Καληνύχτα Ορθόδοξε λαέ και όνειρα γλυκά (κυριολεκτικά όμως)!!!
Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2020
ΤΟ ΕΙΔΑΜΕ ΚΑΙ ΑΥΤΟ........ (7o MEΡΟΣ)
Καληνύχτα Ορθόδοξε λαέ και όνειρα γλυκά (κυριολεκτικά όμως)!!!
ΑΡΘΡΟ ΠΡΟΣ ΜΕΛΕΤΗ: ''Η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος, ο Δωρόθεος Βουλησμάς και σύγχρονες θεολογικές παρερμηνείες περί αποδοχής αιρετικών''
Γράφει ο Βασίλειος Ι. Τουλουμτσής στην Romfea.gr
Μεταπτ. Δίπλ. Θεολογίας Ε.Κ.Π.Α – Ειδίκευση Δογματικής
Η σύγκληση της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου το 787 στη Νίκαια της Βιθυνίας αποτελεί ένα κορυφαίο εκκλησιαστικό γεγονός, με το οποίο αντιμετωπίστηκε συνοδικώς η αίρεση της εικονομαχίας.
Στα πρακτικά της αξιοποιείται και συνοψίζεται όλη η προ αυτής εκκλησιαστική παράδοση, αφού με τη συμβολή των προηγούμενων έξι Οικουμενικών Συνόδων, η δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας είχε σαφώς διατυπωθεί.
Πέραν του ζητήματος της θεολογικής τεκμηρίωσης της ορθόδοξης εικονολογίας, η Σύνοδος, στις πρώτες της συνεδρίες, ασχολήθηκε με το ζήτημα της επιστροφής των μετανοημένων, πρώην εικονομάχων επισκόπων, το οποίο εξετάστηκε στη βάση της σύνολης πατερικής και συνοδικής παράδοσης.
Όσοι εικονομάχοι επίσκοποι δήλωσαν μετάνοια, αποκαταστάθηκαν στους επισκοπικούς τους θρόνους χωρίς αναχειροτονία, αφού πρωτύτερα ανέγνωσαν λίβελλο, στον οποίο αναθεμάτιζαν την αίρεση της εικονομαχίας και ομολογούσαν την πίστη και το φρόνημα της Καθολικής Εκκλησίας.
Ο Αγαθάγγελος και οι … «προφητείες» του!
Με την επωνυμία Αγαθάγγελος ονομάζεται ο δήθεν συγγραφέας κάποιου προφητικού βιβλίου, το οποίο γνώρισε μεγάλη αποδοχή και διάδοση από τους Έλληνες κατά τη μαύρη εποχή της Τουρκοκρατίας. Η ιδιαιτερότητά του ήταν, πως κυκλοφορούσε τότε, όχι με τη μορφή βιβλίου αλλά χειρογράφου και οι υπόδουλοι στον Τουρκικό ζυγό πατέρες μας, εύρισκαν στους χρησμούς του κάποιου είδους ανακούφιση, αφού οραματίζονταν μαζί μ’ αυτό και διέβλεπαν την μέλλουσα ελευθερία του έθνους μας...
Σύμφωνα με τον πρόλογο που υπάρχει στην αρχή του βιβλίου, ενημερώνεται ο αναγνώστης, πως ο μοναχός Αγαθάγγελος συνέγραψε αυτό στα ελληνικά το έτος 1279 στη Μεσσήνη της Σικελίας, μετά από «αποκάλυψη που του έγινε από τον ίδιο το Θεό»· εξέδωσε δε αυτό στα ιταλικά ο Βενεδικτίνος μοναχός Ιάκωβος Παλαιώτος στο Μιλάνο το 1555.
Από τον ίδιο πρόλογο μαθαίνουμε πως μεταφράστηκε στα ελληνικά από την ιταλική γλώσσα το 1751 από τον Θεόκλητο Πολυειδή «αρχιμανδρίτη, δηλαδή χωρεπίσκοπο Πολυανής και Βαρδάρων, αλλά και συνήγορο και επόπτη της Εκκλησίας της Λειψίας των Ορθοδόξων». Ο μεταφραστής υποστηρίζει πως είχε υπόψη του την έκδοση που είχε γίνει στο Πράσουικ το 1708, αλλά και το βιβλίο αυτό φαίνεται ότι είναι φανταστικό· το αναφέρει δε αυτό ο Πολυειδής, ο οποίος είναι προφανώς όχι ο μεταφραστής αλλά ο συγγραφέας του Αγαθάγγελου, επειδή απώτερος σκοπός του είναι να παρουσιάσει τις διατυπωθείσες από αυτόν προφητείες, που αφορούν σύγχρονα γεγονότα, πως έγιναν πριν από την εποχή του.
Το έργο του Πολυειδή διαδίδονταν με χειρόγραφα· σχετικά με αυτό αναφέρει ο Γεώργιος Ζαβίρας, λόγιος και έμπορας από τη Σιάτιστα: «σώζεται σε εμάς χειρόγραφο». Η πρώτη γνωστή έκδοση του Αγαθάγγελου έγινε στην Αθήνα το 1837 (τύποις Κορομηλά)· άξιο μνείας για την παραπάνω έκδοση είναι το γεγονός, πως σημειώνονταν ως δεύτερη. Με την παρέλευση ενός έτους εκδίδεται εκ νέου στην Αθήνα (τύποις Α. Αγγελίδη) από τον Λευκαδίτη γιατρό Ι. Στεφανίτζη· σ’ αυτή την έκδοση όμως, οι προφητείες του Αγαθάγγελου δεν ήταν μόνες τους, αλλά συνοδεύονταν και από άλλες προφητείες, οι οποίες, όπως γράφει ο Στεφανίτζης, του είχαν δοθεί από τον ηγούμενο της μονής Ζαβέρδας Ακαρνανίας. Το κείμενο του Αγαθάγγελου της έκδοσης αυτής μαζί με τις άλλες προφητείες μετατυπώθηκαν μετά από μια εικοσαετία στην Αθήνα.
Ποιος ήταν ο σκοπός του Πολυειδή για να γράψει τον Αγαθάγγελο δεν μπορεί κανείς να το πει με ασφάλεια, αλλά κατά πάσα πιθανότητα παρακινούνταν από δύο ελατήρια· από το μίσος κατά των παπικών και από διάθεση φιλοπατρίας, για να διατηρήσει μεταξύ των ομογενών του την ελπίδα για την μελλοντική αποκατάσταση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Αυτό τουλάχιστον μπορεί να το διαγνώσει κάποιος από την ανάγνωση του έργου του, στο οποίο σημειωτέον παρενεβλήθησαν από άλλους φράσεις, προς επιβεβαίωση των δήθεν προβλέψεών του.
Ο Αγαθάγγελος διαιρείται σε δέκα (10) κεφάλαια και στην έκδοση του Στεφανίτζη καταλαμβάνει τις σελίδες από 143 έως 199. Στην εισαγωγή ο οραματιζόμενος γράφει πως την Κυριακή της Ορθοδοξίας το 1279 άκουσε «μια τρομερή φωνή από τη μεριά της ανατολής σαν να προέρχονταν από κάποια φρικτή θαλασσινή σάλπιγγα» και πιστεύοντας πως είχε φτάσει η ημέρα της κρίσης έπεσε στα γόνατα μπροστά στον σταυρωμένο Χριστό· όμως μια γλυκιά φωνή τον διέταξε να βγει στον κήπο, όπου «έπεφταν κεραυνοί από τον ουρανό, πύρινα βέλη και έσταζε ανθρώπινο αίμα» · κατόπιν, διέκρινε «ένα λιοντάρι θυμωμένο που κρατούσε μια διπλωμένη περγαμηνή με γραφή σε δωρική διάλεκτο» · αφού ηρέμησε το θηρίο άπλωσε το χειρόγραφο και τον προσκάλεσε να διαβάσει το περιεχόμενό του, το οποίο άρχιζε ως εξής:
«Κωνσταντίνος άρχισε και Κωνσταντίνος θα χάσει το Βυζαντινό βασίλειο της Ανατολής· υιέ του ανθρώπου, αρίθμησε από τον πρώτο Κωνσταντίνο έως τον δωδέκατο αριθμό του ίδιου ονόματος και θα βρεις τον αριθμό που θα συμβεί αυτό». Και αφού αναφέρει την πτώση του Βυζαντίου προσθέτει: «Θα είναι ο λαός αυτός υποταγμένος στους ασεβείς Αγαρηνούς μέχρι τον καιρό που έχει οριστεί και θα παραμείνει αιχμάλωτος κάτω από το ζυγό για σχεδόν τετρακόσια ολόκληρα χρόνια».
Αυτά είναι γραμμένα στο Α΄κεφάλαιο του βιβλίου, στο οποίο γίνεται λόγος κατόπιν για τα γεγονότα στην Ευρώπη από τον 16ο αιώνα και μετά. Από το Β΄μέχρι το Δ΄κεφάλαιο, ο Αγαθάγγελος αναφέρεται στη Γερμανία προς την οποία αναφωνεί: «Γερμανία, Γερμανία, αλίμονο Γερμανία! διότι σε βλέπω διαφωνούσα και πολλά διαιρημένη και γεμάτη έχθρα». Ασχολείται επίσης και με τη Ρώμη έδρα της Παπικής Εκκλησίας, και την ονομάζει «κενόδοξο πόλη», που είναι βαμμένη με ανθρώπινο αίμα: «Ώ κενόδοξη πόλη! Πάντα βάφτηκες με ανθρώπινο αίμα … η πορφύρα σου θα είναι απ’ αυτούς κομματιασμένη, η τιάρα σου πεταμένη στα πόδια τους … περιφρόνησες την αγιότητά μου, την οποία θεμελίωσα στην ανατολή … έβαλες νεωτερισμούς στην πίστη των ανθρώπων και πτώχυνες την Εκκλησία μου».
Στο Ε΄κεφάλαιο, αναφέρεται στο Μέγα Πέτρο και τους πολέμους που θα κάνει με τον Κάρολο τον ΙΒ΄λέγοντας: «ο αετός», δηλαδή ο Πέτρος «θα ταπεινώσει τον θηριώδη Γότθο (Κάρολο), ο οποίος φεύγοντας ο θρασύς εισέρχεται στην πύλη του Άδη ζητώντας βοήθεια από τους βαρβάρους (Τούρκους)». Αναφορικά τώρα με τους διαδόχους του Μεγάλου Πέτρου δηλαδή τους μετέπειτα τσάρους της Ρωσίας γράφει: «Ο δε πέμπτος Πέτρος με το νικητήριο σημείο του Χριστού (σταυρό), θα λάμψει στο Βυζάντιο και τη δύναμη του Ισμαήλ θα αφανίσει».
Εν συνεχεία προσθέτει την επίμαχη φράση που έτυχε διαφόρων ερμηνειών και θεωρήθηκε από τους Αγαθαγγελιστές αλλά και από άλλους ως έναυσμα για την ανασύσταση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας από τους εκ Βαυαρίας ορμώμενους Έλληνες βασιλείς: «Εν εξακούστω αλαλαγμώ της δύσεως κυρώσει Παβάρω το ιμπέριον» δηλαδή «Με ξακουστό αλαλαγμό από της δύση θα επικυρώσει την αυτοκρατορία της Βαυαρίας». Η περικοπή αυτή η οποία αφορά τον αυτοκράτορα της Γερμανίας Κάρολο Ζ΄(1742 – 1745), γιο του εκλέκτορα της Βαυαρίας, μετά την εκλογή του Όθωνα ως βασιλιά της Ελλάδας πιστεύτηκε πως αφορά αυτόν. Μάλιστα ο Στεφανίτζης σημειώνει: «Δεν θα ήταν άτοπο να συμπεράνουμε από αυτά τα λόγια, την μετάβαση από την Ελλάδα στο θρόνο της Κωνσταντινούπολης της δικής μας βασιλικής γενιάς».
Κατόπιν οι προφητείες του Αγαθάγγελου στρέφονται προς την Γαλλία, για την οποία λέει, «Η αλεπού η πανούργα θα χάσει την ουρά της» και σε άλλα γεγονότα που έλαβαν χώρα την περίοδο του 18ου αιώνα. Στο ΣΤ΄ κεφάλαιο, γίνεται λόγος για τα πράγματα της Αυστρίας και ο οραματιζόμενος αναφωνεί: «Αυστρία· βλέπω να αποστατούν οι λαοί σου· βλέπω να αδυνατίζει το μεγαλείο σου, να καταστρέφεται η εξουσία σου, και απερίσκεπτες τις συνθήκες σου, πεταμένες οι διαταγές σου και να τελειώνει η διαδοχή σου σε μία γυναίκα (εννοεί τη Μαρία Θηρεσία)». Το ίδιο θέμα διατρέχει όλο το Ζ΄κεφάλαιο, το οποίο καταλήγει με τον ευχάριστο οραματισμό για το Βυζάντιο, τον θρίαμβο της Ορθοδοξίας και την ανασύσταση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας: «ο τρομερός αιών θα φέρει τον χρυσοδέκατο αριθμό … η αλήθεια θα θριαμβεύσει, και ο ουρανός θα χαρίσει την αληθινή δόξα· θα ανυψωθεί η ορθόδοξη πίστη, και θα σκιρτήσει από την ανατολή προς τη δύση για να μακαρίζεται· θα φρίξουν οι βάρβαροι, και τρέμοντας ολόκληροι από το κεφάλι γρήγορα θα φύγουν, εγκαταλείποντας την μητρόπολη του κόσμου (εννοεί τη Κωνσταντινούπολη)· τότε θα δοξαστεί ο Θεός. Έτσι ας γίνει, θα γίνει και έτσι είναι».
Στο Η΄κεφάλαιο ο συγγραφέας αναφέρεται στα ρωσικά πράγματα και εξυμνεί τους πολέμους της Ρωσίας εναντίον των Αγαρηνών: «Άκουσα φωνή να έρχεται από την Αρκούδα, λέγοντας έτσι· Ρωσία ξύπνησε λοιπόν από τον ύπνο· για σένα είναι ο λόγος του Αγγέλου του Κυρίου … οι πολεμιστές και οι ήρωές σου ψάλλουν σχεδόν τα νικητήρια … αλλά άκουσε, φίλη αδελφή· από τους Αγαρηνούς εις την έβδομη εκατοντάδα ενοχλείσαι, και υπολόγισε σχεδόν προς τον τεσσαρακοστό, και δες ότι θα είσαι τροπαιούχος και θα νικήσεις αυτόν». Στα δύο τελευταία Θ΄– Ι΄κεφάλαια της προφητείας γίνεται λόγος για την κατάσταση στην Πολωνία κατά τον 17ο και 18ο αιώνα, καθώς και για τους πολέμους των ηγεμόνων της Γερμανίας μέχρι την εποχή του Ιωσήφ Α΄και του Καρόλου ΣΤ΄τελευταίου απευθείας απόγονου των Αψβούργων.
Το Ι΄κεφάλαιο και μαζί μ’ αυτό και η «προφητεία» κλείνει με τις χρησμολογίες περί ταπεινώσεως της Παπικής Εκκλησίας και θριάμβου της Ορθοδοξίας καθώς και με τις χρησμολογίες για την εξολόθρευση των απίστων: «το ασεβές του διαβόλου σχολείο, το οποίο φαίνεται στους ανθρώπους άγιο, θα αφανιστεί ολόκληρο … εμπρός, εμπρός ώ γένος ευσεβές, αγαλλίασε με το ψαλτήρι και την κιθάρα … Και να πλήθος μεγάλης στρατιάς ουράνιας, οδήγησε τον μέγα δράκοντα, και έδεσαν αυτόν με ισχυρά δεσμά, και τον έριξαν στα Τάρταρα στο καμίνι της φωτιάς».
Αυτές είναι οι προφητείες του Αγαθάγγελου. Στηριζόμενες σε νεότερα γεγονότα, ιδιαίτερα του 17ου και του 18ου αιώνα και παρουσιαζόμενες ότι είχαν γραφτεί πολλούς αιώνες νωρίτερα, με αποτέλεσμα να φαίνονται πως επαληθεύτηκαν, ενίσχυαν την εμπιστοσύνη του λαού προς τον Αγαθάγγελο και εξαιτίας αυτού του γεγονότος ρίζωναν ακόμη περισσότερο τις βλέψεις των Ελλήνων, πιστεύοντας πως θα πραγματοποιηθούν μελλοντικά και οι προρρήσεις για την ανασύσταση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και η ελευθερία του σκλαβωμένου Γένους μας. Από την άποψη αυτή λοιπόν ιδωμένο το βιβλίο του Πολυειδή, αφού συνδέθηκε με την ιστορία του έθνους μας, δεν είναι άξιο παραβλέψεως· δικαίως ο Ιωάννης Φιλήμων[1] λέγει περί αυτού: «Το πλήθος χειραγωγούνταν ωφέλιμα και από τις οπτασίες του Αγαθάγγελου, πίστευαν δογματικά τη μέλλουσα μεταβολή της τύχης του».
Αλλά από το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα η πίστη στις «προφητείες» αυτές και σε άλλες παρόμοιες κατά της Τουρκοκρατίας λοιπών «οραματιστών», άρχισε να κλονίζεται. Διότι ενώ οι ενέργειες της Ρωσίας κατά την εποχή εκείνη, θεωρήθηκαν πως είχαν σκοπό την εξαφάνιση του Τουρκικού κράτους και την απελευθέρωση των Ελλήνων, δυστυχώς διαψεύστηκαν οικτρά, όταν άρχισαν οι σφαγές, οι λεηλασίες και οι άλλες βίαιες ενέργειες του βάρβαρου κατακτητή στην Πελοπόννησο και αλλού. Η απογοήτευση υπήρξε μεγάλη γι’ αυτό και έχουμε την σύμπτωση απόψεων στις κρίσεις τους, των τότε Ελλήνων χρονογράφων. Έτσι ο Αθανάσιος Υψηλάντης[2] γράφει: «Και έγινε η ειρήνη μεταξύ Οθωμανών και Μοσχόβων εις καιρό όπου, κατά τους χρησμούς τόσων πολλών ανδρών …, ήταν ανάγκη να παρθεί η Πόλη από τους Μοσχόβους και να ελευθερωθούν οι Ρωμαίοι από την οθωμανική σκλαβιά και να αναστηθεί η Ρωμαϊκή βασιλεία. Είναι φανερό λοιπόν ότι για τις αμαρτίες μας παρεχώρησε ο Θεός και δεν έγινε το διά χρησμών βεβαιωμένο … Αν λοιπόν εις καιρό που έχει οριστεί από τους χρησμούς και μετά από τόσες πολλές και τέτοιου είδους νίκες των Μοσχόβων κατά των Οθωμανών και σε τέτοιου είδους ευκαιρία δεν ελευθερωθήκαμε εμείς οι Ρωμαίοι, είναι πολύ δύσκολο να γίνει από δω και στο εξής η ανάσταση της Ρωμαϊκής βασιλείας, αφού δεν έμεινε χρησμός κάποιου άλλου χρησμολόγου γι’ αυτή» Τα μετά την Άλωσιν, σελίδα 534.
Αλλά και ο σύγχρονος του Υψηλάντη ο Καισάριος Δαπόντες[3] αναφερόμενος στον Αναστάσιο Γόρδιο[4] γράφει πως αυτός σε ανέκδοτο έργο του κατά των Λατίνων, εκφράζεται εναντίον των χρησμών και ισχυρίζεται «ότι δεν μπορεί να αναστηθεί πλέον η βασιλεία των Ρωμαίων, όπως προείπαν οι χρησμοί». Και αναφέροντας τη γνώμη αυτή ο Δαπόντες όχι μόνο την επιδοκιμάζει, αλλά και προσθέτει με σχεδόν ίδιες φράσεις με τον Υψηλάντη τα εξής: «Με τον οποίο (Γόρδιο) συμφωνώ και εγώ και λέω, επειδή οι χρησμοί δεν επαληθεύτηκαν κατά τους χρόνους όπου γράφονταν πως ήταν να αναστηθεί και δεν αναστήθηκε, δεν μπορεί πλέον να αναστηθεί … γι’ αυτό δεν μπορούν πλέον οι Ρούσσοι να την πάρουν (την Πόλη) με όσους τρόπους και αν μεταχειριστούν … Διότι, αν το βεβαιωμένο διά χρησμών, ο Θεός εξαναγκασθείς (να με συγχωρέσει ο Θεός, που τολμάω και το λέω) από τις αμαρτίες μας το εμπόδισε, παρεχώρησε και δεν έγινε στο καιρό που έπρεπε να γίνει … Με ποιο τρόπο λοιπόν από τώρα και στο εξής μπορεί να γίνει η ανάσταση της Ρωμαϊκής βασιλείας, αφού πλέον βεβαίωση και χρησμός κάποιου άλλου χρησμολόγου γι’ αυτή δεν απέμεινε; Έτσι λοιπόν έχοντας τα πράγματα, δεν είναι δυνατόν πλέον να βασιλεύσουν στην Πόλη ούτε Ρωμαίοι, ούτε Ρούσσοι μέχρι τη συντέλεια του κόσμου. Ας μας ελεήσει δε ο πολυέλεος Θεός και ας μας δώσει την επουράνια βασιλεία του και ας λείψει η επίγεια» Σάθα, Μεσ. Βιβλ. Γ΄119.
Μέσα σ’ αυτό το σχήμα των αλλεπάλληλων ψευτοπροφητειών και χρησμών, το οποίο μάλιστα είναι και προσανατολισμένο προς τη φιλορωσική πολιτική, στο οποίο βεβαίως εντάσσεται και ο Αγαθάγγελος, ο Μητροπολίτης Μυρέων Ματθαίος διαθέτοντας την ελλείπουσα από πολλούς συγχρόνους του κοινή λογική, γράφει στις αρχές του 17ου αιώνα ένα χαριτωμένο και σκωπτικό τετράστιχο:
Ελπίζομεν και εις τα ξανθά γένη να μας γλυτώσουν
νάρθουν από τον Μόσχοβο, να μας ελευθερώσουν.
Ελπίζομεν εις τους χρησμούς στις ψευτοπροφητείες
και τον καιρό μας χάνουμε στις ματαιολογίες
Εξαιτίας της τραγικής διάψευσης των αλλεπάλληλων ψευτοπροφητειών και χρησμών και της επελθούσης πικρής και απελπιστικής απογοήτευσης που γνώρισε το Έθνος κατά την εποχή εκείνη, ο Αγαθάγγελος έπαψε να έχει την επίδραση που είχε μέχρι τότε. Με την έλευση όμως του Όθωνα οι ελπίδες των Ελλήνων αναπτερώθηκαν και πάλι, και ο Αγαθάγγελος γνώρισε καινούργιες δόξες, γνωρίζοντας αλλεπάλληλες εκδόσεις μέχρι την περίοδο του Κριμαϊκού πολέμου. Μετά το τέλος αυτού κατέπεσε σε παντελή εγκατάλειψη και αφάνεια.
Παρατηρήσεις
[1] Ιωάννης Φιλήμων: Έλληνας ιστορικός συγγραφέας (1798 - 1874) του 19ου αιώνα, εκδότης και της εφημερίδας Αιών
[2] Αθανάσιος Κομνηνός Υψηλάντης: Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1711. Ήταν γόνος της γνωστής ιστορικής οικογένειας των Υψηλάντηδων. Διακρίθηκε ως συγγραφέας πολιτικών, ιστορικών και θρησκευτικών έργων. Άγνωστο το πότε πέθανε. Πάντως το 1789 γνωρίζουμε ότι ήταν εν ζωή.
[3] Καισάριος Δαπόντες: Ο Κωνσταντίνος μετέπειτα Καισάριος Δαπόντες (1713 – 1784) ήταν ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες στιχουργούς και χρονογράφους του 18ου αιώνα.
[4] Αναστάσιος Γόρδιος: Υπήρξε Έλληνας λόγιος του 17ου αιώνα και πολυμαθής. Γεννήθηκε το 1654 στους Βρανιανούς των Αγράφων και πέθανε το 1729 σε ηλικία 75 χρονών στο μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής των Βρανιανών, όπου προηγουμένως δίδαξε πολλά χρόνια τα ελληνικά γράμματα. Είναι άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας και η μνήμη του τιμάται στις 7 Ιουνίου.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Εγκυκλοπαίδεια Ελευθερουδάκη
2. Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος – Λαρούς – Μπριτάνικα
3. https://el. wikipedia.org/: Για ονόματα προσώπων
ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΠΑΘΟΛΟΓΙΚΗ ΣΑΛΟΤΗΤΑ.... (4ο ΜΕΡΟΣ)
Ο λόγος του Θεού ορίζει ότι για κάθε προσαγωγή στο Θεό είναι
αναγκαία η πίστη. «Πιστεῦσαι δεῖ τὸν προσερχόμενον τῷ Θεῷ ὅτι ἔστι καὶ τοῖς
ἐκζητοῦσιν αὐτόν μισθαποδότης γίνεται» (Εβρ. 11: 6) , και υπογραμμίζουν οι
Πατέρες ότι η εμπειρία αυτή «τῆς καταλήψεως τοῦ νοός ὑπό τῆς τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος κοινωνίας» έρχεται μόνον «ψυχῇ τε ἁγίᾳ καὶ πιστῇ» (Μακαρίου
Αιγυπτίου, Ομιλία 18, κεφ. 2, PG 34, 636) . Στην αρχή της διήγησης
ζητά ο συγγραφέας από τους ακροατές να προσέξουν τα λεγόμενα με φόβο Κυρίου και
με πίστη χωρίς δισταγμούς «Αἰτῶ δὲ πάντας μετὰ φόβου Κυρίου τοῖς
λεγομένοις προσέχειν, καὶ τῆς πρεπούσης ἀληθινής Χριστιανοῖς πίστεως
ἀδιαστάκτου» (Λεοντίου Νεαπόλεως, Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ διὰ Χριστόν
σαλὸς , PG 93, στ. 1672C.) , και στο τέλος επίσης, τονίζει ο Συμεών
στον μαθητή του (τον διάκονο Ιωάννη) ότι η πίστη είναι αυτή που θα κάνει τους
άλλους να δεχθούν όσα είπε και να μη τα φανερώσει σε ανθρώπους δίχως
πίστη «ταῦτα δὲ καὶ ἄλλα πλείστα παρήγγειλεν μήτε εἰπεῖν ποτέ τινι διὰ
τὸ μη πάντας μετὰ πίστεως δέχεσθαι τὰ λεγόμενα» (Λεοντίου
Νεαπόλεως, Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ διὰ Χριστόν σαλὸς , PG 93, στ. 1744). Τίθεται
εδώ το θέμα της πίστης ως απαραίτητο στοιχείο στη θεολογία όχι μόνο των σαλών
αλλά και των ακροατών ή αναγνωστών των βίων τους, διότι χωρίς ένα ελάχιστο
επίπεδο θεολογικής μόρφωσης εκ μέρους των πιστών, θα φαίνονται τα λεγόμενα σαν
κάτι παράλογο ή σαν ψέμα. Άρα αναγκαία προϋπόθεση της θεολογίας είναι η πίστη.
Η πίστη του σαλού είναι φανερή όχι μόνο από τα έργα αλλά και από
την ομολογία. Λόγου χάριν, όταν ήθελαν οι απεσταλμένοι του Πατριάρχη και του
Αυτοκράτορα να διαπιστώσουν την ορθοδοξία του φρονήματος του οσίου Σάββα του
νέου και του δια Χριστόν σαλού, ο ίδιος δε δίστασε καθόλου να τους γράψει –
επειδή ήταν σε κατάσταση σιωπής - κατά γράμμα το σύμβολο της Πίστεως (Φιλοθέου
Κοκκίνου, Βίος Ἁγίου Σάββα του Νέου, έκδ. Δ. Τσάμη, Επιστ. Επ. Α.Π.Θ.,
Τόμος 27,Θεσσαλονίκη 1972, παράρτ. 56). Η σωστή και ζωντανή πίστη (εμπιστοσύνη)
στό Θεό οδηγεί το σαλό να αφήσει τη ζωή του στη Θεία Πρόνοια: «Ὁ Θεός,
ὁ θεός… τὸ θέλημά σου φανέρωσον τοῖς δούλοις σου» (βλ. Λεοντίου
Νεαπόλεως, Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ διὰ Χριστόν σαλὸς , PG 93, στ. 1676 C.). Η
ζωντανή αυτή πίστη στο Χριστό φαινόταν στα πρόσωπα των μαθητών, οι οποίοι μόλις
ομολόγησαν τη θεότητα του Χριστού, οδηγήθηκαν στο όρος Θαβώρ. Εκεί, εκπληρώθηκε
ο λόγος του Κυρίου και είδαν το φως της μεταμορφώσεώς Του: «τὴν
Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐληλυθυῖαν ἐν δυνάμει» (Μρκ. 9,1.). Η ίδια
σειρά γεγονότων επαναλαμβάνεται στη ζωή του σαλού, ως ένθερμου μαθητή του
Χριστού, ώστε να αφήσει το είναι του στα χέρια του Κυρίου, ο οποίος τον
καθοδηγεί στο να βιώσει την θαβωρική εμπειρία. Επομένως είναι σε θέση να
θαυμάζει και να περιγράφει την θεοπτία· όπως λόγου χάριν, όταν εξέφρασε με
λόγια ο όσιος Ανδρέας την ακατάληπτη Θεότητα: «πνεῦμά ἐστιν ἡ θεότης,
ἀποκορυφότερον, ἀδηλότερον, ἀθέατον, ἀκόρεστον τῇ ἡδονῇ, ὑπεράπειρον, πολλά μὲν
νοούμενον, ἐπεὶ ἡ οὐσία αὐτοῦ ἀπερίγραπτος καὶ ἀπόρρητον, ὅσον ἐστίν καὶ
θεωρεῖν οὐ δύναται, διὰ τὸ τὸν νοῦν μὴ χωρεῖν τὸν ἀνθρώπινον» (Νικηφόρου
πρεσβ. Κωνστ/πόλεως, Βίος ἁγίου Ἀνδρέου τοῦ διὰ Χριστὸν σαλοῦ, PG 111, 881 C -
D.). Προσέθετε αλλού: «οὐκ ἐστι ὁ Θεὸς ἀνθρωπόμορφον, οὔτε ἑώρακεν
αὐτὸν τις ὡς ἔστι, ἵνα τὴν αὐτοῦ μορφὴν διηγήσεται» (Νικηφόρου
πρεσβ. Κωνστ/πόλεως, Βίος ἁγίου Ἀνδρέου τοῦ διὰ Χριστὸν σαλοῦ, PG 111, 808 D).
Για να φτάσει ο σαλός σε τέτοιο ύψος
φωτισμού, έπρεπε να έχει ασκηθεί πριν μέσα στην ησυχία. Η ησυχαστική θεολογία
των σαλών "κυοφορήθηκε", εμποτίστηκε καὶ αναπτύχθηκε στην έρημο, όπου
ασκήτεψε ο Συμεών με τον συνασκητή του Ιωάννη για τρεις δεκαετίες, «Νομίζω,
ἀδελφέ, ὁ Σατανᾶς ἐφθόνησεν τὴν ἡσυχία ἡμῶν, καὶ ὑπέβαλέν σοί τὸν λογισμόν
τοῦτον» (Λεοντίου Νεαπόλεως, Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ διὰ Χριστόν σαλὸς ,
PG 93, 1704 Β) . Πάντα ήταν ο Διάβολος ο πρώτος εχθρός της ησυχαστικής
άσκησης, διότι η έρημος θεωρείται το καλύτερο πεδίο μάχης όπου μπορεί ο ασκητής
να μάχεται και να νικά τους πειρασμούς, «ὡς διατέλεσαν εἰς τὴν ἔρημον
ἀσκοῦντες ἐν πάσῃ ἀσκήσει καὶ κακοπάθειᾳ, πολλούς καὶ ἀφάτους πειρασμούς,
ὑπομείναντες ἐκ τοῦ διαβόλου, καὶ τοῦτον νικήσαντες» (Λεοντίου
Νεαπόλεως, Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ διὰ Χριστόν σαλὸς , PG 93, 1701D.). Γι ’ αυτόν
το λόγο προειδοποιεί ο Ιωάννης τον Συμεών για τους κινδύνους εκτός ερήμου και
μακριά από την ησυχία: «Ἀσφάλεσαι σεαυτόν ἵνα μὴ ὅσα συνῆξεν ἡ ἔρημος,
σκορπίσῃ ὁ κόσμος, καὶ ὅσα ὠφέλησεν ἡ ἡσυχία, βλάψῃ ἡ ταραχή, καὶ ὅσα ἤνεγκεν ἡ
ἀγρυπνία, διὰ ὕπνου ἀπολέσῃς, μὴ τὴν σωφροσύνην τοῦ μοναχικοῦ διαφθείρῃ βίου ή
ἀπάτη τῶν κοσμικῶν… Μὴ τῶν ποδών βαδιζόντων, συνορχήσηται ἀτάκτως καὶ ἡ ἔνδον
ἡσυχία» (Λεοντίου Νεαπόλεως, Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ διὰ Χριστόν σαλὸς ,
PG 93, 1705 Α και Β.). Γι ’ αυτό και έλκουν οι σαλοί προς την ησυχία όσους
προσεγγίζουν την πηγαία θεολογία τους, ιδιαιτέρως τους έμπιστούς τους φίλους (Η
περίπτωση των υποτακτικών τους: ο Επιφάνιος, στενός φίλος του Ανδρέα, και ο
διάκονος Ιωάννης φίλος του Συμεών, ακόμη και οι βιογράφοι τους.). Η βιωματικώς
παρουσιαζόμενη θεολογία τους προκαλεί και ευαισθητοποιεί τους άλλους να
κινηθούν στη "συχνότητά" τους, για να βιώσουν και οι ίδιοι την
γλυκύτητα της παρουσίας του Θεού μέσα τους. Η ασκητική ζωή ενταγμένη οργανικά
στον Ησυχασμό, έχει όχι μόνο θεολογική βάση αλλά και θεολογική βαθύτητα.