Δευτέρα 27 Μαΐου 2024

ΚΑΘΙΕΡΩΣΗ ΤΗΣ «ΓΥΝΑΙΚΕΙΑΣ ΙΕΡΟΣΥΝΗΣ» ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ; (Σχόλιο στην πρόσφατη «χειροτονία» διακόνισσας)

  

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ

Εν Πειραιεί τη 27η Μαΐου 2024

ΚΑΘΙΕΡΩΣΗ ΤΗΣ «ΓΥΝΑΙΚΕΙΑΣ ΙΕΡΟΣΥΝΗΣ» ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ;

(Σχόλιο στην πρόσφατη «χειροτονία» διακόνισσας)

    Όπως έχουμε και άλλοτε τονίσει, η καθιέρωση από ορισμένες προτεσταντικές κοινότητες, όπως αυτής των Αγγλικανών, της «χειροτονίας» των γυναικών σ’ όλους τους βαθμούς της Ιερωσύνης, μέχρι και του Επισκόπου, οφείλεται στην επικράτηση καινοφανών θεολογικών αντιλήψεων στους κόλπους του Προτεσταντισμού σχετικά με το θέμα αυτό, που είναι σαφώς ξένες προς το περιεχόμενο της αντιστοίχου διδασκαλίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας. Έχουν δε την αφετηρία τους, κατά κύριον λόγον, στην απόρριψη υπό των Προτεσταντών σύνολης της Εκκλησιαστικής και Πατερικής μας Παραδόσεως.

    Μετά τη «Σύνοδο» της Κρήτης, στις συνοδικές αποφάσεις της οποίας, ως γνωστόν, το έργο και η «θεολογική» παραγωγή του Π.Σ.Ε. καταφάσκεται και επαινείται, (αντί απορρίψεως), αναζωπυρώθηκε και πάλι το εν λόγω θέμα από γνωστούς κύκλους, στην προσπάθειά τους να φέρουν σε ακόμη μεγαλύτερη προσέγγιση την Ορθοδοξία με τον Προτεσταντισμό μέσα στα πλαίσια του οικουμενιστικού γίγνεσθαι. Πριν μερικά χρόνια, και συγκεκριμένα το 2020, πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη Διεθνές Συμπόσιο με τίτλο: «Διακόνισσες: Παρελθόν – Παρόν – Μέλλον». Σύμφωνα με σχετική ανοικτή επιστολή της διοργανωτικής επιτροπής προς τις Τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες: «Το συμπόσιο εξέτασε από επιστημονική και εκκλησιαστική προοπτική τον θεσμό των διακονισσών της Εκκλησίας, τόσο κατά τους πρώτους όσο και κατά τους επόμενους αιώνες, καθώς και τις σύγχρονες αντιδράσεις και επιφυλάξεις των Ορθοδόξων Εκκλησιών και άλλων χριστιανικών παραδόσεων»Ακολουθούν στην επιστολή οι λόγοι, οι οποίοι καθιστούν την αναβίωση του θεσμού των  διακονισσών ως «επείγουσα ανάγκη».

    Φαίνεται ότι οι εισηγήσεις και τα πορίσματα του Συμποσίου εκείνου της Θεσσαλονίκης άρχισαν να υλοποιούνται και να εφαρμόζονται στην πράξη μόλις το 2024 με πρωτοπόρο την Ι. Μητρόπολη Ζιμπάμπουε του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας. Όπως πληροφορηθήκαμε από το διαδίκτυο, ο Μητροπολίτης Ζιμπάμπουε κ. Σεραφείμ προχώρησε πρόσφατα στη «χειροτονία» διακόνισσας, επικαλούμενος πρακτικές ανάγκες, προκειμένου να διευκολυνθεί, το ιεραποστολικό έργο της Μητροπόλεως: «Η ιεραποστολή στην Αφρική έχει ανάγκη τις διακόνισσες, κυρίως για το ποιμαντικό έργο και για τις βαπτίσεις των ενηλίκων γυναικών, καθώς και σε ιδιαίτερες περιπτώσεις…».[1] Ωστόσο όπως επισημαίνει ο Σεβ.  Μητροπολίτης Αντινόης κ. Παντελεήμων, βαθύς γνώστης του ιεραποστολικού έργου της Αφρικής, σε επιστολή του προς τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Θεόδωρο τον Β΄, (17.5.2024): «Στην Ιερά Μητρόπολη Ζιμπάμπουε δεν υπάρχει τόση μεγάλη προσέλευση των νεοφωτίστων, ώστε να απαιτεί την κατάσταση χειροτονίας Διακόνισσας. Εξ’ άλλου, όπως Υμείς ο ίδιος γνωρίζετε, και με όλο τον σεβασμό, ο Σεβασμιώτατος Αδελφός κ. Σεραφείμ, απουσιάζει τον περισσότερο καιρό από την έδρα του. Πού, λοιπόν η ανάγκη χειροτονίας Διακόνισσας;;;». Οι βαθύτεροι λόγοι, κατά την ταπεινή μας γνώμη, δεν μπορεί να είναι άλλοι από την προώθηση του οικουμενιστικού πνεύματος, το οποίο ως γνωστόν απαιτεί την προσέγγιση και τον συγκερασμό όλων των χριστιανικών ομολογιών και όλων των θρησκειών.

    Σύμφωνα με την είδηση: «Η Angelic Molen από το Χαράρε της Ζιμπάμπουε χειροτονήθηκε διακόνισσα στο Ελληνορθόδοξο Πατριαρχείο Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής από τον μητροπολίτη Ζιμπάμπουε Σεραφείμ.…Η διακόνισσα Αγγελική….έχει εργαστεί για την ορθόδοξη νεολαία της Ζιμπάμπουε, οικοδομώντας ένα θεμέλιο ποιμαντικής φροντίδας στην κοινότητά της, όπως αναφέρει η τοπική εκκλησία. Η ίδια έχει οργανώσει εκκλησιαστικό σχολείο, ομάδες για μητέρες και συναντήσεις νέων. Αυτή την περίοδο σπουδάζει στο πανεπιστήμιο Γεωγραφία και Περιβαλλοντικές Σπουδές»[2].      

    Είναι σημαντικό το ότι ο Σεβ. Μητροπολίτης Ζιμπάπουε κ. Σεραφείμ ενήργησε κατόπιν συνοδικής αποφάσεως του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας. Στις εργασίες της εν λόγω Συνόδου ο Σεβ. κ. Σεραφείμ παρουσίασε σχετικό υπόμνημα και κατόπιν «ακολούθησε γόνιμη συζήτηση που ολοκληρώθηκε με ομόφωνη Συνοδική απόφαση μετά από πρόταση του Αλεξανδρινού Προκαθημένου για την Αναβίωση του θεσμού των Διακονισσών»[3]. Σε σχετική ανακοίνωσή του το Πατριαρχείο διευκρινίζει ότι «οι διακόνισσες δεν κατεστάθησαν ποτέ στην ιστορία της Εκκλησίας ως γυναίκες- λειτουργοί των Ιερών Μυστηρίων, αλλά ως αφιερωμένες γυναίκες-βοηθοί του εν γένει ποιμαντικού, λειτουργικού και αγιαστικού έργου της Εκκλησίας, απευθυνομένων μόνον σε γυναίκες, όπου οι τοπικές συνθήκες και τα ήθη τις απέκλειαν από την εκκλησιαστική ζωή»[4]. Παρά ταύτα όμως το φωτογραφικό υλικό παρουσιάζει την εν λόγω «διακόνισσα» να είναι ενδεδυμένη τα άμφια του διακόνου, να εισέρχεται δια της Ωραίας Πύλης στο Ιερό Βήμα και να παραστέκεται, όπως οι διάκονοι, στην Αγία Τράπεζα. Επίσης εικονίζεται να κρατά το άγιο Ποτήριο και να κοινωνεί τους πιστούς!

    Στο Διορθόδοξο Θεολογικό Συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στη  Ρόδο το 1988,[5] ένας εκ των εισηγητών, ο μακαριστός καθηγητής Ευάγγελος Θεόδωρου ανέπτυξε το θέμα με τίτλο: «Ο θεσμός των διακονισσών εις την ορθόδοξον Εκκλησίαν και η δυνατότης αναβιώσεως αυτού». Στην εν λόγω εισήγηση, μεταξύ άλλων, παραθέτει αρχαίο κώδικα που περιλαμβάνει τυπικό «επί χειροτονία διακονίσσης». Σ’ αυτό αναφέρονται τα εξής: «…Κατά δε τον της μεταλήψεως των θείων μυστηρίων καιρόν κοινωνεί μεν, [η διακόνισσα], του θείου σώματος και αίματος μετά τους διακόνους, λαμβάνουσα δε το ποτήριον εκ των του αρχιερέως χειρών ουδενί μεταδίδωσιν, αλλ’ ευθύς επιτίθησι αυτώ τη αγία τραπέζη».[6] Σε άλλο σχετικό κώδικα αναφέρονται τα εξής: «…[ο αρχιερεύς επεύχεται τη διακονίσση κατά την ώρα της χειροτονίας της]…και τοις αγίοις ούτω ναοίς προσκαρτερείν ου μην και τοις αχράντοις μυστηρίοις υπηρετείν επιτρέπει, ή ριπίδιον εγχειρίζεσθαι, ως επί του διακόνου…».[7] Από τις παραπάνω αρχαίες μαρτυρίες γίνεται ξεκάθαρο, ότι η διακόνισσα ούτε να κοινωνεί είχε την εξουσία, ούτε να επιτελεί χρέη διακόνου.

    Με το θέμα του αρχαίου θεσμού των διακονισσών έχει ασχοληθεί το Γραφείο μας με σχετικό δημοσίευμα με τίτλο: «Ο θεσμός των διακονισσών στην ορθόδοξη παράδοση και στους κόλπους της παναιρέσεως  του οικουμενισμού», (19.3.2020). Στο δημοσίευμα αυτό μεταξύ άλλων αναφέραμε ότι  στην αρχαία Εκκλησία υπήρχε όντως και λειτουργούσε ο θεσμός των διακονισσών. Ο 48ος Ιερός Κανών της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου ορίζει ότι η σύζυγος του επισκόπου «ει και αξία φανείη, προς το της διακονίας αναβιβαζέσθω αξίωμα»Ο 15ος Ιερός Κανών της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου επίσης ορίζει «διάκονον μη χειροτονείσθαι γυναίκα προ ετών τεσσαράκοντα και ταύτην μετά ακριβούς δοκιμασίας». Oι «Αποστολικές Διαταγές» αφ’ ενός μνημονεύουν τον θεσμό των διακονισσών και αφ’ ετέρου τον συνδέουν με την άσκηση του όλου πνευματικού έργου της Εκκλησίας: «…και γαρ εις πολλάς χρείας γυναικός χρήζομεν διακόνου. Και πρώτον μεν εν τω φωτίζεσθαι γυναίκας, ο διάκονος χρίσει μεν μόνον το μέτωπον αυτών τω αγίω ελαίω και μετά τούτον δε η διάκονος αλείψει αυτάς. Ου γαρ ανάγκη τας γυναίκας υπό ανδρών κατοπτεύεσθαι».[8] Ο Άγιος Επιφάνιος Κύπρου, συνοψίζοντας την περί του θεσμού των διακονισσών εκκλησιαστική συνείδηση, παρατηρεί ότι ο θεσμός ήταν αναγκαίος ένεκα της «σεμνότητος του γυναικείου γένους, ή δι’ ώραν λουτρού, ή επισκέψεως πάθους, ή πόνου και ότε γυμνωθείη σώμα γυναίου, ίνα μη υπό ανδρών ιερουργούντων θεαθείη».[9] Ο Θεόδωρος Βαλσαμών μας πληροφορεί ότι αι προς χειροτονίαν διακόνισσες εξελέγοντο από τις τάξεις των μοναζουσών, ήταν εκλεκτές μοναχές, ή μεγαλόσχημες, ή και ηγουμένες γυναικείων μοναστηριών.[10] Κλασικό παράδειγμα η αγία Ολυμπιάδα η διακόνισσα, η οποία αναδείχθηκε ηγουμένη σε γυναικείο μοναστήρι, που ίδρυσε πλησίον του Iερού Ναού της αγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως…. Άλλοι τομείς δράσεως και διακονίας ήταν η μεταφορά και μετάδοσις κατ’ οίκον της Θείας Κοινωνίας σε ασθενείς γυναίκες,  το «σαβάνωμα» των κεκοιμημένων χριστιανών γυναικών, η προσφορά τους στα έργα της αγάπης της φιλανθρωπίας και της ιεραποστολής, στην κατήχηση των εθνικών γυναικών και γενικότερα στο διδακτικό και κατηχητικό έργο της Εκκλησίας, πάντοτε σε συνεργασία μετά του Επισκόπου. Υπάρχουν πάμπολλα παραδείγματα γυναικών που προσέφεραν ανεκτίμητες υπηρεσίες στους παρά πάνω τομείς δράσεως της Εκκλησίας,  αναφερόμενες τόσο στην Καινή Διαθήκη, όσο και στην Εκκλησιαστική μας παράδοση. Οι «Αποστολικές διαταγές» μας διασώζουν ακόμη σειρά τυπικών χειροτονίας των διαφόρων τάξεων του κλήρου, μεταξύ δε αυτών συμπεριλαμβάνουν και «τυπικόν χειροτονίας διακονισσών», το οποίο διέφερε σε ελάχιστα σημεία προς το «τυπικό χειροτονίας διακόνου».

    Εκτός από τις εύστοχες παρατηρήσεις του Σεβ. Μητροπολίτου Αντινόης που αναφέραμε πιο πάνω, στην εν λόγω «χειροτονία» αντέδρασε και ο Σεβ. Μητροπολίτης Ικονίου κ. Θεόληπτος, ο οποίος τόνισε πως «Η χειροτονία της διακόνισσας στην Ι.Μ. Ζιμπάμπουε είναι εξευτελισμός…Με μεγάλη έκπληξη διάβασα στο διαδίκτυο ότι ένας Μητροπολίτης του δευτερόθρονου Πατριαρχείου Αλεξανδρείας χειροτόνησε μια διακόνισσα στην μακρινή Ζιμπάμπουε. Αυθαίρετα μια Ορθόδοξος Εκκλησία προχώρησε και επανέφερε ένα παλαιό θεσμό που έχει ατονήσει από τον 3ο αιώνα μ. Χ….»[11]. Και καταλήγει: «Το άλλο θέμα είναι ο τρόπος της χειροτονίας των διακονισσών που δεν έχει καμία μα καμία σχέση με αυτό που έγινε στη Ζιμπάμπουε.…Αυτή η χειροτονία που έγινε είναι ο εξευτελισμός στον ανώτατο βαθμό της χειροτονίας των Διακόνων … Στώμεν καλώς, στώμεν μετά φόβου»[12]Στο σημείο αυτό να προσθέσουμε ότι το ιεραποστολικό κλιμάκιο της Ι. Μητροπόλεως Ζιμπάμπουε είναι ένα από τα πολλά ανάλογα Ορθόδοξα κλιμάκια που λειτουργούν στην αφρικανική Ήπειρο. Κανένα όμως από τα πάμπολλα αυτά κλιμάκια δεν προχώρησε σε «χειροτονία» διακονίσσης, απλούστατα διότι δεν θεώρησε αναγκαία μια τέτοια «χειροτονία».  Μπορούμε να πούμε, ότι μόνο στο ιεραποστολικό κλιμάκιο της Ι. Μητροπόλεως Ζιμπάμπουε υπήρξε τόσο οξύ και επείγον πρόβλημα, ώστε να είναι επιτακτική η ανάγκη «χειροτονίας» διακονίσσης;

    Όταν πριν από 20ετία είχε ανακινηθεί θέμα «χειροτονίας διακονισσών» στην Εκκλησία της Ελλάδος, ο μακαριστός Μητροπολίτης Χαλκίδος κυρός  Χρυσόστομος, ως εισηγητής, είχε επισημάνει ότι«Ουδέποτε εις την συνείδησιν της Εκκλησίας επεκράτησεν η αντίληψις διαφόρων κύκλων αιρετικών (γνωστικών, μοντανιστών, μαρκιωνιτών) κατά την οποία αι γυναίκες είναι δυνατόν να αποκτήσουν ιερουργικά, ιερατικά καθήκοντα, ανάλογα με εκείνα του πρεσβυτέρου ή και του επισκόπου…Στη συζήτηση που είχε γίνει το 2004, η Ιεραρχία είχε καταλήξει ότι ο θεσμός των διακονισσών ουδέποτε καταργήθηκε και πως επαφίεται στη ‘διακριτική ευχέρεια του επιχωρίου επισκόπου η καθοσίωση των γεροντισσών των ιερών μονών της επαρχίας αυτού, για τις ανάγκες της ιεράς μονής και μόνο’»[13].

    Πιστεύουμε ακράδαντα ότι οι βαθύτεροι λόγοι αυτής της «χειροτονίας» είναι άλλοι, σίγουρα όχι ποιμαντικής φύσεως. Είναι συχνό το φαινόμενο σήμερα να συμπροσεύχονται υψηλά ιστάμενα εκκλησιαστικά πρόσωπα, με «ιέρειες» και «επισκοπίνες», που σημαίνει έμμεση αναγνώριση της «ιεροσύνης των γυναικών»! Πριν λίγο καιρό ο Σεβ. Αρχιεπίσκοπος Αμερικής κ. Ελπιδοφόρος ανακηρύχτηκε αντιπρόεδρος του «Εθνικού Συμβουλίου Εκκλησιών του Χριστού των ΗΠΑ», με πρόεδρο την  «Επισκοπίνα» Elizabeth Eaton, της Λουθηρανικής Ευαγγελικής «Εκκλησίας» της Αμερικής![14]

    Υπάρχει και μια άλλη διάσταση του ζητήματος της «γυναικείας ιεροσύνης», η οποία υπαγορεύεται από ισχυρά διεθνή φεμινιστικά κέντρα. Ο θεολόγος και συγγραφέας κ. Κ. Νούσης σημείωσε: «Η κακή όψη του φεμινισμού θέλει, αφού εισήλθε σχεδόν παντού και επικράτησε επιθετικώ τω τρόπω, να αλώσει και την Ορθόδοξη Παράδοση. Η προχθεσινή χειροτονία κινεί εύλογα υποψίες οικουμενιστικού χαρακτήρος, έστω και αν είναι αβάσιμες, καθόσον ανοίγει τον δρόμο της εξομοίωσής μας με τις δυτικές χριστιανικές ομολογίες (βλ. Προτεσταντισμός και Αγγλικανισμός)....»[15].

    Κλείνοντας, εκφράζουμε τον φόβο μας ότι η όψιμη αυτή αναβίωση του θεσμού των διακονισσών έχει ως απώτερο στόχο την προώθηση και καθιέρωση της γυναικείας Ιερωσύνης και στους δύο επόμενους βαθμούς, του Πρεσβυτέρου και του Επισκόπου, μέσα στο χώρο της Ορθοδοξίας. Πιστεύουμε ότι το θέμα της αναβιώσεως του θεσμού των διακονισσών δεν αποτελεί στην παρούσα χρονική συγκυρία πρώτη προτεραιότητα στη ζωή της Εκκλησίας. Η πρώτη προτεραιότητα σήμερα, κατά την ταπεινή μας γνώμη, είναι η ακύρωση των αποφάσεων της «Συνόδου» της Κρήτης», η Συνοδική αντιμετώπιση της παναιρέσεως του Οικουμενισμού και στη συνέχεια η θεραπεία του γνωστού υφισταμένου σχίσματος με αφορμή το ουκρανικό Αυτοκέφαλο. Εν προκειμένω, παρακαλούμε ταπεινά το δευτερόθρονο  Πατριαρχείο Αλεξανδρείας, να ανακαλέσει την εν λόγω «χειροτονία», στην οποία δυστυχώς δεν τηρήθηκαν τα αρχαία τυπικά που καθορίζουν τον τρόπο της «χειροτονίας» της διακονίσσης, αλλά και τα καθήκοντα της. Η παρούσα χρονική συγκυρία είναι τελείως ακατάλληλη για τέτοιου είδους ενέργειες, καθ’ όν χρόνον η παγκόσμια Ορθοδοξία μετράει τις πληγές της από την προηγηθείσα «Σύνοδο» της Κρήτης και το ουκρανικό Αυτοκέφαλο. Ας μην δημιουργούμε αφορμές για καινούργια σχίσματα και διαιρέσεις. 

Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και Παραθρησκειών


[1] https://orthodoxia.info/news/to-patriarcheio-alexandreias-tin/

[3]https://www.romfea.gr/patriarxeia-ts/patriarxeio-alexandreias/63275-i-i-m-zimpampoue-gia-to-thema-tis-xeirotonias-diakonissas

[4] Όπου ανωτέρω

[5] Διορθόδοξο Θεολογικό Συνέδριο: «Η θέσις της γυναικός εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία και τα περί της χειροτονίας των γυναικών», Ρόδος, 30 Οκτωβρίου – 7 Νοεμβρίου 1988, Εκδ. «Τέρτιος», Κατερίνη 1994.

[6] Ο.π. σελ. 330

[7] Ο.π. σελ. 330-331.

[8] Αποστολικαί Διαταγαί ΙΙΙ,16,2.

[9] Επιφανίου, Κατά αιρέσεων, 5,9 PG 42,744.

[10] Ερμηνεία εις τον μη΄ Κανόνα της εν Τρούλλω Οικουμενικής Συνόδου, Migne, Ε.Π. 137,658.  

[11] https://romioitispolis.gr/ikonioy-theoliptos-i-cheirotonia-tis-diakonissas-stin-i-m-zimpampoye-einai-exeytelismos/

[12] Όπου ανωτέρω

[13]https://www.orthodoxtimes.gr/ixeis-afixeis-apo-to-patriarcheio-alexandreias-gia-to-thema-tis-cheirotonias-diakonissas/

[15]https://www.romfea.gr/katigories/10-apopseis/63265-akyrotea-i-xeirotonia-tis-protis-orthodoksis-diakonissas

Ενδιαφέρουσες ειδήσεις από την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ινδονησίας (GOI) (Δ΄ ΜΕΡΟΣ + ΒΙΝΤΕΟ)


Μια σημαντική εκδήλωση για την προετοιμασία για το Εθνικό Πάσχα 2024 έλαβε χώρα στο ξενοδοχείο Luwansa, στην πόλη Palangkaraya, στην κεντρική επαρχία Καλιμαντάν, την Πέμπτη, 18 Ιανουαρίου 2024. Ο Γενικός Πρόεδρος της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ινδονησίας (GOI), πατέρας Yakobus Jimmy S. Mboe, μαζί με διάφορους δημόσιους φορείς και εκπροσώπους του Κυβερνήτη του Κεντρικού Καλιμαντάν, εγκαινίασαν επίσημα την Εθνική Επιτροπή του Πάσχα 2024 σε μια τελετή γεμάτη ενθουσιασμό και ελπίδα.
Το Εθνικό Πάσχα είναι μια εθνική δραστηριότητα στην οποία θα συμμετάσχουν χριστιανοί [1] από διάφορα ομολογιακά υπόβαθρα σε όλη την Ινδονησία. Μέσα από τα εγκαίνια της Εθνικής Επιτροπής του Πάσχα, ελπίζουμε ότι η προετοιμασία και η υλοποίηση της εκδήλωσης θα κυλήσει με επιτυχία και θα αποτελέσει έμπνευση για όλους τους παρευρισκόμενους.
Ο Γενικός Πρόεδρος των GOI, π. Yakobus Jimmy S. Mboe, στην ομιλία του τόνισε τη σημασία της συνεργασίας μεταξύ των φορέων για τη διοργάνωση αυτής της εθνικής εορτής του Πάσχα. Είπε, «Το Πάσχα είναι το αποκορύφωμα της χριστιανικής πίστης και μέσω της ισχυρής συνεργασίας μεταξύ δημόσιων φορέων και τοπικών κυβερνήσεων, είμαστε βέβαιοι ότι το Εθνικό Πάσχα 2024 θα είναι ένα βαθύ γεγονός για όλους μας».
Στην τελετή εγκαινίων της Εθνικής Επιτροπής του Πάσχα του 2024 παρευρέθηκαν επίσης εκπρόσωποι του Κυβερνήτη του Κεντρικού Καλιμαντάν, ο οποίος παρείχε πλήρη υποστήριξη από την περιφερειακή κυβέρνηση για τη διοργάνωση αυτής της εκδήλωσης.
Η Εθνική Επιτροπή του Πάσχα του 2024 θα έχει μεγάλη ευθύνη για το συντονισμό των προετοιμασιών, συμπεριλαμβανομένων πνευματικών, ασφάλειας και υλικοτεχνικών πτυχών, προκειμένου να διασφαλιστεί η ομαλότητα και η λαμπρότητα του Εθνικού εορτασμού του Πάσχα. Θα εργαστούν μαζί με πνεύμα συνεργασίας και ενότητας για να διασφαλίσουν ότι το Εθνικό Πάσχα 2024 θα είναι ένα ιστορικό γεγονός και θα προσφέρει βαθύ νόημα για τους Χριστιανούς στην Ινδονησία.
Με τα εγκαίνια [2] της Εθνικής Επιτροπής του Πάσχα, έγινε ένα σημαντικό πρώτο βήμα για την προετοιμασία για τον Εθνικό εορτασμό του Πάσχα του 2024 [3], που θα είναι ένα εμπνευσμένο και σημαντικό γεγονός για όλους τους Χριστιανούς αυτής της χώρας.



[1] Διακρίνεται στην εικόνα (τέταρτος στην σειρά) ο Dr. Ronny Mandang μέλος της ''Ευαγγελικής συμμαχίας'' και Πρόεδρος της Ένωσης -Κοινότητας των Ευαγγελικών «Εκκλησιών» και Ινστιτούτων της Ινδονησίας (PGLII) με έντονη δραστηριότητα.

[2] Tα εγκαίνια της Εθνικής Επιτροπής Εορτασμού του Πάσχα έπρεπε να πραγματοποιηθούν τον Νοέμβριο του 2023, αλλά λόγω διαφόρων περιορισμών αναβλήθηκαν και πραγματοποιήθηκαν αργότερα. O  Ronny Mandang, στη σύντομη ομιλία του, αποκάλυψε ότι αυτή η Εθνική Πασχαλινή δραστηριότητα έχει πραγματοποιηθεί δύο φορές, δηλαδή το 2022 πραγματοποιήθηκε στο Talaud, με οικοδεσπότη την PGI και το 2023 στην πόλη Manokwari της Δυτικής Παπούας με οικοδεσπότη την PGPI, ενώ το 2024 πραγματοποιήθηκε στην Palangka Raya καθώς οικοδεσπότης ήταν η PGLII.

[3] Σπόνσορες ήσαν (κατά σειρά) η Κοινωνία των Εκκλησιών της Ινδονησίας (PGI), η Συνδιάσκεψη των Καθολικών Επισκόπων της Ινδονησίας (KWI), η Κοινωνία Ευαγγελικών Εκκλησιών και Οργανισμών της Ινδονησίας (PGLII)η Κοινωνία Πεντηκοστιανών Εκκλησιών της Ινδονησίας (PGPI), η Κοινωνία Βαπτιστών Ινδονησίας (PGBP)και η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ινδονησίας (GOI).








Οικ. Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος: «Ἐν τῇ ἐννοίᾳ ταύτῃ, θεωροῦμεν ἀναγκαῖον τόν διαθρησκειακόν διάλογον περί τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος ἀπελευθερώνει τάς θρησκείας ἀπό τήν ἐσωστρέφειαν, πού πάντοτε τροφοδοτεῖ τόν φονταμενταλισμόν».

«Ἐν τῇ ἐννοίᾳ ταύτῃ, θεωροῦμεν ἀναγκαῖον τόν διαθρησκειακόν διάλογον περί τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος ἀπελευθερώνει τάς θρησκείας ἀπό τήν ἐσωστρέφειαν, πού πάντοτε τροφοδοτεῖ τόν φονταμενταλισμόν».


Ὁμιλία τῆς Α. Θ. Παναγιότητος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. κ. Βαρθολομαίου κατά τήν ἔναρξιν τῶν ἐργασιῶν τοῦ 4ου Διεθνοῦς Συνεδρίου τῶν Ἀρχόντων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου μέ θέμα «Προστασία τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας, τῆς δημοκρατίας καί τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου» (Ἀθῆναι, 26 – 28 Μαΐου 2024)

Μακαριώτατε Ἀρχιεπίσκοπε Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυμε,

Ἐξοχώτατε ἐκπρόσωπε τῆς Ἑλληνικῆς Κυβερνήσεως,

Ἐξοχώτατοι,

Τιμιώτατοι ἀδελφοί Ἀρχιερεῖς,

Ἐντιμολογιώτατοι Ἄρχοντες, Πρόεδροι τοῦ Τάγματος τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου, τῆς Ἀδελφότητος «Παναγία ἡ Παμμακάριστος» καί τῆς Ἀδελφότητος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, 

Ἐντιμότατοι ἐκπρόσωποι τῶν Ἀρχῶν,

Ἐντιμολογιώτατοι Ἄρχοντες,

Ἐκλεκτοί προσκεκλημένοι,

Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,

Χριστός Ἀνέστη!

Ἀπευθυνόμεθα ἐκ Φαναρίου πρός ὑμᾶς μετ᾿ αἰσθημάτων τιμῆς καί ἀγάπης, παρόντες πνευματικῶς εἰς τό 4ον Διεθνές Συνέδριον τῶν Ἀρχόντων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, μέ θέμα «Προστασία τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας, τῆς δημοκρατίας καί τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου», ἐν τῷ κλεινῷ ἄστει, βέβαιοι διά τήν ἐπιτυχῆ διεξαγωγήν τῶν ἐργασιῶν αὐτοῦ.

Ἐκφράζομεν τάς εἰλικρινεῖς εὐχαριστίας τῆς ἡμῶν Μετριότητος καί τήν εὐαρέσκειαν τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας πρός τούς ἐμπνευστάς, τούς ὀργανωτάς καί τούς χορηγούς τοῦ Συνεδρίου, πρός τούς ὁμιλητάς καί πάντας τούς συμμετέχοντας. Τό τρίπτυχον τῆς θεματικῆς τοῦ Συνεδρίου παραπέμπει εἰς τά ἀξιακά καί κανονιστικά θεμέλια τῆς ἀνοικτῆς κοινωνίας, τῆς δημοκρατίας τοῦ κράτους δικαίου καί τοῦ κοινωνικοῦ κράτους, εἰς τόν πυρῆνα τοῦ συγχρόνου πολιτικοῦ πολιτισμοῦ, μέ ἄξονα τά δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου, τά ὁποῖα λειτουργοῦν ὡς βαρόμετρον διά τάς ἀπειλάς κατά τῆς ἀνθρωπίνης ἀξιοπρεπείας καί διά τάς θετικάς προοπτικάς τοῦ ἐμπράκτου καί καθολικοῦ σεβασμοῦ της. Ἡ δέ ἑστίασις εἰς τό ἀνθρώπινον δικαίωμα τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας κατονο-μάζει τήν διάστασιν τοῦ Ὑπερβατικοῦ, ἄνευ τῆς ὁποίας εἶναι ἀδύνατον νά θεμελιωθῇ ὁ ἀπόλυτος σεβασμός πρός τό ἀνθρώπινον πρόσωπον.

Ἡ Οἰκουμενική Διακήρυξις τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου (10 Δεκεμβρίου 1948) ἀποτελεῖ «τό πιθανότατα πιό γνωστό νομικό κείμενο στόν σύγχρονο κόσμο», ἕνα «μανιφέστο ἀνθρωπισμοῦ», πού ἀνεδύθη μέσα ἀπό τήν μεγαλυτέραν ἀνθρωπιστικήν καταστροφήν εἰς τήν ἱστορίαν τῆς ἀνθρωπότητος. Καί σήμερον, 75 καί πλέον ἔτη μετά τήν πανηγυρικήν Οἰκουμενικήν Διακήρυξίν των ὑπό τῶν Ἡνωμένων Ἐθνῶν, εἰς τό Προοίμιον τῆς ὁποίας χαρακτηρίζονται ὡς «τό κοινό ἰδανικό, στό ὁποῖο πρέπει νά κατατείνουν ὅλοι οἱ λαοί καί ὅλα τά ἔθνη», τά δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου παραμένουν εἰς τό κέντρον της πολιτικῆς ἐπικαιρότητος ὡς σύμβολον δι᾿ ἕνα παγκόσμιον πολιτισμόν τεθεμελιωμένον ἐπί τοῦ ἀπολύτου σεβασμοῦ τῆς ἀνθρωπίνης ἀξιοπρεπείας.

Βεβαίως, εἶναι ἀκριβῶς αὐτή ἡ οἰκουμενική ἀξίωσίς των πού ἀμφισβητεῖται ἐντόνως εἰς τήν ἐποχήν μας, κυρίως ἐκ μέρους τῶν μή δυτικῶν λαῶν καί πολιτισμῶν καί τῶν μή χριστιανικῶν θρησκειῶν. Τά δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου, μέ περισσήν εὐκολίαν, χαρακτηρίζονται ὡς μία «ἀμιγῶς δυτική ἰδέα περί δικαίου», ἀκόμη καί ὡς «δούρειος ἵππος τῆς Δύσης» διά πολιτισμικήν ἐπιβολήν ἐπί τοῦ λοιποῦ κόσμου. Καί εὐρύτερον, ὅμως, παρά τάς ἐπιμέρους προόδους πού ἔχουν συντελεσθῆ εἰς τό πεδίον τῆς συνταγματικῆς κατοχυρώσεως καί τῆς διεθνοῦς προστασίας των, τά δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου παραβιάζονται βάναυσα καί χρησιμοποιοῦνται ὡς πρόφασις καί ὡς ἀνθρωπιστικός μανδύας διά παρεμβάσεις εἰς τό ἐσωτερικόν ἄλλων κρατῶν. Καίριον πρόβλημα ἀποτελεῖ ἐπίσης ἡ ἀλόγιστος διεύρυνσις τοῦ περιεχομένου των, ὥστε καί ἰδιωτικαί ἐπιθυμίαι καί ἐπιλογαί νά βαπτίζωνται «ἀνθρώπινο δικαίωμα». Διά τόν λόγον αὐτόν, καί εἰς τό μέλλον, τά δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου θά παραμείνουν χρέος, ζητούμενον καί ὄχι ἐξασφαλισμένη πραγματικότης.

Πολλά διά τήν οἰκουμενικήν πορείαν των φαίνεται ὅτι ἐξαρτῶνται ἀπό τήν στάσιν τῶν θρησκειῶν ἀπέναντί των, ἀπό τήν υἱοθέτησιν τῶν ἀνθρωπιστικῶν αἰτημάτων των ἐκ μέρους τῶν θρησκειῶν, ἀπό τήν συστράτευσιν τῶν θρησκειῶν εἰς τόν ἀγῶνα διά τόν σεβασμόν των. Καί διά τό θέμα τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου ἰσχύει ὅτι, οἱαδήποτε ἀνάλυσις τῆς συγχρόνου καταστάσεως, ἡ ὁποία δέν ἀναφέρεται καί εἰς τόν ρόλον τῆς θρησκείας, εἶναι ἐλλιπής.

Ἴσως τά δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου νά εἶναι «τό πιό ἀμείλικτο ἐρώτημα πού τέθηκε ποτέ στίς θρησκείες». Εἶναι τό ἐρώτημα περί τῆς στάσεώς των ἀπέναντι εἰς τόν ἀνθρωπισμόν, τήν ἐλευθερίαν, τήν ἀνοικτήν κοινωνίαν, τόν πλουραλισμόν, ἀπέναντι εἰς τάς ἰδικάς των ἀνθρωπιστικάς παραδοχάς, ἕν ἐρώτημα τό ὁποῖον δέν ἐπιτρέπει ὑπεκφυγάς. Τό διακύβευμα εἰς τήν συνάντησιν τῶν θρησκειῶν μέ τά δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ ἀποδοχή ἤ μή τῆς οἰκουμενικῆς ἐμβελείας των. Αἱ θρησκεῖαι ὀφείλουν νά κατανοήσουν ὅτι ἡ Οἰκουμενική Διακήρυξις τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου ἀποτελεῖ κτῆμα ὁλοκλήρου τῆς ἀνθρωπότητος. Εὐστόχως ἔχει γραφῆ, ὅτι «ὅποιος δέν ἀφήνει τήν οἰκουμενικότητα τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου νά κρίνῃ πρῶτα τόν ἴδιο, δέν ἔχει κατανοήσει τίποτε ἀπό αὐτήν».

Εἰς τόν χῶρον τῆς Ὀρθοδοξίας δέν ὑπάρχει ἑνιαία στάσις ἀπέναντι εἰς τά δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου. Μπορεῖ νά λεχθῇ ὅτι κυριαρχεῖ μία «ἀμυντική» τοποθέτησις ἀπέναντι εἰς αὐτά, μία ὑποψία ὅτι ἀποτελοῦν ἀπειλήν διά τάς κοινοτικάς παραδόσεις μας. Εἶναι βέβαιον ὅτι μία συνολικῶς ἀπορριπτική στάσις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἀπέναντι εἰς τά δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου καί ἡ θεώρησίς των ὡς ἀμέσου ἀπειλῆς διά τήν ταυτότητά μας ἐκπηγάζει ἀπό παρανόησιν τόσον τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου, ὅσον καί τοῦ Ὀρθοδόξου ἤθους. Ὀφείλομεν νά κατανοήσωμεν ὁριστικῶς, ὅτι ἐάν ἀπορρίπτωμεν συλλήβδην τά δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου, ἀπαρνούμεθα ἕν σημαντικόν τμῆμα τῆς ἰδικῆς μας ἀνθρωπιστικῆς παραδόσεως. Προφανέστατα, ἡ Ἐκκλησία ἀναδεικνύει τήν Ἀλήθειάν της ὅταν στηρίζῃ τά δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου καί ὄχι ὅταν συμπλέῃ μέ ἐθνικιστικά ἰδεολογήματα.

Ἡ Ὀρθοδοξία καλεῖται σήμερον νά λειτουργήσῃ ὡς θετική πρόκλησις εἰς τόν σύγχρονον κόσμον, ὡς μία θεοκίνητος προοπτική ζωῆς καί ἐλευθερίας εἰς μίαν ἐποχήν ἐπαναπροσδιο-ρισμοῦ τῆς ἱεραρχήσεως τῶν ἀξιῶν, τοποθετῶντας εἰς τήν κορυφήν τῆς ἀξιολογικῆς κλίμακος τήν ἱερότητα τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου καί τήν ἀκεραιότητα τῆς δημιουργίας.

Ἡ Ἐκκλησία ἀνθίσταται εἰς τήν βίαν καί τάς δυνάμεις πού ὑποσκάπτουν τήν κοινωνικήν συνοχήν, ἀναδεικνύουσα τό ἦθος τῆς διακονίας, τῆς προσφορᾶς, τῆς βοηθείας καί τῆς εὐχαριστιακῆς χρήσεως τῆς δημιουργίας, κατά τῆς κλειστότητος, τοῦ ἀτομοκεντρισμοῦ καί τῆς στάσεως τοῦ «ἔχειν». Τονίζει ἐπίσης ὅτι τό μέλλον δέν ἀνήκει εἰς τόν αὐτοχειροτόνητον «ἀνθρωποθεόν» τοῦ ἐπιστημονισμοῦ, ὁ ὁποῖος καταργεῖ ὅρια καί μέτρα, κατα-στρέφοντας τούς ὅρους τῆς «ἀνθρωπίνης καταστάσεως» (conditio humana) καί γενικώτερον τῆς ζωῆς εἰς τόν πλανήτην γῆ. 

Ἡ Ὀρθόδοξος πίστις εἶναι πηγή ἐμπνεύσεως καί δυναμισμοῦ διά καλήν μαρτυρίαν ἐντός τοῦ συγχρόνου κόσμου καί προωθεῖ τόν διάλογον καί τήν συνεργασίαν διά κοινήν ἀντιμετώπισιν τῶν μεγάλων προκλήσεων τῆς ἐποχῆς μας. Ἡ Ὀρθοδοξία διαθέτει μίαν πλουσίαν παράδοσιν, μεγάλα πνευματικά ἀποθέματα, τά ὁποῖα πρέπει νά ἀξιοποιηθοῦν εἰς τήν συνάντησιν μέ τά δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου. Σαφῶς, τά δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου ἐκπροσωποῦν τήν ἀμφισημίαν τῆς νεωτερικῆς μεταβάσεως ἀπό τάς «δεδομένας» εἰς τάς «διαμορφουμένας» ἀξίας. Αὐτή ἡ μετάβασις δέν ἦτο ἄνευ κινδύνων. Ὅμως, τό γεγονός αὐτό δέν δικαιολογεῖ τήν ταύτισιν τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου μέ τάς ἀρνητικότητας τῆς νεωτερικότητος ἤ με «φονταμενταλισμόν τοῦ μοντερνισμοῦ». 

Καί διά τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, ἰδιαιτέρως ὅμως διά τάς μή χριστιανικάς θρησκείας, αἱ μεγαλύτεραι δυσκολίαι εἰς τήν συνάντησιν μέ τά δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου ἐντοπίζονται εἰς τό θέμα τῆς κατανοήσεως καί ἑρμηνείας τοῦ δικαιώματος τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας. 

Εἰς τό δικαίωμα τῆς ἐλευθερίας τῆς σκέψεως, τῆς συνειδήσεως καί τῆς θρησκείας ἀναφέρεται τό ἄρθρον 18 τῆς Οἰκουμενικῆς Διακηρύξεως τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου διά τῶν ἑξῆς: «Κάθε ἄτομο ἔχει τό δικαίωμα τῆς ἐλευθερίας τῆς σκέψης, τῆς συνειδήσεως καί τῆς θρησκείας· στό δικαίωμα αὐτό περιλαμβάνεται ἡ ἐλευθερία γιά τήν ἀλλαγή θρησκείας ἤ πεποιθήσεως, ὅπως καί ἡ ἐλευθερία νά ἐκδηλώνει κανείς τή θρησκεία του ἤ τίς θρησκευτικές του πεποιθήσεις, μόνος ἤ μαζί μέ ἄλλους, δημόσια ἤ ἰδιωτικά, μέ τή διδασκαλία, τήν ἄσκηση, τή λατρεία καί μέ τήν τέλεση θρησκευτικῶν τελετῶν». 

Ἰδιαιτέραν σημασίαν διά τό θέμα μας ἔχει καί ἡ σαφής ἀναφορά τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου (Κρήτη, 2016) εἰς τό δικαίωμα τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας: «Θεμελιῶδες ἀνθρώ-πινον δικαίωμα εἶναι ἡ προστασία τῆς ἀρχῆς τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας ὑπό πάσας τάς προοπτικάς αὐτῆς, ἤτοι τῆς ἐλευθερίας τῆς συνειδήσεως, τῆς πίστεως, τῆς λατρείας καί ὅλων τῶν ἀτομικῶν καί συλλογικῶν ἐκφράσεων θρησκευτικῆς ἐλευθερίας, συμπεριλαμβανομένου καί τοῦ δικαιώματος ἑκάστου πιστοῦ νά τελῇ ἀκωλύτως ἀπό οἱανδήποτε κρατικήν παρέμβασιν τά θρησκευτικά του καθήκοντα, καθώς καί τῆς ἐλευθερίας δημοσίας διδασκαλίας τῆς θρησκείας καί τῶν προϋποθέσεων λειτουργίας τῶν θρησκευτικῶν κοινοτήτων» (Ἐγκύκλιος, § 16). 

Ἀπό ὅλας τάς πτυχάς τοῦ δικαιώματος τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας, τάς μεγαλυτέρας ἀμφισβητήσεις ἀντιμετωπίζει τό δικαίωμα «ἀλλαγῆς θρησκείας». Ὅπως ὅμως ἔχει λεχθῆ, ἀκριβῶς τό σημεῖον αὐτό σηματοδοτεῖ τήν «ἀλλαγήν παραδείγματος» πού ἐνσαρκώνουν εὐρύτερον τά δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου. Ἐμπόδιον εἰς τήν ὀρθήν κατανόησιν τοῦ περιεχομένου τοῦ δικαιώματος τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας ἀποτελεῖ ἡ ἄποψις ὅτι ἐδῶ πρόκειται περί κατοχυρώσεως ἀτομικοῦ δικαιώματος, συνδεδεμένου μέ τόν δυτικόν πολιτικόν πολιτισμόν καί διαβρωτικοῦ διά τάς ἄλλας παραδόσεις. 

Τό δικαίωμα τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας ἀνοίγει νέας θετικάς προοπτικάς εἰς τάς θρησκείας, ἐνῶ ἀπαιτεῖ ἀπό αὐτάς περισσότερον ἀπό τήν ἀνοχήν τοῦ διαφορετικοῦ, ἡ ὁποία, οὕτως ἤ ἄλλως, δέν εἶναι ἄγνωστος εἰς αὐτάς. Ἡ ἀναγνώρισις τοῦ «δικαιώματος στή διαφορά» ἀποτελεῖ σπουδαίαν κατάκτησιν εἰς τήν ἱστορίαν τοῦ πολιτισμοῦ. Ἡ διαφορετικότης ὅμως δέν εἶναι δυνατόν νά συγκαλύψῃ τάς ὑπαρχούσας κοινάς ἀξίας. Πανανθρώπιναι ἀξίαι ἀνήκουν εἰς τό ἀξιακόν δυναμικόν τῶν μεγάλων θρησκειῶν, τό ὁποῖον πρέπει νά ἀναδεικνύεται. Αἱ θρησκεῖαι καλοῦνται νά ἀναγνωρίσουν τήν Οἰκουμενικήν Διακήρυξιν τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου εἰς τό σύνολόν της. Τά δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀδιαίρετα. Δέν εἶναι δυνατόν νά γίνεται ἐπιλεκτική ἐπίκλησις καί χρῆσις των. 

Ἐκλεκτή ὁμήγυρις, 

Πέραν πάσης ἀμφιβολίας, τά δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου ἀποτελοῦν μίαν πολύ σημαντικήν πολιτικήν κατάκτησιν, ἡ ὁποία ὡδήγησεν εἰς ἕνα ἀνθρωπινότερον κόσμον. Οὐδεμία συζήτησις περί τῶν κανονιστικῶν θεμελίων τῆς παγκοσμίου κοινωνίας δύναται νά ἀγνοήσῃ τά δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου, τά ὁποῖα ἀποτελοῦν σήμερον λάβαρον τῆς ἀνοικτῆς κοινωνίας καί σύμβολον τῶν ἀγώνων καί τῶν ἐλπίδων δι᾿ ἕνα δικαιότερον κόσμον. Εἶναι βέβαιον, ὅτι θά παραμείνουν καί εἰς τό μέλλον ἕν ἐκ τῶν μεγάλων θεμάτων διά τήν ἀνθρωπότητα, μία διαχρονική ἔκφρασις τοῦ ἀνθρωπισμοῦ.

Ἐπαναλαμβάνομεν ὅτι ἡ πορεία τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου ἐξαρτᾶται ἀπό τήν στάσιν τῶν μεγάλων θρησκειῶν ἀπέναντί των. Ἐπίσης, φρονοῦμεν ὅτι ἡ πρόοδος εἰς τήν ἐφαρμογήν των διέρχεται ἀπό τήν ἀναγνώρισιν, τήν ὀρθήν κατανόησιν καί τήν ἐφαρμογήν τοῦ δικαιώματος τῆς ἐλευθερίας τῆς θρησκείας. Ἡ ὑποχώρησις τοῦ θρησκευτικοῦ προσανατο-λισμοῦ τῆς ζωῆς εἰς τόν Δυτικόν κόσμον, παρά τά περί τοῦ ἀντιθέτου θρυλούμενα, ὄχι μόνον δέν προωθεῖ τούς στόχους τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά ἐπηρεάζει ἀρνητικῶς τόν σεβασμόν των. Ἔχει προσφυῶς γραφῆ, ὅτι «ὁμοῦ μετά τῆς λήθης ἤ τῆς ἀπωλείας τῆς διαστάσεως τοῦ μυστηρίου τῆς θρησκείας, ἐξαφανίζεται καί ἡ αἴσθησις διά τό ἀπαραβίαστον τῆς ἀνθρω-πίνης ἀξιοπρεπείας». Ἐν τῇ ἐννοίᾳ ταύτῃ, θεωροῦμεν ἀναγκαῖον τόν διαθρησκειακόν διάλογον περί τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος ἀπελευθερώνει τάς θρησκείας ἀπό τήν ἐσωστρέφειαν, πού πάντοτε τροφοδοτεῖ τόν φονταμενταλισμόν. Εἰς τόν διάλογον αὐτόν κάθε θρησκεία καλεῖται νά ἀναπτύσσῃ τήν σημασίαν τῶν ἰδικῶν της ἀρχῶν διά τήν ἐποχήν μας, διά τά μεγάλα θέματα καί τάς προκλήσεις τῶν καιρῶν, διά τήν δικαιοσύνην καί τήν εἰρήνην, καί νά συμβάλλῃ εἰς τήν διαμόρφωσιν κοινῶν δράσεων. 

Περαίνοντες τόν λόγον, ἐπιθυμοῦμεν νά σημειώσωμεν ὅτι ἡ συνάντησις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τά δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου εἶναι χῶρος ἀναδείξεως τῆς ὀρθῆς σχέσεώς της μέ τήν πολιτικήν. Ἐνῶ ἡ Ἐκκλησία δέν ἀσχολεῖται μέ τήν πολιτικήν ἐν τῇ στενῇ σημασίᾳ τοῦ ὅρου, ἡ μαρτυρία της εἶναι οὐσιαστικῶς καί διαχρονικῶς πολιτική. Ἀγωνίζεται κατά τῆς φαλκιδεύσεως τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου εἰς τάς ποικίλας ὄψεις της, στιγματίζει τόν ρατσισμόν, τάς διακρίσεις, τάς συγχρόνους μορφάς δουλείας, ἀνθίσταται εἰς τάς δυνάμεις καί τάς τάσεις πού ὑποσκάπτουν τήν κοινωνικήν συνοχήν καί τήν εἰρήνην, προάγει τόν πολιτισμόν τῆς ἀλληλεγγύης καί τοῦ διαλόγου, τῆς συγκλίσεως καί τῆς συνεργασίας. Ἡ ἔνστασις ὅτι αὐτή ἡ παρέμβασις ἐμπλέκει τήν Ἐκκλησίαν εἰς τήν ἀμφισημίαν τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων, ὅτι ἡ χριστιανική μαρτυρία μετατρέπεται εἰς πολιτικήν πρᾶξιν, στερεῖται θεολογικῆς βάσεως καί εἶναι ἔνδειξις ἐξασθενήσεως τοῦ αἰσθητηρίου διά τήν σημασίαν τῶν ἱστορικῶν ἐξελίξεων. 

Εὐχαριστοῦμεν διά τήν προσοχήν σας!  

Address by His All-Holiness Ecumenical Patriarch Bartholomew at the opening of the proceedings of the 4th International Conference of the Archons of the Ecumenical Patriarchate “Protecting Religious Freedom, Democracy, and Human Rights” (Athens, 26 – 28 May 2024)

Your Beatitude, Archbishop Hieronymus of Athens and All Greece,

Your Excellency, representative of the Hellenic Government,

Excellencies,

Most Reverend brother Hierarchs,

Esteemed Archons, Presidents of the Order of St. Andrew, the Brotherhood of Panagia Pammakaristos, and the Brotherhood of St. Paul the Apostle, 

Honorable government representatives,

Esteemed Archons,

Distinguished guests,

Beloved children in the Lord,

Christ is risen!

We address you from the Phanar with feelings of honor and love, being present with you in spirit at the 4th International Conference of the Archons of the Ecumenical Throne, on the theme of “Protecting Religious Freedom, Democracy, and Human Rights,” held in the famed city of Athens, confident that its work will be conducted with success.

We express both the sincere thanks of our Modesty and the gratitude of the Holy Great Church of Christ to those who inspired, organized, and sponsored this Conference, to the speakers, and to all those participating. The threefold theme of the Conference points to the values and normative foundations of an open society, of democracy, of the rule of law and the welfare state, to the core of contemporary political culture, with human rights at its basis. These rights serve as a barometer to detect both threats against human dignity, as well as the positive potential for the furtherance of practical and universal respect for human dignity. The focus on the human right of religious freedom is marked by the dimension of the transcendent, without which it is impossible to establish absolute respect for the human person.

The Universal Declaration of Human Rights (10 December 1948) is “probably the best-known legal document in the modern world,” a “humanist manifesto,” which emerged from the greatest humanitarian catastrophe in human history. And today, more than 75 years after their solemn Universal Declaration by the United Nations, in the Preamble of which they are described as “a common standard of achievement for all peoples and all nations,” human rights remain of central political relevance as a symbol of global civilization founded on absolute respect for human dignity.

Of course, it is precisely this universal claim of human rights that is being vigorously contested in our time, especially by certain non-Western peoples and cultures and non-Christian religions. Human rights are too easily described as reflecting a “purely Western conception of law” and even as the “Trojan horse of the West” for cultural dominance over the rest of the world. More broadly, however, despite the various advances that have been made in the areas of their constitutional safeguarding and international protection, human rights can be gravely abused and employed as a pretext or humanitarian cloak for interference in the internal affairs of other states. A further major problem is the unthinking expansion of their content, so that even individual desires and wishes are baptized as “human rights.” For this reason, human rights will remain for the foreseeable future a task to be realized, and not a guaranteed reality.

The universal progress of human rights appears to depend in large measure on the attitude of the religions towards them, on the adoption by religions of their humanitarian demands, and on the rallying of religions in the struggle for their respect. Thus, on the issue of human rights, any analysis of the contemporary situation which does not also refer to the role of religion, is incomplete.

Perhaps human rights constitute “the most relentless question ever asked of religions.” It is the question of their attitude towards humanism, freedom, open society, pluralism, towards their own anthropological assumptions, which is a question that cannot be evaded. What is at stake in the encounter of religions with human rights is nothing less than the acceptance or rejection of their universal scope. Religions must understand that the Universal Declaration of Human Rights is the property of humanity as a whole. It has rightly been written that “whoever does not let the universality of human rights judge himself first, has understood nothing about it.”

In the sphere of Orthodoxy, there is no uniform attitude towards human rights. It can be said that a “defensive” attitude towards them prevails, a suspicion that they are a threat to our communal traditions. It is evident, however, that an overall dismissive attitude of the Orthodox Church towards human rights and the consideration of them as a direct threat to our identity derives from a misunderstanding both of human rights and of Orthodox ethics. We must understand once and for all that if we reject human rights outright, we deny an important part of our own humanitarian tradition. Clearly, the Church exhibits her Truth when she upholds human rights and not when she goes along with nationalistic ideologies.

Today, Orthodoxy is called to offer a positive challenge to the contemporary world, a God-inspired perspective on life and freedom in an era of redefining the hierarchy of values, placing at the top of the scale of values the sanctity of the human person and the integrity of creation.

The Church is opposed to violence and the forces that undermine social cohesion, highlighting the ethos of ministry, of service, of offering help, and the eucharistic approach towards creation, over against isolation, individualism, and the attitude of possessiveness. She also stresses that the future does not belong to the self-appointed “man-God” of scientism, who abolishes limits and measures, destroying the terms of the “human condition” (conditio humana) and, more generally, of life on planet earth. 

The Orthodox faith is a source of inspiration and dynamism for good witness in the contemporary world and promotes dialogue and cooperation for a common response to the great challenges of our time. Orthodoxy has a rich tradition, great spiritual resources, which must be exploited in the encounter with human rights. Certainly, human rights represent the ambivalence of the modern transition from “given” values to “formed” values. This transition was not without risks. However, this fact does not justify the identification of human rights with the negative aspects of modernity, nor with the “fundamentalism of modernism.” 

Likewise, for the Orthodox Church, but especially for non-Christian religions, the greatest difficulties in the encounter with human rights are to be found on the matter of understanding and interpreting the right of religious freedom. 

The right to freedom of thought, conscience and religion is referred to in Article 18 of the Universal Declaration of Human Rights in the following terms: “Everyone has the right to freedom of thought, conscience and religion; this right includes freedom to change his religion or belief, and freedom, either alone or in community with others and in public or private, to manifest his religion or belief in teaching, practice, worship and observance.” 

Of particular importance for our topic is the clear reference of the Holy and Great Council (Crete, 2016) to the right to religious freedom: “A fundamental human right is the protection of the principle of religious freedom in all its aspects–namely, the freedom of conscience, belief, and religion, including, alone and in community, in private and in public, the right to freedom of worship and practice, the right to manifest one’s religion, as well as the right of religious communities to religious education and to the full function and exercise of their religious duties, without any form of direct or indirect interference by the state.” (Encyclical, § 16). 

Of all the aspects of the right to religious freedom, the right to “change religion” faces the greatest controversy. However, as has been said, it is precisely this point that marks the “paradigm shift” that human rights more broadly embody. An obstacle to a correct understanding of the content of the right to religious freedom is the opinion that this is a matter of securing an individual right, linked to Western political culture and corrosive to other traditions. 

The right of religious freedom opens up new positive perspectives for religions, while it requires from them more than merely the toleration of difference, which, after all, is not unknown to them. The recognition of the “right to difference” is a great achievement in the history of civilization. But the notion of difference cannot disguise existing common values. Universal human values are pertinent to the deposit of values of the great religions, which must be highlighted. Religions are called upon to recognize the Universal Declaration of Human Rights in its entirety. Human rights are indivisible. They cannot be selectively invoked and used. 

Esteemed assembly, 

Beyond any doubt, human rights are a very important political achievement, which has led to a more humane world. No discussion of the normative foundations of global society can ignore human rights, which are today a banner for a more open society and a symbol of the struggles and hopes for a more just world. It is certain that they will remain in the future as one of the great issues for humanity, a lasting expression of humanism.

We reiterate that the future course of human rights depends on the attitude of the great religions towards them. We also believe that progress in their implementation depends on the recognition, correct understanding, and implementation of the right to freedom of religion. The regression of the religious orientation of life in the Western world, despite rumors to the contrary, not only does not promote the objectives of human rights, but negatively affects respect for them. It has rightly been written that “with the oblivion or loss of the mystery of religion, the sense of the inviolability of human dignity also disappears.” In this sense, we consider it necessary to have an inter-religious dialogue on human rights, which frees religions from the introversion that always fuels fundamentalism. In this dialogue, each religion is called upon to develop the importance of its own principles for our era, for the great issues and challenges of our time, for justice and peace, and to contribute to the shaping of common actions. 

In conclusion, we wish to note that the encounter of the Orthodox Church with human rights is a space in which to highlight its proper relationship with politics. While the Church does not deal with politics in the strict sense of the term, its witness is essentially and enduringly political. It struggles against the disfigurement of the human person in its various aspects; it denounces racism, discrimination, and modern forms of slavery; it opposes the forces and tendencies that undermine social cohesion and peace; it promotes a culture of solidarity and dialogue, reconciliation and cooperation. The objection that such an intervention involves the Church in the ambivalence of human affairs, and that Christian witness is thereby transformed into a political practice, is an objection that lacks theological basis, and indicates a weakening of the sense of the significance of historical developments. 

Thank you for your attention!    


ΠΗΓΗ

Αρχίζει το Διεθνές Συνέδριο των Αρχόντων του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Αθήνα

 Αρχίζει το Διεθνές Συνέδριο των Αρχόντων του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Αθήνα

Αρχίζει σήμερα, Κυριακή 26 Μαΐου 2024, στην Αθήνα και θα διαρκέσει έως τις 28 Μαΐου 2024, το 4ο Διεθνές Συνέδριο των Αρχόντων του Οικουμενικού Πατριαρχείου με αντικείμενο την «Προστασία της θρησκευτικής ελευθερίας, της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων», ενώ παράλληλα με το συνέδριο θα πραγματοποιηθεί και η πρώτη Διεθνής Διάσκεψη των Αρχόντων.

Στο συνέδριο, που θα πραγματοποιηθεί στην Αθήνα με τις ευλογίες του Οικουμενικού Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίου, διακεκριμένοι ομιλητές θα είναι μεταξύ άλλων ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, ο πρώην υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Μάικ Πομπέο, η γενική Γραμματέας της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης, Δρ. Δέσποινα Χατζηβασιλείου-Τσοβίλη, και ο Ρωμαιοκαθολικός Αρχιεπίσκοπος Βίλνιους, Γκιντάρας Γκρούσας, πρόεδρος του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Επισκοπικών Συνελεύσεων (CCEE).

Στο βήμα της εκδήλωσης θα ανέβει επίσης πληθώρα σημαντικών προσωπικοτήτων, όπως ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ.κ. Ιερώνυμος, ο Αρχιεπίσκοπος Αμερικής κ. Ελπιδοφόρος, ο Δήμαρχος Αθηναίων Χάρης Δούκας, ο Αρχων Έξαρχος Αθανάσιος Μαρτίνος, πρόεδρος της Αδελφότητας Παμμακαρίστου των Αρχόντων του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Ευρώπη, ο Αρχων Μέγας Ακτουάριος Δρ. Αντονι Τζ. Λυμπεράκης, εθνικός διοικητής των Αρχόντων Αμερική, πρόεδρος της Αδελφότητος Αρχόντων Ευρώπης «Η Παμμακάριστος», ο Ελληνοαμερικανός επιχειρηματίας Τζον Κατσιματίδης κ.ά.

Μετά το συνέδριο, ο κ. Μαρτίνος και ο Δρ. Λυμπεράκης θα συγκαλέσουν την πρώτη Διεθνή Διάσκεψη των Αρχόντων, στην οποία θα σχεδιάσουν πρωτοβουλίες για την υπεράσπιση του Οικουμενικού Πατριαρχείου και θα δημιουργήσουν μια πλατφόρμα, μέσω της οποίας θα συντονίσουν τις δραστηριότητες των Αρχόντων στις ΗΠΑ, τον Καναδά, την Ευρώπη και την Αυστραλία.

Οι συνεδριάσεις θα πραγματοποιηθούν στη Στοά του Αττάλου, στο Μέγαρο της Παλαιάς Βουλής και στο Ζάππειο Μέγαρο. Επίσημη γλώσσα του συνεδρίου είναι η αγγλική.

Διαβάστε περισσότερες πληροφορίες ΕΔΩ και ΕΔΩ