(ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΟ ΕΔΩ)


Συνεχίζοντας την εξέταση της σακαρελλείου εκκλησιολογίας διαβάζουμε:
"Oι Πατέρες, με βάση την Αγία Γραφή, θεωρούν μέλη της Εκκλησίας τους αγίους. Σ᾿ αυτούς, ότι υπάρχει η θεοποιός θεία χάρη. Θεωρούν Εκκλησία την "κοινωνία των αγίων". Γι᾿ αυτό, μολονότι αποτελείται από ανθρώπους, που είναι κτίσματα, επειδή οι άγιοι ως θεούμενοι έγιναν κατά χάριν άκτιστοι, η πραγματική Εκκλησία είναι και αυτή κατά τους Πατέρες άκτιστη" (Π, 191). "Η Εκκλησία, ομολογούμε στο Σύμβολο της Πίστεως, ότι είναι «αγία». Αυτό συμβαίνει, όχι μόνο γιατί η κεφαλή της, που είναι ο Χριστός, είναι αγία, αλλά και γιατί και τα μέλη της πρέπει να είναι άγια! Άγιος είναι ένας χριστιανός όταν φτάσει σε κατάσταση «θεωρίας του Θεού», δηλ. στο φωτισμό ή στη θέωση" (Π, 95). 
Η δεύτερη θέση που συναντούμε λοιπόν είναι η εξής: Η πραγματική Εκκλησία, η οποία είναι "άκτιστη", αποτελείται από τους αγίους ("κοινωνία αγίων") και είναι αγία επειδή και τα μέλη της πρέπει να είναι άγια.

***
Ας εξετάσουμε πρώτα τα περί "ακτίστου Εκκλησίας". Όσο κι αν ψάξει κάποιος δεν θα συναντήσει στους Πατέρες την άποψη ότι η Εκκλησία είναι άκτιστη. Αυτό το ισχυρίστηκε πρώτος ο Ρωμανίδης (Άκτιστη και κτιστή Εκκλησία). Αλλά εδώ διαφοροποιείται κάπως ο κ. Σακαρέλλος από τον μέντορά του, αφού ενώ ο Ρωμανίδης θεωρεί (και) άκτιστη την Εκκλησία "ως κεκρυμμένη εν Θεώ βασιλεία και δόξα, στην οποία κατοικεί ο Θεός με τον Λόγο και το Άγιον Πνεύμα", ο πρώτος Την θεωρεί άκτιστη "επειδή οι άγιοι ως θεούμενοι έγιναν κατά χάριν άκτιστοι" (και επομένως αφού η Εκκλησία αποτελείται μόνο από "άκτιστους" αγίους είναι και εκείνη "άκτιστη")!
Οι Άγιοι όμως διδάσκουν ότι η Εκκλησία δεν είναι άκτιστη (=αδημιούργητη), αλλά κτιστή:
1) Ο Απόστολος Παύλος η Εκκλησία είναι η σκηνή η αληθινή "ἣν ἔπηξεν ὁ Κύριος, καὶ οὐκ ἄνθρωπος" (Εβρ. η΄, 2) και η πόλις "ἧς τεχνίτης καὶ δημιουργὸς ὁ Θεός" (αυτόθι, ια΄, 10).
2) Ο Άγιος Κλήμης Ρώμης: "Ποιοῦντες τὸ θέλημα τοῦ Πατρὸς ἡμῶν Θεοῦ ἐσόμεθα ἐκ τῆς Ἐκκλησίας τῆς πρώτης, τῆς πνευματικῆς, τῆς πρὸ ἡλίου καὶ σελήνης ἐκτισμένης" (Αι δύο προς Κορινθίους επιστολαί, Κωνσταντινούπολη, 1875, σελ. 133).
3) Ο Άγιος Ερμάς: "Ἰδοὺ ὁ Θεὸς τῶν δυνάμεων, ὁ ἀοράτῳ δυνάμει καὶ κραταιᾷ καὶ τῇ μεγάλῃ συνέσει αὐτοῦ κτίσας τὸν κόσμον καὶ τῇ ἐνδόξῳ βουλῇ περιθεὶς τὴν εὐπρέπειαν τῇ κτίσει αὐτοῦ, καὶ τῷ ἰσχυρῷ ρήματι πήξας τὸν οὐρανὸν καὶ θεμελιώσας τὴν γῆν ἐπὶ ὑδάτων καὶ τῇ ἰδίᾳ σοφίᾳ καὶ προνοίᾳ κτίσας τὴν ἁγίαν ἐκκλησίαν αὐτοῦ, ἣν καὶ ηὐλόγησεν... Ἀπεκαλύφθη δέ μοι, ἀδελφοί, κοιμωμένῳ ὑπὸ νεανίσκου εὐειδεστάτου λέγοντός μοι· Τὴν πρεσβυτέραν, παρ' ἧς ἔλαβες τὸ βιβλίδιον, τίνα δοκεῖς εἶναι; ἐγώ φημι· Τὴν Σίβυλλαν. Πλανᾶσαι, φησίν, οὐκ ἔστιν. Τίς οὖν ἐστιν; φημί. Ἡ Ἐκκλησία, φησίν. εἶπον αὐτῷ· ∆ιατί οὖν πρεσβυτέρα; Ὅτι, φησίν, πάντων πρώτη ἐκτίσθη· διὰ τοῦτο πρεσβυτέρα, καὶ διὰ ταύτην ὁ κόσμος κατηρτίσθη" (Ε.Π.Ε., Αποστολικοί Πατέρες 4, σελ. 386, 392).
4) Ο Μέγας Αθανάσιος στον, κατά των Αρειανών, λόγο του περί της ενσάρκου επιφανείας του Θεού Λόγου, εξηγεί στους αιρετικούς αυτούς ότι οι φράσεις της Γραφής που μιλούν για τον Χριστό ως κτίσμα, δεν αναφέρονται στην θεϊκή φύση Του, αλλά στην ανθρώπινη, δηλαδή το Σώμα Του, την Εκκλησία: "Οὕτως οὖν καὶ ὅτε λέγει, Κύριος ἔκτισέ με ἀρχὴν ὁδῶν αὐτοῦ, περὶ τῆς Ἐκκλησίας λέγει, τῆς ἐν αὐτῷ κτιζομένης... Ὅσα οὖν λέγει ἡ Γραφὴ ὅτι ἔλαβεν ὁ Υἱὸς, διὰ τὸ σῶμα αὐτοῦ λέγει, ὅπερ σῶμα ἀπαρχή ἐστι τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ ὅτε λέγει· Πρὸ δὲ πάντων τῶν βουνῶν γεννᾷ με, ἐκ προσώπου τῆς Ἐκκλησίας λέγει, ἥτις, πρότερον κτισθεῖσα, μετὰ ταῦτα γεννᾶται ἐκ Θεοῦ. ∆ιὰ τοῦτο πρῶτον κεῖται ἐν τῇ Παροιμίᾳ τό, Ἔκτισέ με ὁ Κύριος, καὶ ὕστερος τό, ἐγέννησε... Καὶ ὅταν λέγῃ ὁ Πέτρος· Ἀσφαλῶς οὖν γινωσκέτω πᾶς οἶκος Ἰσραὴλ, ὅτι καὶ Κύριον καὶ Χριστὸν αὐτὸν ἐποίησεν ὁ Θεὸς τοῦτον τὸν Ἰησοῦν, ὃν ὑμεῖς ἐσταυρώσατε· οὐ περὶ τῆς θεότητος αὐτοῦ λέγει, ὅτι καὶ Κύριον αὐτὸν καὶ Χριστὸν ἐποίησεν, ἀλλὰ περὶ τῆς ἀνθρωπότητος αὐτοῦ, ἥτις ἐστὶ πᾶσα ἡ Ἐκκλησία". (P.G. 26, 992, 1004-1005, 1021).
5) Ο Ευθύμιος Ζιγαβηνός στην ερμηνεία του στίχου του ΜΔ΄ Ψαλμού "Παρέστη ἡ βασίλισσα ἐκ δεξιών σου" γράφει (σε μετάφραση επί το απλούστερον του Αγίου Νικοδήμου): "Βασίλισσαν ἐδῶ ὀνομάζει ὁ Δαβίδ τὴν Ἐκκλησίαν καὶ συνάθροισιν τῶν εύσεβῶν Χριστιανῶν, τὴν ὁποίαν ὁ βασιλεὺς Χριστός, προσκολλημένην οὖσαν πρότερον εἰς τὰ εἴδωλα, ἐνυμφεύθη εἰς τὸν ἐαυτόν του διὰ μέσου τῆς εἰς αὐτὸν πίστεως· αὕτη γάρ, ἐβασίλευσε μὲν ἐπὶ τῆς γῆς κατὰ τῶν παθῶν, συνεβασίλευσε δὲ μαζὶ μὲ τὸν νυμφίον της καὶ βασιλέα Χριστόν, εἰς τὴν ἐν οὐρανοῖς βασιλείαν· καὶ ὁ μὲν νυμφίος της καὶ βασιλεὺς Χριστός, κάθηται εἰς τὰ δεξιὰ τοῦ Πατρός, ὡς ὁμοούσιος μὲ αὐτὸν καὶ ὁμότιμος κατὰ τὴν Θεότητα· ἡ δὲ νύμφη του καὶ βασίλισσα Ἐκκλησία δὲν κάθηται, ἀλλὰ παραστέκεται εἰς τὰ δεξιὰ τοῦ νυμφίου της καὶ βασιλέως, μαζὶ μὲ τοὺς ἀσωμάτους Ἀγγέλους, διὰ τὶ ἀγκαλὰ καὶ ἦναι νύμφη καὶ βασίλισσα, ὅμως εἶναι φύσεως κτιστῆς" (Ερμηνεία εις τους εκατόν πεντήκοντα Ψαλμούς τοῦ Προφητάνακτος και Θεοπάτορος Δαβίδ, τόμος α΄, Κωνσταντινούπολη, 1819, σελ. 369).
6) Από την συνοδικώς εγκριθείσα Ορθόδοξο Ομολογία του Πέτρου Μογίλα "Ἐρώτησις ϞϚʹ. Διατὶ λέγομεν πῶς πιστεύομεν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, ὁποῦ εἶναι κτίσμα, ὀφείλοντες εἰς μόνον τὸν Θεὸν πιστεύειν; Ἀπόκρισις. Διατὶ καλὰ καὶ ἡ Ἐκκλησία νὰ εἶναι κτίσμα, ἀπὸ ἀνθρώπους συστεμένη, ἀλλὰ ἔχει κεφαλὴν αὐτὸν τὸν Χριστόν, τὸν ἀληθινὸν Θεόν..." (Ιωάννου Καρμίρη, Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία, τόμ. ΙΙ, Αυστρία, 1968, σελ. 634).
***
Ερχόμαστε τώρα στην θέση ότι μόνο οι άγιοι αποτελούν μέλη της Εκκλησίας (και για αυτό τάχα λέγεται η Εκκλησία "κοινωνία αγίων")· και πως η Εκκλησία είναι αγία, επειδή τα μέλη της πρέπει να είναι άγια· και αν δεν είναι άγια, τότε δεν είναι μέλη της Εκκλησίας. Εξαρτά δηλαδή την αγιότητα της Εκκλησίας από την αγιότητα των μελών της


ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ
ΣΑΚΑΡΕΛΛΙΣΜΟΣ (ΡΩΜΑΝΙΔΙΣΜΟΣ)
Η Εκκλησία είναι Αγία, επειδή η Κεφαλή της ο Χριστός είναι Άγιος.
Η Εκκλησία είναι Αγία, και επειδή τα μέλη της είναι άγια.
Επειδή η Εκκλησία είναι αγία, τα μέλη της πρέπει να γίνουν άγια.
Επειδή η Εκκλησία είναι αγία, τα μέλη της πρέπει να είναι άγια.

Καταρχάς, στην Γραφή, αλλά και στους Πατέρες απουσιάζει ο όρος "Κοινωνία Αγίων", εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων στη Δύση (λατινιστί λέγεται "Communio Sanctorum"). Η πρώτη αναφορά γίνεται στο λεγόμενο "Αποστολικό Σύμβολο" , το οποίο οι Δυτικοί θεωρούν ότι το έγραψαν οι ίδιοι οι Απόστολοι, αλλά η Εκκλησία το θεωρεί ψευδεπίγραφο. Εκεί διαβάζουμε: "[Credo in] sanctam Ecclesiam catholicam, sanctorum communionem" ("[Πιστεύω εις] αγία Εκκλησία καθολική, αγίων κοινωνία").
Και όμως ο Άγιος Αυγουστίνος σε κείμενό του (κατά τους νεώτερους ερευνητές πραγματικός συγγραφέας είναι ο Άγιος Καισάριος (+543), Επίσκοπος της Άρλης στη Γαλλία), ερμηνεύοντας τον εν λόγω όρο γράφει: "Sanctorum communionem: quia dona saneti Spiritus licet in hac vita diversa sint in singulis, in aeternitate tamen erunt communia in universis" (P.L. 39, 2189)", δηλαδή "Αγίων Κοινωνία: ότι τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος σε αυτή τη ζωή, ακόμα κι αν είναι διαφορετικά στον καθένα, στην αιωνιότητα ωστόσο, θα είναι κοινά όλα σε όλους".
Καμία σχέση δηλαδή με την σακαρέλλειο/ρωμανίδειο ερμηνεία του όρου, η οποία θεωρώντας ότι μόνο οι άγιοι, δηλαδή οι εκλεκτοί και οι "καθαροί" (οι "θεούμενοι"), είναι μέλη της Εκκλησίας ομοιάζει μάλλον με ελιτίστικες εκκλησιολογικές θέσεις που εξέφραζαν μεταξύ άλλων και οι εξής αιρετικοί:
1) Οι Μοντανιστές. "Στους πρώτους αιώνες του Χριστιανισμού εμφανίστηκε μια αιρετική κίνηση που ονομαζόταν «μοντανισμός». Η κίνηση αυτή δίδασκε πως η Εκκλησία έπρεπε να αποτελείται αποκλειστικά από τέλειες και άγιες υπάρξεις, και απαιτούσε οι αμαρτωλοί κι οι μη τέλειοι να απομακρυνθούν από τους κόλπους της" (Ν. Μπερντιάεφ, Χριστιανισμός και Κοινωνική πραγματικότητα). 
2) Οι Νοβατιανοί (Καθαροί). "Παρετήρουν δὲ προσέτι οἱ Νοουατιανοί, ὅτι ἐπειδὴ ἡ ἐκκλησία εἶχεν ἤδη δεχθῇ εἰς τοὺς κόλπους της θανασίμως ἀμαρτήσαντας ἀνθρώπους, ἐμολύνθη καὶ ἐβεβηλώθη, καὶ διὰ τοῦτο μόνον αὐτοί, ὡς καθαροί, ἀπετέλουν ἔτι τὴν γνησίαν, ἀποστολικὴν ἐκκλησίαν" (Α. Διομήδους-Κυριακού, Εκκλησιαστική Ιστορία, τόμος α΄, Αθήνα, 1881, σελ. 117).
3) Οι Δονατιστές. Αυτοί υποστήριζαν ότι "ἀληθὴς Ἐκκλησία πρέπει νὰ λέγηται ἐκείνη, ἐν ᾖ οὐχ ὑπάρχουσι ἀμαρτωλοί" (Κωνσταντίνου Κοντογόνου, Εκκλησιαστική Ιστορία, τόμος α΄, Αθήνα, 1866, σελ. 493). Η σύγχυση των Δονατιστών, κατά τον Άγιο Οπτάτο Μιλέβης (+Δ΄ αι.) οφειλόταν "στὴν θεώρηση γενικὰ τῆς Ἐκκλησίας ὡς σώματος ἁγίων, ἐκλεκτῶν καὶ ἀναμαρτήτων. Ἔτσι ταύτιζαν οἱ δονατιστὲς τὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία μὲ τοὺς ἐκλεκτοὺς ἁγίους, οἱ ὁποῖοι μόνοι μποροῦσαν νὰ τελοῦν ἔγκυρα μυστήρια" (Στυλιανού Παπαδοπούλου, Πατρολογία, τόμος β΄, Αθήνα, 1990, σελ. 686). "Ὑπεραμύνοντο τοῦ περιορισμοῦ τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας μόνο στοὺς ἀνεπίληπτους πιστούς" (Βλασίου Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία Α΄, Αθήνα, 1994, σελ. 308).
4) Οι Αναβαπτιστές: "Μεννωνῖται ἤ ἀναβαπτισταί... Ἡ Ἐκκλησία κατ᾿ αὐτοὺς εἶναι κοινωνία ἁγίων καὶ διὰ τοῦτο πρέπει νὰ διατηρῆται δι᾿ αὐστηροτάτης εὐταξίας ἐν τῇ καθαρότητι αὐτῆς" (Α. Διομήδους-Κυριακού, Εκκλησιαστική Ιστορία, τόμος β΄, Αθήνα, 1881, σελ. 448).
5) Οι Λουθηρανοί. Η Αυγουσταία Ομολογία ομολογεί πίστη σε Εκκλησία ως "congregatio Sanctorum" (=συνάθροιση Αγίων). Ο μεγάλος θεολόγος του ΙΘ΄ αιώνα Νικόλαος Δαμαλάς παρατηρεί:   "Ἐὰν δὲ τέλος ἐξετάσωμεν τὸν τοῦ Μελάγχθωνος ὁρισμόν, εἰς ἣν σχέσιν πρὸς τὴν καθολικὴν καὶ ἀποστολικὴν τῶν ἑπτὰ οἰκουμενικῶν συνόδων ἐκκλησίαν εὑρίσκεται, θέλομεν εὕρει ἐπίσης εἰς πλήρη ἀντίφασιν πρὸς αὐτήν, καθ᾿ ὅσον ἡ ἐκκλησία ἐκείνη θεωροῦσα καὶ κηρύττουσα ἐαυτήν, ὡς τὸν καθολικὴν καὶ ἀποστολικήν, ἀνέτρεφε τοὺς πιστοὺς καὶ τοὺς ἐξ αὐτῶν ἁμαρτάνοντας ἐπαίδευε, καὶ παντοίῳ τρόπῳ προσεπάθει νὰ ποιμάνῃ καὶ σώσῃ τὸ τοῦ Χριστοῦ ποίμνιον, καὶ καταστήσῃ αὐτοὺς τοιούτους, οὓς ὁ Μελάγχθων τοὺς εἰς τὴν ἐκκλησίαν αὐτοῦ εἰσερχομένους ἀπαιτεῖ, δηλαδὴ δικαίους καὶ εὐσεβεῖς. Ἦτο λοιπὸν ἡ ἀρχαία καθολικὴ ἐκκλησία οὐχὶ ἀποκλειστικῶς εὐσεβῶν καὶ δικαίων, ἀλλὰ πιστῶν κοινωνία τέλος καὶ σκοπὸν ἔχουσα τὸ τούτους ὄντως δικαίους καὶ ἁγίους καταστῆσαι. Ὥστε ἡ ἐκκλησία τοῦ Μελάγχθονος καὶ τῶν συνεταίρων αὐτοῦ, οὔτε ἡ τῆς Γραφῆς, οὔτε ἡ ἀποστολική, οὔτε ἡ τοῦ συμβόλου τῆς πίστεως, οὔτε ἡ μία καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ τῶν ἑπτὰ οἰκουμενικῶν συνόδων ἐκκλησία εἶναι. Ποία τις λοιπὸν εἶναι: Ἵνα καταμάθωμεν τοῦτο, ἂς ἐξετάσωμεν αὐτὴν καθ᾿ ἐαυτὴν τὴν περὶ ἐκκλησίας τῆς διαμαρτυρομένης ἐκκλησίας δόξαν. Τὶ μᾶς λέγει ἒμπρώτοις ὁ ὁρισμὸς οὗτος; Ἡ Ἐκκλησία εἶναι κοινωνία ἁγίων, ἥτοι ἀληθῶς εὐσεβῶν καὶ δικαίων... Ὁ δὲ Λούθηρος ἐπιγράφει εἰς τὴν θύραν τῆς ἐκκλησίας αὐτοῦ· "μηδεὶς πιστός, μὴ ὢν ἅγιος καὶ δίκαιος, εἰσίτω". Δικαίως λοιπὸν δυνάμεθα νὰ ἐρωτήσωμεν αὐτόν· "ἐὰν ἡ ἐκκλησία σου ἁγίων κοινωνία εἶναι, ἡμεῖς διεφθαρμένοι ἐκ τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, ἄθλιοι καὶ ἐλεεινοὶ καὶ ἡμιθανεῖς, καὶ καθαρισμοῦ καὶ παιδείας καὶ ἀνατροφῆς δεόμενοι πρὸς ἁγιασμόν, τὶ νὰ κάνωμεν διὰ νὰ γίνωμεν ἅγιοι; Τὶ θέλει ἀπαντήσει εἰς τοὺς τοιούτους ὁ Λούθηρος; Ὅτι πλὴν τῆς ἰδικῆς του τῶν ἁγίων ἢ τῶν ἀληθῶς εὐσεβῶν καὶ δικαίων ὑπάρχουσι καὶ ἕτεραι ὁραταὶ ἐκκλησία;"" (Περί αρχών, Λειψία, 1865, σελ. 108-109).
Σε άλλο σημείο παρακάτω θα δούμε τί συνέπειες είχε στην Εκκλησία μας, των Γνησίων Ορθοδόξων, η υιοθέτηση τέτοιων απόψεων.
***
Προς το παρόν, και πριν προχωρήσουμε, ας κάνουμε έναν υποθετικό διάλογο με έναν σακαρελλικό/ρωμανιδικό για να κατανοήσουμε καλύτερα που οδηγούν αυτές οι θέσεις:
- Ισχυρίζεσαι ότι μόνο οι άγιοι, οι "καθαροί", οι "εκλεκτοί, οι ""θεούμενοι" και όχι οι αμαρτωλοί είναι μέλη της Εκκλησίας;
- Βεβαίως!
- Εσύ είσαι τέτοιος;
- Χμ, δεν είμαι...
- Άρα είσαι εκτός Εκκλησίας και επομένως δεν μπορώ να δώσω σημασία σε όσα ισχυρίζεται κάποιος που δεν ανήκει στην Εκκλησία.
- Εντάξει, λοιπόν δεν είμαι αμαρτωλός, είμαι "καθαρός", άγιος.
- Ταλαίπωρε, "ἐὰν εἴπωμεν ὅτι ἁμαρτίαν οὐκ ἔχομεν, ἑαυτοὺς πλανῶμεν καὶ ἡ ἀλήθεια οὐκ ἔστιν ἐν ἡμῖν" (Α΄ Ιω. α΄, 8). Λυπάμαι λοιπόν, αλλά "πᾶς γὰρ ὁ καθαρὸν ἑαυτὸν ἀποφήνας ἀκάθαρτον ἑαυτὸν τελείως κατέκρινε" (Αγ. Επιφανίου, P.G. 41, 1028). 
***
Εμείς οι Ορθόδοξοι πιστεύουμε ότι ο μόνος Άγιος, με την απόλυτη έννοια του όρου, είναι ο Θεός, ο Οποίος είναι η αιτία και η αρχή πάσης αγιότητας και παντός αγιασμού. Αυτός αγιάζει και την Εκκλησία (Εφ. ε΄, 26) και τα μέλη της (Ιω. ιζ΄, 19), τα οποία καλεί να γίνουν άγια (Α΄ Πετρ. α΄, 16). Για αυτό και τα μέλη της Εκκλησίας θεωρούνται όχι μόνο οι "εκλεκτοί άγιοι" (όπως οι παραπάνω αιρέσεις πίστευαν), αλλά όλοι οι "κλητοί άγιοι", δηλαδή όλοι οι πιστεύοντες και βαπτισθέντες Χριστιανοί, οι οποίοι κλήθηκαν από τον Θεό. "Πᾶσι τοῖς οὖσι ἐν Ῥώμῃ ἀγαπητοῖς Θεοῦ, κλητοῖς ἁγίοις" (Ρωμ. α΄, 7) γράφει ο Απόστολος Παύλος και ερμηνεύει ο Ιερός Χρυσόστομος πως "ἁγίους δὲ τοὺς πιστοὺς καλεῖ (=αποκαλεί) πάντας" (P.G. 60, 399). "Ἁγίους δὲ ὀνομάζει ὁ Παῦλος ὅλους τοὺς πιστοὺς Χριστιανούς", συμφωνεί και ο Άγιος Νικόδημος και συνεχίζει "ἐπρόσθεσε δὲ τό, κλητοῖς, ἐνθυμίζωντας αὐτοὺς τὴν εὐεργεσίαν τοῦ Θεοῦ, καὶ ὅτι, κᾂν, λέει ἁπὸ Ὑπάτους, καὶ Ἐπάρχους ἐγεννήθητε κατὰ σάρκα, ἀλλ᾿ ὅμως ὁ Θεὸς σᾶς ἐκάλεσε μὲ τὴν αὐτὴν κλῆσιν, μὲ τὴν ὁποία ἐκάλεσε καὶ τοὺς ἰδιώτας, καὶ πενιχρούς, ἀγαπήσας, καὶ ἁγιάσας, καὶ ἐσᾶς ὁμοἰως μὲ ἐκείνους. [Ὑποσ.] Ὁ δὲ Οἰκουμένιος λέγει οτι πρῶτον ἔβαλε τὸ, ἀγαπητοῖς Θεοῦ. εἴτα τὸ, κλητοῖς ἁγίοις, ὡσᾶν νὰ ἔλεγε· "πόθεν ἐκλήθητε; ἐκ ποίων πόνων; ἐκ ποίων κατορθωμάτων; πόθεν ἐστε ἅγιοι; ἀλλ᾿ ἡ ἐκ μόνης τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ· Αὐτὸς γὰρ δωρεὰν ἀγαπήσας ἡμᾶς, καὶ τὸ αἷμα αὐτοῦ ὑπὲρ ἡμῶν ἐκχέας, ἐκάλεσεν ἡμᾶς εἰς ἁγιασμόν, καὶ κληρονομίαν τῆς Ἐκκλησίας Αὐτοῦ"" (Οι ΙΔ΄ Επιστολαί του Αποστόλου Παύλου, τόμος α΄, Βενετία, 1819, σελ. 8). Ερμηνεύοντας δε ο αυτός Πατήρ (Ιερός Νικόδημος) την Καθολική Επιστολή του Αποστόλου Ιούδα, και συγκεκριμένα τον πρώτο στίχο "Ἰούδας, Ἰησοῦ Χριστοῦ δοῦλος, ἀδελφός δὲ Ἰακώβου, τοῖς ἐν Θεῷ πατρὶ ἡγιασμένοις καὶ Ἰησοῦ Χριστῷ τετηρημένοις κλητοῖς" (Ιου. α΄, 1), γράφει για τους πιστούς ότι "δὲν ἔχουσιν αὐτοὶ ἀπὸ λογου των τὸν ἁγιασμόν, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν Πατέρα, ὁποῦ τοὺς εἴλκυσε καὶ τοὺς ἡγίασεν" (Ερμηνεία εις τα επτά καθολικάς επιστολάς, Βενετία, 1806, σελ. 324). 
***
Η εν χρόνω και τόπω ορατή Εκκλησία περιλαμβάνει στους κόλπους της, αμαρτωλούς και δικαίους, Άβελ και Κάιν, σίτο και ζιζάνια, πρόβατα και ερίφια, καθαρούς και ακαθάρτους, πονηρούς και αγαθούς, ορθοφρονούντες και πλανεμένους, χρυσά/αργυρά και ξύλινα/οστράκινα σκεύη, υγιή και ασθενή μέλη, χωρίς αυτό καθόλου να επηρεάζει την αγιότητα της Εκκλησίας, η οποία αγιότητα, όπως είπαμε, πηγάζει από την Κεφαλή της και όχι από τα μέλη της. Τα μέλη της Εκκλησίας, κατά την διάρκεια που βρίσκονται στην στρατευομένη Εκκλησία, είναι δυνατόν να παραμείνουν στην ίδια κατάσταση, είναι όμως δυνατόν και να μεταβληθούν (π.χ. από πρόβατα, σίτος ή δίκαιοι, να γίνουν ερίφια, ζιζάνια και αμαρτωλοί, όπως φυσικά και το αντίθετο)· παραμένουν όμως μέλη της. Βεβαίως υπάρχουν περιπτώσεις μελών της Εκκλησίας, οι οποίοι αποκόπτονται από αυτήν, είτε αυτοβούλως (δηλαδή αποστατώντας από την Εκκλησία), είτε από με απόφαση, για παιδαγωγικό σκοπό, της Εκκλησίας διά των αρμοδίων οργάνων της. Και φυσικά εν Ημέρα Κρίσεως όταν γίνει ο τελικός διαχωρισμός η Εκκλησία στον Παράδεισο πλέον θα περιλαμβάνει μόνο τα πρόβατα, τον σίτο, τους δικαίους και τους αγίους. Ας δούμε την περί όλων αυτών διδασκαλία του Κυρίου και των Πατέρων και Διδασκάλων της Εκκλησίας:
α)  Είπε ο Κύριος: «Ὡμοιώθη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ σπείραντι καλὸν σπέρμα ἐν τῷ ἀγρῷ αὐτοῦ· ἐν δὲ τῷ καθεύδειν τοὺς ἀνθρώπους ἦλθεν αὐτοῦ ὁ ἐχθρὸς καὶ ἔσπειρε ζιζάνια ἀνὰ μέσον τοῦ σίτου καὶ ἀπῆλθεν. Ὅτε δὲ ἐβλάστησεν ὁ χόρτος καὶ καρπὸν ἐποίησε, τότε ἐφάνη καὶ τὰ ζιζάνια. Προσελθόντες δὲ οἱ δοῦλοι τοῦ οἰκοδεσπότου εἶπον αὐτῷ· κύριε, οὐχὶ καλὸν σπέρμα ἔσπειρας ἐν τῷ σῷ ἀγρῷ; πόθεν οὖν ἔχει ζιζάνια; Ὁ δὲ ἔφη αὐτοῖς· ἐχθρὸς ἄνθρωπος τοῦτο ἐποίησεν. Οἱ δὲ δοῦλοι εἶπον αὐτῷ· θέλεις οὖν ἀπελθόντες συλλέξωμεν αὐτά; Ὁ δὲ ἔφη· οὔ, μήποτε συλλέγοντες τὰ ζιζάνια ἐκριζώσητε ἅμα αὐτοῖς τὸν σῖτον· ἄφετε συναυξάνεσθαι ἀμφότερα μέχρι τοῦ θερισμοῦ, καὶ ἐν καιρῷ τοῦ θερισμοῦ ἐρῶ τοῖς θερισταῖς· συλλέξατε πρῶτον τὰ ζιζάνια καὶ δήσατε αὐτὰ εἰς δέσμας πρὸς τὸ κατακαῦσαι αὐτά, τὸν δὲ σῖτον συναγάγετε εἰς τὴν ἀποθήκην μου" (Ματθ. ιγ΄, 24-30). Ο Ιερός Χρυσόστομος ερμηνεύοντας την εν λόγω παραβολή γράφει: "Πολλοὶ γοῦν τῶν προεστώτων πονηροὺς εἰσάγοντες ἄνδρας ἐν ταῖς ἐκκλησίαις, αἱρεσιάρχας κρυπτομένους, πολλὴν εὐκολίαν τῇ τοιαύτῃ παρέσχον ἐπιβουλῇ. Οὐδὲ γὰρ πόνων δεῖ τῷ διαβόλῳ λοιπὸν, ὅταν ἐκείνους εἰς μέσον φυτεύσῃ... Σκόπει δὲ καὶ τῶν οἰκετῶν τὴν φιλοστοργίαν. Καὶ γὰρ ἐπείγονται ἤδη τὰ ζιζάνια ἀνασπάσαι, εἰ καὶ μὴ διεσκεμμένως ποιοῦσιν· ὅπερ δείκνυσι τὴν ὑπὲρ τοῦ σπόρου μέριμναν αὐτῶν, καὶ πρὸς ἓν μόνον βλέποντας, οὐχ ὅπως ἐκεῖνος δῷ δίκην, ἀλλ' ὥστε τὰ καταβληθέντα μὴ ἀπολέσθαι· οὐ γὰρ δὴ τοῦτό ἐστι τὸ κατεπεῖγον. Διόπερ ὅπως τὸ νόσημα τέως ἐξέλωσι, σκοποῦσι. Καὶ οὐδὲ τοῦτο ἁπλῶς ζητοῦσιν· οὐ γὰρ ἑαυτοῖς ἐπιτρέπουσιν, ἀλλὰ τοῦ δεσπότου τὴν γνώμην ἀναμένουσι λέγοντες· Θέλεις; Τί οὖν ὁ δεσπότης; Κωλύει λέγων· Μήποτε ἐκριζώσητε ἅμα αὐτοῖς τὸν σῖτον... Δύο τοίνυν τούτοις αὐτοὺς κατέχει τοῖς λογισμοῖς· ἑνὶ μὲν, τῷ μὴ τὸν σῖτον βλαβῆναι· ἑτέρῳ δὲ, τῷ καταλήψεσθαι τὴν κόλασιν πάντως αὐτοὺς ἀνιάτως νοσοῦντας. Ὥστε εἰ βούλει καὶ κολασθῆναι αὐτοὺς, καὶ χωρὶς τῆς τοῦ σίτου βλάβης, ἀνάμεινον τὸν προσήκοντα καιρόν. Τί δέ ἐστι, Μὴ ἐκριζώσητε ἅμα αὐτοῖς τὸν σῖτον; Ἢ τοῦτό φησιν, ὅτι Εἰ μέλλοιτε κινεῖν ὅπλα καὶ κατασφάττειν τοὺς αἱρετικοὺς, ἀνάγκη πολλοὺς καὶ τῶν ἁγίων συγκαταβάλλεσθαι· ἢ ὅτι ἀπ' αὐτῶν τῶν ζιζανίων πολλοὺς εἰκὸς μεταβαλέσθαι καὶ γενέσθαι σῖτον. Ἂν τοίνυν προλαβόντες αὐτοὺς ἐκριζώσητε, λυμαίνεσθε τῷ μέλλοντι γίνεσθαι σίτῳ, οὓς ἐγχωρεῖ μεταβαλέσθαι καὶ γενέσθαι βελτίους ἀναιροῦντες. Οὐ τοίνυν κατέχειν αἱρετικοὺς, καὶ ἐπιστομίζειν, καὶ ἐκκόπτειν αὐτῶν τὴν παῤῥησίαν, καὶ τὰς συνόδους καὶ τὰς σπονδὰς διαλύειν κωλύει, ἀλλ' ἀναιρεῖν καὶ κατασφάττειν. Σὺ δὲ αὐτοῦ σκόπει τὴν ἡμερότητα, πῶς οὐκ ἀποφαίνεται μόνον, οὐδὲ κωλύει, ἀλλὰ λογισμοὺς τίθησι. Τί οὖν, ἂν μέχρι τέλους μένῃ τὰ ζιζάνια; Τότε ἐρῶ τοῖς θερισταῖς· Συλλέξατε πρῶτον τὰ ζιζάνια, καὶ δήσατε αὐτὰ δεσμὰς πρὸς τὸ κατακαῦσαι αὐτά. Πάλιν ἀναμιμνήσκει αὐτοὺς τῶν Ἰωάννου ῥημάτων τῶν κριτὴν αὐτὸν εἰσαγόντων, καί φησιν, ὅτι ἕως μὲν ἑστήκασιν ἐγγὺς τοῦ σίτου, φείδεσθαι χρή· ἐγχωρεῖ γὰρ αὐτοὺς καὶ σῖτον γενέσθαι· ὅταν δὲ μηδὲν κερδάναντες ἀπέλθωσι, τότε αὐτοὺς ἀναγκαίως ἡ ἀπαραίτητος διαδέξεται δίκη. Ἐρῶ γὰρ τοῖς θερισταῖς, φησὶ, Συλλέξατε πρῶτον τὰ ζιζάνια. Διατί πρῶτον; Ἵνα μὴ φοβηθῶσιν οὗτοι, ὡς συναπαγομένου ἅμα αὐτοῖς τοῦ σίτου. Καὶ δήσατε αὐτὰ δεσμὰς, ὥστε κατακαῦσαι αὐτά· τὸν δὲ σῖτον συναγάγετε εἰς τὴν ἀποθήκην" (P.G. 58, 476-478). Και ο Άγιος Κυπριανός Καρχηδόνος: "Nam etsi videntur in Ecclesia esse zizania, non tamen impediri non debet aut fides aut caritas nostra, ut, quoniam zizania esse in Ecclesia cernimus, ipsi de Ecclesia recedamus" (P.L. 4, 344). [Μετάφραση: "Διότι, αν και εμφανίζονται στην Εκκλησία να υπάρχουν ζιζάνια, αυτό ωστόσο δεν πρέπει να παρεμποδίζει ούτε την πίστη, ούτε την αγάπη μας, ούτε επειδή βλέπουμε ζιζάνια στην Εκκλησία, να αποχωρούμε από αυτήν"].
β) Ξανά είπε ο Κύριος: "Πάλιν ὁμοία ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν σαγήνῃ βληθείσῃ εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ἐκ παντὸς γένους συναγαγούσῃ· ἥν, ὅτε ἐπληρώθη, ἀναβιβάσαντες αὐτὴν ἐπὶ τὀν αἰγιαλὸν καὶ καθίσαντες συνέλεξαν τὰ καλὰ εἰς ἀγγεῖα, τὰ δὲ σαπρὰ ἔξω ἔβαλον. Οὕτως ἔσται ἐν τῇ συντελείᾳ τοῦ αἰῶνος. Ἐξελεύσονται οἱ ἄγγελοι καὶ ἀφοριοῦσι τοὺς πονηροὺς ἐκ μέσου τῶν δικαίων, καὶ βαλοῦσιν αὐτοὺς εἰς τὴν κάμινον τοῦ πυρός· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων" (Ματθ. ιγ΄, 47-50).
Και ο Ιερός Χρυσόστομος κάνει την εξής αξιοπρόσεκτη παρατήρηση: "Καὶ τί διέστηκεν αὕτη τῆς τῶν ζιζανίων παραβολῆς; Καὶ γὰρ ἐκεῖ οἱ μὲν σώζονται, οἱ δὲ ἀπόλλυνται· ἀλλ' ἐκεῖ διὰ πονηρῶν δογμάτων αἵρεσιν· καὶ οἱ πρὸ τούτου δὲ, διὰ τὸ μὴ προσέχειν τοῖς λεγομένοις· οὗτοι δὲ, διὰ βίου πονηρίαν· οἳ πάντων εἰσὶν ἀθλιώτεροι, τῆς μὲν γνώσεως ἐπιτυχόντες καὶ ἁλιευθέντες, οὐ δυνηθέντες δὲ οὐδὲ οὕτω σωθῆναι" (P.G. 58, 484). 
γ)  Και ξανά είπε ο Κύριος: "Ὡμοιώθη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ βασιλεῖ, ὅστις ἐποίησε γάμους τῷ υἱῷ αὐτοῦ. Καὶ ἀπέστειλε τοὺς δούλους αὐτοῦ καλέσαι τοὺς κεκλημένους εἰς τοὺς γάμους, καὶ οὐκ ἤθελον ἐλθεῖν. Πάλιν ἀπέστειλεν ἄλλους δούλους λέγων· εἴπατε τοῖς κεκλημένοις· ἰδοὺ τὸ ἄριστόν μου ἡτοίμασα, οἱ ταῦροί μου καὶ τὰ σιτιστὰ τεθυμένα, καὶ πάντα ἕτοιμα· δεῦτε εἰς τοὺς γάμους. Οἱ δὲ ἀμελήσαντες ἀπῆλθον, ὁ μὲν εἰς τὸν ἴδιον ἀγρόν, ὁ δὲ εἰς τὴν ἐμπορίαν αὐτοῦ·  οἱ δὲ λοιποὶ κρατήσαντες τοὺς δούλους αὐτοῦ ὕβρισαν καὶ ἀπέκτειναν. Ἀκούσας δὲ ὁ βασιλεὺς ἐκεῖνος ὠργίσθη, καὶ πέμψας τὰ στρατεύματα αὐτοῦ ἀπώλεσε τοὺς φονεῖς ἐκείνους καὶ τὴν πόλιν αὐτῶν ἐνέπρησε. Τότε λέγει τοῖς δούλοις αὐτοῦ· ὁ μὲν γάμος ἕτοιμός ἐστιν, οἱ δὲ κεκλημένοι οὐκ ἦσαν ἄξιοι· πορεύεσθε οὖν ἐπὶ τὰς διεξόδους τῶν ὁδῶν, καὶ ὅσους ἐὰν εὕρητε καλέσατε εἰς τοὺς γάμους, καὶ ἐξελθόντες οἱ δοῦλοι ἐκεῖνοι εἰς τὰς ὁδοὺς συνήγαγον πάντας ὅσους εὗρον, πονηρούς τε καὶ ἀγαθούς· καὶ ἐπλήσθη ὁ γάμος ἀνακειμένων. Εἰσελθὼν δὲ ὁ βασιλεὺς θεάσασθαι τοὺς ἀνακειμένους εἶδεν ἐκεῖ ἄνθρωπον οὐκ ἐνδεδυμένον ἔνδυμα γάμου, καὶ λέγει αὐτῷ· ἑταῖρε, πῶς εἰσῆλθες ὧδε μὴ ἔχων ἔνδυμα γάμου; Ὁ δὲ ἐφιμώθη. Τότε εἶπεν ὁ βασιλεὺς τοῖς διακόνοις· δήσαντες αὐτοῦ πόδας καὶ χεῖρας ἄρατε αὐτὸν καὶ ἐκβάλετε εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων. Πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί" (Ματθ. κβ΄, 2-14). Μετά την απόρριψη του πάλαι ποτέ εκλεκτού ιουδαϊκού λαού στο θεϊκό προσκλητήριο, όλους τους προσκαλεί μετά την επί γης παρουσία Του ο Κύριος στην Εκκλησία Του, στην οποία εισέρχονται και πονηροί και αγαθοί, άχρι της ημέρας που θα έλθει για δεύτερη φορά και θα ελέγξει τις στολές αυτών και θα εκβάλει όσους δεν έχουν "ένδυμα γάμου". 
δ) Ο Άγιος Αυγουστίνος, σε πολλά κείμενά του κατά των Δονατιστών (οι οποίοι κατατάραξαν τότε την Εκκλησία της Βορείου Αφρικής παρασύροντας, με τον, ελκυστικό στους απλουστέρους, υπερζηλωτισμό τους, χιλιάδες πιστών στη σχισματοαίρεσή τους), εξηγεί ότι η Εκκλησία είναι ταυτόχρονα "Εκκλησία αγία" (Ecclesia sancta), αλλά και "Εκκλησία μικτή" (Ecclesia permixta). Η διάκριση αυτή δεν αποτελεί διάκριση μεταξύ διαφορετικών πραγματικοτήτων, αλλά μεταξύ διαφορετικών προοπτικών: η Εκκλησία στην παρούσα (εν χρόνω και εν κόσμω ορατή) πραγματικότητά της είναι "Ecclesia permixta", δηλαδή μικτή, που περιέχει αγίους και αμαρτωλούς, ενώ από εσχατολογικής απόψεως - όπως θα φανεί μετά την Κρίση, στην αιώνια ζωή - είναι "Ecclesia sancta", δηλαδή καθαρή, που θα περιλαμβάνει μόνο τους αγίους και δικαίους. Γράφει στα υπέροχα συγγράμματά του (που δυστυχώς ακόμη και μετά από τόσους αιώνες δεν έχουν μεταφραστεί στην γλώσσα μας, για να τα απολαύσουμε - πρβλ. Αγ. Νικοδήμου, Συναξαριστής, τόμος γ΄, Βενετία, 1819, σελ. 110) για το θέμα αυτό: "veniant in mentem illae de Scripturis similitudines et divina oracula vel certissima exempla, quibus demonstratum et praenuntiatum est, malos in Ecclesia permixtos bonis usque in finem saeculi tempusque iudicii futuros" (P.L. 40, 201) [Μετάφραση: "μου έρχονται στο μυαλό από τις Γραφές αυτές οι παρομοιώσεις, οι θεϊκές προφητείες και τα πιο συγκεκριμένα παραδείγματα, με τα οποία έχει αποδειχθεί και προλεχθεί ότι οι κακοί θα αναμειχθούν στην Εκκλησία με τους καλούς μέχρι το τέλος του κόσμου και τη μέλλουσα κρίση". Ένα από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα που χρησιμοποιεί είναι η γνωστή παρομοίωση της Εκκλησίας με την Κιβωτό του Νώε: "Agnoscamus arcam illam quae praefiguravit Ecclesiam: simul illic munda animalia simus; nec in ea nobiscum etiam immunda portari usque in finem diluvii recusemus. Simul in arca fuerunt, sed non simul Domino in odorem sacrificii de immundis obtulit Noe. Nec ideo tamen a mundis aliquibus arca ante tempus propter immunda deserta est. Corvus tantum deseruit, et se ante tempus ab illius arcae communione separavit; sed de binis immundis, non de septenis mundis fuit" (P.L. 33, 417) [Μετάφραση: "Ας αναγνωρίσουμε ότι η κιβωτός προεικονίζει την Εκκλησία: ας είμαστε τα καθαρά ζώα μέσα σε αυτήν και ας μην αρνηθούμε να μεταφερθούν μαζί μας και τα ακάθαρτα ζώα μέχρι το τέλος του κατακλυσμού. Ήταν μαζί στην κιβωτό, αλλά δεν ικανοποίησαν από κοινού τον Κύριο στην οσμή της θυσίας που έκανε ο Νώε, ο οποίος δεν προσέφερε θυσία από τα ακάθαρτα ζώα. Παρόλα αυτά, τα καθαρά ζώα δεν εγκατέλειψαν την κιβωτό πρόωρα λόγω των ακαθάρτων. Μόνο ο κόρακας την εγκατέλειψε πρόωρα και διαχωρίστηκε από την κοινωνία αυτή της κιβωτού· αλλά αυτός ήταν από τα δύο ζεύγη των ακαθάρτων, όχι από τα επτά ζεύγη των καθαρών ζώων"].
ε) Ο Άγιος Ιερώνυμος στον κατά των σχισματικών Λουκιφεριανών λόγο του: "Arca Noe Ecclesiae typus fuit, dicente Petro Apostolo: "In Arca Noe pauci, id est, octo animae salvae factae sunt per aquam, quod et nos nunc similis [Al similiter] formae baptisma salvos facit [Al. faciat] (I Pet. III, 20). Ut in illa omnium animalium genera: ita et in hac universarum et gentium et morum homines sunt. Ut ibi pardus et haedi, lupus et agni: ita et hic et justi et peccatores, id est, vasa aurea et argentea, cum ligneis et fictilibus commorantur. Habuit arca nidos suos: habet Ecclesia plurimas mansiones" (P.L. 23, 185). [Μετάφραση: "Η κιβωτός του Νώε ήταν ένας τύπος της Εκκλησίας, όπως λέει ο Απόστολος Πέτρος: "ἀπειθήσασί ποτε, ὅτε ἀπεξεδέχετο ἡ τοῦ Θεοῦ μακροθυμία ἐν ἡμέραις Νῶε κατασκευαζομένης κιβωτοῦ, εἰς ἣν ὀλίγαι, τοῦτ᾿ ἔστιν ὀκτὼ ψυχαί, διεσώθησαν δι᾿ ὕδατος" (Α΄ Πετρ. γ΄, 20). Όπως στην κιβωτό υπήρχαν όλα τα είδη ζώων, έτσι και στην Εκκλησία υπάρχουν άνθρωποι όλων των φυλών και χαρακτήρων. Όπως στην κιβωτό υπήρχε η λεοπάρδαλη με τις κατσίκες, ο λύκος με τα αρνιά, έτσι και στην Εκκλησία βρίσκονται οι δίκαιοι με τους αμαρτωλούς, δηλαδή, τα χρυσά και αργυρά σκεύη με τα ξύλινα και οστράκινα (πρβλ. Β΄ Τιμ. β΄, 20)"].
Ϛ) Ο Μέγας Βασίλειος: "Ἐν γὰρ τῇ μεγάλη οἰκίᾳ τῇ Ἐκκλησίᾳ ταύτῃ οὐ μόνον σκεύη ἐστὶ παντοδαπά, χρυσᾶ καὶ ἀργυρᾶ καὶ ξύλινα καὶ ὀστράκινα, ἀλλὰ καὶ τέχναι παντοία" (Ε.Π.Ε. 6, 224-226). 
ζ) Ο Ιερός Θεοδώρητος Κύρ(ρ)ου: "Καὶ γὰρ οἱ τρεῖς παῖδες τῆς ἄκρας ἀρετῆς ἐπειλημμένοι, καὶ τὸν νικηφόρον ἀναδησάμενοι στέφανον, ἐν τῇ καμίνῳ προσευχόμενοι ἔλεγον, "Ἡμάρτομεν, ἠνομήσαμεν, ἠδικήσα μεν, καὶ ἀπέστημεν ἀπὸ τῶν ἐντολῶν σου, καὶ οὐκ ἐφυλάξαμεν τὰ δικαιώματά σου". Οὕτως ὁ θαυμάσιος Δανιὴλ, οὕτως ὁ θεσπέσιος Ἱερεμίας, οὕτως ὁ θεῖος Ἡσαΐας, οὕτως ὁ σοφώτατος Παῦλος. "Χριστὸς γὰρ, φησὶν, Ἰησοῦς ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον, ἁμαρτωλοὺς σῶσαι, ὧν πρῶτός εἰμι ἐγώ. Καὶ πάλιν, "Οὐκ εἰμὶ ἄξιος καλεῖσθαι ἀπόστολος". Οὕτω τοίνυν ταῖς παρὰ τῶν δυσσεβῶν τρικυμίαις βαλλομένη ἡ τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησία, οὐ μεγαφρονεῖ, ὡς ἀγωνιζομένη, ἀλλὰ ἁμαρτίαις καὶ πλημμελείαις ἀνατίθησι τὰ γινόμενα, καὶ τῆς παρὰ τοῦ Σωτῆρος ἐπικουρίας ἀπολαῦσαι παρακαλεῖ. Ἄλλως τε οὐδὲ ἐκ τελείων πᾶσα συνέστηκεν ἡ τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησία· ἀλλ' ἔχει καὶ τοὺς ῥᾳστώνῃ συζῶντας, καὶ τὸν ἀνειμένον βίον ἀσπαζομένους, καὶ ἡδοναῖς δουλεύειν αἱρουμένους. Καὶ ἐπειδὴ ἕν ἐστι σῶμα, ὡς ἐξ ἑνὸς προσώπου καὶ ταῦτα κἀκεῖνα προφέρεται" (P.G. 80, 1160).
η) Ο σοφός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμίας ο Τρανός διδάσκει τους Λουθηρανούς στο εξαιρετικό Η΄ Κεφάλαιο της Α΄ Αποκρίσεώς του με τίτλο "Ὅτι ἐν τῇ Ἐκκλησία καὶ φαῦλοι" (Ιωάννου Καρμίρη, Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία, τόμ. Ι, Αυστρία, 1960, σελ. 461-463), πως η αναξιότητα κάποιων μελών της Εκκλησίας, και μάλιστα ακόμη και ιερέων, ουδόλως εμποδίζει την αγιότητα των αξίων μελών, οι οποίοι λαμβάνουν τον αγιασμό από τον Θεό, ο Οποίος ενεργεί ακόμη και μέσω αναξίων.
θ) Ο Άγιος Μελέτιος Πηγάς στο διαλογικό έργο του "Διάλογος Ορθόδοξος Χριστιανός":  "Ξένος. Εἰ δε τις χριστιανὸς μὲν εἴη, τὴν δόξαν ὀρθός, τὰς δὲ πράξεις σκολιός; Παῖς. Μέλος μέν ἐστιν οἰκεῖον μὲν, ἀσθενὲς δὲ, ὃ καὶ φέρομεν καταρτίζοντες ἐν πνεύματι πραότητος σκοποῦντες μὴ καὶ αὐτοὶ πειρασθῶμεν. Χριστιανὸς οὖν καὶ αὐτός, καίπερ θεραπείας δεόμενος, ἵνα μὴ κλίμμα μεῖνας ἄκαρπον τὲ ῥυφὲν ἔξω τῆς ἀμπέλου, εἰς κάμινον ἐμβληθῇ πυρός.
Ξ. Εἰ δὲ καὶ τὴν δόξαν ἀσθενεῖ; Π. Ἀδελφὰ πράττοντες ἡμεῖς θεραπεύομεν καὶ τοὺς τοιούτους, ἀντεχόμενοι τοῦ κατὰ τὴν τοῦ πατρὸς διδαχὴν πιστοῦ λόγου∙ ἀντιφερομένους δὲ καὶ κατὰ τῆς ἀληθείας θεομαχοῦντας, μετὰ πρώτην καὶ δευτέραν νουθεσίαν ἀποστολικῶς παραιτούμεθα" (Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών, τόμος ΝΔ΄[2012-2013], Π. Β. Πάσχου, Μία ορθόδοξη κατήχηση του Μελετίου Πηγά, σελ. 126).
ι) Ο θεολογικώτατος Διδάσκαλος του Γένους Ευγένιος Βούλγαρης γράφει: "Οἱ ἀμαρτήμασιν ἐνεχόμενοι θανασίμοις, τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐκπίπτουσι κοινωνίας; Οὐδαμῶς· εἰσὶ γὰρ οὗτοι ὡς μέλη πάσχοντα, ἥκιστα μὲν ἀπὸ τῆς κεφαλῆς, ἥτις ἐστὶν ὁ Χριστός, κινούμενα, ἀλλ᾿ ἐν τοῖς ἱδίοις πάθεσι καχεκτοῦντα, οὐ μὴν οὐ τέλεσιν εἰσὶν ἀποκεκομμένοι τοῦ σώματος, οὐδὲ τὴν κατὰ τῶν λοιπῶν ἑνότητα διαλύουσι· διὰ γὰρ τῆς πίστεως προσκολλῶνται τῇ ἐκκλησίᾳ, τῶν τε ποιμένων καὶ διδασκάλων ἀκούουσι, καὶ τὰ λεγόμενα ὡς ἀληθὴ ἀποδέχονται, θάλλει τε ἐν αὐτοῖς ἡ τοῦ ἀνανῆψαι ἀπὸ τῶν ἁμαρτημάτων ἐλπίς, καὶ συγγνώμης τυχόντας ἀναζωοποιηθῆναι τῷ Χριστῷ, καὶ ἀναῤῥωσθῆναι, ἂ τοῖς ἐν αἱρέσει ἐμπεπτωκόσιν οὐκ ἔστί" (Θεολογικόν, Βενετία, 1872, σελ. 50). Και αφού αναφέρει τις σχετικές, με το θέμα, παραβολές του Κυρίου και ελέγχει την κακοδοξία των Προτεσταντών περί "αοράτου εκκλησίας αγίων", εξηγεί τι σημαίνει "αιρετικός" και "αίρεση", ώστε να μη δημιουργούνται παρερμηνείες. Οι αιρετικοί "μέλη εἰσὶ τοῦ τῆς ἐκκλησίας σώματος ἀποκεκομμένα· ἡ γὰρ αἵρεσις ἀνατρέπει τὴν πίστιν καὶ τὴν ἀγάπην, δι᾿ ὧν τὰ τῆς ἐκκλησίας μέλη εἰς ἓν σῶμα ἑνοῦτα, καὶ συνέχεται· αἵρεσις δὲ ἐστι ψευδὴς δόξα κατά τινος τῶν ἀμέσως ἀποκεκαλυμμένων στρατεύουσα μετὰ ἀπονοίας, καὶ θράσους ἀποτόμως διαπρεσβευομένη· εἴ τις οὗν ἐξ ἀγνοίας ἢ ἀπροσεξίας διαμαρτών, καὶ παραινούμενος, τῆς ἐπισφαλοῦς δόξης ἀφίσταται, ὁ τοιοῦτος αἱρετικὸς οὐκ ἂν κυρίως ῥηθείη· ἔνθεν τοι κομψὸν δοκεῖ τὸ ῥηθὲν τῷ ἱερῷ Αὐγουστίνω ἄλλως "ἀπατηθῆναι μὲν δυνήσομαι, οὐ μὴν ἀλλ᾿ αἱρετικὸς ἔσομαι"" (αυτόθι, σελ. 55-56). Επομένως και εκείνοι οι οποίοι πέφτουν σε κάποια αίρεση, από άγνοια ή απροσεξία, δεν βρίσκονται αυτομάτως εκτός Εκκλησίας, όταν μάλιστα νουθετούμενοι μετανοούν· αντιθέτως όταν νουθετούμενοι υπό της Εκκλησίας να συμμορφωθούν τότε αποκόπτονται από αυτήν ως "σηπεδονώδη (=σαπισμένα) καὶ ἀλλότρια μέλη" (αυτόθι, σελ. 50). 
ια) Ο Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος γράφει: «Καί τοιγε οὐκ ἄδηλον ἐν τῇ ἁγίᾳ Ἐκκλησίᾳ, καὶ ἐναγεῖς εἶναί τινας διὰ βίου φαυλότητα, ἔνδυμα γάμου μὴ ἔχοντας. Ἀνέχεται μέντοι καὶ τούτων ἡ Ἐκκλησία τῇ τῆς μετανοίας ἐλπίδι, ἀπονίψασθαι τὰς τῶν ἁμαρτημάτων κηλίδας, θεομιμήτως ὑπὲρ αὐτῶν εὐχομένη, καὶ εἰς τὴν τάξιν ἀναδραμεῖν τῶν οἰκείων καὶ ἐκλεκτῶν· οἱ δὲ ἰσχυρογνώμονες καὶ ἀμετανόητοι, ἀλλότριοι γίνονται ἀπόγε τοῦ νῦν τῆς τῶν ἁγίων ὁμηγύρεως. Ὡς γὰρ ὁ διαμείνας λεπρός, ἔξω διῆγε τῆς παρεμβολῆς, οὕτως ὁ ἀμεταμέλητα πταίων, ἔξω τῆς Ἐκκλησίας ἐκβάλλεται... Εἰ δε τις διαπορήσειε λέγων, πῶς εἰκὸς ἁγίαν καλεῖσθαι, ἐν ἧ καὶ φαυλόβιοι τυγχάνουσι, καὶ τυχὸν πλείους τῶν δικαίων καὶ ὁσίων; Ἡ λύσις ἐκ τῶν εἰρημένων πρόχειρος. Α΄. Ὅτι ἁγία εἴρηται, ὡς κεκαθαρμένη διὰ τοῦ ἁγίου βαπτίσματος, καὶ σῶμα ἐκεῖθεν γενομένων ἀμόλυντον καὶ ἄσπιλον, τῆς Ἁγιωτάτης κεφαλῆς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καὶ ὅτι διὰ τῶν φρικτῶν μυστηρίων τοῦ κυριακοῦ σώματος καὶ αἵματος τρέφεται καὶ συνίσταται. Β΄. Ὅτι ἐκ τοῦ κρείττονος μέρους ὀρθῶς καλεῖται ἁγία. Καὶ γὰρ κρείσσων εἶς ποιῶν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἢ μύριοι παράνομοι» (Επιτομή είτε Συλλογή των Θείων της Πίστεως Δογμάτων, Λειψία, 1806, σελ. 38-39). 
ιβ) Ο πολυγραφώτατος και ασκητικώτατος Αρχιεπίσκοπος Αντώνιος Амфитеатров, εκ των κορυφαίων Ρώσων θεολόγων, γράφει: «Εἰ δὲ καὶ ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἀσθενῆ μέλη οἱ ἀμαρτωλοί εἰσιν, αλλ᾿ οὗτοι οὐδόλως μολύνουσι τὴν ἁγιότητα τῆς ὅλης Ἐκκλησίας, ἀλλ’ ἀνέχεται τούτους αὕτη, ἀναμένουσα τὴν ἐπιστροφὴν αὐτῶν καὶ ἀνάῤῥωσιν» (Δογματική Θεολογία της Ορθοδόξου Καθολικής και Ανατολικής Εκκλησίας, Αθήνα, 1858, σελ. 305).
ιγ) Ο θαυματουργός Άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως: «Ἡ Ἐκκλησία ὡς ὀργανικὸν σῶμα εἶναι ὀρατὴ καὶ συνδέει εἰς ἓν ὅλον ὅλα τὰ μέλη αὐτῆς, τά τε ἅγια καὶ τὰ ἀσθενή. Τὰ ἀσθενὴ μέλη τῆς Ἐκκλησίας οὐδόλως παύονται τελοῦντα μέλη τοῦ σώματος αὐτῆς... καὶ ἐὰν μὲν ἰαθῶσιν ἑνοῦνται τοῖς ὑγιαίνουσιν, ἐὰν δὲ ἀνιάτως ἔχωσι, τότε ἀποθνήσουσιν ἐν τῇ ἀμαρτίᾳ αὑτῶν ὡς πρόβατα τῆς ποίμνης ἀνιάτως ἀσθενήσαντα καὶ θανόντα ἐν ταῖς ἰδίαις ἀμαρτίαις» (Μελέτη περί της Μίας Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, Αθήνα, 1987, σελ. 24-25).
ιδ) Ο Ιερομάρτυς και Ομολογητής Ιλαρίων Τρόιτσκι: "В своих догматических представлениях о Церкви донатисты исходили из строгого понятия о святости Церкви и о ее единстве. Церковь, принимающая в общение традиторов, не может быть святой. Традиторы-епископы не могут сообщать никакой благодати; поэтому в Церкви, имеющей епископов-традиторов, нет и Таинств. Личное недостоинство епископа лишает благодати всю Церковь. В Церкви не имеет значения и крещение, а потому желающего из Церкви перейти в общество донатистов, которое и есть единая истинная и святая Церковь, должно крестить. Можно заметить, что донатисты усвоили некоторые идеи св. Киприана и обратили их против Церкви... Таинства не зависят от личности священника: они святы сами по себе. Также и святость Церкви не зависит от святости ее членов; напротив, сами члены Церкви получают святость от Церкви. Церковь едина, и святость ее – в Таинствах, а не в гордости отдельных лиц(Вопрос о церкви в догматической полемике с донатизмом). [Μετάφραση: "Στις δογματικές τους ιδέες για την Εκκλησία, οι Δονατιστές προχώρησαν από μια αυστηρή αντίληψη της αγιότητας της Εκκλησίας και της ενότητάς της. Μια Εκκλησία που δέχεται προδότες σε κοινωνία δεν μπορεί να είναι αγία. Οι προδότες επίσκοποι δεν μπορούν να μεταδώσουν καμία Χάρη. Επομένως, στην Εκκλησία, η οποία έχει επισκόπους-προδότες, δεν υπάρχουν Μυστήρια. Η προσωπική αναξιότητα του επισκόπου στερεί τη Χάρη από ολόκληρη την Εκκλησία. Στην Εκκλησία, ούτε το Βάπτισμα δεν έχει σημασία και γι᾿ αυτό πρέπει να βαπτιστούν όσοι επιθυμούν να πάνε από την Εκκλησία προς την Δονατιστική κοινωνία, η οποία είναι η μόνη αληθινή και αγία Εκκλησία, πρέπει να βαπτιστεί. Μπορείτε να παρατηρήσετε ότι οι Δονατιστές υιοθέτησαν μερικές από τις ιδέες του Αγίου Κυπριανού και τις έστρεψαν ενάντια στην Εκκλησία... [Όμως]Τα Μυστήρια δεν εξαρτώνται από το πρόσωπο του ιερέα: είναι άγια από μόνα τους. Επίσης, η αγιότητα της Εκκλησίας δεν εξαρτάται από την αγιότητα των μελών της. Αντίθετα, τα μέλη της Εκκλησίας λαμβάνουν τα ίδια την αγιότητα από την Εκκλησία. Η Εκκλησία είναι μία και η αγιότητά της είναι στα Μυστήρια και όχι στην αλαζονεία των ατόμων" (Το ζήτημα της Εκκλησίας στις δογματικές διαμάχες με τους Δονατιστές).


(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)



ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ


0 comments:

Δημοσίευση σχολίου

 
Top