Νικολάου Μάννη, εκπαιδευτικού
Στα τέλη του ΙΣΤ΄ αιώνα άκμαζε στην ανατολική Ευρώπη ένα ισχυρό κράτος με το όνομα "Πολωνο-Λιθουανική Κοινοπολιτεία", το οποίο περιελάμβανε τα βασίλεια της Πολωνίας και της Λιθουανίας, καθώς και εδάφη της σημερινής Ουκρανίας, η οποία ήταν γνωστή με το όνομα "Μικρά Ρωσία". Η περιοχή υπαγόταν εκκλησιαστικά στη Μητρόπολη Κιέβου, που ανήκε τότε στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, και η οποία περιελάμβανε επτά Επισκοπές με έδρες τις πόλεις Οστρόγκ, Πινσκ, Χελμ, Λεόπολη (ή Λεοντόπολη, γνωστή σήμερα ως Λβιβ ή Λβοβ), Βρέστη (Μπρεστ), Πόλοτσκ και Πρζέμισλ.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Κοινοπολιτείας αντιμετώπιζε εκείνη την περίοδο σοβαρά προβλήματα, αφενός μεν εξαιτίας του γενικού χαμηλού πνευματικού επιπέδου, και ιδίως των Αρχιερέων της, αφετέρου δε λόγω της σφοδρής φιλοπαπικής πολιτικής του Βασιλιά Σιγισμούνδου του Γ΄, ο οποίος από όταν ανέλαβε τον θρόνο το 1587 έβαλε ως σκοπό της ζωής του (υπό την επήρεια των Ιησουϊτών δασκάλων του) να υποτάξει τους Ορθοδόξους και Προτεστάντες του Κράτους του στον Πάπα της Ρώμης.
Όταν ο Πατριάρχης Αντιοχείας Ιωακείμ ο ΣΤ΄ επισκέφθηκε το 1586 την περιοχή σοκαρίστηκε με την κατάπτωση που συνάντησε: "εὕραμεν ἀρχιερεῖς ὡς ἱερεῖς καὶ ἱερεῖς ὡς λαϊκοὺς καὶ λαϊκοὺς ὡς δαίμονας"[1]. Το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν οι ανάξιοι Κληρικοί, καθώς πολλοί από αυτούς είτε υπήρξαν είχαν προγαμιαίες σχέσεις, είτε ήταν δίγαμοι... Ανάχωμα και μόνη ελπίδα στην παρακμή και τον κίνδυνο αυτό υπήρξαν κάποιοι απλοί Λαϊκοί, οι οποίοι είχαν συστήσει σε διάφορες πόλεις (Λεοντόπολη, Βίλνα κ.α.) Αδελφότητες με κύριο στόχο την οργανωμένη δράση των Ορθοδόξων όχι μόνο σε φιλανθρωπικό επίπεδο, αλλά κυρίως σε μορφωτικό, με την ίδρυση σχολείων και τυπογραφείων. Οι Αδελφότητες αυτές υποστηρίχθηκαν ιδιαιτέρως από τους Πατριάρχες της Ανατολής και κυρίως τον Αντιοχείας Ιωακείμ, τον Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμία Β΄ τον Τρανό (τις αναγνώρισε ως σταυροπηγιακές, υπαγόμενες απευθείας στον Θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως), και αργότερα από τον Αλεξανδρείας Άγιο Μελέτιο Πηγά.
Οι Αρχιερείς της περιοχής δυσανασχετώντας για την υποστήριξη των Λαϊκών από τους Πατριάρχες και μάλιστα από τον Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμία άρχισαν ήδη από το 1590 να σκέφτονται την υπαγωγή τους στην Ρώμη, η οποία διά του κληρικαλισμού υιοθετούσε το επισκοποκεντρικό μοντέλο διοίκησης και περιφρονούσε το λαϊκό στοιχείο.
Στην Τοπική Σύνοδο του Μπελζ (πολίχνη βορείως της Λεοντοπόλεως) τον Απρίλιο του 1590 τέσσερις Αρχιερείς (ο Λεοντοπόλεως Γεδεών, ο Λουτσκ και Οστρόγκ Κύριλλος, ο Χελμ και Μπελζ Διονύσιος και ο Πινσκ Λεόντιος) αποφάσισαν αφενός μεν να καταθέσουν μήνυση στον Βασιλιά Σιγισμούνδο κατά της ανάμειξης των Λαϊκών στην εκκλησιαστική διοίκηση, αφετέρου δε να ξεκινήσουν μυστικές διαπραγματεύσεις για την υπαγωγή της Μητροπόλεως Κιέβου και των υπ' αυτήν Επισκοπών στην δικαιοδοσία του Πάπα Ρώμης[2]!
Για να κατανοήσει κάποιος το επίπεδο των Αρχιερέων αυτών αξίζει να αναφερθεί ότι ο μεν Λουτσκ Κύριλλος ήταν δίγαμος συζώντας παρανόμως την γυναίκα του αδελφού του, ενώ οργάνωνε και ένοπλες επιδρομές για την κατάληψη κτημάτων[3], ο Πινσκ Λεόντιος (ο οποίος κληρονόμησε την Επισκοπή από τον πατέρα του!) ήταν επίσης έγγαμος που ζούσε ακόμη με την γυναίκα του[4], ο δε Χελμ Διονύσιος, και αυτός έγγαμος, υπήρξε γνωστός για τον βίαιο χαρακτήρα του, όπως μαρτυρούν οι εναντίον του καταγγελίες ιερέων για ξυλοδαρμό[5]...
Ο Λεοντοπόλεως Γεδεών δεν βαρυνόταν με ηθικά παραπτώματα, αλλά ήταν ως χαρακτήρας δεσποτικός απαιτώντας τυφλή υπακοή από τον υπ' αυτόν Κλήρο και Λαό, για αυτό συχνότατα ερχόταν σε σύγκρουση με τους Λαϊκούς, άλλους εκδιώκοντας, άλλους αφορίζοντας και άλλους φυλακίζοντας. Ο περιορισμός όμως της παράλογης εξουσίας του από τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμία τον Β΄ (ο οποίος δικαίωσε τις Αδελφότητες των Λαϊκών), τον οδήγησε (ευτυχώς προσωρινά) προς την λύση της Ουνίας.
Τον Ιούνιο του 1590 συνήλθε σύσσωμη η Ιεραρχία της Μητροπόλεως Κιέβου στην Βρέστη, όπου ο Προκαθήμενος Κιέβου Μιχαήλ Ραγόζα παρουσίασε ενώπιον του Κλήρου το σχέδιο της Ενώσεως (Ουνίας) με την Ρώμη. Όπως αναφέρεται "τὸ σχέδιον τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἔτυχε τῆς φανερᾶς ἐπιδοκιμασίας τῶν Κληρικῶν, ἀλλ᾿ ἀπήντησε μεγάλην ἀντιπάθειαν ἐκ μέρους τῶν Λαϊκῶν"[6], επιβεβαιώνοντας το υπό της εν Κωνσταντινουπόλει Πανορθοδόξου Συνόδου το 1848 "παρ᾽ ἡμῖν οὔτε Πατριάρχαι οὔτε Σύνοδοι ἐδυνήθησαν ποτὲ εἰσαγαγεῖν νέα, διότι ὁ ὑπερασπιστὴς τῆς θρησκείας ἐστιν αὐτὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι αὐτὸς ὁ λαός ὅστις ἐθέλει τὸ θρήσκευμα αὐτοῦ αἰωνίως ἀμετάβλητον καὶ ὁμοειδὲς τῷ τῶν Πατέρων αὐτοῦ"[7].
Οι Λαϊκοί μάλιστα έστειλαν επιστολή στον Πατριάρχη Ιερεμία να τους στείλει κάποιον Έξαρχό του προς συμπαράσταση. Αυτό συνέβη το αμέσως επόμενο έτος, όταν ο Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμίας με την συμμετοχή του Αλεξανδρείας Μελετίου Πηγά και άλλων Αρχιερέων αποφάσισαν συνοδικώς στην Κωνσταντινούπολη (τον Νοέμβριο του 1592) να αποσταλεί ως Έξαρχος ο αρχιδιάκονος Νικηφόρος Παράσχης Καντακουζηνός, ο οποίος κατείχε και το οφφίκιο του Πρωτοσυγκέλου της Μεγάλης Εκκλησίας[8].
Το 1594 ο Λουτσκ Κύριλλος με το πνευματικό του τέκνο, τον διαβόητο Υπάτιο Ποτσέι, τον οποίο είχε καταφέρει να χειροτονήσει Επίσκοπο Βολοντιμίρ και Βρέστης, συνέταξαν το Έγγραφο της Ενώσεως με την Ρώμη και ξεκίνησαν προσπάθειες ώστε αυτό να υπογραφεί από όλους τους Ιεράρχες για να σταλεί στον Πάπα. Μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1595 όλοι οι Αρχιερείς το είχαν υπογράψει... Αποκαλύφθηκε όμως ότι οι υπογραφές των Επισκόπων Λεοντοπόλεως Γεδεών και Πρζέμισλ Μιχαήλ είχαν υφαρπαγεί[9], ενώ όταν ο (μεγάλος πρόμαχος της Ορθοδοξίας) Δούκας Βασίλειος Κωνσταντίνος Οστρόγκσκυ μελέτησε το έγγραφο πείσθηκε "ὅτι προὔκετο περὶ προδοσίας τῆς ὀρθοδοξίας καὶ ἔσπευσε δι᾿ ἐγκυκλίου αὑτοῦ πρὸς τοὺς ὀρθοδόξους τῆς Λιθουανίας καὶ Πολωνίας νὰ καταγγείλῃ τὸν Μητροπολίτην καὶ τοὺς ὀρθοδόξους Ἐπισκόπους ὡς προδότας τῆς ὀρθοδόξου πίστεως"[10]. Αμέσως οι Λαϊκοί εξεγέρθηκαν, όχι μόνο στη Λεοντόπολη, αλλά και στη Βίλνα της σημερινής Λιθουανίας, όπου η Αδελφότητα της Αγίας Τριάδος είχε πνευματικό καθοδηγητή και καθηγητή στην ομώνυμη Ακαδημία, τον Άγιο Κύριλλο Λούκαρι, τον οποίο είχε αποστείλει εν τω μεταξύ ως Έξαρχό του ο Αλεξανδρείας Μελέτιος Πηγάς.
Ως συνέπεια της ταραχής οι μεν Λεοντοπόλεως Γεδεών (ο οποίος μετανόησε για την δεσποτική στάση του) και Πρζέμισλ Μιχαήλ συντάχθηκαν με τις Αδελφότητες των Λαϊκών στον κατά της Ουνίας αγώνα, οι δε Οστρόγκ Κύριλλος και Βρέστης Υπάτιος μετέβησαν εσπευσμένα στη Ρώμη, όπου γονυπετείς (όπως απεικονίζει και το αναμνηστικό μετάλλιο που κόπηκε τότε) δήλωσαν την υποταγή της υπόλοιπης Ιεραρχίας στον Πάπα!
Την υποταγή αυτήν ή Ένωση ή πιο γνωστά Ουνία, προσπάθησε να επικυρώσει η συνελθούσα στον καθεδρικό ναό του Αγίου Νικολάου της Βρέστης τον Οκτώβριο του 1596 Σύνοδος των αποστατών Ιεραρχών με την συμμετοχή Λατίνων κληρικών και υπό την στρατιωτική εποπτεία του Σιγισμούνδου, ο οποίος ήθελε με την κρατική ισχύ να εκμηδενίσει την αντίδραση των αντιδρώντων. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι Ορθόδοξοι, υπό την προεδρία του Εξάρχου Κωνσταντινουπόλεως Νικηφόρου Παράσχη, και με την συμμετοχή του Εξάρχου Αλεξανδρείας Κυρίλλου Λουκάρεως, των δύο Επισκόπων, Λεοντοπόλεως Γεδεών και Πρζέμισλ Μιχαήλ, του Μητροπολίτου Βελιγραδίου Λουκά (ο οποίος βρισκόταν τότε στην περιοχή), του Δούκα Βασιλείου Κωνσταντίνου Οστρόγκσκυ, καθώς και ελάχιστων Κληρικών, αλλά αρκετών Λαϊκών, να συγκαλέσουν Ορθόδοξη Σύνοδο. Επειδή όμως ο Σιγισμούνδος είχε σφραγίσει όλες τους ναούς των Ορθοδόξων στη Βρέστη (ακριβώς για να μη μπορέσουν να συνέλθουν σε Σύνοδο), η Σύνοδος έγινε στο σπίτι κάποιου εκ των ντόπιων επιφανών Προτεσταντών, οι οποίοι τότε έτρεφαν μεγάλη συμπάθεια προς τους Ορθοδόξους, αφού τους ένωναν οι κοινοί θανάσιμοι διωγμοί που υφίσταντο αμφότεροι από τους Παπικούς.
Στη Σύνοδο "ακολουθώντας το παράδειγμα της πρακτικής του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, που αναπτύχθηκε στην Τουρκοκρατία, όταν η κανονική εξουσία του βασιλείου αντικαταστάθηκε από εκπροσώπηση από τον ορθόδοξο λαό με τη μορφή της λεγόμενης «Μικτής [Κληρικολαϊκής] Συνέλευσης», ο Νικηφόρος πρότεινε να εφαρμοστεί εδώ το κανονικό αυτό έθιμο της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως"[11]. Τα δύο σώματα, του Κλήρου και του Λαού, εξέλεξαν αντιπροσώπους και η Σύνοδος αφού κάλεσε σε απολογία αρκετές φορές τους αποστατήσαντες Αρχιερείς τελικώς τους καθαίρεσε, δυνάμει του πληρεξουσίου που είχε ο προεδρεύων αυτής Έξαρχος Νικηφόρος από την Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως.
Όπως παρατηρεί ο π. Ανδρέας Borkowski: "Η ορθόδοξη σύνοδος του Μπρέστ είχε τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της τοπικής συνόδου και η συμμετοχή του κλήρου και του λαού σε αυτή είχε βαθιές ρίζες στην εκκλησιαστική παράδοση. Η ουνιτική σύνοδος, απορρίπτοντας το δικαίωμα συμμετοχής του λαϊκού στοιχείου, αρνήθηκε και το βασικό γνώρισμα της Ορθόδοξης Εκκλησίας, δηλαδή την καθολικότητά της. Η ουνιτική σύνοδος βασίστηκε στην αντίληψη της παπικής Εκκλησίας, η οποία υποστήριζε πως η υπόθεση της ουνίας ανήκει αποκλειστικά στις αρμοδιότητες της Ιεραρχίας. Επομένως ο Νικηφόρος υπήρξε εκφραστής της καθολικότητας της Εκκλησίας, γι’ αυτό δεν δίστασε να αποδείξει βάσει των κανόνων τις εκτροπές των αποστατών επισκόπων"[12].
Ενώ οι Λαϊκοί αντιστέκονταν για την Ορθόδοξη Πίστη, οι περισσότεροι Κληρικοί έκαναν "υπακοή" στους αποστάτες Επισκόπους συνιστώντας το ίδιο και στους Λαϊκούς. Ιδού τί αναφέρεται σε ένα χειρόγραφο της εποχής: "θαῦμα ἰδεῖν μέγιστον, ὅτι οἱ κοσμικοὶ καὶ ὁ κοινὸς δῆμος ζήλῳ θεϊκῷ περισσοτέρως φερόμενοι, πάσῃ τῇ δυνάμει αὐτῶν ἀντήστησαν τῇ βουλῇ τῆς αὐτῶν [σημ. των αποστατών Επισκόπων] πονηρίας, καὶ παντὶ τρόπῳ ἐναντιώθησαν ὡς ἐχθροῖς τῇ ἀληθείᾳ καὶ ὡς κακοὺς ἐργάτας τοῦ ἀμπελῶνος... οἱ δὲ ἱερεῖς καὶ οἱ ἕτεροι τοῦ ἱερατικοῦ τάγματος σχεδὸν πάντες ἠδέως συγκατατέθεντο τῇ τῶν ἀποστατῶν γνώμῃ ὑποτασσόμενοι αὐτοῖς ὡς ὀρθοδόξοις ἐπισκόποις, καὶ πάσαν τὴν βουλὴν αὐτῶν ἐπλήρουν ἀποπλανῶντες τὸν ὀρθόδοξον λαόν, τὸν ἀπειθῆ καὶ δυσχερῆ πρὸς τὸ πεισθῆναι τῇ καινοτομία αὐτῶν"[13].
Οι, κατά της Ουνίας, αποφάσεις της Ορθοδόξου Συνόδου της Βρέστης οδήγησαν σε φοβερούς διωγμούς των Ορθοδόξων από τις πολιτικές και εκκλησιαστικές αρχές. Ο Έξαρχος Νικηφόρος συνελήφθη και πέθανε από ασιτία στην φυλακή, ενώ το βάρος των διώξεων επωμίστηκαν κυρίως οι Λαϊκοί που δεν υποτάχθηκαν, οδηγώντας τον Αλεξανδρείας Μελέτιο να παρατηρήσει σε επιστολή τους προς αυτούς, ότι αν και δήθεν κατώτεροι ως κοσμικοί, ο αγώνας τους αυτός θα τους δοξάσει ενώπιον του Θεού σε αντίθεση με όσους φέρουν μεν αρχιερατικό βαθμό αλλά πρόδωσαν την πίστη: "μὴ τὴν πτωχείαν αἰσχυνόμενοι τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ τὸν σταυρὸν αὐτοῦ φέροντες και Χριστῷ συμπάσχοντες κατὰ τὸν νῦν αἰῶνα, ἵνα κατὰ τὸν μέλλοντα συμβασιλεύσητε, καὶ συμβασιλεύσοι τέ γε μετὰ πολλῶν τῶν ὅντων μὲν ἐσχάτων διὰ τὸ δῆθεν τῆς ἀξίας εἶναι τῆς κοσμικῆς, ἐσομένων δὲ πρώτων τῇ τοῦ Θεοῦ δόξῃ τε καὶ λαμπρότητι, πολλῶν τῶν λεγομένων πρώτων νῦν διὰ τοὺς ὑψηλοῦς τῆς ἀρχιερωσύνης βαθμούς, ἐσχάτων ἐσομένων διὰ τὴν στέρησιν τῆς δόξης"[14].
Όπως λοιπόν μπορεί να διαπιστώσει όποιος μελετήσει αναλυτικά τα της περιόδου εκείνης, και στην οποία μόνο ακροθιγώς έγινε λόγος εδώ, αιτία της Ουνίας υπήρξε η δεσποτοκρατία και ο διεφθαρμένος βίος των Κληρικών, και μάλιστα των υψηλόβαθμων, ο οποίος, κατά τον Ιερό Χρυσόστομο γεννά τα πονηρά δόγματα[15].
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Ἐκκλησιαστικός Φάρος ΚΓ΄ [1924], σ. 308.
[2] Andrzej Borkowski, Ο αγώνας των Ορθοδόξων πατριαρχείων κατά της Ουνίας στην Πολωνία..., Αθήνα, 2008, σ. 145-146.
[6] Κυριάκου Λαμπρύλλου, Περὶ τοῦ πῶς κατεστράφη ἡ Ὀρθόδοξος καὶ ἀληθῶς Καθολικὴ Ἐκκλησία ἐν Πολωνίᾳ ὑπὸ τῶν Ἰησουϊτῶν (ἐφ. ΑΙΩΝ, αρ.1628/29-5-1858).
[7] Ιωάννου Καρμίρη, Τὰ δογματικὰ καὶ συμβολικὰ μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τ. ΙΙ, Graz-Austria, 1968, σ. 920 [1000].
[8] Wladimirus Milkowicz, Monumenta Confraternitatis Stauropigiane Leopoliensis, tom. I, Leopolis, 1895, p. 398-400.
[9] Ἱστορία τῆς Ῥωσσικῆς Ἐκκλησίας (μετάφραση Θεοδώρου Βαλλιάνου), Ἀθῆνα, 1851, σ. 155.
[10] Χρυσοστόμου Παπαδόπουλου, Οἱ Πατριάρχαι Ἱεροσολύμων ὡς πνευματικοὶ χειραγωγοὶ τῆς Ῥωσίας..., Ἱεροσόλυμα, 1907, σ.27.
[11] Карташев А.В. Очерки по истории Русской Церкви, Том I, Москва-Берлин, 2020, σ. 556.
[12] Andrzej Borkowski, ό.π., σ. 191.
[13] Βατικάνειος Βιβλιοθήκη,Χφ. Borg. lat. 450, f.475v-476.
[14] Μεθοδίου Φούγια, Ἐπιστολαί Μελετίου Πηγᾶ, Ἀθῆνα, 1998, σ. 169.
[15] "Βίος διεφθαρμένος πονηρά τίκτει δόγματα" (PG 61, 351).