Διόρθωση τῆς πλάνης τοῦ λογισμοῦ τῆς πλεονεξίας

Ἱεροῦ Χρυσοστόμου

ΠΡΕΠΕΙ νὰ γνωρίζουμε ὅτι οὔτε ἡ φτώχεια γεννᾷ τὴν στενοχώρια καὶ τὴν ἀκεφιὰ οὔτε καὶ ὁ πλοῦτος τὴν ἡδονή, γιατὶ καὶ στὶς δυὸ περιπτώσεις συνήθως παίζει ρόλο ὁ λογισμός, ἡ ψυχική μας τοποθέτησις.

Γιὰ νὰ βγάλῃς συμπέρασμα, ἄρχισε ἀπὸ τὰ κατώτερα στρώματα.

Ὁ ἐργάτης ποὺ ἐκκενώνει τὸν βόθρο καὶ ὁ ὁδοκαθαριστὴς π.χ. πονεῖ καὶ ὑποφέρει ψυχικά, γιατὶ δὲν ἀπηλλάγη ἀπὸ τὸ κουραστικὸ καί, ὅπως τὸ θεωρεῖ, ντροπιασμένο αὐτὸ ἐπάγγελμα.

Ἀλλ’ ἄν πράγματι τὸν ἀπαλλάξῃς ἀπ’ αὐτὸ καὶ τὸν κάμῃς νὰ ζῇ ἄνετα καὶ νὰ μὴ τοῦ λείπῃ τίποτε ἀπ’ ὅσα τοῦ εἶναι ἀπαραίτητα, καὶ πάλι θὰ στενοχωρηθῇ, γιατὶ δὲν ἔχει περισσότερα ἀπὸ ὅσα τοῦ χρειάζονται.

Μὰ κι’ ἄν ὑποτεθῇ πὼς τοῦ παρέχεις περισσότερα, καὶ πάλι θὰ θελήσῃ διπλάσια ἀπ’ αὐτά, καὶ δὲν θὰ στενοχωρηθῇ λιγώτερο ἀπὸ πρίν. Ἀλλὰ καὶ διπλάσια ἤ τριπλάσια ἄν τοῦ δώσῃς, καὶ πάλι θὰ μελαγχολήσῃ γιατὶ δὲν γίνεται πολιτικός.

Καὶ πολιτικὸ ἄν τὸν κάμῃς, καὶ πάλι θὰ θεωρήσῃ δυστυχῆ τὸν ἑαυτό του γιατὶ δὲν εἶναι κορυφαῖος πολιτικός. Κι’ ἄν ἀκόμη τύχῃ καὶ αὐτῆς τῆς τιμῆς, θὰ θρηνήσῃ καὶ πάλι γιατὶ δὲν ἔχει τὴν ἐξουσία στὰ χέρια του.

Κι’ ὅταν ἐπιτύχῃ κι’ αὐτό, θὰ λυπηθῇ γιατὶ δὲν εἶναι κυβερνήτης ὁλοκλήρου τοῦ ἔθνους. Καὶ ὅταν γίνῃ ὁλοκλήρου τοῦ ἔθνους κυβερνήτης, θὰ σκεφθῇ γιατὶ νὰ μὴν εἶναι πολλῶν ἐθνῶν ἐξουσιαστής. Καὶ σὰν ἐπιτύχῃ κι’ αὐτό, θὰ λυπηθῇ γιατὶ δὲν εἶναι κοσμοκράτωρ.

Ἀπ’ τὴν ἀρχὴ πάλι: ἐὰν εἶναι ὄχι ὁδοκαθαριστής, ἀλλὰ ὕπαρχος, θὰ λυπηθῇ πάλι γιατὶ δὲν εἶναι βασιλεύς. Κι’ ὅταν γίνῃ βασιλεύς, θὰ λυπηθῇ ποὺ δὲν βασιλεύῃ μονάχος του. Καὶ ἄν βασιλεύῃ μονάχος του, πάλι θὰ στενοχωριέται γιατὶ δὲν εἶναι βασιλεὺς καὶ τῶν ἄλλων λαῶν καὶ ὁλοκλήρου τῆς οἰκουμένης. Καὶ ἄν γίνῃ βασιλεὺς ὁλοκλήρου τῆς οἰκουμένης, θὰ στενοχωριέται γιατὶ δὲν ἔγινε βασιλεὺς καὶ ἄλλου κόσμου…

Ἔτσι προχωρῶντας, ὁ λογισμὸς δὲν τὸν ἀφήνει νὰ νοιώσῃ ποτὲ καμμιὰ εὐχαρίστησι.

Εἶδες πώς, κι’ ἄν ἕναν ἀπὸ εὐτελῆ καὶ φτωχὸ τὸν κάμῃς βασιλέα, δὲν φυγαδεύεις τὴ μελαγχολία, ἐφ’ ὅσον πρὶν δὲν θὰ διορθώσῃς τὸν λογισμὸ ποὺ ἔχει προσβληθῆ ἀπὸ τὸν ἔρωτα τῆς πλεονεξίας;…



[Ἐκ τῆς Ὁμιλίας ΛΗ΄ τοῦ ἱεροῦ Πατρὸς στὴν Α΄ Πρὸς Κορινθίους Ἐπιστολὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου (PG τ. 61, στλ. 331), κατὰ ἀπόδοσιν τοῦ ἀρχιμ. Χριστοφόρου Καλύβα, Ἱεροκήρυκος, ἔκδ. τῆς Ὀρθοδόξου Χριστιανικῆς Μορφωτικῆς Ἀδελφότητος «Ἡ Κυψέλη», Γλυφάδα Ἀθηνῶν 1973].





ΠΗΓΗ

ΔΕΝ ΘΑ Σ’ ΑΦΗΣΟΥΜΕ ΠΟΤΕ!

 

«Οὐκ ἀποστῶμεν, Δέσποινα, ἐκ σοῦ» (θεοτοκίον)

(Δεν θα απομακρυνθούμε, Δέσποινα, από σένα)

 

Είναι η ευχή και η υπόσχεση του πιστού χριστιανού που νιώθει ότι χωρίς την Παναγία Μητέρα δεν μπορεί να ζήσει – μαζί Της θέλει να είναι πάντοτε, προσκολλημένος στην παρουσία Της, γιατί έχει ευεργετηθεί από τη δύναμη και την αγάπη Της. Το ομολογεί και το κραυγάζει κατανοώντας ταυτόχρονα και την αναξιότητά του προφανώς λόγω του πλήθους των ανομιών και των αμαρτιών του: δεν μπορώ να σιωπήσω και να μην διαλαλώ τη δύναμη της ευεργεσίας Σου απέναντί μου. Διότι αν δεν ήσουν Εσύ η Πρώτη που μεσίτευες για μένα στον Υιό και Θεό Σου, ποιος θα με είχε σώσει από τόσους μεγάλους κινδύνους; Ποιος μάλιστα θα με είχε διαφυλάξει μέχρι τώρα ελεύθερο από τη δαιμονική τυραννία; Λοιπόν, πράγματι δεν θα σ’ αφήσω ποτέ, γιατί σώζεις εμένα και τους άλλους πιστούς από ένα σωρό δεινά.

Τι υπόκειται ως βάση στην κραυγή αυτή του πιστού απέναντι στη Μάνα Παναγία; Πρώτον, το γεγονός ότι η ικεσία στην Παναγία είναι ικεσία στην πραγματικότητα στον ίδιο τον Κύριο και Θεό μας Ιησού Χριστό. Και δικαιολογημένα: Χριστός και Παναγία, όπως κηρύσσει πάντοτε η Εκκλησία μας, συν-ορώνται, χωρίς να μπορεί κανείς να διασπάσει τον μεταξύ τους άρρηκτο δεσμό. Γιατί Εκείνος είναι η κεφαλή της Εκκλησίας, του ζωντανού σώματός Του, ως ο Υιός του Θεού κι Εκείνη είναι το πρώτο και πιο τιμημένο και εξαίρετο μέλος του σώματος Αυτού. Αν ο οποιοσδήποτε χριστιανός κατανοείται ως ένα με Εκείνον από τη στιγμή που βαπτίστηκε, όταν μάλιστα ενεργοποιεί διά της τηρήσεως των αγίων εντολών Του τη χαρισματική αυτή ταυτότητά του – «ἐν ἐμοί μένει κἀγώ ἐν αὐτῶ» - πόσο απείρως περισσότερο ισχύει τούτο για την υπεραγία Θεοτόκο, η οποία εκλέχτηκε μεταξύ όλων των γυναικών απαρχής του κόσμου και μετέπειτα για να γίνει η Μητέρα του Θεού ως ανθρώπου; Κανείς δεν μπορεί να σταθεί ισοστάσια προς την Παναγία – Εκείνη κατέχει «τα δευτερεία της θεότητος», Εκείνη συνιστά την «μετά Θεόν» καταφυγή των ανθρώπων.

Και δεύτερον, ακριβώς λόγω της ταυτοτικής αυτής σχέσεως της Παναγίας προς τον Υιό και Θεό Της ζει και λειτουργεί κι η Ίδια στον ίδιο ρυθμό αγάπης και προσφοράς με Εκείνον. Η Παναγία είναι Παναγία όχι πρώτιστα γιατί κυοφόρησε και μεγάλωσε ως άνθρωπο τον Ιησού Χριστό, αλλά γιατί ταυτόχρονα ήταν η Πρώτη που υπήκουε απολύτως και μέχρι τέλους έως θανάτου στο άγιο θέλημά Του - την εκλογή Της ως Μητέρα του Θεού την επιβεβαίωνε καθημερινώς και αδιαλείπτως. Το «ἰδού ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά τό ρῆμά Σου» ήταν η καθημερινή επωδός της επί γης πορείας Της, γι’ αυτό και η αγάπη Εκείνου εξακτινωνόταν μέσα από όλη την ύπαρξή Της, το σώμα και την ψυχή Της. Αγάπη ο Θεός και Χριστός, αγάπη και η Παναγία Μητέρα Του. Πώς λοιπόν να μην βρίσκεται εσαεί με βλέμμα ευμενές απέναντι στα τέκνα του Θεού Της και τέκνα κατ’ επέκταση και δικά Της; Η ευεργεσία Της προς αυτά ήταν και είναι η συνέχεια της ευεργεσίας του Θεού απέναντί τους, κάτι που δεν μπορεί ο πιστός, όπως το λέει ο υμνογράφος, να μη το διαλαλήσει.

Ποιος συνεπώς λογικός άνθρωπος θα απομακρυνόταν από την πηγή της αγάπης και της θεραπείας του; Ό,τι απάντηση έδωσε ο απόστολος Πέτρος στον Ιησού Χριστό, όταν προκάλεσε Εκείνος τους μαθητές Του αν θέλουν να φύγουν από κοντά Του: «Κύριε, πρός τίνα ἀπελευσόμεθα; Σύ ρήματα ζωῆς αἰωνίου ἔχεις», την ίδια τοποθέτηση έχει και ο εν επιγνώσει πιστός απέναντι στην Παναγία και τον Κύριο: «Οὐκ ἀποστῶμεν, Δέσποινα, ἐκ Σοῦ». Μπορεί να αμαρτάνουμε λόγω της αδυναμίας μας, αλλά δεν έχουμε Άλλον, Άλλη να μας σώζει από όλα τα δεινά του βίου μας. Και βεβαίως, σιγά σιγά έτσι μπορούμε να φτάσουμε και στο ανώτερο σημείο της πίστεώς μας: να μένουμε προσκολλημένοι στον Κύριο και την Παναγία μας όχι γιατί είναι οι σωτήρες από τις δυσκολίες μας και οι δότες των διαφόρων αγαθών μας, αλλά γιατί τους έχουμε αγαπήσει αληθινά και βαθιά, γι’ Αυτούς τους Ίδιους, έστω κι αν οι οδύνες ενός σταυρωμένου βίου μάς κατατρύχουν. Τότε, ναι, θα έχουμε φτάσει στο μεγάλο ζητούμενο και αδιάκοπα προσδοκώμενο: την κατάσταση του υιού, την πέραν του μισθωτού και του δούλου.  



ΠΗΓΗ



ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ