Το Θρησκευτικό πλαίσιο των κατηγοριών κατά του χριστιανισμού

Τι συνέβη λοιπόν με την περίπτωση της χριστιανικής θρησκείας; Θεωρητικά, αφού υπήρχε το προηγούμενο αποδοχής μιας μονοθεϊστικής θρησκείας, της ιουδαϊκής, το πιο φυσικό θα ήταν και ο χριστιανισμός να έχει την ανάλογη αποδοχή ή αντιμετώπιση. Ενδεχομένως, και οι ίδιοι οι χριστιανοί να προσέβλεπαν σε αυτό, κάτι που όμως τελικά δεν έγινε.
Βασικός λόγος στάθηκε το γεγονός, ότι ο χριστιανισμός, για τη ρωμαϊκή αντίληψη των θρησκευτικών πραγμάτων, δεν ήταν η πατροπαράδοτη θρησκεία μιας πόλης ή ενός λαού. Ως γνωστόν, ήταν θρησκεία που προσήλκυε τα μέλη της από κάθε εθνότητα και θρησκεία. Συνεπώς, δεν ίσχυε γι΄ αυτόν η γενική αρχή της αυτοκρατορίας, του σεβασμού στην θρησκεία ενός λαού η μιας πόλης, ώστε μέσω αυτού να γίνει και ο χριστιανισμός επιτρεπόμενη θρησκεία (religio licita). Επιπλέον, η εγκατάλειψη της προσήλωσης στη θρησκεία της γενέθλιας πόλης ή του λαού καταγωγής από μόνη της θα μπορούσε να θεωρηθεί - και κάποιες φορές θεωρήθηκε - ως πράξη ασέβειας.
Ένας εξίσου βασικός λόγος στάθηκε η πίστη των χριστιανών στον Έναν και μοναδικό Θεό και η προσήλωσή τους στη διδασκαλία του Ευαγγελίου, η οποία, για ευνόητους λόγους, καταργούσε οριστικά τους δεσμούς με όλες τις άλλες θρησκείες, συνεπώς και κάθε συμμετοχή στις τελετές τους. Αυτό σήμαινε πως οι χριστιανοί δεν συμμετείχαν, φυσικά, ούτε στις τελετές της λατρείας του αυτοκράτορα, ούτε προσέφεραν θυσίες στα αγάλματα της πόλεως της Ρώμης, γεγονός που τους καθιστούσε, αυτόματα, υπόλογους για ασέβεια και ύποπτους για έγκλημα καθοσιώσεως. Η στάση τους αυτή, δεδομένης και της αλληλοπεριχώρησης θρησκείας και πολιτικής, δίνει αφορμή για να υπάρχουν και πολιτικά κίνητρα στην καταδίωξη των Χριστιανών. Για του λόγου το αληθές, ο Πλίνιος, αυτοκρατορικός απεσταλμένος (λεγάτος) στη Βιθυνία, απευθυνόμενος στον αυτοκράτορα Τραϊανό και εκθέτοντάς του τη διαδικασία που ακολουθεί κατά τις προσαγωγές χριστιανών ενώπιον του δικαστηρίου του, αναφέρει, ότι ζητά από αυτούς να «προσκυνήσουν τα άγαλμά του (ενν. του αυτοκράτορα) και τις εικόνες τά (ενν. της Ρώμης) και να προσφέρουν θυμίαμα «στο άγαλμά του και στα αγάλματα των θεών».
Το επαναλαμβανόμενο προβάδισμα που δίνει στην αναφορά των αγαλμάτων του αυτοκράτορα, ενδεχομένως, δείχνει και την πολιτική διάσταση του θέματος.
Εξάλλου, πάντα υπήρχε η μέσω της συμμετοχής στη λατρεία του αυτοκράτορα διάσταση επίδειξης και απόδειξης υποταγής και νομιμοφροσύνης, μιας διάστασης, ολοκάθαρα, πολιτικής που ενυπήρχε σε μία καθαρά θρησκευτική έκφραση. Στην προκειμένη περίπτωση, μάλιστα, φαίνεται, πως το «τα του καίσαρος τω καίσαρι», ως στάση ζωής από μέρους των χριστιανών, από μόνο του δεν ήταν καθόλου πειστικό.
Ως επιβαρυντικός λόγος, δεν πρέπει να παραβλεφθεί και ο τρόπος ζωής των χριστιανών, φυσική απόρροια της πίστης τους, ο οποίος, διαφέροντας κατά πολύ από των υπολοίπων, είχε ως συνέπεια να μην συναναστρέφονται με μη χριστιανούς. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να σχηματιστεί ένα πέπλο μυστηρίου γύρω από οτιδήποτε χριστιανικό, το οποίο δεν άργησε να μετασχηματιστεί σε προκατάληψη αρχικά και αργότερα σε μίσος του λαού εναντίον των χριστιανών. Ό,τι δεν τους ήταν οικείο ή δεν μπορούσαν να το καταλάβουν, το διαστρέβλωναν και οι αρχικές φήμες μετασχηματίστηκαν σε κατηγορίες. Οι πιο συνήθεις από αυτές ήταν: ότι οι χριστιανοί συμμετείχαν σε ανθρωποφαγικά γεύματα (θυέστεια δείπνα), αιμομικτικά όργια και τελετές μαγείας και, ως τέτοιοι, είναι εχθροί του ανθρώπινου γένους. Είναι προφανές, ότι πρόκειται, κατ' αρχήν για παρεξήγηση, λόγω άγνοιας, της λατρευτικής έκφρασης των χριστιανών και, στη συνέχεια, ένας βολικός αποδιοπομπαίος τράγος. Συγκεκριμένα, είναι γνωστό, πως οι χριστιανικές τελετές δεν ήταν δημόσιες και αυτό από μόνο του παρέπεμπε σε μυστηριακές τελετές, διαδεδομένες άλλωστε εκείνη την εποχή. Η ορολογία της τέλεσης της Θείας Ευχαριστίας (Λάβετε, φάγετε, τούτο εστίν τό σώμα μου,,.πίετε..., τούτο εστίν τό αίμα μου...) μπορούσε πολύ εύκολα να παρερμηνευθεί, όπως επίσης, και το ότι οι χριστιανοί συναντιόνταν σε ιδιωτικούς χώρους, αποκαλούνταν μεταξύ τους «αδελφοί» και χαιρετισμός τους ήταν ο ασπασμός της ειρήνης (αιμομικτικά όργια). Φυσικά, εύλογη και καχύποπτη απορία, δύσκολη να εξηγηθεί, πρόκαλούσε στους ειδωλολάτρες η μη συμμετοχή των χριστιανών στα δημόσια θεάματα, ιδιαίτερα μαλιστα σε μια εποχή, που το άρτος και θεάματα ήταν σύνθημα και τρόπος ζωής. Έτσι, μαζί με τα υπόλοιπα η στάση των χριστιανών θεωρήθηκε μισανθρωπία και αποτέλεσε τον πυρήνα της εναντίον τους κατηγορίας, ότι είναι εχθροί του ανθρώπινου γένους. Μίας κατηγορίας τουλάχιστον σκανδαλώδους, όπως και όλες οι υπόλοιπες άλλωστε, δεδομένου ότι αφορούσε και χαρακτήριζε τους ανθρώπους εκείνους, που βίωναν και εφάρμοζαν στην πράξη την αγάπη προς τον πλησίον και την άνευ όρων φιλανθρωπία.
Ύστερα από τα παραπάνω, συνοψίζοντας, για τη ρωμαϊκή θεώρηση των θρησκευτικών ζητημάτων, ο χριστιανισμός δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις, βάσει των οποίων η ρωμαϊκή αρχή αναγόρευε μία θρησκεία ως επιτρεπόμενη, αφού δεν ήταν αρχαία πατροπαράδοτη θρησκεία κάποιου συγκεκριμένου λαού. Ακόμα και αν υποτεθεί ότι, τελικά, αναγνωριζόταν ως επιτρεπόμενη θρησκεία, δεν είναι καθόλου σίγουρο, αντίθετα είναι μάλλον απίθανο να απαλλάσσονταν οι χριστιανοί από την αυτονόητη υποχρέωση όλων των υπηκόων να αναγνωρίζουν και να συμμετέχουν στη λατρεία, τουλάχιστον του αυτοκράτορα και της Ρώμης αν όχι και των υπολοίπων ρωμαικών θεοτήτων. Μη συμμετοχή σε αυτές, ανέκαθεν, για τις ρωμαϊκές αρχές σήμαινε ασέβεια, αθεΐα, έγκλημα καθοσιώσεως. Αξίζει να σημειωθεί, ότι για τις κατηγορίες αυτές υπήρχαν, ήδη, νόμοι που προέβλεπαν σχετικές τιμωρίες, συνεπώς δεν χρειάζονταν καινούριοι για τις «παραβάσεις» που προέρχονταν από χριστιανούς. Αντίθετα, για τους χριστιανούς, συμμετοχή σε αυτές σήμαινε άρνηση της πίστης στον Έναν και μοναδικό Θεό, συνεπώς βαρύτατο αμάρτημα.

0 comments:

Δημοσίευση σχολίου

 
Top