Σάββατο 26 Φεβρουαρίου 2022

ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΟΝ

Είναι γνωστό ότι για την Εκκλησία μας, μολονότι το κάθε Σάββατο το έχει αφιερωμένο στους αγίους μάρτυρες και στους κεκοιμημένους πιστούς της, δύο είναι τα ψυχοσάββατα: αυτό της παραμονής της Κυριακής των Απόκρεω και αυτό της παραμονής της αγίας Πεντηκοστής. Γι’  αυτό και κατά τις δύο αυτές ημέρες ακούμε το συναξάρι να σημειώνει: «Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνείαν πάντων τῶν ἀπ’ αἰῶνος κοιμηθέντων εὐσεβῶς, ἐπ’ ἐλπίδι ἀναστάσεως ζωῆς αἰωνίου, οἱ θειότατοι Πατέρες ἐθέσπισαν» (Την ίδια ημέρα, οι θειότατοι Πατέρες θέσπισαν να θυμόμαστε όλους τους απαρχής ευσεβώς κεκοιμημένους, αυτούς δηλαδή που έφυγαν από τον κόσμο αυτόν με την ελπίδα της αναστάσεως της αιώνιας ζωής).

Για την Εκκλησία οι κεκοιμημένοι δεν αποτελούν τμήμα του κόσμου που «τελείωσε και έφυγε» – ό,τι πιστεύουν πολλοί που την ύπαρξή τους την έχουν περικλείσει στα ασφυκτικά πλαίσια του κόσμου τούτου, γιατί έχουν διαγράψει τον Θεό και τον Χριστό από τη ζωή τους. Οι κεκοιμημένοι συνιστούν οργανικό κομμάτι της Εκκλησίας, κομμάτι δηλαδή του σώματος του Χριστού, διότι ο θάνατος δεν είναι η θύρα που οδηγεί στην ανυπαρξία, αλλά η θύρα που εκβάλλει στην αγκαλιά του Χριστού. Όπως οι πιστοί ζούμε στην αγκαλιά αυτή στον κόσμο τούτο, το ίδιο και ακόμη περισσότερο συμβαίνει και την ώρα του θανάτου μας και μετέπειτα. Μας το λέει με άμεσο τρόπο ο απόστολος Παύλος, βασισμένος βεβαίως στην Ανάσταση του ίδιου του Κυρίου Ιησού Χριστού: «ἐάν τε ζῶμεν, ἐάν τε ἀποθνῄσκωμεν, τοῦ Κυρίου ἐσμέν» (είτε είμαστε στη ζωή αυτή είτε φεύγουμε από τη ζωή αυτή, στον Κύριο ανήκουμε).

Κι είναι ευνόητο: ο Κύριος ως Παντοκράτωρ, ως Δημιουργός και Προνοητής και Κυβερνήτης του κόσμου όλου, ως «ὁ ἐξ Οὗ καί δι’ Οὗ καί εἰς Ὅν τά πάντα ἔκτισται», μάς δίνει τη δυνατότητα να ζούμε και εδώ στον κόσμο τούτο ψυχοσωματικά, αλλά και μετά τον θάνατό μας ως ψυχές, πολύ περισσότερο έπειτα μετά τη Δευτέρα Του Παρουσία που θα αναστήσει τα σώματά μας για να ενωθούν και πάλι με τις ψυχές μας, ώστε ολόκληροι να ζούμε μέσα στην παρουσία Του, είτε θετικά (Παράδεισος) είτε δυστυχώς αρνητικά (Κόλαση). Αν υπάρχει δηλαδή και υφίσταται η ζωή, αυτό οφείλεται στην πηγή της που είναι ο ίδιος ο Θεός. «Ἐγώ εἰμι ὁ Ὤν». «Ὅτι παρά Σοί πηγή ζωῆς». «Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή». Ο Κύριος είναι ο Θεός των ζώντων και των κεκοιμημένων.

Αυτούς λοιπόν τους κεκοιμημένους, ιδίως τους εν πίστει κεκοιμημένους, θυμόμαστε τα Σάββατα και κατεξοχήν τα ψυχοσάββατα, σαν το σημερινό, με σκοπό αφενός να προσευχηθούμε για την εν Κυρίῳ ανάπαυσή τους – ως άνθρωποι μπορεί να μην είχαν ολοκληρώσει τη μετάνοιά τους – αφετέρου να προκληθούμε οι εν κόσμῳ ακόμη ευρισκόμενοι ώστε να βαθύνουμε τη μετάνοιά μας, να νιώσουμε ενόψει του ορίου του θανάτου ότι η αληθινή ζωή είναι η ζωή που έχει αιώνιο χαρακτήρα και δεν είναι αυτή που εκτρέφει απλώς τα πάθη μας, κατεξοχήν τον εγωισμό και τα όποια παρακλάδια του - να προσανατολίσουμε την καρδιά και τη σκέψη μας στην εντολή του Κυρίου «ζητεῖτε πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην Αὐτοῦ καί ταῦτα πάντα (όλα τα απαραίτητα για τα προς το ζην) προστεθήσεται ὑμῖν».

Και πρέπει να τονίσουμε ότι τα δύο αυτά: προσευχή υπέρ των κεκοιμημένων, πρόκληση να μετανοήσουμε αληθινά, δεν είναι απλώς προσθετικές καταστάσεις με την έννοια  να κάνουμε το ένα, αλλά ευκαιρία να κάνουμε και το άλλο. Κι αυτό γιατί το ένα συνιστά προϋπόθεση του άλλου. Μετανοώ σημαίνει ότι αλλάζω νου, αλλάζω τρόπο θέασης των πραγμάτων, αλλάζω ζωή – επιστρέφω προς τον Θεό μένοντας πάνω στο άγιο θέλημά Του, την αγάπη. Κι αυτό θα πει ότι αρχίζω, κατά την αναλογία της μετάνοιάς μου, να αγαπώ σωστά και τον Θεό και τον συνάνθρωπό μου, τον συνάνθρωπο μάλιστα που ευρίσκεται όπου γης αλλά και σε οποιοδήποτε βάθος χρόνου. Μη ξεχνάμε ότι κατά την πίστη μας ο χριστιανός συνιστά «μίμημα Χριστού» ως κατ’ εικόνα Εκείνου δημιουργημένος, συνεπώς το φρόνημα Χριστού που περιέκλειε μέσα Του σύμπασα την ανθρωπότητα, τοπικά και χρονικά, αποτελεί όριο και του κάθε χριστιανού, οπότε και ο μετανοών χριστιανός τον όποιο συνάνθρωπο, στην όποια τοπική αλλά και χρονική έκταση, τον περικλείει στην ύπαρξή του, θεωρώντας τον οργανικό κομμάτι δικό του. Η προσευχή του λοιπόν και για τους κεκοιμημένους είναι όχι απλώς ευκταία κατάσταση, αλλά δεδομένη πραγματικότητα της συνείδησής του, οφειλή που χωρίς αυτήν εκπίπτει σχεδόν από την πίστη του. «Ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν».

Κι η Εκκλησία μας λοιπόν με αφορμή το όριο του θανάτου μάς καλεί σε μετάνοια, σ’ αυτήν την απεραντοσύνη της εν Κυρίῳ εμπειρίας της, στην αληθινή ζωή με βάση τις εντολές του Θεού. Γιατί είναι δυστυχώς πολύ εύκολο στον κόσμο τούτο που ευρισκόμαστε, τον πεσμένο στην αμαρτία, να εκτραπούμε από την Οδό του Χριστού και να προσκολληθούμε στα πάθη μας που ελκύονται από τη γοητεία της σαρκολατρείας του κόσμου. Ένας ύμνος μάλιστα από τους πολλούς που μας προσφέρει είναι πολύ χαρακτηριστικός για την αποτίναξη της πλάνης των αισθήσεων και το άνοιγμα των οφθαλμών στην όντως πραγματικότητα του Θεού.

«Πάντες οἱ τῷ βίῳ προστετηκότες, δεῦτε ἐν τοῖς τάφοις ἐξεστηκότες, ἐγκύψατε, ἴδετε τοῦ κόσμου τήν ἀπάτην∙ ποῦ νῦν τοῦ σώματος τό κάλλος καί ἡ δόξα τοῦ πλούτου; Ποῦ δέ ἡ ἔπαρσις τοῦ βίου; Ὄντως μάταια πάντα∙ διό κράξωμεν πρός τόν Σωτῆρα∙ Οὕς ἐξελέξω ἐκ τῶν προσκαίρων ἀνάπαυσον, διά τό μέγα σου ἔλεος».

(Όσοι είστε προσκολλημένοι εμπαθώς στη ζωή αυτή, εμπρός σκύψτε προσεκτικά πάνω στους τάφους έκθαμβοι και δείτε την απάτη του κόσμου. Πού είναι τώρα η ομορφιά του σώματος και  η δόξα του πλούτου; Πού είναι η αλαζονεία της ζωής; Πράγματι, όλα είναι μάταια. Γι’ αυτό ας φωνάξουμε δυνατά προς τον Σωτήρα Χριστό: Αυτούς που πήρες από τα πρόσκαιρα ανάπαυσέ τους, λόγω του μεγάλου Σου ελέους).

Αναφέρεται σε όλους εμάς που δεν βρισκόμαστε στο κανονικό επίπεδο των αληθινών υιών: να είμαστε προσκολλημένοι στον Κύριο από την αγάπη μας γι’ Αυτόν. Προσκολλημένοι συχνά – ή ίσως διαρκώς; - στις μέριμνες του βίου, γοητευμένοι από τα πάθη μας, ξεχνάμε το ουσιαστικότερο για τη σωτηρία μας: την αιώνια ζωή ως ζωντανή σχέση με τον Θεό. Κι έρχεται η επαφή μας με τους τάφους, λόγω και της ημέρας, να θυμηθούμε ότι τελικά ό,τι κάνουμε και επιδιώκουμε στη ζωή αυτή, αν δεν χρωματίζεται από τον Χριστό, είναι μάταιο: ομορφιά, πλούτος, θέσεις, αξιώματα. Πόσο θα πρέπει να θυμόμαστε τα λόγια της Γραφής ήδη από την Παλαιά Διαθήκη: «Ματαιότης ματαιοτήτων, τά πάντα ματαιότης». Καί: «μιμνῄσκου τά ἔσχατά σου καί οὐ μή ἁμάρτῃς εἰς τόν αἰῶνα» (θυμήσου το τέλος σου και ποτέ δεν θα αμαρτήσεις). Αν δεν μας κινεί η αγάπη του Θεού, τουλάχιστον ας μας κινεί ο φόβος του θανάτου. Μπορεί να μην είναι ό,τι καλύτερο, τουλάχιστον όμως μπορεί να αποβεί σωτήριο.


ΠΗΓΗ


Π. ΔΙΑΘΗΚΗ - ΑΣΘΕΝΕΙΕΣ (ΣΤ΄ ΜΕΡΟΣ)



Η σύνδεση αμαρτίας και ασθένειας, όπως ήταν αναμενόμενο, πέρασε και στο θρησκευτικό του νόμο του Ισραήλ, με σκοπό να ριζώσει στη συνείδηση του λαού. Ιδιαίτερα η ασθένεια προβαλλόταν από το νόμο ως μία από τις πιο σοβαρές κατάρες που θα έπληττε το λαό για την απιστία και την ανυπακοή του στις εντολές του Θεού. Αντίθετα, η φύλαξη των εντολών θα επέφερε πολλές ευλογίες ανάμεσα στις οποίες υγεία, μακροημέρευση και γονιμότητα. Στις πρώτες νομοθετικές ρυθμίσεις για τη ζωή της ισραηλιτικής κοινότητας στη γη Χαναάν, ο Θεός υπόσχεται μέσα στο νόμο ότι όταν ο λαός θα τηρεί τους όρους της Διαθήκης, δηλαδή θα τον αναγνωρίζει ως Κύριο και Θεό του και θα πράττει όλα όσα είναι ευάρεστα ενώπιον Του, τότε και Αυτός θα τον προικίζει με μία σειρά από ευλογίες. Ευλογίες που θα συνίστανται στην αποσόβηση του κινδύνου της ασθένειας και στη δωρεά της υγείας, της γονιμότητας, της μακροημέρευσης (Εξ 23:24-26).
Στο βιβλίο του Λευιτικού επίσης περιλαμβάνονται ευλογίες και κατάρες από την τήρηση και τη μη τήρηση του νόμου αντίστοιχα. Ανάμεσα στις τιμωρίες συγκαταλέγονται διάφορες ασθένειες και ανάμεσα στις ευλογίες συγκαταλέγεται πάλι η γονιμότητα και αύξηση του έθνους. Αν οι Ισραηλίτες τηρούσαν τους νόμους της Διαθήκης, θα απολάμβαναν ευημερία και πολυτεκνία (Λευ 26:9). Αν έδειχναν απείθεια και αποστροφή στις θείες εντολές και δεν τηρούσαν τα προστάγματα του Θεού, τότε θα υπέφεραν από συγκεκριμένες και κατονομαζόμενες πληγές και ασθένειες (Λευ 26:16).
Ένα παράδοξο φαινόμενο σημειώνεται στο βιβλίο του Ιερεμία. Από τη μια μεριά, ο προφήτης προσευχόταν συνεχώς για την ίαση του λαού του και από την άλλη εξαπέλυε κατάρες εναντίον αυτών που συνωμοτούσαν να τον σκοτώσουν. Βαριές ήταν οι κατάρες του, σαν αυτές που περιέχονται στο Δευτερονόμιο. Τους καταριόταν με όλα τα δεινά που ήταν γνωστά στον κόσμο της ανατολής, πείνα, θανατηφόρα ασθένεια και θάνατο στον πόλεμο (Ιερ 18:21). Στην κατακλείδα του λόγου του (Ιερ 18:23) λέγοντας «ασθένεια» εννοεί τη γενική καταστροφή τους. Το ερώτημα που προκύπτει είναι γιατί ο προφήτης επιθυμεί την τιμωρία των εχθρών του. Συμβάλλει με αυτό στη γενικότερη θεραπεία του λαού του ή απλά ζητάει προσωπική εκδίκηση για την πληγωμένη περηφάνια του; Προφανώς το πρώτο. Αυτοί που εχθρεύονταν τον προφήτη, απέρριπταν ουσιαστικά τον Θεό και αν έβλεπαν τις προφητείες του να μην εκπληρώνονται, θα αποδεικνυόταν και το έργο του προφήτη ψευδές και ο Γιαχβέ της Διαθήκης ανύπαρκτος. Η τιμωρία λοιπόν της δικής τους αδικίας και αμαρτίας ήταν σημάδι ότι ο Κύριος ζει και ότι αυτά που λέει είναι αληθινά. Επίσης, ο ιερός Χρυσόστομος περαιτέρω εξηγεί ότι όλοι αυτοί που έκαναν σχέδια συνωμοσίας για να βρουν επιλήψιμα στοιχεία στα λόγια του προφήτη ή για να τον θανατώσουν, έπρεπε να απολεσθούν, ώστε να μην βλάψουν και να μην παρασύρουν με τις ψεύτικες κατηγορίες τους τον υπόλοιπο λαό στη συνέχιση της αμαρτωλής ζωής του (Βλ. Ιωάννου Χρυσοστόμου, Εξήγησις εις τον Ιερεμίαν Προφήτην, PG 64, 923).
Η πίστη ότι η ασθένεια είναι αποτέλεσμα της αμαρτίας δεν εκφράστηκε μόνο στο θρησκευτικό νόμο του ισραηλιτικού λαού, αλλά και στον ποιητικό του λόγο και ιδιαιτέρως στους ψαλμούς. Οι ψαλμοί γράφτηκαν από διάφορους ανθρώπους σε διάφορες χρονικές περιόδους της ιστορίας του Ισραήλ, με σκοπό να εξυπηρετήσουν τις λατρευτικές ανάγκες των πιστών σε προσωπικό και συλλογικό επίπεδο. Σ’ αυτούς αποτυπώθηκαν ποικίλα συναισθήματα και εμπειρίες του λαού, όπως ο ύμνος, η δοξολογία, η ευχαριστία, η δέηση, η δοκιμασία, ο θρήνος, η μετάνοια, η εμπιστοσύνη στο Θεό. Η ασθένεια, ως μία κατάσταση δοκιμασίας του ανθρώπου, δεν έμεινε εκτός της προσευχητικής διαδικασίας του αρχαίου Ισραήλ. Γι’ αυτό και στο βιβλίο των Ψαλμών υπάρχουν ψαλμοί που συντέθηκαν από ανθρώπους ασθενείς, οι οποίοι αποτύπωσαν στην προσευχή το βίωμά τους: τα συναισθήματα, τη μετάνοια και την ελπίδα τους ότι ο Θεός θα αποκαταστήσει την υγεία τους.


Κυριακή 20 Φεβρουαρίου 2022

Ο αδελφός του Ασώτου


   Η παραβολή του ασώτου υιού είναι αρκετή από μόνη της να μας διδάξει όλο το μυστήριο της πατρικής θεϊκής αγάπης και του τρόπου σωτηρίας και επιστροφής των ανθρώπων στον Θεό. Έτσι, συνήθως, δίνεται μεγαλύτερη σημασία στον άσωτο υιό και στον τρόπο σωτηρίας του, αλλά και στην παρουσία του πατέρα, ο οποίος με την άφατη πατρική αγάπη του δέχεται πίσω τον άσωτο γιο του. Ο άλλος γιος όμως, ο αδελφός του ασώτου, μένει στο περιθώριο, χωρίς να ασχοληθεί κανείς μ’ αυτόν. Όμως, όταν ακούω την παραβολή αυτή, το μυαλό μου μένει σ’ αυτόν τον τύπο του ανθρώπου, γιατί αισθάνομαι ότι εμείς οι «θρήσκοι» μοιάζουμε μ᾽ αυτόν οι περισσότεροι.

   Κινδυνεύουμε από το σύνδρομο αυτού του ανθρώπου. Είναι ένας μεγάλος κίνδυνος, που παραμονεύει όλους μας. Στο Ευαγγέλιο γίνεται αναφορά για τον μεγαλύτερο γιο με λίγα λόγια. 
  Όταν επέστρεψε ο άσωτος υιός και έγινε η υποδοχή του από τον πατέρα και διέταξε να φέρουν την πρώτη στολή για να τον ντύσουν, και να θυσιάσουν το μοσχάρι το σιτευτό και να γίνει χαρά και ευφροσύνη στο σπίτι, γιατί ο άσωτος ήταν σαν νεκρός που επέζησε, και χαμένος και βρέθηκε, λέει η παραβολή στη συνέχεια: «Ην δε ο υιός αυτού ο πρεσβύτερος εν αγρώ».

 Ο μεγαλύτερος υιός ήταν στον αγρό εργαζόμενος στην εργασία του πατέρα του. «Και ως ερχόμενος ήγγισε τη οικία ήκουσε συμφωνίας και χορών», και όταν έφτασε στο σπίτι άκουσε όλη αυτή την ιστορία. Αυτό που μας παραπέμπει στην πιο πάνω στιγμή, που γράφει για τον άσωτο υιό, είναι όταν στράφηκε πίσω και πλησίασε στο σπίτι, και ενώ ήταν ακόμη μακριά, ο πατέρας του έτρεξε και τον αγκάλιασε και τον καταφίλησε και «επέπεσε επί τον τράχηλον αυτού». «Και ιδών αυτόν ο πατήρ εσπλαχνίσθη». Λέει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος έναν ωραίο λόγο: «πώς τον είδε ο πατέρας, αφού ήταν μακριά;» Οι οφθαλμοί του πατέρα έχουν μεγάλο βλέμμα και μεγάλη δύναμη. Τον είδε με τα μάτια της ψυχής του, με την αγάπη του και την ευσπλαγχνία του.

  Έτσι βλέπουμε δύο σκηνές: ο ένας πηγαίνει και όταν πλησιάζει τον δέχεται ο πατέρας του και τον καταφιλεί και τον παρηγορεί και τον ενδύει με τη στολή την πρώτη, ενώ ο άλλος πηγαίνει και μόλις ακούει τους χορούς και τα τραγούδια μέσα στο σπίτι, φωνάζει έναν δούλο του και θέλει να μάθει τι συμβαίνει. Ταράχτηκε, δεν του άρεσε. Ο δούλος τού είπε ότι επέστρεψε ο αδελφός του και ότι ο πατέρας του θυσίασε τον μόσχο τον σιτευτόν, γιατί τον παρέλαβε και τον εδέχθη ζωντανό και υγιή. Τότε ο αδελφός «ωργίσθη και ουκ ήθελεν εισελθείν», οργίστηκε τόσο πολύ, που δεν ήθελε να μπει στο σπίτι. «Ο ουν πατήρ αυτού εξελθών παρεκάλει αυτόν». Τότε βγήκε πάλι ο πατέρας, όπως και προηγουμένως να υποδεχθεί τον άσωτο, και τον παρακαλεί και τον ικετεύει να περάσει στο σπίτι. 

 Αυτός όμως είπε στον πατέρα: «ιδού τοσαύτα έτη δουλεύω σοι και ουδέποτε εντολήν σου παρήλθον, και εμοί ουδέπωτε έδωκας ερίφον ίνα μετά των φίλων μου ευφρανθώ». Έχει τόσα χρόνια που σου δουλεύω και ποτέ δεν παρέβηκα καμμία εντολή σου και σε μένα ποτέ δεν έδωκες ούτε ένα ερίφιο, ώστε να χαρώ με τους φίλους μου. «Οτε δε ο υιός σου ούτος ο καταφαγών σου τον βίον μετά πορνών, ήλθεν, έθυσας αυτώ τον μόσχον τον σιτευτόν».
 Όταν ήρθε ο υιός σου αυτός που σου κατέφαγε την περιουσία, θυσίασες το μοσχάρι το σιτευτόν. Τότε του είπε ο πατέρας: «τέκνον, συ πάντοτε μετ΄εμού ει, και πάντα τα εμά σα εστίν». Παιδί μου, εσύ ήσουν πάντοτε μαζί μου και όλα τα δικά μου ήταν και δικά σου. 
«Ευφρανθήναι δε και χαρήναι έδει, ότι ο αδελφός σου ούτος νεκρός ην και ανέζησε, και απολωλώς ην και ευρέθη». 
Έπρεπε να χαρείς και να ευφρανθείς, διότι ο αδελφός σου αυτός ήταν νεκρός και αναστήθηκε και ανέζησε, ήταν χαμένος και βρέθηκε. Αυτό είναι το κείμενο της περικοπής που αναφέρεται στον δεύτερο υιό. 

  Πράγματι, νομίζω ότι, αν κανείς θέλει να λυπηθεί κάποιον σ’ αυτή την ιστορία, αναπόφευκτα και άξιος πολλών δακρύων είναι ο άλλος υιός, ο μεγάλος αδελφός. Είναι άξιος δακρύων, γιατί τελικά αυτός δεν έζησε πραγματικά μαζί με τον πατέρα, δεν κοινώνησε με τον πατέρα, ούτε χάρηκε, ούτε κατάλαβε τον πατέρα του. Εδώ είναι και η μεγάλη τραγωδία, το ότι δηλαδή αυτό το παιδί συμπεριφέρθηκε έτσι. Γιατί ουσιαστικά ποτέ δεν κατάλαβε τον πατέρα του. 
Ήταν τόσα χρόνια μαζί του, όπως ο ίδιος εκαυχάτο ««ιδού τοσαύτα έτη δουλεύω σοι και ουδέποτε εντολήν σου παρήλθον». Τόσα χρόνια σου δουλεύω, και ακολουθούσα πάντα την εντολή σου, αλλά ποτέ δεν μου έδωσες ούτε ένα κατσίκι, για να φάω με τους φίλους μου. Η τραγωδία βρίσκεται σ’ αυτό το σημείο. Στο ότι δηλαδή τόσα χρόνια δεν κατάλαβε ποιο πατέρα είχε δίπλα του. Ο άσωτος ενώ έκανε τόσες αμαρτίες, φαίνεται ότι κάποια στιγμή ανακάλυψε τον πατέρα του μέσα στην καρδιά του. Όταν όμως κακοπαθούσε και πεινούσε και έβοσκε τους χοίρους και έτρωγε από την τροφή τους, τον είχαν εγκαταλείψει όλοι και κανένας δεν του έδινε σημασία. Ευρισκόμενος μέσα σ’ αυτή την τελεία εξαθλίωση και απόρριψη και εγκατάλειψη, εκεί θυμήθηκε το σπίτι του πατέρα του. Βρήκε τον εαυτό του και αποφάσισε να πάει πίσω στο σπίτι του. Αυτό το έκανε, γιατί ήξερε ποιος είναι ο πατέρας του. Ήταν βέβαιος ότι, αν θα πήγαινε πίσω, ο πατέρας θα τον δεχόταν, και αυτός θα του έλεγε: «πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιον σου, και ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου». Δεν είμαι άξιος να ονομάζομαι γιος σου, αλλά κάνε με σαν έναν από τους δούλους σου.

   Αυτό ήταν το κλειδί που άνοιξε την καρδιά του πατέρα. Αλλά ήξερε τον πατέρα και τον τρόπο που θα μιλήσει σ᾽ αυτόν. Ο μεγάλος δυστυχώς δεν το ήξερε αυτό. Δεν κατάλαβε ποτέ τον πατέρα του.
  Πράγματι, νομίζω ότι, αν κανείς θέλει να λυπηθεί κάποιον σ’ αυτή την ιστορία, αναπόφευκτα και άξιος πολλών δακρύων είναι ο άλλος υιός, ο μεγάλος αδελφός. Είναι άξιος δακρύων, γιατί τελικά αυτός δεν έζησε πραγματικά μαζί με τον πατέρα, δεν κοινώνησε με τον πατέρα, ούτε χάρηκε, ούτε κατάλαβε τον πατέρα του

   Και για τα δικά μας δεδομένα είναι τραγωδία, όταν βλέπουμε ανθρώπους μέσα στην Εκκλησία που εργάζονται, όπως όλοι μας, την πνευματική εργασία, να αγωνίζονται πνευματικά, να διαβάζουν, να νηστεύουν, να προσεύχονται και να κάνουν όλα αυτά τα πράγματα, αλλά να έχουν μία συμπεριφορά ακατανόητη: σαν να μην άκουσαν και δεν είδαν ποτέ τον Θεό μπροστά τους και δεν κατάλαβαν ποτέ το Ευαγγέλιο, σαν να ήταν κάτι άγνωστο γι’ αυτούς. 

Και λέει κανείς, πώς είναι δυνατόν ένας άνθρωπος να είναι τόσα χρόνια μέσα στην Εκκλησία, να κοινωνεί, να προσεύχεται και να έχει σκληρότητα και μία κατάσταση μες στην ψυχή του, που δεν έχει καμιά σχέση με τον Χριστό; Γιατί το παθαίνουμε αυτό; Γιατί παθαίνουμε ό,τι έπαθε και ο μεγάλος υιός. Μας μπαίνει η ιδέα ότι ««ιδού τοσαύτα έτη δουλεύω σοι και ουδέποτε εντολήν σου παρήλθον». Εγώ είμαι τόσα χρόνια δούλος του Θεού, ποτέ δεν παράκουσα μία εντολή. Αυτή η ικανοποίηση του εαυτού μας ότι κάνουμε πράγματα τα οποία είναι ευάρεστα στον Θεό, αυτή η πεποίθηση ότι τηρούμε τις εντολές του Θεού, και πράγματι τις κάνουμε όπως το παιδί της παραβολής, που ήταν τόσα χρόνια στη δούλεψη του πατέρα του, αυτή η πεποίθηση είναι και η αιτία να έχουμε μία εικόνα του εαυτού μας εντελώς λανθασμένη. 

Όταν θα έρθει η ώρα που θα φανεί τι έχουμε μέσα στην ψυχή μας, τότε βγαίνει προς τα έξω ένας εαυτός και ένας άνθρωπος τελείως παράξενος, αλλότριος του Θεού, μάλιστα μ’ ένα πρόσχημα δικαιοσύνης, όπως είχε αυτός ο μεγάλος υιός. Λέει ο μεγαλύτερος υιός προς τον πατέρα του: «ο υιός σου, δεν τον είπε καν αδελφό του, ενώ κατέφαγε την περιουσία σου όλη, και τη ζωή του την πέρασε μέσα στην πορνεία και την ακαθαρσία, ήρθε τώρα πίσω και απολαμβάνει ό,τι είχε προηγουμένως και ακόμα περισσότερα, ενώ αυτός δεν απόλαυσε αυτή την περιποίηση από τον πατέρα. Γιατί λοιπόν αυτό; Διότι ακριβώς δεν αισθάνθηκε ποτέ του την ανάγκη να γνωρίσει τον πατέρα του.

Λέει κάπου ο Χριστός: «αύτη εστίν η αιώνιος ζωή, ίνα γινώσκωσι σε τον μόνο αληθινόν Θεόν και ον απέστειλας Ιησούν Χριστόν». Η αιώνιος ζωή είναι η γνώση του Θεού. Και τι σημαίνει γνώση του Θεού; Αυτό που λέει ο Χριστός: «μάθετε απ’ εμού ότι πράος ειμί και ταπεινός τη καρδία». Τελικά η σχέση μας με τον Θεό δεν είναι σχέση οπαδού. Ο Θεός δεν είναι κάτι που μας αρέσει, και τον πιστεύουμε αλλά είναι κάτι πολύ περισσότερο, γιατί μας αποκαλύπτει τον ίδιο τον εαυτό του. Γι’ αυτό και η δημιουργία μας είναι κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του Θεού, πρέπει να γίνουμε όμοιοι με τον Θεό Πατέρα μας. Πώς μπορούμε διαφορετικά να είμαστε πραγματικά παιδιά του; Αν δεν έχουμε ίχνη που να μοιάζουν μαζί Του, πώς θα του μοιάσουμε; Και για να μην νομίζουμε ότι θα του μοιάσουμε εξωτερικά και έτσι θα γίνουμε όμοιοι με Αυτόν, μας αποκάλυψε ο ίδιος τον εαυτό Του, λέγοντάς μας: «μάθετε απ’ εμού ότι πράος ειμί και ταπεινός τη καρδία και ευρήσετε ανάπαυσιν ταις ψυχαίς υμών». Με έναν λόγο ο Θεός μας αποκάλυψε τον εαυτό Του ολόκληρο. Για να μην πλανώμεθα και να μη βρίσκουμε δικαιολογία ότι δεν ξέραμε ή δεν καταλάβαμε ότι έτσι είναι. Για να το καταλάβουμε όμως πρέπει να συντρίψουμε το είδωλό μας. Αν δεν συντριβεί αυτό το είδωλο του καλού ανθρώπου, του φρόνιμου, του ηθικού, του καθώς πρέπει, του συνετού, του δουλευτή στον Θεό και μάλιστα του «τοσαύτα έτη» εργαζομένου, δεν πρόκειται να τον καταλάβουμε.

Έλεγαν κάποιοι τύποι, λίγο περίεργοι, στον Γέροντα Παΐσιο: «Γέροντα, έχετε πολλά χρόνια στο Άγιον Όρος»; Αυτός τους έλεγε πως ήρθε την ίδια χρονιά με το μουλάρι του γείτονα. Τη χρονιά που έφερε αυτός το μουλάρι του στο Άγιον Όρος, μπήκε κι αυτός. Ήθελε να τους πει ότι και το μουλάρι είναι στο Άγιον Όρος, όμως δεν έγινε και κανένα άγιο μουλάρι, μουλάρι ήταν, μουλάρι έμεινε. Βέβαια, το έλεγε από ταπείνωση για τον εαυτό του, και δεν είχε μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του. Οι άνθρωποι του Θεού πέρασαν μέσα από την κάμινο των πειρασμών και των θλίψεων και απέκτησαν την ταπείνωση. Και όταν λέμε πειρασμό μην πηγαίνει το μυαλό μας μόνο σε πειρασμούς, που παθαίνει κανείς για την αγάπη του Χριστού και διώκεται, γιατί είναι ευσεβής και αγαπά τον Χριστό. Έχει πειρασμούς αμαρτίας και παθών που μας εξευτελίζουν, αλλά και πειρασμούς αθεΐας και άλλους πολλούς.

 Υπάρχουν άνθρωποι που δοκιμάζουν φοβερούς πειρασμούς. Αν διαβάσουμε τον βίο του Αγίου Νήφωνος επισκόπου Κωνσταντιανής, θα δούμε τι φοβερούς πειρασμούς πέρασε. Για αρκετά χρόνια, ενώ ήταν φοβερός αγωνιστής, πολεμείτο από τον πειρασμό της αθεΐας. Του έλεγε ο διάβολος ότι δεν υπάρχει Θεός. Αυτός έλεγε: «Κύριε, βοήθά με». Ήταν τόσο ισχυρός ο πόλεμος, που θα τρελαινόταν. Του έλεγε ότι εσύ είσαι πόρνος, μοιχός και τον πολεμούσε συνεχώς. Τότε ο Άγιος απαντούσε στον διάβολο «εγώ καν πορνεύσω καν μοιχεύσω καν φονεύσω καν οτιδήποτε πράξω, των ποδών του Ιησού Χριστού ουκ αφίσταμαι» . Έβαλε τον εαυτό του εκεί κάτω, συνέτριψε το είδωλό του, έφυγε την εικόνα του καλού παιδιού, του καλού ανθρώπου, του καθώς πρέπει, του ηθικού που έχει «καθαρό το μέτωπό του και τα χέρια του». Έφυγαν όλες αυτές οι εικόνες και συνετρίβη.

 Θεωρώ ότι ο Άσωτος ευρισκόμενος σε χώρα μακρινή και ζώντας ασώτως και περνώντας όλη αυτή την καταστροφική ταλαιπωρία, αφού κατέστρεψε τα πάντα, συνέτριψε τον εαυτό του αλλά όχι ζωηφόρα. Παρόλο που διαλύθηκε κυριολεκτικά όταν έβοσκε τους χοίρους, και πεινούσε και όλοι τον εγκατέλειψαν και έφτασε στον άδη της απόρριψης και της εγκατάλειψης, εκεί θυμήθηκε τον πατέρα του. Εκεί που ήταν σκοτάδι, άδης, απελπισία. Εκεί που λες όλα τελείωσαν και ο θάνατος σου φαίνεται λύτρωση. Εκεί βρήκε τον εαυτό του. Τον πατέρα του τον συνάντησε εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή, που είπε: «Αναστάς πορεύσομαι προς τον πατέρα». Αυτό το πράγμα τον βοήθησε να συνέλθει. 

 Ο άλλος δεν είχε καμία τέτοια εμπειρία. Όχι, γιατί του την στέρησε ο Θεός, όχι γιατί του την στέρησε ο πατέρας του, αλλά γιατί η ιδέα περί του εαυτού του, ότι τόσα χρόνια αυτός δεν παρέβηκε καμία εντολή και ήταν καλός υιός και ποτέ δεν τον εγκατέλειψε, του δημιούργησε την αυτοπεποίθηση, την καλή εικόνα για τον εαυτό του, η οποία δεν τον άφησε να ανακαλύψει τον Θεό πατέρα του. Αυτή είναι η τραγωδία του ανθρώπου αυτού, αλλά και η τραγωδία που πολλές φορές κυριεύει κι εμάς, τους «θρήσκους» ανθρώπους. Επειδή δεν κάνουμε και μεγάλα κακά ή τα κάνουμε κρυφά ή τα δικαιολογούμε κιόλας και δεν βιώνουμε αυτή την κατάσταση και δεν την καταλαβαίνουμε. Δεν μπορούμε να λειτουργήσουμε όπως είναι ο Θεός, γιατί δεν βιώσαμε ποτέ την πραγματικότητα του Θεού μέσα στην καρδιά μας, αφού ποτέ δεν τον μάθαμε.

 Εγώ λυπάμαι πολλές φορές και πρώτα τον εαυτό μου, όταν βλέπω και ακούω ανθρώπους της Εκκλησίας, που εκφράζονται απαξιωτικά για άνθρωπο αμαρτωλό, πλανεμένο, άσωτο, κακοποιό. «Μην τον συναναστρέφεσαι, μην του μιλάς, γιατί είναι χαμένος». Ένας άνθρωπος του Θεού δεν μπορεί να κάνει διακρίσεις. Το Ευαγγέλιο δεν μας διδάσκει να βλέπουμε τους άλλους υποτιμητικά. Πώς μπορούμε να λειτουργήσουμε με αυτό τον τρόπο; Σημαίνει ότι δεν καταλάβαμε ποτέ μας τι σημαίνει Ευαγγέλιο, Θεός. Δεν καταλάβαμε ότι «ο Θεός αγάπη εστι και ο έχων την αγάπη εν τω Θεώ μένει». Δεν μπορεί να λειτουργήσουμε διαφορετικά, δεν μπορούμε να υπάρξουμε.

 Κριτήριο της παρουσίας του Θεού είναι το να αγαπήσεις τον αδελφό σου. Αυτή είναι η κρίση του Θεού. Όλα όσα κάνουμε μέσα στην Εκκλησία πρέπει να καταλήγουν στην αγάπη, και η νηστεία, και η προσευχή και οι μετάνοιες. Αν δεν καταλήγουν εκεί στην αγάπη και όλα τρέφουν τον εγωισμό και την αυτοπεποίθησή μας, τότε αντί οι αρετές να γίνονται χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, γίνονται φαρμάκια, που δεν μας αφήνουν να γνωρίσουμε τον Θεό. Αυτό πράγματι είναι πολύ θλιβερό, γιατί θα έρθει ώρα κάποια στιγμή στη ζωή μας αναπόφευκτα που είτε ένας πειρασμός, είτε μία θλίψη ή μία δοκιμασία και καταστροφή, ένας θάνατος, μία αρρώστια, κατάρρευση οικονομική ή οτιδήποτε άλλο, που αμέσως θα μας αναστατώσουν. Έτσι λέμε, γιατί ο Θεός δεν με προστάτευσε, γιατί σε μένα, που είναι ο Θεός, γιατί ο άλλος ο κακός άνθρωπος που δεν πάει εκκλησία, που δεν νηστεύει, που δεν προσεύχεται, όλα του πάνε καλά κι εμένα από το κακό στο χειρότερο;

  Αρχίζουν όλα αυτά που δείχνουν ότι η πνευματική μας ζωή δεν είναι υγιής. Σίγουρα ο Θεός δεν παραβλέπει τίποτε. Ό,τι του δώσουμε θα το πάρει και θα μας οικονομήσει, δεν θα μας απορρίψει, εάν κάνουμε ό,τι μπορούμε. Όμως αυτή η κρίση είναι σημαντική και απαραίτητη στη ζωή μας, για να δούμε τι γίνεται με μας. Τι γίνεται με την ποιότητα του εαυτού μας. Και για να μην πλανόμαστε, ο Θεός διά του Αποστόλου Παύλου, διά Πνεύματος Αγίου μας αποκάλυψε τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος. Και μας λέει να μην πλανόμαστε και να νομίζουμε ότι είμαστε κάτι. Μας έβαλε έναν κατάλογο πραγμάτων, για να βάλουμε τον εαυτό μας μπροστά και να τον κρίνουμε. Και λέει: «ο καρπός του Πνεύματος εστίν αγάπη, χαρά, ειρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, πραότης, αγαθωσύνη, πίστις, εγκράτεια» και άλλα άμετρα χαρίσματα.

 Ας τα πάρουμε ένα ένα και να δούμε ποιο απ’ όλα αυτά ακολουθούμε, να δούμε πώς λειτουργεί ο εαυτός μας. Έχω χαρά στην ψυχή μου ή έχω μόνο όταν γίνονται τα θελήματά μου, και όλα μου πάνε καλά; Όλα αυτά αν δεν τα έχω, τι πρέπει να κάνω; Να κλάψω, και να διερωτηθώ πού είναι όλα αυτά; Αυτή η απόσταση από τον Θεό να συντρίψει την καρδία μου επιτέλους και να καταλάβω ότι κάτι δεν πάει καλά. Και όταν δω εκείνες τις συμπεριφορές τις υπερφίαλες, τις εγωιστικές και απορριπτικές προς τους άλλους ανθρώπους, να τις αρνηθώ. Τουλάχιστον, ας γίνουμε ειλικρινείς και ας βρούμε κι εμείς αυτό το κλειδί του Θεού. Το κλειδί του Θεού είναι αυτό που βρήκε και ο Τελώνης: «ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ». Ούτε τα μάτια του δεν σήκωσε στον ουρανό. Κτυπούσε το στήθος του και ζητούσε από τον Θεό να τον λυπηθεί. Ο άλλος έλεγε μεν «ευχαριστώ», αλλά δεν ήταν, όπως πίστευε, «σαν τους άλλους ανθρώπους», ή όπως τον Τελώνη. Έκανε ελεημοσύνες, νήστευε και ήταν καλός!

Το ίδιο και ο άσωτος, πώς κέρδισε τον Θεό; Με τον ίδιο τρόπο. Είπε: «πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιοόν σου». Αμέσως έγινε δεχτός από τον πατέρα. Ο άλλος πήγε «δικαιωματικά»: «εγώ είμαι τόσα χρόνια και σου δουλεύω και ποτέ δεν παρήλθα καμία εντολή σου». Όλα, βέβαια, αυτά που είπε ο αδελφός του ασώτου ήταν αληθινά και ανθρωπίνως ίσως να είχε και δίκαιο. Όμως δεν ήξερε τον πατέρα του, δεν μπορούσε να τον πλησιάσει, δεν τον έμαθε ποτέ, ήταν ξένος προς αυτόν.

Λέει τη Μεγάλη Παρασκευή για τον ληστή: «κλείδα βαλών το μνήσθητί μου εν τη Βασιλεία σου» και αμέσως άνοιξε την πόρτα του Παραδείσου και μπήκε μέσα. Το Ευαγγέλιο τελικά έλεγαν οι Πατέρες είναι τόσο εύκολο αλλά και τόσο δύσκολο. Όποιος δεν βρει το κλειδί, κτυπάει πάνω στην πόρτα. Αυτό το κλειδί του Θεού πρέπει να βρούμε. Η Μεγάλη Τεσσαρακοστή και όλη η ευλογημένη περίοδος του Τριωδίου συνεχώς μας το έχει μπροστά μας. Την ταπείνωση, τη μετάνοια, τη μίμηση του Θεού. Πώς θα μιμηθούμε τον Θεό; Έγινε άνθρωπος, για να τον δούμε και να μάθουμε πώς θα τον μιμηθούμε. Ποιοι τον μιμούνται; Αυτοί που τον ακολουθούν παντού: στο Πάθος, στον Σταυρό και σε όλα εκείνα τα οποία χαρακτήρισαν τη ζωή Του, για να μπορέσουμε να δούμε και τη δική μας Ανάσταση.


Πηγή: Ιερά Μητρόπολη Λεμεσού (απόσπασμα μαγνητοφωνημένης ομιλίας που πραγματοποιήθηκε στο ησυχαστήριο της Αγίας Τριάδος, μετόχι της Μονής Μαχαιρά.)




Περί του Αγίου Κυρίλλου Λουκάρεως (σύντομη απάντηση στον "Μέτοικο" από έναν Αθηναίο πολίτη)



Στην γνωστή ιστοσελίδα "Κατάνυξις" δημοσιεύθηκε ένα αθλιότατο άρθρο, το οποίο υπογράφει κάποιου "Μέτοικος", με τίτλο "Ο π. Βαρθολομαίος ανακήρυξε «άγιο» τον αναθεματισμένο Κύριλλο Λούκαρι!!" (https://katanixi.gr/synergates/metoikos/o-p-vartholomaios-anakiryxe-agio-ton-anathematismeno-kyrillo-loykari/).
Στο άρθρο αυτό ο "Μέτοικος", επηρεασμένος προφανώς από το μίσος του κατά του Πατριάρχη Βαρθολομαίου, αλλά και μέσα στα γενικότερα πλαίσια της Αγιομαχίας που ευδοκιμεί σε ακραίους κύκλους Ζηλωτών και Αποτειχισμένων (ας θυμηθούμε την Μαγδαληνή Μοναχή κατά του Αγίου Νεκταρίου, τον Αθανάσιο Σακαρέλλο κατά του Ιερού Αυγουστίνου, τον π. Ευθύμιο Τρικαμηνά κατά του Χρυσοστόμου Σμύρνης κ.ά.), μάλλον θεωρεί a priori κάθε πράξη του κ. Βαρθολομαίου ως οπωσδήποτε λανθασμένη!
Τον Κύριλλο Λούκαρι όμως δεν τον ανακήρυξε Άγιο ο κ. Βαρθολομαίος, αλλά η συνείδηση εκείνων των αληθινών Ορθοδόξων που γνώρισαν πραγματικά τον Μεγαλοφυή αυτόν και λίαν παρεξηγημένο Άγιο· μεταξύ αυτών και ο μαθητής του Αγίου, ο Όσιος Ευγένιος ο Αιτωλός (εκτός αν δεν τον δέχεται ούτε αυτόν ο "Μέτοικος"!), όπως φαίνεται από το ανακαλυφθέν "Συναξάριον" που έφερα στο φως της δημοσιότητος προσφάτως: http://krufo-sxoleio.blogspot.com/2022/02/o.html
Στο άρθρο της "Κατανύξεως" χρησιμοποιούνται σχεδόν όλοι οι κατά του Αγίου Κυρίλλου υβριστικοί χαρακτηρισμοί που του είχαν αποδώσει οι Παπικοί και οι Ουνίτες της εποχής του (Λέων Αλλάτιος, Νικόλαος Παπαδόπουλος-Κομνηνός, Ιωάννης-Ματθαίος Καρυόφυλλος, Κύριλλος Κονταρής κ.ά) και οι πνευματικοί τους απόγονοι, στην χορεία των οποίων μπαίνει και ο "Μέτοικος"! 
Ο τελευταίος όμως υπερβαίνει στο ψεύδος τους προαναφερθέντες, μιας και παρουσιάζει τον Λούκαρι ως "αναθεματισμένο" από "Τοπικές Συνόδους", ενώ είναι γνωστό (σε όσους έχουν γνώση βεβαίως), πως ο Λούκαρις "αναθεματίστηκε" μόνο από μία Σύνοδο (αυτήν του λατινόφρονα Κονταρή το 1638 - και όχι 1628, που γράφει) η οποία όμως φέρει όλα τα χαρακτηριστικά μιας Ψευδοσυνόδου (συνεκλήθη από αιρετικούς και προσπάθησε να επιβάλλει τις αποφάσεις της με τη βία), παρά την αυθαίρετη προσπάθεια του, συσκοτίσαντος, με τις πιθανολογίες του, το Λουκάρειο ζήτημα, Ιωάννου Καρμίρη να της προσδώσει κύρος εντάσσοντας το γελοίο κείμενό της στα "Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας"! Ακόμη και η, επί του λίαν υπερεκτιμημένου Δοσιθέου Ιεροσολύμων συγκληθείσα, Σύνοδος του 1672, που τόσο άδικα κρίνει (εφόσον και αυτή συγκλήθηκε με πρωτοβουλία και υποστήριξη των Παπικών!) τον Λούκαρι, εν τούτοις αποφεύγει να τον αναθεματίσει προσωπικά. 
Ο "Μέτοικος" ψεύδεται επίσης οικτρά όταν γράφει πως με την αγιοκατάταξη του Λουκάρεως η λεγόμενη Λουκάρειος Ομολογία πλέον "αποτελεί, με απόφαση των Φαναριωτών, ορθόδοξο κείμενο". Διότι πολύ απλά δεν αποφάσισε κάτι τέτοιο το Φανάρι! 
Για να φανερωθεί όμως καλύτερα η πλάνη του "Μετοίκου", τον προκαλώ δημοσίως να μας υποδείξει ποια κεφάλαια της Ομολογίας είναι αιρετικά και γιατί.
Το ζήτημα του Μάρτυρος Πατριάρχου Λουκάρεως (ο οποίος και μετά θάνατον βάλλεται λυσσαλέα), αλλά και της Ομολογίας του, είναι τεράστιο και δεν μπορεί καν να αναλυθεί σε μια τόσο μικρή απάντηση.
Λυπάμαι μόνο που η ημιμάθεια σε συνδυασμό με την αδιακρισία επιστρατεύονται για να αδικηθεί ένας άνθρωπος στον οποίο οφείλεται η μη μετατροπή της Ορθοδόξου Εκκλησίας σε Ουνιτική ήδη από τον ΙΖ΄ αιώνα (αυτό που διενεργείται στην εποχή μας δηλαδή)! Και ο άνθρωπος αυτός αδικείται διπλά εφόσον, αφενός μεν, τιμάται (λόγω μόνο και ουχί έργω) από τους πνευματικούς απογόνους του Κονταρή, δηλαδή από τους Ουνίτες Φαναριώτες που θέλουν να μας ενώσουν με τους Παπικούς, αφετέρου δε, ατιμάζεται από εκείνους που θέλουν να παρουσιάζονται ως "Ανθενωτικοί" και "Φύλακες Ορθοδοξίας"!
Προσοχή λοιπόν στα δύο άκρα, τους υποκριτές Οικουμενιστές και τους Υπερζηλωτές/Νεοαποτειχισμένους Αγιομάχους!
Ας βαδίζουμε με κατ' επίγνωση Ζήλο, στη μέση και βασιλική οδό της Αληθινής Ορθοδοξίας, Προφήτης και Πρόδρομος της οποίας υπήρξε ο Μέγας Λούκαρις, που τέσσερις αιώνες πριν το καταφέρει ο Άγιος Ιωάννης Μαξίμοβιτς,  προσπάθησε να επισυνάψει στην Ορθοδοξία τους διαμαρτυρόμενους κατά του Παπισμού Δυτικούς.
Αυτά και θα επανέλθουμε.
Νικόλαος Μάννης







ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ




ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ: ”ΕΡΓΑΖΟΜΕΘΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΠΑ ΚΑΙ ΕΥΧΟΜΕΘΑ ΤΑΧΕΙΑ ΕΝΩΣΗ ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ”

 
Με τον Ρωμαιοκαθολικό Αρχιεπίσκοπο του Σάλτσμπουργκ Φραντς Λάκνερ, συναντήθηκε την Τετάρτη 16 Φεβρουαρίου 2022 ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος.

Ο Πατριάρχης επισκέφθηκε τον Ρ/Καθολικό Αρχιεπίσκοπο στην έδρα του, συνοδευόμενος από τον Μητροπολίτη Αυστρίας κ. Αρσένιο, τον Διάκονο κ. Οικουμένιο, Κωδικογράφο της Αγίας και Ιεράς Συνόδου, τον Διάκονο κ. Μιχαήλ Γιαβρή και τον κ. Θεμιστοκλή Καρανικόλα, υπάλληλο των Πατριαρχείων.

Στο σημείωμά του στο βιβλίο επισκεπτών ο Οικουμενικός Πατριάρχης αναφέρει τόσο το θέμα των εκεί συνομιλιών όσο και την συνεργασία που έχει με τον Πάπα κ. Φραγκίσκο.

Το σημείωμα του Οικουμενικού Πατριάρχου το οποίο συνυπογράφουν οι συνοδοί του έχει ως εξής:

“Μέσα εις ατμόσφαιραν αδελφικής αγάπης και αμοιβαίας εκτιμήσεως συνηντήθημεν σήμερον με τον αδελφόν Franz, Αρχιεπίσκοπον του Salzburg,εις την έδραν αυτού και παρόντων και των εκατέρωθεν συνοδών μας, συνομιλήσαμεν δια θέματα που αφορούν εις τας αδελφάς Εκκλησίας μας και την μαρτυρίαν των εν τω κόσμω και ηυχήθημεν να μη βραδύνη επί πολύ ακόμη να ανατείλη η μεγάλη και επιφανής ημέρα της των πάντων ενώσεως. Ο αδελφός Πάπας Φραγκίσκος και η ημετέρα μετριότης εργαζόμεθα και εντόνως προσευχόμεθα δια την ταχείαν έλευσιν αυτής της ημέρας Κυρίου.

16.2.2022

Ο Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίος,

Metropolitan Arsenios of Austria,

Diakon Oecumenius Kodikograph,

Dr. Michael Giavris, Themistoklis Karanikolas



ΠΗΓΗ: https://www.ekklisiaonline.gr/nea/ikoumenikos-patriarchis-ergazometha-me-ton-papa-ke-efchometha-tachia-enosi-ton-ekklision/?fbclid=IwAR1yG6dkCb_ruN5q7GT12XFWG-P8IxKjeqJPRxUCD5MQx1u83I2JCdDPfSM