Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2021
ΜΕΡΙΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΙΣ ΕΙΣ ΤΟ ΑΡΘΡΟ: ''Ὁ ρασοφόρος εἶναι μοναχός καί ὄχι δόκιμος'' (Β' ΜΕΡΟΣ)
Μνήμη π. Νικολάου Πεκατώρου (+13/26-2-1996)
Ο πατήρ Νικόλαος Πεκατώρος, γόνος Κεφαλλονίτη της διασποράς (Γεράσιμος) και Ρωσίδας (Μαρία) γεννήθηκε στις 10/23 Ιανουαρίου 1899 στην Οδησσό της Ρωσίας σε εύπορη οικογένεια. Στο σπίτι του φιλοξενούσε συχνά μοναχούς από το Άγιο όρος. Αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή αλλά γρήγορα διαπίστωσε την ιερατική κλήση του –επηρεασμένος και από το συγγενή του Καθηγητή Θεολογίας στη Θεολογική Ακαδημία της Πετρούπολης του Ιβάν Γεώργεβιτς Αϊβάζοφ. Η αποφοίτηση του συνέπεσε με την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 οπότε γρήγορα η οικογένεια είδε να συρρικνώνονται τα εισοδήματα της πουλώντας τα τιμαλφή τους για να μη πεθάνουν από τη πείνα. Ο πατέρας δεν άντεξε τη ταλαιπωρία και πέθανε από τύφο το 1919 αφήνοντας το νεαρό Νικόλαο προστάτη της μητέρας και της αδελφής του.
Μέσα σ’ αυτή τη δοκιμασία και παρά τη συμβουλή του επιχώριου επισκόπου Τερασπόλ Αλεξίου να παντρευθεί, χειροτονήθηκε διάκονος και ιερέας ανήμερα της Κοιμήσεως του Θεοτόκου στις 22 Αυγούστου 1922. Βλέποντας τις διώξεις, φυλακίσεις, εξορίες και εκτελέσεις ιερέων και μοναχών ο επίσκοπος κατά την προσφώνηση του στη χειροτονία, τον έθεσε υπό την προστασία της Παναγίας.
Ο φιλήσυχος και ολιγόλογος πατήρ Νικόλαος αντιμετώπισε με παρρησία τις συνεχείς οχλήσεις της εξουσίας ως νεοχειροτονημένος ιερέας. Θυμόμαστε χαρακτηριστικά το ακόλουθο συμβάν: Τον κάλεσε η αστυνομία για να του κάνει συστάσεις ώστε να περιορίσει τη «θρησκευτική προπαγάνδα». Στη ρύμη του λόγου του ο αστυνόμος του λέγει: «Μαθαίνω πως διαδίδεις ότι η κυβέρνησή μας δεν είναι από το Θεό» για να εισπράξει την εύστοχη απάντηση του πατρός Νικόλαου «όχι κύριε αστυνόμε δεν είναι έτσι. Την εξουσία σας την έδωσε ο Θεός για να μας τιμωρήσει για τις αμαρτίες μας»...
Ζώντας συνεχώς υπό καθεστώς διώξεων, αλλά μη εγκαταλείποντας το ποίμνιο του, ήρθε το 1928 όταν αναγκάσθηκε από την εξουσία, με το πρόσχημα ότι ήταν Έλληνας υπήκοος, να εγκαταλείψει την πολυφίλητη Ρωσία και να μετακομίσει στην Ελλάδα. Ήταν βέβαια αυτή η υπηκοότητα που τον προφύλαξε εκείνα τα χρόνια από εξορίες, φυλακίσεις και ίσως το θάνατο. Έρχεται λοιπόν στην Αθήνα σε μια περίοδο που οι πρόσφυγες της Μικρασιατικής καταστροφής προσπαθούσαν να ξαναχτίσουν τα σπίτια τους, υπηρετώντας στις προσφυγικές γειτονιές των Ταμπουριών και αργότερα στον Άγιο Αρτέμιο ώσπου να διορισθεί εφημέριος στο ναό της Ρωσικής παροικίας των Αθηνών στην Οδό Φιλελλήνων το 1939.
Η κατοχή τον ταλαιπώρησε, όπως όλους τους Έλληνες... Αυτό όμως που τον συντάραξε περισσότερο ήταν ο εμφύλιος σπαραγμός και τα «Δεκεμβριανά» που του ξύπνησαν εφιάλτες της κομμουνιστικής Ρωσίας.
Έχοντας συναίσθηση της ευθύνης του για τη μητέρα, την αδελφή και τον ορφανό γιο της, αποφάσισε να μεταναστεύσει στην Αμερική με τα υπερωκεάνια της εποχής το 1952. Το ταξίδι διαρκούσε πολλές ημέρες και στη διάρκεια του τελούσε τις θείες λειτουργίες στο καράβι παρηγορώντας τους επιβάτες με το κήρυγμα του για την ξενιτιά που άρχιζε.
Στην Αμερική αρχικά διακόνησε ως εφημέριος μια Ελληνική ενορία. Βλέποντας όμως το κοσμικό πνεύμα τους δεν έμεινε αλλά επέστρεψε στην Ελλάδα. Όταν ο αρχιεπίσκοπος Αμερικής Μιχαήλ του ζήτησε να ξυρίσει τα γένια του όπως το ζητούσαν οι ενορίτες, του απάντησε ευθαρσώς «να τα ξυρίσουμε μαζί Γέροντα μου»!
Σε μια συνεδρίαση του Ενοριακού συμβουλίου κάποιος «θερμόαιμος» επίτροπος σήκωσε το χέρι του να τον χτυπήσει για να το χάσει σύντομα σε ατύχημα.
Επέστρεψε στην Ελλάδα και ξαναέφυγε για την Αμερική, αυτή τη φορά οριστικά, όταν έλαβε πρόσκληση από τον Αρχιεπίσκοπο Νίκωνα της Ρωσικής Εκκλησίας της Διασποράς για να υπηρετήσει στην ενορία του Άγιου Ιωάννου του Προδρόμου στην Ουάσιγκτον.
Έβλεπε με μεγάλη δυσπιστία τους ιεράρχες της Ρωσίας του κομουνιστικού καθεστώτος, «αυτοί είναι κομμουνιστές, οι πραγματικοί ιερείς έσβησαν στις φυλακές».
Για τον Άγιο Ιωάννη, συχνό καλεσμένο στην ενορία του στην Ουάσιγκτον από το Σαν Φρανσίσκο της Δυτικής Ακτής των ΗΠΑ, έλεγε ότι του έστρωναν το κρεβάτι αλλά δεν ξάπλωνε ποτέ ενώ πάντα έβρισκαν την επιταγή που του έδιναν πίσω από τις εικόνες των προσκυνημάτων. Όταν δε έγινε επίσημα η αγιοποίηση του έλεγε «μεγάλος άγιος» μοιράζοντας εικονίτσες του Αγίου μαζί με εικονίτσες της Αγίας Σκέπης τον εορτασμό της οποίας καθιέρωσε στην Ελλάδα στον Άγιο Αρτέμιο πρώτα, και μετά με εισήγηση του στην Ιερά Σύνοδο στις 28 Οκτωβρίου για να συμπίπτει με την εθνική επέτειο.
Το 1969 εξελέγη από την Σύνοδο της Ρωσικής Διασποράς ως Επίσκοπος για να υπηρετήσει στην Αυστραλία, αλλά αρνήθηκε για λόγους υγείας.
Τα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής του υπέφερε από καρκίνο. Κοιμήθηκε στις 13/26 Φεβρουαρίου 1996.
Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2021
Το παράδειγμα του πιθήκου....
Κάποιος θεατρίνος σὲ ἕνα θέατρο πῆρε ἕναν πίθηκο, τοῦ φόρεσε στολὴ καὶ προσωπεῖο, τοῦ ἔμαθε χοροὺς κλπ καὶ διασκέδαζε τὸν κόσμο. Ὅλοι νόμιζαν ὅτι ὁ πίθηκος ἦταν ἄνθρωπος. Ὅταν κάποιος ὅμως ἔριξε στὸ μέρους ὅπου χόρευε ὁ πίθηκος ἕνα εἶδος τροφῆς, ὁ πίθηκος ἀμέσως ξέχασε τοὺς χοροὺς καὶ ἔτρεξε στὸ φαγητό. Καὶ γιὰ νὰ τρώει καλύτερα, ἔσκισε καὶ τὴν μάσκα (προσωπεῖο) ἀποκαλύπτοντας στὸν κόσμο ποιὸς πραγματικὰ ἦταν.
Δεύτερη Κυριακή του Τριωδίου - Του ασώτου υιού
Η δεύτερη Κυριακή του Τριωδίου είναι αφιερωμένη στην πολύ διδακτική παραβολή του ασώτου υιού (Λουκ.15,13-32). Η παραβολή ομιλεί για ένα πλούσιο νέο ο όποιος άσωτα κατασπατάλησε την περιουσία του σε χώρα μακρινή και στο τέλος κατάντησε να βόσκει χοίρους. Τότε μετανόησε και επέστρεψε στον πατέρα του, που τον δέχθηκε με άπειρη αγάπη και στοργή.
Ο ευαγγελιστής Λουκάς μας διέσωσε την παραβολή αυτή ως εξής: «Εἶπε δέ· ἄνθρωπός τις εἶχε δύο υἱούς. Καὶ εἶπεν ὁ νεώτερος αὐτῶν τῷ πατρί· πάτερ, δός μοι τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας. καὶ διεῖλεν αὐτοῖς τὸν βίον. Καὶ μετ᾿ οὐ πολλὰς ἡμέρας συναγαγὼν ἅπαντα ὁ νεώτερος υἱὸς ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν, καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισε τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως. Δαπανήσαντος δὲ αὐτοῦ πάντα ἐγένετο λιμὸς ἰσχυρὸς κατὰ τὴν χώραν ἐκείνην, καὶ αὐτὸς ἤρξατο ὑστερεῖσθαι. Καὶ πορευθεὶς ἐκολλήθη ἑνὶ τῶν πολιτῶν τῆς χώρας ἐκείνης, καὶ ἔπεμψεν αὐτὸν εἰς τοὺς ἀγροὺς αὐτοῦ βόσκειν χοίρους. Καὶ ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν κερατίων ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι, καὶ οὐδεὶς ἐδίδου αὐτῷ. Εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν εἶπε· πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ δὲ λιμῷ ἀπόλλυμαι! ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ ἐρῶ αὐτῷ· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου. Οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου. Καὶ ἀναστὰς ἦλθε πρὸς τὸν πατέρα αὐτοῦ. ἔτι δὲ αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος εἶδεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἐσπλαγχνίσθη, καὶ δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν. Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ υἱός· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου, καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου. Εἶπε δὲ ὁ πατὴρ πρὸς τοὺς δούλους αὐτοῦ· ἐξενέγκατε τὴν στολὴν τὴν πρώτην καὶ ἐνδύσατε αὐτόν, καὶ δότε δακτύλιον εἰς τὴν χεῖρα αὐτοῦ καὶ ὑποδήματα εἰς τοὺς πόδας, καὶ ἐνέγκαντες τὸν μόσχον τὸν σιτευτὸν θύσατε, καὶ φαγόντες εὐφρανθῶμεν, ὅτι οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη. καὶ ἤρξαντο εὐφραίνεσθαι. ῏Ην δὲ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ὁ πρεσβύτερος ἐν ἀγρῷ· καὶ ὡς ἐρχόμενος ἤγγισε τῇ οἰκίᾳ ἤκουσε συμφωνίας καὶ χορῶν, καὶ προσκαλεσάμενος ἕνα τῶν παίδων ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἥκει καὶ ἔθυσεν ὁ πατήρ σου τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν, ὅτι ὑγιαίνοντα αὐτὸν ἀπέλαβεν. ὠργίσθη δὲ καὶ οὐκ ἤθελεν εἰσελθεῖν. ὁ οὖν πατὴρ αὐτοῦ ἐξελθὼν παρεκάλει αὐτόν. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε τῷ πατρί· ἰδοὺ τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι καὶ οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον, καὶ ἐμοὶ οὐδέποτε ἔδωκας ἔριφον ἵνα μετὰ τῶν φίλων μου εὐφρανθῶ· ὅτε δὲ ὁ υἱός σου οὗτος, ὁ καταφαγών σου τὸν βίον μετὰ πορνῶν, ἦλθεν, ἔθυσας αὐτῷ τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· τέκνον, σὺ πάντοτε μετ᾿ ἐμοῦ εἶ, καὶ πάντα τὰ ἐμὰ σά ἐστιν· εὐφρανθῆναι δὲ καὶ χαρῆναι ἔδει, ὅτι ὁ ἀδελφός σου οὗτος νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη». (Λουκ. 15, 11 - 32)
Απόδοση: «Υπήρχε κάποιος πατέρας που είχε δυο γιους. Ο δεύτερος, κάποια στιγμή, ζήτησε το μερίδιο της κληρονομιάς του και έφυγε σε μακρινές χώρες, όπου σπατάλησε την περιουσία του σε ασωτίες. Τα χρήματα κάποτε τελείωσαν και στην περιοχή έπεσε μέγας λιμός. Αναγκάστηκε να γίνει χοιροβοσκός και να προσπαθεί να χορτάσει από τις βρωμερές και ευτελείς τροφές των χοίρων. Μέσα στη δίνη του θυμήθηκε την αρχοντική ζωή στο πατρικό σπίτι. Θυμήθηκε πως ακόμα και οι δούλοι του πατέρα του ζούσαν ασύγκριτα καλλίτερη ζωή από τη δική του. Τότε πήρε τη μεγάλη απόφαση να γυρίσει στο σπίτι του και να ζητήσει από τον πατέρα του να τον συγχωρήσει και να τον προσλάβει ως δούλο του. Όμως ο στοργικός πατέρας του τον δέχτηκε ως γιο του και τον περιποιήθηκε δεόντως, παρά τις διαμαρτυρίες του μεγάλου γιου του, διότι «νεκρός ην και ανέζησε, και απολωλώς ήν και ευρέθη».
Η παραβολή είναι ανεξάντλητη σε νοήματα, αφού, όπως λέγεται, ολόκληρο το έργο της Θείας Οικονομίας ευρίσκεται μέσα σ' αυτή. Το βαθύτερο νόημα της παραβολής είναι τετραπλό:
α. Η απελπιστική κατάσταση στην οποία φθάνει ο αμαρτωλός.
β. Η ανάγκη μετανοίας και τα σωτήρια αποτελέσματα της.
γ. Το μέγεθος της θείας Ευσπλαχνίας στην οποία μπορούν να στηρίζονται και οι πλέον αμαρτωλοί, ώστε να μη φθάνουν ποτέ στην απελπισία. Κανένα αμάρτημα, όσο μεγάλο κι αν θεωρείται, δεν μπορεί να υπερνικήσει τη φιλάνθρωπη γνώμη του Θεού και
δ. Η αποφυγή του αισθήματος της αυτάρκειας του δικαιωμένου, όπως θεωρούσε τον εαυτό του ο πρεσβύτερος υιός.
Εάν λοιπόν συναισθανθούμε την πραγματική πνευματική μας κατάσταση και με ειλικρίνεια ομολογήσουμε τα λάθη μας και την κατασπατάληση των ταλάντων πού μας χάρισε ο Θεός, θα καταλάβουμε ότι αυτή την Κυριακή όλοι μας εορτάζουμε και όλοι, κατά κάποιο τρόπο, είμαστε άσωτοι υιοί, απομακρυνθέντες από τον «Οίκον του Ουρανίου Πατρός μας».
Μην είσαι έτοιμος να λιθοβολήσεις τον άλλον
—————————-
αρχιμ. Παύλος Παπαδόπουλος.
ΟΙ ΠΡΟΡΡΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΑ ΦΛΑΜΙΑΤΟΥ
Ο πρωτομάρτυρας του νεοσύστατου, βαυαροκρατούμενου, νεοελληνικού κράτους, μοναχός Κοσμάς Φλαμιάτος (+1852), δηλητηριάσθηκε, στις οικτρές και βαλτώδεις φυλακές αράπη του κάστρου του Ρίου, από τους οπαδούς του Αγγλικού κόμματος, όπου βρισκόταν μαζί με άλλους δέκα ιερομονάχους, που είχαν επίσης κατηγορηθεί μαζί του για τον έλεγχο που ασκούσαν στις ξενοκίνητες σκοτεινές δυνάμεις της πατρίδας.
Ο κ. Αλέξιος Παναγόπουλος στο βιβλίο του ''Κοσμάς Φλαμιάτος και Παπουλάκος'' (απόσπασμά του ακολουθεί ευθύς αμέσως), πλην της επεξηγηματικής εξιστόρησης του έργου του Κοσμά Φλαμιάτου συνέδεσε συμπληρωματικά το Χθες με το Σήμερα για να αποκαλυφθεί περίτρανα η μεγαλειώδης... ταυτοπροσωπία του!
Δηλαδή, το πώς ο Μοναχός Κοσμάς (από το 1849 ακόμη) ομιλούσε ήδη για ''εποχή του Αντιχρίστου'' και για τις επίβουλες μεθοδεύσεις αυτής της Εσπερίας, που με το δεκανίκι της Μασονίας, δημιουργούσε ένα κράτος ορθολογιστικό, εθνικό και αποορθοδοξοποιημένο.
Ένα επαρχιακό κράτος, στο οποίο οι πολιτικοί
εκλέγονται με την άδεια της Μασονίας, οι κρατούντες εκκλησιαστικοί ταγοί ''εξαϋλώνονται'' πνευματικά μέσα από τον αιρετικό ερμαφροδιτισμό του Οικουμενισμού και ένας λαός που στο σύνολό του φυγοδικεί στις εγκόσμιες -δυτικού τύπου- υλιστικές απολαύσεις και μόνο.
Αυτά τα οποία ζούμε σήμερα,
ως κοινωνικός, ανθρωποκεντρικός μετασχηματισμός και ως αλλοιωμένη κρατούσα Εκκλησία, ο Μοναχός Κοσμάς τα είχε προβλέψει επακριβώς: την δημοσιουπαλληλοποίηση του Κλήρου, την δημιουργία της Ιονίου Ακαδημίας μέχρι και την Θεολογική Σχολή της Χάλκης, ως ''παιδευτήρια αλλοτρίων δογμάτων της Εσπερίας'', την εισβολή της Αγγλοκρατίας με την εισαγωγή του αγγλοσαξωνικού πολιτικού μοντέλου, την επιβολή του όρκου σε υπουργεία και δημόσιες υπηρεσίες και την αλλοίωση της Εκκλησίας μέσω του ''συγχρωτισμού'' της με τα αιρετικά κατασκευάσματα της Δύσης''.
Γιώργος Δ. Δημακόπουλος
Δημοσιογράφος
Με το προορατικό του χάρισμα διείδε τα σχέδια των δυτικών και Άγγλων να ενισχύσουν την ιδέα ώστε ως επιτακτική ανάγκη να επανασυσταθεί το εβραϊκό κράτος στην Παλαιστίνη και αργότερα να ανεγερθεί ο Ναός του Σολομώντα,
όπως διαφημιζόταν και σε εφημερίδες της τότε εποχής, σημειώνει δε, ότι γι' αυτό και οι εβραίοι είχαν γίνει συμμέτοχοι του ιερόσυλου φόνου του οικουμενικού πατριάρχη το 1821.
Για τους σκοτεινούς σκοπούς αυτούς, σημειώνει, κίνησαν εμμέσως μέσω της Γαλλίας και με τρόπους απόκρυφους και μυστικούς, τη συνωμοσία κατά του έθνους.
Ο Φλαμιάτος διέβλεψε μέσω των Άγγλων την προώθηση σκοτεινών ραδιουργιών σε όλη την Μεσόγειο, μάλιστα σημειώνει ότι για τον σκοπό αυτό έστελναν περιηγητές,
ώστε να καταγράφουν τα ήθη και έθιμα των λαών, τους τρόπους, την δύναμη και την διαγωγή του λαού, ώστε άνετα να ασκήσουν την δημαγωγία τους.
Από την άλλη επαινούσε την πατρική συμπάθεια της Ρωσίας ως ομόδοξης χώρας, η οποία ανεδείκνυε σε θέσεις εκκλησιαστικές, διδασκαλικές και πολιτικές, όσους Έλληνες κατέφευγαν σ' αυτήν,
αναφέροντας ως παραδείγματα τον Ε. Βούλγαρη, τον Ν. Θεοτόκη, τους Ζωσιμάδες, τον Ιωάννη Καποδίστρια, κ.α.
Επίσης σημειώνει ότι όσα μοναστήρια δεν έκλεισαν οι Οθωμανοί στην Ελλάδα, τα έκλεισε η Βαυαρική αντιβασιλεία.
Μέσω του Συντάγματος και της Δημοκρατίας επέφερε τους εμφύλιους πολέμους και τις τρομερές εθνικές τραγωδίες και το πνεύμα του θεϊσμού,
της αθεϊας, της αναρχίας και το σκάνδαλο κάθε κακίας και τα ναυάγια στα επιβουλευόμενη κράτη.
Το Ελληνικό Κράτος, σημειώνει, είχαν σκοπό να το περιορίσουν μόνο στην Πελοπόννησο και σε κάποια νησιά, εκινούντο με τέτοια μυστικότητα και υποκρισία που πολλοί επίσημοι αγνοούσαν παντελώς, τις πλεκτάνες τους.
Διευκρινίζει ότι παραποίησαν τις έννοιες, ιδίως ως εποχή Μεσαίωνα αμαύρωναν όλη την εποχή του χριστιανισμού, ως δήθεν εποχή σκοταδισμού, δεισιδαιμονίας και τυραννίας,
χαράζοντας νέους ραδιούργους τρόπους θεϊστικής σκέψης και ψευδοφιλοσοφίας, σημειώνει δε ότι αυτή την κατεύθυνση
εξυπηρέτησε και η λεγόμενη ''εγκυκλοπαίδεια'' του Φαρμακίδη, γεμάτη διαφθορά, σκοτισμό, κακία, ερεθισμό αποστασίας.
Η μυστική αστυνομία δεν κινείται για την ασφάλεια του κράτους αλλά για να μην φθάνουν σε γνώση των αρμοδίων τα αληθινά περιστατικά της κεκρυμμένης συνωμοσίας.
Οι συνειδητοί διδάσκαλοι ήταν παραμελημένοι και περιφρονημένοι και δόλια καταδιωκόμενοι, για να υπερισχύσει το πνεύμα της υλοφροσύνης και της αμφισβήτησης των πάντων.
Όσοι γίνονταν κληρικοί στα Επτάνησα θα έπρεπε να είχαν διδαχθεί συστηματικά την υποκρισία ως προσόν, ώστε εντέχνως και ευλογοφανώς να επιφέρουν την σύγχυση και την διάλυση,
''τινές δε εξ αυτών, έχοντες σχήμα και όνομα κληρικού, εφύλαττον αυτά μέχρι τινός καιρού, έπειτα εγένοντο φανεροί αποστάται του σχήματος,
και ανελάμβανον το του λαϊκού, κηρύττοντες αναφανδόν, την ασέβειαν και την πλάνην, και τούτο διά περισσότερον σκάνδαλον''.
Για όλα αυτά που αποκάλυψε ο πρωτομάρτυρας του Ελλαδικού Κράτους μοναχός Κοσμάς Φλαμιάτος, δηλητηριάσθηκε, στις οικτρές και βαλτώδεις φυλακές αράπη του κάστρου του Ρίου,
από τους οπαδούς του Αγγλικού κόμματος, όπου βρισκόταν μαζί με άλλους δέκα ιερομονάχους
(ένας εξ αυτών ήταν και ο Ιγνάντιος Λαμπρόπουλος, που λίγο πριν ο Φλαμιάτος αποκάμει, αυτός τον έκειρε μοναχό στο κελλίον της φυλακής μέσω ψαλμωδιών και αίνων),
εκεί ήταν αυτοί που είχαν επίσης κατηγορηθεί μαζί του για τον έλεγχο που ασκούσαν στις ξενοκίνητες σκοτεινές δυνάμεις της πατρίδας, μετά τον δόλιο θάνατό του, όλοι οι υπόλοιποι αυτοί ελευθερώθηκαν.
Το εσχατολογικό θηρίο της αντίχριστης πολιτικής και εκκλησιαστικής συνωμοσίας είχε ικανοποιηθεί με τον θάνατό του, όπως η Ηρωδιάδα με την αποτομή της τιμίας κεφαλής του Προδρόμου.
Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2021
ΦΑΡΙΣΑΙΟΙ, ΤΑΠΕΙΝΩΘΗΤΕ
Κυριακὴ Τελώνου & Φαρισαίου (Λουκ. 18,10-14)
Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
ΦΑΡΙΣΑΙΟΙ, ΤΑΠΕΙΝΩΘΗΤΕ
ΕΑΝ, ἀγαπητοί μου, ῥίξουμε μιὰ ματιὰ γύρω στὴ φύσι, θὰ δοῦμε κάτι ἐκπληκτικό· ὅτι ὅλα τὰ δημιουργήματα προσεύχονται, καθένα μὲ τὸν τρόπο του. Ἡ θάλασσα εὐχαριστεῖ τὸ Θεὸ μὲ τὸ φλοῖσβο τῶν κυμάτων της, τὸ ῥυάκι μὲ τὸ κελάρυσμά του, τὰ δέντρα μὲ τὸ θρόϊσμα τῶν φύλλων τους, τὰ πουλιὰ μὲ τὴ μελῳδία τους, τὰ ἄστρα μὲ τὸ φῶς τους ποὺ τρεμοσβήνει… Εδατε καὶ τὴν ὄρνιθα ὅταν πίνῃ νερό; σὲ κάθε γουλιὰ σηκώνει τὸ κεφάλι ψηλά, σὰ᾿ νὰ λέῃ «Θεέ μου, σ᾿ εὐχαριστῶ».
Ἀπὸ τὸ ἱερὸ αὐτὸ προσκλητήριο μποροῦσε ν᾿ ἀπουσιάζῃ ὁ ἄνθρωπος; Καὶ ὁ ἄνθρωπος προσεύχεται. Ἀπὸ τὰ παιδικά μας χρόνια ἡ καλὴ μητέρα μᾶς ἔμαθε νὰ σταυρώνουμε τὰ χεράκια μπροστὰ στὸ εἰκόνισμα τῆς Παναγιᾶς καὶ νὰ ψελλίζουμε μιὰ ἁπλῆ προσευχὴ στὸν οὐράνιο Πατέρα – ἀλησμόνητες στιγμές. Ἀργότερα μάθαμε κοντὰ στ᾿ ἄλλα παιδιὰ νὰ ἀπαγγέλλουμε στὴν ἐκκλησία τὸ «Πάτερ ἡμῶν» καὶ τὸ «Πιστεύω» καὶ μαζὶ μὲ ὅλο τὸ ἐκκλησίασμα νὰ παρακαλοῦμε τὸν Κύριό μας.
Ἡ εὐγενεστέρα ἐκδήλωσι τῆς ἀνθρωπίνης καρδίας εἶνε ἡ ὥρα τῆς προσευχῆς. Τὸ κτίσμα ἐπικοινωνεῖ μὲ τὸ Δημιουργό του. Εἶνε ἡ στιγμὴ ποὺ ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη νὰ εὐχαριστήσῃ γιὰ τὶς τόσες εὐεργεσίες, ἀλλὰ καὶ ἡ στιγμὴ πού, γεμᾶτος θλῖψι καὶ μὴ ἔχοντας ἐλπίδα βοηθείας, καταφεύγει στὴν παντοδυναμία του καὶ ζητάει βοήθεια καὶ προστασία.
Ἀλλά, ἀδελφοί μου, τί βλέπω, τί ἀκούω; Ὁ ἄνθρωπος καὶ τὴν ὥρα αὐτὴ τὴ βεβηλώνει· τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς ἁμαρτάνει. Μὰ πῶς; Τὴν ἀπάντησι μᾶς δίδει ὁ Χριστὸς μὲ τὴ σημερινὴ παραβολὴ τοῦ τελώνου καὶ τοῦ φαρισαίου.
* * *
Ὁ Κύριος μᾶς μεταφέρει στὸ ναὸ τοῦ Σολομῶντος ἐν ὥρᾳ προσευχῆς τῶν Ἰουδαίων. Ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖ ἔνιωθε τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ, ὅτι ὁ Θεὸς κατεβαίνει σ᾿ αὐτὸν καὶ αὐτὸς ἀνυψώνεται στὸ Θεό. Πλήθη, λοιπόν, μπαίνουν στὸ ναὸ μὲ εὐλάβεια, γιὰ νὰ προσευχηθοῦν. Οἱ κινήσεις καὶ ἡ στάσι τους εἶνε ἀθόρυβες.
Τὴν ἱερότητα ὅμως αὐτὴ διαταράσσει κάποιος. Εἶνε ὁ φαρισαῖος. Τί κάνει αὐτός; Ἀποφεύγει τοὺς ἄλλους, βαδίζει μόνος. Τὸ βάδισμά του ὑπερήφανο, τὸ παράστημά του ἀγέρωχο. Θεωρεῖ, ὅτι αὐτός εἶνε ἅγιος, δίκαιος, καθαρός· δὲ᾿ συμφύρεται μὲ ἄλλους, μὴ τυχὸν τὸν μολύνουν. Ἐπὶ τέλους εἰσέρχεται μὲ θόρυβο. Πρέπει οἱ ἄλλοι νὰ σταματήσουν καὶ νὰ στρέψουν τὸ βλέμμα σ᾿ αὐτόν. Μία προσευχὴ πρέπει ν᾿ ἀκουσθῇ, ἡ δική του. Κατευθύνεται λοιπὸν στὸ μέσον τοῦ ναοῦ καὶ σηκώνει τὰ χέρια γιὰ ν᾿ ἀρχίσῃ νὰ προσεύχεται σὲ τόνο ὑψηλό.
Ἀλλ᾿ αὐτὸ δὲν εἶνε προσευχή. Ἡ προσευχὴ τοῦ φαρισαίου εἶνε ἐμπαιγμὸς τοῦ Θεοῦ. Δὲν σκέφθηκε, ὅτι ἀπέναντί του δὲν ἔχει κανένα ἁπλοϊκὸ Ἰουδαῖο ἀλλ᾿ ἐκεῖνον ποὺ τρέμουν τὰ σύμπαντα. Φουσκωμένος ἀπὸ ἐγωϊσμὸ δὲν ἐννοεῖ νὰ σκύψῃ τὸ κεφάλι, νὰ γονατίσῃ καὶ νὰ ζητήσῃ ἔλεος. Καὶ ἀρχίζει λοιπόν.
Ἀρχίζει μὲ τὸ «εὐχαριστῶ» (Λουκ. 18,11). Γιὰ ποιό πρᾶγμα ἆραγε εὐχαριστεῖ τὸ Θεό; Γιὰ τὴν ὑγεία, γιὰ τὰ πλούσια ἀγαθὰ ποὺ σκόρπισε στὸ σπίτι του, γιατὶ τὸν φύλαξε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία; γιὰ ποιό εὐχαριστεῖ; Ἀκοῦστε τον· «Εὐχαριστῶ σοι ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἢ καὶ ὡς οὗτος ὁ τελώνης· νηστεύω δὶς τοῦ σαββάτου, ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι» (ἔ.ἀ. 18,11-12). Σ᾿ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, γιατὶ δὲν εἶμαι σὰν τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους· δὲν ἁρπάζω τὰ ξένα πράγματα καὶ χρήματα, δὲν εἶμαι ἄδικος, δὲν εἶμαι μοιχός, δὲν εἶμαι σὰν κι αὐτὸ τὸν ἁμαρτωλὸ τελώνη· ἐπὶ πλέον νηστεύω δύο μέρες τὴ βδομάδα, κι ἀπὸ τὰ ἀγαθά μου δίνω τὸ ἕνα δέκατο… Τὴν προσευχὴ αὐτὴ τὴν ἔκανε στὸ Θεό; Τὴν ἔκανε γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, ν᾿ ἀκούσουν τὶς ἀρετές του καὶ νὰ τὸν θαυμάσουν. Μετέτρεψε δηλαδὴ καὶ τὴ στάσι τῆς προσευχῆς σὲ βῆμα ἐπιδείξεως. Ποῦ ἡ συναίσθησι, ποῦ ἡ κατάνυξι, ποῦ ἡ ταπεινὴ στάσι, ποῦ ἡ συνείδησι τῆς ἁμαρτωλότητός του καὶ ἡ ἐκζήτησι τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ; Αὐτὸς περιστρέφεται στὸν ἑαυτό του. «Δὲν εἶμαι ἅρπαξ, δὲν εἶμαι ἄδικος, δὲν εἶμαι μοιχός…». Δὲν εἶσαι αὐτά, ἀλλ᾿ εἶσαι ἐγωϊστὴς καὶ ὑπερήφανος. Καὶ στὸ Θεὸ περισσότερο μισητὴ ἀπὸ κάθε ἄλλο πάθος καὶ κακία εἶνε ἡ ὑπερηφάνεια. Μακάρι νὰ ἤσουν ἅρπαξ ἄδικος μοιχός, καὶ νὰ μὴν ἤσουν ὑπερήφανος. Διότι τότε ἡ ταπείνωσι θὰ σὲ ὡδηγοῦσε σὲ μετάνοια καὶ ἔτσι θὰ εἵλκυες τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
Ὦ φαρισαῖε· ἔφυγες φουσκωμένος ἀπὸ τὸ ναό, γιατὶ κατώρθωσες ν᾿ ἀποσπάσῃς τὸ θαυμασμὸ τῶν ἀνθρώπων· σὲ μακάρισαν καὶ σὲ ἔκριναν ὡς καλόν. Συμφώνησε ὅμως μὲ τὴν κρίσι αὐτὴ καὶ ὁ Θεός; σοῦ εἶπε μπράβο ὁ Θεός; δέχτηκε τὴν προσευχή σου; Τέτοια προσευχὴ δὲ᾿ φτάνει στ᾿ αὐτιὰ τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Χριστός, ἔχοντας ὑπ᾿ ὄψιν του αὐτὲς τὶς καταστάσεις, εἶπε πῶς πρέπει νὰ προσευχώμεθα· Θέλεις, ἄνθρωπε, νὰ ἐπικοινωνήσῃς μὲ τὸν οὐρανό; Κλείσου στὸ ταμιεῖον σου, στὴν κάμαρά σου, κ᾿ ἐκεῖ ἐνώπιος ἐνωπίῳ πὲς στὸ Θεὸ τὰ αἰτήματά σου (βλ. Ματθ. 6,6). Προσευχὲς φαρισαϊκὲς πηγαίνουν χαμένες.
Νά λοιπὸν πῶς, μὲ τὴν ὑπερηφάνεια, εἶνε δυνατὸν ἀκόμα καὶ κατὰ τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς ὁ ἄνθρωπος νὰ ἁμαρτήσῃ φοβερά.
Μὰ γιατί νὰ μείνουμε μὲ τὴν θλιβερὰ εἰκόνα τοῦ φαρισαίου; Ὁ Κύριος στὴν παραβολὴ μᾶς παρουσιάζει, στὸν διο ναό, καὶ τὴν ἰδανικὴ εἰκόνα προσευχομένου ἀνθρώπου. Ἐκεῖ είχαμε ἕναν ἐγωϊστὴ καὶ ὑπερήφανο, ἐδῶ ἔχουμε ἕνα ταπεινὸ καὶ συνετὸ ἄνθρωπο. Ποιός εἶνε αὐτός; Ὁ τελώνης. Ἐξετάζει κι αὐτὸς τὸν ἑαυτό του. Ὁ φαρισαῖος ἔβλεπε ὅλο ἀρετές· ὁ τελώνης βλέπει ὅλο ἁμαρτίες. Ἀπὸ τὰ χείλη τοῦ φαρισαίου ἔβγαινε ἕνα εὐχαριστῶ γεμᾶτο αὐταρέσκεια· ἀπὸ τὰ χείλη τοῦ τελώνη βγαίνει ἕνα «Ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» (ἔ.ἀ. 18,13) γεμᾶτο πόνο καρδιᾶς. Ἐκεῖνος ἐκόμπαζε, τοῦτος χτυπᾷ τὰ στήθη του. Ἐκεῖνος δὲν ἔνιωθε ποιόν ἔχει ἀπέναντί του, τοῦτος νιώθει ὅτι ἀπέναντί του εἶνε ὁ Θεός, ὁ μόνος ἅγιος καὶ τέλειος, ἐκεῖνος ποὺ ἡ ἀρετή του «ἐκάλυψεν οὐρανούς» (Ἀμβ. 3,3). Νιώθει πὼς εἶνε ἕνας ἄθλιος καὶ ἐλεεινὸς ἁμαρτωλός. Οὔτε κἂν τὰ μάτια του σηκώνει. Πῶς τὰ βλαμμένα μάτια ν᾿ ἀντικρύσουν τὸν ἥλιο; καὶ πῶς ὁ ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος ν᾿ ἀντικρύσῃ τὸν ἅγιο Θεό; Πονεῖ, κλαίει, ὀδύρεται, χτυπᾷ τὰ στήθη του καὶ φωνάζει· «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ».
Ὦ καρδιὰ ταπεινή, ποὺ κατάλαβες τὰ ὕψη τοῦ Θεοῦ, καὶ τὴ δική σου ἀθλιότητα! ποὺ δὲν ἦρθες γιὰ ἐπίδειξι, οὔτε γιὰ ν᾿ ἀποσπάσῃς τὸ θαυμασμὸ ἀνθρώπων, ἀλλὰ ἦρθες νὰ πῇς τὸν πόνο σου, νὰ ἐξομολογηθῇς τὴν κατάστασί σου, νὰ ζητήσῃς τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἀγάπη του!
Γι᾿ αὐτὸ ἡ προσευχὴ τοῦ τελώνη δὲν πῆγε χαμένη. Θὰ νόμιζε κανείς, ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτός, σὰν ἁμαρτωλός, δὲν θὰ εἰσακούετο ἀπὸ τὸ Θεό, ἀφοῦ ὅλοι τὸν περιφρόνησαν καὶ περισσότερο ὁ φαρισαῖος. Ὤ, ἡ κρίσι τῶν ἀνθρώπων τὶς περισσότερες φορὲς εἶνε λανθασμένη. Δὲν ξέρουμε τί γίνεται στὸ ἐσωτερικὸ τῆς καρδιᾶς τοῦ καθενός. Ἡ κρίσι τῶν ἀνθρώπων ἦταν καταδίκη τοῦ τελώνη, ἡ κρίσι ὅμως τοῦ Θεοῦ δικαίωσις. Οἱ ἄνθρωποι τὸν περιφρόνησαν, μὰ ὁ Θεὸς δέχθηκε τὴν προσευχή του. Ἡ ταπείνωσι τοῦ τελώνη εἵλκυσε τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
* * *
Καὶ σήμερα, ἀγαπητοί μου, ὑπάρχουν φαρισαῖοι καὶ τελῶνες. Καὶ σήμερα ἄνθρωποι ἔρχονται στὴν ἐκκλησία νὰ προσευχηθοῦν. Πόσοι, ὅπως ὁ φαρισαῖος, δὲν ἔρχονται μὲ ὕφος ὑπερήφανο, μὲ παράστημα ἀγέρωχο! Πόσοι καὶ πόσες δὲν κάνουν μεγάλους σταυροὺς γιὰ νὰ ἐπιδειχθοῦν. Πόσες δὲν ἔρχονται ὄχι γιὰ νὰ προσευχηθοῦν, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἐπιδείξουν τὸ φόρεμα, τὸ ἐπανωφόρι, τὰ βραχιόλια τους, μὲ σκοπὸ ν᾿ ἀποσπάσουν τὸ θαυμασμό, νὰ γίνουν θέμα συζητήσεως! Πόσοι δὲ᾿ λένε «Σ᾿ εὐχαριστοῦμε, Θεέ, γιατὶ ειμαστε καλύτεροι ἀπ᾿ τοὺς ἄλλους»! Πόσοι δὲ᾿ λένε, ὅτι Ἐγὼ εἶμαι καλὸς χριστιανός! Ἀλλ᾿ ὑπάρχουν πάντοτε καὶ οἱ τελῶνες. Ἐκείνη ἡ γερόντισσα, ποὺ κάθεται στὴ γωνιὰ τῆς ἐκκλησίας καὶ μὲ συντετριμμένη καρδιὰ λέει, Παναγία μου σῶσε με, στὸν τελώνη μοιάζει. Ὤ ἅγιες ψυχές!
Ἀπευθύνομαι στοὺς φαρισαίους. Φαρισαῖοι τῆς ἐποχῆς μας, μὴν ἐπαναπαύεσθε στὸ τί λένε οἱ ἄνθρωποι γιὰ σᾶς. Ἐξετάστε τὸν ἑαυτό σας, μήπως ὁ ὄφις τῆς ὑπερηφανείας σᾶς ἐδάγκασε καὶ νοσεῖτε. Ἐξετάστε νὰ δῆτε ἂν ὁ Θεὸς εἶνε μαζί σας. Καὶ ἂν ὄχι, κλάψτε, πενθῆστε καὶ πέστε κ᾿ ἐσεῖς «Ἱλάσθητι ἡμῖν τοῖς ἁμαρτωλοῖς», γιὰ νὰ δικαιωθῆτε. Διότι οὐδείς ἀναμάρτητος. Σὲ ὅσα ὕψη ἀρετῆς καὶ ἂν φθάσετε, σὲ κάτι θὰ ὑστερῆτε. Γι᾿ αὐτὸ ταπεινωθῆτε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ σᾶς ὑψώσῃ (βλ. Ἰακ. 4,10· Α΄ Πέτρ. 5,6). Διότι ὁ Θεὸς «ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσι χάριν» (Παροιμ. 3,34· Ἰακ. 4,6· Α΄ Πέτρ. 5,5).
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου που έγινε στην Ἀθηνα, στις 2-2-1958)
ΑΡΣΕΝΙΟΥ Κ. ΚΟΜΠΟΥΓΙΑ - ΣΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΣΥΝΤΕΛΕΙΑΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ (ΜΕΡΟΣ Β΄ 9.)
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ:
ΑΡΣΕΝΙΟΥ Κ. ΚΟΜΠΟΥΓΙΑ - ΣΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΣΥΝΤΕΛΕΙΑΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ (ΜΕΡΟΣ Β΄ 1.)
ΑΡΣΕΝΙΟΥ Κ. ΚΟΜΠΟΥΓΙΑ - ΣΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΣΥΝΤΕΛΕΙΑΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ (ΜΕΡΟΣ Β΄ 3.)
ΑΡΣΕΝΙΟΥ Κ. ΚΟΜΠΟΥΓΙΑ - ΣΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΣΥΝΤΕΛΕΙΑΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ (ΜΕΡΟΣ Β΄ 4.)
ΑΡΣΕΝΙΟΥ Κ. ΚΟΜΠΟΥΓΙΑ - ΣΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΣΥΝΤΕΛΕΙΑΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ (ΜΕΡΟΣ Β΄ 5.)
ΑΡΣΕΝΙΟΥ Κ. ΚΟΜΠΟΥΓΙΑ - ΣΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΣΥΝΤΕΛΕΙΑΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ (ΜΕΡΟΣ Β΄ 6.)
ΑΡΣΕΝΙΟΥ Κ. ΚΟΜΠΟΥΓΙΑ - ΣΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΣΥΝΤΕΛΕΙΑΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ (ΜΕΡΟΣ Β΄ 7.)
ΑΡΣΕΝΙΟΥ Κ. ΚΟΜΠΟΥΓΙΑ - ΣΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΣΥΝΤΕΛΕΙΑΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ (ΜΕΡΟΣ Β΄ 8.)