Είδες πώς έδωσε φτερά στον ακροατή; Ενώ μίλησε με λόγια απλά και συνηθισμένα, μ’ αυτά φανέρωσε σε όλους μας πράγματα που ξεπερνούν κάθε προσδοκία. Και τα δύο αυτά ονόματα είχαν μεγάλη διάδοση ανάμεσα στους Ιουδαίους. Επειδή όσα επρόκειτο να συμβούν ήταν παράδοξα, προηγήθηκαν οι τύποι μέσα από τα ονόματα, ώστε εκ των άνωθεν να διαλυθεί κάθε θόρυβος για κάποια καινοτομία.
Όπως είναι γνωστό, Ιησούς ονομαζόταν εκείνος που διαδέχθηκε τον Μωυσή και οδήγησε τον λαό στη γη της επαγγελίας. Βλέπεις τον τύπο; Πρόσεξε τώρα την αλήθεια. Εκείνος οδήγησε τον λαό στη γη της επαγγελίας, ενώ ο Χριστός στον ουρανό και στα ουράνια αγαθά. Εκείνος μετά τον θάνατο του Μωυσή, ο Χριστός μετά το τέλος της ισχύος του νόμου. Εκείνος ως ηγέτης του λαού, ο Χριστός ως Βασιλιάς. Και για να μη σε παραπλανήσει η συνωνυμία, πρόσθεσε: «Ιησού Χριστού, του υιού του Δαβίδ». Γιατί ο πρώτος Ιησούς δεν καταγόταν από τη γενιά του Δαβίδ, αλλά από άλλη φυλή.
Και γιατί την ονομάζει «Βίβλο γενέσεως του Ιησού Χριστού», ενώ δεν περιλαμβάνει μόνο τη γέννηση αλλά όλη την οικονομία; Διότι εδώ πραγματικά βρίσκεται η σύνοψη όλου του έργου της σωτηρίας και για μας γίνεται η αρχή και το τέλος όλων των αγαθών. Όπως λοιπόν ο Μωυσής δίνει τον τίτλο «Βίβλος ουρανού και γης», αν και δεν μίλησε μόνο για τον ουρανό και τη γη αλλά και για όλα τα ενδιάμεσα, έτσι και εδώ ο ευαγγελιστής ονομάζει το βιβλίο από το πιο σπουδαίο γεγονός. Γιατί πραγματικά αυτό που γεμίζει με θαυμασμό και ξεπερνά κάθε ελπίδα είναι ότι ο Θεός έγινε άνθρωπος. Όταν αυτό πραγματοποιήθηκε, όλα τα άλλα ακολουθούν με φυσική συνέπεια.
Και γιατί λέει πρώτα «υιός του Δαβίδ» και ύστερα «υιός του Αβραάμ»; Όχι, όπως νομίζουν μερικοί, επειδή ήθελε να ανεβεί από τα κατώτερα προς τα ανώτερα —τότε θα είχε κάνει ό,τι και ο Λουκάς. Εδώ κάνει το αντίθετο. Γιατί λοιπόν αναφέρει τον Δαβίδ; Γιατί το όνομά του ήταν στα χείλη όλων, και για τη λαμπρότητά του και επειδή δεν είχαν περάσει τόσα πολλά χρόνια από τον θάνατό του, όπως στην περίπτωση του Αβραάμ. Ο Θεός είχε δώσει υποσχέσεις και στους δύο, αλλά η υπόσχεση στον Αβραάμ, επειδή ήταν πολύ παλιά, είχε σιγήσει, ενώ του Δαβίδ, πιο πρόσφατη, επαναλαμβανόταν από όλους. Έτσι έλεγαν: «Μήπως ο Χριστός δεν έρχεται από το σπέρμα του Δαβίδ και από τη Βηθλεέμ, το χωριό όπου ήταν ο Δαβίδ;»[1]. Και πράγματι, κανείς δεν τον ονόμαζε «υιό του Αβραάμ», όλοι όμως τον αποκαλούσαν «υιό του Δαβίδ». Γι’ αυτό ακριβώς και οι βασιλείς που τιμούσαν μετά από εκείνον έπαιρναν το όνομά του, και αυτοί και από τον Θεό. Ο Ιεζεκιήλ και άλλοι προφήτες μιλούσαν για την έλευση και την ανάσταση χάριν του Δαβίδ· δεν εννοούσαν τον ίδιο τον Δαβίδ που είχε πεθάνει, αλλά εκείνους που θα μιμούνταν την αρετή του.
Αλλά και ο Θεός είπε στον Εζεκία: «Θα υπερασπιστώ αυτή την πόλη για μένα και για τον Δαβίδ τον δούλο μου»[2]. Και στον Σολομώντα επίσης είπε: «Για χάρη του Δαβίδ δεν θα αφαιρέσω τη βασιλεία όσο ζει»[3]. Ο Δαβίδ λοιπόν είχε μεγάλη δόξα, και ενώπιον του Θεού και ανάμεσα στους ανθρώπους. Για αυτό ξεκινά ο ευαγγελιστής από τον πιο γνωστό και κατόπιν ανατρέχει στον πατέρα· έκρινε περιττό να αναφερθεί σε πιο μακρινό πρόσωπο, μιλώντας σε Ιουδαίους. Αυτοί οι δύο θαυμάζονταν περισσότερο ο ένας ως προφήτης και βασιλιάς, ο άλλος ως πατριάρχης και προφήτης.
Και πώς αποδεικνύεται ότι ο Χριστός κατάγεται από τον Δαβίδ, αφού δεν γεννήθηκε από άνδρα αλλά μόνο από γυναίκα; Η Παρθένος δεν αναφέρεται στη γενεαλογία, και αντίθετα μνημονεύεται ο Ιωσήφ, που δεν συνέβαλε καθόλου στη γέννηση. Έτσι φαίνεται ότι το ένα είναι περιττό και το άλλο ελλιπές. Τι έπρεπε λοιπόν να αναφερθεί; Το πώς η Παρθένος κατάγεται από τον Δαβίδ. Και πώς το γνωρίζουμε αυτό; Άκουσε τι λέει ο Θεός στον Γαβριήλ: «Πήγαινε σε παρθένο που ήταν αρραβωνιασμένη με άνδρα, ονόματι Ιωσήφ, από τον οίκο και τη γενιά του Δαβίδ»[4]. Τι πιο σαφές θέλεις από αυτό, όταν ακούς ότι η Παρθένος ήταν από τον οίκο και τη γενιά του Δαβίδ;
Έτσι γίνεται φανερό ότι και ο Ιωσήφ προερχόταν από εκεί. Γιατί υπήρχε νόμος και έθιμο να μην επιτρέπεται ο γάμος με άτομο από άλλη φυλή, αλλά μόνο από την ίδια. Και ο πατριάρχης Ιακώβ είχε προαναγγείλει ότι ο Μεσσίας θα προέλθει από τη φυλή του Ιούδα, λέγοντας: «Δεν θα εκλείψει άρχοντας από τον Ιούδα, ούτε αρχηγός από τους απογόνους του, μέχρι να έρθει εκείνος στον οποίο ανήκουν όλες οι εξουσίες· και αυτός θα είναι η προσδοκία των εθνών».
Αυτή η προφητεία δείχνει ότι προήλθε από τη φυλή του Ιούδα, όχι όμως ότι κατάγεται και από το γένος του Δαβίδ. Στη φυλή Ιούδα δεν υπήρχε μόνο το γένος του Δαβίδ, αλλά και πολλά άλλα. Για να μην προβάλλεις αυτό, ο ευαγγελιστής πρόσθεσε «από τον οίκο και τη γενιά του Δαβίδ», για να αφαιρέσει κάθε υποψία.
Κι αν θέλεις και άλλη απόδειξη: όχι μόνο δεν επιτρεπόταν γάμος από άλλη φυλή, αλλά ούτε και από άλλη γενιά. Έτσι είτε αποδώσουμε το «από τον οίκο και τη γενιά του Δαβίδ» στην Παρθένο είτε στον Ιωσήφ, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Γιατί αν ο Ιωσήφ ήταν από τον οίκο και τη γενιά του Δαβίδ, δεν μπορούσε να πάρει γυναίκα από αλλού, παρά μόνο από εκεί απ’ όπου καταγόταν κι ο ίδιος. Και αν υποθέσεις ότι καταπάτησε τον νόμο; Γι’ αυτό ακριβώς μας πληροφορεί από την αρχή ότι ο Ιωσήφ ήταν δίκαιος, ώστε να μη σου περάσει αυτή η σκέψη. Αν μάθεις την αρετή του, καταλαβαίνεις και ότι δεν θα μπορούσε να παραβεί τον νόμο. Είναι φυσικό: αυτός που ήταν τόσο απαθής, ώστε ενώ είχε υποψίες για την Παρθένο δεν θέλησε να την εκθέσει, πώς θα μπορούσε να παραβεί τον νόμο για χάρη της ηδονής; Αυτός που έδειξε ανώτερη πνευματικότητα από εκείνη που απαιτούσε ο νόμος, πώς θα τον παρέβαινε χωρίς να τον ανάγκαζε καμία αιτία;
Από αυτά λοιπόν γίνεται φανερό ότι η Παρθένος καταγόταν από το γένος του Δαβίδ.



[1] Ιω. 7,42

[2] Δ΄ Βασ.19,34

[3] Γ' Βασ. 11,34

[4] Λουκά 1,27



ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΜΕΡΗ


0 Σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Top