Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2025

Τῇ εἰκοστῇ πέμπτη τοῦ αὐτοῦ μηνός, μνήμη τῆς ἁγίας μεγαλομάρτυρος καὶ πανσόφου ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗΣ (Συναξάριον)

 

Τῇ εἰκοστῇ πέμπτη τοῦ αὐτοῦ μηνός, μνήμη τῆς ἁγίας μεγαλομάρτυρος καὶ πανσόφου ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗΣ[1]

Γεννημένη στην Αλεξάνδρεια, την πρωτεύουσα τῆς Αἰγύπτου καὶ μητρόπολη τῶν ἐπιστημῶν καὶ τῶν τεχνῶν, ἡ ἁγία Αἰκατερίνα ἦταν θυγατέρα τοῦ Κώνστα (ἢ Κέστου), πλουσίου καὶ ἰσχυροῦ ἄρχοντα. Ἐκτὸς ἀπὸ ἀρχοντιά, ὁ Θεὸς τὴν εἶχε προικίσει καὶ μὲ ἐξαιρετικὸ κάλλος ποὺ προκαλοῦσε τὸν θαυμασμὸ ὅλων ὅσοι τὴν πλησίαζαν, καθὼς καὶ μὲ ἀσυνήθιστη εὐφυΐα. Ἡ νεαρή κόρη παρακολούθησε τα μαθήματα τῶν καλύτερων διδασκάλων καὶ τῶν πιὸ ὀνομαστῶν φιλοσόφων. Ἔμαθε να παρακολουθεῖ καὶ τοὺς πιὸ περίπλοκους συλλογισμοὺς καὶ μὲ τὴν ἴδια ἐπιτυχία κατείχε τὰ φιλοσοφικά συστήματα τοῦ  ̓Αριστοτέλους, τοῦ Πλάτωνος, καθὼς καὶ τῶν νεωτέρων μαθητῶν τους. Διέπρεπε ἐπίσης στὴν τέχνη τοῦ λόγου, γνώριζε τους μεγαλύτερους ποιητές, ἀπὸ τὸν Ὅμηρο ἕως τὸν Βιργίλιο, καὶ ἦταν σὲ θέση νὰ διαλέγεται σὲ πολλὲς γλῶσσες, τὶς ὁποῖες εἶχε μάθει φοιτώντας σὲ σοφοὺς διδασκάλους ἢ ἀπὸ ταξιδιῶτες ποὺ ἔρχονταν νὰ ἐπισκεφθοῦν τὴν κοσμοπολίτικη ἐκείνη πόλη. Εἶχε διεξέλθει ὅλες τὶς φυσικὲς ἐπιστῆμες, ἰδιαιτέρως τὴν ἰατρική, καὶ κανένας τομέας τῆς ἀνθρώπινης σοφίας δὲν μποροῦσε νὰ διαφύγει ἀπὸ τὸ διεισδυτικὸ καὶ ἀκόρεστο γιὰ γνώση πνεῦμα της. Σὲ ἡλικία μόλις δεκαοκτώ ἐτῶν εἶχε φθάσει σὲ τόσο ὑψηλὸ ἐπίπεδο μαθήσεως, ποὺ γεννοῦσε τὸν θαυμασμὸ καὶ τῶν πιὸ ἔμπειρων ἀκόμη σοφῶν. Ἡ φήμη της αυτή, ὅπως καὶ ἡ εὐγενικὴ καταγωγή της, ἡ ὀμορφιὰ καὶ τὰ πλούτη της τὴν ἔκαναν περιζήτητη καὶ πλῆθος μνηστήρων παρουσιάζονταν γιὰ νὰ τὴ ζητήσουν σε γάμο. Ἡ Αἰκατερίνα ὅμως, προαισθανόμενη τὴν ὑπεροχὴ τῆς παρθενίας, ἀπέρριπτε ὅλες τὶς προτάσεις καὶ εἶχε θέσει στοὺς γονεῖς τῆς ὅρο νὰ μὴ δεχθεῖ ὡς σύζυγο παρὰ μόνον ἕναν νέο ισάξιο μὲ αὐτὴν ὄχι μόνον στὴν εὐγένεια, ἀλλὰ καὶ στὰ πλούτη, τὴν ὀμορφιὰ καὶ τὴ σοφία. 
Ἡ μητέρα της, ὄντας σὲ ἀπόγνωση στην προσπάθειά της νὰ βρεῖ ἕναν τέτοιο σύντροφο γιὰ τὴ θυγατέρα της, έστειλε τὴν κόρη νὰ συμβουλευθεῖ ἕναν ἅγιο χριστιανὸ ἀσκητὴ ποὺ ζοῦσε λίγο ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη. Ἐκεῖνος εἶπε στὴν Αἰκατερίνα ὅτι ὄντως ἐγνώριζε ἕναν τέτοιο ἄνθρωπο καὶ ὅτι ἡ σοφία Του ἦταν ἀνώτερη ἀκόμη, μιᾶς καὶ ἀποτελεῖ τὴν ἴδια τὴ βασικὴ ἀρχὴ ὅλων τῶν ὁρατῶν καὶ ἀοράτων ὄντων. Τὴ σοφία αὐτὴ δὲν τὴν ἔχει ἀποκτήσει, ἀλλὰ τὴν κατέχει αἰωνίως. Ἡ εὐγένειά του εἶναι ἐπίσης ἀνώτερη ἀπὸ ὁτιδήποτε μπορεῖ κανεὶς νὰ φαντασθεῖ, γιατὶ ἄρχει τοῦ σύμπαντος καὶ ἔχει δημιουργήσει τον κόσμο μὲ τὴ δική Του θέληση. Κύριος τῶν κόσμων, ἀρχὴ κάθε σοφίας καὶ κάθε γνώσεως, εἶναι ἐξάλλου τῆς εἶπε ὁ Γέρων ὡραῖος παρὰ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων (Ψαλμ. 44, 3), γιατὶ εἶναι Θεὸς ἐνσαρκωμένος: ὁ Υἱὸς καὶ ὁ Λόγος τοῦ Πατρὸς ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ τὴ δική μας σωτηρία καὶ ποὺ ἐπιθυμεῖ νὰ γίνει ὁ νυμφίος κάθε παρθενικῆς ψυχῆς.  Ὁ ἀσκητὴς τὴν ἀποχαιρέτησε δίνοντάς της μία εἰκόνα τῆς Θεοτόκου βρεφοκρατούσας. Τὴν ἑπόμενη νύκτα τῆς φανερώθηκε η Θεοτόκος, ἀλλὰ ὁ Χριστὸς ἀπέστρεφε τὸ πρόσωπό Του καὶ ἀρνοῦνταν νὰ τὴν κοιτάξει λέγοντας πὼς ἦταν ἄσχημη, καθυποταγμένη ἀκόμη στον θάνατο καὶ τὴν ἁμαρτία. Αναστατωμένη, ἡ Αἰκατερίνα μετέβη στὸν ἀσκητή, ὁ ὁποῖος τῆς δίδαξε τὰ μυστήρια τῆς πίστεως καὶ μὲ τὸ ἅγιο Βάπτισμα τὴν ἀναγέννησε στὴν αἰώνια ζωή. Τῆς φανερώθηκε τότε ξανὰ ἡ Θεοτόκος, μὲ τὸν Χριστὸ ποὺ ἄστραφτε ἀπὸ χαρά. «Να ποὺ λάμπει ὁλόκληρη, όμορφη, πλούσια καὶ ἀληθινὰ σοφή εἶπε ὁ Χριστός τώρα τὴ δέχομαι ὡς πάναγνη νύμφη μου». Γιὰ νὰ σφραγίσει τοὺς ἀρραβῶνες αὐτούς, ἡ Θεοτόκος πέρασε στὸ δάκτυλο τῆς κόρης ἕνα δαχτυλίδι καὶ τὴν ἔβαλε νὰ ὑποσχεθεῖ πὼς δὲν θὰ δεχόταν στὴ γῆ ἄλλο νυμφίο. 
Τὴν ἐποχὴ αὐτὴ ὁ αὐτοκράτορας Μαξιμίνος (305-311)[2] ἤθελε, ὅπως καὶ ὁ Διοκλητιανός, νὰ ἐξαναγκάσει ἐπὶ ποινῆ βασανιστηρίων καὶ θανάτου ὅλους τοὺς ὑπηκόους του νὰ συμμετέχουν στὶς εἰδωλολατρικὲς θυσίες, ὡς σημεῖο ὑποταγῆς στὴν ἐξουσία του. Οἱ ἀσεβεῖς αὐτὲς τελετὲς ἄρχισαν στην Αλεξάνδρεια καὶ τότε ἡ Αἰκατερίνα παρουσιάσθηκε ἐνώπιον τοῦ αὐτοκράτορα στον ναό, τοῦ ἐκδήλωσε τὸν ἀπαιτούμενο στὸν ἡγεμόνα σεβασμό, ἀλλὰ καταδίκασε αὐστηρὰ τὴ λατρεία τῶν κτιστῶν ὄντων. Εκπληκτος καταρχὴν ἀπὸ τὸ κάλλος τῆς νεαρῆς κόρης καὶ τὴν τόλμη της, ὁ αὐτοκράτορας τὴν ἄκουσε νὰ ἀναπτύσσει τὰ ἐπιχειρήματά της καὶ γοητεύθηκε ἀπὸ τὴ σοφία της. Η Αίκατερίνα τοῦ πρότεινε νὰ ἀντιμετωπίσει σὲ δημόσια συζήτηση τοὺς λαμπρότερους σοφοὺς καὶ ρήτορες τῆς αὐτοκρατορίας. Ὁ ἡγεμόνας δέχθηκε, καὶ ἔστειλε ἀγγελιαφόρους σὲ κάθε γωνιὰ τῆς ἐπικράτειας γιὰ νὰ συγκεντρώσει σοφούς, φιλοσόφους, ρήτορες καὶ ἔμπειρους στὴ διαλεκτική. Έφθασαν στὴν Ἀλεξάνδρεια πενήντα[3] ἀπὸ αὐτοὺς καὶ παρουσιάσθηκαν ἐνώπιον τοῦ αὐτοκράτορα καὶ τοῦ πλήθους ποὺ εἶχε συγκεντρωθεῖ στὸ ἀμφιθέατρο, ἔχοντας ἀντίκρυ τους τὴν εὔθραυστη κόρη, μόνη ἀλλὰ ἀκτινοβολώντας ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Δὲν ἔνιωθε κανένα φόβο απέναντί τους, γιατί παρουσιάσθηκε σὲ αὐτὴν ὁ  ̓Αρχάγγελος Μιχαὴλ καὶ τὴν διαβεβαίωσε ὅτι ὁ Κύριος θὰ μιλοῦσε διὰ τοῦ στόματός της καὶ θὰ τὴν ἱκάνωνε νὰ νικήσει τὴ σοφία τοῦ κόσμου τούτου μὲ τὴν ἐξ ὕψους Σοφία. Ενθαρρυμένη ἀπὸ τὴν ὀπτασία αὐτή, ἡ Αἰκατερίνα φανέρωσε τὶς πλάνες καὶ τὶς ἀντιφάσεις τῶν μαντείων, τῶν ποιητῶν καὶ φιλοσόφων. Ἔδειξε ὅτι καὶ οἱ ἴδιοι ἀπό μόνοι τους εἶχαν ἀναγνωρίσει ὅτι οἱ λεγόμενοι θεοὶ τῶν εἰδωλολατρῶν εἶναι δαίμονες καὶ προσωποποιήσεις ἀνθρώπινων παθῶν. Εἰς ἐπίρρωσιν τῶν ἐπιχειρημάτων της, ἐπικαλέσθηκε μάλιστα καὶ ὁρισμένους χρησμοὺς τῆς Σίβυλλας καὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, οἱ ὁποῖοι μὲ τρόπο σκοτεινὸ ἀνήγγελλαν τὴν Ἐνανθρώπηση καὶ τὸ σωτήριο Πάθος τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Ἀνέτρεψε τὰ μυθεύματα καὶ τὶς μυθολογίες τους, διακηρύσσοντας ὅτι ὁ κόσμος δημιουργήθηκε ἐκ τοῦ μηδενὸς ἀπὸ τὸν μόνο ἀληθινὸ καὶ αἰώνιο Θεὸ καὶ ὅτι ὁ ἄνθρωπος λυτρώθηκε ἀπὸ τὸν θάνατο διὰ τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ τοῦ Πατρός. Αποστομωμένοι, ἔχοντας ἐξαντλήσει τὰ ἐπιχειρήματά τους, οἱ ρήτορες αναγνώρισαν τὴν πλάνη τους καὶ ζήτησαν ἀπὸ τὴν ἁγία νὰ βαπτισθοῦν. Ὁ αὐτοκράτορας, έξαλλος ἀπὸ τὴν ἀποτυχία αὐτή, διέταξε νὰ συλλάβουν τοὺς πενήντα ρήτορες καὶ τοὺς καταδίκασε νὰ πεθάνουν στὴν πυρά, στις 17 Νοεμβρίου. Αφοῦ ματαίως ἐπιχείρησε νὰ πείσει μὲ κολακεῖες τὴν Αἰκατερίνα, ἔβαλε νὰ τὴ βασανίσουν καὶ νὰ τὴ ρίξουν στη φυλακή, περιμένοντας νὰ κατασκευασθεῖ ἕνα τρομερό όργανο βασανισμοῦ ποὺ ἀπαρτιζόταν ἀπὸ τέσσερις τροχούς, ἐφοδιασμένους μὲ καρφιά, συνδεδεμένους μὲ ἕναν ἄξονα. Μόλις ἑτοιμάσθηκε ἡ μηχανή, ἔδεσαν ἐκεῖ τὴν ἁγία, ἀλλὰ ἕνας ἄγγελος ἦλθε νὰ τὴ σώσει καὶ τὸ ὄχημα τοῦ θανάτου κατέβηκε ξέφρενο στην κατηφόρα σκοτώνοντας στὸ πέρασμά του πλῆθος εἰδωλολατρῶν. 
Μπροστὰ στὸ θέαμα τῶν ἄθλων τῆς ἁγίας μάρτυρος, ἡ ἴδια ἡ σύζυγος[4] τοῦ αὐτοκράτορα μεταστράφηκε μὲ τὴ σειρά της καὶ τὴν ἐπισκέφθηκε στὸ δεσμωτήριο, συνοδευόμενη ἀπὸ τὸν στρατηγὸ Πορφύριο, στενό φίλο τοῦ ἡγεμόνα, καὶ διακόσιους στρατιῶτες ποὺ ἔγιναν κι αὐτοὶ μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἁγία Αἰκατερίνα τοὺς δέχθηκε μὲ χαρὰ καὶ τοὺς προεῖπε ὅτι συντόμως θὰ κέρδιζαν καὶ αὐτοὶ τὸν στέφανο τῶν ἀνδρείων ἀθλητῶν τῆς πίστεως. Μαθαίνοντας τὴν ἀποσκίρτηση τῶν κοντινῶν του ἀνθρώπων, ὁ Μαξιμίνος, ἔξαλλος ἀπὸ ὀργὴ καὶ λησμονώνοντας κάθε ἀνθρώπινο αίσθημα, διέταξε να βασανίσουν τὴ σύζυγό του καὶ νὰ τὴν ἀποκεφαλίσουν στις 23 Νοεμβρίου, τὴν ἑπομένη δὲ προχώρησε στὴν ἐκτέλεση τοῦ Πορφυρίου καὶ τῶν στρατιωτῶν. Στις 25, ὁδήγησαν τὴν Αἰκατερίνα ἀπὸ τὸ δεσμωτήριο στο δικαστήριο, ὅπου ἐμφανίσθηκε ἀπαστράπτουσα ἀπὸ οὐράνια ἀγαλλίαση πολύ μεγαλύτερη ἀπὸ ἐκείνη ποὺ εἶχε ὅταν φυλακίσθηκε, διότι ἔβλεπε ὅτι εἶχε φθάσει ἡ ἡμέρα τῆς ἑνώσεώς της μὲ τὸν Χριστό. Τὴν ἔφεραν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη καὶ μετὰ ἀπὸ μιὰ τελευταία εὐχαριστήρια προσευχὴ στὸν Κύριο, ὁ ὁποῖος τῆς εἶχε ἀποκαλύψει τοὺς ἀκένωτους θησαυροὺς τῆς ἀληθινῆς σοφίας, ἡ ἁγία ἐτελειώθη μὲ ἀποκεφαλισμό. 
Δύο ἄγγελοι παρουσιάσθηκαν τότε καὶ μετέφεραν τὸ σῶμα της ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια στὸ ὄρος Σινᾶ.  ̓Ανευρέθη ἐκεῖ τὸν 8ο αιώνα ἀπὸ ἕναν ἀσκητὴ ποὺ διέμενε ἐκεῖ κοντὰ καὶ τὸ τίμιο λείψανο μεταφέρθηκε στὴ μονὴ ποὺ εἶχε ἱδρύσει ὁ αὐτοκράτορας Ἰουστινιανὸς τὸν 6ο αἰώνας. Βρίσκεται ἐκεῖ ἕως τὶς ἡμέρες μας, ἀναδίδοντας οὐράνια εὐωδία καὶ ἐπιτελώντας ἀναρίθμητα θαύματα. 



[1] Σήμερα ἀποδίδεται ἡ ἑορτὴ τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου. Μέχρι τον 16ο αιώνα ἡ μνήμη τῆς ἁγίας Αικατερίνης ἑορταζόταν στις 24 Νοεμβρίου. Σύμφωνα με σημείωση ποὺ ἐνέταξε ὁ ἱερομ. Βαρθολομαῖος τῆς Μονῆς Κουτλουμουσίου στο Μηναῖον, οἱ Πατέρες τοῦ Σινᾶ μετέθεσαν τὴν ἡμερομηνία στις 25 Νοεμβρίου γιὰ νὰ προσδώσουν πανηγυρικότερο χαρακτήρα στὴν ἑορτή. Φαίνεται πιθανὸ ὅτι ἡ ἁγία ἔλαβε τὸ ὄνομα Αἰκατερίνα, ποὺ δηλώνει τὴν ἁγνότητα τοῦ βίου της (Αἰκατε ρίνα-Αεικαθερίνα), μετὰ τὴ μεταστροφή της στον χριστιανισμὸ ἢ ὡς συνέπεια τῶν θαυμάτων της. Γιὰ τὰ κείμενα σχετικὰ μὲ τὴν ἁγία, βλ. Το Μαρτυρολόγιον τοῦ Σινᾶ, Ἱ. Μ. τοῦ Σινᾶ, 1989, σσ. 38-149. 

[2] Σύμφωνα μὲ ἄλλες παραλλαγὲς τοῦ Μαρτυρίου, ἐπρόκειτο γιὰ τὸν αὐτοκράτορα Μαξέντιο. 

[3] Σύμφωνα μὲ τὸ ἀρχαῖο Μαρτύριον. Ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ Μεταφραστὴς καὶ τὰ Συναξάρια αναφέρουν 150 ρήτορες. 

[4] Μερικά Συναξάρια τὴν ἀναφέρουν ὡς «Βασίλισσα». 



ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ






Η αρχή της μελέτης του Ευαγγελίου με οδηγούς τους Πατέρες (11)

 

Αλλὰ γιατί δεν έμεινε έγκυος πριν από τη μνηστεία; Το είπα και προηγουμένως: για να μείνει κρυμμένο εκείνο που έγινε και για να απαλλαγεί η Παρθένος από κάθε πονηρή υποψία. Γιατί, όταν είναι γνωστό ότι όχι μόνο δεν την κακολόγησε, ούτε τη θεώρησε άτιμη, αλλά και την αναγνώριζε ως μνηστή του και τη φρόντιζε και μετά τον τοκετό εκείνος που ήταν φυσικό να ενδιαφέρεται περισσότερο από όλους για τη συζυγική της ακεραιότητα, είναι φανερό πως, αν δεν είχε απόλυτη βεβαιότητα ότι το νεογέννητο προήλθε από την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, δεν θα την ανεχόταν ούτε θα της προσέφερε όλες τις άλλες φροντίδες. Ιδίως τόνισε με έμφαση τη φράση «Ευρέθη ἐν γαστρὶ ἔχουσα». Το «ευρέθη», το «έτυχε», λέγεται συνήθως για τα παράδοξα, τα απροσδόκητα και όσα συμβαίνουν χωρίς να τα περιμένει κανείς.
Μην προχωράς λοιπόν περισσότερο, μην αναζητάς περισσότερα από όσα σου αποκαλύφθηκαν και μην ρωτάς πώς έκανε το Άγιο Πνεύμα να συλλάβει η Παρθένος. Γιατί πώς είναι δυνατόν να μιλήσουμε έτσι για το θαυματουργό Άγιο Πνεύμα, όταν ούτε τον τρόπο με τον οποίο σχηματίζεται το έμβρυο μέσω της φυσικής ενέργειας δεν μπορούμε να εξηγήσουμε; Ο Ματθαίος ανέφερε ποιος επιτέλεσε το θαύμα και πέρασε σε άλλο θέμα, για να μη βασανίζεις τον κήρυκα του Ευαγγελίου και τον ταλαιπωρείς με τις ερωτήσεις σου. Δεν γνωρίζω, λέγει, τίποτε περισσότερο παρά μόνο ότι ό,τι έγινε, έγινε με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Πρέπει να ντρέπονται όσοι ανασκαλεύουν υπερβολικά τη γέννηση αυτή. Γιατί, αν δεν έχει κανείς τη δύναμη να ερμηνεύσει αυτή τη γέννηση, που έχει αμέτρητους μάρτυρες, που προαναγγέλθηκε πολλούς αιώνες πριν, που έγινε αντιληπτή με την όραση και μάλιστα και με την αφή, πόση παράλογη παραφροσύνη δεν φανερώνουν όσοι εξετάζουν επίμονα και σχολαστικά εκείνη τη μυστηριακή σύλληψη; Αφού ούτε ο Γαβριήλ ούτε ο Ματθαίος μπόρεσαν να πουν τίποτε περισσότερο, παρά μόνο ότι οφείλεται στην ενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Και κανείς τους δεν εξήγησε το πώς, δηλαδή με ποιον τρόπο ενήργησε το Άγιο Πνεύμα. Γιατί αυτό ήταν αδύνατον. Και μην νομίσεις πως τα έμαθες όλα όταν ακούσεις ότι οφείλεται στην ενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Γιατί αγνοούμε ακόμη πολλά, και αφού μάθουμε αυτό. Αγνοούμε, για παράδειγμα, πώς χωρά μέσα στη μήτρα ο άπειρος, πώς παραμένει ως έμβρυο στην κοιλία γυναίκας ο κυβερνήτης του κόσμου, πώς γέννησε η Παρθένος και παρέμεινε παρθένος. Πες μου, πώς έπλασε το Άγιο Πνεύμα εκείνον τον ναό; Πώς είναι δυνατόν να μη περιβλήθηκε ολοκληρωτικά και όχι εν μέρει το ανθρώπινο σώμα μέσα στη μήτρα και να μη μεγάλωσε και να μη πήρε την ανθρώπινη μορφή εκεί; Ότι γεννήθηκε από το σώμα της Παρθένου το έδειξε με τα λόγια που ακολουθούν: «Τὸ γὰρ ἐν αὐτῇ γεννηθέν». Και ο Παύλος είπε: «Γενόμενος ἐκ γυναικός». Έτσι αποστόμωσε όσους ισχυρίζονταν ότι ο Χριστός πέρασε από τη μήτρα σαν μέσα από σωλήνα. Αν συνέβαινε αυτό, ποια ήταν η ανάγκη της μήτρας; Αν συνέβαινε αυτό, ο Χριστός δεν θα είχε τίποτε κοινό με εμάς. Εκείνο το σώμα, λέγουν, είναι διαφορετικό, δεν είναι από το ίδιο φύραμα με το δικό μας. Αλλά τότε πώς κατάγεται από τη ρίζα του Ιεσσαί; Γιατί ονομάζεται τρυφερός βλαστός; Γιατί υιός ανθρώπου; Γιατί η Μαρία λέγεται μητέρα του; Γιατί λέγεται απόγονος του Δαυίδ; Πώς πήρε μορφή ανθρώπου; Πώς «ὁ λόγος ἐγένετο σάρξ»; Γιατί λέγει ο Παύλος στους Ρωμαίους: «Ἐξ ὧν ὁ Χριστὸς τὸ κατὰ σάρκα, ὁ ὢν ἐπὶ πάντων Θεός»; Είναι λοιπόν φανερό από αυτά και από πολλά άλλα ότι το σώμα του Χριστού είναι από το δικό μας φύραμα και από τη μήτρα της Παρθένου. Δεν είναι όμως καθόλου φανερό το πώς.

 


 

ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΜΕΡΗ

 

Δεν υπάρχει αμαρτία που να νικά τη συγχώρηση, μόνο καρδιά που δεν τη ζητά - Άγ Σιλουανός ο Αθωνίτης


Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης έλεγε πως ο άνθρωπος που έμαθε να εμπιστεύεται την άπειρη αγάπη του Θεού δεν φοβάται την αμαρτία του, αλλά φοβάται μόνο την αμετανοησία του, όχι γιατί ο Θεός είναι αυστηρός, αλλά γιατί η καρδιά που μένει σκληρή δεν μπορεί να δεχθεί το έλεος. Η συγχώρηση είναι πάντοτε εκεί, ζεστή, έτοιμη, ανοιχτή. Ο ουρανός δεν υψώνει τείχους, η καρδιά τα υψώνει, και όταν ο άνθρωπος βουλιάζει στη θλίψη του, όταν πιστεύει πως δεν αξίζει να χτυπήσει την πόρτα, τότε η πτώση του γίνεται βαρύτερη από την αμαρτία την ίδια. Η πλάνη δεν είναι η αμαρτία, η πλάνη είναι η απελπισία που ψιθυρίζει πως ο Θεός κουράστηκε, πως  ο  Θεός άλλαξε, πως είμαστε πλέον χαμένοι, μα ο Θεός δεν αλλάζει, εμείς αλλάζουμε.
Στον Άθω, ο Σιλουανός άκουσε από τον ίδιο τον Χριστό τη φωνή του, «Κράτα τον νουν σου στον άδη και μη απελπίζου», μια φράση που πολλοί παρεξηγούν. Δεν πρόκειται για μια σκοτεινή μοιρολατρική στάση, αλλά για μια βαθιά επίγνωση της ανθρώπινης αδυναμίας συνδυασμένη με απόλυτη εμπιστοσύνη στο έλεος. Ο άνθρωπος βλέπει μέσα του την κόλαση της πτώσης, τα πάθη, την αταξία της ψυχής, τις πληγές που μόνο η χάρη μπορεί να θεραπεύσει, αλλά δεν απελπίζεται γιατί πάνω από κάθε σκοτάδι υπάρχει ο Χριστός, που μόνο με μια του λέξη, με ένα του βλέμμα, με μια σταγόνα της παρηγοριάς του μπορεί να μετατρέψει τη νύχτα σε αυγή. Αυτό είναι το μυστήριο της συγχώρησης. Δεν πηγάζει από την δική μας αξιοσύνη, αλλά από την δική του αγάπη.
Ο άνθρωπος πολλές φορές δεν ζητά συγχώρηση, όχι από αλαζονεία, αλλά από φόβο. Δεν αντέχει να δει την αλήθεια του, δεν αντέχει να αναγνωρίσει ότι πληγώνει, ότι αποτυχάνει, ότι πέφτει στα ίδια και στα ίδια. Φοβάται ότι η επανάληψη της αμαρτίας είναι απόδειξη πως δεν αλλάζει τίποτα, όμως ο Θεός δεν περιμένει την τελειότητα για να δώσει άφεση, περιμένει την ταπείνωση διότι η συγχώρηση δεν είναι βραβείο της αρετής, αλλά φάρμακο για την ασθένεια. Η εκκλησία δεν είναι δικαστήριο, αλλά θεραπευτήριο και ο Χριστός δεν είναι κατήγορος, αλλά ιατρός. Ο Άγιος τόνιζε ότι ο άνθρωπος που γνώρισε την αγάπη του Θεού δεν κατακρίνει κανέναν, ούτε τον εαυτό του με τρόπο που οδηγεί σε απόγνωση, αλλά με τρόπο που τον σπρώχνει προς τη μετάνοια, 
γιατί η μετάνοια δεν είναι αυτοκατηγορία, είναι άνοιγμα της πόρτας.
Η μεγαλύτερη δυσκολία στη συγχώρηση δεν είναι να την πάρουμε, αλλά να την πιστέψουμε. Η καρδιά που πληγώθηκε από ανθρώπους, που έζησε απόρριψη, που έμαθε να σκληραίνει για να επιβιώσει, δυσκολεύεται να δεχθεί την άνευ όρων αγάπη του Θεού. Μοιάζει υπερβολική, μοιάζει επικίνδυνη, μοιάζει άδικη. Έτσι, ο άνθρωπος προσπαθεί να πληρώσει πνευματικά, να εξιλεωθεί μόνος του, να κάνει κάποιο έργο που θα αποδείξει στον Θεό ότι αξίζει δεύτερη ευκαιρία αλλά ο Θεός δεν ζητά απόδειξη, ζητά μόνο διάθεση επιστροφής. Το πνευματικό έργο δεν προηγείται της συγχώρησης,  ακολουθεί τη συγχώρηση. Όταν η καρδιά αισθανθεί το άγγιγμα του Θεού, κινείται αυθόρμητα προς το καλό. Μόνο η αγάπη θεραπεύει πραγματικά.
Ο Σιλουανός έλεγε πως όποιος γνώρισε τον Θεό, δεν μπορεί πλέον να απελπιστεί, γιατί είδε την άβυσσο της Θείας Ευσπλαχνίας. Ο Θεός δεν μετρά την αμαρτία με ζυγαριές, ούτε κάνει λογισμούς ανθρώπινους. Η παραβολή του Ασώτου δείχνει πως ο πατέρας δεν περίμενε απολογία, ούτε δικαιολογία, ούτε εξηγήσεις, περίμενε μόνο το πρώτο βήμα προς το σπίτι. Και εκείνος που επέστρεφε δεν είχε πια τίποτα να παρουσιάσει. Κουρελιασμένη τιμή, λερωμένη ζωή, καρδιά άδεια από ελπίδα κι όμως ο πατέρας έτρεξε. Έτρεξε προς έναν άνθρωπο που θα τον απέρριπταν όλοι οι άλλοι. Αυτό είναι το μέτρο του Θεού. Αυτό είναι το μέτρο της συγχώρησης. Όχι η αξία μας, αλλά η αγάπη του.
Πολλές φορές η μοίρα της ψυχής δεν κρίνεται από την βαρύτητα της αμαρτίας, αλλά από την διάθεση για επιστροφή. Η εκκλησία ποτέ δεν φοβήθηκε την αμαρτία. Πάντοτε πολέμησε την απελπισία, γιατί αυτή στερεί από τον άνθρωπο την δυνατότητα σωτηρίας. Ο Άγιος Σιλουανός παρακαλούσε τους ανθρώπους να μην κλείνονται στη λύπη τους, έλεγε ότι ο διάβολος προσπαθεί να πνίξει τον άνθρωπο στην ιδέα ότι δεν αξίζει συγχώρηση. Μα η αξία δεν είναι κάτι που χάνεται, είναι δώρο που ο Θεός έδωσε στον άνθρωπο εξ αρχής. Ο άνθρωπος δεν γίνεται άξιος με τα έργα του, είναι άξιος επειδή ο Θεός τον αγαπά. Στην πνευματική ζωή, η συγχώρηση δεν είναι μόνο λύτρωση από το παρελθόν, είναι και άνοιγμα στο μέλλον.
Η καρδιά που συγχωρείται μαλακώνει, φωτίζεται, ξαναμαθαίνει να ζει με ταπείνωση και εμπιστοσύνη. Η άφεση δεν αλλάζει μόνο το παρελθόν, αλλά αλλάζει και το βλέμμα. Ο άνθρωπος που ζει μέσα στο φως του ελέους βλέπει τον κόσμο αλλιώς. Βλέπει την ζωή ως ευκαιρία, όχι ως τιμωρία, βλέπει τον αγώνα ως πορεία, όχι ως βάρος και βλέπει τους άλλους ανθρώπους όχι ως απειλή, αλλά ως αδέλφια, που πορεύονται στο ίδιο σκοτεινό μονοπάτι αναζητώντας το ίδιο φως.
Ο Σιλουανός τόνιζε πάντοτε ότι όποιος θέλει συγχώρηση πρέπει να μάθει να συγχωρεί. Όχι από καθήκον, αλλά από συμπόνια. Ο Χριστός δίνει στον άνθρωπο τόση αγάπη ώστε αυτή η αγάπη να ξεχειλίζει προς τους άλλους. Πολλές φορές ο άνθρωπος δεν συγχωρεί γιατί νομίζει πως έτσι θα δικαιώσει το κακό που έπαθε αλλά η συγχώρηση δεν δικαιώνει το κακό, απελευθερώνει την καρδιά. Η μνησικακία είναι σαν να πίνεις δηλητήριο περιμένοντας να πεθάνει ο άλλος. Η συγχώρηση είναι σαν να ανοίγεις ένα παράθυρο σε ένα σκοτεινό δωμάτιο και το πρώτο φως που μπαίνει φωτίζει εσένα. Ο άνθρωπος που συγχωρεί γίνεται συμμετέχων της Θείας Αγάπης και ο Θεός χαρίζει την άφεσή του σε αυτούς που αγαπούν, όχι γιατί το αξίζουν περισσότερο, αλλά γιατί η καρδιά τους έγινε δεκτική. Το μεγάλο μυστήριο της πνευματικής ζωής είναι ότι ο Θεός δεν σταματά ποτέ να αναζητά τον άνθρωπο αλλά ο άνθρωπος μπορεί να σταματήσει να αναζητά τον Θεό. Αυτό είναι το μόνο πραγματικό εμπόδιο στη συγχώρηση, ο Θεός δεν κλείνει την πόρτα, ο άνθρωπος κλείνει τα αυτιά του. Όπως ο Σιλουανός όταν νέος μοναχός ένιωσε τον Θεό να αποσύρει τη χάρη του για λίγο, ώστε να μάθει την ταπείνωση, εκείνος πόνεσε, έκλαψε, αλλά δεν απελπίστηκε, αντίθετα, κρατήθηκε στον Θεό με όλη του την δύναμη και ο Θεός επέστρεψε. Έτσι είναι και η συγχώρηση. Η χάρη δεν αρνείται ποτέ αυτόν που επιμένει. Κάθε άνθρωπος που πέφτει στην αμαρτία βρίσκεται σε σταυροδρόμι, ή θα στραφεί στον Θεό με ταπείνωση ή θα στραφεί μέσα του με φόβο και ντροπή. Η μετάνοια ανοίγει δρόμο, η ντροπή κλείνει δρόμο. Στον πνευματικό  αγώνα  δεν  κερδίζει αυτός που δεν πέφτει αλλά αυτός που δεν μένει πεσμένος. Ο Άγιος Σιλουανός πίστευε ότι η ταπεινή καρδιά προσελκύει τον Θεό όπως ο μαγνήτης το μέταλλο, και η υπερηφάνεια απομακρύνει τον Θεό όπως ο καπνός πνίγει το καθαρό φως. Αν θέλουμε άφεση πρέπει να αφήσουμε την ψυχή να αναπνεύσει. Αρκεί μια λέξη, ένα Κύριε ελέησόν με και ο ουρανός ανοίγει.
Δεν υπάρχει αμαρτία που να υπερβαίνει το έλεος του Θεού γιατί ο Θεός δεν πορεύεται με μέτρα ανθρώπινα. Το μόνο που μπορεί να στερήσει από την ψυχή τη θεραπεία είναι η απροθυμία της να δεχθεί  το φως.  Η συγχώρηση είναι πάντοτε διαθέσιμη, πάντοτε έτοιμη, πάντοτε άμεση. Η πόρτα του Θεού δεν κλείνει ποτέ. Αν κάτι μας τρομάζει αυτό δεν είναι η αμαρτία αλλά ο φόβος να πλησιάσουμε και όμως κάθε επιστροφή είναι γιορτή στον ουρανό. Ο Άγιος Σιλουανός μας θυμίζει ότι ο Θεός αγαπά τον άνθρωπο περισσότερο από όσο ο άνθρωπος μπορεί να αγαπήσει τον εαυτό του γι' αυτό και δεν υπάρχει πληγή που να μην θεραπεύεται, δεν υπάρχει σκοτάδι που να μην φωτίζεται, δεν υπάρχει πτώση που να μην μπορεί να γίνει αφετηρία αναστάσεως. Το μόνο που χρειάζεται είναι μια καρδιά που δεν θα φοβηθεί να χτυπήσει την πόρτα. Και η πόρτα όταν χτυπηθεί ανοίγει πάντοτε.





 

 

ΑΠΟΜΑΓΝΗΤΟΦΩΝΗΣΗ ΑΡΧΕΙΟΥ ΚΑΙ ΠΛΗΚΤΡΟΛΟΓΗΣΗ ΚΕΙΜΕΝΟΥ

''ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ''

ΤΗ ΑΥΤΗ ΗΜΕΡΑ: ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΑΓΙΑΣ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗΣ (ΑΥΡΙΑΝΗ ΕΟΡΤΗ ΚΑΤΑ ΤΟ Π.Η.)

 

Ἡ ἁγία Αἰκατερίνη ἦταν σοφή, ὡραία καί πλούσια. Τί δέν εἶχε; Τί τῆς ἔλειπε; Καί στά δεκαοκτώ της χρόνια ὅλα τά θυσίασε γιά τόν Χριστό. Προσέξτε. Ἡ ἁγία πηγαίνει στο μαρτύριο. Δέν πηγαίνει οὔτε κάν σ' ἕνα μοναστήρι, πού ὑπάρχει μιά ἐλπίδα ἐκεῖ νά ἀξιοποιηθοῦν, ἄς ποῦμε, ὅλα αὐτά τά τάλαντά της καί ἡ ὅλη σοφία της -οἱ ἰατρικές, οἱ φιλοσοφικές, οἱ ποιητικές, οἱ ρητορικές καί οἱ ἄλλες ειδικές γνώσεις της. (Πότε πρόλαβε καί τά ἔμαθε ὅλα αὐτά τόσο νέα!) Αὐτό εἶναι ἄνω ποταμῶν, γιά τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο σκεφτόμαστε ἐμεῖς. Πάρα πολύ θά βοηθηθοῦμε, ἄν διαβάζουμε τούς βίους τῶν ἁγίων, ὅπως τῆς ἁγίας Αἰκατερίνης, καί ἄν προσπαθοῦμε νά μπαίνουμε στο ὅλο πνεῦμα τῶν ἁγίων, στήν ὅλη νοοτροπία, στήν ὅλη ζωή τους. Μήπως αὐτό μᾶς βοηθήσει να καταλάβουμε πόσο πλανόμαστε ἐμεῖς σήμερα, πόσο διαφορετικά τά παίρνουμε τα πράγματα, πόσο στενόψυχοι και μικρόψυχοι εἴμαστε.
Δέν δυσκολεύτηκε καθόλου να δεῖ ὅτι, ὅλα αὐτά τά ὁποῖα εἶχε, ἦταν τοῦ Χριστοῦ δέν ἦταν δικά της καί εἶδε συγχρόνως ὅτι δέν εἶχαν καμιά ἀξία, γιά νά πιαστεῖ ἀπό αὐτά καί νά μήν ξεκολλάει ἀπό κεῖ. Τό πᾶν γι ̓ αὐτήν ἦταν ὁ Χριστός. Από αὐτόν πιάστηκε, σ' αὐτόν πίστεψε, αὐτόν ζητοῦσε, καί ἦταν τελείως ἐλεύθερη ἡ ψυχή της ἀπό ὅλα αὐτά. Ποῦ νά σταθεῖ τό πνεῦμα τῶν δικῶν μας φτωχῶν καί κακομοίρικων ψυχῶν μπροστά στό πνεῦμα τῆς ἁγίας! Ἐμεῖς κλαψουρίζουμε, παραπονιόμαστε, ἕτοιμοι εἴμαστε νά τά βάλουμε μέ τούς ἄλλους, βουλιάζουμε μέσα στήν ἀπελπισία μας, στη θλίψη μας, στήν ταλαιπωρία μας. Ὅμως δέν μᾶς ἐμποδίζει κανείς νά ἀγαπήσουμε ἔτσι τόν Χριστό, να μεθύσουμε ἀπό τήν ἀγάπη του κατ ̓ αὐτόν τόν τρόπο. Κανείς δέν μᾶς ἐμποδίζει.





ΠΗΓΗ: π. Συμεών Κραγιοπούλου, ''Πνευματικά Μηνύματα''




ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ