εἶναι, ὅτι ὁ θάνατος ἔχει ἐπέλθει".
Και άλλοι όμως, μέσα στον ευρύτερο εκκλησιαστικό χώρο, ισχυρίζονται ότι η καταδίκη κληρικού "από σύνοδο σε καθαίρεση λόγω αιρέσεως, εφόσον δεν μετανοήσει και δεν επιστρέψει στην ορθή πίστη, έχει σημασία μόνον αναγνωριστική της ήδη μη ενεργείας της θείας χάριτος στα τελούμενα από αυτόν μυστήρια, και όχι σημασία διαπλαστική (δηλ. της από την καθαίρεση και εφεξής μη ενεργείας της θείας χάριτος στα τελούμενα από εκείνον μυστήρια)" (εδώ).
***
Προς επίρρωση αυτής της κεντρικής θέσεως επιστρατεύονται κάποιες πατερικές φράσεις, τις οποίες θα εξετάσουμε, μία προς μία, ευθύς αμέσως, για να φανεί το μέγεθος της παρερμηνείας:α) "Όταν όμως ένας τέτοιος κληρικός «εκπέσει» απ’ την κατάσταση αυτή της πνευματικής τελειότητας, στην πραγματικότητα «φεύγει» και από την Εκκλησία. Οι Κανόνες της Εκκλησίας θεωρούν τους αιρετικούς επισκόπους, προ της καταδίκης τους ακόμα από Σύνοδο, ως ψευδεπισκόπους και ψευδοδιδασκάλους. Διαβάζουμε στον 15ο Κανόνα της Πρωτοδευτέρας Συνόδου, ότι όσοι αποτειχίζονται από αιρετικούς επισκόπους «ου γαρ επισκόπων, αλλά ψευδεπισκόπων και ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν»" (Π, 194).
Εδώ έχουμε μία κατά γράμμα ερμηνεία της λέξης "ψευδεπίσκοπος", την οποία όμως, όπως θα δούμε, απορρίπτει η πράξη και η διδασκαλία της Εκκλησίας. Μία κατά γράμμα ερμηνεία, αν δεν υποστηρίζεται από την πράξη και την διδασκαλία της Εκκλησίας οδηγεί σε εντελώς εσφαλμένα και παράλογα συμπεράσματα, "'ἐκπίπτει εἰς ἄτοπα", κατά τον Άγιο Νικόδημο, αφού "τὸ γράμμα ἀποκτείνει" (Β΄ Κορ. γ΄, 6). Για να γίνει αυτό κατανοητό, ας δούμε ένα παράδειγμα: Ο Απόστολος Παύλος λέει ότι ο πλεονέκτης "ἐστιν εἰδωλολάτρης" (Εφ. ε΄, 5). Εμείς όμως γνωρίζουμε ότι υπάρχουν κληρικοί που είναι πλεονέκτες και άρα, με την κατά γράμμα ερμηνεία του χωρίου αυτού, είναι ειδωλολάτρες. Οι ειδωλολάτρες όμως δεν τελούν Μυστήρια και επομένως τα Μυστήρια που τελεί κάθε πλεονέκτης κληρικός είναι ανύπαρκτα, το οποίο φυσικά ποτέ δεν υποστήριξε η πράξη και η διδασκαλία της Εκκλησίας! Έχει λοιπόν βαθύτερο νόημα.
Έτσι και το "ψευδεπίσκοπος" του Κανόνος. Τούτο δεν σημαίνει ότι δεν είναι ακόμη (δηλαδή "προ συνοδικής διαγνώσεως") τυπικά Επίσκοπος που τελεί Μυστήρια, αλλά ότι είναι ανάξιος, ή μάλλον άξιος τιμωρίας και καθαιρέσεως από το επισκοπικό αξίωμα, ως πεπτωκός στην αίρεση. Αυτό μάλιστα επιβεβαιώνεται όχι μόνο από τον ίδιο τον Κανόνα, ο οποίος προβλέπει "συνοδική κρίση", αλλά και από την πράξη και διδασκαλία της Εκκλησίας. Ας δούμε μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα, που απαντούν μάλιστα και σε εκείνους τους Σακαρελλιστές (οι οποίοι θεωρούν αίρεση το ότι "ὅποιος ἐκπίπτει τῆς πίστεως δέν ἐκπίπτει τάχα καί τῆς ἱερωσύνης"!) και μας ρωτούν "Ποιά Οικουμενική Σύνοδος και πότε αναγνώρισε ποτέ ιερωσύνη στους αιρετικούς κατά τον χρόνο που βρίσκονταν στην αίρεση;":
i) Περίπτωση Νεστορίου. Ο κατά τα έτη 428-431 Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νεστόριος, παρόλο που είχε κηρύξει αίρεση, αντιμετωπίστηκε ως εν ενεργεία Επίσκοπος της Εκκλησίας από την Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο, η οποία τον κάλεσε τρεις φορές να προσέλθει στην Σύνοδο, πριν τον καθαιρέσει τελικά ερήμην. Τον αποκαλεί "εὐλαβέστατο", "θεοφιλέστατο" και "θεοσεβέστατο" "Ἐπίσκοπο" (Σπυρίδωνος Μήλια, Των ιερών Συνόδων νέα και δαψιλεστάτη συλλογή, τόμος α΄, Παρίσι, 1761, σελ. 469-482), καθόλη την διάρκεια των ανακρίσεων των απόψεών του, αναγνωρίζοντάς τον όχι μόνο ως μέλος, αλλά και ως Επίσκοπο της Εκκλησίας μέχρι την καθαίρεση και τον αναθεματισμό του, η οποία ξεκάθαρα δείχνει ότι όποιος πέφτει σε αίρεση δεν χάνει αυτομάτως ούτε την ιδιότητα του μέλους της Εκκλησίας, ούτε την Ιερωσύνη, την οποία αφαιρεί ο ίδιος ο Κύριος με την συνεργεία της Συνόδου: "Ὁ βλασφημηθεὶς τοίνυν παρ᾿ αὐτοῦ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς ὥρισε διὰ τῆς παρούσης ἁγιωτάτης Συνόδου, ἀλλότριον εἶναι τὸν αὐτὸν Νεστόριον τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος, καὶ παντὸς συλλόγου ἱερατικοῦ" (αυτόθι, σελ. 494). Από την καθαίρεσή του και μετά αποκαλείται σκέτο "Νεστόριος", "νέος Ἰούδας" (αυτ., σελ. 497), "δύσφημος" (αυτ., σελ. 498), "ἀνόσιος" (αυτ., σελ. 501) κ.α..
ii) Περίπτωση Διοσκόρου. Ο κατά τα έτη 444-451 Πατριάρχης Αλεξανδρείας Διόσκορος, παρόλο που όχι μόνο είχε κηρύξει αίρεση, αλλά την είχε υποστηρίξει και συνοδικά (Ληστρική της Εφέσου) καταδικάζοντας τους Ορθοδόξους, αντιμετωπίστηκε ως εν ενεργεία Επίσκοπος της Εκκλησίας από την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο, στην οποία και ο ίδιος παρίστατο στην αρχή ως ισότιμο μέλος!!! Αυτό προκάλεσε την αντίδραση των αντιπροσώπων του Πάπα Ρώμης Λέοντος, οι οποίοι ζήτησαν να απολογηθεί και έτσι (όπως διαβάζουμε στα Πρακτικά της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου) "Διοσκόρου τοῦ εὐλαβεστάτου ἐπισκόπου Ἀλεξανδρείας καθεσθέντος ἐν τῷ μέσῳ" (Σπυρίδωνος Μήλια, Των ιερών Συνόδων νέα και δαψιλεστάτη συλλογή, τόμος β΄, Παρίσι, 1761, σελ. 45) ξεκίνησε τις εργασίες της η Σύνοδος εξετάζοντας πρώτα την καταγγελία του Ευσεβίου Δορυλαίου κατά του "εὐλαβεστάτου ἐπισκόπου τῆς Ἀλεξανδρέων μεγαλοπόλεως" (αυτόθι, σελ. 46). Μετά την πρώτη πράξη όμως ο Διόσκορος εγκατέλειψε την Σύνοδο και έτσι εκείνη τον κάλεσε τρεις φορές να προσέλθει, πριν τον καθαιρέσει τελικά ερήμην. Και την πρώτη φορά στάλθηκαν επίσκοποι "ἐπὶ τῷ μετακαλέσασθαι τὸν θεοφιλέστατον ἐπίσκοπον τῆς μεγαλοπόλεως Ἀλεξανδρείας" (αυτ., σελ. 115). Την δεύτερη φορά "ἡ ἁγία, καὶ οἰκουμενικὴ Σύνοδος, τῷ θεοφιλεστάτῳ ἐπισκόπῳ τῆς Ἀλεξανδρέων Διοσκόρῳ" του γράφει ότι "δευτέραν κανονικὴν κλῆσιν πρὸς τὴν σὴν θεοσέβειαν πεποιήμεθα" (αυτ., σελ. 116). Τέλος, για τρίτη φορά "ἡ ἁγιωτάτη, καὶ οἰκουμενικὴ μεγάλη Σύνοδος, τῷ ὁσιωτάτῳ ἐπισκόπῳ Διοσκόρῳ" (αυτ., σελ. 123) τον καλεί, αλλά αυτός αρνείται, ώστε τέλος η Σύνοδος ενημερώνει τον Διόσκορο (και όχι "θεοφιλέστατο" και "οσιώτατο επίσκοπο" πλέον) ότι "παρὰ τῆς ἁγίας, καὶ οἰκουμενικὴς συνόδου καθαιρεῖσθαι τῆς ἐπισκοπῆς" (αυτ., σελ. 130). Επειδή δε και ο Διόσκορος παρέμεινε αμετανόητος, η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος προέβη στον αναθεματισμό του.
iii) Περίπτωση Ιωάννου Βέκκου. Ο κατά τα έτη 1275-1282 Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννης ΙΑ΄ Βέκκος ενώπιον της Συνόδου του 1282 απέφυγε τον αναθεματισμό, επειδή ήλθε σε αυτήν και επέδωσε Λίβελλο κατά των λατινικών φρονημάτων του. Δεν γλύτωσε όμως την καθαίρεση, διότι είχε ανέλθει στο θρόνο παρανόμως, κοσμική εξουσία χρώμενος και ζώντος του κανονικού Πατριάρχου Αγίου Ιωσήφ του Α΄. Την καθαίρεσή του την αποδέχτηκε εγγράφως (στον εν λόγω Λίβελλο) και παρέμεινε απλό μέλος της Εκκλησίας. Όμως ο Βέκκος "παρά τε τῆς ἱερᾶς Συνόδου λόγους ἀπαιτούμενος μεταμελείας ἀψάμενος, καὶ τὴν χεῖρα εὐαγγελικῶς εἰπεῖν ἐπ᾿ ἄροτρον βαλών, καὶ τῇ Ἐκκλησίᾳ συνθέμενος ἔπεσθαι, ἐστράφη πάλιν εἰς τὰ ὀπίσω" (P.G. 142, 238-239). Έτσι νέα Σύνοδος, τον Ιανουάριο του 1283, αποφάνθηκε: "Ἰωάννη τῷ Βέκκῳ καὶ τοῖς ἐξακολουθοῦσιν αὐτῷ... ἀποτέμνομεν τῆς τῶν ὀρθοδόξων ὁλομελείας, καὶ ἀποκηρύκτους τῆς τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίας καὶ τῆς ποίμνης ποιούμεθα" (αυτόθι, 239). Και καταλήγει η Σύνοδος με τα εξής αξιοπρόσεκτα: "Εἰ γὰρ καὶ ἡμῶν ἀποκόπτωμεν, εἰ καὶ τῆς τῶν εὐσεβῶν ἐξορίζομεν Ἐκκλησίας, εἰ τῇ φοβερᾷ καὶ μεγάλῃ τῆς ἀκοινωνησίας καὶ ἀλλοτριώσεως τῶν ὀρθοδόξων καθυποβάλλομεν καταδίκῃ, οὐχ ἕως ἐφηδόμενοι τοῖς αὐτῶν παθήμασι τοῦτο δρῶμεν, οὐδ᾿ ὡς τῇ ἀποβολῇ τῶν ἀνδρῶν ἐπιχαίροντες, τοὐναντίον μὲν οὖν καὶ ἀλγοῦμεν, καὶ ὡς ἀηδῶς τὴν διάζευξιν φέρομεν" (αυτ., 246).
β) "Ο δε Δοσίθεος Ιεροσολύμων λέγει για τους αιρετικούς επισκόπους: «Ο δε αιρετικός γενόμενος, ούτε Πατριάρχης εστίν, ούτε επίσκοπος, ούτε καν μέλος της Εκκλησίας»" (Α, 8 / Π, 195).
***
Ο κ. Σακαρέλλος συχνά πετά, ως χειροβομβίδες, τεμάχια φράσεων, τα οποία αποκομμένα όπως παρουσιάζονται (και δεδομένου ότι οι περισσότεροι αναγνώστες αδυνατούν να ανατρέξουν στις πηγές προς έλεγχο) εξυπηρετούν τις εκκλησιολογικές του απόψεις.
Τί συμπέρασμα μας ωθεί ο συγγραφέας να εξάγουμε από την παραπάνω ακρωτηριασμένη φράση; Ότι όποιος πέφτει σε αίρεση, χάνει αυτομάτως την Ιερωσύνη του και την ιδιότητά του ως μέλος της Εκκλησίας. Για να δούμε όμως, αν υποστηρίζει άραγε κάτι τέτοιο ο Δοσίθεος Ιεροσολύμων (ουσιαστικά ο Άγιος Μάξιμος, όπως θα δούμε - αν οι Σακαρελλιστές πάντως είχαν μελετήσει Δοσίθεο Ιεροσολύμων, θα είχαν σοκαριστεί με τις απόψεις του για το υπαρκτό της ιερωσύνης των αιρετικών· περί τούτου όμως, άλλη φορά).
Η εν λόγω φράση λοιπόν είναι από την Α΄ Παράγραφο του Η΄ Κεφάλαιο του Ζ΄ Βιβλίου της λεγόμενης "Δωδεκαβίβλου" του, η οποία παράγραφος αναφέρεται στον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή. Μάλιστα η γνήσια φράση είναι η εξής: "Ο δε αιρετικός γενόμενος, ούτε Πατριάρχης εστίν, ούτε επίσκοπος, ούτε καν μέρος της Εκκλησίας". Βλέπουμε λοιπόν ότι αρχικά υπάρχει μία μικρή παραποίηση, μιας και η λέξη "μέρος" αντικαθίσταται από τον κ. Σακαρέλλο με την λέξη "μέλος".
Πριν δούμε όμως ολόκληρη την πρόταση, στην οποία βρίσκεται η φράση αυτή, ας δούμε την υπόθεση της παραγράφου. Σε αυτήν ο Δοσίθεος αναιρεί την άποψη των παπικών ότι ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής θεωρούσε τάχα ως Κεφαλή της Εκκλησίας τον Πάπα Ρώμης επειδή στον διάλογό του με τον Θεοδόσιο Καισαρείας τον προτρέπει αν έχουν μετανοήσει για τον Μονοθελητισμό να στείλουν έγγραφη ομολογία προς τον Επίσκοπο Ρώμης Άγιο Μαρτίνο. Εξηγεί λοιπόν ο Δοσίθεος ότι αυτό το έκανε ο Άγιος Μάξιμος όχι επειδή θεωρούσε ότι ο Ρώμης έχει γενική εξουσία πάνω σε όλες τις Εκκλησίες, αλλά διότι σε εκείνη την ιστορική περίοδο ήταν ο μόνος Προκαθήμενος που ορθοτομούσε τον λόγο της αληθείας. Αφού οι μεν Κωνσταντινουπόλεως Σέργιος (όπως και οι διάδοχοί του Πύρρος και Παύλος), ο Αλεξανδρείας Κύρος και Αντιοχείας Μακεδόνιος ήταν Μονοθελήτες, ενώ ο θρόνος των Ιεροσολύμων, μετά την κατάληψη της πόλης από τους Άραβες και την κοίμηση του Αγίου Σωφρονίου ήταν κενός. Συνεχίζει ο Δοσίθεος λέγοντας πως ο Άγιος Μάξιμος δεν μπορούσε να συγκοινωνήσει με τους Μονοθελήτες από μόνος του επειδή πρώτον, όπως τους έλεγε, "ἡ αἵρεσις ὑμῶν συνοδικῶς κατεκρίθη... καὶ οὐ δύναμαι λύσαι τὰ συνοδικῶς πολλάκις κριθέντα καὶ κατακριθέντα". Δεύτερον "εἰ καὶ ἡ Αἵρεσις αὔτη ἐκρίθη καὶ ἀνεθεματίσθη τὸ πρῶτον ὑπὸ τοῦ ἱεροῦ Σωφρονίου, ἀλλ᾿ ἐπειδὴ ἐκεῖ ἤδη Πατριάρχης οὐκ ἔστι, μάλιστα λεηλατεῖ τὸν τόπον ἡ ἔφοδος τῶν Ἀράβων, καὶ πρὸς τούτοις ὁ Ἀντιοχείας Μακεδόνιος συναιρετίζει ὑμῖν, καὶ μετὰ τοῦ Πατριάρχου ὑμῶν Πέτρου συγκάθηται καὶ συμφατριάζει κατὰ τῆς ἀποστολικῆς πίστεως, καὶ δὴ ἐν Ἀλεξανδρείᾳ ὁ Πέτρος σύμφρων ὑμῖν ἐστίν, ὁ δὲ Αἱρετικὸς γενόμενος οὔτε Πατριάρχης ἐστὶν οὔτε Ἐπίσκοπος οὔτε κἂν μέρος τῆς Ἐκκλησίας, ἐν μόνη δὲ τῇ Ῥώμῃ ἡ εὐσέβεια παῤῥησιάζεται καὶ θριαμβεύεται μετ᾿ ἐκείνης λοιπὸν ζητεῖτε καὶ τὴν ἕνωσιν". Αιρετικός εδώ θεωρείται λοιπόν εκείνος που κηρύττει αίρεση κατεγνωσμένη από Συνόδους ή Πατέρες. Η αίρεση των Μονοθελητών τότε ήταν κατεγνωσμένη και από Συνόδους (Λατερανό, Αφρική, Ιεροσόλυμα) και από Πατέρες (Άγιος Σωφρόνιος, Άγιος Μάξιμος, Άγιος Μαρτίνος) και επομένως όσοι την κήρυτταν ούτε Πατριάρχες, ούτε Επίσκοποι, ούτε μέρος της Εκκλησίας, όχι με την έννοια ότι έχαναν αυτομάτως την Ιερωσύνη και την ιδιότητα του μέλους της Εκκλησίας, αλλά με την έννοια ότι πλέον δεν εκπροσωπούσαν, λόγω θέσεως, την Εκκλησία και δεν εξέφραζαν τον λόγο της Αληθείας. Ήταν δηλαδή "ψευδεπίσκοποι" με βάση τον ΙΕ΄ Κανόνα της Πρωτοδευτέρας Συνόδου, που είδαμε προηγουμένως· δεν είναι μάλιστα τυχαίο ότι ο Κανόνας αυτός βασίστηκε στον Άγιο Σωφρόνιο Ιεροσολύμων: "Εἰ δέ τινες ἀποσταῖεν τινος οὐ διά πρόφασιν ἐγκλήματος ἀλλά δι’ αἵρεσιν ὑπό συνόδου ἤ ἁγίων Πατέρων κατεγνωσμένην τιμῆς καί ἀποδοχῆς ἄξιοι ὡς ὀρθόδοξοι" (P.G. 87, 3369-3371). Μεγαλύτερη δε απόδειξη ότι οι Μονοθελήτες "ψευδεπίσκοποι", δεν έχασαν αυτομάτως την Ιερωσύνη, είναι ότι οι περισσότεροι από τους Αγίους Πατέρες που συγκάλεσαν έπειτα την ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδο που τους αναθεμάτισε, ήταν δικές τους χειροτονίες!!!
***
γ) "Ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης, αναφερόμενος σε αιρετικούς κληρικούς, θεωρεί ότι «βεβήλωσις των αγίων εστίν τούτον (τον κληρικόν) ιερουργείν»" (Π, 195). Εδώ ο κ. Σακαρέλλος προωθώντας την προαναφερθείσα θέση, ότι κάθε κληρικός που πέφτει σε αίρεση αυτομάτως χάνει την Ιερωσύνη του και άρα αποτελεί "βεβήλωση των αγίων" το να ιερουργεί, προβαίνει σε μια ακόμη παρερμηνεία.
Η εν λόγω φράση του Αγίου Θεοδώρου υπάρχει στην υπ᾿ αριθμόν ΚΗ΄ Επιστολή του (Βασιλείῳ μονάζοντι). Στην επιστολή αυτή γίνεται λόγος για την γνωστή περίπτωση του ιερέως Ιωσήφ, ο οποίος ευλογώντας τον παράνομο δεύτερο γάμο του αυτοκράτορος Κωνσταντίνου του ΣΤ΄, έπεσε σε παράπτωμα καθαιρετικό της Ιερωσύνης του. Όταν έγινε ο παράνομος γάμος (το 795) ο Πατριάρχης Άγιος Ταράσιος δεν καθαίρεσε τον Ιωσήφ, επειδή ο αυτοκράτορας τον είχε απειλήσει ότι αν το κάνει, θα επαναφέρει την Εικονομαχία. Μετά την πτώση του Κωνσταντίνου όμως (το 797), ο Άγιος Ταράσιος καθαίρεσε και αφόρισε τον Ιωσήφ. Το 806 (δηλαδή μετά την κοίμηση του Αγίου Ταρασίου) ο νέος Πατριάρχης Άγιος Νικηφόρος, πιεζόμενος από τον νέο αυτοκράτορα Νικηφόρο και φοβούμενος κι εκείνος μήπως κάνει κακό στην Εκκλησία αποκατέστησε τον Ιωσήφ. Αυτήν ακριβώς την αποκατάσταση θεωρεί ο Άγιος Θεόδωρος ως απαράδεκτη (μάλιστα διακόπτει και την κοινωνία με τον Πατριάρχη) και γράφει στον μοναχό Βασίλειο μεταξύ άλλων και τα εξής: "Πῶς γὰρ κανονικῶς ἡμῖν γράφουσα ἡ εὐλάβειά σου οὐ τοὺς θείους κανόνας ἐπίσταται, ὅτι κατ' αὐτοὺς καθῃρημένος ἐστὶν ὁ ἀνήρ; Εἰ γὰρ εἰ διγαμοῦντος γάμον οὐκ ἐῶσι τὸν πρεσβύτερον ἑστιαθῆναι, τί πρὸς τὸ τὸν δίγαμον στεφανῶσαι; τί δὲ τὸ εἰς μοιχικὸν γάμον ἑστιαθῆναι ὅλαις τριάκοντα ἡμέραις; τί δὲ, τὸ ὀλεθριώτερον, τὸ καὶ στεφανῶσαι μοιχὸν κατὰ τὸν λόγον τοῦ Κυρίου, τὴν ἐπὶ τῇ συναφείᾳ ἱερὰν προσευχὴν λέγοντα τὸν μοιχοζεύκτην καὶ προσκαλούμενον τὴν θείαν χάριν ἀθέως ἐπὶ τοὺς βεβήλους; Ἀπόπτυστός ἐστι παρὰ Θεῷ κατὰ τὸν θεῖον Διονύσιον καὶ ἀνίερος ὁ τοιοῦτος· παρέλκον γάρ ἐστι τοὺς ἐπ' αὐτῷ ἄλλους κειμένους κανόνας ὧδε γράφειν. Ὅτι δὲ καὶ ὑπὸ τοῦ προηγησαμένου πατριάρχου ἀφωρισμένος ἐνναετῆ χρόνον ἔτυχεν καὶ ὁ κανών, εἰ μὴ ἐντὸς ἐνιαυτοῦ λυθῇ, οὐκ ἀνέχεται ἔτι τὴν λύσιν, ποῦ θήσομεν; Πάντως δὲ ἡ ἀπάντησις, ὅτι ἐλέλυτο. Καὶ εἰ ἐλέλυτο, πῶς οὐχ ἱερούργει; καὶ εἰ ἐλέλυτο, πῶς ἄρτι ἐζήτησεν λύσιν ὑπὸ συνόδου; Δηλονότι ὁ δεδεμένος ζητεῖ λυθῆναι, οὐχ ὁ ἄδετος· ὥστε κἀνταῦθα περιπίπτει ἑαυτῷ ὁ θέλων κατὰ τῆς ἀληθείας κινεῖσθαι. Βεβήλωσις οὖν τῶν ἁγίων ἐστίν, ὦ ἀδελφέ, τοῦτον ἱερουργεῖν, καὶ σύγχυσις παντελὴς τῶν κανόνων τὸ μὴ τὰ τοιαῦτα φυλάττεσθαι. Τί γὰρ λέγει καὶ ὁ Χρυσόστομος; ὅτι οὐκ ἀκίνδυνόν ἐστι τὸ ἀνεξέταστον ἐπὶ τοῦ ἱερέως, οὐ περὶ πίστεως, ὡς οἴει, τοῦτο λέγων, ἀλλὰ περὶ τῆς κατὰ τὸν βίον ἀκριβείας. Ἐκζητεῖν τοίνυν καὶ ἀνερευνᾶν ἕκαστον ὅπως ἔχει οὐ δέον· ἡ χάρις γὰρ καὶ ἐπὶ τοὺς ἀναξίους διὰ τοὺς προσιόντας κάτεισιν. Εἰς δὲ τοὺς προδήλως κατεγνωσμένους, ὧν ἐστιν εἷς καὶ ὁ Ἰωσήφ, μάλα ἀνομίαν μεγάλην συνάψας ἀναφανδὸν τῆς οἰκουμένης, ἣν ὁ Κύριος ἀπέφηνεν, καὶ ἐναγέστερος τοῦ μοιχεύσαντος χρηματίσας ὁ τοῦτον συζεύξας, τὸ μὴ διαστέλλεσθαι κατὰ τὸν Θεολόγον προδοσία τῆς ἀληθείας σαφὴς καὶ τῶν κανόνων παράλυσις" (P.G. 99, 997-1000).
Καμία σχέση λοιπόν με τις σακαρελλικές θεωρίες.
***
δ) "Ο Ανδρούτσος παρατηρεί σχετικά: «Οι αιρετικοί διακόπτουν την Αποστολική διαδοχή δια της ετεροδιδασκαλίας»! Χρ. Ανδρούτσου, Δογματική, σ. 281-2" (Α, 8). Πριν εξετάσουμε το θέμα, δεν μπορούμε να μη παρατηρήσουμε το γεγονός ότι ο κ. Σακαρέλλος δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει και τον μακαριστό καθηγητή θεολογίας Χρήστο Ανδρούτσο (για την στάση του απέναντί του βλ. "Ορθόδοξος Τύπος", φυλ. 617 [31-8-1984]).
Για ακόμη μια φορά όμως η φράση αλλοιώνεται με αποτέλεσμα την υιοθέτηση της πλάνης ότι με μια ετεροδιδασκαλία διακόπτεται η Αποστολική Διαδοχή και χάνεται αυτομάτως η Ιερωσύνη. Ας δούμε όμως την αυθεντική φράση: "Οἱ Πατέρες καὶ οἱ ἐκκλησιαστικοὶ ἄνδρες ἀπαναινόμενοι πᾶσαν διδασκαλίαν μὴ συμφωνοῦσαν πρὸς τὴν ἀποστολικὴν, ὡς ὁ Εἰρηναῖος, ὁ Ἱερώνυμος, ἐλέγχουσι τοὺς αἱρετικοὺς ὡς διακόψαντας τὴν ἀποστολικὴν διαδοχὴν διὰ τῆς ἑτεροδιδασκαλίας, ἔχονται δὲ τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς ἅμα μὲν ὡς μέσου, δι᾿ οὗ μετοχετεύεται ἡ ἀποστολικὴ διδασκαλία, ἅμα δὲ ὡς διακριτικοῦ γνωρίσματος τῆς ἀληθοῦς Ἐκκλησίας ἀπὸ τῆς ψευδοῦς, καὶ πρὸς τοῦτο ἐπιχειροῦσί τινες καὶ τὸν καταρτισμὸν καταλόγου τῶν ἐπισκόπων τῶν ἐπὶ μέρους Ἐκκλησῶν ἀνιόντα εἰς τοὺς Ἀποστόλους". Η Αποστολική Διαδοχή λοιπόν, κατά τους Πατέρες, είναι αφενός μεν ένα μέσο διά του οποίου μετοχετεύεται η αποστολική διδασκαλία, αφετέρου, ένα γνώρισμα, διά του οποίου διακρίνεται η αληθινή Εκκλησία από την ψεύτικη. Επομένως οι αιρετικοί ("Αἱρετικοὺς δὲ λέγομεν τούς τε πάλαι τῆς ἐκκλησίας ἀποκηρυχθέντας καὶ τοὺς μετὰ ταῦτα ὑφ᾽ ἡμῶν ἀναθεματισθέντας", κατά τον Ϛ΄ Κανόνα της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου), μη έχοντες την αποστολική διδασκαλία έχουν διακόψει και για αυτόν τον λόγο (ο άλλος είναι ότι με την έξοδό τους από την Εκκλησία, δεν μπορούν να τελέσουν Μυστήρια) την Αποστολική Διαδοχή.
***
ε) "Ο άγιος Γρηγόριος Παλαµάς επίσης είναι ξεκάθαρος στο ζήτηµα αυτό. Οι αιρετικοί, κατ’ αυτόν, από τη στιγµή που θα εγκολπωθούν µιά κακοδοξία, παύουν να ανήκουν στην Εκκλησία. Λέει: «Ουδέ της του Χριστού Εκκλησίας εισί, ως µη της αληθείας όντες»!" (Α, 8-9).Ας δούμε και σε αυτήν την περίπτωση ολόκληρο το σχετικό απόσπασμα και το τι εννοεί ο Άγιος. Η φράση αυτή προέρχεται από το κείμενο του Αγίου με τίτλο "Ἀναίρεσις γράμματος Ἰγνατίου Ἀντιοχείας". Ο Πατριάρχης Αντιοχείας Ιγνάτιος είχε δυστυχώς ταχθεί με το μέρος του τότε Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννου Καλέκα (ο οποίος είχε φυλακίσει, "καθαιρέσει" και "αναθεματίσει" τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά) και είχε συντάξει ένα γράμμα εναντίον του Αγίου. Το γράμμα αυτό αναιρεί ο Άγιος Γρηγόριος ευρισκόμενος στη φυλακή, και επιπλέον "καθηρημένος" και "αφορισμένος". Εξηγεί πώς έχουν όντως τα πράγματα, διότι φαίνεται ότι ο Αντιοχείας Ιγνάτιος είχε παραπληροφορηθεί για το θέμα. Ξεκινά την αναίρεσή του επισημαίνοντας, σχετικά με τις άδικες ποινές που είχε δεχθεί, τα εξής: "ἐπὶ παντὸς γὰρ ἐγκλήματος σύνοδος συγκροτεῖται καὶ δικαστήριον προκαθίζει καὶ τοῦ ἐγκληθέντος παρόντος καὶ τοῦ ἐγκαλοῦντος κατὰ πρόσωπον ἑστηκότος, φιλαλήθης ἐξέτασίς τε καὶ κρίσις - εἴπερ οἱ ἔφοροι τῆς δίκης ἀδέκαστοι - γίνεται καὶ ἡ ἀπόφασις ἕπεται καὶ τὸ ἀναπεφηνὸς ἀπὸ τῆς κρίσεως δίκαιον καταγράφεταί τε καὶ ὑπογράφεται παρὰ τῶν ἱεραρχῶν τε καὶ κριτῶν εἰς βεβαίωσιν. Εἰ δέ τις ἀρχιερεύς τε καὶ κριτὴς εἶναι λαχών, εἶτα χωρὶς ἐξετάσεώς τε καὶ κρίσεως ἐννόμου καὶ κανονικῆς ἀποφαίνεται, κατάκριτός ἐστιν ὡς ἀληθῶς, ἀλλ᾿ οὐ κριτὴς ἀληθής. Εἰ δὲ καὶ Γραφῇ παραδοῦναι τολμήσει τὰς ἀκρίτους ἀποφάσεις αὐτοῦ, πόσῳ μᾶλλον κατακρίσεως ἄξιος; Εἰ δὲ καὶ περὶ εύσεβείας ὁ λόγος εἴη καὶ γεγονυίας ἐξετάσεως, κρίσεώς τε καὶ ἀποφάσεως, ἐπὶ συνόδου, καὶ ταῦτα τοιαύτης, ἐφ᾿ ἧς καὶ βασιλεὺς αὐτὸς προεκάθητο καὶ ἡ σύγκλητος πᾶσα καὶ οἱ καθολικοὶ παρῆσαν τῶν Ρωμαίων κριταὶ καὶ συνοδικῶν προβάντων γραμμάτων καὶ τῶν καταψηφισθέντων ἀφορισμῷ καθυποβληθέντων ἐγγράφῳ καὶ ἀναθέματι φρικωδεστάτῳ, εἶτά τις ὕστερον τοὺς μὲν ἐκεῖ τούτοις ὑποπεσόντας ἐνδίκως κοινωνοὺς προσίεται καὶ χειροτονίας ἱερᾶς ἀξιοῖ καὶ συλλειτουργοὺς οἰκείους καὶ προέδρους ποιεῖται τῆς ἐκκλησίας, τοὺς δὲ παρρησίᾳ δικαιωθέντας καὶ ὡς συνηγόρους τῆς εὐσεβείας ἐπαινεθέντας καταδικάζει καὶ ἀποβάλλεται, ὁ τοιοῦτος οὐχ ἀπλῶς ὑπεύθυνος, ἀλλὰ τῆς τῶν προκαταψηφισθέντων ἐκείνων καταδίκης φανερός ἐστι κληρονόμος, κἂν ἐκείνοι δυσσεβεῖς, οὐδ᾿ αὐτός ἐστιν εὐσεβής" (Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, Ε.Π.Ε. 3, σελ. 604-606).
Τί μας λέει λοιπόν εδώ, με λίγα λόγια, ο Άγιος; Ότι για κάθε παράβαση (έγκλημα) γίνεται Σύνοδος και δικαστήριο, παρόντος του κατηγορουμένου και του κατηγόρου, και γίνεται φιλαλήθης εξέταση και κρίση (αν οι δικαστές είναι αδέκαστοι), επακολουθεί δε η απόφαση, η οποία καταγράφεται και υπογράφεται τέλος από τους ιεράρχες και κριτές προς βεβαίωση. Αν όμως τύχει κάποιος από αυτούς τους αρχιερείς και κριτές, να αποφανθεί χωρίς νόμιμη και κανονική εξέταση, δεν είναι στα αλήθεια κριτής, αλλά κατάκριτος! Αν δε τολμήσει και εγγράφως να παραδώσει αυτές τις άκριτες αποφάσεις του, πόσο μεγαλύτερης κατακρίσεως είναι άξιος; Εάν μάλιστα το θέμα είναι και περί πίστεως (ευσεβείας), και έχει ήδη γίνει εξέταση, κρίση και απόφαση από Σύνοδο (και μάλιστα τέτοια Σύνοδο, που έχει παρακαθίσει και ο βασιλιάς ο ίδιος και ολόκληρη η σύγκλητος και οι πολιτικοί δικαστές) και έχουν μάλιστα εκδοθεί και συνοδικά γράμματα και οι καταδικασθέντες έχουν υποβληθεί σε έγγραφο αφορισμό και φρικτό αναθεματισμό, αν κάποιος έπειτα δέχεται ως κοινωνικούς (σε εκκλησιαστική κοινωνία) αυτούς που καταδικάστηκαν, τους αξιώνει ιερατικής χειροτονίας και συλλειτουργεί μαζί τους και τους καθιστά προεστώτες εκκλησιών, τότε αυτός δεν είναι απλώς υπεύθυνος, αλλά όλων εκείνων των καταδικασμένων φανερός κληρονόμος της καταδίκης τους, και αν εκείνοι είναι δυσσεβείς, ούτε αυτός είναι ευσεβής.
Αυτά τα γράφει ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς επειδή ο Πατριάρχης Ιωάννης Καλέκας, παρά το γεγονός ότι είχε γίνει Σύνοδος (το 1341), παρουσία μάλιστα του βασιλιά και των πολιτικών αρχών, και η οποία καταδίκασε τον Βαρλαάμ και τον Ακίνδυνο και τα φρονήματά τους, αυτός όχι μόνο "χωρὶς ἐξετάσεώς τε καὶ κρίσεως ἐννόμου καὶ κανονικῆς" αποφάνθηκε αλλά και εγγράφως τόλμησε να παραδώσει "τὰς ἀκρίτους ἀποφάσεις αὐτοῦ" κατά του Αγίου ("καθαίρεση" και "αφορισμός"), αλλά και την προγενέστερη Σύνοδο περιφρόνησε και επομένως των καταδικαστικών αποφάσεων εκείνης "φανερός ἐστι κληρονόμος".
Και συνεχίζει: "Τοῦτο τοίνυν πράξαντες, μᾶλλον δὲ παθόντες οἱ ἀρχιποίμενες εἶναι τῆς ἱερᾶς ἐκκλησίας βρενθυόμενοι νῦν, ἆρ᾿ οὐ δηλητηρίου παντὸς ὀλεθριώτερον πόμα, δυσσεβείᾳ κεκραμένον καὶ ἀδικίᾳ διὰ τῶν ἐνταῦθα πρὸς ἐξέτασιν προτεθειμένων γραμμάτων τοῖς αὐτοῖς πειθομένοις προτείνουσιν, αὐτοὶ πρότερον οὕτω δαψιλῶς ἐμφορηθέντες τοῦ πονηροῦ καὶ δυσσεβοῦς τούτου κράματος, ὡς ἐκ κρουνῶν τινων οἷον τῶν αὐτῶν στομάτων ὑπερεκβλύζειν καὶ ἀναδιδόσθαι, φεῦ, τὸ πολυσχιδὲς ψεῦδος καὶ τὴν πολύχυτον ἀπάτην τῆς δυσσεβείας, ἧς καὶ τοῦτο τὸ γράμμα δεῖγμα; "Ἀπέρχεται μὲν γάρ", φησίν, "ἡ μετριότης ἡμῶν εἰς τὴν ἐκκλησίας αὐτῆς, ἣν Χριστοῦ χάριτι γνησίως κεκλήρωται". Ποῖος κλῆρος, ποία μερίς, τίς γνησιότης πρὸς τὴν Χριστοῦ ἐκκλησίαν, τῷ συνηγόρῳ τοῦ ψεύδους, ἐκκλησίαν, ἥ "στύλος καί ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας" κατά Παῦλόν ἐστιν, ἥ καί μένει χάριτι Χριστοῦ διηνεκῶς ἀσφαλὴς καὶ ἀκράδαντος, ἐστηριγμένη παγίως οἷς ἐπεστήρικται ἡ ἀλήθεια; Καὶ γὰρ οἱ τῆς τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίας τῆς ἀληθείας εἰσί · καὶ οἱ μὴ τῆς ἀληθείας ὄντες οὐδὲ τῆς τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίας εἰσί, καὶ τοσοῦτο μᾶλλον, ὅσον ἂν καὶ σφῶν αὐτῶν καταψεύδοιντο, ποιμένας καὶ ἀρχιποίμενας ἱεροὺς ἑαυτοὺς καλοῦντες καὶ ὑπ’ ἀλλήλων καλούμενοι · μηδὲ γὰρ προσώποις τόν χριστιανισμόν, ἀλλ’ ἀληθείᾳ καί ἀκριβείᾳ πίστεως χαρακτηρίζεσθαι μεμυήμεθα" (Αυτόθι, σελ. 606-608).
Δηλαδή, με λίγα λόγια, με αυτό που έκαναν, λέει, εκείνοι που καυχώνται ότι είναι αρχιποιμένες της Εκκλησίας, άραγε δεν προσφέρουν σε όσους πείθονται σε αυτούς ποτό χειρότερο κάθε δηλητηρίου, ανάμικτο με δυσσέβεια και αδικία με τα γράμματά τους, αφού προηγουμένως ήπιαν τόσο άφθονα από το πονηρό και δυσσεβές αυτό κράμα , ώστε να αναβλύζει από τα στόματά τους το πολυσχιδές ψέμα και η διακεχυμένη απάτη της δυσσέβειας, της οποίας αυτό το γράμμα είναι δείγμα; "Διότι απέρχεται", λέει (το γράμμα του Αντιοχείας Ιγνατίου), "η μετριότητα ημών στην Εκκλησία της, την οποία γνησίως έλαβε ως κλήρο με τη χάρη του Χριστού". Ποιος κλήρος, ποια μερίδα, ποια γνησιότητα σε σχέση με την Εκκλησία του Χριστού, αναρωτιέται ο Άγιος, υπάρχει άραγε για αυτόν που είναι συνήγορος του ψεύδους, με την Εκκλησία που είναι "στύλος και εδραίωμα της αληθείας", κατά τον Απόστολο Παύλο, και η οποία μένει με τη χάρη του Χριστού διηνεκώς ασφαλής και ακράδαντος, στηριγμένη παγίως σε όσα στηρίζεται η αλήθεια; Και διότι οι της του Χριστού Εκκλησίας είναι της αληθείας· και οι μη της αληθείας όντες ούτε της του Χριστού Εκκλησίας είναι, και πολύ περισσότερο όσο καταψεύδωνται εναντίον των εαυτών τους, ποιμένες και αρχιποιμένες ιερούς αποκαλούντες τους εαυτούς τους και από άλλους αποκαλούμενοι· διότι διδαχθήκαμε ότι όχι τα πρόσωπα, αλλά η αλήθεια και η ακρίβεια της πίστεως χαρακτηρίζουν τον Χριστιανισμό.
Ο Άγιος λοιπόν θεωρεί τους διώκτες του ψευδεπισκόπους, κατά την έννοια που αναφέραμε, δηλαδή ότι δεν εκφράζουν την Εκκλησία και φυσικά δεν μπορούν να επιβάλλουν ποινές εξ ονόματός της. Όχι, ότι απώλεσαν αυτομάτως την Ιερωσύνη! Το τελευταίο αποδεικνύεται και από την συνέχεια του κειμένου όταν ο Άγιος γράφει για τον Ιγνάτιο: "Πόθεν γὰρ ἐκείνῳ, καὶ ταῦτ᾿ ἐν Κωνσταντινουπόλει, τόμους συντιθένται περὶ δογμάτων; Συνόδου μὲν γὰρ ἄνευ παντελῶς ἄθεσμον. Εἰ δὲ κοινῇ συνόδῳ συγκεκροτημένῃ παρῆν, οὐκ ἂν αὐτὸς παρῆκε μὴ τοῦτ᾿ εἰπεῖν· ἄλλως τε καὶ ὁ τόμος οὗτος τοῖς δυσὶ τουτοισὶ πατριάρχαις κοινὸς ἂν ἦν. Εἰ δ᾿ ἐκεῖνος ἰδίαν ἐποιήσατο σύνοδο οὐκ ἐν ἐπαρχίᾳ ἰδίᾳ, καὶ οὕτω καθαιρέσει τελέᾳ κατὰ τοὺς ἱεροὺς κανόνας ὑπεύθυνος" (Αυτ., σελ. 624). Από ποια καθαίρεση θα κινδύνευε αν είχε ήδη απωλέσει την Ιερωσύνη; Και ο ίδιος ο Καλέκας, αλλά και ο Ακίνδυνος και όλοι οι Βαρλααμίτες κληρικοί οπαδοί τους, αν είχαν αυτομάτως χάσει την Ιερωσύνη, γιατί οι Αρχιερείς της Συνόδου του 1347 τον μεν πρώτον "καθαιρέσει κοινῆ πάντες τοῦτον καθυποβάλλουσι" (Jus graeco-romanum: pars 3, Lipsiae, 1857, p. 699), τον δε Ακίνδυνο "πάσης ἱερωσύνης τοῦτον ἀπογυμνώσαντες" (αυτόθι), ενώ τους τελευταίους "ἀμεταμελήτους μὲν μένοντας, τοῖς ὁμοίοις καθυποβάλλομεν· μεταμεληθέντας δὲ γνησίως καὶ ἀναθεματίζοντας τήν τε τοιαύτην κακοδοξίαν καὶ τοὺς ἐμμένοντας ταύτῃ, μή μόνον εἰς κοινωνίαν τὴν κατ’ εὐσέβειαν, ἀλλὰ καὶ εἰς ἱερωσύνην ἀσμενέστατα προσιέμεθα, μηδαμῶς τούτους ὑποβιβάζοντες" (P.G. 152, 1282);
***
Δεν υπάρχει λοιπόν "αυτόματη έκπτωση" από την Εκκλησία, ούτε, πολύ περισσότερο, "αυτόματη απώλεια" της Ιερωσύνης. Άλλωστε η Ιερωσύνη είναι μία και ανήκει στον Χριστό, όπως φαίνεται και από το ότι ο κληρικός, κατά την τέλεση των Μυστηρίων, δεν λέει "βαπτίζω", "στέφω" ή "προχειρίζω", αλλά "βαπτίζεται", "στέφεται" ή "προχειρίζεται", από τον Θεό δηλαδή (χρήση γ΄ προσώπου). Διότι, κατά τον Άγιο Κύριλλο Ιεροσολύμων, "οὐκ ἐξ ἀνθρώπων ἡ χάρις, ἀλλ᾿ ἐκ τοῦ Θεοῦ δι᾿ ἀνθρώπων ἡ δόσις" (P.G. 33, 1009). Για αυτό γράφει και ο Άγιος Αυγουστίνος ότι το Βάπτισμα είτε το επιτελεί ο Παύλος, είτε ο Πέτρος, είτε ο Ιούδας, είτε ένας μέθυσος ή μοιχός ή δολοφόνος κληρικός, ο Χριστός είναι Αυτός που βαπτίζει (πρβλ. P.L. 35, 1424).
Με την, διά της συνεργείας Θεού και Συνόδου, χειροτονία ο χειροτονηθείς κληρικός αποκτά μετοχή στην Ιερωσύνη του Χριστού. Όπως όμως δεν υπάρχει "αυτόματη χειροτονία", δεν υπάρχει ούτε "αυτόματη καθαίρεση". Έτσι λοιπόν και με την, συνεργεία Θεού και Συνόδου (θυμηθείτε παραπάνω την κατά του Νεστορίου καθαιρετική απόφαση), καθαίρεση, καθίσταται ανενεργή η Ιερωσύνη.
Για αυτό ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος γράφει: "Μὴ εἴπῃς· 'Eπίσκοπος βαπτισάτω με, καὶ οὗτος μητροπολίτης, ἢ Ἱεροσολυμίτης (οὐ γὰρ τόπων ἡ χάρις, ἀλλὰ τοῦ Πνεύματος), καὶ οὗτος τῶν εὖ γεγονότων... Σοὶ δὲ πᾶς ἀξιόπιστος εἰς τὴν κάθαρσιν· μόνον ἔστω τις τῶν ἐγκρίτων, καὶ μὴ τῶν προδήλως κατεγνωσμένων, μηδὲ τῆς Ἐκκλησίας ἀλλότριος" (P.G. 36, 396). Καθένας λοιπόν κληρικός μπορεί να επιτελεί Μυστήρια, αρκεί να είναι έγκριτος (δηλαδή αναγνωρισμένος, όχι π.χ. αχειροτόνητος), να μην είναι φανερά καταδικασμένος (δηλαδή καθηρημένος), ούτε ξένος προς την Εκκλησία (δηλαδή ούτε να έχει αποστατήσει, ούτε να έχει αφοριστεί από αυτήν).
Με αυτό συμφωνεί και ο Άγιος Νικόδημος, ο οποίος ερμηνεύοντας σχετικό χωρίο του Ιερού Χρυσοστόμου ("Πάντας μέν ὁ Θεός οὐ χειροτονεῖ, διά πάντων δέ αὐτός ἐνεργεῖ, εἰ καί αὐτοί εἴεν ἀνάξιοι, διά τό σωθῆναι τόν λαόν") επισημαίνει: "διὰ πάντων ἐνεργεῖ τῶν ἀκαθαιρέτων, ἀλλ᾿ ὄχι καὶ τῶν καθηρημένων καὶ ἀποχειροτονηθέντων... Ὁ μὲν γὰρ δικαίως καθαιρεθείς, καὶ ἐσωτερικῶς ἀπὸ λόγου του διὰ τὴν ἀναξιότητά του, καὶ ἐξωτερικῶς ἀπὸ τὴν σύνοδον, ἔχασε τὴν ἐνέργεια τῆς ἱερωσύνης" (Υποσημείωση 2 στον ΚΗ΄ Αποστολικό Κανόνα).
Όταν ένας κληρικός λοιπόν πέφτει σε κάποιο παράπτωμα τότε δεν είναι αυτομάτως (ενεργεία) καθηρημένος, αλλά δυνάμει μόνον, όπως μαθαίνουμε από τους Πατέρες και τις Συνόδους:
α) Ο Άγιος Νικόδημος γράφει: "Πρέπει νὰ ἠξεύρωμεν, ὅτι τὰ ἐπιτίμια ὁποῦ διορίζουν οἱ Κανόνες, ἤγουν τὸ "καθαιρείσθω", τὸ "ἀφοριζέσθω", καὶ τὸ "ἀνάθεμα ἔστω", αὐτά, κατὰ τὴν γραμματικὴν τέχνην, εἶναι γʹ. προσώπου προστακτικοῦ, μὴ παρόντος. Εἰς τὸ ὁποῖον διὰ νὰ μεταδοθῇ ἡ προσταγὴ αὕτη, ἐξ ἀνάγκης χρειάζεται νὰ εἶναι βʹ. πρόσωπον παρόν. Τὸ ἐξηγῶ καλλιώτερα. Οἱ Κανόνες προστάζουσι τὴν Σύνοδον τῶν ζώντων ᾿Επισκόπων, νὰ καθαίρουν τοὺς ἱερεῖς, ἢ νὰ ἀφορίζουν, ἢ νὰ ἀναθεματίζουν τοὺς λαϊκούς, ὁποῦ παραβαίνουν τοὺς Κανόνας. Ὅμως ἄν ἡ Σύνοδος δὲν ἐνεργήσῃ ἐμπράκτως τὴν καθαίρεσιν τῶν ῾Ιερέων, ἢ τὸν ἀφορισμόν, ἢ τὸν ἀναθεματισμὸν τῶν λαϊκῶν, οἱ ἱερεῖς αὐτοί, καὶ οἱ λαϊκοί, οὔτε καθῃρημένοι εἶναι ἐνεργείᾳ, οὔτε ἀφωρισμένοι ἢ ἀναθεματισμένοι. Ὑπόδικοι ὅμως, ἐδῶ μὲν εἰς τὴν καθαίρεσιν καὶ ἀφορισμὸν ἢ ἀναθεματισμόν, ἐκεῖ δὲ εἰς τὴν θείαν δίκην... Ὅθεν σφάλλουσι μεγάλως ἐκεῖνοι οἱ ἀνόητοι, ὁποῦ λέγουσιν, ὅτι εἰς τοὺς παρόντας καιροὺς ὅλοι οἱ παρὰ Κανόνας χειροτονηθέντες ἱερωμένοι, εἶναι ἐνεργείᾳ καθῃρημένοι. Ἱεροκατήγορος γλῶσσα εἶναι ἐκείνη ὁποῦ ἀνοήτως τὰ τοιαῦτα λόγια φλυαρεῖ, μὴ νοοῦσα, ὅτι, ἡ προσταγὴ τῶν Κανόνων, χωρὶς τὴν ἔμπρακτον ἐνέργειαν τοῦ βʹ. προσώπου, ἤτοι τῆς Συνόδου, εἶναι ἀτέλεστος, ἀμέσως καὶ πρὸ κρίσεως μὴ ἐνεργοῦσα καθ᾿ ἑαυτήν. Αὐτοὶ οἰ ἴδιοι θεῖοι Ἀπόστολοι φανερὰ ἐξηγοῦσι τὸν ἑαυτόν τους μὲ τὸν ΜϚʹ Κανόνα τους, ἐπειδὴ δὲν λέγουσι πῶς ἤδη εὐθὺς ἐνεργείᾳ εὑρίσκεται καθῃρημένος, ὅποιος Ἐπίσκοπος ἢ Πρεσβύτερος δεχθῇ τὸ τῶν αἱρετικῶν βάπτισμα, ἀλλὰ "καθαιρεῖσθαι προστάσσομεν", ἤγουν νὰ παρασταθῇ εἰς κρίσιν, καὶ ἂν ἀποδειχθῇ πῶς τοῦτο ἔκαμε, τότε ἂς γυμνωθῇ μὲ τὴν ἰδικήν σας ἀπόφασιν ἀπὸ τὴν Ἱερωσύνην, τοῦτο προστάσσομεν" (Υποσημείωση 1 στον Γ΄ Αποστολικό Κανόνα).
Οι Σακαρελλιστές βέβαια ισχυρίζονται ότι αυτά ισχύουν "μόνον για κανονικές παραβάσεις και όχι για θέματα πίστεως", αλλά όχι μόνο αυτήν την άποψη αδυνατούν παντελώς να την τεκμηριώσουν, αλλά διαψεύδονται πάραυτα από τον ίδιο τον Άγιο Νικόδημο, ο οποίος φέρει ως παράδειγμα έναν Κανόνα (τον ΜϚʹ Αποστολικό), που αφορά θέμα Πίστεως!
β) Ο Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος: "Μὴ γὰρ ἐνεργείᾳ καθηρημένοι, οἱ καθαιρέσεως ἔνοχοι, ἐνεργοῦσαν ἔχουσιν, ἴσα τοῖς ἀθώοις, τὴν τῆς Ἱερωσύνης δύναμιν. Κατὰ γὰρ τὸ Χρυσοστομικὸν ἀξίωμα, οὐ πάντας μὲν χειροτονεῖ ὁ Θεὸς, διὰ πάντων δὲ ἐνεργεῖ. Δείκνυται δὲ τοῦτ᾿ αὐτὸ καὶ ἐκ τῶν ὑστέρων. Καὶ γὰρ ἃ δεσμούσι, δεδεμένα μένουσι, καὶ ἃ λύουσι, λελυμένα φαίνονται. Καὶ ἄπερ ἁγιάζουσιν ὕδατα, ἐπὶ πολλὰ ἔτη ἄσηπτα ὁρῶντα μένοντα. Ἃ δὴ καὶ τῆς ἀληθείας τῆς ἡμετέρας πίστεως, πρὸς τὰς ἑτεροδόξους θρησκείας, ἀπόδειξις ἀναντίῤῥητος γίνεται" (Επιτομή των θείων της Πίστεως Δογμάτων, Λειψία, 1806, σελ. 378). Οι ένοχοι καθαιρέσεως, λέγει ο Άγιος (εκείνοι δηλαδή τους οποίους οι Σακαρελλιστές θεωρούν ότι απώλεσαν αυτομάτως την Ιερωσύνη), δεν είναι ενεργεία καθηρημένοι και έχουν ενεργούσα την δύναμη της Ιερωσύνης, το ίδιο με τους αθώους. Αυτό, λέει παρακάτω, αποδεικνύεται από τα γεγονότα που επακολουθούν εκ των υστέρων. Δηλαδή όσα δεσμεύουν, δεμένα μένουν και εκείνα τα οποία λύνουν, λυμένα φαίνονται. Και αυτά ακριβώς τα ύδατα τα οποία αγιάζουν, τα βλέπουμε να παραμένουν άσηπτα για πολλά χρόνια, τα οποία αποτελούν αναντίρρητη απόδειξη προς τους ετεροδόξους, της αλήθειας της δικής μας Πίστης! Ελπίζουμε να κατάλαβαν λοιπόν οι, οπαδοί των "ακύρων Μυστηρίων", Σακαρελλιστές, γιατί ο Αγιασμός που τελείται από αυτούς τους κληρικών, που εκείνοι θεωρούν ως ψευδοκληρικούς χωρίς να υπάρχει καθαιρετική εναντίον τους απόφαση, παραμένει άφθορος.
Η Σύνοδος λοιπόν δεν είναι ούτε ληξίαρχος, ούτε ιατροδικαστής, αλλά ιατρός, που δεν διαπιστώνει την ήδη υφιστάμενη έκπτωση, αλλά την κατάσταση της πνευματικής υγείας του πεπτωκότος. Συγκεκριμένα στην περίπτωση αιρέσεως, αν η κατάσταση αυτή είναι αναστρέψιμη, υπάρχει δηλαδή μετάνοια, τότε δεν επιβάλει ποινές και αναγνωρίζει την Ιερωσύνη. Στην Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο, ο Πρόεδρός της, Άγιος Ταράσιος Κωνσταντινουπόλεως ρητώς δήλωσε πως "δεχώμεθα τοὺς ἀπὸ αἱρετικῶν χειροτονηθέντας" (εννοώντας βεβαίως τους αιρετικούς που δεν είχαν ακόμη καθαιρεθεί, όπως τότε οι Εικονομάχοι), διότι "ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστιν ἡ χειροτονία" (Mansi 12, 1042). Αν όμως η Σύνοδος διαπιστώσει ότι υπάρχει αμετανοησία των αιρετικών, έχει δηλαδή επέλθει σήψη, τότε προβαίνει σε καθαίρεση των κληρικών, δηλαδή επίσχεση της Ιερωσύνης, και χειρουργική επέμβαση αποκόπτοντας τα σεσηπότα (=σάπια) μέλη από την Εκκλησία, "ἵνα μὴ", κατά την Η΄ Οικουμενική Σύνοδο επί Μεγάλου Φωτίου, "καὶ τὸ ὑγιὲς σῶμα δι’ αὐτῶν ἀπόλλυται" (Δοσιθέου Ιεροσολύμων, Τόμος Χαράς, Ριμνίκ, 1705, σελ. 42). Για τον ιατρικό χαρακτήρα της Συνόδου (τον οποίο επιβεβαιώνουν πολλές Σύνοδοι και πολλοί Πατέρες, καθώς η Υμνογραφία της Εκκλησίας μας, όταν μιλούν για την αποκοπή των "σεσηπότων μελών" από το Σώμα της Εκκλησίας - πρβλ. και εδώ) κάνει λόγο και ο Όσιος Παλλάδιος σε έργο του, για τον βίο του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, με τίτλο "Διάλογος ιστορικός Παλλαδίου", στο οποίο έργο αναφερόμενος στην απόφαση της Εκκλησίας της Ρώμης να μην αναγνωρίσει την άδικη καθαίρεση του Αγίου και να διακόψει εκκλησιαστική κοινωνία με τους διώκτες του, γράφει: "Ὁ δὲ σκοπὸς τῆς Ἐκκλησίας Ῥωμαίων οὗτός ἐστιν, ἒως τέλους μὴ κοινωνῆσαι τοῖς ἀνατολικοῖς ἐπισκόποις, μάλιστα Θεοφίλῳ, ἔως ἂν δῷ Κύριος χώραν οἰκουμενικῆς συνόδου, ἰατρευούσης τὰ σεσηπότα μέλη τῶν ταῦτα ἐργασαμένων" (P.G. 47, 78).
Με την, διά της συνεργείας Θεού και Συνόδου, χειροτονία ο χειροτονηθείς κληρικός αποκτά μετοχή στην Ιερωσύνη του Χριστού. Όπως όμως δεν υπάρχει "αυτόματη χειροτονία", δεν υπάρχει ούτε "αυτόματη καθαίρεση". Έτσι λοιπόν και με την, συνεργεία Θεού και Συνόδου (θυμηθείτε παραπάνω την κατά του Νεστορίου καθαιρετική απόφαση), καθαίρεση, καθίσταται ανενεργή η Ιερωσύνη.
Για αυτό ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος γράφει: "Μὴ εἴπῃς· 'Eπίσκοπος βαπτισάτω με, καὶ οὗτος μητροπολίτης, ἢ Ἱεροσολυμίτης (οὐ γὰρ τόπων ἡ χάρις, ἀλλὰ τοῦ Πνεύματος), καὶ οὗτος τῶν εὖ γεγονότων... Σοὶ δὲ πᾶς ἀξιόπιστος εἰς τὴν κάθαρσιν· μόνον ἔστω τις τῶν ἐγκρίτων, καὶ μὴ τῶν προδήλως κατεγνωσμένων, μηδὲ τῆς Ἐκκλησίας ἀλλότριος" (P.G. 36, 396). Καθένας λοιπόν κληρικός μπορεί να επιτελεί Μυστήρια, αρκεί να είναι έγκριτος (δηλαδή αναγνωρισμένος, όχι π.χ. αχειροτόνητος), να μην είναι φανερά καταδικασμένος (δηλαδή καθηρημένος), ούτε ξένος προς την Εκκλησία (δηλαδή ούτε να έχει αποστατήσει, ούτε να έχει αφοριστεί από αυτήν).
Με αυτό συμφωνεί και ο Άγιος Νικόδημος, ο οποίος ερμηνεύοντας σχετικό χωρίο του Ιερού Χρυσοστόμου ("Πάντας μέν ὁ Θεός οὐ χειροτονεῖ, διά πάντων δέ αὐτός ἐνεργεῖ, εἰ καί αὐτοί εἴεν ἀνάξιοι, διά τό σωθῆναι τόν λαόν") επισημαίνει: "διὰ πάντων ἐνεργεῖ τῶν ἀκαθαιρέτων, ἀλλ᾿ ὄχι καὶ τῶν καθηρημένων καὶ ἀποχειροτονηθέντων... Ὁ μὲν γὰρ δικαίως καθαιρεθείς, καὶ ἐσωτερικῶς ἀπὸ λόγου του διὰ τὴν ἀναξιότητά του, καὶ ἐξωτερικῶς ἀπὸ τὴν σύνοδον, ἔχασε τὴν ἐνέργεια τῆς ἱερωσύνης" (Υποσημείωση 2 στον ΚΗ΄ Αποστολικό Κανόνα).
Όταν ένας κληρικός λοιπόν πέφτει σε κάποιο παράπτωμα τότε δεν είναι αυτομάτως (ενεργεία) καθηρημένος, αλλά δυνάμει μόνον, όπως μαθαίνουμε από τους Πατέρες και τις Συνόδους:
α) Ο Άγιος Νικόδημος γράφει: "Πρέπει νὰ ἠξεύρωμεν, ὅτι τὰ ἐπιτίμια ὁποῦ διορίζουν οἱ Κανόνες, ἤγουν τὸ "καθαιρείσθω", τὸ "ἀφοριζέσθω", καὶ τὸ "ἀνάθεμα ἔστω", αὐτά, κατὰ τὴν γραμματικὴν τέχνην, εἶναι γʹ. προσώπου προστακτικοῦ, μὴ παρόντος. Εἰς τὸ ὁποῖον διὰ νὰ μεταδοθῇ ἡ προσταγὴ αὕτη, ἐξ ἀνάγκης χρειάζεται νὰ εἶναι βʹ. πρόσωπον παρόν. Τὸ ἐξηγῶ καλλιώτερα. Οἱ Κανόνες προστάζουσι τὴν Σύνοδον τῶν ζώντων ᾿Επισκόπων, νὰ καθαίρουν τοὺς ἱερεῖς, ἢ νὰ ἀφορίζουν, ἢ νὰ ἀναθεματίζουν τοὺς λαϊκούς, ὁποῦ παραβαίνουν τοὺς Κανόνας. Ὅμως ἄν ἡ Σύνοδος δὲν ἐνεργήσῃ ἐμπράκτως τὴν καθαίρεσιν τῶν ῾Ιερέων, ἢ τὸν ἀφορισμόν, ἢ τὸν ἀναθεματισμὸν τῶν λαϊκῶν, οἱ ἱερεῖς αὐτοί, καὶ οἱ λαϊκοί, οὔτε καθῃρημένοι εἶναι ἐνεργείᾳ, οὔτε ἀφωρισμένοι ἢ ἀναθεματισμένοι. Ὑπόδικοι ὅμως, ἐδῶ μὲν εἰς τὴν καθαίρεσιν καὶ ἀφορισμὸν ἢ ἀναθεματισμόν, ἐκεῖ δὲ εἰς τὴν θείαν δίκην... Ὅθεν σφάλλουσι μεγάλως ἐκεῖνοι οἱ ἀνόητοι, ὁποῦ λέγουσιν, ὅτι εἰς τοὺς παρόντας καιροὺς ὅλοι οἱ παρὰ Κανόνας χειροτονηθέντες ἱερωμένοι, εἶναι ἐνεργείᾳ καθῃρημένοι. Ἱεροκατήγορος γλῶσσα εἶναι ἐκείνη ὁποῦ ἀνοήτως τὰ τοιαῦτα λόγια φλυαρεῖ, μὴ νοοῦσα, ὅτι, ἡ προσταγὴ τῶν Κανόνων, χωρὶς τὴν ἔμπρακτον ἐνέργειαν τοῦ βʹ. προσώπου, ἤτοι τῆς Συνόδου, εἶναι ἀτέλεστος, ἀμέσως καὶ πρὸ κρίσεως μὴ ἐνεργοῦσα καθ᾿ ἑαυτήν. Αὐτοὶ οἰ ἴδιοι θεῖοι Ἀπόστολοι φανερὰ ἐξηγοῦσι τὸν ἑαυτόν τους μὲ τὸν ΜϚʹ Κανόνα τους, ἐπειδὴ δὲν λέγουσι πῶς ἤδη εὐθὺς ἐνεργείᾳ εὑρίσκεται καθῃρημένος, ὅποιος Ἐπίσκοπος ἢ Πρεσβύτερος δεχθῇ τὸ τῶν αἱρετικῶν βάπτισμα, ἀλλὰ "καθαιρεῖσθαι προστάσσομεν", ἤγουν νὰ παρασταθῇ εἰς κρίσιν, καὶ ἂν ἀποδειχθῇ πῶς τοῦτο ἔκαμε, τότε ἂς γυμνωθῇ μὲ τὴν ἰδικήν σας ἀπόφασιν ἀπὸ τὴν Ἱερωσύνην, τοῦτο προστάσσομεν" (Υποσημείωση 1 στον Γ΄ Αποστολικό Κανόνα).
Οι Σακαρελλιστές βέβαια ισχυρίζονται ότι αυτά ισχύουν "μόνον για κανονικές παραβάσεις και όχι για θέματα πίστεως", αλλά όχι μόνο αυτήν την άποψη αδυνατούν παντελώς να την τεκμηριώσουν, αλλά διαψεύδονται πάραυτα από τον ίδιο τον Άγιο Νικόδημο, ο οποίος φέρει ως παράδειγμα έναν Κανόνα (τον ΜϚʹ Αποστολικό), που αφορά θέμα Πίστεως!
β) Ο Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος: "Μὴ γὰρ ἐνεργείᾳ καθηρημένοι, οἱ καθαιρέσεως ἔνοχοι, ἐνεργοῦσαν ἔχουσιν, ἴσα τοῖς ἀθώοις, τὴν τῆς Ἱερωσύνης δύναμιν. Κατὰ γὰρ τὸ Χρυσοστομικὸν ἀξίωμα, οὐ πάντας μὲν χειροτονεῖ ὁ Θεὸς, διὰ πάντων δὲ ἐνεργεῖ. Δείκνυται δὲ τοῦτ᾿ αὐτὸ καὶ ἐκ τῶν ὑστέρων. Καὶ γὰρ ἃ δεσμούσι, δεδεμένα μένουσι, καὶ ἃ λύουσι, λελυμένα φαίνονται. Καὶ ἄπερ ἁγιάζουσιν ὕδατα, ἐπὶ πολλὰ ἔτη ἄσηπτα ὁρῶντα μένοντα. Ἃ δὴ καὶ τῆς ἀληθείας τῆς ἡμετέρας πίστεως, πρὸς τὰς ἑτεροδόξους θρησκείας, ἀπόδειξις ἀναντίῤῥητος γίνεται" (Επιτομή των θείων της Πίστεως Δογμάτων, Λειψία, 1806, σελ. 378). Οι ένοχοι καθαιρέσεως, λέγει ο Άγιος (εκείνοι δηλαδή τους οποίους οι Σακαρελλιστές θεωρούν ότι απώλεσαν αυτομάτως την Ιερωσύνη), δεν είναι ενεργεία καθηρημένοι και έχουν ενεργούσα την δύναμη της Ιερωσύνης, το ίδιο με τους αθώους. Αυτό, λέει παρακάτω, αποδεικνύεται από τα γεγονότα που επακολουθούν εκ των υστέρων. Δηλαδή όσα δεσμεύουν, δεμένα μένουν και εκείνα τα οποία λύνουν, λυμένα φαίνονται. Και αυτά ακριβώς τα ύδατα τα οποία αγιάζουν, τα βλέπουμε να παραμένουν άσηπτα για πολλά χρόνια, τα οποία αποτελούν αναντίρρητη απόδειξη προς τους ετεροδόξους, της αλήθειας της δικής μας Πίστης! Ελπίζουμε να κατάλαβαν λοιπόν οι, οπαδοί των "ακύρων Μυστηρίων", Σακαρελλιστές, γιατί ο Αγιασμός που τελείται από αυτούς τους κληρικών, που εκείνοι θεωρούν ως ψευδοκληρικούς χωρίς να υπάρχει καθαιρετική εναντίον τους απόφαση, παραμένει άφθορος.
***
Είναι δε απορίας άξιον ότι ενώ αρκετοί φορείς των ιδεών αυτών κατέχουν την Νομική επιστήμη, έχουν δηλαδή την ικανότητα με βάση την οποία, πολύ πιο εύκολα από τους άλλους, μπορούν να κατανοήσουν αυτά τα θέματα, αρνούνται το αναμφισβήτητο γεγονός ότι καμία ποινή δεν ενεργείται αυτομάτως με την παράβαση, αλλά μόνο μετά την καταδικαστική απόφαση! Ποιος κλέφτης βρίσκεται αυτομάτως εντός φυλακής αμέσως με την τέλεση της κλοπής; Ποιος δολοφόνος εκτελείται αυτομάτως με την τέλεση του φόνου; Το "δυνάμει και ενεργεία" των ποινών όμως το μαθαίνουμε όχι μόνο το Δίκαιο (ποινικό και εκκλησιαστικό), αλλά και από την Δικαιοσύνη του Θεού. Τί είπε ο Θεός στον Αδάμ; "Ἀπὸ δὲ τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρόν, οὐ φάγεσθε ἀπ᾿ αὐτοῦ· ᾗ δ᾿ ἂν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ᾿ αὐτοῦ, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε" (Γεν. β΄, 17). Μήπως πέθανε ο Αδάμ την ημέρα που έφαγε τον απαγορευμένο καρπό; Δυνάμει, ναι, πέθανε, δηλαδή έθεσε τις βάσεις για την θνητότητα, εφόσον εξαιτίας της παραβάσεως, ο Θεός τον εξέβαλε του Παραδείσου (Γεν. γ΄, 24). Δεν πέθανε όμως την στιγμή που έφαγε το μήλο! Έτσι και ο παραβάτης κληρικός, με την παράβασή του θέτει τις βάσεις για την καθαίρεσή του, καθίσταται δηλαδή ψευδοκληρικός, δεν χάνει όμως αυτομάτως την Ιερωσύνη. Η Σύνοδος λοιπόν δεν είναι ούτε ληξίαρχος, ούτε ιατροδικαστής, αλλά ιατρός, που δεν διαπιστώνει την ήδη υφιστάμενη έκπτωση, αλλά την κατάσταση της πνευματικής υγείας του πεπτωκότος. Συγκεκριμένα στην περίπτωση αιρέσεως, αν η κατάσταση αυτή είναι αναστρέψιμη, υπάρχει δηλαδή μετάνοια, τότε δεν επιβάλει ποινές και αναγνωρίζει την Ιερωσύνη. Στην Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο, ο Πρόεδρός της, Άγιος Ταράσιος Κωνσταντινουπόλεως ρητώς δήλωσε πως "δεχώμεθα τοὺς ἀπὸ αἱρετικῶν χειροτονηθέντας" (εννοώντας βεβαίως τους αιρετικούς που δεν είχαν ακόμη καθαιρεθεί, όπως τότε οι Εικονομάχοι), διότι "ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστιν ἡ χειροτονία" (Mansi 12, 1042). Αν όμως η Σύνοδος διαπιστώσει ότι υπάρχει αμετανοησία των αιρετικών, έχει δηλαδή επέλθει σήψη, τότε προβαίνει σε καθαίρεση των κληρικών, δηλαδή επίσχεση της Ιερωσύνης, και χειρουργική επέμβαση αποκόπτοντας τα σεσηπότα (=σάπια) μέλη από την Εκκλησία, "ἵνα μὴ", κατά την Η΄ Οικουμενική Σύνοδο επί Μεγάλου Φωτίου, "καὶ τὸ ὑγιὲς σῶμα δι’ αὐτῶν ἀπόλλυται" (Δοσιθέου Ιεροσολύμων, Τόμος Χαράς, Ριμνίκ, 1705, σελ. 42). Για τον ιατρικό χαρακτήρα της Συνόδου (τον οποίο επιβεβαιώνουν πολλές Σύνοδοι και πολλοί Πατέρες, καθώς η Υμνογραφία της Εκκλησίας μας, όταν μιλούν για την αποκοπή των "σεσηπότων μελών" από το Σώμα της Εκκλησίας - πρβλ. και εδώ) κάνει λόγο και ο Όσιος Παλλάδιος σε έργο του, για τον βίο του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, με τίτλο "Διάλογος ιστορικός Παλλαδίου", στο οποίο έργο αναφερόμενος στην απόφαση της Εκκλησίας της Ρώμης να μην αναγνωρίσει την άδικη καθαίρεση του Αγίου και να διακόψει εκκλησιαστική κοινωνία με τους διώκτες του, γράφει: "Ὁ δὲ σκοπὸς τῆς Ἐκκλησίας Ῥωμαίων οὗτός ἐστιν, ἒως τέλους μὴ κοινωνῆσαι τοῖς ἀνατολικοῖς ἐπισκόποις, μάλιστα Θεοφίλῳ, ἔως ἂν δῷ Κύριος χώραν οἰκουμενικῆς συνόδου, ἰατρευούσης τὰ σεσηπότα μέλη τῶν ταῦτα ἐργασαμένων" (P.G. 47, 78).
Ιατρεύει λοιπόν η Σύνοδος και χειρουργικώς αποκόπτει τα μη επιδεχόμενα θεραπείας σεσηπότα μέλη, δεν διαπιστώνει την αποκοπή! Η υιοθέτηση της σακαρελλικής θεωρίας περί διαπιστωτικού (ληξιαρχικού ή ιατροδικαστικού) και μόνο χαρακτήρα της Συνόδου, έχει τραγικές εκκλησιαστικές συνέπειες, αφού με την μετατροπή του ρόλου των Επισκόπων της Συνόδου από δυναμικό και ενεργητικό (ιατρεία/νουθεσία/θεραπεία και αποκοπή/αποτομή/αφορισμός), με την "σφενδόνη" και την "μάχαιρα" (δείγματα περί του πόσο περιγραφικά παρουσιάζει τον ενεργητικό ρόλο των Πατέρων της Συνόδου υπάρχουν πολλά, τόσο στην Υμνολογία ["τῇ σφενδόνῃ τῇ τοῦ Πνεύματος, ἐκσφενδονήσαντες, τοῦ τῆς Ἐκκλησίας πληρώματος πεσόντας ὡς πρὸς θάνατον, καὶ ὡς ἀνιάτως νοσήσαντας"], όσο και στην Γραμματεία της Εκκλησίας μας ["τῇ μαχαίρᾳ τοῦ Πνεύματος ὡς σεσηπότα μέλη ἀπὸ τῆς ὁλομελείας τῶν Ὀρθοδόξων ἀπέτεμον"], σε άβουλο και παθητικό (απλή διαπίστωση/διακήρυξη θανάτου), ακυρώνει ολόκληρο τον αντιαιρετικό αγώνα και οδηγεί σε αυτοδικαιωτικές και συνάμα διασπαστικές λύσεις που κατακερματίζουν την Εκκλησία.
(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου