Κυριακή 30 Απριλίου 2023

Περὶ τῆς ἐξουσίας στὴν ἐκκλησία: Συνέντευξη μὲ τὸν π. Ἰωάννη Δρoγγίτη (Απομαγνητοφώνηση ομιλίας α΄ μέρος)


 π. Πέτρος Heers - Θέλουμε να μιλήσουμε λίγο για ένα πολύ σημαντικό θέμα που αντιμετωπίζει πιστεύω όλη η εκκλησία. Βλέπουμε το θέμα της εξουσίας στην εκκλησία, και της πνευματικής, πρωτίστως, αλλά γενικά πως από την ιεραρχία και τους ιερείς, τι θα πει ή ορθόδοξη αντίληψη περί εξουσίας, να εξουσιάζει κανείς στην εκκλησία. Να τα πούμε λίγο, αυτό να συγκρίνουμε.

 π. Ιωάννης Δρογγίτης -  Νομίζω ότι πρέπει να ξεκινήσω από την λέξη. Για τους Έλληνες τουλάχιστον η λέξη εξουσία προέρχεται από το απρόσωπο ρήμα ''έξεστι'', που σημαίνει έχω τη δυνατότητα. Επομένως, λοιπόν, η εξουσία είναι μια δυνατότητα. Και από κει πέρα, όταν έχεις αυτή τη δυνατότητα στην εξουσία, θα πρέπει να οριστεί ποιος σου την έδωσε αυτή τη δυνατότητα, με ποιο σκοπό, τι όρους θα έχει βάλει σε αυτή τη δυνατότητα. Ποιος είναι ο χαρακτήρας αυτής της δυνατότητας. Πώς θα ευοδωθεί αυτή. Σε κάθε περίπτωση, λοιπόν, η εξουσία είναι κάτι η οποία δεν ταυτίζεται ποτέ με το πρόσωπο, προέρχεται από κάποιον άλλον. Έτσι η εξουσία ασκείται. Δίνεται ως δυνατότητα πάντοτε,  και η πολιτική και η πνευματική. Αυτό ισχύει, και νομίζω και έχει σημασία, και η πολιτική εξουσία. Τι είναι και πως την βλέπουν οι άνθρωποι ας πούμε. Εμείς ξέρουμε βέβαια ότι αυτός που δίνει την εξουσία είναι ο Λόγος του Θεού, είναι αυτός  που δίνει την εξουσία, τη δίνει και στους πολιτικούς, και πολύ περισσότερο η εξουσία δίνεται στην εκκλησία. Άρα λοιπόν αυτός που δίνει την εξουσία είναι ο Χριστός, είναι ο Θεός, είναι η Αγία Τριάδα, και από κει και πέρα αυτός που κατέχει την εξουσία κατέχει μια δυνατότητα. Η οποία κυρίως, είναι μια δυνατότητα ας πούμε ευσχημοσύνης και ιερής τάξης για την εκκλησία πια. Δηλαδή η τάξη στην εκκλησία είναι ιερά, αυτό δίνει άλλο νόημα. Έτσι λοιπόν πρέπει κανείς όταν έχει μια τέτοια εξουσία, σε κάθε περίπτωση βέβαια είναι μια οικονομική φανέρωση, ας το πούμε έτσι, η εξουσία του θελήματος του Θεού να υπάρχει αυτή η ευσχημοσύνη στην εκκλησία, και φυσικά φορέας αυτής της δυνατότητας είναι ο κλήρος στην εκκλησία, οι Επίσκοποι, η Σύνοδος, είναι και οι Πρεσβύτεροι, σύμφωνα και με τον άγιο Ιγνάτιο κ.λπ., ακόμα και οι διάκονοι μετέχουν σε κάποιο βαθμό σε αυτό, σύμφωνα με το σχήμα που μας παραδόθηκε από τους πατέρες αυτούς, και τους αποστολικούς, και γενικά νομίζω. Έτσι λοιπόν, μας ενδιαφέρει για να μπορέσουμε να απαντήσουμε, να καταλάβουμε πώς προσδιόρισε ο ίδιος ο Χριστός αυτή τη δυνατότητα. Γιατί αν δεν προσδιοριστεί από εκείνον, εφόσον αυτός έθεσε τους όρους αυτής της δυνατότητας, τότε θα εκτραπούμε και θα πάψει, αυτό θα είναι μια κατά κόσμον ας πούμε εξουσία, που την περιέγραψε κυρίως στο ευαγγέλιο, όταν είπε ότι αυτοί που εξουσιάζουν τα έθνη ονομάζονται, ''κατακυριεύουσιν'', ας πούμε,  και καλούνται και ευεργέτες. Εμείς ουχ ούτως έχουμε άλλο δρόμο. Έτσι και αυτός που θέλει να είναι πρώτος, αρχηγός, πρέπει να είναι υπηρέτης και διάκονος. Επομένως τέθηκαν οι όροι ξεκάθαρα. Και αυτός που θέλει να είναι πρώτος θα είναι πάντων διάκονος. Έτσι λοιπόν είναι ξεκάθαρο ποιο είναι έτσι; Νομίζω ότι η εξουσία στην εκκλησία είναι ούτως ή άλλως προβληματική, όπως και να ασκείται, είτε έχει διοικητικό χαρακτήρα είτε όχι. Ας πούμε, για την οικονομική της, ας πούμε ευρυθμία, και όλα αυτά, έχουν αμιγώς πνευματικό χαρακτήρα και χαρακτηρίζονται πνευματικά και έχουν βάθος πνευματικό. Τώρα αυτός που ασκεί την εξουσία, όποιος κι αν είναι, σε όποιο βαθμό της ιερωσύνης και αν είναι, ασκεί την εξουσία Χριστολογικά, Χριστοκεντρικά, φυσικά, αφού αυτό είναι το υπόδειγμα, και φυσικά Σταυροαναστάσιμα και αυτό είναι έτσι; Πρέπει να ζει κατά πάντα τη ζωή του Χριστού, γιατί η εξουσία προέρχεται από Εκείνον. Αυτό· ''εδόθη πάσα εξουσία εν ουρανώ και επί γης''. Άρα λοιπόν από εκείνον προέρχεται και πρέπει να είναι ενωμένος ο φορέας αυτός, αυτός που μετέχει και ασκεί αυτή την εξουσία, και σε κάθε περίπτωση ποτέ δεν είναι απόλυτη γιατί γίνεται από Άλλον... Καμία εξουσία στον κόσμο δεν είναι απόλυτη, και αυτό έχει σχέση και με την συμμετοχή και στην πολιτική εξουσία, όπως την βλέπουμε. Και η πολιτική εξουσία δεν είναι απόλυτη. Ποτέ δεν μπορεί να είναι απόλυτη γιατί καταλήγουμε σε μια άλλη μορφή, ας πούμε, η οποία έτσι είναι ακριβώς. Όλοι μετέχουν σε κάτι.

Αυτό που βλέπουμε τώρα εμείς για την εκκλησία, και που μας ενδιαφέρει, είναι ότι πρέπει να είμαστε ενωμένοι κατά πάντα με τη ζωή του Χριστού. Με τον ίδιο τον Χριστό, ο Χριστός είναι! Διότι αν δεν λειτουργήσουμε έτσι, γινόμαστε ιεροεξεταστές. Αυτό είμαστε· οι ''σύγχρονοι ήρωες'' δηλαδή... Ο καθένας είναι ένας μικρός ιεροεξεταστής, είτε είναι επίσκοπος ή πρεσβύτερος, ένας ψεύτης δηλαδή, και ένας καταπιεστής, ο οποίος δεν έχει καμία σχέση με τον Χριστό.


(Συνεχίζεται)

Σάββατο 29 Απριλίου 2023

ΠΤΩΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΣΤΑΣΗ: Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥ

 

«Ὁσάκις ἄν πέσῃς, ἔγειραι καί σωθήσῃ» (λειτουργικό λόγιο)

(Όσες φορές κι αν πέσεις, σήκω και θα σωθείς)

Πρόκειται για μία από τις γνωστότερες εκκλησιαστικές φράσεις, η οποία όμως δεν απαντάται αυτολεξεί στην Καινή Διαθήκη. Μπορεί ως περιεχόμενο να αποδίδει τον λόγο του Κυρίου και το κήρυγμα των Αποστόλων, όμως με τον αποφθεγματικό αυτόν τρόπο ευρίσκεται σε ευχή του ιερού ευχελαίου. Και μάλιστα είναι χαρακτηριστικό ότι εκεί η φράση αποδίδεται στον ίδιο τον Κύριο Ιησού Χριστό: «Συ Κύριε είπες ότι όσες φορές…», γεγονός που οδηγεί τη σκέψη πολλών ότι ίσως είναι από λόγια του Κυρίου τα οποία δεν διασώθηκαν στα Ευαγγέλια, διασώθηκαν όμως μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο της ιεράς Παραδόσεως της Εκκλησίας. Το ίδιο δεν βλέπουμε και στη γνωστή φράση που αποδίδεται στον Κύριο από τον απόστολο Παύλο, ενώ δεν υπάρχει στο Ευαγγέλιο, δηλαδή «μακάριόν ἐστι διδόναι μᾶλλον ἤ λαμβάνειν»;

Έτσι κι αλλιώς όμως, η φράση, έστω και παραλλαγμένα, εκφράζει τον αποκαλυπτικό λόγο του Κυρίου. Διότι Εκείνος ήλθε για να μας προσφέρει τη μετάνοια ως διαρκή αγώνα αναζητήσεως του Θεού. Μετάνοια σημαίνει όχι απλώς μία αλλαγή σκέψεως ως μεταμέλεια για κάτι κακό – τέτοια μεταμέλεια που δεν είχε χαρακτήρα σωτηρίας έδειξε και ο Ιούδας όταν πρόδωσε τον Κύριο -αλλά αλλαγή νοοτροπίας και τρόπου ζωής: αφήνω τον εγωιστικό αμαρτωλό τρόπο ζωής μου και επιστρέφω αδιάκοπα προς τον Κύριο («ἀναστάς πορεύσομαι πρός τον Πατέρα μου»), αγωνιζόμενος να βρίσκομαι επί τα ίχνη Του, που θα πει πάνω στις άγιες εντολές Του. Και με ποια δύναμη μπορεί τούτο να γίνει πραγματικότητα; Πώς δηλαδή η θανατηφόρα πληγή που προκαλεί στον άνθρωπο η αμαρτία μπορεί να τον ικανώσει να ξεφύγει από την ημιθανή κατάστασή του για να μετατεθεί στην οδό του Χριστού, να γίνει δηλαδή κι αυτός ένας άλλος Χριστός; Μόνο βεβαίως με τη δύναμη του ίδιου του Χριστού. Εκείνος ήλθε για να σηκώσει τις αμαρτίες μας και να μας δώσει τη δύναμη και τη δικαιοσύνη Του. Κι αυτό έγινε πάνω στον Σταυρό. Ο Σταυρός Του θεράπευσε τις πληγές μας – «τῷ μώλωπι αὐτοῦ ἡμεῖς οἱ πάντες ἰάθημεν» - και κατάργησε την τυραννική εξουσία του Πονηρού διαβόλου πάνω μας. Οπότε, από τη στιγμή που βαπτιστήκαμε και γινήκαμε μέλη Του, Εκείνος διοχετεύει τη δύναμή Του στην ύπαρξή μας, εφόσον ασφαλώς η βούλησή μας συνεργάζεται με Αυτήν.

Πώς τότε αμαρτάνουμε και απαιτείται η διαρκής ανάστασή μας από τις πτώσεις μας; Ήταν ένα καίριο ερώτημα που ταλαιπώρησε επ’ αρκετόν την Εκκλησία, σε βαθμό που κάποιοι χριστιανοί, οι πιο αυστηροί ίσως, ισχυρίστηκαν ότι μετά το βάπτισμα εκείνοι που αμαρτάνουν δεν μπορούν πια να τύχουν συγχωρήσεως από τον Θεό. Ευτυχώς όμως η Εκκλησία συνοδικώς αποφάνθηκε διαφορετικά: και οι αμαρτίες μετά το βάπτισμα τυγχάνουν συγχωρήσεως και αφέσεως, διότι αφενός η χάρη του Θεού που πήγασε από τον Σταυρό είναι ανεξάντλητη, αφετέρου δυστυχώς οι άνθρωποι είμαστε αδύναμοι και εύκολα μπορούμε να προσκλίνουμε στο κακό μέσα στον κόσμο αυτόν τον πεσμένο στην αμαρτία. Εκείνος που κατεξοχήν αγωνίστηκε, μαζί και με άλλους Πατέρες, για τη συγκατάβαση της Εκκλησίας προς την αδυναμία των ανθρώπων ήταν ο μέγας ιερός Χρυσόστομος. Ήταν εκείνος που θεωρήθηκε και θεωρείται ο σπουδαιότερος κήρυκας της μετανοίας, ότι δηλαδή εφόσον ο άνθρωπος ειλικρινά μετανοεί για τις αμαρτίες του δέχεται εξίσου με τον «αναμάρτητο» την αγάπη του Θεού. Το παράδειγμα του ασώτου από την ομώνυμη παραβολή του Κυρίου ήταν ο απόλυτος κανόνας του αγίου Χρυσοστόμου: ο Πατέρας, ο Θεός δηλαδή, δέχθηκε τον άσωτο τόσο βαθιά, ώστε τον αποκατέστησε στην πρότερη κατάστασή του δίχως ίχνος μνήμης της ασωτίας του. Γι’ αυτό άλλωστε και η Εκκλησία μας απαρχής καθιέρωσε το μυστήριο της μετανοίας και το χαρακτήρισε ως «δεύτερο και επαναλαμβανόμενο βάπτισμα».

Αλλά υπάρχει πράγματι άνθρωπος «αναμάρτητος»; Είναι δυνατό να ζήσει κανείς έστω και μία ώρα στη ζωή αυτή και να μην αμαρτήσει; Η απάντηση της χριστιανικής πίστεως είναι αρνητική. Διότι την αμαρτία δεν την κατανοεί μόνον ως πράξη, αλλά εν λόγω επίσης και διανοία. Και μία σκέψη εμπαθής θεωρείται ενώπιον του απολύτως Αναμαρτήτου Κυρίου ως ήδη διαπραχθείσα αμαρτία, όπως ο Ίδιος άλλωστε το βεβαίωσε: «Καθένας που βλέπει μία γυναίκα (αλλά και αντιστρόφως για τη γυναίκα έναν άνδρα) με εμπαθή πονηρή επιθυμία, ήδη διέπραξε μέσα στην καρδιά του το αμάρτημα της μοιχείας». Γι’ αυτό και ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος ήδη τονίζει: «Αν πει κανείς ότι δεν αμαρτάνει, είναι ψεύστης». Η επιβεβαιούμενη αδιάκοπα σε όλους τους αιώνες θλιβερή αυτή πραγματικότητα, ότι δηλαδή όλοι είμαστε αμαρτωλοί και αμαρτάνουμε έστω κι αν ακόμη έχουμε τη δύναμη του Κυρίου προς αναμαρτησία λόγω χαλαρότητας στην πνευματική μας ζωή, έκανε και κάνει την Εκκλησία να τονίζει όπως είπαμε ως μόνο δρόμο σωτηρίας τη μετάνοια. Τη μετάνοια ως διαρκές βίωμα απαρχής της συνειδητής ζωής του ανθρώπου μέχρι και την ώρα του θανάτου του. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη παρηγοριά που έχουμε στον κόσμο τούτο, όπως μάλιστα το σημειώνει και ο μέγας εξίσου Ιωάννης της Κλίμακος. Θεωρώντας ως δεδομένη την αμαρτωλή μας κατάσταση προτρέπει τη συνεχή μετάνοια ως συνεχή ανάσταση του ανθρώπου. «Χαρακτηριστικό των αγγέλων – λέει – είναι να μην αμαρτάνουν καθόλου˙ χαρακτηριστικό των δαιμόνων είναι να βρίσκονται πάντοτε στην αμαρτία˙ και χαρακτηριστικό των ανθρώπων είναι να περιπίπτουν στις αμαρτίες αλλά και να σηκώνονται από αυτές διά της μετανοίας».

Πέφτουμε λοιπόν και αμαρτάνουμε οι άνθρωποι. Δεν μένουμε όμως εκεί. Ό,τι συμβαίνει στον δρόμο που μπορεί να σκοντάψουμε και να πέσουμε, αλλά θα σηκωθούμε, το ίδιο πρέπει να συμβαίνει και στον δρόμο της πνευματικής ζωής: σηκωνόμαστε. Και μάλιστα πάντοτε. «Όσες φορές κι αν πέσουμε, ας σηκωθούμε και θα σωθούμε». Μάνα η Εκκλησία μας με ανοιχτή την αγκαλιά της για κάθε παραστράτημά μας. Αρκεί η προτεραιότητά μας να είναι η σωτηρία μας ως σχέση με τον Θεό μας.


ΠΗΓΗ

Παρασκευή 28 Απριλίου 2023

ΑΠΙΣΤΗΣΕ, ΨΗΛΑΦΗΣΕ, ΚΗΡΥΞΕ!

 

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ

«Ἐψηλάφησε τήν πλευράν τοῦ Δεσπότου ἀπιστήσας ὁ Θωμᾶς καί ψηλαφήσας διπλῆν οὐσίαν ἐκήρυξε» (απόστ. αίνων όρθρου).

(Αφού απίστησε ο Θωμάς για την Ανάσταση του Κυρίου, ψηλάφησε την πλευρά Του. Κι αφού Την ψηλάφησε κήρυξε τη διπλή ουσία του Κυρίου, ότι είναι Θεός και άνθρωπος).

Η υμνογραφία της Εκκλησίας μας επιμένει πάλιν και πολλάκις να τονίζει την κατ’ οικονομία Θεού απουσία του Θωμά από τον κύκλο των Αποστόλων την πρώτη ημέρα της Αναστάσεως του Κυρίου, όταν ο Κύριος εμφανίστηκε σ’ αυτούς χορηγώντας τους την ειρήνη Του και το Πνεύμα Του το Άγιον – κάτι που θα ενεργοποιείτο κατά τρόπο δραστικό από την ημέρα της Πεντηκοστής και μετέπειτα. Κι αυτό γιατί η απουσία του Θωμά θα απεκάλυπτε περίτρανα την αγάπη του Θεού απέναντι και σ’ εκείνον, αλλά και σε κάθε εγκλωβισμένο στις αισθήσεις του άνθρωπο της κάθε εποχής μέχρι σήμερα και όσο θα υπάρχει κόσμος: τη συγκατάβασή Του ώστε να ερευνηθεί και να ψηλαφηθεί «χειρί» του αμφισβητούντος αποστόλου, οπότε και να «πιστωθεῖ» έτι πλέον η Ανάστασή Του. «Χαίρει ἐρευνώμενος» ο Κύριος (ωδή δ΄) τονίζει ο άγιος υμνογράφος, για να διευκρινίσει πιο έντονα παρακάτω (ωδή ε΄): «Ἀπιστίαν πίστεως γεννήτριαν ἡμῖν τήν τοῦ Θωμᾶ ἀνέδειξας∙ σύ γάρ πάντα τῇ σοφίᾳ σου προνοεῖς συμφερόντως, Χριστέ ὡς φιλάνθρωπος» (Ανέδειξες την απιστία του Θωμά γεννήτρια πίστεως για χάρη μας. Διότι Συ Χριστέ ως φιλάνθρωπος που είσαι, προνοείς με τη σοφία Σου τα πάντα κατά το συμφέρον μας).

Την πρωτοβουλία της ψηλάφησης βεβαίως είχε ο ίδιος ο Κύριος, όταν είδε το καλοπροαίρετο του μαθητή Του – έφυγε από την απομόνωσή του και ήλθε έστω και με λογισμούς στη σύναξη των μαθητών. «Ἇψαι Θωμᾶ τῆς πλευρᾶς τῇ χειρί, λέγει Χριστός, καί τούς τύπους τῶν ἥλων δεῦρο ψηλάφησον, πίστει ἐρεύνησον, καί γίνου μοι πιστός καί μή γίνου ἄπιστος» (δοξαστικό αίνων) (Ακούμπησε, Θωμᾶ, με το χέρι σου την πλευρά Μου, λέγει ο Χριστός, κι εμπρός ψηλάφησε τα σημάδια των καρφιών, ερεύνησέ τα με πίστη και γίνε μου πιστός και μη γίνεσαι άπιστος). Κι ήταν η συγκατάβαση και η οικονομία του Κυρίου τέτοια, ώστε έκτοτε ο Θωμάς να τίθεται στο ίδιο επίπεδο θεολογίας με τον απόστολο Ιωάννη: ο Ιωάννης έμαθε τη θεολογία από το στήθος του Κυρίου, όταν έγειρε πάνω Του στον Μυστικό Δείπνο∙ ο Θωμάς κατενόησε την οικονομία του Θεού για τη σωτηρία του κόσμου, όταν έθεσε ακριβώς το χέρι του στις πληγές του Κυρίου (βλ. στιχ. εσπ. εορτής). Κι αυτήν την οικονομία του Θεού έκανε περιεχόμενο του κηρύγματός του ο Θωμάς, αλλά και όλοι οι απόστολοι και βεβαίως η αγία Εκκλησία του Κυρίου: ότι ο Κύριος έχει «διπλῆν τήν οὐσίαν», είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος – «ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου».  

Κι αξίζει να σημειώσουμε ότι η υμνογραφία της Εκκλησίας μας δεν άφησε ασχολίαστη και τη γλώσσα ακόμη του αποστόλου Θωμά. Όχι μόνο επικεντρώνει στο χέρι που τόλμησε να ψαύσει το «φλόγεον ὀστοῦν» (οίκος συναξαρίου) του Κυρίου, αλλά προβάλλει και την παμμακάριστη γλώσσα του – ό,τι έχει κάνει και στο δάκτυλο και στο χέρι του αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού όταν βάπτιζε και υπεδείκνυε τον Κύριο ως τον αμνό του Θεού!  Γιατί ακριβώς ο Θωμάς κήρυξε τον Ιησού ως Θεό και Κύριο. Με τα ίδια τα λόγια του αγίου υμνογράφου (ωδή δ΄ εορτής): «Σοῦ ἡ παμμακάριστος ὑμνεῖται γλῶσσα ὦ Δίδυμε∙ πρώτη γάρ εὐσεβῶς κηρύττει τόν ζωοδότην Ἰησοῦν, Θεόν τε καί Κύριον, ἐκ τῆς ἁφῆς πλησθεῖσα τῆς χάριτος» (Η παμμακάριστη γλώσσα σου, Θωμά, είναι αντικείμενο ύμνου. Διότι πρώτη με πίστη μεγάλη κηρύττει τον ζωοδότη Ιησού ως Θεό και Κύριο, επειδή γέμισε λόγω της ψηλάφησης από τη χάρη Του). Στον Θωμά για ακόμη μία φορά  επιβεβαιώνουμε ότι η θεολογία μας έχει χαρακτήρα εμπειρικό. Δεν έχουν σημασία οι διανοητικοί στοχασμοί περί του Θεού  - ό,τι η ανθρώπινη φαντασία, έστω και θεολογική, «παράγει» περί Θεού – αλλά αυτό που αποτελεί έκφραση της ζωντανής παρουσίας του Θεού στη ζωή του ανθρώπου. Του ανθρώπου εννοείται που ζει εν Εκκλησία και σφραγίζεται από την αλήθεια της αποστολικής παραδόσεως.


ΠΗΓΗ

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΥΣ ΔΙΩΓΜΟΥΣ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ (Ζ΄ ΜΕΡΟΣ)


Με ποια κατηγορία. λοιπόν, εκτελέστηκαν οι χριστιανοί: Ο Τάκιτος λέει πως κατηγορήθηκαν ως εμπρηστές, αλλά είναι αμφίβολο το κατά πόσον αυτή ήταν μια επίσημη ή ανεπίσημη κατηγορία, καθώς και το ακριβές περιεχόμενό της. Η κατηγορία του εμπρησμού ήταν μια συνήθης εγκληματική πρόθεση που αποδιδόταν σε επικίνδυνες κοινωνικές ή πολιτικές ομάδες εντός της Ρώμης, για να διασφαλιστεί η λαϊκή υποστήριξη. Άλλωστε, και η κατηγορία του εμπρησμού της πόλης από το Νέρωνα εντάσσεται σε μια συνήθη τακτική σπίλωσης εναντίον μισητών ηγεμόνων. Η άναρχη δόμηση της πόλης, οι ξύλινες, επισφαλείς πολυκατοικίες και τα στενά δρομάκια καθιστούσαν τον εμπρησμό ήταν το απόλυτο έγκλημα κατά της πόλης και των κατοίκων της. εφικτό μόνο από διεστραμμένες διάνοιες.\

Επομένως, εύκολα θα μπορούσαν οι χριστιανοί να κατηγορηθούν ως εμπρηστές. Δυστυχώς ο Τάκιτος δεν διευκρινίζει κατά πόσον η κατηγορία του εμπρησμού ήταν επίσημη ή ανεπίσημη, αν εκδόθηκε, δηλαδή, σχετικό συγκλητικό «δόγμα» (προβούλευμα) ή ήταν απλά μία έμπνευση της στιγμής που εφαρμόστηκε άμεσα. Είναι αλήθεια πως αν είχε διατυπωθεί επίσημα μια κατηγορία σαν αυτή, θα αναμέναμε απάντηση σε κάποιο απολογητικό ή άλλου είδους χριστιανικό έργο, καθώς και σχετικές αναφορές τόσο στον Πλίνιο. όσο και στο σφοδρό πολέμιο των χριστιανών Κέλσο.

Ωστόσο, σχετική αναφορά δεν εντοπίζεται πουθενά. Μόνη λογική ερμηνεία, λοιπόν, είναι πως οι χριστιανοί ουδέποτε κατηγορήθηκαν επίσημα ως εμπρηστές: συνελήφθησαν και καταδικάστηκαν υπό το βάρος των φημών και της αρνητικής τους υπόστασης ενώπιον των αρχών, ως μια διεφθαρμένη και επικίνδυνη για το κοινωνικό σύνολο ομάδα ανθρώπων - δηλαδή απλά επειδή ήταν χριστιανοί, ιδιότητα την οποία ο Νερών ή η ρωμαϊκή κοινωνία ανεπίσημα συσχέτισαν και με το έγκλημα του εμπρησμού. Άλλωστε ο Τάκιτος ισχυρίζεται πως εκτελέστηκαν όσοι ομολόγησαν πως ήταν χριστιανοί, όχι εμπρηστές. Τα βασανιστήρια που τους επιβλήθηκαν ήταν για να κατονομάσουν κι άλλους χριστιανούς, όχι για να επιβεβαιωθεί αν είχαν όντως βάλει φωτιά στην πόλη.

«Μόνοι από όλους, οι Νερών και Δομιτιανός, αφού πείστηκαν από ορισμένους κακόβουλους ανθρώπους, θέλησαν να διαβάλουν τη διδασκαλία μας, και από αυτούς κατέληξαν να διαδίδονται τούτα τα συκοφαντικά ψεύδη, μέσω μιας παράλογης συνήθειας». (Το απόσπασμα διασώζει ο Ευσέβιος στην εκκλησιαστική του ιστορία. IV 26, 25 - 6: «Μόνοι πάντων, άναπεισθέντες ΰπό τινων βασκάνων ανθρώπων, τον καθ' ήμας έν διαβολη καταστήσαι λόγον ήθέλησαν Νέρων και Δομετιανός, άφ’ ών και το τής συκοφαντίας άλόγω συνήθεια περί τούς τοιούτους ρυήναι συμβέβηκεν ψεύδος»).


21Απρ2023



Κωνσταντίνου Οικονόμου εξ΄ Οικονόμων: ''Σιωνίτης Προσκυνητής'' (αποσπάσματα με απόδοση στην νεοελληνική)

«Κάποιοι πάλι αποκλίνουν με άλλες πλάνες, προσπαθώντας να παραπλανήσουν με δόλο. Αρνούνται το θείον θαύμα του Αγίου Φωτός που φαίνεται κάθε χρόνο στον πανάγιο Τάφο το μεγάλο Σάββατο, κατηγορώντας το ως παραποίηση και απάτη. Επίσης, διαπράττουν πολλές ύβρεις κατά της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων, με τη δικαιολογία του ζήλου της χριστιανικής αλήθειας» (Κων. Οικονόμου εξ΄ Οικονόμων, ''Σιωνίτης Προσκυνητής'').


Ἡ συζήτηση γιὰ τὸ « ̔Αγιον Φῶς» καὶ τὴν ἱερὰ ἀποδημία στοὺς Αγίους Τόπους «ἔκλεισε» το 1850, ὅταν ὁ Κων. Οἰκονόμος ἐδημοσίευσε τὸ βιβλίο του Σιωνίτης Προσκυνητής, τοποθετώντας παραδοσιακὰ τὸ πρόβλημα καὶ ἀναδημοσιεύοντας κείμενα ἱστορικά, ποὺ ἀγγίζουν τὴν οὐσία του. Ἤδη εἴδαμε ὅτι στα 1839 και 1841 ἤθελε νὰ δημοσιοποιήσει τὶς ἀπόψεις του γιὰ τὸ ζήτημα. Αὐτὸ ἀκριβῶς ἔκαμε το 1850, ἀνανεώνοντας καὶ ἀναδιατυπώνοντας τὰ ὅσα εἶχε στείλει ἰδιωτικὰ ὑπὸ τὴν μορφὴ κριτικῶν παρατηρήσεων στον Στέφ. Καραθεοδωρή, τὰ ὁποῖα, ὅπως καὶ τὸ ἔργο τοῦ τελευταίου, ἔμειναν τότε ἀνέκδοτα (σ.σ. τα δημοσίευσε ο π. Γεώργιος Μεταλληνός στο βιβλίο του ''Φωτομαχικά - Αντιφωτομαχικά).

Τὸ βιβλίο τοῦ Οἰκονόμου φέρει τον τίτλο: ΣΙΩΝΙΤΗΣ ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗΣ, ἤτοι, τοῦ ἐν ̔Αγίοις Πατρὸς ἡμῶν Γρηγορίου ἐπισκόπου Νύσσης αἱ περὶ τῶν Ἱεροσολύμων διαλαμβάνουσαι δύω Επιστολαί, μετὰ σημειώσεων καὶ Παραρτήματος ᾧ προσετέθη καὶ τὸ μέχρι νῦν ἀνέκδοτον Κατὰ ̔Αγιοκατηγόρων, Παχωμίου τοῦ Ρουσάνου, ὑπὸ τοῦ Πρεσβυτέρου καὶ Οἰκονόμου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχικού Θρόνου, Κωνσταντίνου τοῦ ἐξ Οικονόμων, Αθήνησι 1850. Μαζὶ μὲ τὴν δική του διεξοδικότατη τοποθέτηση στο πρόβλημα ὁ Κ. Οἰκονόμος ἐκδίδει καὶ τὶς δύο συναφεῖς μὲ τὸ θέμα ἐπιστολὲς τοῦ Γρηγορίου Νύσσης, ἡ πρώτη ἀπὸ τὶς ὁποῖες εἶχε προβληθεῖ, μέσα ἀπὸ μιὰ αὐθαίρετη ἑρμηνεία τοῦ Κοραή, ποὺ μὲ τὸν «βιασμό» της, προσπαθοῦσε νὰ ἐπενδύσει πατερικά - δηλαδὴ παραδοσιακά - τὶς περὶ ̔Αγίων Τόπων θέσεις του.

Αὐτὴ τὴν «δολερή» μέθοδο τοῦ Κοραή περιγράφει μὲ ἀρκετὴ λεπτότητα, εἶναι γεγονὸς ὁ Οἰκονόμος: «Χωροῦσι πρὸς τὸν σκοπὸν αὐτῶν ὑπούλως πάνυ καὶ δολερῶς. Αὐτοὺς μὲν γὰρ τοὺς Αγίους Τόπους οὔτ ̓ ἐπαινοῦσι, οὔτε λοιδοροῦσι ἀνέδην (εἰ μὴ ποὺ τυχόν, ηπίως καὶ ἀστικώτερον χαριεντιζόμενοι)· φιλανθρώπου δὲ φιλογενείας καὶ χριστιανικῆς φιλαληθείας προσωπεῖον ἀναλαμβάνοντες, ἀπείργουσι μὲν τοὺς Χριστιανοὺς τῆς εἰς Ἱερουσαλὴμ ἀποδημίας, τὴν τοῦ θείου Νύσσης ἐπιστολὴν καὶ αὐτοὶ περικροτοῦντες, τὰ δὲ πρὸς τὴν ἀποδημίαν ταύτην ἀπολλύμενα χρήματα παραινοῦντες εἰς σύστασιν καταβάλλειν διδασκαλείων παντοίων πρὸς τὸν τοῦ γένους φωτισμόν (οἷον αὐτοὶ δηλονότι θέλουσι).

Θὰ δημοσιεύσουμε σὲ μέρη ἀποσπάσματα τοῦ ἔργου του - μὲ ἀπόδοση στὴν νεοελληνική - διότι ἔχουν μεγάλη ἀξία, ὅσον ἀφορᾶ τὴν χριστιανικὴ ἀπολογητικὴ κατὰ τῶν παλαιῶν καὶ νέων κατηγόρων .



ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ







Πάσχα με τον άγιο Ιωάννη της Σανγκάης

 

Πάσχα με τον άγιο Ιωάννη της Σανγκάης

Ένας από τους γηραιότερους ιερείς της Ρωσικής Εκκλησίας της Διασποράς, ο πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Λάριν, είχε μια ιδιαίτερη ευλογία στη ζωή του: ως μικρό παιδί στη Σανγκάη, ήταν πολύ κοντά στον άγιο Ιωάννη της Σανγκάης και του Σαν Φρανσίσκο και έμαθε πολλά από εκείνον. Αρκετές φορές, ο τότε Ζόρα και μετέπειτα πατήρ Γεώργιος, γιόρτασε με τον επίσκοπο Ιωάννη τη Λαμπρή Ανάσταση του Χριστού και θυμόταν καλά πώς, στην κυριολεξία, πετούσε στην εκκλησία ανάμεσα στο πλήθος των προσκυνητών. Αυτή την πασχαλινή χαρά την κουβαλούσε μέσα του σε όλη του τη ζωή.

O άγιος Ιωάννης της ΣανγκάηςO άγιος Ιωάννης της Σανγκάης

– Πατέρα Γεώργιε, θυμάστε πώς λειτουργούσε ο επίσκοπος το Πάσχα;

– Στη Σανγκάη υπήρχε ένας αρκετά μεγάλος ναός. Τη νύχτα του Πάσχα πλημμύριζε με κόσμο και ο επίσκοπος Ιωάννης κυριολεκτικά πετούσε ανάμεσα από το πλήθος. Περνούσε δίπλα από τον κόσμο με το θυμιατήρι και τους χαιρετούσε όλους με τη φράση: «Χριστός Ανέστη! Χριστός Ανέστη!» Το έλεγε με τέτοιο ενθουσιασμό, σαν παιδί. Ήταν όντως έτσι, είχε στ’ αλήθεια ψυχή μικρού παιδιού, ήταν πολύ ασυνήθιστος άνθρωπος. Ξέρετε, ήταν σαν να εμφανίστηκε ο άγιος Νικόλαος ο Θαυματουργός ζωντανός ανάμεσά μας, και με τέτοιο ενθουσιασμό, με τέτοια χαρά ευχόταν σε όλους για αυτή τη μεγάλη γιορτή.

Ήταν σαν να εμφανίστηκε ο άγιος Νικόλαος ο Θαυματουργός ζωντανός ανάμεσά μας

Ο επίσκοπος περιφερόταν τόσο γρήγορα μέσα στον ναό, που ήταν σαν να πετούσε, στην κυριολεξία. Οι διάκονοι, οι οποίοι δεξιά και αριστερά κρατούσαν τα Δικηροτρίκηρα, έτρεχαν πίσω του αλλά δεν προλάβαιναν. Και με αυτόν τον τρόπο ο επίσκοπος περιδιάβαινε σε όλο τον ναό. Δε θα το ξεχάσω ποτέ.

Έχω πολλά άλλα πράγματα που σχετίζονται με τον επίσκοπο Ιωάννη. Αν δεν ήταν αυτός, η ζωή μου θα ήταν τελείως διαφορετική, και εκείνος το προέβλεψε αυτό.

– Οι διάκονοι δεν προλάβαιναν τον επίσκοπο. Και εσείς, μικρό παιδί και βοηθός του, προλαβαίνατε;

– Ναι, ναι. Μα ήμουν πολύ μικρός, έτρεχα δίπλα του, αλλά μερικές φορές συμβαδίζαμε. Δίπλα ήταν δύο μεγάλοι διάκονοι. Και έτσι έτρεχα σε όλο τον ναό, έχοντας τεράστια χαρά, την οποία μού μετέδιδε ο επίσκοπος. Είναι δύσκολο να εξηγήσω αυτό το συναίσθημα, αλλά ήταν κάτι πολύ ωραίο.

Και είμαι σίγουρος ότι και οι άλλοι άνθρωποι, οι οποίοι βρίσκονταν τότε στον ναό, αισθάνθηκαν αυτή τη χαρά. Πολλοί έμεναν μέχρι το τέλος της Λειτουργίας, αλλά οι γονείς μου συνήθως έφευγαν νωρίτερα, μετά τον Όρθρο και πριν αρχίσει η Λειτουργία. Μας έπαιρναν εμάς, τα παιδιά, στο σπίτι και εκεί τρώγαμε, αφού είχαμε νηστέψει. Ήμουν πολύ μικρός, 8–10 χρονών και αδερφός μου δύο χρόνια μικρότερος.

– Περάσατε το Πάσχα με τον επίσκοπο Ιωάννη αρκετές φορές. Θυμάστε καμία ιστορία σχετικά με αυτόν;

– Συνέβη πριν πολλά χρόνια. Μέναμε όλα κι όλα τρία τετράγωνα από τον ναό, δεκαπέντε λεπτά με τα πόδια. Ο επίσκοπος ερχόταν σε εμάς. Όλες τις μέρες του Πάσχα ήταν πολύ χαρούμενος. Είχε ένα τόσο παιδικό χαμόγελο, και μια τέτοια χαρά που μεταδιδόταν σε όλους.

Έπειτα φύγαμε από τη Σανγκάη και μετακομίσαμε στο νησί Τουμπαμπάο, στις Φιλιππίνες, όπου μείναμε ένα χρόνο. Από εκεί η οικογένειά μας μετανάστευσε στην Αυστραλία. Ο επίσκοπος μού έγραφε γράμματα, και τα κρατάω, για μένα είναι πολύτιμα. Παρεμπιπτόντως, εκείνος χρησιμοποιούσε μόνο την παλιά ορθογραφία, όπως ο πατέρας μου, ο οποίος δε δεχόταν τους καινούργιους κανόνες και θεωρούσε ότι είναι μια σοβιετική εφεύρεση, μια παραμόρφωση της ρωσικής γλώσσας.

– Τι μάθατε εσείς, σαν μικρό αγόρι, από τον επίσκοπο στις γιορτές του Πάσχα; Η επαφή με αυτόν τον άνθρωπο, βοήθησε στο να κατανοήσετε πόσο σημαντική είναι αυτή η γιορτή;

– Βέβαια! Χάρη στη γνωριμία μας κατανόησα πολλά πράγματα, τα οποία με απασχολούσαν. Ο επίσκοπος έλεγε ότι το Πάσχα είναι η πιο σημαντική μέρα, την ονόμαζε Εορτή των Εορτών. Διαρκεί σχεδόν ένα μήνα και λέμε: «Χριστός Ανέστη» έως την Ανάληψη του Κυρίου.

Τη χαρά που είχε το Πάσχα ο επίσκοπος Ιωάννης, την είχε σε όλη του τη ζωή, και τη Μεγάλη Σαρακοστή και όλο το χρόνο. Ήταν κάτι απίστευτο!

ΝΑ ΕΞΟΡΙΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΚΑΤΗΦΕΙΑ ΚΑΙ ΤΗ ΖΑΛΗ ΤΩΝ ΛΟΓΙΣΜΩΝ

 

ΠΕΜΠΤΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ

«Κατήφεια παθῶν καί λογισμῶν ἡ ζάλη, μακράν ἐξοριζέσθω καί οὕτως ἐξανθήσει τό ἔαρ τό τῆς πίστεως» (απόστ. Αίνων).

(Ας εξορισθεί μακριά από εμάς η κατήφεια και η στενοχώρια των παθών, όπως και η ζάλη των λογισμών, και έτσι θα ανθήσει η άνοιξη της πίστης).

Ο άγιος υμνογράφος εξαγγέλλει αυτό που διαλαλεί η Εκκλησία μας με την Ανάσταση του Κυρίου: τα πάντα τώρα είναι πλημμυρισμένα από το φως και τη χαρά της Αναστάσεως. «Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός». «Ὦ Πάσχα, λύτρον λύπης». Ό,τι ο Κύριος και οι άγιοι άγγελοί Του προέτρεπαν τους αποστόλους και τις μυροφόρες γυναίκες: «Χαίρετε», ό,τι ο απόστολος Παύλος θεωρούσε ως δεδομένο της πίστεως: «Χαίρετε, καί πάλιν ἐρῶ Χαίρετε», αλλά και καρπό της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος που προεκτείνει την αναστημένη παρουσία του Κυρίου: «ὁ καρπός τοῦ Πνεύματός ἐστιν ἀγάπη, χαρά», ό,τι ο ίδιος πάλι προέτρεπε ως συστατικό της ζωής αλλά και διαρκές αγώνισμα των πιστών: «Πάντοτε χαίρετε, ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε, ἐν παντί εὐχαριστεῖτε», αυτό λοιπόν προβάλλει και ο άγιος ποιητής. Γιατί; Διότι ανέτειλε ήδη το έαρ, η άνοιξη της πίστεως. Και η άνοιξη αυτή αποτελεί τον ύμνο της χαράς. Οπότε, «οὐδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν» - χαρά και κατήφεια δεν μπορούν να συνυπάρξουν! Όταν με άλλα λόγια ο πιστός έχει ενσυνείδητα αποδεχτεί τον Χριστό στη ζωή του, τότε είναι αδιάκοπα στραμμένος προς Αυτόν και Αυτόν αναζητεί προκειμένου να Τον έχει Κύριο και Αρχηγό της ζωής του. Και Τον αναζητεί βεβαίως με τον μόνο τρόπο που ο Κύριος καθόρισε: μέσα από τις άγιες εντολές Του, οι οποίες οδηγούν στην εγκατοίκησή Του μέσα στον άνθρωπο, καθιστώντας τον κυριολεκτικά ένα με Εκείνον. «Τηρήστε τις εντολές Μου και θα Με δείτε μέσα σας». Κι έρχεται έτσι η χαρά και η ειρήνη του Χριστού μέσα στον άνθρωπο, χαρά και ειρήνη εσωτερική και βαθειά που κανείς άνθρωπος δεν μπορεί να τα διαγράψει και να πάρει.

Από την άποψη αυτή ο άγιος υμνογράφος τονίζει το αυτονόητο: αν ζει ο πιστός τη χαρά της Ανάστασης, δεν μπορεί να είναι εγκλωβισμένος στην κατήφεια που φέρνουν με μαθηματική ακρίβεια τα πάθη του ανθρώπου˙ δεν μπορεί να άγεται και να φέρεται από τους λογισμούς που δημιουργούν ζάλη στον άνθρωπο, δηλαδή από τους λογισμούς της απιστίας και της διψυχίας, τους λογισμούς που θέτουν σε κρίση τον άνθρωπο, γιατί δεν μπορεί να πάρει τη σταθερή απόφαση να είναι πάντοτε με το μέρος του Χριστού, δηλαδή εκεί που τον καλούν οι εντολές και το θέλημα Εκείνου. Κι είναι η εμπειρία του καθενός μας: τι είναι εκείνο που δημιουργεί την εσωτερική θλίψη και στενοχώρια και δεν μας αφήνει να ησυχάσουμε; Μόνον το άφημά μας στα ψεκτά πάθη μας: η ικανοποίηση της σαρκολατρείας μας και του αλαζονικού υπερήφανου φρονήματός μας. Δυστυχώς, έστω και θεωρούμενοι χριστιανοί, ζούμε ακόμη μέσα στον χειμώνα της αμαρτίας μας, όταν έξω, στον αληθινό κόσμο του Θεού – κι είναι αληθινός γιατί είναι ο αιώνιος κόσμος – ήδη έχει ανατείλει το έαρ και η καλοκαιρία της ζεστασιάς της αγκαλιάς του Θεού μας. Ήδη από την πρώτο ύμνο του κανόνα του αγίου Θωμά (α΄ ωδή) ο υμνογράφος επισημαίνει: «Σήμερον ἔαρ ψυχῶν˙ ὅτι Χριστός ἐκ τάφου, ὥσπερ ἥλιος ἐκλάμψας τριήμερος, τόν ζοφερόν χειμῶνα ἀπήλασε τῆς ἁμαρτίας ἡμῶν» (Σήμερα είναι η άνοιξη των ψυχών. Γιατί ο Χριστός  την τρίτη ημέρα μετά τη σταύρωσή Του βγήκε από τον τάφο, όπως ακριβώς ο ήλιος που έλαμψε μετά τη νύκτα, και έκανε πέρα τον χειμώνα της αμαρτίας μας).

Ο αληθής χριστιανός, δηλαδή ο άγιος, είναι ο χαρούμενος άνθρωπος. Χαρούμενος με την έννοια την πραγματική: χαίρεται η καρδιά του, γι’ αυτό και τη χαρά αυτή σκορπίζει παντού και πάντα. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί άγιοι της Εκκλησίας μας θεωρούσαν ότι ο πασχαλινός χαιρετισμός «Χριστός Ἀνέστη» πρέπει να συνιστά τον διαρκή χαιρετισμό μας όλου του χρόνου. Αρκεί βεβαίως να μη ξεχνάμε ότι η εσωτερική αυτή χαρμόσυνη πραγματικότητα δεν προκύπτει «μαγικά» και γρήγορα. Απαιτεί καθημερινό αγώνα συσταύρωσης με τον Χριστό, οδύνη και «μάτωμα» πάνω στον αγώνα κατά των παθών, που θα πει ότι τελικώς η χαρά αυτή  λειτουργεί για τον «μέσο» χριστιανό, αν υπάρχει τέτοιος όρος, ως όραμα που πρέπει να καθορίζει την πορεία του – μερικές φορές σε βάθος δεκαετιών! Και βεβαίως να τονίσουμε και πάλι το του αποστόλου: η χαρά έρχεται ως καρπός του πνεύματος αγάπης. Όπου αγάπη εκεί και χαρά, εκεί και Ανάσταση, εκεί και Χριστός!


ΠΗΓΗ

Τρίτη 25 Απριλίου 2023

ΣΥΝΟΨΗ ΤΗΣ ΗΘΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ (Μέρος 13ο)

                                  Ἁγίου Μητροπολίτου Φιλαρέτου τῆς Ρωσικῆς Διασπορᾶς

13. Η ανάπτυξη της θέλησης

Άσκηση. Αυτοπειθαρχία. Καλές συνήθειες. Η σημασία των αρχών στην ανάπτυξη
της θέλησης. Η θρησκεία ως πηγή αυτών των αρχών

Απομένει τώρα να κατανοήσουμε το ζήτημα της εκπαίδευσης και ανάπτυξης της ανθρώπινης θέλησης. Ο ηθικός χαρακτήρας και η ηθική αξία της προσωπικότητας ενός ανθρώπου εξαρτώνται κυρίως από την κατεύθυνση και την δύναμη της θέλησης. Και, φυσικά, όλοι καταλαβαίνουν ότι είναι σημαντικό για έναν Χριστιανό, πρώτον, να έχει ισχυρή και αποφασιστική θέληση και δεύτερον, να έχει μιά θέληση σταθερά στραμμένη προς το καλό του πλησίον του, προς την κατεύθυνση του καλού και όχι του κακού.

Πώς μπορεί κάποιος να αποκτήσει ισχυρή θέληση; Η απάντηση είναι απλή: πρώτα απ’ όλα μέσα από την άσκησή της. Και γι’ αυτό, πάλι -όπως και με τις σωματικές ασκήσεις- πρέπει να γίνεται σταδιακά, βήμα-βήμα. Αλλά, έχοντας αρχίσει να ασκείτε την θέλησή σας σε κάτι (για παράδειγμα, σε μια συνεχή πάλη με κάποιες από τις αμαρτωλές σας συνήθειες ή ιδιοτροπίες), μην εγκαταλείψετε πλέον αυτό το έργο με τον εαυτό σας. Ταυτόχρονα, από την αρχή, ο Χριστιανός που θέλει να ενισχύσει την θέλησή του, τον χαρακτήρα του, πρέπει να αποφύγει κάθε σύγχυση (διάσπαση), αταξία και ασυνέπεια στη συμπεριφορά. Διαφορετικά, θα είναι ένα άτομο χωρίς χαρακτήρα, που δεν αντιπροσωπεύει τίποτε συγκεκριμένο. Ούτε οι άλλοι άνθρωποι ούτε ο ίδιος μπορεί να βασίζεται σε έναν τέτοιο χαρακτήρα. Και στην Αγία Γραφή, ένα τέτοιο άτομο ονομάζεται καλάμι, που σαλεύεται από τον άνεμο[1].

Η πειθαρχία είναι απαραίτητη για τον καθένα μας. Είναι τόσο σημαντική που χωρίς αυτήν η σωστή, κανονική σειρά και επιτυχία της εργασίας, για παράδειγμα, στη σχολική ή στρατιωτική ζωή, είναι αδύνατη. Αυτή είναι ακόμα πιο σημαντική στη ζωή κάθε ανθρώπου και την θέση της εξωτερικής σχολικής ή στρατιωτικής πειθαρχίας εδώ καταλαμβάνει η εσωτερική αυτοπειθαρχία. Ένας άνθρωπος πρέπει να τοποθετεί τον εαυτό του σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο, δημιουργώντας ορισμένες συνθήκες και μια τάξη ζωής – και από αυτό να μην αποκλίνει πλέον.

Ας σημειώσουμε επίσης αυτό: στο θέμα της ενίσχυσης της θέλησης, οι συνήθειες ενός ανθρώπου έχουν μεγάλη σημασία. Έχουμε ήδη δει ότι οι κακές, αμαρτωλές συνήθειες αποτελούν μεγάλο εμπόδιο στην χριστιανική, ηθική ζωή. Από την άλλη, οι καλές συνήθειες είναι πολύτιμο απόκτημα για την ψυχή, και επομένως ο άνθρωπος πρέπει να συνηθίσει τον εαυτό του σε πολλά καλά πράγματα, ώστε αυτό το καλό να γίνει κτήμα του και συνήθειά του. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό στα νεανικά χρόνια, όταν ακόμη διαμορφώνεται και διαπλάθεται ο ανθρώπινος χαρακτήρας.

Δεν είναι τυχαίο που λένε ότι το δεύτερο μισό της επίγειας ζωής του ανθρώπου αποτελείται από συνήθειες που συσσωρεύτηκαν κατά το πρώτο μισό αυτής της ζωής (συγκρίνετέ το με το ρητό: «η συνήθεια είναι δεύτερη φύση»[2]).

Πιθανώς κανείς δεν θα αμφισβητήσει το γεγονός ότι απαιτείται ισχυρή θέληση από έναν άνθρωπο. Στη ζωή συναντάμε ανθρώπους με διαφορετική δύναμη θέλησης. Και συμβαίνει συχνά ένας άνθρωπος που είναι πολύ προικισμένος και ταλαντούχος, με δυνατό μυαλό και βαθιά, ευγενική καρδιά, να αποδεικνύεται αδύναμος και να μη μπορεί να εφαρμόσει τα σχέδιά του, ανεξάρτητα από το πόσο καλά και πολύτιμα μπορεί να είναι. Και το αντίστροφο: συμβαίνει ένας άνθρωπος που είναι λιγότερο ταλαντούχος και προικισμένος -αλλά δυνατός χαρακτήρας και με ισχυρότερη θέληση- να πετυχαίνει στη ζωή και, όπως λένε, να ολοκληρώνει το σχέδιό του μέχρι το τέλος.

Αλλά μια ακόμα πιο σημαντική ιδιότητα της ανθρώπινης θέλησης είναι η κατεύθυνσή της προς το καλό και όχι προς το κακό. Εάν ένα καλός, αλλά αδύναμος άνθρωπος μπορεί να αποδειχθεί ελάχιστα χρήσιμο μέλος της κοινωνίας στη ζωή, τότε ένας άνθρωπος με ισχυρή, αλλά κακή, καταστροφική θέληση, είναι ήδη επικίνδυνος. Και είναι ακόμη πιο επικίνδυνος, όσο ισχυρότερη είναι η κακή του θέληση. Από αυτό είναι σαφές ότι αυτές οι αρχές, εκείνες οι βασικές αρχές και κανόνες που καθοδηγούν την θέληση του ανθρώπου είναι εξαιρετικά σημαντικές. Ένας άνθρωπος χωρίς αρχές είναι μια ηθική οντότητα που δεν έχει ηθικά θεμέλια και είναι επικίνδυνος για τους άλλους.

Από πού μπορεί ο άνθρωπος να πάρει αυτές τις αρχές για τον εαυτό του ώστε να ενεργήσει σύμφωνα με αυτές; Για έναν άπιστο, η απάντηση εδώ είναι εξαιρετικά δύσκολη, και στην πραγματικότητα, αδύνατη, άλυτη. Να τις πάρει από την επιστήμη; Αλλά η επιστήμη, πρώτον, ενδιαφέρεται κυρίως για ζητήματα γνώσης, και όχι ηθικής, και, δεύτερον, η ίδια δεν αντιπροσωπεύει κάτι στέρεο και θεμελιωδώς μόνιμο, επειδή συνεχώς επεκτείνεται, εμβαθύνει και μεταβάλλεται με πολλούς τρόπους… Από την φιλοσοφία; Αλλά η ίδια η φιλοσοφία συνεχίζει να μας λέει για τη σχετικότητα και σε καμιά περίπτωση την απόλυτη βεβαιότητα των αληθειών της. Από την πρακτική ζωή; Ακόμα λιγότερο. Αυτή η ίδια η ζωή έχει ανάγκη από θετικές αρχές που θα μπορούσαν να ρυθμίσουν και να εξαλείψουν από αυτήν την αχαλίνωτη ασυνειδησία.

Αλλά αν η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι τόσο δύσκολη για τους άπιστους, τότε για έναν πιστό άνθρωπο, ειδικά για έναν πιστό Χριστιανό, η απάντηση είναι απλή και ξεκάθαρη. Η πηγή των καλών αρχών είναι το θέλημα του Θεού. Μας αποκαλύπτεται στην διδασκαλία του Σωτήρος Χριστού, στο Άγιο Ευαγγέλιό Του. Μόνον αυτή έχει άνευ όρων, ακλόνητη εξουσία σε αυτόν τον τομέα. Και μόνον αυτή μας έχει διδάξει την αυτοθυσία και την χριστιανική αγάπη προς όλους -ακόμα και για τους εχθρούς. Μόνον αυτή έδωσε στους ανθρώπους τις πιο υψηλές έννοιες της χριστιανικής ελευθερίας, της χριστιανικής ισότητας και αδελφότητας (έννοιες που μας έκλεψαν οι σοσιαλιστές, οι κομμουνιστές και άλλοι εχθροί της πίστης). Και ο ίδιος ο Κύριος είπε για τους αληθινούς Χριστιανούς: «Όχι όποιος μου λέει: “Κύριε, Κύριε” θα μπει στη βασιλεία των ουρανών, αλλά αυτός που κάνει το θέλημα του Πατέρα Μου στους Ουρανούς…»[3].

(συνεχίζεται)


[1] Ματθ. ια΄ 7.
[2] Πρόκειται για την διάσημη φράση του ημέτερου φιλοσόφου Αριστοτέλους: «Ἕξις δευτέρα φύσις».
[3] «Οὐ πᾶς ὁ λέγων μοι Κύριε Κύριε, εἰσελεύσεται εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ἀλλ᾿ ὁ ποιῶν τὸ θέλημα τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς» (Ματθ. ζ΄ 21).



ΠΗΓΗ



ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ



ΠΑΡΑΙΝΕΣΕΙΣ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΙΕΡΩΝΥΜΟΥ ΑΙΓΙΝΗΣ (24ον)




ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ