Οι διωγμοί των χριστιανών από τους Εβραίους
Ένα σχετικό μέτρο στην προσέγγιση και κατανόηση του λόγου ή των λόγων, για τους οποίους οι Ρωμαίοι κατέληξαν να διώκουν τους χριστιανούς, προσφέρει η παρατήρηση της συμπεριφοράς των Εβραίων απέναντι τους. Όσο κι αν εκ πρώτης όψεως φαίνεται σαν να πρόκειται για αντιδράσεις υποκινημένες από διαφορετικά αίτια, η αναλογία που διαφαίνεται είναι τόση και τέτοια που καθιστά χρήσιμη, ίσως και επιβεβλημένη, την εκ παραλλήλου εξέτασή τους.
Προφανώς, δεν θα γίνει ποτέ γνωστό, το πώς θα είχαν εξελιχθεί τα πράγματα, αν οι Εβραίοι είχαν πιστέψει ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο Μεσσίας, για τον οποίο μίλησαν οι προφήτες τους και γινόταν λόγος στα ιερά τους βιβλία. Κάτι τέτοιο δεν συνέβη, ούτε κατά τη διάρκεια της επίγειας ζωής του Ιησού Χριστού, ούτε στη συνέχεια. Απόρροια, μάλιστα, αυτής της δυσπιστίας τους ήταν ο διωγμός του, που είχε ως αποτέλεσμα τη σταυρική του θυσία, με το πρόσχημα ότι «συμφέρει τον λαό ο θάνατός του, προκειμένου να μην χαθεί όλο το έθνος» (Ιω. 11,50).
Μετά την πρώτη αυτή πράξη διωγμού, και μάλιστα εναντίον του ίδιου του Ιησού, φαίνεται πως «μεταξύ των ιουδαίων υπήρχε η βεβαιότητα ότι με τον σταυρικό θάνατό του είχε εξανεμιστεί ο κίνδυνος για τη θρησκεία τους από την πλευρά του Ιησού και οι μαθητές του δεν θα μπορούσαν να εμφανιστούν ως συμπαγής ομάδα που θα δημιουργούσε πρόβλημα» (Γλαβίνας, II). Πολύ σύντομα, ωστόσο, διαπίστωσαν πως κανένα από τα δύο δεν συνέβη. Έτσι δεν άργησαν να στραφούν εναντίον των μαθητών του Ιησού στην αρχή, αλλά και των πιστών στη συνέχεια.
Στις Πράξεις
των Αποστόλων αποτυπώνονται με σαφήνεια, τόσο οι λόγοι όσο και οι τρόποι, με τους οποίους οι Ιουδαίοι
δίωκαν τους χριστιανούς Βασικός λόγος παρέμενε η ζήλια, ο φθόνος από την απήχηση και την αποδοχή που έβρισκε η διδασκαλία του Ιησού, μέσω πλέον του κηρύγματος των Αποστόλων. Ο φθόνος αυτός ενδεχομένως κατά ένα μέρος του να οφειλόταν στο γεγονός ότι κάποιοι ομόπιστοί τους, ασπαζόμενοι τη νέα πίστη, εγκατέλειπαν την πατροπαράδοτη. Το μεγαλύτερο, όμως, μέρος του, προφανώς, οφειλόταν, ως αντίσταση, στη δική τους αντίθεση στη διαιωνιζόμενη διδασκαλία του Ιησού. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα από τον πυρήνα των κατηγοριών τους εναντίον των χριστιανών, ακόμα και στις περιπτώσεις που καταφεύγουν να τις διατυπώσουν στους Ρωμαίους άρχοντες, τους αδιάφορους για τα θρησκευτικά προβλήματα ενός από τους υποταγμένους λαούς.
Έτσι, από το
αντιπροσωπευτικό δείγμα, που συνιστά η διήγηση των Πράξεων των Αποστόλων, διαφαίνεται πως οι ιουδαίοι, όταν προέβαιναν οι ίδιοι σε διωγμούς και συλλήψεις χριστιανών, η σχετική κατηγορία εναντίον τους ήταν «δια το διδάσκειν αυτούς τον λαόν και καταγγέλειν εν τω Ιησού την ανάστασιν των νεκρών.....» (Πρ. 4,2), καθώς και «αλλαγήν των εθνών καθώς α δέδωκεν Μωυσής» (Πρ. 6,11). Με αυτές τις κατηγορίες συνέλαβαν τον Πέτρο και τον Ιωάννη και οδήγησαν στον λιθοβολισμό τον πρωτομάρτυρα Στέφανο. Επίσης, εύλογα μπορεί να υποτεθεί, πως με αυτές τις κατηγορίες εναντίον των χριστιανών, και ο νεαρός Ζηλωτής Παύλος είχε την ευχέρεια ή το δικαίωμα «να λυμαίνεται την Εκκλησία, μπαίνοντας ακόμα και μέσα στα σπίτια των πιστών,προκειμένου να σύρει έξω άνδρες και γυναίκες και να τους παραδώσει για να φυλακισθούν» (Πρ. 8,3). Όταν όμως οι Ιουδαίοι δεν μπορούσαν να παρακάμψουν τις ρωμαϊκές αρχές, προσάρμοζαν τις κατηγορίες εμπλουτίζοντάς τες ώστε να αποκτήσουν το ανάλογο ενδιαφέρον. Χαρακτηριστικό παράδειγμα επ’ αυτού είναι η στάση των ιουδαίων της Θεσσαλονίκης, οι οποίοι οδήγησαν στους πολιτάρχες της πόλης τον Ιάσωνα, που φιλοξενούσε στο σπίτι του τον απόστολο Παύλο και τον Σύλα, με την κατηγορία ότι φιλοξενεί αυτούς που «αναστάτωσαν την οικουμένη και ήρθαν και στην πόλη τους να το συνεχίσουν.... και ότι είναι εχθροί του Καίσαρα, αφού ισχυρίζονται ότι και ο Ιησούς είναι βασιλιάς...» (Πρ. 17,5-8). Φαίνεται, λοιπόν, πως «οι Ιουδαίοι αντιδρούν αποκλειστικά και μόνο, φαινομενικά τουλάχιστον, από λόγους θρησκευτικούς. Και πάλι όμως το κακό που προξενούν στην ηγεσία της πρώτης Εκκλησίας, αλλά και στους πρώτους χριστιανούς, δεν είναι μικρό. Πάντως, όμως, πέρα από το ότι η θρησκευτική ηγεσία των Ιουδαίων φανάτιζε τους ομοεθνείς τους εναντίον των χριστιανών, έμμεσα σε ορισμένες περιπτώσεις τροφοδοτούσαν τη ρωμαϊκή διοίκηση με υλικό εναντίον των Χριστιανών και προκαλούσαν τις αρχές να λάβουν μέτρα εναντίον τους με αποκλειστικό σκοπό να ελαχιστοποιήσουν τη δράση τους ή καλλίτερα να την εκμηδενίσουν». (Γλαβίνας, 16).
Χρονολογικά η αντίθεση των ιουδαίων στη διδασκαλία του Ιησού Χριστού, η οποία εκδηλώθηκε με τη μορφή διώξεων, τόσο εναντίον του ίδιου, όσο και εναντίον των πιστών του, φαίνεται πως εμφανίστηκε και διήρκεσε τις πρώτες δεκαετίες της εξάπλωσης του χριστιανισμού. Ηδη ο Γαλλίωνας, ανθύπατος της Αχαΐας, ενώπιον του οποίου προσήχθη ο απόστολος Παύλος μετά τη σύλληψή του στην Κόρινθο, προσεγγίζει τις εναντίον του κατηγορίες ως «ζητήματα περί λόγου και ονομάτων και νόμου του καθ’ υμάς (ενν. ιουδαίων)» και αρνείται να τα κρίνει (Πρ 18.13).
Η επανάσταση των ιουδαίων η οποία κόστισε την καταστροφή της Ιερουσαλήμ (71 μ. X ), μπορεί να μην επέφερε αλλαγή στη στάση του ρωμαϊκού κράτους απέναντι στον λαό και τη θρησκεία τους, σίγουρα όμως μείωσε την πρόθεση και τη διάθεσή τους να εμφανίζονται οι ίδιοι και ως ταραξίες, προκαλώντας αναταραχή με πράξεις απευθείας καταδίωξης ή καταγγελιών εναντίον των χριστιανών.
(Συνεχίζεται)
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου