Ο π. Νικόλαος Δημαράς στιγμάτισε έντονα την λιτανεία των Βαΐων και τα γενόμενα εκεί αλλά και το ότι ο Σεβ. Αττικής παρεχώρησε τμήμα Αγίου Λειψάνου.

Στο Εκκλησιολογικό κείμενο στο κεφάλαιο Δ΄ παράγραφο 2 αναφέρεται:

«Ἡ «ἐπίσηµη Ὀρθοδοξία» εἶναι τὸ ἰδιαίτερο ἐκεῖνο ἰδεολόγημα τῶν λεγομένων ἐπισήµων τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, τὸ ὁποῖο ἀντιπροσωπεύει µία Ὀρθοδοξία ὁλοένα καὶ περισσότερο «χλιαρή»[32], ἡ ὁποία μὲ τὴν ἐφαρμογὴ τῶν Ἐκκλησιολογικῶν καὶ Κανονικῶν Καινοτομιῶν, τὶς ὁποῖες προέβλεπε τὸ προαναφερθὲν Πατριαρχικὸ Διάγγελμα τοῦ 1920, ὁδηγήθηκε στὴν σταδιακὴ ἀποξένωσή της ἀπὸ τὴν αὐθεντικὴ Ὀρθοδοξία».

και συμπληρώνει  η υποσημείωση 32:

«Οἶδά σου τὰ ἔργα, ὅτι οὔτε ψυχρὸς εἶ οὔτε ζεστός· ὄφελον ψυχρὸς ἦς ἢ ζεστός· οὕτως ὅτι χλιαρὸς εἶ, καὶ οὔτε ζεστὸς οὔτε ψυχρός, μέλλω σε ἐμέσαι ἐκ τοῦ στόματός μου» (Ἀποκ. γ’ 15-16). Ἡ λέξη «χλιαρὴ» ἐδῶ δὲν ἀναφέρεται ἁπλῶς σὲ χλιαρότητα πράξεως, ἀλλὰ σὲ χλιαρότητα πίστεως-δόγματος. Ἡ χλιαρότητα αὐτὴ στὴν Ὀρθοδοξία συνιστᾷ βεβαίως αἵρεση, διότι δὲν ὑφίσταται μέση ὁδὸς μεταξὺ Ἀληθείας καὶ ψεύδους, μεταξὺ Ὀρθοδοξίας καὶ αἱρέσεως. Αὐτὸ ποὺ παρεκκλίνει στὸ παραμικρὸ ἀπὸ τὴν Δογματικὴ Ἀλήθεία βρίσκεται ἤδη στὸ ψεῦδος-αἵρεση καὶ ὁ παρεκκλίνων ἔστω καὶ κατ᾿ ἐλάχιστον ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία βρίσκεται στὸν χῶρο τῆς αἱρέσεως»

Επίσης στο κεφάλαιο 6:

«Ὅλες αὐτὲς οἱ λεγόμενες ἐπίσημες Ἐκκλησίες ἔχουν πλέον προσχωρήσει ἀποφασιστικά, σταθερὰ καὶ ἀμετανόητα στὴν διαδικασία τῆς συγκρητιστικῆς Ἀποστασίας, σεργιανιστικοῦ καὶ οἰκουμενιστικοῦ τύπου, µία ἀντιεκκλησιαστικὴ καὶ ἀντικανονικὴ διαδικασία, ἡ ὁποία ἔχει προωθηθεῖ ἢ ἐπιτραπεῖ συνοδικῶς ἀπὸ τὶς Ἱεραρχίες αὐτῶν, μετὰ τῶν ὁποίων ἡ Γνησία Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀδυνατεῖ νὰ ἔχει ὁποιαδήποτε προσευχητική, μυστηριακὴ καὶ διοικητικὴ κοινωνία, ἐπειδὴ εἶναι συνεπὴς πρὸς τὶς Ἐκκλησιολογικές Ἀρχές Της σχετικὰ μὲ τοὺς «ψευδεπισκόπους» καὶ «ψευδοδιδασκάλους».

Στην παράγραφο 5:

«Σήμερα, οἱ ὅροι «ἐπίσηµη Ἐκκλησία» καὶ «ἐπίσηµες τοπικὲς Ἐκκλησίες», ἀναφέρονται στὶς γνωστὲς ἱστορικῶς διαµορφωµένες Τοπικὲς Ἐκκλησίες, ἡ ἱεραρχικὴ Ἡγεσία τῶν ὁποίων ἀποδέχεται ἐπισήμως καὶ μετέχει συνοδικῶς στὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση, τὴν προωθεῖ, ἐπιτρέπει ἢ τὴν ἀνέχεται ὡς θεολογικὴ ἔννοια καὶ ὡς θρησκευτικὴ πράξη, καλύπτεται ἀπὸ τὸ πέπλο τῆς δῆθεν Κανονικότητας, ὅπως τὴν ἐννοεῖ ὁ Σεργιανισµός, καὶ υἱοθετεῖ -ἀμέσως ἢ ἐμμέσως- καὶ πολλὲς ἄλλες µορφὲς τῆς ἀποστασίας ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία (βλ. διαβρωτικὰ φαινόμενα, ὅπως τὴν νόθευση τῶν Μυστηρίων καὶ μάλιστα τοῦ τύπου τοῦ Βαπτίσματος, λειτουργικὲς μεταρρυθμίσεις μὲ τὸ πρόσχημα τῆς «λειτουργικῆς ἀναγεννήσεως», τὴν πρόσφατη «μεταπατερικὴ θεολογία», τὴν ἐπισήμως -καὶ μάλιστα στὶς πανεπιστημιακὲς θεολογικὲς Σχολὲς- ἐπιτελούμενη βαθειὰ διείσδυση τοῦ συγκρητιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τὴν ἀπώλεια τῶν ἐκκλησιαστικῶν κριτηρίων γιὰ τὴν Διακήρυξη Ἁγίων, ποικίλες μορφὲς ἐκκοσμικεύσεως καὶ ἀλλοιώσεως τοῦ αὐθεντικοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ἤθους, τὴν υἱοθέτηση μιᾶς ἀντιπατερικῆς ἑρμηνείας τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Οἰκονομίας κλπ.)».

Το Εκκλησιολογικό κείμενο ασκεί κριτική στη σύγχρονη «επίσημη Ορθοδοξία», δηλαδή στις λεγόμενες τοπικές Εκκλησίες που συμμετέχουν συνοδικώς στην Οικουμενική Κίνηση, θεωρώντας ότι έχουν απομακρυνθεί από την αυθεντική Ορθοδοξία. Η «χλιαρότητα» που τις χαρακτηρίζει δεν αφορά μόνο τις πράξεις τους, αλλά και την πίστη τους, γεγονός που -σύμφωνα με το κείμενο- ισοδυναμεί με αίρεση.
Οι επίσημες Εκκλησίες έχουν προσχωρήσει σε μια διαδικασία «συγκρητιστικής αποστασίας», αποδεχόμενες και προωθώντας τον Οικουμενισμό, καθώς και διάφορες καινοτομίες στη θεολογία και τη λατρεία. Η αυθεντική Ορθοδοξία, σύμφωνα με το κείμενο, δεν μπορεί να έχει καμία  είδους κοινωνία μαζί τους, επειδή είναι συνεπής σε όσα έχει η ίδια αναφέρει σχετικά με τους «ψευδεπισκόπους»και «ψευδοδιδασκάλους». Δηλαδή: 

«Κάθε Ἐπίσκοπος, ὁ ὁποῖος κηρύττει αἵρεση δημoσίως καὶ «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ᾿ Ἐκκλησίας»[16], καὶ ὁ ὁποῖος διδάσκει «ἕτερον εὐαγγέλιον παρ᾿ ὅ παρελάβομεν» ἢ εὑρίσκεται σὲ συγκρητιστικὴ κοινωνία μὲ ἀλλοδόξους καὶ ἀλλοθρήσκους, καὶ μάλιστα ὅταν πράττει αὐτὸ ἐπιμόνως καὶ συνεχῶς, καθίσταται «ψευδεπίσκοπος» καὶ «ψευδοδιδάσκαλος» (ΙΕ’ Κανὼν τῆς Πρωτοδευτέρας)· ὅσοι δὲ Ἐπίσκοποι εὑρίσκονται σὲ κοινωνία μὲ αὐτόν, ἀδιαφορώντας ἢ ἀνεχόμενοι ἢ ἀποδεχόμενοι τὸ φρόνημα καὶ τὶς πρακτικές του ἐκφράσεις, αὐτοὶ «συνόλλυνται»[17] (Ἅγιος Θεόδωρος Στουδίτης), καὶ παύουν ἔτσι νὰ εἶναι Κανονικοὶ[18]καὶ Κοινωνικοί[19], ἐφ᾿ ὅσον ἡ Καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἡ Ἑνότητά Της καὶ ἡ γνησία Ἀποστολικὴ Διαδοχή, οἱ ὁποῖες ἐγγυῶνται μὲ ἀσφάλεια τὴν Κανονικότητα καὶ τὴν Κοινωνικότητα τοῦ Ἐπισκόπου, ἑδράζονται, ἀπορρέουν καὶ διασφαλίζονται ἀπὸ τὴν «Ὀρθὴν καὶ Σωτήριον τῆς Πίστεως Ὁμολογίαν».

Η Γνήσια Ορθόδοξη Εκκλησία αποτελεί: «την αυθεντική συνέχεια της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας στην σύγχρονη εποχή μας» κατά την παράγραφο 5 του Ε΄ κεφαλαίου. 

Τα ερωτήματα εδώ που αφορούν το παραπάνω κείμενο είναι:

1. O
ποιαδήποτε μορφή επι-κοινωνίας  θεωρείται ασυμβίβαστη με την αυθεντική Ορθοδοξία;
2. Tι εννοείται ως ''προσευχητική κοινωνία'';
3.Εάν κανείς διατηρεί σχέσεις εκκλησιαστικές (και όχι ''κοινωνικές'') με πρόσωπα που ανήκουν στις ''επίσημες Εκκλησίες'', σε ποιες περιπτώσεις η επαφή αυτή θεωρείται επιτρεπτή και πότε θεωρείται συμβιβασμός με την αποστασία, δηλαδή με την αίρεση, που περιγράφεται;
4. Έχουν κάποια σχέση όλα τα παραπάνω, όπως επίσης και το απόσπασμα της παραγράφου 5 (Κεφάλαιο Ε΄) με τα όσα δίδαξε ο Άγιος Χρυσόστομος (πρ. Φλωρίνης); 



 ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ



 

Next
This is the most recent post.
Previous
Παλαιότερη Ανάρτηση

0 comments:

Δημοσίευση σχολίου

 
Top