Κυριακή 21 Μαΐου 2023

Περὶ τῆς ἐξουσίας στὴν ἐκκλησία: Συνέντευξη μὲ τὸν π. Ἰωάννη Δρoγγίτη (Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δ΄ μέρος)


π. Πέτρος Heers - Oπότε Πατέρας δεν μπορεί να είναι

π. Ιωάννης Δρογγίτης -  Ακριβώς.

π. Πέτρος Heers - Εδώ βλέπω ότι πάσχει πολλές φορές ο κλήρος, δηλαδή δεν το βλέπει ως Πατέρας - παιδιά αλλά εγώ είμαι πάνω σας.

π. Ιωάννης Δρογγίτης - Αυτό είναι εξουσία του κόσμου, είναι μία μορφή της πολύμορφης αμαρτίας και είναι τραγικό γεγονός.

π. Πέτρος Heers - Άραγε είναι βαθιές οι ρίζες της αλλοτρίωσης στα θέματα της αρρωστημένης υπακοής.

π. Ιωάννης Δρογγίτης - Βέβαια! Κοίταξε, η υπακοή πρέπει να φανερώνεται δεν την ζητάς ποτέ, έτσι μάθαμε, δεν την ζητάμε, πρέπει να ντρέπεσαι να την ζητάς. Μα δεν την είδαμε αυτήν την σκληρότητα την περίοδο με τον covid, πως δικαιολογείται τόση σκληρότητα, να διακόπτονται μυστήρια, να γίνονται εκβιασμοί, γιατί; για το εμβόλιο; δεν έχουμε κάνει ποτέ εκβιασμό για να λειτουργήσει κανείς σωστά, δεν πιέσαμε κανέναν δηλαδή να μην παίρνει χρήματα, ας πούμε, από τους πιστούς, δεν κάναμε ποτέ τίποτα τέτοιο και το απαιτήσαμε για να κάνει ένα εμβόλιο, δεν είναι παράξενο αυτό;

π. Πέτρος Heers - Πολύ! Άρα φανερώνει κάτι που είχαμε μέσα μας και φάνηκε... Άρα ερχόμαστε στην πνευματική εξουσία, αν δούμε στους βίους των αγίων, πως συμπεριφέρονται. Να δούμε λίγο το παράδειγμα της αγιότητας και μετά να ξαναπούμε για τον λαϊκό που είναι κάτω από τέτοια εξουσία κοσμική, τι κάνει, γιατί υπάρχουν και στο ιστορικό θέματα πίστεως άμεσα στην ενορία, μετά αν είσαι κληρικός και είσαι σε μία κατάσταση που καταλαβαίνεις, αλλά πρώτα απ΄ όλα ας δούμε το παράδειγμα των αγίων.

π. Ιωάννης Δρογγίτης - Κοίταξε όπου και να στραφούμε, σε οποιονδήποτε άγιο της εκκλησίας και αν στραφούμε, θα μάθουμε ποιο είναι το εκκλησιαστικό φρόνημα, ποιο είναι το επισκοπικό, το φρόνημα του πρεσβυτέρου, του διακόνου, του μοναχού, του λαϊκού, αυτοί το έχουν πάνω τους αυτό ενδεδυμένο, είναι το αποστολικόν  «λοιδορούμενοι ευλογούμεν, διωκόμενοι ανεχόμεθα, βλασφημούμενοι παρακαλούμεν» σε όλες του τις μορφές. Ποιος από αυτούς εξέφρασε μία ''κοσμική εξουσία'' κακώς νοουμένη στο ποίμνιό του; Για εμάς είναι πολύ μακρινό το φρόνημα, είναι η αλήθεια αυτό. Μπορεί στο α, σε κάτι, να μην είναι, όμως, ξέρεις αυτό, αν μου επιτρέπεις έχει ένα ασύλληπτο βάθος και ύψος και πλάτος. Ποιό. Το ότι θεμέλιο όλων είναι ο Χριστός και η ένωση του κάθε κληρικού, όπως και του χριστιανού, με τον Χριστό, πολύ περισσότερο αυτός που θα εκφράσει την εξουσία Του, στο όνομα Του, θα πρέπει να του μοιάζει, θα πρέπει να είναι πολύ ενωμένοι, δεν μπορείς να είσαι εξουσιαστής, αν είσαι, δεν μπορείς να εκφράζεις μία εξουσία, είναι τελείως έξω από την φύση.

π. Πέτρος Heers - Θα δημιουργεί και σχίσματα.

π. Ιωάννης Δρογγίτης -  Φυσικά! Πολύ σωστά το θέτεις.

π. Πέτρος Heers - Ποιά είναι η αιτία των σχισμάτων; Δεν είναι πάντοτε αυτό που νομίζουν οι άνθρωποι.

π. Ιωάννης Δρογγίτης - Και βέβαια και την αποχώρηση από την εκκλησία. Υπάρχουν και άνθρωποι που έχουν αντίληψη ξέρεις. Αλλά όταν ο Ποιμένας είναι σε αυτήν την κατάσταση, δεν ενδιαφέρεται γι αυτήν την αποχώρηση.

π. Πέτρος Heers -  Δεν ζει αυτήν την αποχώρηση που έπρεπε να είναι φορέας και σημείο ενότητας. Οι άγιοι ζουν την ενότητα εν Χριστώ, μετά ελκύει, τρέχουν από κοντά του και ενώνονται και αυτοί με τον Χριστό. Αλλά αν ο ίδιος δεν έχει, και γίνεται εξουσιαστής, μετά μόνον χωρίζει, δεν φέρνει ενότητα στους υπόλοιπους.


                                                                                                                   (Συνεχίζεται)




ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ



«Περὶ τῶν ἐπισκοπῆς ὀρεγομένων» (Β΄)

 

«Εί τις ἐπισκοπῆς ὀρέγεται, καλοῦ ἔργου ἐπιθυμεῖ· δεῖ οὖν τὸν ἐπίσκοπον ἀνεπίληπτον εἶναι, νηφάλιον, σώφρονα, κόσμιον, φιλόξενον, διδακτικόν, μὴ πάροινον, μὴ πλήκτην, μὴ αἰσχροκερδή, ἀλλ ̓ ἐπιεική, ἄμαχον, ἀφιλάργυρον μὴ νεόφυτον, ἵνα μὴ τυφωθείς, εἰς κρίμα ἐμπέση τοῦ διαβόλου. Δεῖ δὲ αὐτὸν καὶ μαρτυρίαν καλὴν ἔχειν ἀπὸ τῶν ἔξωθεν, Στα μὴ εἰς ὀνειδισμὸν ἐμπέσῃ καὶ παγίδα τοῦ διαβόλου. (ά. Τιμοθ. γ', 1).

Ανθρωπε, πρῶτον ἐπίσκεψαι ὁποῖόν ἐστι τὸ πρᾶγμα εἶτα καὶ τὴν σεαυτοῦ φύσιν κατάμαθε, εἰ δύνασαι βαστάσαι. (Εγχειρ. Ἐπικτ. κεφ. ιθ'.)

Ὁ ἱερὸς Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης ἑρμηνεύων τὴν Ἀποστολικὴν ἐντολὴν περὶ ἐπισκόπου «εἴ τις ἐπισκοπῆς ὀρέγεται, καλοῦ ἔργου ἐπιθυμεῖ . . .» λέγει ταῦτα· «εἶ τις ἐπισκοπῆς ὀρέγεται, βλεπέτω τοὺς πόνους, σκοπείτω εἰ πρὸς τούτους ἀρκέσαι δύναται· εἴ τις ἐπισκοπῆς ὀρέγεται, ὁράτω τοὺς κινδύνους καὶ μὴ ἐννοείτω μόνον τὴν τιμήν. Εἴ τις ἐπισκοπῆς ὀρέγεται θεασάσθω τοὺς θανάτους καὶ μὴ τὴν τρυφήν, συνοράτω τὰς ἐπιβουλὰς καὶ μὴ πρὸς ἄνεσιν νευέτω. Εἴ τις εἰς ἐκεῖνον ἀχθείη τὸν θρόνον χειροτονεῖται ὡς νομίμως ἀθλήσων, οὐχὶ ὡς ἀκινδύνως τρυφήσων ὁ γὰρ τι· μῆς μόνης ἐγκρατής γενόμενος καὶ τ ̓ ἄλλα πάντα τὰ τῆ ἐπισκοπῇ προσήκοντα δίκαια παρεωρακώς, ἐνταῦθα μὲν μυρίαις βληθήσεται κατηγορίαις ἐσθ ̓ ὅτε δὲ καὶ καθαιρεθήσε ται τῆς τοιαύτης αξίας, ἐκεῖσε δὲ καταβοηθήσεται παρὰ τῷ ἀδεκάστῳ κριτῇ ἐπὶ τοῦ φοβερού βήματος. . . οὗτος μὲν τρυφήσας καὶ αἰσχροκερδήσας, εἰς ἰδίας φιλοτιμίας τὰ κέρδη ἀνήλωσε· τοὺς δὲ γυμνοὺς καὶ πεινῶντας καὶ ἀρρωστοῦν· της παρέβλεπε. Ταῦτ οὖν ἐννοοῦντες μὴ παίζωμεν εἰς τὰ θεῖα. Οἱ γὰρ τὸν τοιοῦτον ἔρωτα ἐπὶ καρδίαν φέροντες ἐοίκασιν ἀγνοεῖν, ὅτι οὐκ ἔστι τοῦτο καθάπερ ἦν πάλαι νῦν μὲν γὰρ εἰς τυραννίδα τὸ τῆς πραότητος μετακεχώρηκεν ἀξίωμα· τότε δὲ οὐχ οὕτως ἀλλὰ τότε μὲν ὑπὲρ τῶν προβά των ἀπέθνησκον οἱ ποιμένες, νῦν δὲ αὐτοὶ μᾶλλον ἀναιροῦσι τὰ πρόβατα, οὐ τὰ σώματα σφάττοντες· ἧττον γὰρ ἦν τὸ κακόν, ἀλλὰ τὰς ψυχὰς σκανδαλίζοντες. Καὶ τότε μὲν νηστείαις τὸ σῶμα ἐσωφρόνιζον, νῦν δὲ τρυφαῖς τοῦτο παρασκευάζουσι σκιρτᾷν. Και τότε μὲν τὰ ἑαυτῶν τοῖς δεομένοις διένεμον, νῦν δὲ τὰ τῶν πενήτων σφετερίζονται. Καὶ τότε μὲν ἀρετὴν ἤσκουν, νῦν δὲ τοὺς ἀρετὴν ἀσκοῦντας ἐξοστρακίζουσι. Καὶ τότε μὲν τὴν ἁγνείαν ἐξεθείαζον, νῦν δέ, ὦ τί ἄν τις τούτους καλέσας ἐξονομάσοι! οὐκ ἐᾷ με καθεύδειν ἡ λύπη, πιστεύσατε, καίτοι βουλόμενον, ἀλλ ἐννοῶν τὸ τοιοῦτον ἀξίωμα ραθυμηθὲν διεγείρομαι πρὸς τὸ λέγειν· ὅτι πάλαι μὲν οἱ φιλάρετοι πρὸς τὴν ἱερωσύνην προήγοντο, νῦν δὲ οἱ φιλάργυροι· τότε οἱ τὸ πρᾶγμα φεύγοντες διὰ τὸ μέγεθος τῆς ἀρχῆς, νῦν δὲ οἱ τούτῳ ἐπιτρέχοντες μεθ ̓ ἡδονῆς. Τότε οἱ ἀκτημοσύνῃ ἑκουσίῳ ἐναβρυνόμενοι, νῦν δὲ οἱ πλεονεξία ἑκουσίως χρηματιζόμενοι. Τότε οἱ πρὸ ὀφθαλμῶν ἔχοντες τὸ θεῖον δικαστήριον, νῦν δὲ οἱ μηδ ̓ εἰς ἔν· νοιαν τοῦτο λαμβάνοντες. Τότε οι τυπτόμενοι, νῦν δὲ οἱ τύπτειν ἕτοιμοι· καὶ τί δεῖ τὰ πολλὰ λέγειν ; μεταπεπτωκέναι λοιπὸν τὸ ἀξίωμα ἔδοξεν ἀπὸ ἱερωσύνης εἰς τυραννίδα; ἀπὸ ταπεινοφροσύνης εἰς ὑπερηφανίαν; ἀπὸ νηστείας εἰς τρυφήν ; ἀπὸ οἰκονομίας εἰς δεσποτείαν ; οὐ γὰρ ὡς οἶκονόμοι ἀξιοῦσι διοικεῖν, ἀλλ' ὡς δεσπόται σφετερίζεσθαι Φείσασθε τοίνυν ἑαυτῶν πάντες οἱ τὴν τοιαύτην ἔφεσιν ἔχοντες· ἱερωσύνης γὰρ ἀξίωμα τοῖς ἀναξίως τῆς τιμῆς ζῆν προαιρουμένοις προσθήκη κολάσεως γίνεται· τὸ γὰρ ἐπισκοπῆς ἐρᾷν οὐκ ἐστι τῶν τυχόντων, ἀλλ ̓ ὧν ὁ βίος ἐκ τῶν Παύλου νόμων ιθύνεται. Εἰ οὖν ἐκείνην σεαυτῷ θεωρεῖς τὴν ἀκρίβειαν, ἔθι ἀσμένως πρὸς τὴν τοσούτου ὕψους ἀνάβασιν ἰδοὺ πρόσεισί σοι αὕτη· μὴ ψαύσης τῶν ἀψαύστων. Πρόσχες πυρὶ προσεγγίζεις, τὴν ὕλην δαπανώντιν. (Ίσιδ. Πηλουσ. βιβλ. Γ. ἐπιστ. σις'.) Καὶ ταῦτα ἔγραψεν ὁ Ἰσίδωρος, ὅτε ἐκόσμουν τοὺς ἀρχιερατικούς θρόνους ̓Αθανάσιοι, Βασίλειοι, Γρηγόριοι καὶ Χρυσόστομοι.

«Εννόησον οὖν, ὁποῖόν τινα εἶναι χρὴ τὸν πρὸς τοῦτον μέλλοντα ἀνθέξειν χειμῶνα, καὶ τοσαῦτα κωλύματα τῶν κοινῇ συμφερόντων διαθήσειν καλῶς. Καὶ γὰρ καὶ σεμνὸν καὶ ἄ- τυφον καὶ φοβερὸν καὶ προσηνῆ καὶ ἀρχικὸν καὶ κοινωνι κὸν καὶ ἀδέκαστον καὶ θεραπευτικὸν καὶ ταπεινὸν καὶ ἀδού- λωτον, καὶ σφοδρὸν καὶ ἥμερον εἶναι δεῖ, ἵνα πρὸς ἅπαντα ταῦτα εὐκόλως μάχεσθαι δύνηται· καὶ τὸν ἐπιτήδειον δεῖ μετὰ πολλῆς τῆς ἐξουσίας, κἂν ἅπαντες ἀντιπίπτωσι πα ράγειν· καὶ τὸν οὐ τοιοῦτον μετὰ τῆς αὐτῆς ἐξουσίας, κἂν ἅπαντες συμπνέωσι, μὴ προσίεσθαι, ἀλλ ̓ εἰς ἓν μόνον ὁρᾷν τὴν ἐκκλησιαστικὴν οἰκοδομήν, καὶ μηδὲν πρὸς ἀπέχθειαν ἢ χάριν ποιεῖν.» (Ἰωάν. Χρυσοστ. Ἱερωσ. λόγ. γ'. 16.)



ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ

 


«Περὶ τῶν ἐπισκοπῆς ὀρεγομένων»

 



«ὁ ἐπισκοπῆς ὀρεγόμενος δέον ἐστὶ νὰ ᾗ λίαν ἐπιφυλακτικὸς καὶ νὰ μὴ ἐπιζητῇ τὸ ὐψηλὸν τῆς ἐπισκοπῆς ἀξίωμα τολμηρῶς ἐξ αὐτοπεποιθήσεως, ἀλλὰ νὰ ἀναμένῃ τὴν κλῆσιν τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως βεβαιωθῇ, ὅτι ὁ Θεὸς καλεῖ αὐτόν, ἵνα καταστήση ποιμένα τῆς ἑαυτοῦ ἐκκλησίας· («Οὐ γὰρ ἑαυτῷ τις λαμβάνει τὴν τιμήν, λέγει ὁ  ̓Απόστολος, ἀλλ ̓ καλούμενος ὑπὸ τοῦ Θεοῦ κατὰ τὸ γεγραμμένον» (Εβρ. ε'. 4). «Ἴτω δὲ οὖν αὐτόμολος μηδεὶς εἰς τὸ ἱερᾶσθαι· ὁ γοῦν ἁρπάζειν ἐπιχειρῶν, ὃ μὴ τὰς ἄνωθεν ἔχει ψήφους, τὴν Δαθὰν καὶ  ̓Αβειρὼν ὑφέξει δίκην.» Κυρίλ. Ἱερολ. ἐν Σειρᾷ πατέρων τόμ. β'. σελ. 865. ἔκδ. Θεοτόκη), διότι ἄνευ τῆς κλήσεως κινδυνεύει νὰ θεωρηθῇ ἐγωϊστὴς καὶ φιλόδοξος καὶ ἀποδοκιμασθῇ ὑπὸ τοῦ Θεοῦ ὡς ἀνάξιος. «Οὐχ ὑμεῖς με ἐξελέξασθε, ἀλλ ̓ ἐγὼ ἐξελεξάμην ὑμᾶς, λέγει ὁ Σωτὴρ (Ἰωάνν. ιε'. 16)

Ἄνευ κλήσεως οὔτε ἡ ἔμφυτος πρὸς τὸ ποιμαντορικὸν ἀξίωμα ροπὴ οὔτε τὰ ἄλλα πνευματικὰ αὐτοῦ προσόντα δύνανται νὰ ἀναδείξωσι τὸν μὴ κεκλημένον ἄξιον τοῦ ποιμαντορικοῦ ἀξιώματος. Ὁ μὴ κεκλημένος ὑπὸ τῆς ἐκκλησίας ἀλλ ̓ αὐτογνωμόνως καὶ δι ̓ ἰδίων ἐνεργειῶν ἐπιζητῶν νὰ ἀναλάβη τὰ βαρέα καὶ ὑψηλὰ καθήκοντα τοῦ ἐπισκόπου ἐλέγχεται φιλόδοξος καὶ ἐστερημένος συναισθήσεως καὶ τελείας γνώσεως τοῦ ἔργου, οὗτινος ἐφίεται τῆς δόξης. Ὁ τοιοῦτος οὔτε περὶ τῶν καθηκόντων σκέπτεται, οὔτε τὸ βάρος πρὸς τὰς ἑαυτοῦ δυνάμεις ὑπελόγισε, οὔτε τὰς δυσκολίας κατεμέτρησε, οὔτε τὴν εὐθύνην ἐστάθμισε. Ο τοιοῦτός ἐστιν ὅλως ἀκατάλληλος πρὸς τὸ μέγα ἀξίωμα τῆς ἀρχιερωσύνης διότι οὔτε τὸ βάρος θὰ δυνηθῇ νὰ φέρῃ μὴ ὑπολογίσας αὐτό, οὔτε τὰς φροντίδας θὰ ὑπομείνη μὴ ἀναμετρήσας αὐτάς, οὔτε τὰ καθήκοντα αὐτοῦ θὰ ἐπιτελῇ ἀγνοῶν αὐτά, οὔτε ὅλως θέλει φροντίζει περὶ τῆς τύχης τῆς ἐμπιστευθείσης αὐτῷ ποίμνης, ὡς φίλαυτος καὶ ἰδιοτελής. Οὔτος ἔσται ὁ μισθωτός ποιμήν, ὁ εἰσπηδήσας τῇ ποίμνῃ καὶ μὴ εἰσελθὼν διὰ τῆς θύρας, ἀλλὰ ὡς κλέπτης καὶ ληστής εἰσελθὼν ἀλλαχόθεν, καὶ οὐ μέλλει αὐτῷ περὶ τῶν προβάτων.

Τὴν κλῆσιν διδάσκουσιν ἡμᾶς αἱ Ἱεραὶ Γραφαί. Οἱ ἅγιοι Απόστολοι παρέχουσιν ἡμῖν παράδειγμα εὐλαβείας πρὸς τὴν ἄνωθεν κλῆσιν κατὰ τὴν ἐκλογὴν τοῦ ̓Αποστόλου Ματθία. («Καὶ προσευξάμενοι εἶπον· Σύ Κύριε, καρδιογνῶστα πάντων, ἀνάδειξον ἐκ τούτων τῶν δύο τὸν ἕνα, ὃν ἐξελέξω λαβεῖν τὸν κλῆρον τῆς διακονίας ταύτης καὶ ἀποστολῆς, ἐξ ἧς παρέβη Ἰούδας . . . καὶ ἔδωκαν κλήρους αὐτῶν, καὶ ἔπεσεν ὁ κλῆρος ἐπὶ Ματθίαν.» Πράξ. α'. 24.) 

Ὁ Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης αποβλέπων πρὸς τὸ μέγεθος καὶ τὰς εὐθύνας τοῦ ποιμαντορικοῦ ἀξιώματος λέγει. «τοσούτων ὄντων δυσχερειῶν καὶ κινδύνων (ἐν τῇ ποιμαντορία) τις μὴ τῷ θείῳ πνεύματι τὴν ψυχὴν φωτισθεὶς ἐπαρκέσαι δυνήσεται;» (βιβλ. δ'. ἐπιστ. ρμε'.)

Ὅτι ὁ Θεὸς καλεῖ τοὺς ποιμένας ὁ Ἱερεμίας λέγει «Ἰδοὺ ἐγὼ ἀναστήσω αὐτοῖς ποιμένας, καὶ ποιμανοῦσιν αὐτοὺς καὶ οὐ φοβηθήσονται ἔτι, καὶ οὐ πτοηθήσονται ἔτι, οὐδὲ διαφωνήσουσι, λέγει Κύριος». (Καί σύ, εἶπεν ὁ Θεὸς πρὸς Μωϋσῆν, προσαγάγου πρὸς σεαυτόν τόν τε Ααρών, τὸν ἀδελφόν σου, καὶ τοὺς υἱοὺς αὐτοῦ καὶ ἐκ τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ τοῦ ἱερατεύειν μοι (Εξόδ. κη'. 1).

Ελάλησε Μωϋσῆς πρὸς Κορὲ καὶ πρὸς πᾶσαν αὐτοῦ τήν συναγωγὴν αὔριον ἔσται ὁ ἀνήρ, ὃν ἐκλέλεκται Κύριος, οὗτος ἅγιος. (Αριθ. ις'. 5).

Καὶ ἐγὼ εἴληφα τοὺς ἀδελφοὺς ὑμῶν, τοὺς Λευίτας ἐκ μέσου τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ δόμα δεδομένον Κυρίῳ λειτουργεῖν τὰς λειτουργίας τῆς σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου (Αὐτόθι ις'. 6).

Ἐξαποστελῶ ἐξ αὐτῶν σεσωσμένους εἰς τὰ ἔθνη... Καὶ ἀπ' αὐτῶν λήψομαι ἱερεῖς καὶ Λευΐτας, εἶπε Κύριος. (Ἡσαΐας ξς'. 19).

 

Τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἀναξίως χειροτονουμένων τοὺς χειροτονοῦντας βαρύνουσι.


Ὅτι αἱ ἁμαρτίαι τῶν χειροτονουμένων ἐπισκόπων, ἱερέων καὶ διακόνων ἐπιβαρύνουσι τοὺς χειροτονήσαντας μαρτυρεί ο θεῖος Χρυσόστομος λέγων· «Μὴ γὰρ εἴπῃς ὅτι ὁ πρεσβύτερος ἥμαρτε, μηδὲ ὅτι ὁ διάκονος, πάντων τούτων ἐπὶ τὰς κεφαλὰς τῶν χειροτονησάντων αἱ αἰτίαι φέρονται». (Λόγ. γ'. εἰς τὰς Πράξεις).

Ο Απόστολος Παῦλος γράφων πρὸς Τιμόθεον ἐντέλλεται αὐτῷ λέγων· «Διαμαρτύρομαι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ τῶν ἐκλεκτῶν Ἀγγέλων, ἵνα ταῦτα φυλάξης χωρίς προκρίματος, μηδὲ ποιῶν κατὰ πρόσκλησιν. Χείρας ταχέως μηδενὶ ἐπιτίθει, μηδὲ κοινώνει ἁμαρτίαις ἀλλοτρίαις· σεαυτὸν ἁγνὸν τήρει.» (Α'. Τιμ. ε'. 21-22). Καὶ αὖθις αὐτῷ ἐντέλλεται λέγων· «Καὶ ἃ ἤκουσας παρ' ἐμοῦ διὰ πολλῶν μαρτύρων ταῦτα παράθου πιστοῖς ἀνθρώποις, οἵτινες ἱκανοὶ ἔσονται καὶ ἑτέρους διδάξαι». (Β'. Τιμ. β'. 2).

Καὶ πρὸς τὸν Τίτον γράφων λέγει· Δεῖ τὸν ἐπίσκοπον ἀνέγκλητον εἶναι, ὡς Θεοῦ οἰκονόμον, μὴ αὐθάδη, μὴ ὀργίλον, μὴ πάροινον, μὴ πλήκτην, μὴ αἰσχροκερδῆ, ἀλλὰ φιλότιμον, φιλάγαθον, σώφρονα, δίκαιον, ἐγκρατῆ, ἀντεχόμενον τοῦ κατὰ διδαχὴν πιστοῦ λόγου, ἵνα δυνατὸς ᾖ καὶ παρακαλεῖν ἐν τῇ διδασκαλίᾳ τῇ ὑγιαινούσῃ, καὶ τοὺς ἀντιλέγοντας ἐλέγχειν.» (Τίτ. α'. 7-10).


 (συνεχίζεται)